Σύνδεση συνδρομητών

Η Αθήνα των πετροπολέμων

Σάββατο, 23 Δεκεμβρίου 2023 10:54
Ξεροπήγαδο στο Πεδίο του Άρεως (μάλλον η Πηγάδα που αναφέρει ο Έβδοξος Άραβος). Φωτογραφία του Ιουλίου του 1917 από τον Pierre Marchand, φωτογράφο του Γαλλικού Στρατού.   
Médiathèque
Ξεροπήγαδο στο Πεδίο του Άρεως (μάλλον η Πηγάδα που αναφέρει ο Έβδοξος Άραβος). Φωτογραφία του Ιουλίου του 1917 από τον Pierre Marchand, φωτογράφο του Γαλλικού Στρατού.  

Έβδοξος Άραβος, Οι γιατροί κάποτε, Ιατρική Κίνηση, τρίτη έκδοση Αθήνα 1961

Το κείμενο που ακολουθεί, από το ιδιότυπο βιβλίο του γιατρού Εβδόξου Αράβου (Γιάννης Αντωνιάδης), περιγράφει περιστατικά από την Αθήνα των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα και, ιδίως, περιστατικά βίας - ο πετροπόλεμος ήταν μια γενικευμένη έκφρασή της. Αναδημοσίευση από το τεύχος 146. 

Έβδοξος Άραβος, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του γιατρού Γιάννη Αντωνιάδη και συγγραφέα του βιβλίου, Οι γιατροί κάποτε, η πρώτη έκδοση του οποίου έγινε το 1932 –σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα άρχισε να γράφεται το 1920–, η δεύτερη ακολούθησε το 1932-33, ενώ η τρίτη συμπληρωμένη έγινε το 1961.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει ένα μυθιστόρημα με ιατρική υπόθεση. Στο στυλ μοιάζει με τα ρομάντζα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες στα περιοδικά ποικίλης ύλης των αρχών του 20ού αιώνα, «εκ του Γαλλικού». Όμως, το περιεχόμενό του είναι φανταστικό, για το πώς θα είναι οι υπηρεσίες υγείας στο τέλος του αιώνα σε ένα σοβιετικό, κομμουνιστικό περιβάλλον δικαιοσύνης για όλους (ο συγγραφέας είχε ήδη εκδώσει το βιβλίο, Τί είδα στις Σοβιετικές χώρες). Η φαντασία του, όμως, κυριαρχούμενη από ρομαντικό ουτοπισμό είναι πολύ φτωχή και αρκετά μακριά από τη σημερινή ιατρική, καθώς θεωρεί μέγιστο στόχο και επίτευγμα της μελλοντικής ιατρικής την καισαρική.

Στην συνέχεια περνά σε αυτοβιογραφικές σελίδες των παιδικών του χρόνων στις συνοικίες της Αθήνας (Κυψέλη, Πολύγωνο, Πυθαράδικα), λίγο πριν το 1900 (αυτό είναι και το τμήμα που θα παρουσιάσουμε). Κατόπιν περιγράφει τη ζωή του στη Λάρισα κι ύστερα στην Ιατρική Σχολή, με περιεχόμενο μια αέναη καταγγελία, για γιατρούς, νοσηλεύτριες, μονάδες υγείας, διοικούντες,  για πράξεις ή παραλείψεις στις οποίες όμως και ο ίδιος συμμετέχει συνδιαμορφώνοντας την ποιότητα των παροχών και των οικονομικών απαιτήσεων. Οι αναγραφές του είναι κυνικές καθώς κοκορεύεται ότι κάνει τα ίδια με τους καταγγελλόμενους συναδέλφους του, χρηματίζεται, εκβιάζει νοσηλεύτριες για σεξουαλικό σκοπό ή βάζει ό,τι μέσο μπορεί για να μην πάει ή να επιστρέψει απ’ το μέτωπο των Βαλκανικών, παρόλο που υπηρετεί σε ασφαλείς  υγειονομικές μονάδες. Γενικά είναι της γραμμής: στέκομαι απέναντι στο σύστημα, αλλά το εκμεταλλεύομαι· «ας αλλάξει το σύστημα, εγώ δεν είμαι ο Τολστόι».

