Στο λογοτεχνικό περιοδικό Πλανόδιον (46/2009), που διηύθυνε ο ποιητής Γιάννης Πατίλης, δημοσίευσα άρθρο με τίτλο: «Μεταγλωττίσεις και αμφισβητήσεις της ποίησης του Σολωμού». Με παρακίνησε η επιφυλλίδα του Νίκου Α. Βέη (Πρωία, 30 Δεκεμβρίου 1943): «Μετάφρασις στίχων του Σολωμού στο Καρπαθιακό ιδίωμα». Η μεταγλώττιση έγινε στο, αμφίβολης αξίας, ποίημα «Ο θάνατος της ορφανής». Ο Στυλιανός Αλεξίου, μάλιστα, το είχε αγνοήσει στη δική του έκδοση για τον Σολωμό (Στιγμή, 2007). Στον τίτλο της επιφυλλίδας εκείνης δηλωνόταν μόνο το δευτερεύον θέμα ενώ απουσίαζε το μείζον, αν και με αυτό ξεκινούσε το κείμενο: «Ο Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, κρυπτόμενος υπό τα στοιχεία Π–Σ., προέτεινε διά της “Εβδομάδος” (3 Αυγ. 1891), όπως ο Εθνικός Ύμνος του Σολωμού μεταφρασθή εις την καθαρεύουσαν!» Ένας συγγραφέας που δέσποζε με το πολύπλευρο έργο και την πολυσχιδή δράση του τον 19ο αιώνα αμφισβητούσε όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και τα νοήματα του Εθνικού Ύμνου.
O Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892), ο πολυγραφότερος του καιρού του, υπήρξε συνεκδότης δύο σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών, υπουργός και πρεσβευτής σε πολλές χώρες. Η απροσδόκητη πρόταση του «πρυτάνεως των παρ’ ημίν γραμμάτων» κατατέθηκε, με τη μορφή επιστολής και με ψευδώνυμο, προς τη διεύθυνση της Εβδομάδος. Εν είδει πρόλογου γράφει: «Με συγχωρείτε αν ανωνύμως σας απευθύνω τας λέξεις ταύτας. Δεν αποκρύπτω ότι τούτο πράττω εκ δειλίας. Προβλέπω ότι ουκ ολίγοι θα ευρεθώσι να τας λιθοβολήσωσι». Στην πρότασή του, ενώ δεν θέλει να αγγίξει τον «περίφημο εθνικό ύμνο του Σολωμού», προσθέτει: «Τολμώ ως και στιχάριά τινα να σας πέμψω, την αξίωσιν έχοντα, αν όχι αυτά να τον αντικαταστήσωσι, τουλάχιστον να υποδείξωσιν ότι πρέπει να αντικατασταθεί». Στη συνέχεια πλέκει το εγκώμιο του εθνικού ποιητή: «Ότι ο Σολωμός ήτο υπέρ τινα ποτέ άλλον μουσόπνευστος, και αν αλλαχού ή άλλοτε έζη, ώστε της Ελληνικής γλώσσης να καθίστατο εντριβής, θα υπερείχε πάντων των Ελλήνων ποιητών, ή αν Ιταλιστί έγραφεν, ως ο Φώσκολος, θα ην του Ιταλικού Παρνασσού το εγκαύχημα, περί τούτου ουδείς δύναται να αμφιβάλλη, ουδέ κατ’ ελάχιστον προτίθεμαι τούτο να αμφισβητήσω, αλλά μόνον να διισχυρισθώ ότι, κατ’ εμήν κρίσιν, η εκλογή του γνωστού ποιήματος δι’ εθνικόν ύμνον, γενομένη υπό του κ. Δ. Βουδούρη, επί βραχύ διατελέσαντος Υπουργού κατά την αναρχίαν την μετά την απέλασιν του βασιλέως Όθωνος, ην εντελώς ακατάλληλος διά τους επόμενους λόγους».
