Κακή συνήθεια
Τουλάχιστον μια φορά τη μέρα,
κάθε μέρα,
για να βεβαιωθώ πως διόλου δεν μοιάζω
στην όψη με τον Θεό,
χαμογελώ.
[μτφρ.: Μαίρη Γιόση]
Ποίημα [Ι]
Ποια γλώσσα θα ’ναι ασφαλής
Όταν ξαγρυπνάμε όλη νύχτα
Λέγοντας λέξεις της παλάμης, όχι των ακροδάχτυλων
Αυτή η πληγή που σε μας ψάχνει φωνή
Πηγή θα γίνει με ενοικιαζόμενα δωμάτια
Ή γλώσσα αποτελούμενη από φιλιά και φύλλα
[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]
Αντίο
Αν είστε ακόμη ζωντανοί και το διαβάζετε,
κλείστε τα μάτια σας. Κάτω
απ’ τα βλέφαρά τους είμαι, και μαυρίζω.
[μτφρ.: Γιάννης Δούκας]
Σε έναν πεθαμένο φίλο
Πένθιμα ρούχα
φορεμένα απ’ την ανάποδη
θα ήταν λευκά
αν τα πράγματα ήταν σωστά
αν τα αντίθετα κυριαρχούσαν
Αν η αλήθεια επικρατούσε
τότε εσύ κι εγώ
θα ήμασταν δυο
αντί για το ένα
που απογίναμε
[μτφρ.: Μαίρη Γιόση]
Ιστορία
Ελπίδα… Παρελάσεις
[μτφρ.: Γιάννης Δούκας]
Πρώτη ματιά
Στο καλοκαίρι εισερχόμαστε από τη σήτα
κι έτσι μοιάζει θολό,
με την πρώτη ματιά, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται
για ένα πλέγμα λεπτότατων συρμάτων
αναρτημένων στο πλαίσιο της πόρτας
που παραπλανούν το βλέμμα μας...
Τι κι αν δεν εισερχόμασταν ποτέ λοιπόν –
τι κι αν οι μέρες παρέμεναν έτσι εκεί,
ένας δισταγμός στο ίδιο το κατώφλι του,
που προσμένει ελαστικός και τεταμένος,
σαν γραμμές που διασταυρώνονται
σε έναν τόπο που αιωνίως λανθάνει
όπου περιμένουμε, προσηλωμένοι
πάνω σε κάτι προσπαθώντας να διατηρήσουμε την αοριστία του.
[μτφρ.: Κατερίνα Ηλιοπούλου]
Ζωγραφική εναντίον Ποίησης
Ζωγραφική είναι ένα πρόσωπο
ανάμεσα στο φως και τον
καμβά ώστε η σκιά του
να πέφτει στον καμβά κι
έπειτα πάνω του υπογράφει το πρόσωπο
με τ’ όνομά του ενώ η ποίηση
είναι η σκιά που γράφει τ’ όνομά
της πάνω στο πρόσωπο.
[μτφρ.: Γιάννης Δούκας]
Θάνατος [Ι]
Όταν πάω για ύπνο, σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος μου.
Κι εκείνοι θα βάλουν τα χέρια μου έτσι.
Θα μοιάζει σαν να πετάω προς τα μέσα μου.
[μτφρ.: Γιάννης Δούκας]
Ποίημα (πώς έχασα το ψευδώνυμό μου)
Έγραφα με ψευδώνυμο
Μια μέρα ταρακούνησα το στυλό μου για να κάνω το όνομα να βγει από την κρυψώνα του
Μα όχι, είναι σαν εμένα, προτιμά να γαντζώνεται στο εσωτερικό κέλυφος.
Οπότε πέταξα το στυλό στο κατοικίδιό μου τον σκουπιδοντενεκέ
για να το φάει.
Όμως θα το ξεράσει το όνομα
τα ονόματα δεν είναι κατάλληλα για μη ανθρώπινη βρώση
Αλλά και πάλι όχι
Αυτό έμεινε στο βυθό
Τώρα πια δεν χρησιμοποιώ ψευδώνυμο
Ούτε και στυλό χρησιμοποιώ
Δεν γράφω πια
Κάθομαι απλώς και κοιτάζω τον σκουπιδοντενεκέ
με αυτή την ευφυή άγρυπνη έκφραση στο πρόσωπό μου
[μτφρ.: Κατερίνα Ηλιοπούλου]
Ασφάλεια
Αν είχα ένα μαγικό χαλί
Θα το κρατούσα
Διαρκώς αιωρούμενο
Ακριβώς μπροστά μου
Κατακόρυφο, σαν πόρτα.