Το 1919 στέλνεται στην Ουκρανία. Βάζει μέσο απεχθείς του υπουργούς για να επιστρέψει. Τα καταφέρνει αλλά ξαναποστέλλεται στην Ουκρανία, όπου υφίσταται ψυχολογικό σχίσμα: ψυχοδιανοητικά είναι με τους μπολσεβίκους για τους οποίους γράφει ένα παραλήρημα θαυμασμού, τους οποίους όμως πολεμά με πάθος και δεν διστάζει να πυροβολήσει.

Στο τέλος της τρίτης έκδοσης έχει τυπώσει μια συλλογή μικρών ειδήσεων και διαμαρτυριών από Το Βήμα, δημοσιευμένων το 1959-1961, που κατά την άποψή του τεκμηριώνουν ότι στην ψωροκώσταινα Ελλάδα τίποτε δεν λειτουργεί καλά και όλοι οι γιατροί είναι απατεώνες. Μόνοι δίκαιοι και τίμιοι είναι οι κομμουνιστές, ιδιότητες που εξασφαλίζονται α πριόρι κατά την ένταξή τους. Πολύ ωραίος τύπος.

Η περιγραφή όμως της ζωής των παιδιών στις παλιές γειτονιές της Αθήνας έχει πολλαπλό ενδιαφέρον.

-------

[1]Το αντίτυπο βρήκε στον Ελαιώνα ο φίλος συλλέκτης, Θεοχάρης Κυδωνάκης, που ευγενικά μου το παραχώρησε. Ο Γιάννης Αντωνιάδης λέει ότι γεννήθηκε την 1η Νοεμβρίου 1891. Αυτό όμως μοιάζει ψέμα, καθώς το 1912 είναι γιατρός σε στρατιωτικό νοσοκομείο της Αμφιλοχίας και το 1913 δόκτωρ της Ιατρικής.

 

Η Αθήνα των πετροπολέμων

Κυριακή[i]. Ο πατέρας[ii] για να συνηθίζω να αγοράζω και να κάνω κάποια σκόπιμη πορεία μετά την εκλησία, μακρυά από τα «βρωμόπαιδα» της γειτονιάς μ’ έστειλε να ψωνίσω μισή οκά κρασί, σ’ ένα μπακάλικο στην οδό Σπ. Τρικούπη, στο χέρι μια κοντόχοντρη πράσινη μπουκάλα, όπου κάτι φουσκωμένα γράμματα γράφανε BENEDICTINE, εξεκίνησα τραγουδώντας. Όποιος την έβλεπε θα πίστευε ότι περιείχε το πανάκριβο λικέρ, και όχι κοινή ρετσίνα που το μπουκάλι είχε ξεπέσει να κουβαλά. […]

Τώρα με την μπουκάλα «Μπενεντικτίνη» έπρεπε γω να πάω περ’ από την Πηγάδα[iii], στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας[iv], αντίκρυ, στην αρχή της Σπ. Τρικούπη, για μισή οκά ρετσίνα! «Πρέπει να μάθει να ψωνίζει» ετόνιζε.

Η Πηγάδα! Για μας τα παιδιά είταν ο αληθινός Λαβύρινθος, όπου στα έγκατά του ζούσαν και πέθαιναν σωρό μινώταυροι: ριγμένα από τις νοικοκυρές της Αθήνας αμέτρητα νιογέννητα σκυλάκια και γατάκια. Εμείς «αφ’ υψηλού» τα σημαδεύαμε με πέτρες και διασκεδάζαμε τόσο, που δεν καταλαβαίναμε την ώρα να περνά. Μικρές αρηές, ψωριάρικες οι λέφκες στη λεωφόρο. Μονοπάτια, σπάνια δίπατα σπιτάκια των Πυθαράδικων, εδώ κι εκεί ριγμένα στις πλαγιές των γυμνών νταμαριών του Στρέφη, όπου τα φουρνέλα δουλεύουν αράδα.

