Σύνδεση συνδρομητών

Γράμμα από τη Ρωσία # 24. Στη Μεγάλη Ηγεμονία του Βλαντίμιρ

Τρίτη, 26 Ιουλίου 2016 14:41
Η μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που φέρει το προσωνύμιο «Πριγκιπική», στο Βλ
Δημήτρης Τριανταφυλλίδης
Η μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που φέρει το προσωνύμιο «Πριγκιπική», στο Βλ

Η νύχτα είναι μεγάλη, η παγωνιά βαριά. Στο δρόμο που οδηγεί στην Ανατολή, του δρόμου που μέχρι σήμερα λέγεται «του Πεκίνου» ή «της Σιβηρίας», ακούγεται ο θόρυβος που κάνουν οι βαριές αλυσίδες με τις οποίες είναι δεμένα τα χέρια και τα πόδια των κρατουμένων. Η ομάδα αποτελείται από έφιππους και πεζούς χωροφύλακες και τους κρατούμενους. Οι πρώτοι φορούν βαριές κάπες και γούνινα καπέλα, οι δεύτεροι είναι τυλιγμένοι με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους. Μαζί θα διανύσουν έξι χιλιάδες χιλιόμετρα, μέχρι να φτάσουν στην άλλη άκρη του κόσμου. Κάποιοι από τους κατάδικους θα φτάσουν στον προορισμό τους, άλλοι απλά θα ταφούν στην άκρη του δρόμου, εκεί που θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή.

Σύμφωνα με τη συνήθεια των χρόνων εκείνων, στις δύο πλευρές του δρόμου, στέκονται οι οικογένειες των χωρικών της περιοχής, κρατώντας τα αβάπτιστα νεογέννητά τους. Καθώς οι κρατούμενοι περνούν από μπροστά τους, τους ρωτούν πώς τους λένε και στη συνέχεια αεροβαπτίζουν τα μωρά, δίνοντάς τους το όνομα του κατάδικου. Ο κατάδικος, ως «ανάδοχος», αναλαμβάνει την υποχρέωση να μνημονεύει τον αναδεξιμιό του στις προσευχές του. Η τελετουργία αυτή επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά τους τρεις τελευταίους αιώνες. Ο φίλος μου ο Μίσα, βαθύς γνώστης της ρωσικής ιστορίας αλλά και του ρωσικού τρόπου ζωής, θα είναι ο «ξεναγός» μας σε ένα ταξίδι προς μια Ρωσία που χάνεται, μπροστά στην επέλαση του σύγχρονου τρόπου ζωής.

Από τούτο τον δρόμο, το 1775, μόνο από την αντίθετη πλευρά, έφεραν σιδηροδέσμιο  στη Μόσχα τον ηγέτη της αγροτικής εξέγερσης του 1773 - 1775 Εμιλιάν Πουγκατσόφ, τη θρυλική αυτή μορφή της ρωσικής ιστορίας, για την οποία ο Αλεξάντρ Πούσκιν έγραψε το έργο του Η κόρη του λοχαγού. Την παραμονή της εκτέλεσης, ο Εμιλιάν Πουγκατσόφ διανυκτέρευσε στο ναό της Γεννήσεως της Θεοτόκου που βρίσκεται σήμερα στην οδό Μπουτίρσκαγια και από εκεί πήγε να συναντήσει τη μοίρα του.

Η απόσταση από τη Μόσχα στο Βλαντίμιρ είναι 191 χιλιόμετρα. Η κατάσταση του δρόμου είναι καλή, γι’ αυτό και το βαρύ τετρακίνητο που μας μετέφερε δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να τη διανύσει άνετα, χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις.

