Σύνδεση συνδρομητών

Η εκκένωση της Οδησσού τον Μάρτιο του 1919

Σάββατο, 27 Ιουλίου 2024 19:55
24 Μαρτίου 1919. Ο Κόκκινος Στρατός έχει εισβάλει στην Οδησσό με εντολές να την καταλάβει, κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα. Οι γαλλικές και οι ελληνικές δυνάμεις ήδη είχαν αποχωρήσει εσπευσμένα, ενώ στο μεταβατικό κενό καταστήματα και οικίες πλουσίων λεηλατήθηκαν.
Wikimedia
24 Μαρτίου 1919. Ο Κόκκινος Στρατός έχει εισβάλει στην Οδησσό με εντολές να την καταλάβει, κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα. Οι γαλλικές και οι ελληνικές δυνάμεις ήδη είχαν αποχωρήσει εσπευσμένα, ενώ στο μεταβατικό κενό καταστήματα και οικίες πλουσίων λεηλατήθηκαν.

Πέτρου Γ. Καρακασσώνη, Ιστορία της εις Ουκρανίαν και Κριμαίαν υπερποντίου εκστρατείας τω 1919, μετά Χαρτών, εν Αθήναις, Τύποις Α. Θ. Λαμπροπούλου, 1934, 286 σελ.

Παναγιώτης Ι. Παναγιωτόπουλος, Αναμνήσεις εκ του Μακεδονικού, Ουκρανικού και Μικρασιατικού Μετώπου, Ιωλκός, Απρίλιος, Αθήνα 2003, 174 σελ.

Έβδοξος Άραβος, Οι γιατροί κάποτε, Εκδόσεις Ιατρικής Κινήσεως, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1961, 556 σελ.

Teffi (Nadezdha Aleksandrovna) Memories. From Moscow to the Black Sea, μετάφραση στα αγγλικά από τα ρωσικά: Robert Chandler – Irina Steinberg, New York Review of Books, 2016, 267 σελ.

Η Ουκρανία είχε παραχωρηθεί στους Γερμανούς με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Μετά την ήττα των Γερμανών και την παράδοσή τους στο τέλος του 1918, αυτοί έφυγαν. Η Αντάντ πήγε να βοηθήσει τις δυνάμεις που ήθελαν την αυτονόμησή της. Η πολυδιάσπασή τους σ’ ένα πολιτικό φάσμα από τους εθνικιστές μέχρι την ακραία αναρχία δεν επέτρεψε την ευόδωση αυτού του σκοπού.

Οι επερχόμενοι μπολσεβίκοι εφάρμοσαν μια νικητήρια στρατηγική. Προηγούνταν φτωχοδιάβολοι της κοπριάς στο άνθος που λεηλατούσαν και αποδιάρθρωναν την οποιαδήποτε κοινωνική οργάνωση. Μετά οι μπολσεβίκοι έρχονταν ως εγγυητές της ασφάλειας του πληθυσμού.

Απέναντι στο προφανές αδιέξοδο, οι συμμαχικές δυνάμεις αποφάσισαν ν’ αποσυρθούν.

Η δραματική εκκένωση της Οδησσού έγινε στο τέλος του Μαρτίου 1919. Παρακάτω, παρατίθενται τέσσερις διηγήσεις των γεγονότων, τρεις από έλληνες

στρατιωτικούς της Ουκρανικής Εκστρατείας και μία από τη ρωσίδα ποιήτρια Τέφφι. Σ’ αυτές βλέπει κανείς πώς είδαν και πώς βίωσαν το ίδιο γεγονός διαφορετικοί άνθρωποι, ανάλογα με την προσωπική τους θέση και ασφάλεια.

