Το παρανοϊκό (διά την συνέπειάν του την άκραν) είναι στις πράξεις, στα λόγια και στις σκέψεις μας, σαν μια «δαχτυλοδειξία μας (των ψεύτικων…), σαν μια επαυτοφώρω σύλληψή μας.[1]
Με αυτά τα λόγια ο Γιάννης Σκαρίμπας περιγράφει τις «παράχορδες φωνές» της ανθρώπινης φύσης. Η αναπαράσταση της τρέλας στη λογοτεχνία,[2] όπως έχει επισημανθεί από την κριτική, συνδέεται συνήθως με την ετερότητα, με έναν Άλλον που συνήθως δεν ανταποκρίνεται στους κανόνες της ανθρώπινης κοινωνίας μέσα στην οποία ζει και αντιλαμβάνεται τον κόσμο με έναν δικό του τρόπο. Παραδοσιακά το μοτίβο της τρέλας έχει συνδεθεί με την τέχνη και την ιδιοφυΐα∙ ωστόσο, συχνά ο όρος χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να προσδιορίσει ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο. Στη λογοτεχνία, το μοτίβο της τρέλας μοιάζει να κρύβεται σε ιστορίες όπου ο έρωτας και ο θάνατος συνυπάρχουν, σε ένα αδιάκοπο παιχνίδι συμφιλίωσης και ταυτόχρονα σύγκρουσης αντίθετων εννοιών. Όμως, τελικά, πόσο απέχει η τρέλα από τη γνώση; Πόσο τρελός είναι ο «διαφορετικός»;
Οι απόψεις της κριτικής για το έργο του Σκαρίμπα τον τοποθετούν συχνά «στο γένος των Λοξών»[3]. Ο σκαριμπικός ήρωας μοιάζει να κινείται στα όρια λογικής και παραφροσύνης «από έρωτα προς την ελευθερία». Η επιθυμία για διεύρυνση της πραγματικότητας και ανατροπή αποτυπώνει την αλήθεια του συγγραφέα, σε μια προσπάθειά του να περιγράψει τον άνθρωπο. Η τρέλα του χαρακτήρα γίνεται μέσο απελευθέρωσης από κοινωνικούς περιορισμούς και κανόνες και συνάμα αμφισβήτησης κάθε μορφής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, συνήθως δεν αποτυπώνεται ως μια παθολογική κατάσταση που προκαλεί την ανησυχία του αναγνώστη, αλλά ως μια συνθήκη που στόχο έχει την ίδια την πράξη της γραφής. Ο εσωτερικός κόσμος συγκρούεται με την εξωτερική πραγματικότητα, την οποία παραμορφώνει ή πολλαπλασιάζει προκειμένου ίσως να την ενισχύσει. Έτσι, δημιουργείται μια γλώσσα καθαρά προσωπική, σχεδόν «αναρχική», μέσω της οποίας ο Σκαρίμπας περιγράφει τον δικό του «τρελό».
Το αλλόκοτο χαρακτηρίζει τη σκέψη και τη συμπεριφορά πολλών ηρώων του σκαριμπικού σύμπαντος και συνδέεται σχεδόν πάντοτε με τον έρωτα, δηλαδή με μια δύναμη που μπορεί να οδηγήσει το άτομο σε ακραίες καταστάσεις μέσω της ταύτισης με τον Άλλον. Μάλιστα, η τρέλα θεματοποιείται[4] στο έργο Το Σόλο του Φίγκαρω, αφού ο πρωταγωνιστής Αντώνης Σουρούπης οδηγείται στο φρενοκομείο∙ παρασυρμένος από τον ερωτικό πόθο, πιστεύει στην ύπαρξη της γυναίκας-βιόλας, της αδελφής δηλαδή της Νίνας και δεν αντιλαμβάνεται την υιοθέτηση από την πλευρά της του ρόλου ενός ρομπότ προκειμένου να μπορέσει να οδηγηθεί στο θάνατο. Πιστεύει ότι αν την κουρδίσει με το κλειδί-μαχαίρι θα την ακούσει να παίζει το σόλο του Φίγκαρω, το οποίο φυσικά δεν ακούγεται ποτέ.[5] Μάλιστα, ταυτίζεται εν μέρει με το ρομπότ, ώστε αρχίζει να αισθάνεται πως είναι και ο ίδιος ρομπότ:
Και αισθάνομαν κι εγώ εμπλοκές των βαλβίδων… Οι οξειδώσεις με ζάλιζαν… Σκέφτομαν –εκεί εμπρός στο βλέμμα της– άφωνος, μ’ άγνωστο εντός μου ένα γύρισμα και μηχανής ένα χτύπο.[6]
Με ανάλογο τρόπο στο διήγημα «Κομμωτής Κυριών» της συλλογής Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα, ο Σουρούπης πιστεύει ότι και η κόρη της Νίνας Δολόξα, η Μύγια Δολόξα, είναι ρομπότ, μια κούκλα που παίζει μουσική και τη σκοτώνει με ένα κλειδί-στιλέτο προκειμένου να ακούσει τη σονάτα του Σούμπερτ. Οι δύο ηρωίδες φλερτάρουν κι αυτές με την τρέλα, καθώς ταυτίζονται με τους «αυτοματικούς κινητανθρώπους» που κυκλοφορούν συχνά στο σκαριμπικό σύμπαν και υποδαυλίζουν αμφιβολίες γύρω από την ύπαρξη ανθρώπων και μη. Άλλωστε, το επώνυμο «Δολόξα» (Δόλος+λόξα) παραπέμπει στην παράνοια –όπως έχει επισημανθεί από την κριτική– και μοιάζει να περιγράφει την ψυχική διαταραχή του προσώπου στο οποίο αντιστοιχεί. Το ψέμα της Νίνας και της Μύγιας δεν γίνεται αντιληπτό από τον Σουρούπη και έτσι οδηγούνται στο θάνατο ή μάλλον αποτελεί μέρος της σκηνοθετημένης αυτοκτονίας.
Η σχέση της τρέλας με το θάνατο, κυρίως όταν αυτός έχει τη μορφή της αυτοκτονίας, μοιάζει να αποτυπώνεται και στις πλούσιες αναφορές του Σκαρίμπα στο φεγγάρι.[7] Όπως παρατηρεί ο Σταμπουλού, η αναζήτηση της υπέρτατης απόλαυσης συνδέεται με την επιθυμία καταστροφής του Εγώ και συχνά εκδηλώνεται με την απελευθέρωση της σκέψης από τις συμβάσεις της λογικής.[8] Ο πρωταγωνιστής Ιωάννης Πιττακός του μυθιστορήματος Μαριάμπας μιμείται τη συμπεριφορά του Άλλου, ο οποίος ουσιαστικά διαμορφώνει το ρόλο του στην εκάστοτε «παράστασή» του, ώστε η καθημερινή του ζωή να προσιδιάζει στο θέατρο. Ο τρόπος που ο Πιττακός επιλέγει να αυτοκτονήσει μα και η οικειοποίηση της δανεισμένης του ταυτότητας, η οποία ταυτίζεται με άρνηση της δικής του ταυτότητας ή με ταυτόχρονη υιοθέτηση δύο ρόλων, αποτελούν στοιχεία που παραπέμπουν στην τρέλα. Η απώλεια της ταυτότητας του ήρωα συνδέεται με την αποσύνθεση της αφήγησης, γεγονός που δημιουργεί σύγχυση τόσο στο κειμενικό περιβάλλον όσο και στον αναγνώστη, στη ματιά του οποίου η πλοκή ξεκαθαρίζει μονάχα στο τέλος, ταυτόχρονα με την αποκάλυψη της αληθινής ταυτότητας του Πιττακού. Η αστάθεια του μοντέρνου ήρωα αντανακλάται στο μοτίβο του σωσία μέσα από το οποίο μοιάζει να καταργείται ο άλλος.
