Τον Νοέμβριο του 2021 είχα την τύχη και τη χαρά να επιμεληθώ ─κατόπιν πρόσκλησης του ποιητή, δημιουργού και ακάματου διοργανωτή του «Με τα λόγια (γίνεται)» Παναγιώτη Ιωαννίδη─ την πρώτη εκδήλωση της 11ης περιόδου αυτού του κύκλου ξεχωριστών ποιητικών συναντήσεων που έγινε θεσμός και φέτος μετρά ήδη 13 χρόνια σταθερής παρουσίας και φροντίδας του ποιητικού λόγου και των προσώπων που τον καλλιεργούν.
Το ποίημα που ενέπνευσε τη συγκεκριμένη εκδήλωση είναι γραμμένο από την Emily Dickinson και λέει, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω: (1035) Bee! I am expecting you!/ Was saying Yesterday/ To Somebody you know/ That you were due─ (…)/ You’ll get my Letter by/ The seventeenth; Reply/ Or better, be with me─/ Yours, Fly. Ο πρώτος στίχος του ποιήματος έγινε τίτλος μας, στην μετάφραση του Ερρίκου Σοφρά (44 ποιήματα & 3 γράμματα, εκδ. Το Ροδακιό, 2005):
Οι Μαρία Αγγελοπούλου, Στέλλα Βοσκαρίδου, Άνια Βουλούδη, Σίσσυ Δουτσίου, Ράνια Καραχάλιου, Μαίρη Κλιγκάτση, Ελένη Κοσμά, Χριστιάνα Μυγδάλη, Σταυρούλα Παπαδάκη, Έλενα Πολυγένη, Γεωργία Πονηράκου και Γιώτα Τεμπρίδου ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της μέλισσας και έγραψαν μια ποιητική επιστολή προς έναν γυναικείο χαρακτήρα, δημιούργημα μιας ποιήτριας της επιλογής τους.
Η εκδήλωση παρουσιάστηκε διαδικτυακά και εξακολουθεί να βρίσκεται διαθέσιμη στο YouTube, στο κανάλι του «Με τα λόγια (γίνεται)». Σε κάποιες περιπτώσεις, οι συμμετέχουσες ποιήτριες επέλεξαν να παρουσιάσουν τις επιστολές τους με αναγνώσεις, υπήρξαν όμως ανάμεσα στις συμμετοχές και video performances, πράγμα που προσέδωσε ποικιλομορφία και διακαλλιτεχνικότητα στο αφιέρωμα.
Τώρα, δημοσιεύονται εδώ τα κείμενα που αποτέλεσαν το νέκταρ του επιστολικού μελισσοκομικού μας έργου, ως πράξη τρυφερότητας και τεκμήριο συνάντησης των σύγχρονων γυναικών συγγραφέων από την Ελλάδα και την Κύπρο με τις ποιήτριες της επιλογής τους.
Χριστιάνα Μυγδάλη
ΓΚΛΟΡΙΑ;
στην Gloria της Patti Smith
Γκλόρια
να ξέρεις πως δεν έκανα και τίποτα
Υπήρχα σε αυτό το χώρο
κι αυτό έχει καταντήσει αμαρτία
Γκλόρια
δεν φορούσα καν κόκκινο φόρεμα
και δεν έκανα την αδιάφορη
καπνίζοντας ή γράφοντας ποίηση
Πότιζα τα λουλούδια τακτικά
και έπλενα τα πιάτα
Πήγαινα στο σχολείο κάθε μέρα
και τάιζα τις γάτες όποτε ερχόντουσαν
Το μόνο αμάρτημα που έκανα Γκλόρια
ήταν πως άκουγα πολλή μουσική
και καμιά φορά χόρευα κιόλας
και πως το σπίτι μου έχει θέα
Όλα τα σπίτια μου έχουν θέα Γκλόρια
ακόμα κι αυτά που δεν έχουν κατοικηθεί ακόμα
Και θα ’θελα κι εκεί που θα με θάψουνε να είναι ψηλά
για να ατενίζω απερίσκεπτα
τις χαμηλές δονήσεις
της ζωής
Γκλόρια εμένα ο Ιησούς με αγαπάει ακόμα
γιατί όταν ήμουν μικρή
δεν με αφήναν να πιστεύω
κι έτσι τον πίστεψα παράφορα
όταν μεγάλωσα και μπήκε μέσα μου ο πρώτος
Και φυσικά δεν πέθανε για κανενός τα κρίματα
Διαλέγω πάντα ζωντανούς
κατά προτίμηση εύρωστους και επιβιωτικούς
για να μπορώ εγώ απρόσκοπτα
να γερνάω και να πεθαίνω
Αλλά συνέβη μια φορά κι ετούτο Γκλόρια
να ερωτευτώ κι έναν θνητό
και να πεθάνει
Μήπως εκείνος πέθανε
για όλα τα κρίματα που θα έκανα αργότερα;
Έλα να στήσουμε τον πάγκο μας
στο παζάρι των ενοχών
Είναι η εποχή τους
Ξεφυτρώνουν σαν τα αγιωργίτικα κρινάκια στη βεράντα μου
–φρέσκα κρεμμύδια τα έλεγε ένας από αυτούς που επιβιώσανε–
Ελλείψει πίστεως
άλλος Ιησούς του έκλεψε το πόστο
Έλα να στήσουμε τον πάγκο μας σου λέω
Γιατί ο λόγος που σου γράφω Γκλόρια
δεν είναι άλλος παρά
να σε ρωτήσω
Πώς από δρώντα υποκείμενα γίναμε όλα
αντικείμενα του πόθου
και πώς κατρακυλήσανε τα βράχια
παρασέρνοντας την ύπαρξη στην ενοχή
και κάναν τη συνύπαρξη συνενοχή
που αν ξεσκεπαστεί
ή εγώ ή εσύ
θα πρέπει να έχουμε οπωσδήποτε αμαρτήσει;
Είναι για να μην υποφέρουμε απ’ την τρομακτική εγγύτητα
θα πεις
και να μπορεί να διαιωνιστεί ανενόχλητα
η συντηρητική ελαφρότητα
του ένδοξου μας είδους
Γκλόρια
Και θα μου βγάλεις πάλι εισιτήρια
για καμιά συναυλία
Εγώ θα έχω τότε ήδη βάψει τα μαλλιά μου
για να κυκλοφορώ κυοφορώντας μια ψευδαίσθηση
γυμνή όπως τα ψάρια από τα λέπια τους
ατίθασα σεμνή
και νικημένη
Σίσσυ Δουτσίου
ΝΟΣΤΟΣ - ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΔΟΣΗ ΟΠΙΟΥ
στην υπόσχεση της Ann Sexton
Tο σπίτι βυθισμένο στον ύπνο
Θα μείνω εδώ
για να υποκλιθώ στους μύθους που πρόκειται να ακουστούν.
