Ο Τάκης Σινόπουλος έγραψε δύο ποιήματα «με συνεργασία του Γιώργη Παυλόπουλου» που, κατά τη γνώμη του, δεν υστερούσαν των άλλων δικών του εκείνης της εποχής και είχαν συνοχή σαν να γράφτηκαν από έναν. Γι’ αυτό και τα ενέταξε στις συλλογές του με τις απαραίτητες υποσημειώσεις.
Στο πρώτο, ο «Άδης», που πέρασε στο Μεταίχμιο (1951), περιγράφει την κάθοδό στον κάτω κόσμο:
Τίποτα δε θυμάμαι κατεβαίνοντας τη σκάλα
τώρα που τα τύμπανα δυναμώνουν στην ακατοίκητη σιωπή
Και καταλήγει:
Εν τούτοις οι νεκροί
δεν αποκρίνονται∙ μονάχα συνδαυλίζουνε την αρχική φωτιά∙
μήτε ξυπνάνε κατεβαίνοντας ολοένα στο σκοτάδι
σαν κάμπιες φωτεινές σαλεύοντας πάνω σε μαύρα φύλλα.
Δύο χρόνια μετά συνδαύλισαν οι δυο τους πάλι από κοινού την ποιητική φλόγα και έγραψαν το πολύστιχο ποίημα «Πάρις» (Άσμα VΙΙ), που εντάθχηκε στη συλλογή Άσματα (Ι–ΧΙ), 1953. Ο Τάκης Σινόπουλος αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει εκτενέστερα για το πώς προέκυψε αυτό το ποίημα:
η σύλληψη και αρκετοί στίχοι είναι του Παυλόπουλου, ωστόσο, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του, το σχεδίασμα παρέμεινε σχεδίασμα, ασπονδύλωτο και ανοργάνωτο. Ανέλαβα την υπόλοιπη δουλειά κι ύστερα από διαδοχικές επεξεργασίες εγκεκριμένες κι από τους δύο, το ποίημα τελείωσε. Σημειώνω πως με τον Γ. Παυλόπουλο κινούμαστε στο ίδιο πνευματικό κλίμα με κοινές τάσεις στη δουλειά μας.
Επιπλέον συνέστησε στον αναγνώστη να δει τους τελευταίους στίχους του «Πάρι» σε αντίστιξη με το γαλλικό φιλμ Μανόν (1949) του Ανρί-Ζορζ Κλουζώ. Η αφηγηματική σειρά ευνοούσε τη συνεργασία στη γραφή, στην αρχή με την Ελένη και τον Πάρι σε ερωτικές περιπτύξεις, τις πιο αισθησιακές, που εγώ τουλάχιστον εντόπισα, σε ποίημα του Τάκη Σινόπουλου. Παραθέτω λίγους χαρακτηριστικούς στίχους:
Κι εκεί τα χείλη σέρνοντας εφίλησα βαθειά το σκοτεινό μυχό / μες από την ανεξερεύνητη πορφύρα που την έκαιγε
Στη συνέχεια το ερωτικό ζευγάρι «χάνεται μες στην έρημο» στους άμμους, στη σκόνη και στη φωτιά, θέλοντας να δηλώσει «την εξαφάνιση του πνεύματος μέσα στη σύγχρονη βαρβαρότητα».
Ο επινοημένος συμβολισμός δεν υποβάλλει σε καμιά περίπτωση στην αντίθεση που θέλει να δείξει ο ποιητής. Παρεμφερής ήταν και η γνώμη του έγκριτου κριτικού Τίμου Μαλάνου στο δίστηλο άρθρο του για το εν λόγω ποίημα στην Καθημερινή (8/12/1954). «Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μία επιτυχία», έγραψε, «αλλά μάλλον, ως ένα αξιοσημείωτο γύμνασμα».
Ο Τάκης Σινόπουλος εμπλέκεται και σ’ ένα άλλο ομαδικό ποίημα, «ένα ποίημα-ρεφενέ», όπως το ονόμασε προσφυώς ο Κλείτος Κύρου στο περιοδικό Η Λέξη (101/1991). Τίτλος, «Η νύχτα ο φόνος και το πρόσωπο», χρόνος 1954 και λοιποί συμμετέχοντες: Θανάσης Φωτιάδης, Σωκράτης Καψάσκης και Αλέξανδρος Αργυρίου. Επιλέγω τον πρώτο δυσοίωνο στίχο γιατί επανέρχονται οι κάμπιες του «Άδη»:
Δεν είχα καν προσέξει πως οι μαύρες κάμπιες είχαν κατέβει στα χέρια της.