Σύνδεση συνδρομητών

Γράμμα από τη Ρωσία #26. Ο Γιούρι ο Μακρυχέρης και οι Άγιοι Μπορίς και Γκλεμπ

Πέμπτη, 11 Αυγούστου 2016 22:44
Ο ναός των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ στο Κιντέκς, φτιαγμένος από λευκή πέτρα.
Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Ο ναός των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ στο Κιντέκς, φτιαγμένος από λευκή πέτρα.

Στην εκβολή του ποταμού Κάμενκα στον ποταμό Νερλ υψώνεται το οχυρό που έκτισε ο Ντμίτρι Ντολγκορούκι τον 12ο αιώνα για να ελέγχει τους υδάτινους δρόμους της ηγεμονίας του Σούζνταλ. Το οχυρό αυτό βρίσκεται σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων ανατολικά της πόλης του Σούζνταλ. Η μία πλευρά του συγκροτήματος ήταν χτισμένη πάνω στην ψηλή, απότομη, κρημνώδη όχθη του ποταμού Νερλ.

Η κεντρική Ρωσία, η περιοχή με το μαύρο χώμα, ο παραδοσιακός σιτοβολώνας της αχανούς αυτής χώρας, δεν είναι τίποτα άλλο από μια απέραντη πεδιάδα. Μπορείς να ταξιδεύεις ώρες με το αυτοκίνητο και ο δρόμος να μην έχει την παραμικρή ανηφορική ή κατηφορική κλίση. Εκατέρωθεν της δημοσιάς –αυτός ο όρος ανταποκρίνεται πιο πολύ στις πραγματικές συνθήκες και όχι ο όρος εθνική οδός– υπάρχουν ατελείωτα χωράφια. Ορισμένα από αυτά είναι σπαρμένα πλέον μόνο με ζωοτροφές, όπως τριφύλλι, άλλα με σίκαλη και ελάχιστα με στάρι. Άλλοτε μακριά στον ορίζοντα υπάρχουν τα μεγάλα πυκνά δάση με τις οξιές, τις σημύδες, τις ιτιές, τα έλατα και τα πεύκα κι άλλοτε, μετά από μια στροφή του δρόμου, βρίσκεσαι μέσα σε κάποιο από αυτά και ταξιδεύεις για ώρα πολλή, βλέποντας τις πυρακτωμένες ακτίνες του καλοκαιρινού ήλιου να διαπερνούν τα φυλλώματα και να αντανακλώνται στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου.

Την Κυριακή εκείνη ξεκινήσαμε πολύ νωρίς. Οι δρόμοι, άδειοι. Οι κάτοικοι των περιοχών έσπευδαν είτε στις όχθες του Κλιάζμα, του μεγάλου αυτού ποταμού, είτε σε πηγές και λίμνες της περιοχής, για να κολυμπήσουν και να περάσουν ξένοιαστα μια ημέρα με καύσωνα. Ναι, το κλίμα της Ρωσίας είναι εύκρατο ηπειρωτικό και ως εκ τούτου έχει πολύ υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι και πολύ χαμηλές το χειμώνα.

Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη. Η υγρασία πρέπει να είχε ξεπεράσει το 60%. Χάζευα γύρω μου σε όλη τη διαδρομή. Απολάμβανα τοπία τόσο μακρινά από άποψη καταγωγής και τόσο κοντινά από διαβάσματα, ακούσματα, μα κυρίως όνειρα.

Θα πρέπει να είχαμε διανύσει τα δύο τρίτα της διαδρομής όταν ένιωσα μια αφόρητη αίσθηση δίψας, αποτέλεσμα της αφυδάτωσης του οργανισμού από την ανελέητη ποσότητα βότκας που είχαμε καταναλώσει την προηγούμενη ημέρα ψαρεύοντας, αρχικά στις όχθες του Κλιάζμα, και καπνίζοντας στη συνέχεια την ψαριά σε μια ειδική μαντεμένια συσκευή με κάρβουνα που φτιάξαμε από ξηρά κλαδιά ιτιάς κλαίουσας.

