Απ΄ άκρη σ΄ άκρη του τώρα
ο κόσμος όλος – αρπάζει
σε κάθε βήμα την κουπαστή
ζυμώνει παγωμένο χέρι
εξόριστης μητέρας
Θυμάται την πρώτη βόλτα
στο σώμα της πριν
ύστερα φως οδυνηρό
και γάλα αχνισμένο
Μυρωδάτα χρόνια του σχολείου
ξυσμένο μολύβι γομολάστιχα
τρύπιες παλιές ελβιέλες
εξαρτήματα φοιτητικά
άρβυλα πριν γίνουνε πολέμου
Την πρώτη αγάπη του θυμάται
και στρίβει στη γωνία
στο αδιέξοδο του κιγκλιδώματος
κάνει επί τόπου στροφή και
τρία παιδιά μαζεμένα
Επιταχύνει το βήμα του
δεν θέλει ν’ αργήσει
η φωνή της λευκή κυματίζει
από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα