Η Επιθεώρηση Τέχνης (φηφιοποιημένη πλέον εξ ολοκλήρου από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, τα ΑΣΚΙ) παρακολούθησε επί δεκατρία χρόνια (1954-1967) την ελληνική πολιτιστική ζωή, ήταν ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά για τις τέχνες και το στοχασμό κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 (μαζί με το αντίπαλο δέος της, τις Εποχές) και αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο διερευνημένα θέματα στο πεδίο της αισθητικής και της ιδεολογίας της Αριστεράς. Το σημαντικότερο στη μελέτη του Γιώργου Ανδρειωμένου για την Επιθεώρηση Τέχνης, όπου θα βρούμε και όλη την ογκώδη σχετική βιβλιογραφία συν μια σειρά πολύ χρήσιμων λημμάτων για τα πρόσωπα του στενού, αλλά και του ευρύτερου κύκλου της, είναι πως, συνοψίζοντας τα ερευνητικά πορίσματα τα οποία έχουν προηγηθεί, προχωρεί σε μια συστηματική προσέγγιση της συνολικής παραγωγής του περιοδικού και, το κυριότερο, αναλαμβάνει να το αποτιμήσει μακριά από την ιδεολογικοπολιτική θέρμη των συγκρούσεων που προκάλεσε τόσο κατά την περίοδο της έκδοσής του όσο και κατά τη φάση των μεταπολιτευτικών του αξιολογήσεων.
Ο Ανδρειωμένος ανατέμνει διεξοδικά το περιβάλλον των διεθνών σχέσεων εντός του οποίου κινήθηκε το περιοδικό (από την αποσταλινοποίηση και την καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη με σοβιετική απόφαση και τα κινήματα ειρήνης ανά τον κόσμο, μέχρι τα ποικίλα πολιτικά διακυβεύματα και τις πολλαπλές δημόσιες συζητήσεις στη Σοβιετική Ένωση και στην ανατολική και τη δυτική Ευρώπη). Επίσης, αποδελτιώνει τις παρεμβάσεις και τις αντιπαραθέσεις της Επιθεώρησης Τέχνης σε μια περίμετρο που υπερβαίνει κατά πολύ τη λογοτεχνία, η οποία υπήρξε συχνά η αιχμή του δόρατος όχι μόνο για τους ιστορικούς πρωταγωνιστές της, αλλά και για τους κατοπινούς ερευνητές της, καλύπτοντας έτσι τη φιλολογία, τη γλώσσα, την εκπαίδευση, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τα εικαστικά, καθώς και μια πυκνή σειρά από θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα. Επιπροσθέτως, ο Ανδρειωμένος καταγράφει τις αντιδράσεις του περιοδικού απέναντι στην επικαιρότητα του καιρού του: πολιτικές διώξεις, απόπειρες λογοκρισίας και, σε μιαν ευρύτερη προοπτική, διάφορα γεγονότα και πρακτικές της περιόδου.
Ο μελετητής αποδίδει διακριτικά τα εύσημα στους ανθρώπους οι οποίοι πρωτοστάτησαν στην Επιθεώρηση Τέχνης, στον Κώστα Κουλουφάκο, που ήταν παππούς του, και στον Τίτο Πατρίκιο και τον Δημήτρη Ραυτόπουλο που συνεχίζουν αειθαλώς την πορεία τους μέχρι και τις ημέρες μας. Χάρη στους τρεις, αλλά και στον Κ. Πορφύρη (Πορφύρη Κονίδη), το περιοδικό κατάφερε να βγει ξανά και ξανά μέσα από τις συμπληγάδες στις οποίες το εγκλώβισε η κομματική ηγεσία της Αριστεράς και να μακροημερεύσει μέχρι και την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Φυσικά, το περιοδικό δεν λειτούργησε ως έργο τριών προσώπων – οφείλει την ιστορία του σε πλήθος συντακτών, συνεργατών και φίλων, που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία και την ταυτότητά του, ακόμα κι όταν δεν βρέθηκαν από τη μεριά της αμφισβήτησης και της ανανέωσης, αλλά από τη μεριά της υπεράσπισης των ιερών αξιών του κόμματος και του αριστερού αλάθητου. Διότι για να λειτουργήσουν η αμφισβήτηση και η ανανέωση, και για να ανοίξουν τον δρόμο προς το καινούργιο και το αιρετικό, ήταν απαραίτητο να πολεμήσουν πρωτύτερα με τις δυνάμεις και με το πείσμα της συντήρησης.