[μτφρ.: Χριστιάνα Μυγδάλη]
Οι αποχρώσεις της υγρασίας
Τέσσερις π.μ., τίποτα δεν κινείται, καμία βιασύνη,
η αυγή προλαβαίνει ακόμα να ψειρίζει
διαλέγοντας τα ροζ της. Μα τώρα έν’ αεράκι
ανάλαφρα με διατρέχει – κι έτσι το δέρμα μου
δροσίζεται από τo στέγνωμα
του ιδρώτα, τούτη η δεξιοτεχνία, τούτο το σύστημα
με συνοφρυώνει: σαν με πάρει και με φυσήξει από
το σώμα της ζωής άραγε θα ξανανιώσει;
Τρέμω το χρώμα της απάντησης Ναι.
[μτφρ.: Λευτέρης Ζαχαριουδάκης]
Την επομένη του θανάτου του πατέρα μου
Είναι σύνθετο για να μπορώ να δώσω
εξηγήσεις, μα ήμουν ήδη εσωτερικός
στο ίδρυμα – όταν πέθανε ο μπαμπάς
μου. Κι όταν άρχισα να κλαίω, μεμιάς
με βάλαν στο γραφείο, σε περιορισμό.
Θέλανε από τον μολυσματικό λυγμό
μου να φυλάξουνε τα άλλα παιδιά.
Και βρήκα εκεί σωρούς τα περιοδικά,
που είχανε από καιρό, καλά κρυμμένα.
Όλα τα κόμικς, που ήτανε κατασχεμένα
απ’ τα χέρια των παιδιών –ημών–, τόσα
και τόσα χρόνια. Κι όταν πια στεγνώσανε
τα δάκρυα, εστίασα το βλέμμα μου εκεί.
Γνώριζα ότι είναι μια στιγμή μοναδική
–η καραντίνα αυτή θα λάβαινε τέλος–
και δεν θα αντάμωνα ξανά στο μέλλον,
τα περιοδικά: Θα μου έλειπε, καθένα
από τα τεύχη. Και το πιο σκληρό, θε να
’ξερα ότι αν ποτέ γινόντουσαν δικά μου,
θα ’τανε πλέον αργά για τεύχη παιδικά.
Πω πω – θα ήμουνα πολύ μεγάλος πια.
Μεγάλος σαν αυτόν, σαν τον μπαμπά μου.
[μτφρ.: Στέργιος Μήτας]
Ο ποταμός μου
Όσο κοντοζυγώνει στη θάλασσα τόσο
λαχταρά την πηγή, η πληγή
που την ξέχωσε απ’ τη γη.
[μτφρ.: Χριστιάνα Μυγδάλη]
Αλφονσίνα Στόρνι
Νιώθεις όπως έγραψες τον καρκίνο εδώ
Ν’ ανεβαίνει τώρα μέχρι τον λαιμό
Το ένα στήθος ήδη πέταξε μετανάστευσε
Η καρδιά αληθινή αμαζόνα μόνο η θάλασσα έμεινε
Σαν στρώμα ζηλιάρικο ένα παλιό μαξιλάρι γεμάτο
Με λογαριασμούς τηλεφώνου της αϋπνίας η θάλασσα
Είναι εκεί για να πέσεις μέσα την αυγή αργά
Ξύπνια όλη τη νύχτα για ένα ποίημα που λέγεται Voy a
Dormir και που λέει αυτό καλύτερα απ’ αυτό
(Κάθε φορά που διαβάζω ένα δικό σου αναθεωρώ
Τον εαυτό μου η αυτοκτονία μου είναι αντί για εσύ να είμαι εγώ)
Θάλασσα που κατάπιε τον λαιμό σου του ποιητή
Επειδή τον έχει δεν τραγουδά λιγότερο
Κι άλλωστε μόνο εκείνος ο καρκίνος προσπάθησε να μην πνιγεί
[μτφρ.: Λένα Καλλέργη]
Το κάλεσμα
Ξέρεις τ’ όνομά σου
Μοιάζει να περιέχει
Πιο πολλές συλλαβές μέσα
Σε όλα τ’ άλλα στόματα
Εκτός απ’ το δικό μου ακούω
Ακούω αυτές τις φωνές
Παντού τα
Κύματα που σκάνε
Προσθέτουν α μακρόσυρτα
Καθώς το λένε
Μετά καμιά φορά ο αέρας
Βάζει ένα ο
Στη μέση και
Μωρά πουλάκια η
Απυθμενότητά τους το γεμίζει
Με ι
Όποτε το ακούω
Τσιριγμένο
Μουγκρισμένο
Αναστεναγμένο από όλα αυτά
Από όλα
Δεν μπορώ παρά να σταθώ και ν’ ακούσω
Τα χείλια μου
Σφοδρά
Μάταια να διορθώνουν
Όλου του κόσμου
Τις παραφθορές
Ωσάν ετούτες
Οι παραφθορές
Να ’τανε ο λόγος
Που δεν απαντάς
Ωσάν ετούτες
Να ’τανε ο λόγος που
Δεν είσαι δω
Πλάι μου και το
Να το πω εγώ σωστά
Να το πω εγώ ακριβώς
Θα αρκούσε
για να σε καλέσω να ’ρθεις πίσω.