Το πρότυπο του Πιττακού/Μαριάμπα μοιάζουν να ακολουθούν οι δύο πρωταγωνιστές, ο Αντώνιος Ταπιάγκας και ο Κωνσταντίνος Χαμόδρακας, στο μυθιστόρημα Το Βατερλώ δυο γελοίων, το οποίο συνδέεται ως προς τη θεματολογία του με το μυθιστόρημα Ο μακαρίτης Ματίας Πασκάλ του Λουίτζι Πιραντέλο. Πρόκειται για πρόσωπα αυθύπαρκτα και λειψά ταυτόχρονα, που υφίστανται τις επιπτώσεις του κατακερματισμού τους σε μια προσπάθεια μεταμόρφωσης του αισθητού κόσμου. Ο Σκαρίμπας, όμοια με τον ήρωά του, στο κείμενό του «Η μακροβιότητα και ο άνθρωπος» σημειώνει:
Η μεταθανάτια συνέχεια είναι μια ζωή που εμείς δεν τη θυμώμαστε, ενώ ξεχνάμε και τη λίγη… Ο φίλος μου ο γιατρός που με βρήκε “διχασμάνθρωπο”, ήταν ένας “ανοινόφλυγας”. Αγιαντωνίτης της νηστείας.[9]
Είχε προηγηθεί η διάγνωση του γιατρού ότι δεν είναι ένας αλλά δύο καθώς πάσχει από διχασμό προσωπικότητας!
Μια μορφή θανάτου είναι και η αποκλίνουσα συμπεριφορά του πρωταγωνιστή Γιάννη στο έργο Το Θείο Τραγί, όταν η εξωτερική πραγματικότητα λειτουργεί καταπιεστικά ως προς τις επιθυμίες της ψυχής και του σώματος. Ο Γιάννης, «ημιανθρώπινος» και «εσκεμμένα ζωώδης», γονιμοποιεί την άτεκνη Μαρία. Τα χαρακτηριστικά αυτά του πρωταγωνιστή μοιάζει να περιγράφει ο τίτλος του έργου που δεν ταυτίζεται με το μικρό του όνομα αλλά γίνεται «Το Θείο Τραγί», καθώς για τους άλλους ήρωες είναι ένα τέρας με ανθρώπινη μορφή. Ο «παράδοξος, μαρτυρικός, αλλοπρόσαλλος» πρωταγωνιστής περιπλανιέται στη γη επιχειρώντας παράλληλα και μια εσωτερική περιπλάνηση. Μοιάζει σαν να έχει καταδικάσει την κοινωνία και τους ανθρώπους της, αφού πρώτα τον έχει τιμωρήσει εκείνη με την υποκρισία, την ασυνέπεια και την αδικία της. Εδώ το εγώ γεννιέται ως απόρροια της αντίθεσής του με τους «κανονικούς» άλλους και αποτυπώνεται στην αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στις έννοιες «θείο» και «τραγί». Η «πολύ ανθρώπινη ασχήμια του» και «η ψυχοσύνθεσή του η πολύτροπη» του επιτρέπουν να «αποσυνθέτει τον κόσμο με μια σατανική μαεστρία. Διαβάζοντας τον κανείς, παίρνει σιγά σιγά το συναίσθημα πως έπεσε σε κάποια γέενα αντινομιών γοητευτικών και αλλόκοτων», θα σχολιάσει ο Σκαρίμπας μιλώντας για τον ήρωά του.
Η συνύπαρξη αντιθετικών εικόνων που παραπέμπουν στο ίδιο σώμα επανέρχεται σχεδόν εμμονικά στο σκαριμπικό σύμπαν∙ σ’ αυτό κινείται το ανθρώπινο ομοίωμα σε μια συνάντηση του σώματος με τη σκιά του, όπου τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα μοιάζουν θολά. Οι χαρακτήρες μοιάζουν να ισορροπούν ανάμεσα στα ρομπότ και στους ανθρώπους, στη λογική και στην τρέλα, στην αλήθεια και στο ψέμα, στη ζωή και στο θάνατο, υπηρετώντας ίσως ένα σχέδιο ανατροπής, το «θείο σχέδιο της λόξας» του συγγραφέα. Η διαταραχή του νου συνοδεύεται σχεδόν πάντοτε από μια γλωσσική διαταραχή∙ κάποτε αυτή αποτυπώνεται στη συνύπαρξη αντιθετικών εννοιών στην ίδια λέξη. Πρόκειται για λέξεις που μοιάζουν να συμπληρώνουν η μια την άλλη και τις οποίες πλάθει ο ίδιος ο Σκαρίμπας, είναι δηλαδή νεολογισμοί (π.χ. «ωραιοάσχημος», «ευτυχοδυστυχήματα», «Ημιολόκληρον»). Οι λέξεις αυτές αναδεικνύουν μια μορφή ελευθερίας και ταυτόχρονα έναν τρόπο επίθεσης στη λογική και στις κοινωνικές συμβάσεις.