Ζήτησα να σταματήσουμε σε κάποιο επαρχιακό μπακάλικο, από εκείνα τα μικρά κτίρια που έχουν όλα όσα θέλει ένας Ρώσος ταξιδιώτης, δηλαδή αρκετές διαφορετικές φιάλες βότκας, ψωμί, τυρί, μεταλλικό νερό, αγγουράκια τουρσί κλπ.

«Κάνε υπομονή, σε λίγο θα κάνουμε μια στάση κι εκεί θα πιούμε νερό ή μπύρα», είπε ο Μίσα, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι, αφού είναι γνωστό ότι ο καλύτερος τρόπος για να συνέλθεις στη Ρωσία από ένα γερό μεθύσι το επόμενο πρωί είναι είτε να πιεις ένα μπουκάλι μπύρα είτε την αντίστοιχη ποσότητα ζουμιού από αγγουράκια τουρσί, το γνωστό ρασόλ.

Μετά από λίγα λεπτά σταματήσαμε σε ένα τέτοιο κατάστημα στη μέση του πουθενά. Βγήκα με σκοπό να τρέξω στο χαμηλό κτίσμα, αλλά το βλέμμα μου σταμάτησε σε ένα συγκρότημα δύο κτιρίων χτισμένων από λευκή πέτρα, με τους χαρακτηριστικούς κρεμμυδόσχημους τρούλους, βαμμένους με πράσινο και μπλε χρώμα.

Αγόρασα ένα μπουκάλι νερό και άρχισα να περπατάω προς τον περιφραγμένο με τείχη μέρος. Δύο σειρές από πολεμίστρες. Η πάνω σειρά με άνοιγμα για να μπορεί ο τοξότης αρχικά και ο μουσκετοφόρος αργότερα να πυροβολούν. Η κάτω σειρά επικλινής με φορά προς τα κάτω, για να μπορούν να χύνουν το καυτό νερό, λάδι ή πίσσα στους πολιορκητές.

Στην εκβολή του ποταμού Κάμενκα στον ποταμό Νερλ υψώνεται το οχυρό που έκτισε ο Ντμίτρι Ντολγκορούκι τον 12ο αιώνα για να ελέγχει τους υδάτινους δρόμους της ηγεμονίας του Σούζνταλ. Το οχυρό αυτό βρίσκεται σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων ανατολικά της πόλης του Σούζνταλ. Η μία πλευρά του συγκροτήματος ήταν χτισμένη πάνω στην ψηλή, απότομη, κρημνώδη όχθη του ποταμού Νερλ.

Στις αρχές του 12ου αιώνα ο Γιούρι (Γεώργιος), ένας από τους νεότερους γιους του Μεγάλου Ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρου του Μονομάχου, αναλαμβάνει με εντολή του πατέρα του τη διοίκηση της περιοχής του Σούζνταλ που βρισκόταν στην εσχατιά της επικράτειας της Ρους του Κιέβου. Ο Γιούρι Ντολγκορούκι (Μακρυχέρης) αποφασίζει πως το Σούζνταλ θα είναι η πρωτεύουσα του κράτους του, αφού μετά το θάνατο του πατέρα του το 1125 γίνεται ο απόλυτος άρχοντας της τεράστιας αυτής περιοχής.

Σε αντίθεση με τους ηγεμόνες άλλων περιοχών, ο Ντολγκορούκι ακολουθεί συγκεντρωτική πολιτική στην ηγεμονία του και δεν αφήνει τους τοπικούς γαιοκτήμονες να επηρεάσουν τις πολιτικές και διοικητικές του αποφάσεις. Παράλληλα, εμπνέεται και υλοποιεί ένα εκτεταμένο σχέδιο οικοδόμησης φρουρίων - πόλεων όπως το Περεβλάβλ Ζαλέσκι, το Κιντέκς, του Γιούρεφ  Πόλσκοϊ, το Γκοροντέτς, την Καστρομά, το Νμιτρόφ, το Ζβενίγκοροντ, τη Μόσχα και ορισμένα άλλα.