[μτφρ.: Ορφέας Απέργης]
Η ντουλάπα
(…μετά το θάνατο της μάνας μου)
Εδώ όχι αρκετό καιρό αφού συνέβη το νοσοκομείο
Βρίσκω την ντουλάπα της αδειανή και κόβω τα παιχνίδια
Και μπαίνω και τεντώνω το λαιμό και βλέπω τρεις συρμάτινες κρεμάστρες
Τρεμοπαίζουν, αλαφρές, ξαλαφρωμένες. Μοιάζουνε να χαίρονται
Τη νέα τους απόσταση, γνώση λαμβανομένη από την απουσία
Οτιδήποτε άλλου. Η ντουλάπα αδειάστηκε και καθαρίστηκε
Γεμάτη ως ήταν όπως τα χειρουργεία όπου οι κρεμάστρες θα μπορούσαν
Να ’τανε αξιαγάπητα νυστέρια, παρ’ όλο που εξίσου θα ’θελαν να είναι
Μονάχα ο εαυτός τους, σε υπόγεια, χωρίς γάντια να αποξέουν μήτρες
Όμως, εδώ, ατόφιες, προς τα ουράνια μεταμορφώνοντας, είναι
Πουλιά, που απλώνουν τα φτερά τους αποκλείοντάς με. Και
Η ακτίνα τους απ’ την απώλεια μεγαλώνει. Θα έκαναν και τα γεράκια
Να μοιάζουνε ασθενικά σα σκώροι: και το ράφι για τα καπέλα ακόμα πιο ψηλά!
Σαν ουρανός πάνω από λιβάδι, έρημος χωρίς μία κουκίδα, όπου
Τίποτα δεν μπορεί να ορμήσει από ψηλά και να κουρνιάσει στα κρυφά. Τρέχω,
Με βρήκανε, κυνηγητό, έξι ετών, χρειάζεται να τ’ αντιμετωπίσω αυτό; Μπορώ
Να έχω πίσω την κρυψώνα μου παρακαλώ; Τα
Ρούχα, το δάσος των παπουτσιών, πού είναι; Μονάχα
Οι κρεμάστρες είναι σα στο σπίτι τους εδώ. Κληρονομούν αυτό
Το αραιό και σπάνιο στοιχείο, με ευχέρεια, και η σκελετική τους χάρη
Τραγουδά την άνεση με την οποία αφήνουνε το φόρεμα να πέσει, να
Γλιστρήσει, ζακέτα ή μπλούζα, τόσο συγχωρητικά. Ελεύθερες πετάνε
Κομψοί, τριγωνικοί οιωνοί που από κάποιο γεωμετρικό Θεούλη ξεπηδάνε,
Έναν Θεό που υπερίπταται απογυμνωμένος (από τη σάρκα, λένε): μαγνήτης
Για ένα παλιόπαιδο που το ηρεμούν τα συναρμολογούμενα αεροπλανάκια αλλά
Παιδάκια του μεγέθους μου δεν έχουν τις λεπτές κινήσεις που απαιτούνται για να τα
Φτιάξουν, έχω γεμίσει κόλλες στα δάχτυλα, στα νύχια, μεμβράνες που μέσα τους θες
Να δεις σαν να ’ναι πόρτες με τζαμάκι ματ… Αλλά παράθυρα δεν έχει η ντουλάπα.
