Την επιβεβαίωση των παραπάνω προβληματισμών, τη διεύρυνσή τους με άλλες ερωτήσεις και την αύξηση του αριθμού των αναπάντητων ερωτημάτων προκάλεσε η συνάντηση με έναν νεαρό ταλαντούχο ζωγράφο, τον Μαρκ Σμιρνόφ, στους διαδρόμους του Οίκου Καλλιτεχνών της Μόσχας, όπου εκθέτει αυτή την περίοδο τα έργα του, προϊόντα ενατένισης του φωτός του ιταλικού Νότου, αλλά και της παγωμένης κρυστάλλινης ατμόσφαιρας του ρωσικού Βορρά.
Γόνος οικογένειας καλλιτεχνών (ο πατέρας του, Αλεξάντρ, ανήκει σε μία από τις πιο κλειστές λέσχες της Ρωσίας, τη Ρωσική Ακαδημίας Καλών Τεχνών, η δε μητέρα του είναι γνωστή σκηνογράφος και ζωγράφος), ο νεαρός ζωγράφος (γεννήθηκε μόλις το 1985), κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να εντυπωσιάσει κοινό και κριτικούς και να καθιερωθεί στη δύσκολη και ιδιαίτερα απαιτητική αγορά της τέχνης.
Ομολογώ πως ξεκίνησα να πάω στη συνάντηση προκατειλημμένος, λόγω παλαιότερων οδυνηρών συναντήσεων με μεταμοντέρνους ρώσους καλλιτέχνες. Συνάντησα όμως τη βαθιά Ρωσία. Κλασική ρωσική φυσιογνωμία, λεπτοκαμωμένος, με χέρια όχι ζωγράφου, μα καλλιεργητή γης. Δίπλα του μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη γυναίκα, με το κλασικό δείγμα της ρωσικής οδοντιατρικής του παρελθόντος, τη χρυσή οδοντοστοιχία. Και οι δύο φορούσαν τα καλά τους, μα είναι προφανές ότι δε δίνουν την παραμικρή σημασία στα ρούχα, τη μόδα, την εμφάνιση.
Από τις πρώτες κιόλας στιγμές αντιλαμβάνομαι πως έχω να κάνω με τη βαθιά Ρωσία, τη Ρωσία που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, τη Ρωσία που πιστεύει στη δική της ιδιαίτερη, οικουμενική αποστολή να σώσει τον κόσμο μέσα από την ορθόδοξη πίστη της. Πανταχού παρούσα, σε δυναστικό βαθμό, η φιγούρα του πατέρα. Κάθε πίνακας του νεαρού ζωγράφου είναι μια απάντηση σε έναν πίνακα του πατέρα. Στη συζήτηση κάθε λίγο και λιγάκι γίνονται αναφορές στα έργο, στην τεχνοτροπία, αλλά και στις νουθεσίες του, στο γεγονός ότι ζει ασκητική ζωή, ότι δεν πουλάει τους πίνακές του, μα κάνει «αυθεντική επανάληψή» τους, κατά παραγγελίες, ορισμένες φορές. Είναι προφανές, πρόκειται για μια ρωσική πατριά, η οποία κρατάει τις παραδόσεις της, σε πείσμα των καιρών. Αρχίζω διακριτικά να ρωτάω για το παρελθόν τους. Η μητέρα, νεαρή τολμητίας, εργαζόμενη στη Σχολή Καλών Τεχνών, ανέβασε παράσταση με θέμα τον πόλεμο του Αφγανιστάν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Απολύθηκε και αφιερώθηκε στη ζωγραφική και στην ανατροφή των έξι της παιδιών. Ο πατέρας, αγνόησε κάθε προτροπή και υπαινιγμό για αλλαγή θεματολογίας και κοσμοθεώρησης, με αποτέλεσμα για είκοσι και πλέον χρόνια να μη συμμετάσχει σε καμία συλλογική έκθεση. Για προσωπική έκθεση ούτε λόγος.
Δεσπόζουσα θέση στη συζήτησή μας κατέχει η βαθιά θρησκευτική πίστη του νεαρού ζωγράφου, τα καλύτερα έργα του οποίου είναι, κατά τη γνώμη μου, εκείνα που απεικονίζουν τη βαθιά λαϊκή πνευματικότητα της ρωσικής ενδοχώρας. Πίνακες θρησκευτικού αλληγορικού περιεχομένου, κυρίως όμως μεγάλες εικόνες που απεικονίζουν εικονοστάσια, Ωραία Πύλη, μανουάλια κ.λπ. Έχει μια εκπληκτική εφαρμογή του μαύρου χρώματος που κάνει τους πίνακες του να έχουν μια γλυκιά και συνάμα απόκοσμη αύρα.
Πώς όμως ένας άνθρωπος που λαχταράει να ζωγραφίσει από κοντά την Ακρόπολη και ζητάει ειδική άδεια γι’ αυτό και στενοχωριέται όταν του το αρνούνται, μπορεί να επικοινωνήσει με την «άλλη πλευρά»; Με την πλευρά της λογικής, του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, της Δύσης, που τόσο πολύ δαιμονοποιείται αυτό τον καιρό στη Ρωσία;
Η βαθιά Ρωσία, η Ρωσία που δεν έχει σχέση με τα απλουστευτικά σχήματα των μαρξιστών, οι οποίοι περιορίζουν την ιστορία της, στο βραχυχρόνιο και ιδιαίτερα τραγικό διάστημα της μπολσεβίκικης εξουσίας, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα παζλ μεγάλων και βαθιών αντιθέσεων. Οι αντιθέσεις αυτές είναι το πυρηνικό καύσιμο της ρωσικής ιστορίας. Η εξομάλυνση ή η όξυνσή τους είναι εκείνο που κάνει τη ρωσική κοινωνία να κινείται προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Σε αυτές οφείλεται το «άνοιγμα» ή το «κλείσιμο», η «παγωνιά» ή το «λιώσιμο των πάγων». Χωρίς αυτές, είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτή η εκάστοτε σχέση της Ρωσίας, αρχικά με τον εαυτό της και στη συνέχεια με τους άλλους και κυρίως με τους Δυτικούς.
