Η είδηση της «παραίτησης» του εκπροσώπου Τύπου της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου της Μόσχας, Βσέβολοντ Τσάπλιν, δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στη Ρωσία. Η προ ελάχιστων εβδομάδων δήλωσή του πως «στη Συρία οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις διεξάγουν ιερό πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», προφανώς ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της δυσαρέσκειας στο πρόσωπό του. Αντικαταστάθηκε τάχιστα από έναν πιο υπάκουο στις επιταγές τους δεσποτικού Πατριάρχη Κυρίλλου, ο οποίος δεν συνηθίζει να ανέχεται στο περιβάλλον του ανθρώπους που έχουν άλλες απόψεις από τις δικές του.
Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, παρ’ όλο που διαρκώς υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη βυζαντινή παράδοση, βασικός εκπρόσωπος της οποίας είναι στη σύγχρονη Ρωσία αλλά και στον κόσμο οι σχέσεις της με το Κράτος ρυθμίζονται από την αρχή της συναλληλίας, η οποία θεσμοθετήθηκε με ιδιαίτερη αυστηρότητα με την ΣΤ Νεαρά το 535 μ.Χ., από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό.
Η ιστορία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν διαφέρει και πολύ από τις ιστορίες των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών, όλων των ομολογιών πίστης. Ωστόσο, θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε στην εκκλησιαστική μεταρρύθμιση του Μεγάλου Πέτρου, στις αρχές του 18ου αιώνα.
Τα πράγματα στο εσωτερικό της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις αρχές του 18ου αιώνα, δεν ήταν καθόλου ευοίωνα. Η κοινωνία και το πλήρωμα της Εκκλησίας δεν είχε δεχτεί τις μεταρρυθμίσεις του Πατριάρχη Νίκωνα κατά τη δεκαετία του 1650, πράγμα που προκάλεσε το σχίσμα και τη δημιουργία της Εκκλησίας των Παλαιόπιστων. Οι αποφάσεις των συνόδων των 1654, 1655, 1656, 1666 και 1667 ακύρωσαν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, συνάμα όμως βάθαιναν το σχίσμα που απειλούσε πλέον την ύπαρξη του ίδιου του κράτους.
Όταν ο Μεγάλος Πέτρος άρχισε να εφαρμόζει το δικό του μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, σε μια προσπάθεια να προφτάσει η Ρωσία τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και να ανοίξει μαζί τους έναν εκτεταμένο διάλογο, σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης των μεταξύ τους σχέσεων η Ρωσική Εκκλησία προέβαλε τις αντιρρήσεις της, έχοντας ως επικεφαλής τον συντηρητικό πατριάρχη Αδριανό.
Επί σειρά ετών, οι δύο εξουσίες, η κοσμική και η εκκλησιαστική, είχαν ανοιχτές αντιπαραθέσεις, μάχες, ενώ πολύ συχνά οι ίντριγκες ξεπερνούσαν ακόμη και εκείνες του Βυζαντίου. Ο Πέτρος, με αφορμή το θάνατο του πατριάρχη Αδριανού, όρισε τοποτηρητή του θρόνου, εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία θα ασχολείται μόνο με τα ζητήματα πίστης και δήμευσε όλη την περιουσία του Πατριαρχείου. Ακολούθησαν δύο κινήσεις του Πέτρου. Η πρώτη ήταν η ίδρυση της Μοναστηριακής Υπηρεσίας, δηλαδή κάτι σαν υπουργείο Θρησκεύματος, και η δεύτερη, η θεσμοθέτηση της Ιεράς Συνόδου. Έτσι, η εξουσία του τοποτηρητή του θρόνου του Πατριάρχη περιοριζόταν, αφού ήταν υποχρεωμένος να λογοδοτεί στην μεν πρώτη για τις οικονομικές υποθέσεις, στη δε δεύτερη για τις εκκλησιαστικές και ομολογιακές. Με τον τρόπο αυτό, ο Μεγάλος Πέτρος κατάφερε να εξουδετερώσει την εκκλησιαστική επιρροή στις κρατικές υποθέσεις, να περιορίσει την εξουσία του Πατριάρχη και να υποτάξει τον κλήρο στη δική του βούληση.
Έτσι ξεκίνησε η μακρά ιστορική περίοδος κατά την οποία κυρίαρχο και πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτιζε ο εκάστοτε διορισμένος από τον τσάρο Γενικός Επίτροπος, ο οποίος ουσιαστικά διοικούσε τη ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία με σιδερένια πυγμή. Ακόμη και σήμερα, ρίγη διαπερνούν τους ρώσους κληρικούς στο άκουσμα του ονόματος του Κωνσταντίν Πομπεντονόστσεφ, ο οποίος διοίκησε την Εκκλησία από το 1880 μέχρι και το 1905. Βαθιά συντηρητικός πολιτικός, φίλος του Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι και άλλων μεγάλων προσωπικοτήτων της εποχής, αντιστάθηκε σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της Εκκλησίας και κατέπνιξε κάθε φωνή που θεωρούσε πως δεν εξυπηρετούσε τις αρχές του.
Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία έζησε χωρίς εκλεγμένο Πατριάρχη μέχρι τον Αύγουστο του 1917, όταν με τη σύγκλιση τοπικής συνόδου ήρθε το τέλος της συνοδικής περιόδου και έγιναν προσπάθειες εκλογής νέου προκαθήμενου, η οποία επιτεύχθηκε λίγους μήνες αργότερα το 1918. Η μούσα της ιστορίας Κλειώ, όταν έχει κέφια, διασκεδάζει καλά τους κοινούς θνητούς. Ο θεσμός του Πατριάρχη καταργήθηκε από έναν απολυταρχικό μονάρχη και επανιδρύθηκε από ένα απολυταρχικό καθεστώς.
Κανείς δεν το ομολογεί δημόσια. Όσους κι αν ρώτησα, όλοι μου απάντησαν πως δεν έχει επιβεβαιωθεί ποτέ, μα ούτε και διαψευστεί. Ο λόγος για τον αρχιμανδρίτη Τύχωνα, ο οποίος θεωρείται ως ο πνευματικός πατέρας του ρώσου ηγέτη, Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ο επίσκοπος Τύχων (κατά κόσμος Γκεόργκι Αλεξάντροβιτς Σεβκουνόφ) γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1958 στην Μόσχα. Είναι αρχιερέας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, επίσκοπος του Γιεγκόροφ, βικάριος του Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών, έπαρχος της δυτικής περιοχής της πόλεως της Μόσχας. Παράλληλα, είναι ηγούμενος της σταυροπηγιακής μονής Σρετένσκι της Μόσχας, πρύτανης της Θεολογικής Ακαδημίας της Μονής και εντεταλμένος γραμματέας της πατριαρχικής επιτροπής που είναι αρμόδια για θέματα πολιτισμού. Είναι συν-πρόεδρος της Εκκλησιαστικής και Κοινωνικής Επιτροπής Αγώνα κατά της Απειλής του Αλκοολισμού. Ο αρχιμανδρίτης Τύχων είναι γνωστός συγγραφέας βιβλίων με εκκλησιαστικό περιεχόμενο, επικεφαλής του εκδοτικού οίκου της μονής Σρετένσκι και διευθυντής σύνταξης του ενημερωτικού διαδικτυακού τόπου «Ορθοδοξία» (Православие.ru). Σύμφωνα με τη γνώμη ανθρώπων που γνωρίζουν τα ενδότερα της εκκλησιαστικής ζωής, ο αρχιμανδρίτης Τύχων Σεβκουνόφ είναι κατά το ήμισυ ελληνικής καταγωγής. Η αίσθηση που έχω, όμως, είναι ότι δεν το πολυπροβάλλει αυτό το στοιχείο του βιογραφικού του.
Ο αρχιμανδρίτης Τύχων, απόφοιτος του διάσημου Ινστιτούτου Κινηματογράφου της Μόσχας, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, το 1982, έγινε δόκιμος μοναχός στην μονή της Αγίας Λαύρας του Πσκοφ, του ρωσικού Βορρά.
Λίγα χρόνια αργότερα επέστρεψε στη Μόσχα, εργάστηκε στον εκδοτικό οίκο του Πατριαρχείου και ακολούθησε η ανοδική του πορεία στην ιεροσύνη και τα εκκλησιαστικά αξιώματα. Σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούν στη Ρωσία, τον αρχιμανδρίτη Τύχωνα σύστησε στον ισχυρό άντρα της Ρωσίας ένας απόστρατος στρατηγός της πανίσχυρης Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας της ΕΣΣΔ, κάποιος Σ. Λεόνοφ. Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην ελληνική εφημερίδα Χώρα, συμφερόντων του Γιώργου Τράγκα, το 2001, ο αρχιμανδρίτης Τύχων άφησε να εννοηθεί πως γνωρίζει πολύ καλά την πνευματική ζωή του νεόκοπου τότε ρώσου ηγέτη, υπογραμμίζοντας πως ο τελευταίος νηστεύει, εξομολογείται και μετέχει της Θείας Ευχαριστίας.
Το ίδιο το Κρεμλίνο δεν θεωρεί σκόπιμο να διαψεύσει τις φήμες αυτές. Ο εκπρόσωπος Τύπου του Πούτιν, Ντμίτρι Πεσκόφ, δήλωσε κατ’ επανάληψη πως πρόκειται για ένα πολύ προσωπικό ζήτημα, για το οποίο έχει άγνοια. Ταυτόχρονα όμως αφήνει να εννοηθεί πως ο αρχιμανδρίτης Τύχων είναι ένα πολύ γνωστό πρόσωπο και πως ο Τύχων και ο Πούτιν γνωρίζουν ο ένας τον άλλον. «Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει όμως αν είναι ο πνευματικός του πατέρας. Αφού αν κάποιος γνωρίζει πως είσαι πνευματικός, τότε δεν είσαι πνευματικός», δήλωσε με νόημα ο Πεσκόφ, σε ερώτηση δημοσιογράφου των FinancialTimesπου διερεύνησε αυτό το θέμα πριν μερικά χρόνια.
Στον κήπο της μονής στην οποία είναι ηγούμενος ο αρχιμανδρίτης Τύχων υπάρχει ένας απλός σταυρός, πάνω στον οποίο είναι σκαλισμένα τα λόγια «Στη μνήμη όλων των πιστών ορθόδοξων χριστιανών που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν εδώ τα χρόνια των ταραχών». Είναι πολύ παράξενη η ύπαρξη αυτού του σταυρού, αφού ο αρχιμανδρίτης Τύχων με δημόσιες τοποθετήσεις του υποστήριξε την άποψη ότι το βάρος των εγκλημάτων που έκανε η μυστική αστυνομία του κομμουνιστικού καθεστώτος, είτε ως NKVDείτε ως KGB, δεν πέφτει στους ώμους των στελεχών των μυστικών υπηρεσιών που υπηρετούν σήμερα.
Η φήμη για τη στενή πνευματική (ή μήπως ιδεολογική;) σχέση του ιερωμένου με τον πρόεδρο της χώρας διαδόθηκε ευρύτατα στη Ρωσία το 2008, όταν ο νεαρός κληρικός γύρισε ένα ντοκιμαντέρ, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο ίδιος, όπου παραλληλίζει τη σύγχρονη εποχή με την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Είχε μάλιστα τον ευφάνταστο τίτλο «Η πτώση της αυτοκρατορίας: το μάθημα του Βυζαντίου». Τότε προκάλεσε τις αντιδράσεις πολλών για το αμφιλεγόμενο περιεχόμενό του, σήμερα δεν θα το πρόσεχε κανείς. Θα έλεγε κανείς όμως ότι ο αρχιμανδρίτης Τύχων έχει εκπληκτικές ικανότητες πρόβλεψης του μέλλοντος, αφού λίγο καιρό μετά ξεκίνησε η συστηματική προσπάθεια αναβίωσης της αυτοκρατορικής ιδεολογίας στη Ρωσία από τους σημερινούς ενοίκους του Κρεμλίνου.
Πολλοί εξεπλάγησαν όταν ο αρχιμανδρίτης Τύχων υπέγραψε το κείμενο με το οποίο η ρωσική κοινή γνώμη ζητούσε από τον πρόεδρο Πούτιν να μειώσει την ποινή των PussyRiot, που καταδικάστηκαν επειδή τραγούδησαν με στίχους που θεωρήθηκαν βλάσφημοι μέσα σε ναό. Ωστόσο ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει πολύ σκληρά λόγια για να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά τους, λέγοντας: «Το κράτος πρέπει να αντιδρά σε αυτά τα πράγματα, διαφορετικά δεν είναι κράτος. Αν το είχαν κάνει αυτό στο Αββαείο του Γουέστμινστερ θα είχαν καταδικαστεί σε φυλάκιση. Ωστόσο, η ποινή των δύο ετών είναι μεγάλη».
Το βιβλίο του Άγιοι που δεν είναι άγιοι και άλλα διηγήματα κυκλοφορεί σε θηριώδη τιράζ και αποτελεί αγαπημένο ανάγνωσμα εκατομμυρίων Ρώσων. Αντικείμενό του είναι οι αναμνήσεις για την παλιά γενιά εκκλησιαστικών αξιωματούχων, οι οποίοι ήταν οι δάσκαλοι του Τίχωνα. Τα αφηγήματα αυτά είναι σκίτσα για τα πορτραίτα ιεραρχών, στο φως μιας νοσταλγίας για τις εποχές όταν η ζωή ήταν πιο απλή. «Η ρωσική Εκκλησία δημιούργησε τη Ρωσία», λέει ο αρχιμανδρίτης Τύχων. «Η Ρωσία συμπεριφέρεται ως υπάκουο παιδί, μερικές φορές όμως εξεγείρεται και στρέφεται κατά των γονέων του. Η Εκκλησία όμως έχει πάντα συναίσθηση της ευθύνης απέναντι στη Ρωσία»
Για τον μέσο Ρώσο, οι έννοιες «Ρωσία» και «Ορθόδοξη Εκκλησία» είναι ταυτόσημες. Ανέκαθεν η Ρωσία ήταν Αγία στη συνείδηση των ανθρώπων της. Σήμερα, είναι παντού διάχυτη η εντύπωση πως η αναβίωση της Αγίας Ρωσικής Αυτοκρατορίας είναι άμεση προτεραιότητα όχι μόνο του κράτους, αλλά και των απλών ανθρώπων, οι οποίοι δηλώνουν έτοιμοι να υποστούν στερήσεις και κακουχίες, προκειμένου η χώρα να αποκτήσει ξανά το παλιό της κλέος. Και αυτό είναι κάτι που ο μέσος άνθρωπος της Δύσης δυσκολεύεται να κατανοήσει.
Μονή Βισόκο – Πετρόφσκι,
Μόσχα
26/12/2015