Σύνδεση συνδρομητών

Μεταφράζω = Αγαπώ

Σάββατο, 06 Μαϊος 2023 09:26
Πορτρέτο της Άννας Αχμάτοβα, έργο του ζωγράφου  Κουζμά Πετρόφ - Βόντκιν. Εκτός της σπουδαίας ρωσίδας ποιήτριας, έχουν ακόμα μεταφραστεί 24 ακόμα ποιητές και ποιήτριες, με αντιπροσωπευτικά έργα τους.
Κουζμά Πετρόφ - Βόντκιν
Πορτρέτο της Άννας Αχμάτοβα, έργο του ζωγράφου Κουζμά Πετρόφ - Βόντκιν. Εκτός της σπουδαίας ρωσίδας ποιήτριας, έχουν ακόμα μεταφραστεί 24 ακόμα ποιητές και ποιήτριες, με αντιπροσωπευτικά έργα τους.

23 μεταφράστριες και μεταφραστές, 25 ποιήτριες και ποιητές

Επιμέλεια: Παναγιώτης Ιωαννίδης

Μεταφράζουν: Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, Δημήτρης Άλλος, Βασίλης Αμανατίδης, Ορφέας Απέργης, Αντωνία Γουναροπούλου, Γιάννης Δούκας, Λένια Ζαφειροπούλου, Λευτέρης Ζαχαριουδάκης, Ελένη Ηλιοπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Λένα Καλλέργη, Δήμητρα Κωτούλα, Ασπασία Λαμπρινίδου, Μέμη Μελισσαράτου, Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, Στέργιος Μήτας, Γιάννα Μπούκοβα, Χριστιάνα Μυγδάλη, Όλγα Παπακώστα, Άκης Παπαντώνης, Χρήστος Σιορίκης, Μαρία Τοπάλη

Μια μετάφραση –τέχνη της υποταγής στο πρωτότυπο κείμενο και της αφοσιωμένης υπηρεσίας προς αυτό– για να είναι καλή, δεν μπορεί παρά να είναι «Αγάπης Αγώνας Γόνιμος». Γιατί ούτε επαρκώς αμείβονται όσες/οι την ασκούν ούτε ιδιαίτερες δάφνες δρέπουν – ενίοτε «ξεχνιέται» και τ’ όνομά τους. Όταν μάλιστα μιλάμε για τη μετάφραση της ποίησης, όλα αυτά υψώνονται στον υπερθετικό βαθμό.

Για να τιμήσει και να εορτάσει την τέχνη και τον κόπο των μεταφραστ/ρι/ών της ποίησης, ταυτοχρόνως συνεορτάζοντας τον Μάρτιο Μήνα της Ποίησης και την πρώτη χρονιά της δεύτερης δεκαετίας του, το «Με τα λόγια (γίνεται)» προσκάλεσε «εν λευκώ» 23 εξ αυτών –στην πλειονότητά τους ποιήτριες και ποιητές, που μάλιστα έχουν συνεργαστεί με το «Με τα λόγια (γίνεται)» κατά την πρώτη δεκαετία του– να μεταφράσουν (από τα αγγλικά, βουλγαρικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ολλανδικά, νορβηγικά, ρωσικά, και τα σουηδικά) ποίηση που αγαπούν ιδιαιτέρως, και να τη μοιραστούν για πρώτη φορά με το κοινό.

Έτσι, οι Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, Δημήτρης Άλλος, Βασίλης Αμανατίδης, Ορφέας Απέργης, Αντωνία Γουναροπούλου, Γιάννης Δούκας, Λένια Ζαφειροπούλου, Λευτέρης Ζαχαριουδάκης, Ελένη Ηλιοπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Λένα Καλλέργη, Δήμητρα Κωτούλα, Ασπασία Λαμπρινίδου, Μέμη Μελισσαράτου, Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, Στέργιος Μήτας, Γιάννα Μπούκοβα, Χριστιάνα Μυγδάλη, Όλγα Παπακώστα, Άκης Παπαντώνης, Χρήστος Σιορίκης, και Μαρία Τοπάλη, μετέφρασαν (ουχί αντιστοίχως) Άντρια Κόεν, Σαρλ Μπωντλαίρ, Έμιλυ Ντίκινσον, Πέτερ Γουότερχαουζ, Γ. Κ. Μπλουμ, Νικολάι Κάντσεφ, Ρόμπερτ Χας, Κιμ Αντονίτσιο, Άννα Αχμάτοβα, Σάρον Ολντς, Τζόρι Γκράιαμ, Γιάλμαρ Γκούλμπεργ, Μπομπ Ντύλαν, Γκρου Ντάλε, Σύλβια Πλαθ, Μπίνιο Ιβανόφ, Στίβεν Σόντχαϊμ, Λούι ΜακΝις, Β. Γ. Ζέμπαλντ, Ρ. Μ. Ρίλκε, Φ. Γ. Λόρκα, Γ. Κ. Φ. Χαίλντερλιν, Λίντα Γκρεγκ, Ραίημοντ Κάρβερ και Πιερ Ρεβερντύ. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε διαδικτυακώς την Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022 στα κανάλια YouTube της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και του «Με τα λόγια (γίνεται)» [youtube.com/metalogiaginetai].

Aυτά τα μεταφρασμένα ποιήματα δημοσιεύονται τώρα –μαζί, ενίοτε, με λίγα σχόλια από τις μεταφράστριες και τους μεταφραστές τους (όπου δεν υπάρχει πρόλογος των μεταφραστών, προτάχθηκαν μερικά επεξηγηματικά λόγια από τη σύνταξη του Books’ Journal)– με τη σειρά που επιβάλλουν οι κανόνες της σελιδοποίησης.

 

Η Όλγα Παπακώστα μεταφράζει Άντρια Κόεν

Η αμερικανίδα ποιήτρια Άντρια Κόεν γεννήθηκε το 1961 και έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές από το 1999 έως σήμερα. Ζει και εργάζεται στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης. Στα ολιγόστιχα ποιήματά της, όπως αυτό που διάλεξα να μεταφράσω, αποδεικνύει ότι μπορούμε να κάνουμε ποίηση με ελάχιστα μέσα, αρκεί να υπάρχει το κατάλληλο έναυσμα.

  

Andrea Cohen (ΗΠΑ, 1961)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΑΙΡΝΕΙ ΘΕΣΗ

Λέω στη μάνα μου
ότι κέρδισα το Νόμπελ.

«Πάλι;» μου λέει.

«Σε ποια κατηγορία

τούτη τη φορά;»

Είναι ένα παιχνιδάκι

που παίζουμε οι δυο μας.

Εγώ παριστάνω πως είμαι διάσημη.

Αυτή παριστάνει ότι ζει.

 

Ο Ορφέας Απέργης μεταφράζει Μπωντλαίρ και Έμιλυ Ντίκινσον

 

Είναι τα δυο άκρα απ’ την ποιητική μου την ψυχή. […] Στο ένα άκρο, αυτό του Σαρλ Μπωντλαίρ, «le spleen a pris le dessus sur lidéal» (όπως θα έλεγε ο ίδιος), δηλαδή «η σύγχρονη δυσφορία υπερνικά το ιδανικό». Είναι ο καλλιτέχνης που, εντός πάντα του κόσμου –ελεύθερος–, ασφυκτιά.  Στο άλλο άκρο, αυτό της Έμιλυ Ντίκινσον, «lidéal a pris le dessus sur le spleen», δηλαδή «το ιδανικό υπερνικά τη σύγχρονη δυσφορία». Είναι η καλλιτέχνης που, εκτός πάντα του κόσμου –φυλακισμένη–, αναπνέει βαθιά κι ανοίγει τα υπέροχα φτερά της.

Ένας φυλακισμένος ελεύθερος.

Μία ελεύθερη φυλακισμένη.

Και οι δυο τους –και τα δύο άκρα τους–, εκεί, στην αρχή αρχή της σύγχρονης ζωής.

 

Charles Baudelaire (Γαλλία, 1821 - 1867)

ΤΟ ΟΜΟΛΟΓΩ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ

Πόσο διαπεραστικές είναι οι μέρες του φθινοπώρου καθώς τελειώνουν! Α! διεισδύοντας μέχρι το σημείο του πόνου! γιατί υπάρχουν ορισμένες γλυκύτατες αισθήσεις των οποίων η αοριστία δεν αποκλείει την ένταση· και δεν υπάρχει πιο αιχμηρό σημείο από αυτό του Απείρου.

Μεγάλη απόλαυση να πνίγεις το βλέμμα σου στο αχανές του ουρανού και της θάλασσας! Μοναξιά, σιωπή, απαράμιλλη αγνότητα του γαλάζιου! Ένα μικρό τρεμάμενο πανί στον ορίζοντα, που με τη μικρότητά του και την απομόνωσή του μιμείται την αθεράπευτη ύπαρξή μου, η μονότονη μελωδία του κύματος, όλα αυτά τα πράγματα σκέφτονται μέσω εμού, ή εγώ σκέφτομαι μέσω αυτών (γιατί στο μεγαλείο της ονειροπόλησης, το εγώ χάνεται γρήγορα!)· σκέφτονται, λέω, αλλά μουσικά και ζωγραφικά, χωρίς επιχειρήματα, χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συμπεράσματα.

Ωστόσο, αυτές οι σκέψεις, είτε προέρχονται από εμένα είτε ξεπηδούν από τα πράγματα, σύντομα γίνονται υπερβολικά έντονες. Η ενέργεια που περιέχεται στην ηδονή γεννά δυσφορία και βασανισμό. Τα υπερεκτεταμένα νεύρα μου δεν γεννούν πια πάρα μονάχα διαπεραστικές κι επώδυνες δονήσεις.

Και τώρα το βάθος του ουρανού με θορυβεί· η διαύγειά του με εξοργίζει. Η αναισθησία της θάλασσας, το αμετάβλητο του θεάματος με κάνουν να επαναστατώ... Α! πρέπει να υποφέρουμε αιώνια ή να διαφεύγουμε αιώνια από το ωραίο; Φύση, ανελέητη μάγισσα, αντίπαλε πάντα νικηφόρε, άσε με ήσυχο! Σταμάτα να βάζεις σε πειρασμό τις επιθυμίες και τον εγωισμό μου! Η μελέτη του ωραίου είναι μια μονομαχία στην οποία ο καλλιτέχνης φωνάζει από φόβο πριν νικηθεί.   (1857)

 

Emily Dickinson (ΗΠΑ, 1830-1886)

128

Το ηλιοβασίλεμα σε κούπα δώστε το μου,

Και λογαριάστε τα κανάτια του πρωινού,

Πείτε μου πόση να ’ναι η Πάχνη που χωρούν,

Πείτε μου πόσο μακριά πηδολογάει το πρωί –

Πείτε μου πότε πάει για ύπνο ο υφαντής

που έκανε τα πλάτη τoυ γαλάζιου ουρανού.

Γράψτε μου πόσες νότες να χωρά

Η έκσταση του νεαρού Κοκκινολαίμη

Ανάμεσα στα έκθαμβα κλαδιά – 

Πόσα ταξίδια κάνει η Χελώνα –

Και πόσα κύπελα η Μέλισσα τρυγά,

Η Έκλυτη από τη Δροσοσταλιά!