Διαφανή ή όχι: πρέπει να κλείσω τα μάτια, να κλειστώ εντός μου
Για να κρυφοκοιτάξω μέσα από αυτόν τον τοίχο. Εκλιπαρώντας τον ύπνο
Θα ονειρευτώ τη μάνα απλωμένη, κρύα, δίχως μαξιλάρι, του χειρουργείου
Το τραπέζι ανοιγμένο για να εξωθήσει τη γέννα: οι αναβολείς του χαλαροί,
Οι εμβρυουλκοί του κλειστοί: δίπλα του θα δω πλήθη μαιευτικού
Προσωπικού με περηφάνια να σκύβουνε, συγχαρητήρια, όλο
Ου και Αα και να επιδεικνύουνε το νεκρό βρέφος στη νεκρή
Γυναίκα γυρεύοντας επιδοκιμασία, το υπαγορευμένο
Βλέμμα, δάκρυα, κλεφτό φιλί. Γιατροί και νοσοκόμοι
Πίσω από άσπρες μάσκες χτυπάνε ο ένας τον άλλο στην πλάτη,
Με τον τρόπο που οι δήμιοι στην παλιά Δύση, αν
Ήτανε καλοί, υπολογίζανε το βάρος του μνηστήρα τους…
Ξύπνιος, οι κρεμάστρες είναι πιο μυτερές, μαχαίρι και κόβει, πετιέμαι
Αδύναμα, να τις πιάσω να τις ξεμπλέξω,
Να τις παραμορφώσω ολόκληρες, να τις ταξιδέψω, πανιά
Μες στο λίγο αέρα της ντουλάπας. Θα βρω εδώ μέσα χώρο αρκετό
Αποκλείοντας τον εαυτό μου· αποκλείοντας τον εαυτό μου, θα μεγαλώσω.
[μτφρ.: Ορφέας Απέργης]
Κόμπος (ανισοσύλλαβος)
Αφού τον δέσεις, σκίσε με το στόμα το νήμα απ’ τον τάφο μου –
Σ’ εκλιπαρώ μη μείνει κάποια ραφή μου ν’ ανεμίζει μόνη
Να ξεπλέκουν τα κόκαλα κι η σάρκα την αγάπη να ξηλώνει.
[μτφρ.: Κώστας Πλησιώτης]
Η λίστα ονομάτων της μητέρας μου
Κρατάω στα χέρια μου, σήμερα, τη λίστα ονομάτων
της μητέρας μου. Γουίλιαμ και Άννα, σημειωμένα από κάτω.
Τα άλλα είναι οι αδελφές κι οι αδελφοί μου· ξέρω καλά.
Πρόκειται να τους συναντήσω – όταν θα ’χω μεγαλώσει πια.
Και ναι, με περιμένουν να τους ανταμώσω. Θα το κάνω.
Στην κορυφή αυτού του υψωμένου λόφου, εκεί πάνω,
είναι μια πράσινη κοιλάδα, όπου ακούγονται, σμίγουν εντός
οι χαρμόσυνες φωνές τους. Κι όλοι οι δικοί μου, πλην ενός,
είναι εκεί. Ένας κρίκος λείπει από τον κυκλικό χορό.
Σκέψου τα ονόματα που έβαλε στο χαρτί η μητέρα μου, επί σκοπώ.
Και φύλαξε τη λίστα, όταν έμαθε πως μέσα της πληθαίνει
η ζωή. Στα φύλλα της οικογενειακής μας Βίβλου, διπλωμένη.
Τότε γεννήθηκα εγώ – και έφυγε αυτή, λίγο μετά.
Κι έτσι μεγάλωσα με αναπάντητα, ένοχα ερωτηματικά.
Δεν ήξερα ότι μου είχε αφήσει όλες τις απαντήσεις,
συμπιεσμένες στο Βιβλίο, ανάμεσα στις θείες ρήσεις.
Με τα χαρούμενα γέλια από τους Σούζαν, Άρθουρ, Φρανκ, Ντορίς,
Πωλ και Πωλίνα, Μάρθα, Άννα, Τζον – όλοι εσείς.
Δεν γνώριζα καν ότι είστε εν ζωή.
Μέχρι που διάβασα τη Βίβλο, σήμερα, πρώτη φορά στη ζωή.
Και βρήκα αυτή τη λίστα με τα ονόματα. Κάποιο θα ήταν δικό μου.