Πολέμαρχος, πολιτικός, ανήσυχο πνεύμα, ο Γιούρι Ντολγκορούκι είχε ένα και μοναδικό σκοπό στη ζωή του: το θρόνο του πατέρα του στο Κίεβο. Συγκεντρώνοντας μεγάλη οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ, ο Γιούρι  «άπλωνε τα μακριά του χέρια», όπως γράφει ο ανώνυμος χρονικογράφος της εποχής, στη «μητέρα των ρωσικών πόλεων, το Κίεβο». Να λοιπόν πώς απέκτησε το προσωνύμιο «Μακρυχέρης». Στον διαρκή και ανελέητο αγώνα του για την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των ρωσικών ηγεμονιών, ο Ντολγκορούκι δεν άφηνε καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη και να μην υπογραμμίσει ότι ανήκει στο μεγάλο γένος των Μονομάχων, ότι είναι απόγονος του Βλαδίμηρου Α’, του Γιαροσλάβ του Σοφού και του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μονομάχου, αφού η κόρη του τελευταίου ήταν η γιαγιά τού Γιούρι.

Στον Γιούρι Ντολγκορούκι οφείλονται όλα εκείνα τα θαυμάσια δείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής που, από κάποια παραξενιά της μοίρας, έμειναν ανέπαφα στο διάβα των αιώνων. Σε αντίθεση με την πρακτική της Ρους του Κιέβου που έχτιζε ναούς από τούβλα, στην ηγεμονία του Σούζνταλ οι ναοί χτίζονταν με λευκή πέτρα, πράγμα που τους κάνει να ξεχωρίζουν από τη ναοδομία των άλλων περιοχών. Η οικοδόμηση με λευκή πέτρα ανήκει στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση της εποχής την οποία υιοθέτησε ο ηγεμόνας του Σούζνταλ, θέλοντας να τονίσει την οικονομική και πολιτική ισχύ που είχε συγκεντρώσει, αλλά και να υπογραμμίσει τις φιλοδοξίες που είχε να αναδειχθεί σε Μεγάλο Ηγεμόνα όλων των ρωσικών ηγεμονιών.

Στο Κιντέκς, όπου βρισκόμασταν, το παλάτι του ηγεμόνα χτίστηκε το 1152, σύμφωνα με τον τοπικό ιστοριοδίφη του 18ου αιώνα Ανανία Φιόντοροφ, ο οποίος μας μεταφέρει την προφορική παράδοση με βάση την οποία, στην έκταση του ενδιαιτήματος του ηγεμόνα, «μοναχοί έχτισαν τη μονή τους». Αφορμή για την οικοδόμηση του πανέμορφου ναού των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ, των δύο καθαρά Ρώσων αγίων, στάθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, η συνάντηση που είχαν σε αυτή την όχθη του ποταμού Νρελ των δύο αγίων, φημισμένων συγγενών του Γιούρι Ντολγκορούκι.

Οι αδελφοί Μπορίς και Γκλεμπ ήταν Ρώσοι πρίγκιπες, γιοι του Μεγάλου Ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρου Σβιατοβλάβιτς από το γάμο του με τη βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα της Μακεδονικής Δυναστείας. Στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε το 1015 μετά το θάνατο του πατέρα τους, δολοφονήθηκαν από τον μεγαλύτερο αδελφό τους Σβιατοπόλκ Οκαγιάνι (Καταραμένος). Ο Μπορίς και ο Γκλεμπ ήταν οι πρώτοι Ρώσοι άγιοι. Η Ρωσική Εκκλησία τους αγιοποίησε ως οσιομάρτυρες, προστάτες της Ρωσίας και ουράνιους βοηθούς των Ρώσων ηγεμόνων. Η ιστορία του Μπορίς  και του Γκλεμπ αναφέρεται σε ένα από τα πρώτα γραπτά μνημεία της ρωσικής γραμματείας, στην Αφήγηση του Ιακώφ Τσερνορίζετς και στο Ανάγνωσμα του Νέστορα του Χρονικογράφου. 