 

Πέτρος Καρακασσώνης

Η πόλη στα Σοβιέτ

Η πρώτη μαρτυρία είναι του υποστράτηγου Πέτρου Καρακασσώνη, τότε συνταγματάρχη του 34ου Συντάγματος Πεζικού, που συμμετείχε στην εκστρατεία:

Κατά τας πρωινάς ώρας της 24ης Μαρτίου [1919], τα εν Οδησσώ υπό τας αμέσους διαταγάς του Borius συμμαχικά τμήματα, άτινα ήσαν εντεταλμένα την άμυναν της πόλεως και την προστασίαν των διαρρεόντων διά της παρυφής αυτής τμημάτων του βορείου μετώπου προς δυσμάς, μετά την διέλευσιν και του τελευταίου τούτων, σχηματίσαντα μία φάλαγγα υπό τας διαταγάς του αυτού στρατηγού, ετέθησαν εις πορείαν υπό την προστασίαν οπισθοφυλακής. […]

Ούτω κατά τας μ.μ. ώρας της 24ης Μαρτίου, η πόλις της Οδησσού είχε ήδη εκκενωθή υπό των συμμαχικών στρατευμάτων, ήτις από της προηγουμένης εσπέρας είχεν εξ ολοκλήρου καταληφθή υπό των εργατικών αρχών των Σοβιέτ της πόλεως, διά την τήρησιν δε της τάξεως και ασφαλείας συνεκροτήθησαν εξ αυτών η «Επιτροπή ασφαλείας πόλεως Οδησσού» και η «Επιτροπή αντιπροσώπων των Σοβιέτ εργατών». Αύται διά σειράς προκηρύξεων, δημοσιευθεισών διά των τοπικών εφημερίδων, κατέστησαν γνωστόν εις τους κατοίκους «ότι από της εσπέρας της 23ης Μαρτίου η αρχή της Οδησσού, εφ’ ης και εκυμάτιζεν ήδη η ερυθρά σημαία, και των περιχώρων αυτής περιήλθε εις τας χείρας των Σοβιέτ της πόλεως, ότι εκηρύχθη ο στρατιωτικός νόμος και ότι παν άτομον ή οργάνωσις, ήτις ήθελε αντιταχθή εις τας αρχάς των Σοβιέτ, θα ετιμωρείτο αυστηρώς, ότι η κίνησις μετά την 22αν ώραν εις τας οδούς απηγορεύετο αυστηρώς, πας δε όστις ήθελε φέρει αντίστασιν εις την εκκένωσιν της πόλεως υπό των συμμαχικών στρατευμάτων ή ήθελεν επιτεθή εναντίον συμμάχου στρατιώτου θα ετιμωρείτο υπό του συγκροτηθέντος Στρατιωτικού Επαναστατικού Δικαστηρίου, θα παρεπέμποντο δε και πάντες οι διαδίδοντες ανησυχητικάς φήμας ή διαπράττοντες αρπαγάς ή βιαιοπραγίας ή πυροβολούντες ασκόπως.

 

Παναγιώτης Ι. Παναγιωτόπουλος

Άγρια λεηλασία

Ο Παναγιώτης Ι. Παναγιωτόπουλος, αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή το 1913. Στρατεύθηκε το 1909 και υπηρέτησε ως ανθυπίατρος, υπίατρος και λοχαγός γιατρός σε όλες τις ελληνικές εκστρατείες εκείνων των χρόνων. Αποστρατεύθηκε το 1923. Τις αναμνήσεις του εξέδωσε μετά το θάνατό του ο γιος του Γιάννης, 80 χρόνια μετά τη συγγραφή τους. Παρατίθεται η σχετική αφήγησή του για την εκκένωση της Οδησσού:

Την 22αν Μαρτίου διατάσσεται το σύνταγμά μας να εγκαταλείψη την Οδησσόν και με άλλα συντάγματα της Μεραρχίας μας να καταλάβη θέσεις μεταξύ Οδησσού και Δνείστερου ποταμού. Αι δυνάμεις μας ανεπτύχθησαν επί αποστάσεως 80 χιλιομέτρων με σκοπόν να προασπίσουν την υποχώρησιν των στρατευμάτων, αλλά και των μη μπολσεβίκων πολιτών της Οδησσού προς Βεσσαραβίαν, διά του μεταξύ των γραμμών μας και της θαλάσσης χώρου.

Τι τρομεραί ήσαν εκείναι αι σκηναί, αίτινες διεδραματίζοντο εντός της πόλεως της Οδησσού, καθ’ ην στιγμήν τα στρατεύματά μας εγκατέλειπον αυτήν. Όλα εκείνα τα γυμνητεύοντα και πειναλέα πλήθη του όχλου, στα πρόσωπα των οποίων απεικονίζετο ολόκληρος η χαρά και το βαρβαρον ένστικτον της καταστροφής και της λεηλασίας, ώρμουν με πελέκεις προς τα κεντρικά καταστήματα και αποθήκας, διαγκωνιζόμενα και διαρπάζοντα, διαπληκτιζόμενα και αλληλοφονευόμενα, εν τη ορμή ποιος θα διαρπάσσει τα περισσότερα.