Η λαχτάρα ήταν μεγάλη και τα χιλιόμετρα έδειχναν ατελείωτα. Τριάντα και πλέον χρόνια μελέτης, διαβασμάτων, διηγήσεων τρίτων, αλλά και σκηνές από τον κινηματογράφο και τα ντοκιμαντέρ, είχαν κάνει το Βλαντίμιρ μια χώρα μυθική για μένα. Το Βλαντίμιρ είναι ο πρώτος σταθμός από μια μυθική σχεδόν διαδρομή της κεντρικής Ρωσίας που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Χρυσό Δαχτυλίδι.

Η διαδρομή είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Στις δύο πλευρές του δρόμου εναλλάσσονται οι ατελείωτες καλλιεργήσιμες, μα εγκαταλειμμένες εκτάσεις, με τα απέραντα δάση. Μια πινακίδα με τη λέξη «Πετουσκί» μου θύμισε τον Βενεντίκτ Γιεροφέγιφ και το μεταμοντέρνο μυθιστόρημά του Μόσχα - Πετουσκί, ένα από τα εμβληματικά κείμενα της μη εγκεκριμένης λογοτεχνίας, γνωστής ως κίνημα του Σαμιζντάτ. Η δημοσιά από τη Μόσχα στο Βλαντίμιρ «κόβεται» σε πολλά σημεία από τα αναρίθμητα μικρά και μεγάλα ποτάμια της περιοχής, το μεγαλύτερο των οποίων είναι ο Κλιάζμα, συνολικού μήκους 686 χιλιομέτρων.

Φτάνοντας στο Βλαντίμιρ, κατευθυνθήκαμε κατ’ ευθείαν στη μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου μας περίμενε ο πνευματικός της μονής πατέρας Μιχαήλ, ένας πανύψηλος, γεροδεμένος Ρώσος με φωτεινό βλέμμα. Πατέρας πέντε παιδιών, ο πατέρας Μιχαήλ, είναι μια αεικίνητη φιγούρα μέσα στην πόλη. Ανακαινίζει το ναό του Αγίου Νικήτα του Δαιμονοδιώκτη, φροντίζει χήρες και ορφανά, ενισχύει σχολεία, βρίσκει χορηγούς για διάφορα προγράμματα κοινωνικής πολιτικής.

 Ένα πράγμα που δεν ξέρουμε στην Ελλάδα είναι ότι στη Ρωσία ο διαχωρισμός κράτους - Εκκλησίας είναι γεγονός. Οι ιερωμένοι μισθοδοτούνται από την Εκκλησία, το κράτος δεν χορηγεί κανένα ποσό για τη συντήρηση των ναών, των δραστηριοτήτων της Εκκλησίας κ.λπ. Οι ιερείς και οι προϊστάμενοι των ναών πρέπει μόνοι τους να βρουν τους πόρους για κάθε εργασία ή δραστηριότητα.

Μετά τις αναγκαίες συστάσεις, ήρθε κοντά μας η μικροκαμωμένη αδελφή Μάρθα, μια ηλικιωμένη μοναχή, υπακοή της οποίας εκείνη την ημέρα, ήταν να ξεναγήσει τους δύο περίεργους Έλληνες που επισκέπτονταν τη μονή.

Η μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που φέρει το προσωνύμιο «Πριγκιπική» ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Ηγεμόνα του Βλαντίμιρ, Βσέβολοντ, μετά την επιμονή της συζύγου του, Μεγάλης Πριγκίπισσας Μαρίας Σβαρνόβνα. Η μονή έχει καταστραφεί πολλές φορές στο διάβα της ιστορίας, κάηκε, λεηλατήθηκε από διάφορους εισβολείς.

Το 1923 η μονή έκλεισε με απόφαση της σοβιετικής κυβέρνησης. Το 1986 τα κτίρια της μονής μετατράπηκαν σε μουσείο Αθεΐας. Το 1992 όμως, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος, η μονή άρχισε και πάλι να λειτουργεί. Μέχρι το 2009 στη μονή φυλάσσονταν η εικόνα της Θεομήτορος που θεωρείται θαυματουργή. Το 2009 όμως οι μοναχές ανακάλυψαν πως έχει αρχίσει να μουχλιάζει κι έτσι σήμερα φυλάσσεται σε ειδικό χώρο του μουσείου του Βλαντίμιρ και του Σούζνταλ. Σήμερα στη μονή ζει μια αδελφότητα από 28 μοναχές, ενώ διαθέτει μετόχι στο χωριό Σάνινο στην περιοχή του Σούζνταλ.

