Σύνδεση συνδρομητών

Χίλαρι Μαντέλ: ο θάνατος της βασίλισσας

Πέμπτη, 22 Δεκεμβρίου 2022 17:56
 H Xίλαρι Μαντέλ στο Κέιμπριτζ το 2010.   
Chris Boland
H Xίλαρι Μαντέλ στο Κέιμπριτζ το 2010.  

Hilary Mantel, Γουλφ Χολ, μετάφραση από τα αγγλικά: Αθανάσιος Ζάβαλος, Πάπυρος, Αθήνα 2010, σελ. 495

Hilary Mantel, Γεράκια, μετάφραση από τα αγγλικά: Εριφύλη Μαρωνίτη

Πάπυρος, Αθήνα 2013, 514 σελ.

Hilary Mantel, Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ, μετάφραση από τα αγγλικά: Εριφύλη Μαρωνίτη, Πάπυρος, Αθήνα 2014, 160 σελ.

Η ακάνθινη γραφή της κάποτε χαρακτηρίστηκε ως «το πιο καλά κρυμμένο μυστικό της σύγχρονης βρετανικής λογοτεχνίας» – και πράγματι έχει κάτι που θυμίζει μυστικό οπλοστάσιο: σαν μια χειροβομβίδα στρογγυλή, λεία, αναγνωρίσιμη, φαινομενικά αφοπλισμένη, που χωρίς προειδοποίηση εκρήγνυται μπροστά στα μάτια μας, μέσα στα χέρια μας, και θρυμματίζει οποιαδήποτε κρούστα κοινοτοπίας. Όταν κινείσαι στο πλαισιωμένο ιστορικό περιβάλλον (όταν δηλαδή δεν μπορείς να αλλάξεις αυτό που έγινε) κινδυνεύεις να ταυτίσεις αυτό που ξέρεις με αυτό που βλέπεις· όμως δεν είναι το ίδιο. Η κάθε ματιά είναι διαφορετική, κι αν κάτι παίζει ρόλο στη λογοτεχνία είναι ακριβώς αυτό. Κι αυτά τα ήξερε καλά η Χίλαρι Μαντέλ, που πέθανε στα 70 της, στις 24 Σεπτεμβρίου 2022. Ας δούμε τη ζωή και το έργο της.

 Στις 20 Ιουνίου 1789, στο Παρίσι, οι άντρες της Εθνοσυνέλευσης βρίσκουν τη αίθουσα όπου καθημερινά συνεδριάζουν ξαφνικά κλειδωμένη – για λόγους ανακαίνισης, τους λένε.  «Εν μέσω των σαρκαστικών γέλιων ο κύριος Bailly παραμένει σοβαρός, ενώ η καλοκαιρινή βροχή κυλάει γύρω από το γείσο του καπέλου του. Ο δόκτωρ Guillotin, συνάδελφός του ακαδημαϊκός, στέκεται δίπλα του: “Μήπως να δοκιμάζαμε το γήπεδο του τένις λίγο πιο κάτω;”» Στο γήπεδο του τένις, λοιπόν, η Εθνοσυνέλευση συνεδριάζει πάλι: «Ανεβάζουν τον Πρόεδρο Bailly πάνω σ’ ένα τραπέζι. Ορκίζονται να μη χωριστούν μέχρι να παραδώσουν στη Γαλλία σύνταγμα. Συνεπαρμένος από τη συγκίνηση, ο επιστήμονας παίρνει μια αρχαιοπρεπή πόζα: είναι μια ρωμαϊκή στιγμή». Τρεις μέρες αργότερα, εμφανίζεται μπροστά τους ο Βασιλιάς: «Με διστακτική, τρεμάμενη φωνή ακυρώνει όλες τους τις πράξεις· αυτός, και μόνον αυτός, θα εκχωρήσει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Σιωπηλοί στέκονται μπροστά του, μαύρα σακάκια, λευκές γραβάτες, μαρμάρινα πρόσωπα: άντρες που στήνονται για τους ανδριάντες τους».