Δημήτριος Στ. Βουδούρης ή Μπουντούρης
Ο Π–Σ. αποδίδει την «εκλογή» του γνωστού ποιήματος «δι’ Εθνικόν Ύμνον» στον Δ. Βουδούρη ή Μπουντούρη, σαν να πρόκειται για ένα τυχαίο παρακατιανό πρόσωπο. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της βραχύχρονης θητείας του στο υπουργείο Ναυτικών το 1865, μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, εκδόθηκε Βασιλικό Διάταγμα με την υπογραφή του που χαρακτήρισε τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» ως «επίσημον εθνικόν άσμα», δηλαδή ως εθνικό ύμνο της Ελλάδος. Όταν μιλάμε λοιπόν για τον Εθνικό Ύμνο, αναφερόμαστε στην περίοδο από το 1865 και μετά. Τα προηγούμενα σαράντα χρόνια (1825-1865) ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» ήταν απλώς ένα εθνικοπολιτικό ποίημα του Σολωμού, μεταφρασμένο και περισσότερο γνωστό στο εξωτερικό.
Όμως ποιος ήταν ο Δημήτριος Στ. Μπουντόυρης για τον οποίο γίνεται λόγος το 1891, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, στο άρθρο του Αλέξανδρου Ρ. Ραγκαβή;
Γόνος μιας εκ των πλουσιωτάτων και επιφανεστάτων της Ύδρας οικογενειών, απεδήμησε παιδίον έτι εκ της πατρίδος του [σσ. είχε γεννηθεί το 1814] πεμφθείς παρά του πατρός του μακράν του φοβερού της Επαναστάσεως σάλου και των εξ αυτής κινδύνων. Αφού επ’ ολίγον διέτριψεν εν Κεφαλληνία, μετέβη εις την Εσπερίαν προς εκπαίδευσιν και διήνυσε μετά σπανίας ευδοκιμήσεως τας σπουδάς του εις το εν Αγγλία Λύκειον Eton. Κατά την εκ Λονδίνου διάβασιν του αειμνήστου Καποδιστρίου, κατερχομένου εις Ελλάδα όπως αναλάβη την ηγεμονίαν, παρουσιάσθησαν προς αυτόν πάντες οι εν Αγγλία διαμένοντες ομογενείς, συν αυτοίς δε και ο Μπουντούρης. Ο έμφρων Κυβερνήτης παρώτρυνε τότε τους εν Αγγλία σπουδάζοντας νεαρούς Έλληνας να μεταβώσιν εις Ελβετίαν όπως τελειοποιήσωσιν τας σπουδάς των, αποκτήσωσι δ’ ενταυτώ και ήθη αυστηρότερα και απλοϊκώτερα. – Αν μείνετε εδώ, τοις είπε, θα καταντήσετε να τρώγετε και τα καρύδια με το πηρούνι! Τη συμβουλή του Καποδιστρίου πειθόμενος, ο Μπουντούρης μετέβη και αποπεράτωσε τας σπουδάς αυτού εν Γενεύη, συμπληρώσας αυτόθι, χάρις εις την έκτακτον αυτού ευφυΐαν και φιλομάθειαν, την απαράμιλλον εκείνην μόρφωσιν εφ’ η διεκρίθη καθ’ άπαντα τον μετέπειτα βίον.
Οι στάσεις της διαδρομής του: Δεκαοκταέτις διορίσθηκε γραμματέας της εν Μονάχω ελληνικής πρεσβείας. Υπηρέτησε πρεσβευτής στην Πετρούπολη. Πήρε μέρος στην κατά του Όθωνος συνταγματική αντιπολίτευση. Εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Ύδρας και στις δύο εθνικές συνελεύσεις. Διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής επί Όθωνος, κατόπιν δε υπουργός επί των Ναυτικών και Εξωτερικών.