Η πρώτη αναφορά στη μονή θησαυρίζεται το 1200. Αρχικά, σκοπός των κτητόρων της μονής ήταν να  χρησιμοποιεί ως τόπος τελευταίας κατοικίας των γυναικών του οίκου των ηγεμόνων του Βλαντίμιρ. Έτσι, τον 13ο αιώνα, στη μονή αυτή, αναπαύτηκε πρώτα η Μαρία Σβαρνόβνα και στη συνέχεια η αδελφή της Άννα, η κόρη του Βσέβολοντ Γ’ και της Μαρίας Σβαρνόβα, Γιλένα, ενώ αργότερα βρήκαν την αιώνια ηρεμία τους οι δύο σύζυγοι του Αλεξάντρ Νιέφσκι, Αλεξάντρα και Βασιλίσσα, καθώς επίσης και η θυγατέρα του Ευδοκία. Στις 6 Μαρτίου 1230, ο Μεγάλος Ηγεμόνας του Βλαντίμιρ, Γιούρι Βσεβολόντοβιτς, μετέφερε στη μονή και έθαψε τα ιερά λείψανα του αγίου ιερομάρτυρα Αβραάμ της Βουλγαρίας.

Στο κέντρο της μονής δεσπόζει ο ναός της Κοιμήσεως, ο οποίος χτίστηκε τα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα και είναι ακριβές αντίγραφο του προηγούμενου ναού, από τον οποίο έχουν σωθεί μόνο το κάτω μέρος του κτίσματος και τμήμα ορισμένων τοίχων. Μοσχοβίτες αγιογράφοι εικονογράφησαν το ναό το 1648. Εκείνο που εκπλήσσει στην εικονογράφηση του ναού είναι η βασική ιδέα ολάκερης της ρωσικής εκκλησίας, δηλαδή η σύμπλευση της κοσμικής με την πνευματική εξουσία.

Αποχαιρετήσαμε την αδελφή Μάρθα, η οποία πήγε στο περιβόλι της μονής να ασχοληθεί μαζί με δόκιμες μοναχές με τις καθημερινές της ασχολίες και εμείς κατευθυνθήκαμε στο κεντρικό ναό του Βλαντίμιρ, το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Δεν μπορούσα καν να υποπτευθώ την ομορφιά που ξεπρόβαλλε ξαφνικά μετά από μια απότομη στροφή του δρόμου, όσες φορές κι αν είχα δει τον συγκεκριμένο ναό σε λευκώματα ιστορίας και τέχνης. Όταν σταθείς μπροστά στο ναό αυτό, απλά σου κόβεται η ανάσα.

Ένας τεράστιος κατάλευκος όγκος, εξαιρετικό δείγμα της ρωσικής αρχιτεκτονικής, που χρονολογείται πριν από την έλευση του ταταρικού ζυγού. Ο ναός της Κοιμήσεως, μνημείο που περιλαμβάνεται στο κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ, πριν από την ανακήρυξη της Μόσχας ως πρωτεύουσας του ρωσικού κράτους ήταν ο καθεδρικός ναός της Ρους, της ηγεμονίας του Βλαντίμιρ και του Σούζνταλ. Εδώ παντρεύονταν οι μεγάλοι ηγεμόνες τόσο της περιοχής όσο και της Μόσχας. Είναι ένας από τους ελάχιστους ναούς σε ολόκληρη την Ρωσία, όπου έχουν σωθεί οι νωπογραφίες του μεγάλου εικονογράφου Αντρέι Ρουμπλιόφ.

Ο ναός από λευκή πέτρα χτίστηκε το διάστημα από το 1158 μέχρι το 1160 με εντολή και έξοδα του Μεγάλου Ηγεμόνα Αντρέι Μπογκολιούμπσκι. Ένα χρόνο αργότερα ολοκληρώθηκαν και οι εργασίες της εικονογράφησής του.

Η ατμόσφαιρα μέσα στο ναό είναι κάτι παραπάνω από κατανυκτική. Εκατοντάδες πιστοί ανάβουν κεριά, προσεύχονται, επικοινωνούν με το θείο, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Τα βήματα, παραδόξως, σβήνουν πάνω στο σιδερένιο πάτωμα της μόνης, ενώ σε κάθε γωνιά υπάρχουν οι λάρνακες με τα οστά των μεγάλων ηγεμόνων. Το «επταώροφο» εικονοστάσι ξεκινάει από το πάτωμα και φτάνει στο ταβάνι, αρκετές δεκάδες μέτρα ψηλά.

Από τις αρχικές νωπογραφίες του ναού της Κοιμήσεως, μέχρι τις ημέρες έχουν σωθεί μόνο μερικά τμήματα. Στις αρχές του 15ου αιώνα, για το διάκοσμο του ναού κλήθηκαν ο Αντρέι Ρουμπλιόφ με τον Ντανίλ Τσόρνι. Από τις νωπογραφίες τους έχουν σωθεί μερικά τμήματα μονάχα της απεικόνισης της Θείας Δίκης, στη δυτική πλευρά του ναού, και ορισμένα άλλα τμήματα στο εικονοστάσι. Η πλειονότητα των νωπογραφιών που σώθηκαν μέχρι τις μέρες μας είναι έργα του 19ου αιώνα. Το 1767, η Μεγάλη Αικατερίνη, επισκεπτόμενη την περιοχή, ήρθε στο ναό και διέταξε την ανακαίνισή του, χορηγώντας, παράλληλα, 14 χιλιάδες ρούβλια, ένα μεγάλο για την εποχή ποσό. Το πρώτο που «υπέφερε» από την ανακαίνιση της τσαρίνας, ήταν το ξύλινο διά χειρός Αντρέι Ρουμπλιόφ εικονοστάσι. Σήμερα, ο προσεκτικός παρατηρητής, θα δει πως σε ορισμένες εικόνες, όπως π.χ. της Θεοτόκου, το πρόσωπο μοιάζει με εκείνο της Μεγάλης Αικατερίνης, ενώ το πρόσωπο του Αρχάγγελου Μιχαήλ δεν είναι άλλο από εκείνο του εραστή της, Ποτέμκιν.

Ο πατέρας Μιχαήλ, πρόθυμος, απαντάει σε όλες τις ερωτήσεις μου, προσφέροντας απλόχερα ιστορικές και θεολογικές γνώσεις, καλά κρυμμένες στις μέσα σελίδες παλιών βιβλίων.

Με πιάνει από το χέρι και βγαίνουμε έξω. Περπατάμε λίγες δεκάδες βήματα, πάνω στο λόφο που δεσπόζει σε μια τεράστια πεδιάδα, την οποία διασχίζει ο ποταμός Κλιάζμα, ένας από τους μεγάλους ποταμούς της κεντρικής Ρωσίας, γνωστής και ως Ρωσίας με το μαύρο χώμα, τον προαιώνιο σιτοβολώνα της Ρους.

Φτάνουμε μπροστά σε έναν δεύτερο κατάλευκο ναό, μικρότερο από εκείνον της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου, που χτίστηκε το 1140. «Ο Άγιός σου», μου λέει χαμογελώντας ο πατέρας Μιχαήλ και μου δείχνει μια σειρά από επτακόσιες γλυπτές φιγούρες που κοσμούν τον εξωτερικό τοίχο του ναού, περιμετρικά. Ανάμεσα στις φιγούρες αυτές υπάρχουν ελέφαντες, λιοντάρια και άλλα εξωτικά ζώα που δεν έζησαν ποτέ σε τούτα τα μέρη. Παράξενοι οι δρόμοι της ανθρώπινης έμπνευσης.