Δεν ήτο ευκαταφρόνητος η λεία της πόλεως αλλά και των στρατιωτικών αποθηκών τας οποίας εγκαταλείψαμεν τόσον οι Γάλλοι όσο και ημείς. Ολόκληραι αποθήκαι ιματισμού και τροφίμων, όπου και συνήφθη και η μεγαλυτέρα αλληλοκτονία του πειναλέου πλήθους, εγκαταλείφθησαν εις την διαρπαγήν του όχλου.

Το κράτος του νόμου ουδαμού πλέον υπήρχεν εις την πόλιν και μόνον η ισχύς του ισχυροτέρου υπερίσχυε.

 

Έβδοξος Άραβος

«Να σας πω για το φαΐ»

Ο Έβδοξος Άραβος (ψευδώνυμο του γιατρού Γιάννη Αντωνιάδη), γιος συνταγματάρχη του ιππικού, επιστρατεύθηκε το 1919 και συμμετείχε ως στρατιωτικός γιατρός στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Η σκληρότητα των συγκρούσεων και η διαφαινόμενη υποχώρηση του συμμαχικού στρατού τον έκαναν να επιθυμεί διακαώς τη μετάθεσή του στην Αθήνα. Από την άλλη πλευρά, ήταν υπέρ των μπολσεβίκων, τους οποίους πολεμούσε. Έστελνε επιστολές (εκτός στρατιωτικού ταχυδρομείου) στον συνταγματάρχη πατέρα του, εκλιπαρώντας τον να διαμεσολαβήσει για τη μετάθεσή του. Στις πολυσέλιδες επιστολές του, που δημοσιεύονται στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο Οι γιατροί κάποτε, υπάρχουν δύο μικρά παραθέματα σχετικά με την καλή ζωή της Οδησσού στις 20 Μαρτίου, το πρώτο, και την κατάσταση δύο μέρες αργότερα, στις 22 Μαρτίου, όπου δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τις δραματικές εξελίξεις, το δεύτερο:

Οδησσός, Τετάρτη 20 Μαρτίου 1919

[…] Πόλις τελειωτάτη, ευρωπαϊκή καθ’ όλα. Κόσμος πολύς. Από παπούτσια άφθονα, αλλ’ ακριβά. Τρικυμίες πάρα πολλές. Τις Κυριακές και καθημερινές ο κόσμος βουίζει από το γλέντι. Δεν υπάρχουν διόλου μύγες. Κουνούπια σπάνια. Α, να σας πω και για το φαΐ που φάγαμε μόλις. Μπόλικο ξύδι, ελιές και σαρδέλλες […].

Βιβλία και περιοδικά εις τα εδώ βιβλιοπωλεία αφθονώτατα. Εδώ έχουμε διασκεδάσεις, διότι δεν έχουμε δουλειά.

Οδησσός, Παρασκευή, 22 Μάρτη - 4 Απριλίου 1919.

Το ρούβλι έχει τώρα 17 λεπτά. Φαντασθείτε! Κατεβαίνει. Αν γυαλίσεις τα παπούτσια σου σου ζητούν πέντε ρούβλια. Τι άλλο να σας γράψω; Δεν ξέρω. Τα ’χουμε χαμένα. Έμενα εδώ ευχαρίστως, παρ’ όλα αυτά αν είχα μία τηλεγραφική διαταγή μεταθέσεώς μου εις Αθήνας διά πλωτού ή διά Κωνσταντινουπόλεως. Α, αρκεί. Η Οδησσός είναι λαμπρός σταθμός συγκριτικώς απ’ αλλού. Αλλ’ ο εφιάλτης του αλλαχού;

 

Τέφφι

Ο δρόμος της μεγάλης φυγής

Η Ναντέζντα Αλεξάντροβνα Λοτσβίσκαγια, με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Τέφφι, (1872-1952), ήταν διάσημη σατιρική ποιήτρια στη Ρωσία και εξαιρετικά αγαπητή από το κοινό. Εκτός από τις αυτόνομες συλλογές ποιημάτων και θεατρικών έργων, έγραφε και σ’ εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας. Μετά το 1917, προτίμησε από τη λιμοκτονούσα Πετρούπολη να πάει στη Μόσχα. Όμως έφυγε κι από εκεί για ποιητική περιοδεία στην Ουκρανία (απήγγελλε τα ποιήματά της σε μεγάλες θεατρικές αίθουσες, έναντι αμοιβής).