«Ετελεύτησεν το 1886, εν ηλικία εβδομήκοντα δύο ετών, εν Πόρω, όπου ησύχαζεν ιδιωτεύων», τυφλός και σε ακραία φτώχεια. (Απόσπασμα νεκρολογίας από το περιοδικό Το Άστυ, 1891)
Αμφισβητήσεις και παρανοήσεις
Ο Π–Σ. θεωρεί τον Εθνικό Ύμνο ακατάλληλο για τέσσερις λόγους που βρίθουν από ασάφειες, αντιφάσεις και αυθαιρεσίες:
Διαπιστώνει ότι από τις 80 και περισσότερες στροφές του «παρ’ ημίν σχεδόν ποτέ πλείονες των 3 στροφών αυτού τούτου του ποιήματος δεν ψάλλονται. […] Οι ύμνοι ούτοι εισίν ευχή των ιστορικών ή πολιτικών περιπετειών του έθνους, αφήγησις έμμετρος, αλλ’ ουχί πάνδημος υπέρ του έθνους και των προϊσταμένων της τύχης αυτού (God save the king – Heil unserm könig heil)».
Πράγματι, στο εκτενές ποίημα των 158 στροφών, οι δυο πρώτες επαναλαμβάνονται εν είδει επωδού, γι’ αυτό άλλωστε έχουν αποσπαστεί και λειτουργούν αυτοτελώς. Γιατί όμως η έμμετρος αφήγηση των εθνικών περιπετειών είναι «ουχί πάνδημος» όταν απουσιάζουν «οι προϊστάμενοι της τύχης του έθνους», δηλαδή οι βασιλείς; Στη συνέχεια μέμφεται το ποίημα γιατί περιλαμβάνει «στροφάς τινας προσβλητικάς ξένων δυνάμεων, ίσως μεν δικαίας καθ’ ον χρόνον εγράφοντο και ελεγχούσας αγανάκτησιν πατριωτικήν του ιδιώτου ποιητού αυτών, σήμερον όμως όλως ακαίρους, και μη πρεπούσας εις επίσημον ύμνον και πανηγυρικόν». Οι στροφές όμως αυτές, όπως βεβαιώνει ο ίδιος προηγουμένως, «ουδέποτε ηκούσθησαν και ουδαμού».
Ο τρίτος λόγος αμφισβήτησης είναι η γλώσσα. «Ύμνος εκφράζων τα ύψιστα αισθήματα και τας ενθερμοτέρας του έθνους ευχάς πρέπει και γλώσσης της ευγενεστέρας και υψηλοτέρας να ποιήται χρήσιν». Σαφώς λοιπόν αυτός, αν και ποιητής του εθνεγερτικού και δημοτικοφανούς, «Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά», ενοχλείται και προτείνει Ύμνο στην αρχαΐζουσα. Κι ενώ στην αρχή είχε θεωρήσει τον Σολωμό «υπέρ τινα ποτέ άλλον μουσόπνευστον», εδώ τον αποδομεί: «Ο Σολωμός, ποιητής το πνεύμα και την καρδίαν, ην δυστυχώς, ένεκα των τότε περιπετειών της πατρίδος του, της ελληνικής γλώσσης άπειρος, και ουδέ καν τοπικής διαλέκτου αυτής ηδύνατο άπταιστον να ποιήσηται χρήσιν». Δεν αντιλήφθηκε ότι ο Ύμνος του Σολωμού «έδινε τη σωστή κατεύθυνση στη διαμόρφωση της νεοελληνικής γλώσσας». Ότι «με τον πλούτο και τις διαβαθμίσεις από το δημοτικό ύφος στο λογιότερο, δείχνει πλήρη κατοχή του γλωσσικού οργάνου» (Στυλιανός Αλεξίου).
Οι αντιρρήσεις του Α. Ρ. Ραγκαβή επεκτάθηκαν όμως και στην τέχνη της στιχουργίας όπου εντόπισε γλωσσικές ελλείψεις, χασμωδίες και κακοφωνίες.
Στιχάρια προς αντικατάσταση του Ύμνου
Η πολεμική κατά του Εθνικού Ύμνου, 25 χρόνια από την καθιέρωσή του, αποσκοπούσε στην άμεση αντικατάστασή του. Ο άτολμος, κατά τα λεγόμενά του, Π–Σ. είχε προετοιμάσει το έδαφος και αποτόλμησε τη δημοσίευση έξι στροφών με στιχάρια για τον νέο(;) παιάνα. Θεός, Βασιλιάς και καθαρεύουσα εξέχουν:
ΥΜΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ
Εις ακτάς, κοιλάδας, όρη,
πνεύμα φέρεται ζωής,
και αστράπτον πάλλει δόρυ
η αρχαία ηρωίς.