Έτσι αφού για κάμποσην ώρα χάσκησα κι εγώ σκυμμένος στο μεγαλόπρεπο «θέαμα» της ανοιχτής κοιλιάς της ξεροπηγάδας, σηκώνοντας το κεφάλι κάποτε, ανατρίχιασα. Δίπλα μου ένας νέος, ως 17 χρονώ. Στραβά στο κεφάλι το καβουράακι, τα χέρια όρθια στις τσέπες του πλατιού πάνω, στενού κάτω πανταλονιού, «τι γυρεύεις, ρε μπινέ, εδώ πέρα; Από πού έρχεσαι και πού πας;»

Με φόβο, τρέμοντας ανάφερα την εθνικότητά μου, του Κυψελιώτη, το σκοπό της υπέρβασης, κυριακάτικα, των συνόρων των δύο γειτονιών μας. Οι Άγιοι Ταξιάρχες του Πολυγώνου, αναγνωρισμένα σύνορα! Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι απέναντί του δεν είμουν «εντάξει».

– Να παλιοπουστάκι, ο αλλοεθνής μου κλείνει τον δρόμο μ’ ένα σκαμπίλι κατάμουτρα. Να μάθεις, κυριακάτικα, να μην πατάς στα Πυθαράδικα. Είμαστε εμείς οι Πυθαριώτες εδώ, κ’ εσάς τους Κυψελιώτες θα σας σπάζουμε στο ξύλο. Δεν φτάνει που σας αφήνουμε να ’ρχεστε στο σκολειό μας, στο 13ο, μας γαμείτε κα τα καλόπαιδα; Δεν είμαστε, ρε συ, εμείς άξιοι; Πώς με βλέπεις; Άντε, δίνε του και πες στους πατριώτες σου πως σου τις έβρεξα. Να και το μπουκάλι σου».

Με λύσσα μ’ αρπάζει το μπουκάλι μου και ρίχνει στην στιγμή την «Μπενεντικτίνη» μες στην πηγάδα, κάνοντάς την θρύψαλα. Με τον τρομερό τον κρότο στα έγκατά της, ετσίριξαν όλα τα κατσουλάκια και τα κουταβάκια. Στο λεφτό το μάγουλό μου είχε παρουσιάσει κατακόκινο ερυσίπελα.

Αμέσως, ίδιο γατί βρεμένο γυρίζω στα σύνορα της γειτονιάς μου, στο Πολύγωνο, λοξοκυττάζοντας μη με πάρουν είδηση και φάω κι’ άλλο ξύλο από τα Πυθαριωτάκια. Όλα τους παίζουν αμπάριζα κοντά στην Πηγάδα. Τα παιδιά, ίδια θηριάκια, όταν βλέπουν ένα ζωντανό ξεματωμένο, ρίχνονται πάντα καταπάνω του να τον ξεματώσουν περισσότερο.

Τρέχοντας μόλις επροσπέρασα τους Άγιους Ταξιάρχες, δίπλα στο καφενεδάκι του Λελούδα, ένιωσα φιλικά μέρη και ανθρώπους. Αμέσως συνήλθα ξεθάρρεψα κι έστριψα προς το τρομερό εχθρικό βασίλειο των Πυθαριωτών, που άθελά του μας επιτρέπει να φοιτούμε στο δημοτικό σκολειό του, πέρνωντας θάρος από τα Κυψελιωτάκια –τους ομοεθνείς μου– που ρίχνανε εκεί γύρω τις αμάδες: «Να, ρε, πάρτε όλοι» ξεφωνίζω ανοίγοντας διάπλατα τα δάχτυλα και των δύο χεριών μου, «Να, ρε πούστηδες!»

