Κρατά ημερολόγιο (πρωτοεκδίδεται το 1980, στην τότε Δυτική Γερμανία), το Ημερολόγιο Μόσχας, καταγράφοντας τις καθημερινές δραστηριότητες, τις συζητήσεις μ’ αυτούς που συναντά αλλά και τις σκέψεις του.
Οι στόχοι της επίσκεψής του γενικά δεν πάνε καλά. Δεν κατάφεραν αυτός και η Λάτσις να τα βρουν. Οι διανοούμενοι αξιωματούχοι τού είναι άξενοι, εξουσιομανείς που σκάβουν σαν τους χρυσοθήρες στο Κλοντάικ όχι για να βρουν χρυσό, αλλά εξουσία. Ενώ εκείνους τους λίγους που τον ενδιαφέρουν θα τους δει αργότερα να θυματοποιούνται ως τροτσκιστές, και να διώκονται. Το ίδιο συνέβη και με τη Λάτσις, η οποία κλείστηκε σε στρατόπεδο διαφωνούντων.
Η καταγραφή της 9ης Ιανουαρίου (μέρος της οποίας παρουσιάζεται παρακάτω, καθώς μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα), αφορά το κεντρικό δίλημμα πολλών διανοουμένων της εποχής: να μπω ή να μην μπω στο κομμουνιστικό κόμμα, καθώς κάποιες από τις υποσχέσεις του μαρξισμού ακόμα λειτουργούν.
Οι σκέψεις του σιγά σιγά ξεκαθαρίζουν κατά της ένταξης, αλλά ακόμη συζητά τα υπέρ και τα κατά. Κριτήριο, κατά πόσον θα διευκολυνθεί η συμμετοχή του σ’ έναν παγκόσμιο δημόσιο διάλογο, ενώ παράλληλα αναρωτιέται αν η επιστημονική δράση μπορεί να έχει επαναστατικό στοιχείο.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ουδέποτε εντάχθηκε σε κόμμα.
Να μπει κανείς στο Κόμμα – ή να μην μπει;
Να μπω στο κόμμα; Καθοριστικά πλεονεκτήματα: σταθερή θέση, αν και μόνο εικονικές αρμοδιότητες. Οργανωμένη διασφαλισμένη επαφή με κόσμο. Και ο αντίλογος, αν είσαι κομμουνιστής σε ένα κράτος όπου το προλεταριάτο έχει την εξουσία, σημαίνει παραίτηση από την προσωπική ανεξαρτησία. Εκεί εκχωρείς την οργάνωση της ατομικής σου ζωής στο κόμμα. Όμως, σ’ ένα κράτος όπου το προλεταριάτο καταδυναστεύεται, εκεί θα ταυτιστείς μαζί του, με όλες τις επιπτώσεις που αυτό θα συνεπιφέρει αργά ή γρήγορα. Η σαγήνη της θέσης του πρωτοπόρου – αν δεν είχες συναδέλφους των οποίων η δραστηριότητα φανερώνει σε κάθε περίπτωση πόσο αμφίβολη ή και ύποπτη είναι η τοποθέτηση αυτή. Στο Κόμμα: το τεράστιο πλεονέκτημα ότι μπορείς να προβάλλεις τις θέσεις σου σε ένα ήδη έτοιμο δυναμικό πεδίο. Για την παραμονή ωστόσο εκτός, και για το κατά πόσο αυτή είναι επιτρεπτή, καθοριστικό είναι το αν μπορεί κανείς να τοποθετηθεί με ένα αναγνωρίσιμο, ίδιο, αντικειμενικό όφελος, χωρίς να προσχωρήσει στην αστική τάξη, και άρα να βλάψει το έργο του. Αν είναι εφικτό να λογοδοτήσω πολύ συγκεκριμένα για τη δουλειά μου από δω και πέρα, ειδικά την επιστημονική, που οι βάσεις της έχουν και αυστηρά τυπικό, φορμαλιστικό αλλά και μεταφυσικό χαρακτήρα. Τι είναι «επαναστατικό» στην φόρμα της – αν βέβαια υπάρχει το στοιχείο αυτό. Αν η ανωνυμία μου σε καθεστώς παρανομίας έχει νόημα στον κύκλο των αστών συγγραφέων. Και αν το έργο μου απαιτεί να αγνοήσω ορισμένες ακρότητες του «υλισμού», ή αν πρέπει να επιδιώξω αντιπαράθεση μ’ αυτές μέσα στο κόμμα. Αυτό που διακυβεύεται εδώ αφορά ενδοιασμούς εγγενείς στον ειδοποιό πνευματικό κλάδο που έχω επιλέξει να υπηρετώ ως τώρα.