Στην άλλη, τη φωτεινή πλευρά του φεγγαριού – εσείς, οι άλλοι εγώ μου.
Η Μητέρα κι ο Μπαμπάς έχουνε μπει μαζί σας, στο παιχνίδι.
Κοντεύω πια κι εγώ να κλείσω, τον κύκλο της μέρας σας ήδη.
Ήμουνα ένα μοναχικό παιδί – δεν είχα συνειδητοποιήσει
ότι το περιμένατε: την αλήθεια κάποια στιγμή να γνωρίσει.
(διακοπή)
Και δίνω αυτήν την υπόσχεση, αν θες, κι ακόμα:
Θα συνεχίσω τις Βιβλικές μου σπουδές.
Μέχρι να είμαστε ξανά μέσα στο Σώμα,
Μαζί.
[μτφρ.: Στέργιος Μήτας]
Σουίτα (στην Χόκου)
Το ποίημα είναι ένα δωμάτιο που περιέχει
το σπίτι στο οποίο βρίσκεται, έτσι όπως
μου κάνεις χώρο για να ξαπλώσω
πλάι σου, ακόμα κι όταν η διεύθυνση
έχει χαθεί τόσες φορές και τα ονόματα
των δρόμων είναι άγνωστοι που περνούν
ανακατεύοντας μια τράπουλα με χάρτες
και κομμένο το λάστιχο που τη συγκρατούσε:
κι όμως, πέρα από τύχη ή επιλογή
ίσως το μπράτσο σου αγκαλιάσει το δικό μου
ορίζοντας έναν τόπο, την κοντινή
οικεία αίσθηση του χώρου που γίνεται ένα
ή ορμά στον αέρα της κρεβατοκάμαρας
όπου το φουστάνι σου προσπαθεί να τρυπώσει
από βροχή που έχει γίνει:
έτσι που το καταφύγιο μάς βρίσκει πάλι ένα,
και το έργο αυτής της εγγύτητας,
το ποίημα μόνο του, να πλανιέται.
[μτφρ.: Μαίρη Γιόση]
Στον εαυτό μου
Η ποίηση
ίσως είναι
το μαγικό
χαλί
όταν λες
πως θες,
μα μόνο
αν εσύ
πρόθυμος
να τραβάς σταθείς
αυτή την κουρελού
κάτω από
τα ίδια σου
τα πόδια, κάθε μέρα.
[μτφρ.: Χριστιάνα Μυγδάλη]
Ποίημα [ΙΙ]
Η γύμνια σου: ο ήχος όταν σπάζω ένα μήλο στα δυο.
[μτφρ.: Δήμητρα Κωτούλα]
Το ξόρκι
Όλες οι μέρες που έχουν μέσα εσένα
είναι καλύτερες από αυτές που έχουν εμένα.
Αν ήσουν εγώ θα ήξερες γιατί.
Όλες οι λέξεις με ο μέσα τους
είναι καλύτερες από αυτές με η.
Αν ήσουν εγώ θα το είχες δει.
Καλύτερο απ’ όλα, φυσικά, είναι το α
γιατί είναι πάντα πρώτο, χα!
(Καλύτερα να είσαι εγώ ή χειρότερα;)
Μα αν τα μάγια αυτά αντιστρέφονταν
κάποιες φορές, θ’ ανησυχούσα άραγε
ποιος υπερέχει από εμένα, αφού μ’ εσένα -
κάποιες φορές ούτε που ήξερα πόσο.
Το καλύτερο είναι καλό αλλά όχι τόσο.
[μτφρ.: Λένα Καλλέργη]
Απόσπασμα
Επειδή τουλάχιστον ένα ζευγάρι κάνει έρωτα
Κάπου στον κόσμο πάντοτε,
Επειδή αυτοί οι δυο είναι πάντα σφιχταγκαλιασμένοι,
Το μίσος δεν μπορεί ποτέ να ξεγλιστρήσει ανάμεσά τους
Για να ’ρθει να μας καταστρέψει.
[μτφρ.: Άρτεμις Μιχαηλίδου]
Το Ποίημα Μαλλιά
Μαλλιά είναι τα ουράνια ύδατα που μας λούζουν μυστηριωδώς
Συχνά μια γυναίκα κατρακυλά απ’ τα μακριά της μαλλιά κι εξαφανίζεται.