Ένας λευκός θόρυβος
με έναν ανθεκτικό αναστεναγμό
«κι αὐτὸς τοὺς πῆρε τὴ γλυκειὰ τοῦ γυρισμοῦ τους μέρα» *
– Η συνέλευση των Θεών –
Οι συμβουλές της Αθηνάς
Ο υπέρλαμπρος ήλιος στην Οδό Ειρήνης
Μείνανε μόνο τα κόκκαλα
να αποχαιρετάνε τη σάρκα
Ωχ, Μάννα μου, ευγνωμονώ
το τέλος της ζωής μου
Οι νεκροί προετοίμασαν τον τόπο
Ένας διπλός πόθος – το πλήρωμα του χρόνου
Ένα κομμάτι στάχτη
70 % μορφίνη –
Τα θηλυκά έστρωσαν το τραπέζι
Έβγαλαν τα παπούτσια τους
και με γυμνές πατούσες – ξυπόλυτες
πάτησαν επάνω
Δίπλα στα μαχαιροπήρουνα και στο χρυσάφι
Αδυνάτισα τόσο που οι σαύρες ξαποσταίνουν επάνω μου
Ερωτεύτηκα την ασπρόμαυρη φωτογραφία
ενός μυστηριώδη νυκτοκλέπτη,
Ένας άτακτος πολεμιστής
Ένα φάντασμα της γειτονιάς μου.
Τα μάτια μου εκλιπαρούν για σωτηρία ή έναν πλατύ λήθαργο
Φάνηκε η αρρώστια μου
Η Σκύλλα και η Χάρυβδη
έσκισαν το λαιμό μου
Η Σκύλλα: «δώδεκα παραμορφωμένα πόδια, που υψώνονται στον αέρα»
Έξι κεφάλια φριχτά, με τρία σαγόνια το καθένα•
τα δόντια της στάζουν δηλητήριο.
Καταβροχθίζει με μανία τα δελφίνια και τις φώκιες.
Η Χάρυβδη: «κάτω από το φύλλωμα της αγριοσυκιάς κάθεται ένα τέρας»
Ξερνάει μαύρο νερό και μεταμορφώνεται όποτε θέλει σε μια τεράστια δίνη
Κανένας δεν είχε ελπίδα να γλιτώσει.
Οι θεοί τώρα δικάζουν τα βάσανά μου
Να επιστρέψω στην πατρίδα μου
εκεί που αναγνωρίζω το σώμα μου και τους φίλους μου
Ρώτησα τα ναυαγισμένα πλοία
και τον μακρύ τάφο του έρημου τόπου (ή της έρημης γης)
αν θα μπορούσα να ζήσω λίγα δευτερόλεπτα ακόμα
Μέχρι να πιω το τελευταίο αιώνιο χαμομήλι
Βρασμένο το ξημέρωμα
Να κρύψει το όνομα μου
Για να μπορέσω να κοιμηθώ
Γοητευμένη και φοβισμένη
Τα μάγια μου ήρθαν με άδεια χέρια
Και με μια ντροπή
Διασχίζοντας το σκοτάδι
μοιράστηκα μαζί σου
τον ήχο των στρατοπέδων – την ώρα που δραπετεύουν οι σκλάβες
Μου πρόσφερες την πανοπλία σου
Περιπλανώμενε ιππότη μου
Μου χάρισες το στήθος σου και το σπαθί σου
και τα δικά σου λόγια:
«Μη φοβάσαι, ομορφούλα μου –
Αναγνώρισε τη θάλασσα και την αβέβαιη μοίρα
η επιστροφή στην πατρίδα
βρίσκεται ανέκαθεν εδώ, γενναία μου»
Μία θέρμη – το καλοκαίρι υπάκουσε τον ορίζοντα των ματιών σου
Έδιωξα το θηρίο
Πλήρωσα για όσα πήγα να χάσω
Ο φόβος επέστρεψε στο γκρεμισμένο μοναστήρι
Μουρμούριζα προσευχές του κόσμου
Είμαι εδώ – ταΐζοντας με μέλι τα μυστικά μου
Τα άνθη ενός παραδείσου κάλυψαν τις όχθες των στοχασμών μου
Μόνο σώμα
Να καταφέρω να υπάρξω μέχρι να σβήσω – το πιο λαμπρό σκοτάδι
Τα αντικείμενα χαράζουν τον τόπο της σιωπής
Τίποτα δεν θέλω πια
Αυτό είναι η ευτυχία μου.
Ένας σιωπηλός δρόμος
Μονάχα ένα νανούρισμα να ακούγεται από μέσα μου.
Αγαπημένε μου, συγνώμη
Σήμερα αποφάσισα να είμαι μόνη μου,
πάντα με τον εαυτό μου
να καληνυχτίζω τον ευτυχισμένο άνθρωπο
Σε ευχαριστώ
Είμαι έτοιμη να σε αποχαιρετήσω
Ακόμα σε κοιτάζω – χιλιάδες χρόνια τώρα
Μέχρι το πνεύμα του ουρανού
Να πάρει το χρώμα που σου αρέσει
Ευτυχώς, η υπερηφάνεια θεράπευσε τον Πόνο.
Να είναι δικό μου
όλο το χρυσό χαλάζι.
Περιφρόνησαν τα μεσάνυχτα
και αφιέρωσαν το θυμίαμα και τα πετράδια
στο ταραγμένο στήθος μου.
Το όπιο γοήτευσε τα χέρια μου
που τρέχουν γύρω από το κρεβάτι
και οι θλίψεις μας ξεκουράστηκαν, αυτό είναι το δώρο που σου προσφέρει
Οι άνθρωποι με το μαύρο κεφάλι
75 τοις εκατό μορφίνη
Μια σύντομη λήθη
Φροντίζει το κουρασμένο μου μυαλό
Θα κερδίσω τη σφραγίδα μου
το οικόσημό μου
Η απόλαυση απλώθηκε στον Παράδεισο.
* Ομήρου Οδύσσεια
Σταυρούλα Παπαδάκη
ΤΣΟΦΛΙ
στην Ηλέκτρα της Ούρσουλας Φωσκόλου
Όσο μου λες
τι κάνω καλά
χωρίς να το πιστεύεις
φαντασιώνομαι
τον θάνατό σου
έτσι,
σε έχω πεθάνει
πολλές φορές
όσες κι εσύ
–άλλωστε–
μας θυμώνει εξίσου
που μοιάζουμε
και που το αίμα ρέει κοινό
σε ποταμό και ρυάκι
βουρκώνω και ύστερα θρηνώ
που λέω μαμά
και κάνω εικόνα
σπασμένο τσόφλι.
Βουτώ ψίχα
σε πορφυρό πορτοκαλί
ενώ αποποιούμαι τις ευθύνες
τελικά
για αυτό το ράγισμα.
Άνια Βουλούδη
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΕΔΟΥΣΑ ΤΗΣ MAY SARTON
Καθώς τώρα σου γράφω κι αποκλείω να λάβεις αυτή την οργή όπου βυθίζω το χέρι μου, καταλαβαίνω ότι εκεί μέσα χαιρετώ και αναμιγνύω ένα μεγάλο πάχος σκόνης, ικανό να υπηρετήσει τον μοναδικό σκοπό που αυτή έχει, το να ξεχάσω πια, να καταξεχάσω.
Λήθη μου, Μέδουσα, Μούσα της σκονισμένης θάλασσας, ψαράκι μου παγωμένο και μάτια της ακινησίας, τολμώ να σας κοιτάξω εκπροσωπώντας το κακό ώστε να εξασφαλίσω πως το αντιμάχομαι.
Κατά τη μοναξιά που με σαρώνει, έχω να προδώσω πως και το δικό μου πρόσωπο συναντήθηκε στους πάτους ορισμένων ποτηριών μα, αντί να ανατρέψει τη θυμοειδή κατάσταση του αγαπημένου πότη, εκείνο την ενίσχυσε και τον πέτρωσε, καθόλου κυριολεκτικά μα εντελώς πρακτικά, τον πέτρωσε και τον άφησε στην άκρη.
Ανυπέρβλητη η μανία μου –σαν τη δική σου δύναμη μετά θάνατον και πριν απ’ αυτόν και πάντοτε να προκαλείς όσο θαυμασμό τόσο και φόβο– στάθηκε η αιτία να αποχωριστώ το κεφάλι μου από τη θέση που κατείχε στην κορυφή του σώματός μου και να το δω να φεύγει. Η μανία μου να φτιάξω κάτι, όπως τα μαλλιά που δεν χτενίζονται, όπως την αγάπη που δεν φτιάχνεται, όπως τη γέννα που δεν αναστρέφεται, όπως τη χαρούμενη αρτιμέλεια. Η μανία μου αυτή να είμαι ένας ογκόλιθος από αντικείμενα και απορία. Το κεφάλι του πότη είναι σήμερα δίπλα στο ποτήρι, εκείνο είναι γεμάτο, εκείνος είναι γεμάτος. Το κεφάλι μου είναι κάτω, στον πυθμένα, και δεν διαφαίνεται.
Μούσα, χάρη μου, πέτρα, φοβέρα και ανοιχτό λιωμένο στόμα από τη φρίκη που έζησες, από τη δική σου και τη δική μου ατέλεια, φρίκη και θυμέ, γράφω ένα γράμμα. Αξιοποιήθηκε το κεφάλι μας. Λέει εκείνος, όταν πολεμάς το τέρας να προσέχεις να μη γίνεις τέρας. Τέρας. Τέρας. Ο πόνος μου είναι αδιαμοίραστος.
Ελένη Κοσμά
ΚΙ Η ΜΑΓΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ
Αλλότριο πλήθος σεργιανά στη γειτονιά·
κι η Μάγια νύχτα μέρα στο μπαλκόνι.
(Αμαλία Τσακνιά, «Η Μάγια»· από τη συλλογή Το μπαλκόνι, Νεφέλη, 1982)
Μάγια,
χαμήλωσαν πολύ
τα μπαλκόνια της πόλης
και περπατάμε σκυφτοί από κάτω
μη βρει το κεφάλι μας.
Όλα αλλάξαν θέση
απ’ το αχόρταγο βάρος των μπαλκονιών:
οι ώμοι μας βούλιαξαν
στο στήθος,
το κεφάλι χώθηκε
στην καρδιά –
και η καρδιά ένας θεός ξέρει
πού βρίσκεται τώρα.
Αναζητούμε την καρδιά μας στα χαμηλά μπαλκόνια.
Κάτω από τα μάρμαρα, κάτω από τα πλακάκια, στις ρωγμές
των τοίχων και σε όσες γλάστρες γλίτωσαν
απ’ το αδηφάγο βάρος.
Αναζητούμε την καρδιά μας στα χαμηλά μπαλκόνια –
σκύβουμε να δούμε μήπως μας έπεσε κάτω
και το κεφάλι μας βρίσκει στο πεζοδρόμιο
και ανοίγει και τότε βρίσκουμε την καρδιά μας.
Πάνω στα χαμηλά μπαλκόνια χοροπηδούν παιδιά
αλλά όταν τα ρώτησα, ούτε που σε ήξεραν,
Μάγια.
Το μπαλκόνι απέναντι
έχει γίνει ένα με τον δρόμο –
με ένα ανεπαίσθητο σάλτο
έχεις ανέβει·
τότε το αχόρταγο μπαλκόνι σε καταπίνει –
και από το βάρος
βυθίζεται στη λαβωμένη γη – βαθιά.
Όλους μας κατάπιε το χαμηλό μπαλκόνι:
τα παιδιά που χοροπηδούσαν
εμάς που ψάχναμε αμέριμνοι την καρδιά μας
εσένα, Μάγια –
και περιφερόμαστε από τότε βουβοί και διά παντός
άγνωστοι
στηναχανή πολιτεία του μπαλκονιού·
στην αμετάβλητη
στην αιώνια
εξορία του μπαλκονιού.
Έλενα Πολυγένη
ΚΙ ΟΤΑΝ ΞΕΧΝΑΣ, ΣΕ ΒΡΙΣΚΕΙ
Εσένα ψάχνω, Χενερείθ,
το μια φορά κι έναν καιρό κορίτσι
ανάμνηση που ρέει δύσκολα, γιατί
το πέρασμά σου ονόματα μπερδεύει
καθως σε κοίταζα, από ψηλά, στου δέντρου
τη σχισμή να κρύβεσαι,
να σέρνεις τον κρυφό εαυτό σου στα ποτάμια
αγγίζοντας φιλιά υγρά και μόνο στο νερό
γιατί τα μάτια του ανάποδα βουλιάζουν
σαν να σε προσκυνούν και μόνο με τη βία
βλέπουν ό,τι υπόσχεσαι: λίγο το δέρμα σου
πάνω στο χιόνι, χλωρό το χέρι σου, πετά τα φύλλα του
η ήβη τον μανδύα έχει κρύψει στ’ αγριόχορτα.
Τώρα η αγάπη του δεν τον πιστεύει, ούτε η σιωπή
ούτε τα βάσανα που πρόφτασε να σε διδάξει.
Καμία νύχτα συντροφιά, κανένα πέπλο δεν φορέθηκε
και σαν πιστο σκυλί ο φόβος έγλειφε τα πόδια.
Γεωργία Πονηράκου
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΆΤΡΟΠΟ ΤΗΣ ΒΙΣΟΥΑΒΑ ΣΥΜΠΟΡΣΚΑ
Αγαπητή,
όταν διάβασα τη συνέντευξή σας γεννήθηκε μια επιθυμία μέσα μου να σας γράψω αυτό το γράμμα. Δεν το φανταζόμουν ποτέ ότι θα συνομιλούσα μαζί σας κι όμως συμβαίνει. Εντυπωσιάστηκα από τις κοφτές απαντήσεις σας, τον απόλυτο τρόπο σας, τη σιγουριά σας ενώ δεν σας κρύβω πως φοβάμαι και εσάς και το ψαλίδι σας το μονάκριβο. Από τις τρεις μοίρες εσάς φοβάμαι πιο πολύ, για εσάς νιώθω δέος και ταραχή.
Αναγνωρίζοντας τη σημασία της δουλειάς σας προσπαθώ να καταλάβω αν την κάνετε με ευκολία ή έστω κάποια δυσκολία καθώς το να κόβεις νήματα ζωών είναι μια φορτισμένη –για εμένα τουλάχιστον– πράξη. Φαντάζομαι πως έχει κόπο η δουλειά σας και πως παρά τον καιρό και τη συνήθεια δεν έχει μετατραπεί σε κάτι εύκολο και διαδικαστικό.