Ο νεαρός και ιδιαίτερα ακριβός ζωγράφος μιλούσε για ώρα πολλή με ζέση και ενθουσιασμό για την οικουμενική αποστολή της Ρωσίας. Μου είπε ότι νηστεύει και εξομολογείται πριν πιάσει το χρωστήρα στο χέρι του και πως γι’ αυτόν η ζωγραφική δεν είναι τίποτα άλλο από άσκηση και υπακοή σε νόμους υπεράνω των ανθρώπων, πως όλοι του οι πίνακες έχουν ένα αλληγορικό, μεταφυσικό νόημα και περιεχόμενο, πως είναι ο διάλογος του Είναι με το επέκεινα, του γήινου κόσμου με τον επουράνιο.
Του θύμισα τα έργα του Ευγένιου Τρουμπετσκόι «Η Ρωσία μέσα από την εικόνα της» και «Οι δύο κόσμοι στη ρωσική εικονογραφία» και είδα το πρόσωπό του να λάμπει από χαρά και ικανοποίηση πως ένας απόγονος των πρώτων δασκάλων των Ρώσων, γνωρίζει τα έργα ενός μεγάλου γιου των ρωσικών γραμμάτων.
Πού ήταν όμως όλα αυτά τα χρόνια αυτή η βαθιά Ρωσία, η οποία τώρα κοιτάζει αυστηρά με τα σχιστά της μάτια; Εκεί που ήταν πάντα. Εκεί που ποτέ δεν κατάφερε να την αγγίξει, να την αλλοιώσει και να την αλλάξει τίποτα και κανένας. Στην αχανή ρωσική ενδοχώρα, όπου ισχύει μία βασική ρωσική παροιμία: «Ο Θεός είναι πολύ ψηλά, ο τσάρος είναι πολύ μακριά, γι’ αυτό πρέπει να τα έχουμε καλά με τον αφέντη της περιοχής».
Όσοι είδαν την ταινία Λεβιάθαν, του Ρώσου σκηνοθέτη Ζβιάγκνιτσεφ, μπορούν να έχουν μια μικρή, αμυδρή εικόνα της βαθιάς Ρωσίας στην καφκική της διάσταση.
Σήμερα, η βαθιά Ρωσία, έρχεται από ανατολάς προς δυσμάς για να καταλάβει τη θέση που θεωρεί πως της αξίζει στην πολιτική, κοινωνική και, κυρίως, πνευματική ζωή της σύγχρονης Ρωσίας. Η ιδέα της απολυταρχικής διακυβέρνησης, μέσω του εκλεκτού του Θεού και του λαού, είναι αποδεκτή από τη συντριπτική πλειονότητα του ρωσικού λαού, ο οποίος αυτή τη μορφή διακυβέρνησης γνώρισε σε όλη την ιστορική του διαδρομή, αυτήν εμπιστεύεται. Γι’ αυτό κι ένα χαμόγελο αχνοφαίνεται στο πρόσωπό μου, όταν διαβάζω «εμβριθείς» αναλύσεις ειδικών για την ανάγκη δυτικού τύπου μεταρρυθμίσεων στη Ρωσία.
Καλύτερα όμως από κάθε δική μου περιγραφή, είναι το ποίημα «Πατρίδα» του γνωστού αντιφρονούντα, επί ΕΣΣΔ, φιλόσοφου και στοχαστή Αλεξάντρ Ζινόβιεφαπό το βιβλίο του «Επίλογος του συγγραφέα»:
Υπάρχει η Πατρίδα - παραμύθι.
Υπάρχει η Πατρίδα - θρύλος.
Υπάρχει το βελούδο του χορταριού.
Υπάρχει η σκόνη του δρόμου.
Υπάρχει το τερέτισμα του αηδονιού.
Υπάρχει το κρώξιμο του κουρούνας.
Υπάρχει της συνάντησης η χαρά.
Υπάρχει της μέθης η καπνιά.
Υπάρχει το γέλιο της καμπάνας.
Το τρίξιμο της δοντιών της βρισιάς.
Η μυρωδιά της κοπριάς.
Των λουλουδιών το άρωμα.
Κι εγώ με τούτη τη λέξη
βλέπω μια εικόνα
που μου σφίγγει την καρδιά.
Ρημαγμένη αλέα.
Άδεια χωράφια.
Γκρίζες ίζμπες.
Λεύκες ψηλές γυμνές.
Μια πρώην εκκλησιά
με πεσμένο σταυρό.
Ένα αδύνατο μαντρόσκυλο
με σφιγμένη ουρά.
Ξεδοντιάρες γριές
με γκρίζα κουρέλια.
Σιωπηλά παιδιά
με μαραμένους κάρδους.
Στο δρόμο συναντάς
ξυπόλητη μια μάνα.
Γκρίζοι βόστρυχοι
κάτω από γκρίζα μαντίλα.
Χέρια ροζιασμένα.
Σα χαραμάδες οι ρυτίδες.
Και ψιθυρίζουν οι γυναίκες:
Κοιτάξτε, ένας άντρας!
Σα θυμάμαι, η παγωνιά
το δέρμα γδέρνει . . .
Μα δεν υπάρχει
πιο ακριβή εικόνα για μένα.
Μόσχα, Γκόρκι Πάρκ
19/12/2015