– Τι σου κάνανε, ρε Δάφνο, αφτές οι καργιόλες οι Πυθαριώτες και τους μουτζώνεις έτσι; με ρωτάν αφήνοντας όλοι το παιχνίδι.

Μόλις έμαθαν το «γεγονός», το ξύλο και το χάσιμο του λικέρ «Μπενεντικτίνη» –όχι ρετσίνας, ούτε του άδειου «σπάνιου» μπουκαλιού!– αρχίζουν όλοι τα σφυρίγματα, τα δάχτυλα στα χείλη, κοκκινίζοντας μέχρι τ’ αφτιά, από τη δύναμη, από την «τρωθείσαν εθνικήν υπερηφάνειαν». Τώρα μαζί τους έχω πάρει κι εγώ δύναμη. Σφυρίζω πιο δυνατά και πηδώ χαρούμενος.

Γενικός συναγερμός! Οι πιο μικροί ξαμολιούνται πέρα από το ρέμα της Κυψέλης, για να γνωστοποιήσουν στα παιδιά –πολλές φορές τέτοια παιδιά-«άντρες» ώς 40 χρονώ– την έκρηξη του πετροπόλεμου.[v]

– Ρε σεις ένας Πυθαριώτης μας έκανε τουλούμι στο ξύλο ένα Κυψελιωτάκι. Να, τόχουνε κιόλας το δόλιο τ’ ανάσκελα στα σκαλιά της εκλησιάς, στους Ταξιάρχες! Ρε σεις, εκεί στα σύνορά μας. Μάβρο το φουκαριάρικο! Όπου νάναι πεθαίνει!

– Τι λες μωρέ; Θα τους φάμε τους μπαγάσηδες… Εμπρός! Όλοι τις σφεντόνες, τους αρχηγούς και πέτρες.

– Τρέχτε ρε παιδιά όλοι. Απάνω τους…

Τα παιδιά ξεσκαρίζονται απ’ όλα τα σπίτια της Κυψέλης. Δρομόντας όλα φκιάχνουν την σφεντόνα, άλλα την διορθώνουν, άλλα δοκιμάζουν αν κάνει γερές στράκες, μια και από μέρες είναι φτιαγμένη με κλωστές των αθάνατων[vi]. Αμέτρητα τα αθάνατα στον ελαιώνα και τις αμυγδαλιές της κυρά Στεφανίνας και του Σούτσου. Οι περισσότεροι γεμίζουμε πέτρες τις τσέπες και τη ναυτική μας μπλούζα.

Ο Ρίζος, οι Κουτρούληδες, ο κουτσός ο Κυριάκος της Μιχάλαινας –για πάντα κουτσαίνοντας απ’ άλλο πετροπόλεμο–, ο Κατσικογιάννης, ο Τάσος της Βαγγέλαινας, ο Πάνος της κυρά Βασίλαινας, ο μουστακαλής ο αραμπατζής. Από καιρό αναγνωρισμένοι αρχηγοί της Κυψέλης μας.

Σε λίγο, λαχανιασμένοι μαζεύονται οι αρχηγοί στην κολώνα του Δραγατσανιού, σε συμβούλιο «επιτελικό», «Ε, σεις θα ξανοιχτείτε από δω και θα ριχτείτε κατά την Πηγάδα. Εσείς, ρε, θα βαστάξετε γερά, ώσπου να τους την φέρουμε μεις από κάτω, από το Πανελλήνιο Γυμναστήριο.  Δε θα κολώσει κανένας σας, θα τους φάμε τους ξεκολιάρηδες. Να μας σκοτώσουν τον Δάφνο Λόγγο!

Είχα για λόγους εβνόητους σκοτωθεί, σκοτωθεί κιόλας! […]

Σε λίγο η μάχη αρχίζει. Σφυρίζουν οι πέτρες άγρια, στράκες κάνουν οι σφεντόνες. Όλους μεθάν’ οι φωνές κι από τα δύο στρατόπεδα. Οι βλαστήμιες ερεθίζουν τις ψυχές μας.

– Απάνω τους παιδιά και τους φάγαμε! Να μην κολώσει κανένας. Ξανοιχτείτε  παιδιά. Βαράτε τους. Αέρα! Αέρα!

Οι Κυψελιώτες αρκετά τους είχαμε κολώσει. Ξάφνου αφτοί πήραν ενίσχυση ξένη –γιατί χωρίς να το μυριστούμε, είχανε κλείσει συμφωνία με τους γειτόνους τους, τους Τσακαγιανιώτες– μας έπεσαν πλάι. Από τη Σχολή Εβελπίδων, ίσια πήγαιναν να μας κυκλώσουν. Ο αγώνας τότε πια γίνηκε τρομερός. Κιόλας πολλοί δικοί μας αρχίζουν να υποχωρούν παρ’ όλα τα ουρλιαχτά των αρχηγών. Άλλοι δένουν με μαντήλια τα πόδια τους, τα κεφάλια τους που κοκινίζουν απ’ τα αίματα –σα να τους βλέπω ακόμα–, τρεις έδεσαν με μαντήλι τα πόδια, ψέφτικα για να κόψουν λάσπη γρηγορότερα, με όλες τις δικαιολογίες, μα και τις δόξες. Άλλοι δρομάνε στη γειτονιά μας, την Κυψέλη, τάχα για να φωνάξουν ενισχύσεις, νέες. Οι αρχηγοί παλαίβουν γεναία. Τις πλακιές τις φτύνουν παθιασμένα και τις ρίχνουν στους εχτρούς: «Να, ρε πούστηδες, πάρτε την και με ροχάλα».

Βροχή πέφτουν οι βρισιές κ’ οι προσκλήσεις να παραδοθούν.

Αλίμονο! Τα πράγματα τώρα ζαβώνουν γοργά, παν’ άσκημα. Σε μισή ώρα, οι Κυψελιώτες, όλοι εμείς αφήναμε το Πολύγωνο και πέφταμε μες στο δικό μας ρέμα[vii] που κατηφορίζει πλάγια στη Σχολή Εβελπίδων και χωρίζει το Πολύγωνο από τη γειτονιά μας. Εκεί κ’ εγώ –ζωντανέβοντας, υποχωρόντας– θέλησα ν’ ανακόψω την «πρόοδο» του εχτρού κι έφαγα την πέτρα. 

Η υποχώρησή μας τώρα προς την Κυψέλη από το ρέμα και πέρα έγινε άταχτη. Οι «συμμαχικοί στρατοί του εχτρού» γρήγορα μας ρίχνουν μες στις αμυγδαλιές και τις ελιές της κυρά Στεφανίνας. Εδώ ακριβώς ο Κατσικογιάννης τρώει κατακέφαλα μια τρομερή πετριά και σωριάζεται χάμω. Τον αρπάζουν αγκαλιά οι δικοί μας, για να μην πέσει στα χέρια των εχτρών. Ατιμία μας τότε και δυστυχία μας! όλες οι γειτονιές της Αθήνας θα βουίξουν, αν αιχμάλωτο έναν αρχηγό μας τον κουβαλήσουν στα Πυθαράδικα.

Στο μεταξύ φάνηκε και το Ιππικό με τις περιπολίες του για να σκορπίσει τους άγριους μαχητές. «Το άτιμο κι αφτό! Πόσο είχε αργήσει», απελπισμένος συμπέρανα. Τους ερήμαξε στις σπαθιές, ώσπου να μας γλιτώσει από το ανελέητο κυνηγητό τους, όχι όμως και από την ατίμωση.

Είμαστε οι νικημένοι… γιατί μας είχανε ρίξει βαθειά, ίσαμε τους Αγίους Αποστόλους του Κανάρη! Όλη τη βδομάδα οι γειτονιές της Αθήνας εβούιξαν με την συμφορά μας.