Κι ακόμα, ποιος απόθεσε του Ουράνιου Τόξου τις καμπές,

Κι ακόμα, ποιος διευθύνει τις πειθήνιες σφαίρες

Με βέργες από λυγερό γαλάζιο;

Ποιανού τα δάχτυλα δένουν κλωστή το σταλακτίτη –

Και ποιος μετρά της νύχτας το ινδιάνικο χρυσάφι

Να δει ότι έχει πια ξεπληρωθεί;

Ποιος έκτισε αυτό το Πάλλευκο Σπιτάκι

Κι έκλεισε τα παντζούρια τόσο σφαλιχτά

Που δεν μπορεί το πνεύμα μου να δει;

Ποιος θα μ’ αφήσει να ’βγω μια μέρα-γιορτή

Με σύνεργα για ιπτάμενη διαφυγή,

Πέρα απ’ του Στόμφου την Πομπή;  (1859)

 

Η Μαρίνα Αγαθαγγελίδου μεταφράζει Πέτερ Γουότερχαουζ

 

O Πέτερ Γουότερχαουζ (γενν. 1956) έχει πατέρα Άγγλο, μητέρα Αυστριακή, σπούδασε γερμανική και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και αργότερα στο Λος Άντζελες, όπου ολοκλήρωσε διδακτορικό για τον Πάουλ Τσέλαν. Γράφει ποίηση στα γερμανικά και μεταφράζει από τα αγγλικά και τα ιταλικά. Έχει τιμηθεί με σημαντικά διεθνή βραβεία. [ΤΒJ]

 

Peter Waterhouse (Αυστρία, 1956)

Η ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Η γλώσσα λέγεται σήμερα: Κανένας. Ο δισταγμός επεκτείνεται.

Απέραντη η έκταση του κόσμου. Τα πεπερασμένα φρούτα λέγονται στη σιωπή μας:

Ευτυχισμένος κήπος μ’ οπωροφόρα. Κάποιες μορφές σιγής

έχουν ξινή γεύση το καλοκαίρι. Τ’ όνομα της ξινίλας: αυτό που κόπηκε

απ’ το δέντρο πρόωρα. Η χρονιά μόνο μετά τον δισταγμό μας

βάλθηκε να γλυκάνει

(θα μπορούσε να γλυκάνει, θα μπορούσε να γλυκάνει

λέγεται το βάδισμα της ιστορίας). Α, τι ωραία που είναι

να σπρώχνεις άφωνος το καλοκαίρι

προς το φθινόπωρο. Πώς θα συνεχίσουμε να σπρώχνουμε;

Εμάς ποιος μας σπρώχνει;

Κάποιος λέει: Μας σπρώχνει η νύχτα προς τη μέρα. Έλα όμως

που σπρώχνουν κι οι μέρες. Η κίνηση σύντομα θα λέγεται φθινόπωρο

καθέτως κατέρχονται τα γλυκά σημάδια:

Τα δαγκώνουμε. Τη στιγμή αυτή η γλυκιά ιστορία

κάνει ένα άφωνο βήμα. Το βήμα λέγεται:

Κανένα βήμα. Συμφωνούμε για τη συνάφεια και

τo ονομάζουμε διστακτικά: Κήπος μ’ οπωροφόρα. Έξω σωπαίνουμε.

Το εσωτερικό λέγεται: Ήσυχο σκουλήκι

μέσα στη νύχτα ενός μήλου.

Περιμένουμε. Περιμένουμε το σκουλήκι. Ύστερα ο κήπος γίνεται

αγρός, δάσος, κοιλάδα, κόσμος. Μέσα σε κάθε κέντρο

μένει κι από ’να σκουλήκι. Περιμένοντας σκέφτεσαι:

Θα μπορούσε να γίνει η προέκταση της ιστορίας.

 

Ο Δημήτρης Άλλος μεταφράζει Νικολάι Κάντσεβ

 

Ο Νικολάι Κάντσεβ είναι εκπρόσωπος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς της βουλγαρικής ποίησης. Η γενιά του δοκιμάστηκε χειρότερα από κάθε άλλη από το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και τη λογοκρισία του καθεστώτος. Ο Κάντσεβ όμως, πάλεψε για την αισθητική του και δημιούργησε το δικό του, ξεχωριστό  ύφος – λιτό, αποφθεγματικό, με σουρεαλιστικές επιρροές, βασισμένο στις γλωσσικές ανατροπές και το λογοπαίγνιο. Έχει δημοσιεύσει πάνω από είκοσι βιβλία ποίησης, το πρώτο το 1965. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1989, το έργο του αναγνωρίστηκε και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.

~

Николай Кънчев (Bουλγαρία, 1936-2007) 

Ο ΑΝΙΔΕΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Πίσω απ’ τους τοίχους, οι φυλακισμένοι ίσως και να ’φτιαξαν

την τοιχορυκτική τους μηχανή, για να τρυπούν τους τοίχους.

Ελεύθερα απ’ τους τοίχους, μόνον φαντάσματα περνούν

σε διαστάσεις άλλες, απέραστες για εμένα.

Το να περνώ τους τοίχους η τελευταία έγνοια μου, ιδού,

στο  Βερολίνο, το τείχος όπως θέλω το περνώ τώρα που δεν υπάρχει.

Κι άραγε γιατί να μου γελά στο βάθος η ευτυχία, μήπως

στο τείχος των δακρύων κι εκείνος που θρηνεί, τώρα χαμογελάει;

Στον κόσμο μου τόσο ελεύθερος είναι ο αέρας, σαν νάμουν

το φάντασμα εγώ, που πέρασε της τελευταίας φυλακής το τείχος.

 

ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ

Εσύ, δένδρο με τον ένα σου καρπό κι αυτόν για σπόρο,

το είπες δυο και τρεις φορές, μα ποιος να το πιστέψει:

δεν είναι το κελαριστό νερό, τα ψέματα που τρέχουν,

όταν στ’ αλήθεια το ακούς και δεν το κρυφακούεις.

                                   Πρέπει του κυνηγού ο σάκος 

πάντα φωλιά να είναι των πουλιών,

πάντα φωλιά να είναι των πουλιών.

Ο ήλιος είδε θερισμούς κι άλλους πιο χρυσαφένιους

με πιο ανάργυρες ψυχές από αυτές εδώ,

τίποτα αδελφικό ανάμεσα στους αδελφούς του λόγου,

κάποτε πάλι θα τη βρω πιο μέρα αυτή τη μέρα.

                      Σε ποντικότρυπα κι αν χώσεις το πουλί

ποτέ του δεν θα γίνει νυχτερίδα,

ποτέ του δεν θα γίνει νυχτερίδα.

                                                                   

Ο Λευτέρης Ζαχαριουδάκης μεταφράζει Γ. Κ. Μπλουμ

O Κ. Γ. Μπλουμ (1887-1966) θεωρείται μια από τις εκατό πιο επιδραστικές προσωπικότητες της Ολλανδίας του εικοστού αιώνα. Ποιητής και δοκιμιογράφος, εξέδωσε συνολικά 14 συλλογές. Αποκλήθηκε ποιητής της ανεκπλήρωτης επιθυμίας. [ΤΒJ]

J. C. Bloem (Ολλανδία, 1887-1966)

Η ΝΤΑΠΕΡΣΤΡΑΤ

 

Η φύση είναι για τους χορτάτους ή τους κούφιους.

Κι έπειτα: τι ακόμα είναι φύση σε τούτη ’δώ τη χώρα;

Ένα μικρούλι άλσος, σε μέγεθος εφημερίδας,

Ένας λόφος μ’ απάνω του κάτι βιλίτσες.

Δώσ’ μου της πόλης, γκρίζους δρόμους,

Την από ντόκους καταφορτωμένη προκυμαία,

Τα σύννεφα, ποτέ τους τόσο όμορφα όσο όταν, πλαισιωμένα

από παράθυρα σοφίτας, περνούν τον ουρανό.

Kαθετί είναι πολύ για όποιον πολλά δεν προσδοκά.

Η ζωή κρατά τα θαύματά της κρυμμένα, ώσπου,

Μεμιάς, στην ύψιστή τους τη μορφή τα επιδεικνύει.

Τούτο με τον εαυτό μου λογιζόμουν,

Καταβρεγμένος, ένα ψωροπρωινό,    

Χαρούμενος μέχρι βλακείας, στην Ντάπερστρατ.

 

Η Ελένη Ηλιοπούλου μεταφράζει Ρόμπερτ Χας

Μετέφρασα ένα ποίημα του σπουδαίου σύγχρονου αμερικανού ποιητή Ρόμπερτ Χας (γενν. 1941). Το ποίημα έχει τίτλο “Between Wars” και, παρ’ όλο που αναφέρεται στην ιστορία της Πολωνίας, την οποία μελετούσε ο ποιητής την εποχή που το έγραψε, αισθάνθηκα αμέσως πως απηχεί την ανθρώπινη συνθήκη γενικότερα, τις ανθρώπινες ζωές, εσωτερικές και εξωτερικές, που μετεωρίζονται αδιάκοπα ανάμεσα σε δύο πολέμους, μεταξύ συντριβής κι ανάτασης, καταστροφής και αναγέννησης, αδιεξόδου και λύτρωσης, απογοήτευσης και ελπίδας, σε έναν κόσμο όπου ο Θεός ντυμένος ζητιάνος απαιτεί από εμάς να τον θρέψουμε κι όπου εμείς, σαν τα λιμασμένα παιδιά του ποιήματος, απλώνουμε το χέρι και γυρεύουμε λίγη σοκολάτα από τον Χρόνο.

Robert Hass (HΠΑ, 1941)

 

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΟΥΣ

 

Καθώς έτρεχα, έπιασε βροχή. Αργά το απόγευμα –––

Μεσοκαλόκαιρο, στα βόρεια της Νέας Υόρκης, τα πρωινά έγραφα,

Μελετούσα την ιστορία της Πολωνίας, και είχα μια γυναίκα

Στο μυαλό μου. Έξω το σκυθρωπό, υγρό,

Αμερικανικό μεγαλείο ––– αργά το απόγευμα,

Λίγο πριν από τη δύση, καθώς ο ουρανός έπαιρνε να σκοτεινιάζει,

Το φως απλώθηκε κι οι κοκκινότσιχλες κούρνιασαν στα βούρλα.

Έτσι φαντάστηκε ο θάνατος το λυκόφως, οι τσίχλες ήταν οι νότες

Ενός ρέκβιεμ που τραγουδούσαν με βραχνές φωνές τα σύννεφα πάνω από τα βαρύθυμα

χωράφια. Κυρά των βλεφαρίδων,

Με ακούς; Λευκότητα, κορμί ενυδρίδας,

Πρωινή ψύχρα, κεχριμπάρι που τρίβεται σε δέρμα αλμυρό, με ακούς; Η Πολωνία μιλάει

τώρα. «Η εποχή της απαρχής της ελευθερίας», 1922.

Κάθώς έτρεχα, έπαιασε βροχή. Οι κότσυφες έλυσαν τις οικογενειακές τους

Διαφορές μέσα στις καλαμιές και το φως απλώθηκε.

Πρώτα σκοτείνιασμα, έπειτα φως. Κι έπειτα καθαρή φωτιά.

Από πού έρχεται; Απ’ τη θαμπή λάμψη που αναδίδει η μουσκεμένη οσμή του γρασιδιού,

Από το αιωρούμενο, εκκλησιαστικό φως των λιβαδιών μες το λυκόφως

Φως που σκοτεινιάζει τα βαριά ανθισμένα κεφάλια

Του άγριου καρότου, από όλα αυτά, από το τίποτα

Ξεχύνεται, πλημμυρίζει τον ορίζοντα, διακλαδώνεται,

Πυρώνει τις άκρες των νεφών: ρόδινη φλόγα,

Κόκκινη φλόγα,  άλικη, πορφυρή, μαβιά, μαύρη.

Θα μπορούσες να στραγγίξεις την μπαχαρένια αψάδα του αέρα,

Τη φρέσκια γλύκα απ’ το γρασίδι, σχεδόν υστερικοί οι τζίτζικες

Συντονίζονται για να κουρελιάσουν το ύφασμα

Της σιγαλιάς, έτσι ώστε η νύχτα,

Αν το θελήσει, να έρθει σαν τον ζητιάνο στο κατώφλι,

Κι αν εσύ δεν προσφέρεις γάλα και ψωμί

Στη σακατεμένη μορφή του Θεού, το νερό στο πηγάδι σου θα σαπίσει,

Οι σοδιές στα χωράφια σου θα ξεραθούν. Στα ανατολικά σύνορα

Τα παιδιά έχουν ακούσει την ιστορία της λεύκας που ριγά

Γιατί δεν κατάφερε να κρύψει την Παρθένο και το Βρέφος

Από του Ηρώδη τους διώκτες. Σκέψου: η νύχτα είναι ο Θεός

Που ντυμένος σαν το ζητιάνο πίνει το γλυκό γάλα.

Γκρίζο γένι, αδύνατα καλάμια, το βλέμμα των ματιών

Ηλίθιο, ανυπόφορο, το ρυτιδιασμένο στόμα ορθάνοιχτο,

Σαν του βρέφους που έκλαψε και βύζαξε και έκλαψε

Και στάθηκε να πάρει μιαν ανάσα. Η ροδαλή άκρη της ρώγας γυαλίζει. Θα βυζάξω από

αυτό το στήθος, αυτό που βρίσκεται στο τραγούδι της ψιθυριστής φωταύγειας των χωραφιών

προτού να δύσει ο ήλιος, προτού

Διασχίσει το μαύρο τρένο τα σύνορα από την Πρωσία

Στην  Πολωνία την εποχή της απαρχής της ελευθερίας.

Πενήντα φορτηγά βαγόνια από την Αμερική, γεμάτα φάρμακα

Και το πιο πρόσφατο θαύμα, κονσέρβες με φαγητό.

Ο πόλεμος τελείωσε. Όταν ο ήλιος ανατέλλει υπάρχουν

Άθαφτοι σκελετοί στα χωράφια, οι κορυδαλλοί κελαηδούν,

Λιμασμένα παιδιά ζητιανεύουν σοκολάτα στις ράγες.

 

 

Η Λένα Καλλέργη μεταφράζει Κιμ Αντονίτσιο

Η Κιμ Αντονίτσιο (γενν. 1954) είναι αμερικανίδα ποιήτρια και μυθιστοριογράφος. Γεννήθηκε στην Ουάσιγκτον κι είναι κόρη της πρωταθλήτριας του τένις Πολίν Μπετζ και του αθλητικογράφου Μπομπ Άντι. Bob Addie (γεννημένη Addonizio). Έχει μια κόρη, την ηθοποιό Άια Κας, και ζει στο Όκλαντ. [ΤΒJ]

 

Kim Addonizio (ΗΠΑ, 1954)

 

ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Κάποιος στάθηκε μες στις βιολέτες

κι άκουγε ένα πουλί. Κάποιος πήγε στην τουαλέτα

και τον χτύπησε το φεγγάρι. Κάποιος ένιωθε άχρηστος

μέχρι που ήχησε η τρομπέτα και ύστερα, να,

έγινε διαμάντι. Έχω ένα φτυάρι.

Μπορώ να το κάνω ποίημα; Στην κουζίνα μου

βράζω γαϊδουράγκαθο.

Ελπίζω να μεταμορφωθεί σε φτερωτή διατριβή

πριν σταματήσετε το διάβασμα. Κοιτάξτε, είμαι γυμνόστηθη!

Ακούστε: πλησιάζουν οπλές!

Κάποιος πνίγηκε σε πισίνα.

Κάποιος έβγαλε τα παπούτσια του

κι έγειρε πάνω από μια γέφυρα. Κάποιος ζει

με Αλτσχάιμερ σε δημόσιο γηροκομείο, με σάλια

στη λευκή γενειάδα του. Φαίνεται

δεν βοηθούν οι λέξεις.

Όμως είμαι εδώ με το φτυάρι μου

και σκάβω σαν τρελή

δίπλα στο πλιτς και πλατς

της αχαλίνωτης θάλασσας. Δεν μπορώ να σταματήσω.

Τ’ άλογα έρχονται, οι κλέφτες.

Δεν έχω βρει ακόμη αγάπη να διαρκεί.

Θέλω ακόμα ν’ ακούσω τις βιόλες

στο μικρό παραθαλάσσιο ξενοδοχείο

που γκρεμίστηκε και χάθηκε.

Θέλω να ξαναδώ τα ψάρια

σε κοπάδια ν’ αστράφτουν σαν πέπλο

εκεί που τα κύματα σπρώχνονται

πάνω στον κυματοθραύστη. Xάθηκε

το κορίτσι με το λευκό της μισοφόρι

που δοκίμαζε το κρύο νερό με γυμνό πόδι.

Είναι πολύ παγωμένο, αλλά μπαίνει μέσα, τόσο

προσεκτικά, αχ.

 

Η Ασπασία Λαμπρινίδου μεταφράζει Άννα Αχμάτοβα

Συναντήσεις που δεν έγιναν, ιστορίες που δεν ειπώθηκαν, η ζωή που δεν την έζησε. Στα έργα των τελευταίων δεκαετιών της ζωής της η Αχμάτοβα επισκέπτεται συχνά την πίσω πλευρά του καθρέφτη, συνομιλεί με απόντες, δημιουργεί παράλληλες, παράδοξες πραγματικότητες.  Σε ένα τέτοιο αινιγματικό κόσμο κινούνται τα ποιήματα του κύκλου Ανθισμένη αγριοτριανταφυλλιά, γραμμένα σχεδόν μέσα σε μια εικοσαετία, από το 1946 έως το 1964 –είναι κάτι που συνήθιζε η Αχμάτοβα, να συνδέει ποιήματα διαφορετικών εποχών σε μια κοινή αφήγηση. Τα ποιήματα είναι αφιερωμένα στη μη-συνάντησή της το 1956 με τον βρετανό φιλόσοφο Αϊζάια Μπερλίν.

Αυτή ήταν η δεύτερη πράξη μιας ιστορίας που είχε ξεκινήσει έντεκα χρόνια νωρίτερα, το Νοέμβριο του 1945, όταν ο Μπερλίν, γραμματέας τότε στη βρετανική πρεσβεία της Μόσχας, συναντήθηκε με την Αχμάτοβα στο σπίτι της στο Λένινγκραντ – μια συνάντηση που εξελίχθηκε σε ολονύχτια συνομιλία. «Η συζήτηση κράτησε πολλές ώρες της νύχτας», γράφει η Αχμάτοβα. «Αν ήταν για το θάνατο ή για την ποίηση δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο. Ένα είναι σίγουρο: ολόκληρη η ύπαρξή μου συμμετείχε σ’ αυτό με μια πληρότητα που δεν είχα γνωρίσει ώς εκείνη τη νύχτα». Στον Μπερλίν η Αχμάτοβα αναγνώρισε τον ιδεώδη συνομιλητή, μια αδελφή ψυχή. Είχε ωστόσο τη βεβαιότητα ότι αυτή η συνάντησή τους ήταν η αιτία για τις νέες διώξεις που υπέστη από το 1946 και μετά – οι επαφές με ξένους ισοδυναμούσαν τα χρόνια εκείνα με προδοσία.  Έτσι, όταν το 1956 ο Μπερλίν, που ζούσε πια στην Αγγλία, σε ένα ταξίδι του στη Μόσχα της ζήτησε να συναντηθούν, εκείνη αρνήθηκε να τον δει. «Μια αγριοτριανταφυλλιά θα φυτέψω / σε ανάμνηση της μη-συνάντησής μας», γράφει.  

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κύκλος Ανθισμένη αγριοτριανταφυλλιά επιγράφεται με ένα στίχο από την Ισαβέλλα του Τζον Κητς, ένα αφηγηματικό ποίημα που μιλά κι αυτό για την απομάκρυνση, για την απώλεια, αλλά και για τη λατρεία εκείνου που έχει χαθεί οριστικά.

Αнна Ахматова (Ρωσία, 1889-1966)

4.   

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΠΡΩΤΟ

Μιας μυστικής μη-συνάντησης

κενές τελετές,

συνομιλίες  ανείπωτες,

αμίλητες λέξεις.

Αδιασταύρωτα βλέμματα

δεν ξέρουν πού να ακουμπήσουν.

Τα δάκρυα μόνο χαίρονται

που μπορούν για πολύ να κυλήσουν.

Η αγριοτριανταφυλλιά κοντά στη Μόσχα

αλίμονο, για όλο αυτό ξέρει κάτι…

Κι όλο αυτό θα το πουν

αιώνια αγάπη. 1956

 

~

9.  

ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Λέξεις ανεπανόρθωτες άκουσα

αυτή την έναστρη νύχτα,

και γύριζε το κεφάλι μου

σαν πάνω από φλεγόμενη άβυσσο.

Στην πόρτα ούρλιαζε η καταστροφή,

κι έκρωζε ο μαύρος κήπος σαν την κουκουβάγια,

κι η πόλη, θανάσιμα ρημαγμένη,

ήταν η Τροία την αρχαία ώρα.

Ήταν εκείνη η ώρα αβάσταχτα διαυγής,

μια αντήχηση μέχρι δακρύων.

Το δώρο που μου ‘δωσες

δεν ήρθε από μακριά.

Ασήμαντος περισπασμός ήταν για σένα

αυτή τη φλογισμένη νύχτα,

κι έσταξε δηλητήριο αργό

στο μυστήριο της μοίρας μου.

Ήταν κάθε μου δυστυχίας προάγγελος –

ας μην το θυμόμαστε.       

Η συνάντηση που δεν έγινε

κλαίει ακόμα γοερά στη γωνιά. (1956)

10.

Είσαι πάλι μαζί μου, φίλε μου φθινόπωρο!

Ιν. Άννενσκι

Ας ξεκουράζονται  οι άλλοι στο νότο,

στη θαλπωρή των παραδείσιων κήπων.

Εδώ είναι μόνο βορράς  – και το φθινόπωρο

πήρα για φίλο ετούτης της χρονιάς.

Ζω σαν σε κάποιου άλλου το σπίτι, που το ονειρεύτηκα

κι όπου ίσως έχω πεθάνει,

όπου μες στου βραδιού την αποχαύνωση κάτι αλλόκοτο 

κρατά για τον εαυτό του τους καθρέφτες.

Περπατώ ανάμεσα στα μαύρα χαμηλά  έλατα,

εκεί τα ρείκια με άνεμο μοιάζουν,

κι αστράφτει η θαμπή  φέτα της σελήνης

σαν παλιό πριονωτό μαχαίρι.

Έφερα εδώ τη μακάρια ανάμνηση

της τελευταίας φοράς που δεν συναντηθήκαμε –

την ψυχρή, αγνή, ελαφριά φλόγα

της νίκης μου πάνω στη μοίρα. (1956)

                               Κομαρόβο

 

Η Δήμητρα Κωτούλα μεταφράζει Σάρον Όλντς και Τζόρι Γκρέιαμ

 

[…] Η μετάφραση με απασχόλησε έντονα από την πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι θα αφιέρωνα το μεγαλύτερο και ζωτικότερο μέρος της αντίληψης, της σκέψης και των δημιουργικών μου ικανοτήτων στην κατασκευή ποιημάτων. Χωρίς να διεκδικώ τον τίτλο του μεταφραστή, η μετάφραση απετέλεσε και αποτελεί για μένα το κύριο μέσο ανατροφοδότησης, επιλεκτικής διαλογής (ξεκαθαρίσματος) και αναπροσαρμογής των δικών μου εκφραστικών μέσων.