Οι επερχόμενοι μπολσεβίκοι την ανάγκασαν να διαφύγει και να εγκατασταθεί τελικά στη Γαλλία. Τη φιλοξένησε στο σπίτι του εκεί ο Ιβάν Μπούνιν. Εκεί έγραψε τις αναμνήσεις της από τη φυγή της και τις δημοσίευσε, στα ρωσικά, σε περιοδικό των εμιγκρέδων. Το 2016, μεταφράστηκε στα αγγλικά κι εκδόθηκε από τις εκδόσεις New York Review of Books.

Παρακάτω, παρατίθεται απόσπασμα από το κείμενό της για την έξοδο από την Οδησσό, μεταφρασμένο από μένα:

Οι μέρες άρχισαν να τρέχουν πιο γρήγορα ακόμη, σα να δραπέτευαν από τη φρίκη. Πόσες μέρες συνέβαινε αυτό; Όχι πολλές. Τρεις; Τέσσερις; Ίσως έξι; Δεν θυμάμαι. Αλλά ένα πρωί ξύπνησα από φωνές, βαριά βήματα και πόρτες που

κοπανούσαν.

Σηκώθηκα.

Συνάντησα μια περίεργη εικόνα. Όλοι έτρεχαν δώθε-κείθε, σέρνοντας μπαούλα, βαλίτσες, δέματα και χαρτόκουτα κάτω στο διάδρομο. Οι πόρτες αφήνονταν ορθάνοιχτες. Σκισμένα χαρτιά ολούθε και κομμάτια από σύρματα.

Όλους αυτούς τους ανθρώπους τους πετούσαν έξω; Λοιπόν, θα μάθαινα σε πολύ λίγο..

Στο λόμπι ήταν ένας μεγάλος σωρός από αποσκευές κάθε είδους. Οι άνθρωποι συνωθούνταν παντού, ανταλλάσσοντας αγχώδεις ψιθύρους, περνώντας χρήματα ο ένας στον άλλο, μιλώντας για βίζες και άδειες ταξιδιού. Κι όλα αυτά σε μία κατάσταση μεγάλου συναγερμού. Μάτια που κατασκοπεύουν, λάμπουν, χέρια ανοιχτά, καπέλα σπρωγμένα πίσω από το κεφάλι.

Τα στρατιωτικά επιτελεία επρόκειτο να έρθουν: Σήμαινε αυτό ότι θα πετούσαν κι εμένα έξω; Για κάθε περίπτωση, γύρισα πίσω, πήρα τα φορέματά μου απ’ την ντουλάπα και τ’ ασπρόρουχά μου από τη σιφονιέρα, γρήγορα έριξα τα πάντα στο μπαούλο μου και έφυγα προς το δημοσιογραφικό μου γραφείο. Εκεί, ήταν βέβαιο ότι γνώριζαν τα πάντα.

Αλλ’ αυτά που είδα στους δρόμους ήταν λιγότερο αναμενόμενα. Άλλη μια φορά, οι μαύροι στρατιώτες οδηγούσαν τα γαϊδούρια στους δρόμους, μόνο που αυτή τη φορά τα γαϊδούρια πήγαιναν πίσω, προς τη θάλασσα, με τις ουρές τους προς την πόλη. Οι στρατιώτες τα χτυπούσαν με βέργες κι αυτά προχωρούσαν σε γρήγορο καλπασμό.

Τι μπορούσε να σημαίνουν όλα αυτά;

Έξω από ένα πλυντήριο με μία βρεγμένη πλύση αγκαλιά, έτρεχε ένας γάλλος στρατιώτης. Καταπόδι του δύο πλύστρες τσίριζαν: «Όχι! Στάσου! Φεύγεις μ’ αυτά! Όχι! Μπορεί να μην είναι καν δικά σου!»