Φέρει θώρακα και κράνος
της Προμάχου την στολήν,
και υψοί υπερηφάνως
ελευθέραν κεφαλήν.
Σε εξύμνει πάσα χώρα
ήρως πας και πας σοφός.
Αποφράς πλην ήλθε ώρα,
ότ’ εσβέσθη σου το φως.
Μετά δουλικάς βασάνους,
μετά συμφοράς πολλάς
νίκης έδρεψας στεφάνους.
Χαίρε χαίρε, ω Ελλάς!
Των Ελλήνων, Άναξ, χαίρε!
Στέμμα έχων παμφαές,
εις ευδαίμον μέλλον φέρε
τον λαόν σου κ’ ευκλεές.
Εις τον θρόνον, ον σωτήρα
ίδρυσε πιστός λαός,
πάντοτ’ ευλογούσαν χείρα
ας εκτείνη ο Θεός.
Τα υπέρ και τα κατά
Εκ μέρους του περιοδικού Εβδομάς, που φιλοξένησε την επιστολή του Π–Σ., εκφράστηκε από τη διεύθυνση (Ιωάννης Δαμβέργης) γνώμη καταδικαστική:
Πολύν θόρυβον ήγειρε παρά τω κοινώ των γραμμάτων η εν τω προηγουμένω φύλλω διατυπωθείσα υπό του κ. Π–Σ. γνώμη περί αντικαταστάσεως του εθνικού ημών ύμνου. Δεκάδες επιστολών εκομίσθησαν ημίν αι μεν υπερμαχούσαι αι δε κατηγορούσαι αυτής. Εγεννήθη ούτω ζήτημα, ούτινος η λύσις αφίεται εις την κρίσιν του κοινού. Αφού δε απεφασίσαμεν να συντελέσωμεν εις την διαφώτισιν αυτού διά της δημοσιεύσεως τινών εκ των επιστολών τούτων, κρίνομεν απαραίτητον να προτάξωμεν εν περιλήψει και την ημετέραν γνώμην, επιφυλαττόμενοι βραδύτερον να δικαιολογήσωμεν αυτήν εν εκτάσει.
Η γνώμη ημών είνε καταδικαστική:
1ον) Διότι ο κυρίως εθνικός ημών ύμνος δεν είνε ολόκληρος ο «Προς την ελευθερίαν» του Σολωμού, εν ώ υπάρχουσι και αι κατά ξένων δυνάμεων προσβλητικαί στροφαί, αλλά αποσπάσματα αυτού καθ’ όλα κατάλληλα, όπως απόσπασμα της όλης μουσικής συνθέσεως του Μαντζάρου είνε και η στροφή εφ’ ης είνε τονισμένα.
2ον) Διότι εθνικός καθαρώς είνε, υμνών το έθνος ουχί δε την βασιλείαν, όπως οι εθνικοί ύμνοι άλλων εθνών, συνδεομένων προς τας βασιλείας των δι’ αδιαρρήκτων ιστορικών αλύσεων δόξης και δοκιμασιών∙ και
3ον) Διότι τόσα κακά καλώς κείμενα έχομεν να διορθώσωμεν ώστε, ας μείνη και εν καλόν κακώς κείμενον… υπό γλωσσικήν έποψιν.