Η αντίληψη του αναγνώστη για την πραγματικότητα διαταράσσεται σε ένα αδιάκοπο πήγαιν’-έλα ανάμεσα στον εαυτό και στον Άλλον∙ τα πρόσωπα στο έργο του Σκαρίμπα κινούνται συνήθως στο περιθώριο της κοινωνίας, έχοντας μετατρέψει τη διαφορετικότητά τους σε χάρισμα και ανωτερότητα, όπως ο κωφάλαλος πρωταγωνιστής στο διήγημα «Ούλοι μαζί κι ο έρωτας» της συλλογής Καϋμοί στο Γριπονήσι, θεωρώντας προβληματική τη συμπεριφορά των θεωρούμενων «κανονικών» ανθρώπων που κινούνται γύρω τους.[10] Η προσπάθεια του συγγραφέα να δημιουργήσει μια πραγματικότητα δική του, μέσω μιας γλώσσας που δεν υπακούει σε κανέναν κανόνα και δεν γνωρίζει κανένα όριο, συμβαδίζει ίσως με μια προσπάθεια να προσδιορίσει τον άνθρωπο, αυτό το «ακατανόητο κράμα μεγαλείου και αθλιότητος».
Ο αντιήρωας του Σκαρίμπα μοιάζει να αναζητεί την απελευθέρωση του ανθρώπου από τη μονολιθικότητα της αλήθειας και των κοινωνικών συμβάσεων∙ στρέφεται ενάντια στην εξουσία πριμοδοτώντας το λοξό. Το παιχνίδι ανάμεσα στη λογική και στην τρέλα υπογραμμίζει τη σχέση εξάρτησης του πραγματικού από τον μη πραγματικό κόσμο και τελικά την εξάλειψη των ορίων της λεγόμενης πραγματικότητας με τη διεύρυνσή της. Ζητούμενο του συγγραφέα μοιάζει να είναι η συμφιλίωση συγκρουόμενων τάσεων, αντιφατικών συναισθημάτων ή αντίθετων απόψεων∙ το αντισυμβατικό του σύμπαν ταυτίζεται σχεδόν με το εσκεμμένο ψεύδος της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στο πλαίσιο αυτό, πίσω από τη μάσκα της τρέλας κρύβεται ένας τραγικός ήρωας που περιπλανιέται στο χρόνο, μεταμορφωμένος και πολυώνυμος, και αναποδογυρίζει τον κόσμο σε ένα πεδίο μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας όπου δεν υπάρχουν όρια∙ «αφήνοντάς μας μέσ’ στους “αταξισμούς” του ανύποπτους», «δίνει αυτός το ζαβό παλμό της ζωής».
[1] Βλ. Γιάννης Σκαρίμπας, Άπαντες Στίχοι 1936-1970, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Νεφέλη 2010, σ. 14. (Όπου δεν αναγράφεται τόπος έκδοσης εννοείται η Αθήνα).
[2] 2 Για τις αναπαραστάσεις της τρέλας στην ευρωπαϊκή και στη νεοελληνική λογοτεχνία βλ. Γιάννης Η. Παππάς (επιμ.), Η τρέλα και το παράλογο στην ελληνική λογοτεχνία. Από τον Σολωμό μέχρι τις μέρες μας, Διαπολιτισμός 2013, σ. 16-24.
