Βγήκα κατόπιν σαν βρεγμένη γάτα.
Άλουστη. Και με πονεμένα μέλη.
Ήθελα πια να φάω φρούτα με μέλι,
να ξεχαστώ, να πλύνω και τα πιάτα.
Δεν με ενέπνευσε το μήλο που έπιασα στα χέρια μου.
Σήκωσα το τηλέφωνο να πάρω τον αυτόν,
κι άκουσα τη φωνή της: είναι σκάρτος, άφησ’ τον
―μαμά μου που ενσύρματη έκανες τη ζωή σου,
κι οι κόρες σου ούτε θα ρωτήσουν
πόσα χρόνια είσαι στο ακουστικό.