Τερατώδης αναχρονισμός
Ο Παναγιώτης Πανάς (1832-1896), δημοσιογράφος, εκδότης εφημερίδων, σατιρικός ποιητής, Κεφαλλονίτης από οικογένεια αγωνιστών του 1821, θεωρεί ακατάλληλο τον προτεινόμενο προς αντικατάστασιν Ύμνο και διακωμωδεί την πρόταση:
[…] Δεν αρνούμαι, ότι ο Ύμνος του Σολωμού είνε όλως ασύμφωνος προς τον νυν εθνικόν ημών βίον, ως περιέχων υψηλάς ιδέας και γενναία αισθήματα, άτινα ευτυχώς προ πολλού απεμάθομεν, και από των οποίων έχομεν καθήκον να προφυλάττωμεν, ως από ολεθρίας λύμης, την Ελληνικήν νεολαίαν, ήτις έχει να εκπληρώσει υψηλοτέραν λίαν αποστολήν, της εν τω Ύμνω του Σολωμού υποδεικνυομένης. Νυν πρόκειται αυτή ευγενές στάδιον χειροκροτήσεως των σαλτιμπάγκων και αλληλοσφαγής εν ταις εκλογαίς των δημάρχων, και προς τοιαύτην μόρφωσιν οι στίχοι του Σολωμού είνε ακατάλληλοι.
Η Ελληνική νεολαία δεν πρέπει να άδη τον στίχον: “χαίρε, ω! χαίρε ελευθεριά!” διότι ο στίχος ούτος περιέχει δύο συνιζήσεις, αποτελούσας φοβεράν κακοφωνίαν, και νόημα αντικείμενον προς τας επικρατούσας συνετάς ιδέας και τα ζωτικώτερα των συμφερόντων. Εξύμνησις σήμερον της επαναστάσεως!... Αλλά τούτο δύναται να έχη ολέθρια αποτελέσματα… και διαταράξη τας προς την Τουρκίαν φιλικάς ημών σχέσεις… Κάτω λοιπόν ο «ύμνος» του πολέμου!
Επεθύμουν όμως ο προς αντικατάστασιν αυτού προτεινόμενος να είνε συμφωνότερος προς τα πράγματα και να μη περιέχη τας τρεις πρώτας στροφάς. Προς τον επιδιωκόμενον σκοπόν, αρκούσιν αι δύο τελευταίαι∙ αν δε θεωρηθή αναγκαίον να προστεθώσι και άλλαι τινές, ας αναφέρωνται αύται –διά το ασκανδάλιστον– εις την υπό την σκιάν του θρόνου επικρατούσαν ευνομίαν και τους ευτυχείς και λαοσωτηρίους συνδυασμούς των ημετέρων πρωθυπουργών.
Ας με συγχωρήση ο κ. Π-Σ, αλλ’ η Ελλάς φέρουσα νυν θώρακα και κράνος Αθηνάς και πάλλουσα δόρυ, ου μόνον είνε τερατώδης αναχρονισμός, αλλ’ έχει και τι το «αποκρηάτικον».
Τούτου ένεκα, φρονώ, ότι αι τρεις πρώται στροφαί του προτεινομένου νέου ύμνου είνε ατυχείς, ως επίσης ατυχής είνε και η ετέρα γνώμη του κ. Π-Σ περί εφαρμογής εις τον υπ’ αυτού προτεινόμενον ύμνον της μουσικής του Μαντζάρου. Η μουσική αύτη εγράφη διά τον «ύμνον» του πολέμου και είνε ανάλογος προς τα εν αυτώ νοήματα – εφαρμόζοντες δε αυτήν εις τον «ύμνον» του κ. Π-Σ, θα επράττομεν ό,τι οι επί της μουσικής του In mia mano al fin tu sei της “Νόρμας” άδοντες το γνωστόν άσμα: Εις το ρεύμα της ζωής μου…
Θαυμασμός και έπαινος
Ένας άλλος επιστολογράφος συμφωνεί «κατά πάντα» με τον Π–Σ., κρίνει ακατάλληλο το ποίημα του Σολωμού και επιχειρεί μια περιδιάβαση στους εθνικούς ύμνους των άλλων χωρών, ορίζοντας εκ του αντιθέτου ή διά της μεθόδου του αποκλεισμού την ιδιαιτερότητα του σολωμικού Ύμνου:
[…] Οι εθνικοί ύμνοι είνε πάνδημος υπέρ του έθνους και των προϊσταμένων της τύχης αυτού ευχή, ως τούτο καλώς εκφράζουσιν οι εθνικοί ύμνοι Ρωσίας, Αγγλίας, Αυστρίας, Γερμανίας και ο επί Όθωνος ψαλλόμενος: «Τον βασιλέα μας». Μικράν εξαίρεσιν γινώσκω εγώ το “PartantpourlaSyrie”, όπου εχρησίμευσεν ως εθνικός ύμνος εν Γαλλία επί Ναπολέοντος Γ΄. Τούτο δ’ εγένετο χάριν φιλοφροσύνης προς τον αυτοκράτορα, διότι, το τε ποίημα και την μουσικήν συνέθεσεν η μήτηρ αυτού Ορτενσία…
Ποιητική έμπνευση
Ο τρίτος επιστολογράφος (“Αμφίλογος”) θέτει ερωτήματα και ορίζει την ποίηση:
[…] Πιστεύει σοβαρώς ο κ. Π-Σ., ότι ήδη, ότε η υποβόσκουσα το κοινωνικόν μας σώμα σηπεδών έλαβε διαστάσεις τεραστίας, πάντες δε μετεβλήθημεν εις μεταπράτας και χρηματιστάς∙ ήδη ότε ουδενός σχεδόν τα στήθη ανδρικοί υποκινούσι παλμοί, παν δε ιδεώδες και υψηλόν εξέλιπε τέλεον, του χρήματος, και τούτου μόνου, λογιζομένου ως υψίστου ιδεώδους και αγαθού∙ ήδη ότε ο τολμών να ομιλήση δημοσία περί αγάπης προς την Πατρίδα, και καθηκόντων προς αδελφούς δούλους, δακτυλοδεικτείται και ανέδην χλευάζεται υπό κομψευομένων νεανιών, και σεβαστών(;) οικοκυραίων –πρακτικών βέβαια ανθρώπων– αι δε λέξεις «πατριώτης» και «μεγάλη ιδέα» κατήντησαν, προς αιώνιον αίσχος μας, σύμβολον χλεύης και εκφράσεις είρωνες και μόνον επί τη ιδέα του κέρδους συγκινούμεθα, θέλει τάχα ευρεθή διάνοια υψηλή και φαντασία υψιπετής, όπως παραγάγη ύμνον, ουχί υπέρτερον του αριστουργήματος του Σολωμού, ουδ’ ίσου ύψους και ποιητικής εμπνεύσεως, αλλά προσεγγίζοντα καν αυτό και πόρρωθεν έτι, αντάξιον δε πως του υψηλού θέματος;
Και δεν δέχεται μάλλον, ότι, αν αληθής –και αληθής πάντως– η ρήσις, ότι η ποίησις είνε απαύγασμα της κοινωνίας, εν η ο ποιητής ζη, και εξ ης αρύεται τας εμπνεύσεις του, η σύγχρονος κοινωνική έκλυσις και υπό πάσαν έποψιν ποταπότης δεν θέλουσιν επιτρέψει εις ουδένα των περί την ποίησιν ασχολουμένων να παραγάγη ή έργον οικτρόν μεν και πολύ του θέματος υπολειπόμενον, πάντως δε πιστόν κάτοπτρον των αθλίων κοινωνικών όρων υφ’ ους βιούμεν; […]
Στη συνέχεια εγκαλεί τον κ. Π–Σ. γιατί «δεν καθορίζει καλώς την σημασίαν λέξεων τινών εις την καθομιλουμένην». Φέρνει για παράδειγμα τις λέξεις κόψις: τρόχισμα ή ακόνισμα, βία: ταχύτητα και βγαλμένη: εξελθούσα.
Στο υστερόγραφό του αποκαλύπτει την ταυτότητα του Π-Σ. γεγονός που σιωπηρώς παραδέχτηκε ο Ραγκαβής σε μεταγενέστερη επιστολή του στην Εβδομάδα (19/10/1891).