[μτφρ.: Χριστιάνα Μυγδάλη]
Ποίημα σαλονιού σε χαραγμένο φύλλο
Όλα τα γλυπτά σε ένα νεκροταφείο
πρέπει να είναι φυλλοβόλα: τα φτερά
να χάνουν οι άγγελοι – μία φορά
το χρόνο. Και τα χερουβείμ να λένε αντίο
στις μπούκλες τους, τις άρπες, τις χορδές –
Ή αλλιώς: σκέψου φθινόπωρο, το κοιμητήριο
χωρίς τις λαξευμένες του, περίτεχνες μορφές:
Και όχι μονάχα τα αγάλματα – αλλά μαζί
να φθίνουν ονόματα· ημερομηνίες· επιγραφές.
Κάθε μνήμα να τρέπεται σε ένα γυμνό κλαδί –
Και στο «δεντρο-ταφείο» αυτό κάθε κλωνάρι,
όπως θα στέκεται, πέτρινο αγκωνάρι,
τόσο καλύτερο: Να αντέξει τραγικά
άλλον ένα Δεκέμβρη / Γενάρη / Φλεβάρη.
Η άνοιξη, αίθουσα την αίθουσα, σιμώνει:
Σκαλιστά μπουμπούκια γραμμάτων θ’ ανοίξουν,
μέσα από τους εξαίσια άγραφους φλοιούς.
Νέοι, χαραγμένοι αριθμοί θα τονίσουν
τις παλαιές χρονολογίες του βίου.
Κι έτσι από πάνω υψωμένοι
οι σταυροί ας ανθίσουν.
Οι πελώριοι σταυροί ας τινάξουν ξανά
τα καρφωμένα τους μπράτσα. Ακολουθεί
η φυλλωσιά η σμιλεμένη.
Και το μουσείο ολόκληρο, από τον εαυτό του θα αναστηθεί.
[μτφρ.: Στέργιος Μήτας]
Σονέτο (σε –)
Ο τρόπος που ο κόσμος δεν
Στέκει έκπαγλος μπροστά σου
Ούτε ένα του φύλλο δεν σαλεύει
Όταν προβάλλουμε στο κατώφλι αφήνοντας το σπίτι
Με οδηγεί να υποθέσω
Πως η ομορφιά είναι κάτι φυσικό, διόλου αξιοσημείωτο
Και δεν χρειάζεται άλλο σχόλιο
Εκτός στη ροή των πραγμάτων
Τη ροή στο τραγούδι και τα καθημερινά καθήκοντα που μοιραζόμαστε
Τη ροή στο στριμωξίδι και τις γειτνιάσεις
Τη ροή στις κινήσεις όταν σφίγγεις πίσω τα ακαταμάχητα μαλλιά σου για να βγεις
Και αναντίρρητα τον τρόπο που εγώ
Στέκω έκπαγλος μπροστά σου
Με τον τρόπο που ο κόσμος δεν
[μτφρ.: Δήμητρα Κωτούλα]
Το πηγάδι των ευχών
Ζυγιάζω στην παλάμη το νόμισμά μου
μπροστά στη διαύγεια του νερού
που λαμπυρίζει απαντώντας στη σκιά μου:
τι πλούτος για να διαλύσω με αυτόν τούτη την ήρεμη
μαρμαρυγή, να ρισκάρω τη λαίμαργή μου αξίωση
πάνω στο μέλλον, την ανάγκη μου
ν’ ανταμειφθώ με όσα χρωστάω.
Στέκομαι πάνω απ’ το πηγάδι για να δω
αν μια θυσία τοσηδά όσο αυτή
αξίζει μιαν ευχή –
το νερό είναι κρύο, είναι σαν πέτρα
ως ένα βάθος που μπορώ μονάχα να μαντέψω.