Τρεις ποιητικές φωνές από όσες κατά καιρούς με απασχόλησαν έπαιξαν κομβικό ρόλο στη γραφή μου. Άλλαξαν τους γλωσσικούς χάρτες μου ή με στέριωσαν βαθύτερα στην εκάστοτε προεπιλεγμένη διαδρομή μου: η Λούιζ Γκλυκ, η Σάρον Ολντς και η Τζόρι Γκρέιαμ. Όλες στην κορυφή της σύγχρονης αμερικανικής αλλά και παγκόσμιας ποιητικής σκηνής, όπως περίτρανα αποδεικνύει η βράβευση της πρώτης με το Νόμπελ το 2020. Και οι τρεις με πραγματικό ζήλο, μεθοδική και ακλόνητη αποφασιστικότητα σφυρηλάτησαν και είχαν να μου προτείνουν τρεις πρωτότυπους όσο και κλασικούς, αυστηρά προσωπικούς όσο και πανανθρώπινους, ερμητικούς, σχεδόν μυστικούς όσο και αφοπλιστικά λιτούς και απλούς τρόπους έκφρασης της ανθρώπινης υπαρξιακής συνθήκης μέσω της ποιητικής τέχνης. Σήμερα θα εστιάσω σε δύο: την Σάρον Όλντς και την Τζόρι Γκέιαμ. Χωρίς άλλο σχόλιο κανένα, θα σας εκθέσω στο δριμύ δυο ποιημάτων, ένα από την καθεμιά, σε δύο εκδοχές μιας ποιητικής γραφής έξοχης, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, εξόχως, δηλαδή, συναρπαστικής.  

Sharon Olds (ΗΠΑ, 1942)

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ

Είμαι ξαπλωμένη στην αμμουδιά και σε κοιτώ

να ξαπλώνεις στην αμμουδιά, σε αποστηθίζω

για τις μέρες που δεν θα είσαι εδώ, μαζί μου:

τα ροδισμένα χείλη σου, λίγο πρησμένα απ’ τον ήλιο

και λεία σαν το μέσα χείλος από κοχύλι

το δέρμα σου στο χρώμα του χρυσού μπισκότου, γυαλιστερό

και με μικρές αδιόρατες φακίδες, σαν την τραγανή επιφάνειά του

την πολύ σοβαρά δεμένη αλογοουρά σου.

Σ’ έχω αγαπήσει αντί για κάθε άλλον,

σ’ έχω αγαπήσει με τρόπο που δεν έχω αγαπήσει άλλον κανένα

το κάθε παραμικρό μόριο του κορμιού σου

να φτιάχνει τη μορφή του Θεού καθώς εσύ σχηματίζεσαι μέσα μου,

ένας ερμητικά σφραγισμένος κόσμος. Τι κι αν τα χείλη σου

μου έμαθαν την αγάπη για άλλα χείλη

οι ακτινωτές κλειστές ακόμη τότε βλεφαρίδες σου την αγάπη

για άλλες βλεφαρίδες, τα υγρά σφραγισμένα σου

μάτια την αγάπη για άλλα μάτια,

το σώμα σου την αγάπη για σώματα άλλα

η ζωή σου την αγάπη για άλλες ζωές;

Σήμερα ξέρω τι πραγματικά μου έμαθες:

ν’ αγαπάω κάτι που δεν μου ανήκει.

                                                         (Οι νεκροί και οι ζωντανοί, 1984)

~


Jorie Graham (ΗΠΑ, 1950)

ΑΠΟ/ΓΟΗΤΕΥΣΗ

Περίεργο, σκέφτηκε, πως ο άνθρωπος, όταν είναι μόνος, μαθαίνει να δίνει στα πράγματα ψυχή: δέντρα, λουλούδια, νερά, τα ένιωθε να εκφράζουν ένα, τα ένιωθε να γίνονται ένα, τα ένιωθε να γνωρίζουν ένα, υπό μία έννοια να είναι ένα, κι έτσι να νιώθουν μια ανεξήγητη τρυφερότητα. Κοίταξε λες κι αναζητούσε κάποιον. Τα τριαντάφυλλα εκεί –και κοίταζε και κοίταζε με τις βελόνες του πλεξίματος μετέωρες– εκεί, συσπειρωμένα πάνω στη ρίζα του μυαλού, ν’ αναδύονται απ’ τα ήσυχα νερά της ύπαρξης σαν ομίχλη, νύφη έτοιμη να δεχθεί τον εραστή της.

Τι την έκανε να πει: «Είμαστε στα χέρια του Κυρίου;» αναρωτήθηκε. Η ανειλικρίνια που ξεγλίστρισε ανάμεσα στις άλλες αλήθειες την τάραξε, ανησύχησε. Έσκυψε στο πλέξιμό της, πάλι.

*

Α, ακραία σκέψη –εσύ που έρχεσαι από τόσο μακριά και πρέπει να κατοικήσεις τώρα, εδώ, ανάμεσά μας– δίδαξέ με πώς να αγαπώ από την αρχή. Κράτησέ με πράο.

(Κυρίαρχος, 2006)

 

Η Μέμη Μελισσαράτου μεταφράζει Γιάλμαρ Γκούλμπεργ

Το ποίημα «Μέριασε λίγο, Μαρία» είναι ένα σημαντικό κλειδί για την κατανόηση της ποιητικής του Σουηδού Γιάλμαρ Γκούλμπεργ όπως έχει εξελιχθεί στη συλλογή Νεκρικό εκμαγείο και Παράδεισος του 1952. Στοιχεία της χριστιανικής και της αρχαιοκλασικής εικονοπλασίας, στοιχεία υψηλής και ταπεινής τέχνης «χωρίς ύφος», μύθος και καθημερινότητα, αποδοχή και υπονόμευση, οίκτος και ειρωνεία, συνθέτουν ένα συνεπές ιδεολογικό και αισθητικό σύστημα που μας επιτρέπει να επανεξετάσουμε τη σχέση του Γκούλμπεργ με τον ποιητικό μοντερνισμό αλλά με και με την τέχνη γενικά του εικοστού αιώνα, ανεξάρτητα από το μέσο έκφρασης. Κάθε φορά που το διαβάζω σκέφτομαι την τέχνη του Πιερ Πάολο Παζολίνι στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και ιδιαιτέρως στην ταινία Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο.

                   

Hjalmar Gullberg (Σουηδία, 1898-1961)

 

ΜΕΡΙΑΣΕ ΛΙΓΟ, ΜΑΡΙΑ

                                                                                  

Μέριασε λίγο, Μαρία, είμαστε πολλές

που θέμε να θρηνήσουμε. Και σου το λέμε:

να μη θαρρείς πως έχεις το μονοπώλιο του υιού.

Εδώ, σ’ έναν κρανίου τόπο

ήρθε η ώρα όλων των μανάδων.

Όλες μας έχουμε γεννήσει ένα σωτήρα,

που μας παράτησε και που τον βρήκαμε ξανά.

Μα ναι, στην ώρα την ενάτη γίνηκε τούτος τελικά δικός μας

πάνω σ’ ένα σταυρό. Γιατί κανείς δεν είναι πια θεός.

Πάνω απ’ τα σώματα εφτά αγοριών και εφτά θυγατέρων

υψώνει η θηβαία μοιρολογίστρα το κορμί της  

ολόρθη πέτρα. Στο στόμα η γλώσσα σκλήρυνε

δεν έχει άλλες λέξεις μα τ’ όνομά της βρίσκεται

στα χείλη όλων: Νιόβη.

Κι η μέρα εναλλάσσεται με νύχτα και στης καμήλας τις πατημασιές

περνούν σειρά ανθρωπομάνι οι φυλές της Ασίας.

Αίμα δεν τρέχει πια στις φλέβες της,

δάκρυα μόνο, δάκρυα τρέχουν από την πέτρα.

Της Δήμητρας ο θρήνος βραχνός σηκώνεται απ’ το χωράφι

– έτσι κλωσσάει όλο το χειμώνα στο πικρό της στόμα

σαν ένα αυγό χρυσό τ’ όνομα της αγαπημένης κόρης.

Ποτέ δε θα ξεχάσει εκείνη την κραυγή μες στο ροδώνα

όταν ο βασιλιάς της σκοτεινιάς

βροντώντας χάνονταν μέσα στη γη με την καλή του.

Στους παγερούς αγρούς γκρίζα θ’ απλώνεται η θλίψη της

ώσπου η πλάκα ν’ αναγυριστεί κι αυτή να συναντήσει το παιδί της

μετά από τόσα δάκρυα, τόσο πολύ σκοτάδι.

Σφουγγάρι με όξος και χολή έτειναν οι στρατιώτες στον υιό σου

όταν εφώναξε Διψώ όπως ο κύριός μας Διόνυσος

εφώναζε κλεισμένος μες στου άπιστου το στάβλο.

Και όμως είχε δώσει στους ανθρώπους το σταφύλι,

ο των ψυχών μας ελευθερωτής, ο που κρατά το θύρσο,

ο ταυρωπός δικέρατος, που τον ακολουθούσαν οι πιστές

με φρυγικούς αυλούς και με τα ντέφια.

Μέχρι τις όχθες του Ινδού κατόρθωσε να φτάσει με το διασκελισμό του πάνθηρα

– υπάρχει ένα όριο και για τους θεούς.

Τι κι αν τη μακαρίζουμε την αστραποκαμένη

που γλίτωσε της γέννησης τον πόνο, που γλίτωσε το θρήνο

πάνω απ’ τα κομματιασμένα μέλη του εδώ.

Από την καταλύτρα δύναμη του αιθέρα

γαμήλιο δώρο του ουράνιου εραστή

έγινε στάχτη η σάρκα της.

Μες στου πατρός του το μηρό ετράφη το έμβρυο

που ’χε ξεριζωθεί από την πνιγερή τη μήτρα.

Από γυναίκες βρήκε μόνο θάνατο.

Συ στέκεσαι εδώ, μ’ άσπρα λινά σεντόνια,

όμως αυτούς που εμείς γεννήσαμε δεν τους κατέβασαν απ’ το σταυρό,

δεν τους νεκροτυλίξαν. Τους άφησαν μόνο να κρέμονται,

μέχρι να ξεχαστούνε, να ξεχαστούμε και εμείς που δεν ξεχνάμε,

εδώ, σ’ έναν κρανίου τόπο,

μάνες θεών, μάνες σωτήρων, μάνες τυχαίων

σταυρωμένων, μάνες ανώνυμες.

Μέριασε λίγο Μαρία, είμαστε πολλές

που θέμε να θρηνήσουμε...

                         (Από τη συλλογή Νεκρική προσωπίδα και Παράδεισος, 1952)

 

Ο Στέργιος Μήτας μεταφράζει Μπομπ Ντύλαν

Κρατούσα εδώ και κάποια χρόνια ως μεταφραστικό στοίχημα την απόδοση στα ελληνικά των στίχων του “Sad-Eyed Lady of the Lowlands” του Μπομπ Ντύλαν, τραγούδι από το 1966. Οι λόγοι, τουλάχιστον τρεις: αγαπώ ιδιαίτερα τον αμερικανό τροβαδούρο· το τραγούδι ανήκει στα πολλά εκείνα που αρκετοί επικαλούνται για να θυμίζουν τους λόγους βράβευσης με Νόμπελ· το τραγούδι αυτό έχει σφραγίσει μια ιδιαίτερα όμορφη δική μου ημέρα. Παρουσιάζω εδώ μια αποσπασματική μετάφραση – το τραγούδι είναι άλλωστε ιδιαίτερα μεγάλο, εκτείνεται άνω των έντεκα λεπτών· ώστε να εκκρεμεί τρόπον τινά, μέσα μου και εμπρός μου, το στοίχημα αυτό ακόμη.