Προσπαθώ, λοιπόν, να καταλάβω αλλά από τα λόγια σας δεν μου είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για μια αυτόματη κίνηση για την οποία διαθέτετε μόνο την απαιτούμενη κάθε φορά δύναμη ή αν χρειάζεται και μια παραπάνω σκέψη έστω ένας μικρός δισταγμός πριν κόψετε με το ψαλίδι σας.
Δεν θα επιθυμούσα για κανέναν λόγο να βρίσκομαι στη θέση σας, αφήστε που δεν θα ήμουν καλή στη δουλειά αφού την κρίσιμη ώρα θα πάγωνα και θα καθυστερούσα, πράγμα καθόλου επιθυμητό φαντάζομαι.
Σ’ ένα σημείο της συνέντευξης λέτε πως δεν νιώθετε χαρά κι αναρωτιέμαι αν νιώθετε πόνο, έστω μια μικρή δόση συμπάθειας για τον κάθε άνθρωπο, την ψυχή που χάνεται όταν ακούγεται το χραπ από το ψαλίδι σας ή αν με τα χρόνια έχει βολευτεί μέσα σας μια γαλήνη και μια απάθεια για τη δουλειά σας. Δεν θέλω να φανώ επικριτική και εννοείται πως σέβομαι τόσο εσάς όσο και τη θέση σας και όλα αυτά τα ερωτήματα είναι ξεκάθαρα προϊόν γνήσιας απορίας κι έκπληξης.
Προχωρώντας θα ήθελα να συζητήσουμε και κάτι ακόμα. Αν και δεν απαντήσατε στο ερώτημα που σας τέθηκε σχετικά με την ύπαρξη προϊστάμενου, θα ρωτήσω το εξής: υπάρχει θεός; Τον έχετε δει; Έχετε μιλήσει; Μήπως όλες οι ιστορίες που λέμε εμείς οι θνητοί είναι ψεύτικες σαν παραμύθια; Είναι ένα τεράστιο ζήτημα αυτό για εμάς και πολλούς μας απασχολεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής αλλά και την ώρα του θανάτου που βιώνουμε μια απόλυτη τρομακτική μοναξιά. Γι’ αυτό σας παρακαλώ αν έχετε την απάντηση μην την κρατήσετε άλλο κρυφή.
Σκέφτομαι πως την στιγμή που θα έρθει η δική μου σειρά, δεν θα ήθελα να αντιμετωπίσω τον θάνατο, θα προτιμούσα να έρθει ανώδυνα σε κάποια ώρα ύπνου ή ονείρου για να μην πονάω και να μην συνειδητοποιώ.
Πιστεύετε πως θα μπορούσαμε να συνάψουμε μια μυστική συμφωνία αν αυτή δεν αντιβαίνει στην ηθική και την αμεροληψία σας; Δεν μιλάω φυσικά για αποφυγή, απλώς για ένα ραντεβού μια ώρα πιο βολική για εμένα να πεθάνω. Φαντάζομαι πως σας έχουν γίνει ανάλογες προτάσεις πολλές φορές κατά το παρελθόν.
Τελειώνοντας αυτό το γράμμα και με την ελπίδα να μην σας έχω κουράσει, θέλω να σας κάνω μια πρόταση ακόμα: θα δεχόσασταν να πίναμε έναν καφέ και να κάναμε μια φιλική κουβέντα από κοντά; Επιθυμώ να σας γνωρίσω και να συζητήσουμε μερικές από τις απορίες μου – πολλές από αυτές που σας εξέθεσα ήδη στο γράμμα μου. Θα ήταν μια ευκαιρία για εσάς να ξεκουραστείτε λίγο, να κάνετε ένα μικρό διάλειμμα παρόλο που αναφέρατε πως είστε εργασιομανής και δεν θέλετε να αφήνετε εκκρεμότητες. Για εμένα θα ήταν μια ευκαιρία να εξοικειωθώ μαζί σας και με αυτό που με φοβίζει ώς τώρα: το ότι δεν μπορώ να ορίσω τον θάνατό μου.
Σας παρακαλώ να δεχτείτε αυτήν την ευγενική πρόταση.
Σας χαιρετώ,
Με ιδιαίτερη εκτίμηση,
Γωγώ
Ράνια Καραχάλιου
ΤΟ ΑΝΕΣΠΕΡΟ ΓΑΛΑ
Μάνια με φωνάζουν όλοι εδώ ενώ με βαφτίσαν Μαρία, Μάνια Μάνια επιμένουν με λύσσα έτσι που δικαίως κουράζομαι στους ίδιους ανθρώπους να συστήνομαι πάλι Μαρία, Μάνια λένε αντί για μάνα όχι ακόμη, κακό ριζικό και ντροπή ή για μάνα όχι ακόμη, παιδί, ανίψι, εγγόνι, αλλιώς να σε κάνουμε τι· εκείνος ρίχνει στον καφέ μου βοτάνια, και κάθε πανσέληνο μ’ αγαπά πιο πολύ, εκείνες ολημερίς λιβανίζουν τη γαμήλια κλίνη, κεντούν γεννητούριες ευχές στο σεντόνι, κάτω απ’ το μαξιλάρι μου ο άγιος Αρσένιος την οσία Δομνίκη χουφτώνει
απ’ την τόση κατάνυξη, βραχυκυκλώνει το σπίτι, πέφτει σκοτάδι πηχτό, έπεσε ο γενικός, λένε πάλι με στόμφο, φταίει η υγρασία, οι ασφάλειες, πότε πότε η ΔΕΗ· παίρνω τότε τα εργαλεία, κατεβαίνω στο υπόγειο, τάχα μου μαστορεύω, μα εγώ γελώ, ακόμη γελάω, που δεν ξέρουν το μυστικό, κι ούτε ποτέ θα το μάθουν· πως παιδί μάζευα λαμπυρίδες, τις έχωνα σε μπουκάλια να μελετάω τη νύχτα κι εκείνες για να ξεφύγουν σκαρώναν κόλπα σωρό, εντέλει απελπίζονταν και μου προσφέραν θυσία, λουσιφερίνη, λουσιφεράση, πιπίλαγα εγώ
γελώ, ακόμη γελάω, που δεν ξέρουν πως ένα αυγουστιάτικο βράδυ θα γεννήσω εδώ κάτω ένα τσούρμο μωρά, θα τα βυζαίνω το ανέσπερο γάλα, θα τα ταΐζω ζεστή τσιμουδιά, θα ’ναι τόσο πειθαρχημένα, θα τα περάσουν για κούκλες, θα τα δώσουν στα ορφανά
[η λουσιφερίνη]
Μαίρη Κλιγκάτση
[ΧΑΝΤΡΕΣ]
«Μου είπες»: «Πόσο θα περιμένεις να κινηθεί ο χρόνος; – για να δεις τον ερχόμενο;»
«Σκέφτηκα»: «Πες μου, εσύ τώρα, Ζωή, τι ζωή θες να ζούμε.»
Περνάμε ό,τι αντέχουμε να περνάμε,
γράφουμε κάτι μεσονυκτικά ποιήματα ακολουθίες
που τα διαβάζουμε μπροστά σε καθρέφτες,
συχνά ξεχνάμε τ’ όνομά μας
ή παριστάνουμε πως το ξεχνάμε,
αφηνόμαστε σε περιπάτους γύρω από τη Σταυροπηγιακή της Βλατάδων·
κι άλλοτε πάνω σ’ άλογο στον περίβολο
τ’ Άη Νικόλα του Ορφανού.
Το άλογο είναι που μας επιτρέπει να ρέουμε
ανάμεσα στα τόσα ονόματα,
όπως οι απαντήσεις διαφεύγουν
από τις ερωτήσεις των ποιημάτων σου.
Μου είπες: «Μήπως ξέρεις τον χρόνο πώς ζεις;»
Σκέφτηκα: «Ο χρόνος είναι το πονηρόν.»
Γράφουμε, Ζωή, τον χρόνο στα ποιήματα,
αλλά ίσως και στα παλαιότερα των υποδημάτων μας
αφού τελικά αυτό που θέλουμε να αφήσουμε
ε ί ν α ι
πίσω μας αφήνουμε
έναν μακρύ κατάλογο ονομάτων, συγγενειών, αφίξεων,
αλλά τελικά αυτό που νομίζουν ότι φυτεύουμε
με ευλάβεια φροντίδα και περισσή συνέπεια
είναι ερωτήματα που ποτέ δεν πρόκειται να απαντηθούν:
μεγάλα κομπολόγια συνέχειας, ομιλίας, μνήμης.
Αλλά, για πες μου, μιας και το κουβεντιάζουμε,
τι άλλο είναι τα ονόματα πέρα από ναούς μελλοντικούς
ανθρώπους που θα γεννήσουν
φύλα και ρόδα γυμνά και αχάρακτα από τον χρόνο:
Ζωή, εσύ, με τα χρυσάφια και τ’ αργύρια,
εσύ με τ’ απαλά δάχτυλα που στρώνουν τα λευκά μαλλιά σου,
σε πληροφορώ πως οι καιροί παραμένουν άγριοι,
πως οι άνθρωποι
δεν ημερεύουν.
Δεν ημερεύουν.
Νύχτα βαθιά πάνω απ’ τις πόλεις.
Εξακολουθούμε να μπερδεύουμε την ιστορία με τη μνήμη.
Γι’ αυτό, αν από κάτι πρέπει να κρατηθούμε
είναι οι σταυροί και τα ονόματα:
Η Κ. Η Ευρυδίκη. Η Λαίδη Γκοντίβα. Η Οφηλία. Ξανά η Ευρυδίκη. Η Αντιγόνη. «Μαρία, Μαρία…». Η Κασσάνδρα. Προσεύχου στην Άτη. Γαμήλιο για την Αγία Αικατερίνη. Αντιγόνης λόγος προς Ισμήνη. Ευρυδίκης τρίτος λόγος ωσάν ψίθυρος. Η Ηρωδιάδα. Η Βάκχη. Παλλακίδα και Σουλαμίτιδα. Σεχραζάντ, Σαπφώ, Ψάπφα και Περσεφόνη. Κυνίσκα η Σπαρτιάτιδα.
Ζωοδόχος Πηγή.
(Η)
Η άνθρωπος
Ήσουν όλες αυτές, Χρυσούλα Αργυριάδου, το γένος Πεντζίκη, κόρη του Γαβριήλ και της Μαίρης.
Μαρία Αγγελοπούλου
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΑ-ΡΟΔΑΛΙΝΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΚΑΛΟ
Αγαπημένη μου,
έχω καιρό να σου γράψω γιατί ξέρω πως γέρνει στη νύχτα τ’ αυτί σου και δεν προφταίνεις. Όμως μια το νερό κρύσταλλο στα πόδια μου μια το κλάμα του εγγονού ξεμένω. Σε θυμάμαι να λαμπυρίζει το κούτελο μέχρι που σπάσαμε κανονικό σπάσιμο κράτς και είναι μέγεθος οι μάχες που χαθήκανε και τα δάχτυλα πάρα πολύ παράλυτα.