Ο Μεγάλος Ηγεμόνας πρίγκιπας Βσέβολοντ, που στη συνέχεια βαπτίστηκε με το όνομα Ντμίτρι, έχτισε το ναό και τον αφιέρωσε τον ουράνιο προστάτη του, τον άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο Θεσσαλονίκης. Όταν ήταν μόλις οκτώ ετών ο Βσέβολοντ - Ντμίτρι, μαζί με τη μητέρα του και τα αδέλφια του, εγκατέλειψε τη Ρους, το 1162, προκειμένου να αποφύγει τις διώξεις από τον μεγαλύτερο αδελφό του και σφετεριστή του θρόνου Αντρέι Μπογκολιούμπσκι. Η μητέρα του ήταν βυζαντινή αρχόντισσα και έτσι βρήκε καταφύγιο στην αυλή του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, όπου ο άγιος Δημήτριος θεωρούνταν προστάτης της αυτοκρατορικής οικογένειας. Ο Βσέβολοντ έζησε εξόριστος για επτά χρόνια, αλλά επέστρεψε στην πατρίδα του και ανέλαβε το θρόνο της ηγεμονίας. Αφού ξανάχτισε το ναό της Κοιμήσεως που είχε καεί, αποφάσισε να χτίσει και ένα ναό για τον αγαπημένο του άγιο.

«Η επιτάφιος πλάκα» έχει μεταφερθεί το 1197 από το ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Σε ειδική λάρνακα φυλάσσεται ένα κομμάτι από τον χιτώνα του αγίου Δημητρίου, αντικείμενο λατρείας από τους κατοίκους αλλά και τις χιλιάδες επισκέπτες. Η εικόνα του Αγίου Δημητρίου, πιστό αντίγραφο εκείνης της Θεσσαλονίκης, παρέμεινε στο ναό μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα. Το 1380, χρονιά της μεγάλης μάχης στο Κουλίκοβο, ή κατ’ άλλους το 1390 - 1400 κατά την αρχιερατεία του μητροπολίτη Κυπριανού, η εικόνα μεταφέρθηκε στην Μόσχα. Το 1517 «ανανεώθηκε» η ζωγραφική της. Το 1701 ο τεχνίτης Κυρίλλος Ουλιάνοφ ανέλαβε την επαναφορά του πρωταρχικού σχεδίου και, έκτοτε, η εικόνα βρίσκεται στο Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο της Μόσχας.

Συγκλονισμένοι από τη θέα αλλά και τη βουτιά στην ιστορία, στεκόμασταν και κοιτούσαμε το εσωτερικό του ναού. Το μεσημέρι είχε περάσει. Ήταν η ώρα του μεσημεριανού φαγητού, μα η ζωή ή μάλλον ο πατέρας Μιχαήλ είχε άλλα σχέδια. «Αφήστε με να σας δείξω κάτι ακόμη», είπε κι επιτάχυνε το βήμα του προς το μέρος όπου είχαμε αφήσει τα τετρακίνητα μας.

Ακολουθήσαμε γεμάτοι περιέργεια. Λίγες εκατοντάδες μέτρα μετά, μπήκαμε σε ένα παλιό κτιριακό συγκρότημα και, έξαφνα, βρεθήκαμε στον περίβολο της αντρικής μονής της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Ελάχιστοι μοναχοί κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα, ο δε φύλακας του ναού μάς επέτρεψε να μπούμε μόνο αφού πήρε ειδική άδεια από τον ηγούμενο.

Η μονή αυτή, μια από τις αρχαιότερες μονές της Ρωσίας, ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση το 1175 από τον Μεγάλο Ηγεμόνα του Βλαντίμιρ, Αντρέι Μπογκολιούμπσκι. Σύμφωνα με τις πληροφορίες όμως που περιέχονται στα χρονικά της εποχής, η μονή θεμελιώθηκε στις 22 Αυγούστου 1191, όταν επίσκοπος της περιοχής ήταν ο Ιωάννης Α’. Η μονή συμμετείχε στην τρικυμιώδη ιστορική πορεία του Βλαντίμιρ γνωρίζοντας εποχές άνθησης και εποχές παρακμής.