 

Bob Dylan (ΗΠΑ, 1941)

ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ, ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΔΙΝΑ

 

Με το υδραργυρικό σου στόμα, σε αποστολική εποχή,

Τα μάτια σου αιθάλη και τις ρίμες σου σαν προσευχή,

Τον ασημένιο σου σταυρό και τη φωνή σου να αντηχεί.

Ποιοι ανάμεσά τους πίστευαν, μπορούσαν να σε λησμονήσουν;

Με όλες σου τις τσέπες, σφαλισμένες πια με τάξη,

Τα συρτά σου οράματα έχεις στη χλόη προσαράξει,

Η θωριά σου από γυαλί, η σάρκα σου από μετάξι.

Ποιοι ανάμεσά τους πίστευαν, μπορούσανε να σε κρατήσουν;

Γυναίκα με τα θλιμμένα μάτια από τα πεδινά,

Τον τόπο σου ο προφήτης με θλιμμένα μάτια

Είχε ορίσει απρόσιτο στον ξένο.

Τα αποθηκευτικά μου μάτια,

Τα αραβικά μου τύμπανα –

Να τα αφήσω άραγε στην πύλη σου μπροστά,

Γυναίκα; Ή να περιμένω;

Με τη ζώνη σου από δαντέλα, τα σεντόνια σου στιλπνά.

Στην τράπουλά σου λείπουνε οι βαλέδες, τα σπαθιά.

Με τα εργατικά σου ρούχα, και την όψη σου βαθιά.

Ποιος ανάμεσά τους θαρρεί, μπορούσε να σε εξαπατήσει;

Με τη σιλουέτα σου, όπως το ηλιόφωτο θα πάρει

Μέσα στα μάτια σου να γέρνει, επιπλέει το φεγγάρι,

Τους τσιγγάνικούς σου ύμνους, το σπιρτόκουτο στιχάρι.

Ποιος ανάμεσά τους θα το πάλευε, να σε κερδίσει;

Γυναίκα με τα θλιμμένα μάτια από τα πεδινά,

Τον τόπο σου ο προφήτης με θλιμμένα μάτια

Είχε ορίσει απρόσιτο στον ξένο.

Τα αποθηκευτικά μου μάτια,

Τα αραβικά μου τύμπανα –

Να τα αφήσω άραγε στην πύλη σου μπροστά,

Γυναίκα; Ή να περιμένω;

Οι βασιλείς της Τύρου, με τους μελλοθάνατους ουρά,

Περιμένουνε όλοι ένα φιλί γεράνι, στη σειρά.

Και δεν το γνώριζες πως θα συνέβαινε έτσι, μια φορά.

Μα ποιος ανάμεσά τους θέλει –απλώς– να σε φιλήσει;

Με τις παιδικές σου φλόγες, στο μεσονύκτιο δάπεδό σου.

Τους σπανιόλικούς σου τρόπους, το σπιτικό ηρεμιστικό σου,

Με το καουμπόικό σου στόμα – και το απαγορευτικό σου.

Ποιος ανάμεσά τους πιστεύεις το μπορεί να σε αψηφήσει;

Γυναίκα με τα θλιμμένα μάτια από τα πεδινά,

Τον τόπο σου ο προφήτης με θλιμμένα μάτια

Είχε ορίσει απρόσιτο στον ξένο.

Τα αποθηκευτικά μου μάτια,

Τα αραβικά μου τύμπανα –

Να τα αφήσω άραγε στην πύλη σου μπροστά,

Γυναίκα; Ή να περιμένω;

[….]

Από το δρόμο με τις φάμπρικες κρατάς μια μνήμη θλίψη.

Ο ιλουστρασιόν σου σύζυγος, που τώρα πια θα λείψει.

Και η ευγένειά σου – που μετά βίας μπορείς να κρύψεις.

Ποιος ανάμεσά τους θαρρείς, θα μπορούσε να σε επιστρατεύσει;

Τώρα στέκεσαι με τον ληστή σου, είσαι στους ορισμούς

του. Το ιερό το μενταγιόν σου, στων δαχτύλων τους αρμούς

σου. Με το άγιο σου το πρόσωπο και τα στοιχειά του νου σου.

Ποιος ανάμεσά τους θαρρείς θα μπορούσε να σε καταστρέψει;

Γυναίκα με τα θλιμμένα μάτια από τα πεδινά,

Τον τόπο σου ο προφήτης με θλιμμένα μάτια

Είχε ορίσει απρόσιτο στον ξένο.

Τα αποθηκευτικά μου μάτια,

Τα αραβικά μου τύμπανα –

Να τα αφήσω άραγε στην πύλη σου μπροστά,

Γυναίκα; Ή να περιμένω;

 

Η Μαργαρίτα Μέλμπεργκ μεταφράζει Γκρου Ντάλε

Η Γκρου Ντάλε γεννήθηκε στο Όσλο το 1962. Σπούδασε ψυχολογία και αγγλική φιλολογία. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1987 με τη συλλογή ποιημάτων Ακρόαση. Ζει και εργάζεται στο νησί Τσόμε στα φιορντ του Όσλο. Η ποιητική συλλογή Ελπίζω, είπε η Χήνα, από την οποία προέρχονται τα ποιήματα που ακολουθούν, εκδόθηκε το 2011. Το 2014 έλαβε το μεγάλο βραβείο των νορβηγών κριτικών για το καλύτερο παιδικό έργο της χρονιάς. Τα βιβλία της εικονογραφεί ο σύντροφός της Svein Nyhus.

Gro Dahle (Νορβηγία, 1962)

 

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ Μ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΨΑΡΙΑ;

 

Κανείς δεν μπορεί να φυλάξει τόσο

καλά τα μυστικά

όσο τα ψάρια.

Κιχ δεν βγάζουν από το στόμα τους.

Σιωπηλά μένουν ακίνητα χαζεύοντας.

Σιωπηλά κολυμπούν πάνω σε φύκια και κελύφη.

Σιωπηλά κολλάνε το ένα πάνω στο άλλο

σε σχισμές, τρύπες και ρωγμές,

καραδοκώντας πίσω από τις πέτρες,

καραδοκώντας κάτω από την εξέδρα.

 

Αν έχεις κάποιο μυστικό

μπορείς άφοβα να το πεις

στα ψάρια.

Το φυλάνε

σαν θησαυρό,

σαν χρυσάφι και ασήμι και άσπρα μαργαριτάρια.

Αν δεις πως κάτι λαμπυρίζει στο βάθος,

αν δεις πως κάτι φέγγει στη θάλασσα,

δεν είναι παρά τα μυστικά

που έμειναν εκεί

αστράφτοντας

 

ΠΑΡΑ ΕΙΝΑΙ

 

Αγάπη;

λέει η χήνα

και ρίχνει μια γρήγορη ματιά

στον κύκνο.

Αν ξέρω τι είναι αγάπη;

λέει η χήνα

κουνώντας τον πωπό της

πού να ξέρω,

να φουσκώνεις μήπως τα φτερά σου;

Να κρατάς την αναπνοή σου;

Ν’ ανατριχιάζεις;

Κάτι τέτοιο;

λέει η χήνα

και κοιτάζει προς τον κύκνο

προς τον ωραίο μακρύ λαιμό του.

 

 

ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΟΛΑ

 

Τίποτα δεν είναι πολύ μικρό,

και τίποτα δεν είναι πολύ μεγάλο.

Ούτε κι ένας ελέφαντας.

Ακόμα κι αυτός χωράει σε μια λεξούλα.

 

 

ΠΑΡΗΓΟΡΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΑΝΤΑΚΙΑ

 

Μάιος, και τα παπούτσια ξεκινούν

με τα πόδια

και τα χαντάκια αστράφτουν.

Κοίτα τα χαντάκια,

Δεν είναι υπέροχα; Λέει η χήνα

και δείχνει προς το ξερό, χλωμό χορτάρι

το βήχιο

τα ανοιξιάτικα κρεμμύδια

τη φελαντίνα.

Όλα είναι κίτρινα….

και το αλπικό θλάσπι ψηλώνει και απλώνεται

και η άσπρη ανεμώνη αρχίζει εκεί που τελειώνει η γαλάζια.

Αγώνες δρόμου μέχρι το μεσοκαλόκαιρο

και οι σπίνοι έχουν απελπιστεί εντελώς

και το χορτάρι τρέχει με φόρα προς το καλοκαίρι.

 

ΟΧΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ

Μετά πήγαν σπίτι,

ο κύριος και η κυρία καγκουρώ.

Φόρεσαν τα καπέλα τους

βρήκαν και κάτι μπισκότα

κι εκείνος είπε ότι έχουν γενέθλια.

Γενέθλια; Αναρωτήθηκε εκείνη.

Ποιος γιορτάζει σήμερα;

Η μύτη σου, είπε αυτός,

Χρόνια πολλά, να ζήσει, να τη χαιρόμαστε

την πιο ωραία μύτη του κόσμου! (2011)

 

Η Κατερίνα Ηλιοπούλου μεταφράζει Σύλβια Πλαθ

Το “Pursuit” είναι ένα νεανικό ποίημα της Σύλβια Πλαθ το οποίο αγαπώ ιδιαίτερα. Είναι ένα ποίημα καταιγιστικού ρυθμού και υψηλής θερμοκρασίας, θαυμαστής ομορφιάς και τεχνικής αρτιότητας, ποίημα μαγικό που έχει μια υπνωτιστική ποιότητα επίκλησης όπως και άλλα ποιήματα της Πλαθ τα οποία ακολούθησαν, χωρίς να χάνει τον έλεγχο και την οργάνωση των μεταφορών της. Είναι ένα ποίημα που εκφράζει την πρωταρχική αλήθεια του αισθήματος της ερωτικής επιθυμίας· που κάνει τον αναγνώστη να φλέγεται, να λαχανιάζει, παρακολουθώντας το ξετύλιγμά του. Η νεαρή Σύλβια συλλαμβάνει βιωματικά και ποιητικά εκείνο για το οποίο έχει γράψει και η Τσβετάγεβα: την αγάπη για το λύκο, τη σαγήνη που γεννά αυτό που έχει τη δύναμη να σε σκοτώσει, τον τρόμο που εγείρει η ερωτική επιθυμία, τον κίνδυνο που καίει τα σωθικά – μαζί με την έλξη γι’ αυτό που σε απειλεί. Ο πάνθηρας είναι ο ίδιος ο έρωτας, η αγριότητα, τα δόντια και τα νύχια του, η επιθυμία να φας και να φαγωθείς χωρίς παρ’ όλα αυτά να πεθάνεις, αλλά αντίθετα να βιώσεις το θρίαμβο του να είσαι ζωντανός. Όπως γράφει στο ημερολόγιό της, εκείνη την ημέρα δούλευε σε μια εργασία για τη Φαίδρα του Ρακίνα, και το ποίημα ξεκινά με ένα μότο από το έργο.

 

Sylvia Plath (ΗΠΑ, 1932-1963)

ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ

Στα βάθη των δασών η εικόνα σας με ακολουθεί.

       Racine 

Ένας πάνθηρας επίμονα με καταδιώκει:

  Αυτός μια μέρα θα ’ναι ο θάνατός μου.

  Η άσβεστη πείνα του καίει τα δάση,

Πιο αγέρωχος από τον ήλιο αναζητά το θήραμά του.

Πόσο απαλά, πόσο ανεπαίσθητα το βήμα του γλιστρά,

  Πίσω μου τρέχει ασταμάτητα θα με προφτάσει.

  Μες στα χαμόκλαδα, οι κόρακες τον όλεθρο αναγγέλλουν:

Άρχισε το κυνήγι τα δόκανα είν’ όλα ανοιχτά.