Σε θυμάμαι που καμπύλωνες τον ήλιο θυμάμαι να χυτεύεις το σκοτάδι σε καλούπια, να πιάνεις, τ' ανέμου τη φόρα ν' αλλάζεις.
Θέλω να σε δω
Μαρία
Γιώτα Τεμπρίδου
ΠΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΝ Α΄
στην Αναστασία από το Μη μου τους κύκλους τάραττε της Λένας Πλάτωνος
Καιρός τής αναλήψεως, Αναστασία· καιρός τού συμβόλου τής ρήξεως. Ξέρεις, δεν πιστεύω σε πατέρα παντοκράτορα, ποιητήν βέλους, τόξου και χολής, πολεμιστών τε πάντων και θυμάτων. Ούτε σε υιόν, τασσόμενον υπέρ ημών κατά την στρεβλήν πληροφόρησιν. Τον δι’ ημάς τας γυναίκας και διά την ημετέραν απόλαυσιν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα κατά μιαν άλλην αγόρευσιν. Αντ’ αυτών, πιστεύω στον φεμινισμόν, την στήριξιν έχουσα συντροφισσών. Πιστεύω εις μίαν κυρίαν, αυτεξουσίαν, εις κόρην αγίαν, γενεσιουργόν, εις θηλυκήν, αναρχικήν συμμαχίαν. Πιστεύω εις είδος μικτόν. Υποκύπτω, εφόσον θέλω, εις πειρασμόν. Πιστεύω στα κορίτσια με τα λόγια και χωρίς, στα κορίτσια απανταχού της μηχανής, στα κορίτσια-δάση, στα κορίτσια-καμιά-δεν-θα-ξεχάσει-εις-τους-αιώνας-των-αιώνων. Στις τελευταίες γενιές· και στις ερχόμενες. Στις ανθρώπισσες που ημέρεψαν τους λύκους κατά τους λογοκριμένους στίχους. Στις μέλισσες που δεν άφησαν ποτέ καμία μόνη και στα λουλούδια τα άγρια, τα κύρια, τα ζωοποιά. Πιστεύω στις πολλές. Πιστεύω σε αδερφές, πιστεύω σε εαυτές· θεότητες. Ο που δεν έμαθε ποτέ το όνομά σου, ο που περάστηκε θεός, ο που σε θρόνο κάθισε, ο ίδιος είναι με τον που σε λύγισε, με τον που σε έσπασε, νόμισε, με τον που θα λάβει μάχαιρα από χέρια εξουδετερωμένα εργατικά· χέρια, κατά το μέγα έλεος, δυναμικά. Ομολογώ έν πείσμα εις ένδειξιν αδικοπραξιών. Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών· κοριτσιών. Και ζωήν συντροφικήν·επανορθωτικήν. Πώς να μην; Αμήν. Απεταξάμην. Καιρός τούς δεσμούς να λύσουμε, Αναστασία – καιρός τις μάχες να κερδίσουμε. Έγινε γνωστόν διά των μαντισσών: Πάλιν ερχόμενες μετά δόξης, θα ζήσουμε μαζί, η πίστη τής μιας στην άλλη όλα τα μπορεί. Κωδικό όνομα: Χ.
Στέλλα Βοσκαρίδου
ΕΓΩ, Η ΣΑΡΡΑ [απόσπασμα]
Το κείμενο Εγώ, η Σάρρα, από το οποίο αποσπάσματα μοιράζομαι εδώ, αποτελεί μια συνομιλία μου με τον ποιητικό χαρακτήρα Quelle Bellina της Κύπριας ποιήτριας Έλενας Τουμαζή Ρεμπελίνα (1947-2023), και διαβάζεται καλύτερα ως μια διαδρομή, που ξεκινά πολλές γενιές πίσω, μ᾽ ένα τραγούδι και μια εξήγηση από την ποιήτρια:
«Φορεί φουστάνιν κότσινον τζιαι σάρκαν μαντηλένη(ν)
η όμορφη του μαχαλλά εν’ η Χατζηελένη
Δίστιχο που αφιερώθηκε από τους συγχρόνους της στην προ-προγιαγιά μου Ελένη Κεμπελίνα που ήταν μαία και γύριζε επί Τουρκοκρατίας την Κύπρο, μέρα-νύχτα καβάλα στο άλογο της, πάντα οπλισμένη, και ξεγεννούσε τις γυναίκες (Ελληνίδες, Τουρκάλες και όχι μόνον). Λεγόταν γι’ αυτήν ότι κάποια σκοτεινή νύχτα του Δεκέμβρη την σταμάτησε ένας σκαλαπούνταρος και την ανάγκασε να κατέβει σ᾽ ένα πηγάδι να ξεγεννήσει τη γυναίκα του. Αφού επιτέλεσε το έργο της με επιτυχία, την πλήρωσαν με μια κούπα γεμάτη χρυσά φλουριά.
Μόλις όμως ανέβηκε ξανά στο φως, το χρυσάφι μετατράπηκε σε στάχτη.»
Τι να πρωτοθυμηθείς Χρυσόθεμη
Την παράσταση επί του φερέτρου
Τον πόλεμο
Την προσφυγιά
Α όχι όχι
Η Quelle Bellina έρκεται
Δίπλα στον Διενήν
[...]