Δεμένα τα κεφάλια, τα χέρια, τα πόδια, κατασκονισμένοι, κουτσαίνοντας, συνοδέψαν τον Κατσικογιάννη ώς το Κοντίτο8. […]

– Άτιμοι μια μέρα θα σας εκδικηθούμε.

– Θα τους αλλάξουμε τον Ανανία, την άλλη Κυριακή. Με τους Χαλκωματάδες και τους Κατωπατησιώτες θα τα συμβιβάσουμε. Μην το πείτε όμως σε κανένα. Πού θα μας πάνε; Ετοιμάζουμε κρυφά μια μεγάλη φούσκα, τονίζει ο Κουτρούλης και πασπαλίζει το πληγωμένο γόνατο μ’ αραχνοπάνια γεμάτα σκόνη θυμαρίσια.

Νύχτα πια. Τα πλατανοκούβαρα στα μεγάλα πλατάνια της Στέρνας παίζουν κρυφτούλι με τον αγέρα. Το νερό του κοντίτου, γεμίζοντας την Στέρνα, παντοτινά κελαρίζει. Οι φωτιές των ανήσυχων μανάδων για το δείπνο ακούγονται απ’ ολούθε. Η φωνή της δικής μου τρυπάει τα μελίγγια μου κι ας μην την ακούω. Κάποτε φτάνω στο σπίτι, καταματωμένος γεμάτος χώματα, δεμένο το κεφάλι, ως τα μάτια, κατακουρασμένος, γδαρμένα τα γόνατα, μη ξέροντας πώς να δικαιολογηθώ κ’ έχοντας ξεχάσει τη «Μπενεντικτίνη».

  

[i] Κρατήθηκε εν μέρει η ιδιότυπη ορθογραφία του κειμένου (διορθώθηκαν μόνο τα πολύ χοντρά λάθη), ενώ μεταφέρθηκε στο μονοτονικό.

[ii] Ο πατέρας του συγγραφέα ήταν αξιωματικός του ιππικού και υπηρετούσε στο Ιπποδρόμιο Φρουράς Αθηνών που βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού πεδίου του Άρεως, στην επαφή του με την οδό Μαυροματαίων..

[iii] Παλιό ξεροπήγαδο στον χώρο άσκησης του Ιππικού ο οποίος αργότερα έγινε το Πεδίο του Άρεως.

[iv] Τα έτη 1876-1878 έγινε το έργο της δημιουργίας της λεωφ. Αλεξάνδρας, που συνέδεε την Πατησίων με την Κηφισίας. Προηγούμενα, η  Αλεξάνδρας ήταν ένα μονοπάτι με πολλούς ελιγμούς που ακολουθούσε τη νότια όχθη του χείμαρρου Κυκλόβορου και γυρνούσε προς τον Αγ. Δημήτρη Αμπελοκήπων για να συναντήσει την Κηφισίας.

[v] Αναζητώντας στην εφημερίδα  Εμπρός στα φύλλα του 1893-1900, τη λέξη πετροπόλεμος,  βρήκα ότι ήταν κάτι το καθημερινό στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά με πολλά θύματα περαστικούς διαβάτες.

[vi] Το φυτό αγαύη.

[vii] Σήμερα η οδός Ευελπίδων.

8 Εξηγεί ο συγγραφέας: Condituite d’ eau, καναλάκι, κλάδος του Αδριάνειου υδραγωγείου από την Όμορφη Εκκλησιά και πέρα, με νερά άφθονα που περνούσε από την αριστερή όχτη, στο ρέμα, που κατηφόριζε από τα Τουρκοβούνια κι όπου τώρα είνε η Πλατεία Κυψέλης κ’ η Λεωφόρος Φωκίωνος Νέγρη. Το κοντίτο όμως που κατέληγε στην Στέρνα, ενώ είχε έκτακτο  δροσερό νερό διατηρούσε πολλές βδέλες και για τούτο πρέπει πάντα να σουρώνεται.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.