Τ’ αγκάθια με τρυπάνε τρέχω στις πέτρες,

  Ξέπνοη μες στο πυρωμένο λευκό μεσημέρι.

  Ποια φλόγα κυλάει στο κατακόκκινο

Δίχτυ των φλεβών του, ποια δίψα τον κατέχει;

Αχόρταγος, τη γη οργώνει

  Καταραμένος απ’ το αίμα των προγόνων,

  Ζητώντας: αίμα, αίμα να χυθεί.

Σάρκα να κορέσει του στόματος την ανοιχτή πληγή.

Κοφτερά τα δόντια που σπαράζουν και γλυκιά

  Η πυρωμένη οργή της γούνας του.

  Καίνε τα φιλιά του και κάθε πέλμα του μια βάτος,

Μόνον ο θάνατος μια τέτοια πείνα θα χορτάσει.

Το μανιασμένο πάνθηρα για ν’ αγρυπνήσουν,

  Γυναίκες σαν πυρσοί αναμμένες,

  Κείτονται κατάμαυρες, κατακαμένες,

Και γίνονται του λιμασμένου αίλουρου η λεία.

Τώρα οι λόφοι κλωσούν την απειλή τους, σκιές γεννάνε.

  Νύχτα σκεπάζει το θολό το δάσος.

  Ο μαύρος άρπαγας, από έρωτα σπρωγμένος

Μέλη ρευστά, που με ακολουθούν.

Πίσω απ’ τις πυκνές συστάδες των ματιών μου

  Η λυγερή μορφή ελλοχεύει. Στου ονείρου την ενέδρα

  Λάμπουν  τα νύχια που τη σάρκα τη ρημάζουν

Και οι δυνατοί μηροί πεινούν ακόμη.

Η φλόγα του σαν θηλειά με πνίγει, τα δέντρα ανάβει,

  Τρέχω και το κορμί μου λαμπαδιάζει.

  Ποιο καταφύγιο, ποια δροσιά να μ’ αγκαλιάσει

Κάτω απ’ το χρυσό πυρακτωμένο βλέμμα που χαράζει;

Εξακοντίζω την καρδιά μου το διάβα του ν’ αναχαιτίσω,

  Τη δίψα του να σβήσω αιμορραγώ.

  Τρώει κι ο πόθος του τροφή ζητάει,

Προστάζει ολοκληρωτική θυσία.

Ενέδρα στήνει η φωνή του, μάγια μου κάνει,

  Το ρημαγμένο δάσος γίνεται στάχτη;

  Χυμάω μπροστά με φρίκη, να ξεφύγω απ’ τον κρυφό μου πόθο

Συγκλονισμένη από της λάμψης του τον πυρετό.

Εισέρχομαι στου φόβου μου τον πύργο,

 Κλείνω την πόρτα στη σκοτεινή ενοχή,

Τις πόρτες κλείνω, κλειδώνω κάθε κλειδωνιά.

Το αίμα κυλάει γρήγορα βροντοχτυπάει στ’ αυτιά:

Του πάνθηρα το βήμα, ηχεί στα σκαλιά,

Ανεβαίνει, ανεβαίνει τα σκαλιά.

 

Η Γιάννα Μπούκοβα μεταφράζει Μπίνιο Ιβανόφ

Ο Μπίνιο Ιβανόφ (1939-1998) είναι μια μοναχική φιγούρα στη σύγχρονη βουλγάρικη λογοτεχνία. Ανήκει στη μεταπολεμική γενιά της βουλγάρικης ποίησης, μια γενιά για την οποία η επιλογή αισθητικής ήταν ηθική απόφαση και υπαρξιακό ρίσκο. Παρά τη λογοκρισία, ο Ιβανόφ δημιούργησε το δικό του μοναδικό ποιητικό ιδίωμα, έντονα γλωσσικό, βασισμένο στον ρυθμικό πλούτο και τη μουσική υποβλητικότητα της γλώσσας, γεμάτο έντονες εικόνες, παράδοξα και ανατροπές. Έγραψε λίγα βιβλία, πέθανε νωρίς και δεν άφησε λογοτεχνικούς απογόνους.

Διάλεξα αυτό το ποίημα γιατί αγαπάω πολύ την ποίησή του και σέβομαι βαθιά την προσωπικότητά του. Και επειδή η Αποκάλυψη είναι πάντα επίκαιρη.

 

Биньо Иванов (Boυλγαρία, 1939-1998) 

 

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕ ΠΡΟΦΗΤΗ

Στον ύπνο του λαλούσε τα τέλεια του όνειρα

που τερματίζουν με πογκρόμ,

το αίμα του φωνούσε, άπλωνε την ψυχή του, με κόπο

     συγκρατούσε το ελατήριο της καλπάζουσας καρδιάς του,

εκεί ψηλά μπουμπούνιζε, θρυμματιζόταν ο ωκεανός, ζώα,

     άνθρωποι, πουλιά σφάδαζαν μέσα σ’ εμβρόντητη φρίκη,

ο ίδιος παρέμενε πιο στεγνός και από κόκκο στη Σαχάρα,

υψώνοντας το δάκτυλό του σ’ Εκείνο επάνω από εμάς:

γιατί να κλαίω, κλάψε εσύ! Ρίγησε και γκρεμίσου, εμείς

     δεν έχουμε από πού, εσύ είσαι Τίγρης, εσύ και ο Ευφράτης,

εσύ παίζεις στα δάκτυλα όλη τη Μεσοποταμία, την αρχή

     της παγωνιάς μου σήμερα, τη χθεσινή μου κάψα,

τη νέκρα αύριο, μόνον εσύ κρατάς κάποιο

     μηχάνημα να ξεκλειδώνεις και να κλείνεις, να κλειδώνεις

και να ανοίγεις (με τα μισάνοιχτα να ξεγελάς),

επιτρέπεις – σκοτώνεις, απαγορεύεις – ανασταίνεις,

αρχηγεύεις – θυμάσαι, ελευθεριάζεις – ξεχνάς,

εισάγεις – σβήνεις από την ιστορία, αφού δική σου είναι

     η ασυνειδησία με τη συνείδηση μαζί, στα χέρια σου

είναι το μαχαίρι προτού φυτρώσει το ψωμί, ο θρήνος, το κουρέλι

     χωμένο στο λαιμό, η πείνα των παιδιών πάντα των άλλων – ε γ ώ,

τι σχέση έχω εγώ;

εγώ μόνον αβάσταχτα ξυπνώ τη νυσταγμένη λέξη μου,

σαλεύει ήδη πίσω από τη βαριά αυλαία,

λουσμένη από την προδοτική σελήνη, κρούει

τη σκοτεινή πλευρά της.

 

Ο Βασίλης Αμανατίδης μεταφράζει Στίβεν Σόντχαϊμ

  

Το  “Barcelona” είναι ένα από τα τραγούδια του ιστορικού μιούζικαλ Company (1970) του συνθέτη και στιχουργού –και ιδιοφυούς ανανεωτή του σύγχρονου αμερικανικού μουσικού θεάτρου– Στίβεν Σόντχαϊμ (1930-2021). Πρόκειται σχεδόν για ένα πλήρες μονόπρακτο που, μέσα σε τέσσερα μόνο λεπτά ενός one night stand δύο εραστών του καιρού μας, καταφέρνει και συλλαμβάνει κάτι από το βάθος της αληθινής ζωής της σύγχρονης εποχής. Και το κάνει με διακεκομμένο προφορικό λόγο και με μισόλογα που όμως και τι δεν «λένε» για την επιθυμία, τις ελπίδες, τον ενθουσιασμό και τις ματαιώσεις μας, τις μάσκες, τις αλήθειες και τα ψέματα, τα γλωσσικά στερεότυπα, τα ομολογημένα και τις αποκρύψεις μας… Υλικά καθημερινά μα πρωτότυπος τρόπος, ιδανική σύζευξη μουσικής και λέξεων, απολαυστικό θέατρο, αλλά και μάθημα λόγου (και, ναι, ποίησης: αυτή η γυμνή, μινιμαλιστική μα ευφάνταστη λεκτική παρτιτούρα...). Τιμώντας την ακρίβεια του δασκάλου Σόντχαϊμ, αλλά και για παιχνίδι, αύξησα το βαθμό δυσκολίας και δοκιμάζω μια απόδοση με νοηματική πιστότητα αλλά και με ρυθμική ακολουθία του πρωτοτύπου και μετρημένες συλλαβές, ώστε να μπορεί λίγο πολύ και να τραγουδηθεί στα ελληνικά.

Stephen Sondheim (1930-2021)

ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Πού πας τώρα;

ΙΟΥΛΙΑ:

Βαρκελώνη.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Α…

ΙΟΥΛΙΑ:

Όλα καλά.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Είν’ ανάγκη;

ΙΟΥΛΙΑ:

Είναι, πρέπει.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Α…

ΙΟΥΛΙΑ:

Όλα καλά.

Μη θυμώνεις…

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Δε θυμώνω.

ΙΟΥΛΙΑ:

Αφού θυμώνεις…

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Όχι, λέω.

Αυτά άσ’ τα κάτω!


ΙΟΥΛΙΑ:

Να, θυμώνεις.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Δε θυμώνω.

ΙΟΥΛΙΑ:

Ναι, θυμώνεις.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Άσε κάτω

τα φτερά σου

Και μη φεύ-

ΙΟΥΛΙΑ:

θα φύγω.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Μεί-

ΙΟΥΛΙΑ:

Πετάω-

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

…νε

ΙΟΥΛΙΑ:

σε λίγο

ΙΟΥΛΙΑ & ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

για

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

ναι, ξέ-

ΡΟΒΕΡΤΟΣ // ΙΟΥΛΙΑ:

-ρω // τη

Βαρκελώνη

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Άκου, είσαι φοβερό παιδί

κι όχι για μια βραδιά.

[Χασμουριέται]

Όχι, εσύ ’σαι φοβερό παιδί

κι όχι γιατί πιάνεις πουλιά –

όχι μόνο γιατί πιάνεις στον αέρα πουλιά –

Έχεις ομορφιά και στυλ και νου,

Μαγιού!

ΙΟΥΛΙΑ:

Ιουλία.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Ιουλία...

ΙΟΥΛΙΑ:

Θενκ γιου.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Πού είν’ ο νους σου;

ΙΟΥΛΙΑ:

Στη Βαρκελώνη.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Α.

ΙΟΥΛΙΑ:

Πτήση επτά.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Μείνε λίγο.

ΙΟΥΛΙΑ:.

Πώς το θέλω…

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Αλλά;

ΙΟΥΛΙΑ:.

Μου το χτυπάς!

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:.

Ε, μείνε λίγο.

ΙΟΥΛΙΑ:

Ε, δεν μπορώ.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Να μην πας…

ΙΟΥΛΙΑ:

Μα δεν μπορώ…

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

…εκεί που πας…

ΙΟΥΛΙΑ:

Βαρκελώνη.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Φτάνει πια.

ΙΟΥΛΙΑ:

Και Μαδρίτη.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:.

Μπον βουαγιάζ.

ΙΟΥΛΙΑ:

Μ’ αεροπλάνο.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Καληνύχτα.

ΙΟΥΛΙΑ:

Θυμώνεις.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Μπα.

ΙΟΥΛΙΑ:

Πηγαίνω –

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Να πας…

ΙΟΥΛΙΑ:

για δουλειά –

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

…στο καλό.

ΙΟΥΛIA:

Αλλά…

αφού σ’ εμάς...

η αγάπη είναι το παν...

Ή ταν

ή επί τας... οκέι, εγώ

θα μεί-

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Τι;

ΙΟΥΛΙΑ:

…νω εδώ.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ:

Ω! Έϊ! Α-

μάν!