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΔΙΠΟΛΑ
Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του ο Ανδρειωμένος ξεδιπλώνει, ακριβώς υπό το πνεύμα της συμμετοχής όλων, συντηρητικών και ανανεωτικών, στην υπόθεση της αμφισβήτησης, τις εκτεταμένες συζητήσεις που φιλοξένησε η Επιθεώρηση Τέχνης: για το ρόλο και το βάρος των συμβόλων στην ποίηση, για το τι σημαίνει ποιητική ακμή και παρακμή, για τις ποιητικές αξίες και απαξίες του Καβάφη και του Καρυωτάκη, για τις δίκες της Μόσχας και τα πρότυπα που ενέπνευσαν στους έλληνες μυθιστοριογράφους της Αριστεράς, για την ποίηση της ήττας και τη βαριά κληρονομιά της. Κι εδώ ο Ανδρειωμένος αναδεικνύει, αναπόφευκτα, τα πολιτικά και τα αισθητικά δίπολα που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό της αριστερής κριτικής. Στον πόλο της ανανέωσης συντάχθηκαν (τα ονόματα ενδεικτικά) ο Δημήτρης Δούκαρης, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Μανόλης Λαμπρίδης και ο Βύρων Λεοντάρης. Στον πόλο της συντήρησης συμπαρατάχθηκαν (τα ονόματα και πάλι ενδεικτικά) ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, ο Μάρκος Αυγέρης και ο Τάσος Βουρνάς. Οι πρώτοι έδωσαν τη μάχη υπέρ της αυτονομίας, ακόμα και της κρυπτικότητας του λογοτεχνικού κειμένου και υπέρ του συγγραφέα ο οποίος ήθελε να χαράξει τη διαδρομή του ανεξάρτητα από το τι θα όριζε εκάστοτε η οποιαδήποτε υπέρτερη (πολιτική ή άλλη) αρχή, ενώ οι δεύτεροι αγωνίστηκαν για μείνει πάση θυσία εντός του κάδρου ο πολιτικός και ο αισθητικός υπερκαθορισμός.
Δεν είναι σίγουρο ότι η αριστερή ανανέωση κατάφερε να οδηγήσει σε τελεσφόρο αποτέλεσμα τις μάχες της. Πολλές παλινωδίες, πλήθος επιφυλάξεις και υπαναχωρήσεις ή αρνητικός κατά περίπτωση συσχετισμός δυνάμεων. Όμως τα πράγματα δεν ξετυλίγονται και δεν αλλάζουν δέρμα από τη μιαν ημέρα στην άλλη και οι ιστορίες της αμφισβήτησης δεν ολοκληρώνονται (αν και όποτε ολοκληρωθούν) με άλματα της Ιστορίας, αλλά με μικρά και κάποτε εξαιρετικά ασταθή και αβέβαια βήματα. Και αυτό ακριβώς υποδεικνύει κατά τον εναργέστερο τρόπο το βιβλίο του Ανδρειωμένου: ότι η ιστορία της κριτικής, τουλάχιστον στα χρόνια της Επιθεώρησης Τέχνης, πέφτει κάθε τόσο και ξανασηκώνεται, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ορθοποδήσει. Ναι, μόνο που η ιστορία της κριτικής δεν είναι μύθος ή ανεκπλήρωτος πόθος, αλλά αδήριτη πραγματικότητα. Μια τέτοια πραγματικότητα θα πρέπει να αναζητήσουν οι ερευνητές και στις μελλοντικές αναζητήσεις τους για την Επιθεώρηση Τέχνης.