Εκείνο ωστόσο που την κάνει να ξεχωρίζει σήμερα είναι ότι από τον Ιούλιο του 1918 τα κτίρια της μονής δημεύτηκαν από τη μυστική αστυνομία του σοβιετικού καθεστώτος. Στη συνέχεια, το 1922, όλα τα κτίρια μετατράπηκαν σε αρχηγείο της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ (προδρόμου της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ), μέχρι το 1991.

Στο υπόγειο ενός εκ των κτιρίων της μονής, εκεί όπου παλιά ήταν οι αίθουσες της Εκκλησιαστικής Σχολής, ήταν η αίθουσα των βασανιστηρίων, ενώ λίγα βήματα πιο πέρα ήταν ο τόπος εκτελέσεων. Μέχρι σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει και να αγγίξει τις τρύπες από τις σφαίρες στον τοίχο του περιβόλου. Σήμερα, το κτίριο αυτό ανήκει στο τοπικό αρχηγείο των ρωσικών Αεροδιαστημικών Ενόπλων Δυνάμεων.

Στη μονή αυτή αρχιμανδρίτης ήταν ο Άγιος νεομάρτυρας Αθανάσιος Σάχαροφ, ένας άνθρωπος που έμεινε φυλακισμένος στα σοβιετικά στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων από το 1922 μέχρι το 1947. Συνελήφθη για πρώτη φορά με την κατηγορία της κλοπής λειτουργικών σκευών, καταδικάστηκε και στάλθηκε στα νησιά Σολοφκί, στον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό. Από εκεί, με διαρκείς μεταγωγές, μεταφέρθηκε, έζησε και εργάστηκε σε όλα τα «νησιά του Αρχιπελάγους Γκουλάγκ» μέχρι την αποφυλάκισή του. Ο Αθανάσιος Σάχαροφ ήταν ενεργό μέλος του κινήματος των κατακομβών, δηλαδή της εν διωγμώ Εκκλησίας όλα αυτά τα χρόνια και αφιέρωσε τη ζωή του στη διακονία του ποιμνίου του.

Ο πατέρας Μιχαήλ, χαμογελώντας μας είπε: «Τώρα είστε καλεσμένοι μου». «Προσφορά των ενοριτών στους φίλους μας από την Ελλάδα», συνέχισε χαμογελώντας καλόκαρδα. Μπήκαμε σε ένα εστιατόριο στον κεντρικό δρόμο και αμέσως μας οδήγησαν σε μια ξεχωριστή, ιδιαίτερη αίθουσα. Ένα μακρύ ξύλινο, μοναστηριακού τύπου τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Το γεύμα αποτελούνταν από διάφορα πιάτα με ψάρια, μανιτάρια  και λαχανικά, γιατί ήταν η περίοδος της νηστείας των Αγίων Πέτρου και Παύλου, μιας από τις πιο σκληρές νηστείες της Ορθοδοξίας. Στο κέντρο του τραπεζιού ήταν μια καράφα με παγωμένη βότκα και άλλη μία με χυμό από φρούτα του δάσους. Το καλό ήταν ότι στη νηστεία δεν απαγορεύεται να πιεις βότκα και μάλιστα παγωμένη.

Φεύγοντας, φίλησα τον πατέρα Μιχαήλ τρεις φορές στο μάγουλο, κατά τη ρωσική συνήθεια και του χάρισα ένα μπουκάλι τσίπουρο. «Θα το πιω με την πρεσβυτέρα, μετά το μπάνιο» είπε και έλαμψε το βλέμμα του.

 

Βλαντίμιρ

7 Ιουλίου 2016 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.