Τούφες ατμού έβγαιναν απ’ την ανοιχτή πόρτα. Μέσα στο πλυντήριο είδα γάλλους στρατιώτες ν’ αρπάζουν ρούχα από τα χέρια των πλυστρών. Όλοι κραύγαζαν και φώναζαν. Κι ένας μονήρης κύριος μ’ ένα καπέλο του κρίκετ. Τι στο καλό γίνεται; Έχει κηρυχτεί τώρα πόλεμος εναντίον των πλυστρών;

Όπως το θυμάμαι, οι πλύστρες της Οδησσού ήταν αληθινά το μαστίγιο του Θεού. Πώς δεν είχαν προσπαθήσει αυτές οι γυναίκες να το αποφύγουν αυτό; Θυμάμαι μία, η οποία αρνήθηκε να επιστρέψει μισή ντουζίνα από τα δικά μου μαντήλια.

«Θα αποζημιωθείτε», μου είπε με ύφος.

«Με ποιον τρόπο;»

«Δεν θα σας χρεώσω για το πλύσιμο αυτών των μαντηλιών!»

Σ’ ένα άλλο πλυντήριο είδα μια μάχη σώμα με σώμα.

«Μαντάμ Τέφφι!»

Γύρισα να δω. Ήταν ένας άνθρωπος που μόλις γνώριζα – από το Ο Κόσμος μας[1], νομίζω. Έτρεχε και ήταν ξέπνοος. «Μια θαυμάσια κατάσταση, έτσι δεν είναι; Εξαπολύουν έναν πραγματικό πανικό. Και είστε και σεις εδώ – βολτάροντας τριγύρω σαν να μην έχετε να φροντίσετε τίποτα στον κόσμο. Μην μου πείτε ότι τα έχετε ήδη μαζέψει όλα!»

«Να τα μαζέψω; Για πού;»

«Για πού; Κωνσταντινούπολη».

Γιατί είναι όλοι τόσο πρόθυμοι να με στείλουν στη Κωνσταντινούπολη;

Αλλά είχε ήδη τρέξει προς τα μπρος κουνώντας κυκλικά τα χέρια του σκουπίζοντας το κούτελό του. Τι στο καλό είχε συμβεί;

Είχα επισκέπτες την προηγουμένη – και ούτε ένας από αυτούς δεν είπε λέξη για Κωνσταντινούπολη. Το σύνολο της Οδησσού εκκενώνεται; Αλλά γιατί τόσο ξαφνικά;

Το γραφείο της εφημερίδας βρισκόταν σε χάος.

«Τι συνέβη;»

«Τι εννοείς, “Τι συνέβη;”. Oι Γάλλοι μας έχουν εγκαταλείψει, αυτό είναι που συνέβη. Δεν έχουμε επιλογή – πρέπει να διαφύγουμε».

Κωνσταντινούπολη. Τώρα καταλάβαινα.

[…]

Υποχρεωθήκαμε να περάσουμε όλον τον χάρτη μέχρι κάτω. Τώρα υπήρχε μόνο η θάλασσα. Θα έπρεπε να κολυμπήσουμε. Αλλά για πού; Κάθε είδους τρόπος έπρεπε να επινοηθεί.

Ο Κόσμος μας επρόκειτο να μισθώσει μια μεγάλη σκούνα, να πάρει όλο το προσωπικό, μαζί με το κυλινδρικό πιεστήριο και υλικά εκτύπωσης και τους επικεφαλής για πλήρες ταξίδι για το Νοβοροσίσκ. Αλλά κανένας δεν πίστευε το λόγια που έβγαιναν από τα στόματά τους.

«Τι γίνεται με σένα;» ρωτούσαν. «Πού πρόκειται να πας;»

«Πουθενά. Μένω στην Οδησσό».

«Αλλά θα σε δέσουν».

«Αυτό θα είναι ενοχλητικό. Αλλά τι άλλο μπορώ να κάνω;»

«Να προμηθευτείς μια άδεια – έτσι ώστε να σου επιτρέψουν να επιβιβαστείς σ’ ένα ατμόπλοιο ή κάτι άλλο. Και ξεκίνα το – μη χάνεις χρόνο!»

Δεν είχα απολύτως καμία ικανότητα να προμηθευτώ το οτιδήποτε.