Η Αντωνία Γουναροπούλου μεταφράζει Λούι ΜακΝις

 

Ο ιρλανδός ποιητής Λούι ΜακΝις γεννήθηκε το 1907 και πέθανε το 1963. Από τον Ιανουάριο του 1941 έως και το θάνατό του, εργαζόταν στο BBC. Εκεί σκηνοθετούσε ραδιοφωνικά θεατρικά έργα τα οποία έγραφε ο ίδιος. Η συμμετοχή του αυτή στο προπαγανδιστικό έργο της βρετανικής κυβέρνησης ήταν ο δικός του τρόπος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αγώνα εναντίον του φασισμού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνες οι μέρες στο BBC, όπου συμμετείχαν και πολλοί άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης, όπως για παράδειγμα ο Ντύλαν Τόμας, έχουν χαρακτηριστεί «πυρετικές». Οι άνθρωποι αυτοί, όταν τελείωναν το έργο τους, κατευθύνονταν στις παμπ του Σόχο. Εκεί όμως κατέφευγαν και βρετανοί στρατιώτες, οι οποίοι είχαν βρεθεί στο Λονδίνο με άδεια από το μέτωπο του πολέμου. Όταν διάβασα αυτές τις πληροφορίες, κατάλαβα ότι μάλλον είχα εντοπίσει το σκηνικό που ενέπνευσε το ποίημα «Αλκοόλ» του Λούι ΜακΝίς. Το ποίημα γράφτηκε το 1942.

Louis MacNeice (Ιρλανδία, 1907-1963)

 

ΑΛΚΟΟΛ

Της μέθης τα χρυσά νερά δεν έχουν πλούσιους και φτωχούς,
Είπε ο Έλληνας ποιητής. Στον πόλεμο, αν κοιτάξουμε τριγύρω
Θα δούμε τόσους που έχουν γυρίσει στους νεκρούς
Να παραγγέλνουν ασταμάτητα άλλον ένα γύρο.

Οι Έχοντες δεν αντέχουν πια επιλογές,
Οι Μη Έχοντες μπαΐλντισαν να μη διαλέγουν πάλι.
Όλοι παραγγέλνουν με παρόμοιες φωνές,
Ψευτομέτωπο λαϊκό στήνουν στην κραιπάλη.

Άλλο ένα: Η αυταπάτη είναι χρυσή,
Καλά το ’πε ο Βακχυλίδης. Βάλ’ του, μην αργείς,
Τραυλίζει το σιφόνι στη νύχτα την αρχαϊκή,
Η σάρκα είναι πρόθυμη και η ψυχή ασθενής.

Άλλο ένα: Να ο Αδάμ, στον Κήπο πάλι.
Άλλο ένα: Το φίδι, πάλι στο δέντρο έχει συρθεί.
Ας κλείσουν οι αρτηρίες, ας νερουλιάσει το κεφάλι,
Αν είν’ ματάκιας ο Θεός, ό,τι έχει να δει θα δει.

Άλλο ένα: Ο Κάιν έσφαξε τον αδερφό.
Άλλο ένα: Κατάρα, λένε, τον βαραίνει.
Άλλο ένα κι άλλο ένα κι άλλο ένα ποτό:
Από τις όμορφες ιδεολογίες τίποτα δε μένει.

Ένα μπουκάλι αιωρείται κρεμασμένο από σκοινί.  Πλοίο φαιό μεταλλικό,
Ήταν το Μέλλον τάχα, γέρνει ελαφρά στο πλάι
Και καθελκύεται με κατευόδια σε ωκεανό
Όπου κανένα κατευόδιο δε μετράει.

Πάρε από δω τα σλόγκαν σου – φέρε κάτι να γλιστράει στο λαιμό,
Μπίρα ή μπράντι ή σναπς ή τζιν – κάτι απ’ αυτά ταιριάζει.
Για τους προδότες του εαυτού τους δεν έχει άλλη οδό.
Αυτή η μόνη διέξοδος, που όχι έξω, αλλά μέσα βγάζει.

 

Η Χριστιάνα Μυγδάλη μεταφράζει Μπομπ Ντύλαν

Bob Dylan (ΗΠΑ, 1941)

ΑΛΛΑΓΗ ΦΡΟΥΡΑΣ

Δεκάξι χρόνια
Δεκάξι λάβαρα ενωμένα
ανεμίζουν πάνω απ’ τους αγρούς εκεί που θρηνεί ο καλός ποιμένας.
Απεγνωσμένοι άντρες,
απεγνωσμένες γυναίκες,
διχασμένοι
απλώνουν τα φτερά τους
κάτω απ’ τα φύλλα που πέφτουν.

Το κάλεσμα της μοίρας:
Βγαίνω απ’ τις σκιές μπροστά στην Αγορά.
Έμποροι και κλέφτες, διψούν για εξουσία,
ξέπεσε κι η τελευταία μου συμφωνία.
Μυρίζει αυτή γλυκά, σαν τα λιβάδια όπου γεννήθηκε,
μια νύχτα πριν το θερινό ηλιοστάσιο.

Κάτω απ’ τις πολεμίστρες

το ψύχραιμο φεγγάρι
προσμένει ο κυβερνήτης

κοιτώντας τη γιορτή από ψηλά
τη σκέψη του στέλνει σε μια υπηρέτρια που αγαπά κρυφά,
στο εβένινό της πρόσωπο που σε καμιά περιγραφή δεν αντιστοιχεί.
Ο κυβερνήτης λυπημένος, μα ακόμα φρονεί
ότι ο έρωτάς του θα ανταποδοθεί.

Της ξυρίζουν το κεφάλι.
Ανάμεσα στο Δία και τον Απόλλωνα είναι διχασμένη.
Φτάνει αγγελιοφόρος με μαύρο αηδόνι.
Την είχα δει στις σκάλες
και δεν μπορούσα, δεν μπορούσα
να μην την ακολουθήσω
να κατεβαίνει.
Περνάει μπροστά απ’ τη βρύση,
της σηκώνουν το πέπλο,
εκεί είναι συναγμένοι.

Σκοντάφτω και σηκώνομαι.
Περνάω με το άλογό μου πάνω από τα χαλάσματα, πηδάω χαντάκια,
με τις πληγές να γιαίνουν αργά
κάτω από ένα τατουάζ
σε σχήμα καρδιάς.
Αποστάτες ιερείς
και άγουρες πανούργες μάγισσες
μοιράζουν τα λουλούδια
που σου είχα δώσει

Το παλάτι των κατόπτρων
που καθρεφτίζονται σκύλοι-στρατιώτες.
Ο ατέλειωτος δρόμος.
Ο θρήνος της καμπάνας,
οι άδειες αίθουσες
όπου φυλάσσεται η μνήμη της.
Κι οι φωνές των αγγέλων
που ψιθυρίζουν στις ψυχές
αλλοτινών εποχών.

Εκείνη τον ξυπνάει.
Σαράντα οκτώ ώρες αργότερα ο ήλιος ανατέλλει.
Σπασμένες αλυσίδες,
σωροί από δάφνες και κυλισμένα βράχια.
Τον ικετεύει να της πει
τι άλλο θα υποστεί

Αυτός τη σέρνει χάμω
κι αυτή έχει κρεμαστεί

απ’ τα χρυσά μαλλιά του.

«Κύριοι», λέει αυτός, «δεν χρειάζομαι τους θεσμούς σας,
Έχω γυαλίσει τα υποδήματά σας
έχω μετακινήσει τα όρη σας
κι έχω σημαδέψει τα χαρτιά σας.
Όμως η Εδέμ είναι βαρετή,
ετοιμαστείτε για εξάλειψη οριστική,
ειδάλλως τις καρδιές σας
οπλίστε με κουράγιο
για της φρουράς την αλλαγή.

Η Ειρήνη θα αποκατασταθεί:
Ηρεμία και μεγαλείο
πάνω στο άρμα της φωτιάς.
Δεν θα μας φέρει όμως
καμιά ανταμοιβή
όταν καταρριφθούν
τα ψεύτικα είδωλά της.
Κι ο σκληρός θάνατος
θα παραδοθεί
σαν φάντασμα χλωμό
πισωπατώντας
ανάμεσα στο Βασιλιά και τη Βασίλισσα Σπαθί.»

 

Ο Άκης Παπαντώνης μεταφράζει Μαξ Ζέμπαλντ

Τέσσερα ποιήματα του γερμανού ποιητή και πεζογράφου Μαξ Ζέμπαλντ (1944-2001) από τη συγκεντρωτική συλλογή Across the Land and the Water. Η μετάφραση έγινε συνδυαστικά από τα αγγλικά και τα γερμανικά (ο Ζέμπαλντ ήταν δίγλωσσος, μα έγραφε πρώτα στα γερμανικά).

W. G. “Max” Sebald (Γερμανία, 1944-2001)

 

ΔΕΝΤΡΑ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Επειδή είναι όντως δύσκολο

να αφομοιώσεις το τοπίο

καθώς περνάς μέσα σε ένα τρένο

από εδώ προς τα εκεί

κι εκείνο βουβά

σε κοιτάζει να χάνεσαι.

~

Μια αποικία από κήπους

ανηφορίζοντας την πλαγιά, μες στο φθινόπωρο.

Νεκρά φύλλα μαζεμένα

σε σωρούς.

Σύντομα –το Σάββατο–

ένας άντρας

θα τους βάλει φωτιά.

~

Ο καπνός δεν θα κυκλώνει

καθόλου, καθόλου πια

τα δέντρα, τώρα

το βράδυ σκεπάζει

τα χρώματα του χωριού.

Βάζει ένα τέλος

στους μηχανισμούς της σκιάς.

Η απόκριση του τοπίου

δεν περιμένει απάντηση.

~

Η πρόθεση είναι σφραγισμένη

από νεύματα που διατηρήθηκαν.

Έχοντας φτάσει υπό βροχή

η διεύθυνση μουντζουρώθηκε.

Να υποθέσεις την «επιστροφή»

στο τέλος του γράμματος!

Μερικές φορές, κρατώντας το μπροστά στο φως,

διαβάζεις: «της ψυχής».

 

Η Μαρία Τοπάλη μεταφράζει Ράινερ Μαρία Ρίλκε

 

Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875-1926) είναι μεγάλος αυστρογερμανός ποιητής και η Μαρία Τοπάλη μια από τις μεταφράστριές του στα ελληνικά – έχει μεταφράσει τις Επιστολές σε μια νέα γυναίκα (2001) και τις Ελεγείες του Ντουίνο (2011). Έγραφε ο Δημήτρης Μαρωνίτης στο Βήμα (15/7/2012) για την προσέγγιση της μεταφράστριας: «Η μετάφραση δεν μελωδεί. […] Η μετάφραση δεν αισθηματολογεί. […] Η τρίτη αρετή δύσκολα μετονομάζεται. Ίσως το κρυφό της όνομα ακούει στη λέξη “νόημα”». [ΤΒJ]

  

Rainer Maria Rilke (Αυστρία, 1875-1926)

ΠΡΟΘΥΡΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Έφυγε το σκληρό. Μια προστασία στάθηκε

απάνω στο φαιό του λιβαδιού που ξεσκεπάστηκε.

Τον τόνο αλλάζουνε μικρά νερά

Αοριστίες, τρυφερά

Απλώνουν χέρι απ’ το Σύμπαν για τη Γη.

Δρόμοι ανοίγονται στο χώμα, μακρινοί, το δείχνουν.

Απρόσμενα το βλέπεις να σηκώνεται

Πάνω στο άδειο δέντρο να τυπώνεται. 