***

Ο ναός στο Κιντέκς είναι χτισμένος από λευκή πέτρα. Aποτελείται από τον κυρίως ναό, ο οποίος έχει τέσσερις κολόνες, πάνω στους οποίους στηρίζεται ένας σταυροειδής τρούλος με τρεις αψίδες στην ανατολική πλευρά και ένα υπερώο στη δυτική πλευρά.

Το 1155, μετά από πολυετή και επίμονο αγώνα, τελικά ο Γιούρι Ντολγκορούκι κατακτά τον πατρικό θρόνο στο Κίεβο και εγκαταλείπει για πάντα τη γη του Σούζνταλ. Δυο χρόνια αργότερα, πέθανε στο Κίεβο όπου και θάφτηκε. Στο Κιντέκς έμεινε ο γιος του, Μπορίς, και ο ναός των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ έγινε το επίσημο κοιμητήριο της δυναστείας. Σε αυτόν θάφτηκαν ο Μπορίς Γιούρεβιτς το 1159 (η λάρνακα βρίσκεται στην αψίδα της νότιας πλευράς του ναού), στη συνέχεια η σύζυγός του Μαρία (η λάρνακα βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του ναού) και το 1202 η θυγατέρα του Ευφροσύνη.

Ο ναός των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ είναι από τους αρχαιότερους ναούς της Ρωσίας που σώθηκε μέχρι τις ημέρες μας. Εικονογραφήθηκε κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα. Κατά τις εργασίες αναστύλωσης και συντήρησής του, αποκαλύφθηκαν οι νωπογραφίες στις οποίες απεικονίζονται δύο φιγούρες αγίων γυναικών να στέκονται μπροστά στους θάμνους του παραδείσου. Στο νότιο τοίχο, κάτω από το επάνω παράθυρο φαίνεται πεντακάθαρα η νωπογραφία με την «Προσκύνηση των μάγων», από την οποία σώθηκαν μόνο οι φιγούρες δύο ιππέων. Έχουν σωθεί κι ορισμένα άλλα τμήματα της εικονογράφησης σε διάφορα σημεία του ναού.

Οι πρώτες ζημιές έγιναν κατά τη διάρκεια της ταταρικής επιδρομής, το 1239. Αναστυλώθηκε και ευλογήθηκε από τον τοπικό επίσκοπο του Ροστόφ Κύριλλο και μετατράπηκε σε ναό της μονής των Σπηλαίων του Νίζνι Νόβγκοροντ, μέχρι το κλείσιμό της στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Από τότε μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα ο ναός λειτουργούσε ως απλή ενορία της τοπικής εκκλησιαστικής επαρχίας.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, στο ναό και τον περιβάλλοντα χώρο, πραγματοποιήθηκαν αναρίθμητες αρχαιολογικές αποστολές και άπειρες προσπάθειες αποκατάστασης. Άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία. Ωστόσο, το σημερινό αποτέλεσμα είναι καθηλωτικό για τον περιηγητή.

Η υπερυψωμένη τοποθεσία, η αμυντική διάταξη των τειχών, ο κατάλευκος ναός με το καμπαναριό στο στυλ «ρωσικής λαμπάδας», το καταπράσινο λιβάδι και, κυρίως, η θέα από τα τείχη προς τον ποταμό Νερλ και την εκβολή του στον Κλιάζμα, δημιουργούν μια αίσθηση ότι βρίσκεται μέσα σε μια στιγμή παγωμένου χρόνου.

Όση ώρα περιπλανιόμουν μέσα στο ναό των Αγίων Μπορίς και Γκλεμπ αλλά και στη συνέχεια, στο χώρο του παλιού παλατιού, είχα ξεχάσει τη δίψα μου.

Βγαίνοντας έξω ο εκτυφλωτικός ήλιος λειτούργησε αντανακλαστικά κι ένιωσα ξαφνικά το λαρύγγι μου να ξεραίνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Έσπευσα στο χαμηλό κτίσμα που υπήρχε δίκην παντοπωλείου, αγόρασα ένα λίτρο μπύρα Μπάλτικα Νο 7. Το ήπια, ξεδίψασα και συνεχίσαμε το δρόμο μας.

Κιντέκς

8 Ιουλίου 2016

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.