Άντρες που στήνονται για τους ανδριάντες τους. Κι εμείς, οι τυχεροί αναγνώστες αυτής της μαγικής πένας, μπορούμε έτσι να τους βλέπουμε: στημένους εκεί, για μας. Να βλέπουμε τα χρώματα των ρούχων τους, την καλοκαιρινή βροχή που κυλάει γύρω από το γείσο ενός καπέλου, την υπερηφάνεια και τη ματαιοδοξία και τη φιλοδοξία και την υστεροβουλία και τη μεγαλοσύνη, το ακαριαίο και άγνωστο-γνωστό που συνθέτουν μια στιγμή του χρόνου, ένα σκαλοπάτι της ανθρώπινης Ιστορίας – και την πεμπτουσία της λογοτεχνίας.

Δεν υπάρχει μια σελίδα των βιβλίων της Χίλαρι Μαντέλ που δεν είναι λογοτεχνία. Αυτόν τον αφορισμό δεν θα τον τολμούσα αν δεν τον είχα εκφωνήσει μέσα μου αμέτρητες φορές γυρνώντας τις σελίδες της – ενώ διάβαζα, ας πούμε, για τους Τυδώρ για τους οποίους ήξερα ήδη όλα όσα ήθελα να ξέρω, και καμία αγωνία δεν είχα να μάθω κι άλλα· κι όμως: γυρνούσα τις σελίδες της συγκλονισμένη γιατί αυτό που διάβαζα ήταν, απλούστατα, μέγιστη λογοτεχνία.

 

Το «ιστορικό μυθιστόρημα»

Όταν ακούγονται γύρω μου οι λέξεις «ιστορικό μυθιστόρημα» έχω συχνά την ίδια αίσθηση όπως όταν λέμε «καλή κοπέλα είναι μωρέ, αλλά...». Μια σιωπηλή συναίνεση δηλαδή για το ότι μιλάμε για ένα είδος αναγνώσματος που μπορεί να προσφέρει ευχαρίστηση σε κάποιους (μικρός μορφασμός συγκατάβασης), που είναι μια χαρά για την παραλία ή για να γίνει τηλεοπτικό σίριαλ (οι παραγωγές του BBC, αναμφίβολα οι καλύτερες) αλλά μην τρελαθούμε κιόλας· όχι και να το αξιολογούμε μαζί με τα άλλα, τα σοβαρά. Ο λόγος γι’ αυτό είναι μια παρεξήγηση, και η παρεξήγηση είναι διπλή: πρώτον, γιατί δεν έχω δει κανένα βιβλιοπώλη να βάζει σ’ εκείνο το ράφι με την ταμπέλα «Ιστορικά» τον Τολστόι, τη Γιουρσενάρ, τον Ντίκενς, τον Γκορ Βιντάλ, τον Ε. Λ. Ντοκτορόου, τον Βασίλι Γκρόσμαν, τον Τζον Γουίλιαμς, τον Μορίς Ντρουόν, τον Τόμας Πύντσον, τον Ρόδη Ρούφο, τον Γιόζεφ Ροτ, τον Παύλο Καλλιγά, τον Ρόμπερτ Γκρέιβς και τόσους άλλους (ρίχνω τα ονόματα τελείως στην τύχη) ενώ, αν πρέπει να ορίσουμε συγκεκριμένα τη «θεματολογία» τους, αυτή ακριβώς είναι. Μόνο που η «θεματολογία» τους δεν ορίζεται συγκεκριμένα, επειδή γράφουν ύψιστη λογοτεχνία. Δηλαδή, μπέρδεμα.