 

Ο Χρήστος Σιορίκης μεταφράζει Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

Κάποιες φορές, κάτι που αγάπησες σε μια άλλη γλώσσα θέλεις να το μεταφέρεις στη δική σου. Η αγάπη μου για τον Λόρκα και τα Σονέτα του σκοτεινού έρωτα με έκανε να μεταφράσω αυτό το ποίημα. Στο ισπανικό πρωτότυπο ακούγονται κάποια χαρακτηριστικά ισπανικά σύμφωνα, το «θ» και το «χ», που μας υπενθυμίζουν ότι τα ισπανικά είναι μια κοφτερή γλώσσα, όχι απλώς μια χαρούμενη, μελωδική γλώσσα.

  

Federico Garcia Lorca (Ισπανία, 1898-1936)

ΣΟΝΕΤΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Αυτό το στεφάνι! Γρήγορα! Γιατί πεθαίνω!

Πλέξ’ το γρήγορα! Τραγούδα! Στέναξε! Τραγούδα!

Γιατί η σκιά με πιάνει απ' το λαιμό
κι έρχεται και ξανάρχεται το φως του Γενάρη.

Ανάμεσα στο μ’ αγαπάς και σ’ αγαπώ,
αέρας άστρων και ανατρίχιασμα βλαστών,
ένα σμήνος ανεμώνες με σκοτεινό στεναγμό
ξεσηκώνει έναν ολόκληρο χρόνο.

Απόλαυσε το δροσερό τοπίο της πληγής μου,
σπάσε καλάμια και λιγνά ρυάκια,
πιες στον μελένιο μηρό χυμένο αίμα.

Μα βιάσου! Δεμένους, ενωμένους,
με στόμα σπασμένο από έρωτα, με ψυχή δαγκωμένη,
ο χρόνος να μας βρει κατεστραμμένους.

 

Η Λένια Ζαφειροπούλου μεταφράζει Φρήντριχ Χαίλντερλιν

Η ποίηση του μείζονος γερμανού ρομαντικού Φρήντριχ Χαίλντερλιν (1770-1843) μεταφράζεται και ξαναμεταφράζεται στα ελληνικά. Πιθανόν, ένας από τους λόγους είναι η χρήση συμβόλων και αναφορών, που συχνά προέρχονται από τον ελληνικό κόσμο που τον ένιωσε βαθιά, τόσο στο συμβολικό όσο και στο μεταφυσικό επίπεδο. Ωστόσο, ο ποιητικός κόσμος του Χαίλντερλιν είναι ευρύτερος, πλούσιος και πάντα ανοιχτός στις ερμηνείες. Κι αυτό κάνει πάντα προκλητική την αναμέτρηση με την ποίησή του. [ΤΒJ]

Friedrich Hölderlin (Γερμανία, 1770-1843)

 

ΘΥΜΗΣΗ

Φυσά ο βορειοανατολικός,

Ο πιο αγαπημένος άνεμος

Για μένα: γιατί πνεύμα φλογερό

Και καλή πορεία υπόσχεται στους ναυτικούς.

Πήγαινε όμως και χαιρέτα

Την ωραία Γκαρόν

Και τους κήπους του Μπορντώ

Εκεί προς την απόκρημνη ακτή

προχωρεί το μονοπάτι και στο κύμα

Βαθιά το ρυάκι πέφτει. Και κάτω

Κοιτάζει ζεύγος ευγενές

Από βελανιδιές και ασημόλευκες.

Ακόμα τα σκέφτομαι αυτά και το πώς

Το δάσος της φτελιάς κλίνει

Τις πλατιές του κορφές πάνω απ’ τον μύλο,

ενώ στην αυλή φυτρώνει μια συκιά.

Στις αργίες εκεί περπατούν

Οι μελαχρινές γυναίκες

Πάνω σε γη μεταξωτή,

Τον Μάρτη

Όταν ίσες είναι η νύχτα και η μέρα

Κι όταν πάνω στα αργά μονοπάτια,

Βαριές απ’ τα χρυσά τους όνειρα,

Λικνιστικές περνούν οι αύρες.

Ας μου δώσει όμως κάποιος,

Το ευωδιαστό κύπελλο,

Γεμάτο από φως σκοτεινό,

Για να βρω την ανάπαυση: γλυκός

Θα ’ταν ο ύπνος κάτω απ’ τις σκιές.

Καλό δεν είναι

Άψυχος να ’σαι και να τρέφεις

Σκέψεις θνητές. Καλή είναι

Μια συνομιλία και το να λες

Τη γνώμη της καρδιάς, ν’ ακούς πολλά

Για τις ημέρες της αγάπης

Και για πράξεις που έγιναν.

Πού είναι όμως οι φίλοι;

Ο Μπελλαρμίν

Με τον σύντροφο; Κάποιοι

Αποστρέφονται πια την πηγή και δεν πάνε.

Γιατί αρχίζει ο πλούτος

Στη θάλασσα. Αυτοί

Σαν ζωγράφοι συνάζουν

Τα κάλλη της γης και δεν καταφρονούν

Τον φτερωτό πόλεμο

Ούτε τη μακροχρόνια, μοναχική ζωή

Κάτω απ’ το μαραμένο κατάρτι: εκεί όπου

Δεν λαμπρύνουν τις νύχτες

Οι αργίες της πόλης

Ούτε χορδές και τραγούδια 

Κι ο γηγενής χορός.

Αλλά τώρα οι άνδρες

Πήγαν στους Ινδούς.

Εκεί στην αεράτη κορφή,

Στους λόφους με τ’ αμπέλια

Η Ντορντόν κατεβαίνει

Και μαζί με τη θεσπέσια

Γκαρόν, πλατιά σαν θάλασσα,

Τα ποτάμια εκβάλλουν. Παίρνει

Και δίνει η θάλασσα μνήμη,

Αλλά κι η αγάπη προσηλώνει με ζήλο τα μάτια.

Ό,τι όμως μένει, το χορηγούν οι ποιητές. 

 

Ο Γιάννης Δούκας μεταφράζει Λίντα Γκρεγκ και Ραίημοντ Κάρβερ

 

Διάλεξα δυο ποιήματα που διαβάζονται ως ερώτηση κι απόκριση, που το ένα σοβαρεύεται και το άλλο μειδιά, το ένα παρατηρεί, το άλλο χορεύει στο νεφέλωμα αυτών που υπονοούνται, συνομιλώντας μεταξύ τους και με τη δραστική λιτότητα που φιλοδόξησε το ρυθμικό αποτύπωμα του κόσμου.

 

Linda Gregg (HΠΑ, 1942-2019)

 

ΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΣ

Οι νύχτες στην Ελλάδα είναι ξάστερες.

Όταν γεμίζει το φεγγάρι το βλέπουμε ολόκληρο

και δεν έχουμε κανένα συναίσθημα.

Raymond Carver (ΗΠΑ, 1938 - 1988)

 

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ

Για τη φίλη μου Λίντα Γκρεγκ,

αφού διάβασα τον «Κλασικισμό»

 

Οι νύχτες είναι ανάστερες εδώ.

Αλλ’ αν γεμίζει το φεγγάρι, το γνωρίζουμε.

Νιώθουμε κάτι μια στιγμή,

Κάτι άλλο την επόμενη.

 

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης μεταφράζει Πιερ Ρεβερντύ

O Πιερ Ρεβερντύ χρησιμοποιεί συχνά τις λέξεις «αγάπη» και «συγκίνηση». Μ’ αρέσει αυτό, κι είναι σπάνιο σε μοντέρνο ποιητή της δικής του μεγάλης αξίας. Αξία που αναγνώριζαν όλοι οι μείζονες ποιητές και άλλοι καλλιτέχνες του καιρού του, αποδίδοντας σ’ αυτόν τα πρωτεία: ο Σαρ, ο Μπρακ, ο Αραγκόν, ο Μπρετόν…

Γεννήθηκε το 1889 στη γαλλική επαρχία – κι επέστρεψε σ’ αυτήν στα 37 του χρόνια, για να ξαναβυθιστεί στην ανωνυμία σχεδόν και να ζήσει σαν κοσμοκαλόγερος μέχρι το θάνατό του το 1960. Ενδιαμέσως, στο Παρίσι από το 1910, είχε προλάβει να γνωρίσει όλες τις σημαντικές προσωπικότητες της τέχνης, και να ιδρύσει το θρυλικό περιοδικό Βορράς-Νότος όπου και τις φιλοξένησε.

Διάλεξα το ποίημά του «Τρυφερότητα» για τον τίτλο του, και για το θέμα του –τη σημασία των φίλων στη ζωή–, όχι μόνο γιατί το βρίσκω υπέροχο, αλλά και γιατί νομίζω πως ταιριάζει σε αυτή τη μεταφραστική σύναξη και γιορτή.


Pierre Reverdy (Γαλλία, 1889-1960)

ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ

Η καρδιά μου χτυπά με τα φτερά της μόνο
Δεν είμαι πιο μακρυά απ’ ό,τι η φυλακή μου
Ω φίλοι μου χαμένοι πίσω απ’ τον ορίζοντα
Μονάχα τη δική σας κρυμμένη ζωή αφουγκράζομαι
Υπάρχει ο χρόνος τυλιγμένος κάτω απ’ τις πτυχές του θόλου
Κι όλες οι αναμνήσεις που περάσαν απαρατήρητες
Δεν μένει παρά να χαιρετήσω τον αέρα που προς εσάς κινά
Που θα χαϊδέψει τα δικά σας πρόσωπα
Nα κλείσω την πόρτα στους βραδινούς ψιθύρους
Και να κοιμηθώ κάτω απ’ την νύχτα που πνίγει το διάστημα
Δίχως σκέψη να φύγω
Ποτέ να μη σας ξαναδώ
Φίλοι έγκλειστοι μες στον καθρέφτη
Αντανακλάσεις της αγάπης μου ανάμεσα στα βήματα βαλμένες
Μορφασμοί του ήλιου μες στα μάτια που σβήνουν
Πίσω απ’ την φωτεινότερη φόδρα των σύννεφων
Μοίρα μου πλασμένη με φόβους και ψέματα
Επιθυμία μου αποκομμένη από το πλήθος
Όλα όσα ξέχασα μες στην πρωινή ελπίδα
Όσα εμπιστεύθηκα στων χεριών μου τη σύνεση
Τα όνειρα που μόλις φτιάχτηκαν χαλάστηκαν
Τα πιο ωραία ερείπια σχεδίων χωρίς αναχωρήσεις
Υπό τις λάμες του παρόντος χρόνου που μας αποδεκατίζουν
Τα κεφάλια ορθωμένα μπρος στα μαύρα πρανή
Μεθυσμένα από τις μυρωδιές απ’ όλα τα πλάτη της γης
Υπό το πάθος του ανέμου καθώς στριφώνεται
Με κάθε γραμμή των στροφών
Δεν έχω πια φως αρκετό
Ο θάνατος μού γρατζουνά το μέτωπο
Κι η ίδια ύλη
Βαραίνει προς το απόβραδο γύρω από το κουράγιο μου
Αλλά πάντα το ξύπνημα πιο φωτεινό μέσα στην φλόγα των αντικατοπτρισμών του


 

Παναγιώτης Ιωαννίδης

Ποιητής, κριτικός, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού για τη διερεύνηση του ποιητικού φαινομένου ΦΡΜΚ, ιδρυτής και επιμελητής των ποιητικών αναγνώσεων «Με τα λόγια (γίνεται)». Έχει δημοσιεύσει τα ποιητικά βιβλία Το σωσίβιο (2008), Ακάλυπτος (2013), Πολωνία (2016),  Ρινόκερως (2020) και έχει συμμετάσχει στα συλλογικά δοκιμιακά έργα Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (2018) και Τι μας μαθαίνει η τέχνη (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.