[3] Βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Σχεδόν παραφρονούσης μούσης τερατουργήματα», Τράπεζα πνευματική, Πορεία 1994, σ. 331-332. Επιπλέον, βλ. Θανάσης Χατζόπουλος, «Η λοξή σοφία και η κοινή λογική (για τον Γιάννη Σκαρίμπα)», Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Συνεδρίου για τον Γιάννη Σκαρίμπα, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Διάμετρος, Χαλκίδα 2007, σ. 301-313. Για την κρίση του εαυτού μέσα από αναπαραστάσεις της τρέλας στο ποιητικό έργο του Σκαρίμπα βλ. Άννα Κατσιγιάννη, «Με ραϊσμένα μας τα κρύσταλλα του νου μας…: από “Το τζαζ του Ευρίπου” σε μια τζαζ εποχή. Eκφάνσεις της κρίσης στο ποιητικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα», Ο ελληνικός κόσμος σε περιόδους κρίσης και ανάκαμψης, 1204-2018, τομ. Α΄, επιμ. Βασίλειος Σαμπατακάκης, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών 2020, σ. 259-277. Για το ζήτημα βλ. και τη μελέτη του Νίκου Παπαχριστόπουλου για το μυθιστόρημα Το Βατερλώ δυο γελοίων στο Νίκος Παπαχριστόπουλος, «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Βατερλώ δυό γελοίων: το διπλό και το ανοίκειο», Γιάννης Σκαρίμπας. Ένας ιθαγενής του μοντερνισμού, επιμ. Κατερίνα Κωστίου-Έλλη Φιλοκύπρου, Opportuna, Πάτρα 2021, σ. 27-49.
[4] Το μοτίβο της τρέλας θεματοποιείται και στο ποίημα «Τρελός;» της συλλογής Εαυτούληδες, στο αθησαύριστο ποίημα «Η κυρά μου η τρέλα…», καθώς και στο κείμενο του συγγραφέα με τίτλο «Η σχιζοφρένεια». Βλ. Γιάννης Σκαρίμπας, Άπαντες Στίχοι 1936-1970, ό.π., σ. 61, Έλλη Φιλοκύπρου, Η γενιά του Καρυωτάκη. Φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου, Νεφέλη 2009, σ. 129-131, Κατερίνα Κωστίου, «Ο “μαιτρ του φάλτσου” και η clownerie του μεσοπολέμου», Ασύμβατη συνοδοιπορία. Όψεις της έκκεντρης γραφής και ιδεολογίας του Γιάννη Σκαρίμπα, Νεφέλη 2017, σ. 122, Κατερίνα Κωστίου, «Από το εργαστήρι του Γιάννη Σκαρίμπα· εκπλήξεις και παγίδες», Περίπλους, τχ. 44, 1997, σ. 42-43 και Γιάννης Σκαρίμπας, Τα πουλιά με το λάστιχο, Αφοί Δ. Περγάμαλη Ο.Ε., Χαλκίδα 1978, σ. 71-3.
[5] Για τη λειτουργία της τρέλας στο Σόλο του Φίγκαρω βλ. αναλυτικά Eleni Yannakakis, «The Solo of Madness: Approaching the Limits of the Genre in Skarimpas’ Το Σόλο του Φίγκαρω», Μολυβδοκονδυλοπελεκητής, τχ. 3, 1991, σ. 253-289.
[6] Βλ. Γιάννης Σκαρίμπας, Το Σόλο του Φίγκαρω, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Νεφέλη 1992, σ. 93.
[7] Βλ. Μαρία Ακριτίδου, «Σελήνη και θάνατος στο μυθιστόρημα Μαριάμπας του Σκαρίμπα» και Αναστασία Τριανταφυλλίδου, «Τα φεγγάρια του Σκαρίμπα» στο Ξ. Α. Κοκόλης, Άνθρωποι και μη: τα όρια της φαντασίας στο Σκαρίμπα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 169-171 και σ. 173- 7 αντίστοιχα.
[8] Βλ. αναλυτικά Συμεών Γρ. Σταμπουλού, Πηγές της πεζογραφίας του Γιάννη Σκαρίμπα, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων 2006, σ. 99-100.
[9] 9 Βλ. Γιάννης Σκαρίμπας, Τα πουλιά με το λάστιχο, ό.π., σ. 62-4. Η λέξη «ανοινόφλυγας» είναι λέξη του Σκαρίμπα (όπως και η λέξη «διχασμάνθρωπος») και σημαίνει ξεμέθυστος. Σχηματίζεται από τη λέξη «οινόφλυξ» δηλαδή μεθυσμένος.
[10] Βλ. Κατερίνα Κωστίου, «Το πλεόνασμα του ελλείμματος και τα όρια της ταυτότητας», Ασύμβατη συνοδοιπορία. Όψεις της έκκεντρης γραφής του Γιάννη Σκαρίμπα, ό.π., σ. 38.