Καθήμενος στο πρεβάζι του παραθύρου ενός γραφείου των εκδοτών ήταν ο Αλεξάντερ Κούγκελ[2]. Φαινόταν χλωμός και ατημέλητος και προφανώς σκεπτόταν φωναχτά: «Υπάρχει κάπου να πας; Αν αυτοί είναι ήδη εδώ… αν κανένας δεν μπορεί να μας προστατέψει… μοιάζει να έχουν τη δύναμη. Τι γίνεται αν έχουν και το δίκιο με την πλευρά τους;»

Προχώρησα κατά πάνω του, αλλά συνέχισε να μιλά με τον εαυτό του, ούτε καν με είδε.

Τελικά, φαινόταν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατάλειπαν την Οδησσό. Και δεν μπορούσα απλώς να μείνω εκεί ολομόναχη. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να φύγω.

Μόνο ένα μήνα πριν, ευγενικοί άνθρωποι μου εξηγούσαν –με δάκρυα συγκίνησης στα μάτια «για τα οποία δεν ντρέπονταν»– ότι αν η Οδησσός θα έπρεπε να εκκενωθεί θα φρόντιζαν να είμαι η πρώτη που θα έμπαινα σε πλοίο. Αυτή ήταν η στιγμή να τους υπενθυμίσω τις υποσχέσεις τους.

Τηλεφώνησα στον Α, τον δικηγόρο. Η κόρη του απάντησε, «Ο μπαμπάς δεν είναι εδώ».

«Φεύγετε;»

«Ο-όχι, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο. Δεν ξέρω».

Πήρα τον Β.

Απάντησε η οικοκυρά του. «Έχουν φύγει. Όλοι τους»

«Για πού;»

«Για το πλοίο. Πήραν τις άδειές τους εδώ και καιρό. Από τους Γάλλους».

«Ω! αλήθεια! Εδώ και καιρό…»

Είχαν δώσει κι αυτοί τις υποσχέσεις τους με δάκρυα στα μάτια τους.

Ήθελα να ’χω δυο λέξεις μ’ έναν δυο λογοτεχνικούς φίλους μου, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της πόλης ήταν αποκλεισμένο από τους στρατιώτες. Γιατί; Κανένας δεν ήξερε. Κανένας δεν ήξερε τίποτα.

«Γιατί φεύγουν οι Γάλλοι;»

«Υπήρξε ένα μυστικό τηλεγράφημα από την Γαλλία. Η Γαλλία έχει επίσης μια επανάσταση. Τώρα έγιναν κομμουνιστές, τα στρατεύματά τους δεν μπορούν να συνεχίσουν να πολεμούν τους μπολσεβίκους».

Επανάσταση στη Γαλλία; Τι ανοησία!

«Δεν φεύγουν πραγματικά», είπε κάποιος άλλος. «Υποκρίνονται απλώς πως φεύγουν. Για να κοροϊδέψουν τους μπολσεβίκους».

Μια κυρία που γνώριζα πετάχτηκε έξω από το κομμωτήριό της.

«Είναι εξωφρενικό! Περιμένω τις τρεις τελευταίες ώρες. Όλες οι κομμώτριες είναι τίγκα… Έχετε εσείς φτιάξει ήδη τις μπούκλες σας ;»

«Όχι», απάντησα σαστισμένη.

«Τι σας έπιασε; Οι μπολσεβίκοι έρχονται και πρέπει να φύγετε. Μου λέτε ότι θα φύγετε δίχως να φτιάξετε τα μαλλιά σας; Η Ζινάιντα Πετρόβνα δεν είναι χαζή. Συνέχισε: “Κατάλαβα χθες ότι τα πράγματα σοβαρεύουν, έτσι πήγα κατευθείαν για περμανάντ και μανικιούρ στου Μαρσέλ!” Τώρα οι κομμώτριες είναι όλες τίγκα. Λοιπόν, αυτό είναι…»

 

[1] Εφημερίδα, στην οποία εργαζόταν.

[2] Κριτικός θεάτρου και εκδότης τα σοβιετικά χρόνια.

Λάκης Δόλγερας

Συγγραφέας. Βιβλία του: τα διηγήματα Ξεχασμένες Ιστορίες (2006) και τα μυθιστορήματα Μια σκοτεινή υπόθεση (2010), Η δεύτερη συνάντηση της Ελεωνόρας και του Νίκου (2012), Νικητές και νικημένοι (2013), Νεκρός στον ήλιο του Ιουλίου (2015)

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.