Ο κατά του λογιωτατισμού λίβελος
Πριν στεγνώσει το μελάνι της συζήτησης για τον Εθνικό Ύμνο, ο διασώστης του σολωμικού έργου Ιάκωβος Πολυλάς εξαπέλυσε τους μύδρους του στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας του Δημητρίου Κορομηλά Εφημερίς της 15ης Αυγούστου 1891, με το ψευδώνυμο “Καιροσκόπος”. Στον υπότιτλο συνόψιζε την οργή του:
Μία κουταμάρα απροσδόκητος. Ιερόσυλος επίθεσις κατά του Εθνικού Ύμνου. Σχολαστικός συνθέτων μακαρονικούς παιάνας και περιοδικόν αρκετά γελοίον ώστε να τους φιλοξενή. Του λογιωτατισμού το κράτος απεριόριστον. Ακούσατε και φρίξατε.
Αποσπώ τις απαντήσεις που δίνει στις αμφισβητήσεις του Ραγκαβή, επιχειρηματολογία πειστική, με χιούμορ, γνώση και ποιητική αίσθηση:
Όλα ημπορούσαμεν να τα φαντασθώμεν αλλ’ ότι θα ευρίσκετο και λογιώτατος τόσον λογιώτατος ώστε να του πειράζη τα νεύρα ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος, ως γραμμένος εις την δημώδη γλώσσαν, χυδαίος, ακατάλληλος, απρόσφορος, και να φιλοδοξήση την αντικατάστασίν του διά καθαρογλώσσου, ευγενούς, προσφορoτέρου, καταλληλοτέρου, συντιθεμένου επίτηδες προς τούτο τώρα, δεν ημπορούσαμεν να το φαντασθώμεν. Και εν τούτοις και αυτό επέπρωτο να το ιδούμεν εις τας ημέρας μας, υπάρχει δ’ εν Αθήναις λαθρόβιον τι και φυτοζωούν περιοδικόν, όπερ κατέστησε το πράγμα θέμα αγώνος, δημοσιεύει δε επιστολάς, κρίσεις και συζητήσεις επί του ζητήματος από τινος. Αφορμήν εις την υποκίνησιν αυτού έδωκεν ανόητος τις γράψας, άδηλον αν εκ νεανικής ελαφρότητος ή γεροντικής παλιμπαιδίας, γράμμα προς την διεύθυνσιν του περιοδικού τούτου, δι’ ου αισθάνεται, λέγει, επιτέλους, ο άνθρωπος, την ανάγκην να υποδείξη το πρέπον της αντικαταστάσεως του στιχουργήματος όπερ χρησιμεύει παρ’ ημίν ως εθνικός ύμνος δια πολλούς και διαφόρους λόγους. Αμέσως δε εκθέτει και τους λόγους τούτους, οίτινες συνοψίζονται εις τέσσαρας-πέντε και οι οποίοι είνε όντως δυνάμεως υπερόχου.
Είς τοιούτων είνε ότι πανηγυρικός εθνικός ύμνος εξ ογδόντα και πλέον στροφών ουδαμού ηκούσθη, αδιάφορον αν ως τοιούτος χρησιμεύουν μόνον αι πρώται στροφαί του όλου «Ύμνου προς την Ελευθερίαν» του Σολωμού αποτελούσαι αυτοτελή τοιούτον αυταί καθ’ εαυτάς. Δεύτερος είνε ότι το ποίημα περιλαμβάνει και στίχους προσβλητικούς κατά ξένων Δυνάμεων και αμάν για το Θεό, αυτό δεν πρέπει! Άλλος είναι ότι «ύμνος εκφράζων τα ύψιστα αισθήματα και τας ενθερμοτέρας του έθνους ευχάς» μη νομίσετε ότι ακριβώς δι’ αυτό πρέπει να είνε γραμμένος εις την αληθεστέραν του Έθνους αυτού γλώσσαν αλλά «πρέπει και γλώσσης της “ευγενεστέρας” και “υψηλoτέρας” να ποιήται χρήσιν»! Τον επιάσαμε τον λογιώτατον! Ο οποίος όχι μόνον την εις δημώδη γλώσσαν σύνθεσιν του Ύμνου του Σολωμού κατακρίνει, αλλά και ανάλυσιν της δημώδους του Επτανησίου ποιητού επιχειρεί ίνα και ταύτης αμαθή αποδείξη τούτον, έν μόνον αποδεικνύων σαφέστατα και καταδηλότατα, ότι χαμπάρι δεν έχει από δημώδη αυτός ο ίδιος! Κατόπιν εξακολουθών μέμφεται το κατά ιταλικόν τρόπον είδος των ομοιοκαταληξιών του Σολωμού, επανεκδίδων τα περί στιχουργίας θέσφατα του γερο-Ραγκαβή, λαύρος δε επιτιθέμενος και κατά των συνιζήσεων και των άλλων συνηθειών της μετρικής του Ζακυνθίου.