Κι έστω πως φτάνει τόσο μακριά,
περνώντας μέσα απ’ τους πυκνούς δακτύλιους
του καταποντισμού του
ως μια άβυσσο που έχει για πυρήνα
το ενδότατο ίσως του θανάτου ορυκτό,
εκεί όπου μαζεύεται το τέλος
θα μου φέρει ποτέ το κέρμα μου άραγε
τίποτε απ’ το χρυσάφι που θα κομματιάσει;
[μτφρ.: Αντωνία Γουναροπούλου]
Ο ισοβίτης (ή «Χρόνια πολλά»)
ο φυλακισμένος μας
έχει λάβει ένα δέμα
που περιέχει μία τούρτα
στην οποία βεβαίως πιστεύει
ότι κρύβεται μια λίμα
ή μια πριονιστή λεπίδα
και αρχίζει
μέσα της να σκάβει
όμως στην πραγματικότητα
η λύτρωσή του
η διέξοδός του
ο ένας δρόμος διαφυγής
έχει επιμελώς παρατεθεί
με γλάσο ανοιχτόχρωμο
πάνω σε πιο σκούρο γλάσο
η καίρια ειδοποίηση
η λεπτή ρόδινη επιγραφή
παραμελημένη
αγνοημένη
πέφτει τώρα ξεσκισμένη
απ’ την έρευνα όλο ελπίδα
[μτφρ.: Λευτέρης Ζαχαριουδάκης]
Πρώιμο ποίημα
Η μόνη αντίδραση
μπροστά σ’ έναν παιδικό τάφο είναι
να ξαπλώσεις και να το παίξεις νεκρός.
[μτφρ.: Κώστας Πλησιώτης]
Εργαλείο ζωής
Να δουλεύεις από το αυθεντικό προς
το ωραίο,
εκτός κι αν το δεύτερο έρθει πρώτο
οπότε
αντιστρέφεις τις προσπάθειες για να βρεις
ένα μοντέλο αντάξιο μιας τόσο
ανόητης επιθυμίας.
Ακόμα και το στόμα
που χωρίζεται σε δυο χείλη δεν
είναι αρκετό για να κάνει τις λέξεις
ίσες μεταξύ τους.
Οι ωτακουστές φοβούνται
τον μονόλογο του ερημίτη.
Ξύπνα, πληγή, είπε το μαχαίρι.
[μτφρ.: Άρτεμις Μιχαηλίδου]
Ατυχές μήνυμα
δένω το ρολόι μου μ’ επίδεσμο
να σταματήσω την αιμορραγία
του χρόνου, μα ο χρόνος
είναι ανάγκη πληγή
που από μέσα το σύμπαν αδειάζει
τους βόλους του Αϊνστάιν
τον πράσινο πετώ στην αδερφή του σελήνη
θάβω τον διαυγή με άρνησης σημείωμα
ο μπλε ζυγίζει στο χέρι μου
τόσο ελαφρύς σαν ουρανός πλην γης
η γη είναι φυσικά ο τελευταίος βόλος
μ’ αρέσει να τον ακούω να κυλά
στην μπανιέρα κυκλικά
πριν πέσω στο σιφόνι
μέσα σ’ εκείνο το απόσταγμα απόστασης που λέμε
ωκεανό
λευκές παντού κορυφές
σε καθεμιά από κάτω
μια νοσοκόμα
σε ταλάντωση
[μτφρ.: Κώστας Πλησιώτης]
Κλικ
Από τον πάτο στο πηγάδι μου εδώ
βλέπω τον ήλιο, το φεγγάρι μόνο
τη μέρα μια φορά, που είναι τίποτα
αν το συγκρίνεις με σένα πάνω
που βλέπεις και τα δυο τόσο συχνά,
να προσφέρονται τόσο απλόχερα, τόσο ολοκληρωτικά:
κι όμως πιστεύω αυτό ότι σ’ εκείνο
το λεπτό που κάθε μέρα ο ήλιος
και κάθε μήνα το φεγγάρι ξεχειλίζουν
τα χείλη στο γύρω απ’ το πηγάδι μου εκεί, εγώ
εκπέμπω φως με έναν τρόπο που εσείς
ποτέ, τελείως χορτασμένοι
και έγκλειστοι στο φως δεν θα λάμψετε. Δες:
τώρα είμαι όλος, ένας εαυτός. Χωρίς ρωγμές.