όλο και συχνότερα τα φανερώματα της Quelle Bellinas της
γιαγιάς μου της μαμμούς
της καβαλλάρισσας που ξεγέννησε τη σκαλαπουντάρα στα 1800 τόσα
πού και πού συναπαντήματα Μάγων συναπαντήματα Χριστών
σα μοίρα
συντομα κατάλαβε πως οι πληγές μας μας ανήκουν απόλυτα
είναι απλά κι απόλυτα δικές μας.
(´Ελενα Τουμαζή Ρεμπελίνα, Τα σώματα της Χρυσόθεμης μετά το δημόσιο αποκεφαλισμό της στα τέλη του 20ου αιώνα μετά Χριστόν, 1977, Λευκωσία)
Η Quelle Bellina στρίβει τσιγάρο και κουρδίζει τα ρήματά της στην εποχή του σιδήρου, ανάβοντας μεμιάς πέντε διέσεις. Γιατρεύει τον χρόνο της με την αποκαθήλωση κάθε καθρέφτη. Μια γάτα γουργουρίζει στη γωνιά.
Η νύχτα πέφτει
σαν ιώδιο
στην ανοιχτή πληγή τους
η πόλη ένα πελώριο κοχύλι
φέρνοντάς το στ᾽αυτί τους θ᾽ακούσουν
ωσάν για πρώτη τους φορά
τον χρησμό:
προσοχή στο κενό.
[και να η υπέροχη ηχώ]
Αβιά δε εγέννησε τον Ασά (προσοχή στο κενό)
Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ (προσοχή στο κενό)
Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ (προσοχή στο κενό)
Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν (προσοχή στο κενό)
[...]
Ω, Σάρα
- που βγάζεις τώρα τα παπούτσια σου αναπαυμένη κριτσινίζοντας τον μύθο για τη ζωολογία του θαύματος.
[...]
ΕΦΤΑ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΚΕΜΠΕΛΙΝΑΣ
Στιγμή πρώτη
Απρόσμενη φωταψία στη μέση της νύχτας. Ανάμεσα στις κλειστές πόρτες, ένας μακρύς μακρύς διάδρομος προσγείωσης κι έπειτα όλα γίνονται μια τσουχτερή μυρωδιά μέντας. Η Κεμπελίνα, τα μακριά της χέρια.
Στιγμή δεύτερη
Έχοντας τον Ισαάκ στην αγκαλιά της έξω απ᾽ του Νικολαΐδη του ψυχίατρου. Αυτή χαϊδεύοντάς του το κεφάλι ήρεμη κι αυτός σε κρίση πανικού, γυρνοβολώντας ανάμεσα στα δόντια του το μαύρο σύννεφο και λέγοντας πάλι και πάλι: σε είδα, είμαι βέβαιος γι᾽αυτό, να κατεβαίνεις στο πηγάδι, να ξεγεννάς γυναίκα όχι ανθρωπινή, μα κείνη, τη μαύρη την οχιά, κι εσύ οχιά, και το καλάθι όχι πια χρυσά φλουριά γεμάτο, λάθη, μ᾽ακούς, γεμάτο λάθη, ακούς, οχιά...;
Στιγμή τρίτη
Μία στιγμή πέρα για πέρα καθημερινή. Χτυπώντας εισιτήριο αφηρημένη στο λεωφορείο. Έξω απ᾽το παράθυρο να ρέουν τα πλήθη από δυο πορείες – πάντοτε από δυο πορείες τα πλήθη, ναι. Και δείχνοντάς την οι πολλοί να λεν: είσαι εσύ το λάθος.
Στιγμή τέταρτη
Που πέρασε με τ᾽άλογο καλπάζοντας πάνω από μια μεγάλη λίμνη και μπερδευτήκαν οι αντανακλάσεις τους και νόμισε πως κείνη ήταν άλογο και τ᾽άλογο μαμή κι όλο το βράδυ εχλιμίντριζε μες στο δωμάτιο και κλώτσαγε μέχρι που γύρισε ανάσκελα η πανσέληνος και πια ηρέμησε κάπως με το σκοτάδι, είπε: εγώ είμ᾽εγώ, και κλώτσα όσο θες εσύ.
Στιγμή πέμπτη
Που άκουσε καθώς επέρναγε να λεν: «τζι ίντα εγύρευκεν η τρισκατάρατη να πα᾽ να ξιγεννήσει την σκαλαπουντάραν;», κι εκάθισε να γράψει ποίημα.
Στιγμή έκτη
Που άρπαξε μια μέρα τη φωνή της απ᾽τον λαιμό, της γέμισε τις τσέπες με πέτρες κατέβηκαν και πάλι στο ποτάμι και της είπε: ή εγώ ή εσύ.
Στιγμή έβδομη
Σ᾽ εφημερεύον φαρμακείο, λίγο μετά τις έντεκα το βράδυ, κάπου στα τέλη Ιανουαρίου. Μα δε θυμάται τώρα πια τι γύρευε. Διαλέγοντας θήλαστρο, το πιο παχύ, το πιο σκληρό, ανθεκτικό θήλαστρο για το παιδί που βγάζει τώρα δόντια ή παραγγέλνοντας πάλι το παυσίπονο που θα δαμάσει την ημικρανία του κόσμου;
[…]
Χωρίς τα λογικά μου πια μιλώ
χωρίς τα λογικά μου – πώς αλλιώς –
δυο βήματα πίσω
τρία μπρος
τριακόσια τόσα χρόνια πολιτικός
μηχανικός ποτέ δεν κλήθηκα
για να δουλέψω σε γιοφύρια