Είναι απορίας άξιον πως ο Ιάκωβος Πολυλάς, «η σεμνοτάτη κορυφή της αριστοκρατίας των γραμμάτων μας» κατά τον Ιωάννη Γρυπάρη, καταφεύγει σε έναν τόσο οργίλο και επιθετικό λόγο που συμπαρασύρει ακόμη και ένα αξιόλογο λογοτεχνικό περιοδικό όπως η Εβδομάς (1884-1892). Ίσως και γι’ αυτό αισθάνθηκε την ανάγκη να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο, την αποκάλυψη του οποίου έκανε ο Νίκος Α. Βέης στο προαναφερθέν άρθρο της Πρωίας.
***
Συμπερασματικά, στη συζήτηση για τον Εθνικό Ύμνο συμμετείχαν λόγιοι οι περισσότεροι από τους οποίους χρησιμοποίησαν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, ψευδώνυμο. Όσοι τον αμφισβητούσαν ήθελαν να αποφύγουν τον «λιθοβολισμό», ενώ όσοι τον επικροτούσαν προσμετρούσαν τις επιπτώσεις μιας αντισυμβατικής στάσης. Αναπτύχθηκαν τα υπέρ και τα κατά καθώς και οι συνθήκες της θέσπισής του. Πλάι στον ποιητή του Ύμνου αναδύθηκε και η μορφή του Δημητρίου Στ. Μπουντούρη, του διορατικού ανθρώπου που τον καθιέρωσε νομοθετικά, σαν πράξη-απόηχος της μακρινής συνάντησής του με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ίσως το δεύτερο, η καθιέρωση, να υπερέχει του πρώτου, της γραφής, γιατί το «σύνθημα εκκίνησης» δίνεται το 1865. Η παρουσία του Ύμνου στην ειρηνική ζωή καθώς και στις εθνικές περιπέτειες αρχίζει από τότε και συνεχίζεται στις μέρες μας. Έχει λεχθεί ότι όταν ο Σολωμός έγραφε τους στίχους του βρισκόταν «στην ωριμότερη περίοδο της ποίησής του» και συμβάδιζε με τους κορυφαίους ευρωπαίους ρομαντικούς της εποχής του. Μπορεί τα γεγονότα της Επανάστασης να τον συγκίνησαν και να τα ιστόρησε με την απαράμιλλη τέχνη του, αλλά το όραμα της ελευθερίας και η φιλοσοφική του ενατένιση έχουν οικουμενικές διαστάσεις. Επιπλέον, αρετές του Ύμνου είναι οι θεματικές «ελλείψεις» που του καταλογίζουν, με πρώτη τη χρησιμοποίηση της δημώδους γλώσσας αντί της αρχαΐζουσας. Απαριθμούνται οι ύμνοι των ευρωπαϊκών χωρών και μόνον ο ελληνικός δεν έχει τον «Θεό να σώζει τον βασιλέα». Η εθνική ιδιαιτερότητα και υπερηφάνεια προβάλλονται διακριτικά. OΎμνος δεν καλλιεργούσε αυτό που σήμερα ονομάζεται ελληνικός εξαιρετισμός.
ΥΓ. Τηρήθηκε η ορθογραφία των πρώτων δημοσιεύσεων.