[μτφρ.: Δήμητρα Κωτούλα]
Νερό
με ρωτάτε γιατί έρχομαι κοντά σας να σας πενθήσω
λέω: είμαι ο πενθών
μα δεν είμαστε νεκροί ούτε πεθαίνουμε
ε λοιπόν: είμαι ο πενθών
δε σε φοβόμαστε
το ξέρω: είμαι ο πενθών
μα τότε τι πενθείς αν όχι εμάς
όχι εσάς: είμαι ο πενθών
άραγε αξίζει να πενθείς οτιδήποτε πέρα από μας
ναι: είμαι ο πενθών
όταν φεύγεις συνεχίζεις να πενθείς
να πενθώ: είμαι ο πενθών
οι απαντήσεις σου είναι απλοί αντίλαλοι
αντιλαλώ σημαίνει πενθώ: είμαι ο πενθών
δε θα σε ταΐσουμε ξέρεις θα λιμοκτονήσεις
ζω από το θρήνο: είμαι ο πενθών
μα είμαστε νέοι και δυνατοί δε σ’ έχουμε ανάγκη
είμαι ο πενθών
να ένα δολάριο, δίνε του
ευχαριστώ: αντίο
πού θα πας μετά από δω
υπάρχουν άλλοι να πενθήσω: είμαι ο πενθών
μια στιγμή αυτό είν’ όλο δεν έχεις τίποτ’ άλλο
να μας πεις
λέω: είμαι ο πενθών αντίο
περίμενε δε γίνεται να το αφήσεις έτσι στάσου
όχι: το πένθος μου για σας ολοκληρώθηκε
έι στάσου απατεώνα αγύρτη τσαρλατάνε
λυπάμαι: σας πένθησα όσο μπορούσε κανείς να σας πενθήσει
μην ανησυχείτε όμως:
είμαι ο πενθών
[μτφρ.: Αντωνία Γουναροπούλου]
Γύρω-γύρω όχι
Τα ξύλινα αλογάκια βαρεθήκαν
το γύρω γύρω, κουραστήκαν
και ικετεύουν να γίνουνε τροφή
κάποιου φούρνου, απ’ το κεφάλι ως την οπλή –
σε φλόγες που ορμούν κι αναπηδούνε
θα μπορούσαν έτσι να ξαναγεννηθούνε
με χαίτες να κροταλούν σαν αλυσίδες σε πυρά.
Δε θα τα τύφλωνε ο καπνός απ’ τη φωτιά
όπως με τα χέρια τους τώρα τα παιδιά μας.
Μακριά απ’ τα σκληρά προστάγματά μας
θα τα ’παιρνε ο καπνός για να τα λευτερώσει,
όπως κάποτε ήρθε να τους δώσει
κάποιος ξυλουργός ζωή έξω απ’ τον κορμό
και ζεύτηκαν σ’ αυτό τον χαλινό.
[μτφρ.: Αντωνία Γουναροπούλου]
Ποίημα [ΙΙΙ]
Η ηλικία με συμπτύσσει, γεμίζοντας τα χέρια μου
μανικέτια καθώς ζαρώνω, καταλήγοντας
ξαναπαιδί. Το δέρμα μου είναι
καπνός από χάρτινο σπίτι, τα μαλλιά μου.
Ετοιμάστε μια θάλασσα βελόνες να βαδίσω.
(Ετοιμάστε με. Βεβαιωθείτε
πως οι κραυγές μου είναι τυλιγμένες μες σε φύλλο δέντρου.)
[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]
Μετά την ταφή (Πεζοποίημα)
Μετά την ταφή μόνος εγώ καθόμουνα ώσπου 2 εργάτες ήρθανε να φτυαρίσουνε το χώμα πίσω στην τρύπα. Περίσσεψε λίγο, ήταν το χώμα που είχε εκτοπίσει, και το μεταφέρανε πέρα με το καρότσι. Ελκόμενος από αυτό, δεν ξέρω γιατί, ακολούθησα από απόσταση. Φτάνοντας αυτοί σε μια μάντρα, το πετάξανε, και φύγαν. Πήγα κοντά. Το χώμα σχημάτιζε έναν μικρούλη τύμβο. Και γύρω του, παρόμοιοι τύμβοι. Κώνοι ατόφιας χαράς! Τα πρώτα δώρα απ’ τους νεκρούς! Έπεσα στα γόνατα μπροστά του, κι έχωσα μέσα του τα χέρια μου… ώς τους αγκώνες, σαν να ’τανε λεκάνη με νερό… Για πρώτη φορά ένιωσα αρκετά άδειος ώστε να κλάψω για εκείνη.
[μτφρ.: Ορφέας Απέργης]
Θάνατος [ΙΙ]
Άρωμα ανοίγει από σένα τα μάτια του.
Θα γίνω ποιμένας της κόμης σου.
Αυγή καμωμένη απ’ όλον τον αέρα που ανέπνευσα ποτέ.
[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]
Κακή Συνήθεια
Μια φορά τουλάχιστον τη μέρα,
κάθε μέρα,
για να διασφαλίσω ότι το πρόσωπό μου
δεν είναι διόλου συμβατό με του Θεού
χαμογελώ.
[μτφρ.: Γιάννης Δούκας]