Και δεύτερον γιατί, όπως έγραψε η Larissa MacFarquhar[2],

η φήμη του ιστορικού μυθιστορήματος είναι ασαφής. Tη δεκαετία του 1930, ο μαρξιστής κριτικός λογοτεχνίας Γκιόργκι Λούκατς ισχυρίστηκε ότι τα πρώτα ιστορικά μυθιστορήματα, όπως του Ουόλτερ Σκοτ, του Μπαλζάκ και του Τολστόι, έδειξαν ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι δεδομένη και σταθερή αλλά μεταμορφώνεται μέσα στο χρόνο· και έτσι έδειξαν ότι μια επανάσταση είναι πάντα δυνατή, και κάνοντάς το αυτό έκαναν το ενδεχόμενό της πιο πιθανό. Αλλά σήμερα το ιστορικό μυθιστόρημα δεν θεωρείται και πολύ αξιοπρεπές: δυσκολεύεται να διαχωριστεί από το ελευθέρων ηθών αδελφάκι του, το «ιστορικό ρομάντσο». Υπάρχει η γενική άποψη ότι συνίσταται από εκνευριστικούς διαλόγους και υπερλεπτομερείς περιγραφές κοστουμιών.

Για να το κάνουμε πιο σαφές: σήμερα, πριν καν γυρίσουμε το εξώφυλλο ενός «ιστορικού μυθιστορήματος», το υποψιαζόμαστε ότι θα είναι μια μυθοπλασία-καρικατούρα με υπερβολική χρήση αυτών που στην κινηματογραφική / διαφημιστική ορολογία ονομάζονται “props”, με τη χρήση δηλαδή κοστουμιών που μυρίζουν ναφθαλίνη και σκηνικών από παλαιοπωλεία. Ότι θα είναι το ανάγνωσμα στυλιζαρισμένων διαλόγων «εποχής» που κανένας δεν πιστεύει ότι θα μπορούσαν να είναι αληθινοί – ούτε κι εκείνοι που υποτίθεται ότι τους εκστομούν· ότι θα είναι το ανάγνωσμα που εκβιάζει μια προτηγανισμένη συγκίνηση ενός απαράβατου και αδιαπραγμάτευτου δέους (π.χ. «η καταστροφή της Σμύρνης»), χωρίς το περιθώριο για κάποιο άλλο ενδεχόμενο ασάφειας ή αμφιβολίας· και κυρίως ότι θα είναι ανάγνωσμα που θα στέκεται με σεβασμό απέναντι στα ιστορικά πρόσωπα, με αμηχανία ως προς το ιστορικό αναπόδραστο, με παγωμάρα ως προς το ιστορικό δεδομένο.

Προσέξατε τη λέξη που επανέρχεται; Ναι, το πρόβλημα με το «ιστορικό μυθιστόρημα», είναι η Ιστορία.

«Η Ιστορία είναι το καρφί όπου κρέμονται τα μυθιστορήματά μου», είπε, όπως όλοι ξέρουμε, ο Αλέξανδρος Δουμάς, και πριν και μετά από αυτόν πολλοί άλλοι λογοτέχνες δικαιολόγησαν με τον δικό τους τρόπο τη σχέση αυτή – που για κάποιους μπορεί να χαρακτηριστεί και ως «χορεύοντας με τον διάβολο». Γιατί υπάρχουν εδώ δυο υλικά που δύσκολα αναμειγνύονται: η επιστήμη της Ιστορίας που πρέπει να βασίζεται σε δεδομένα και η τέχνη της λογοτεχνίας που αλίμονό μας αν βασίζεται σ’ αυτά – ή σε οτιδήποτε άλλο. Όταν το μυθοπλαστικό υλικό σου είναι η Ιστορία χορεύεις με τον διάβολο ελπίζοντας ότι αυτός κρύβεται πράγματι στις λεπτομέρειες –και ότι εσύ θα μπορέσεις κάπως να τις φέρεις αυτές τις λεπτομέρειες με το μέρος σου, χωρίς να σε πάρει είδηση ο χορογράφος. Και πάντως ελπίζοντας πως, ό,τι κι αν γίνει, το αποτέλεσμα δεν θα είναι ένα μeίγμα βεστιάριου, ντεκόρ και ημερομηνιών αλλά το απύθμενο μυστήριο των απεριόριστων δυνατοτήτων της ανθρώπινης εμπειρίας, δηλαδή το σύμπαν της λογοτεχνίας. 

Πώς δεν τρώει τα μούτρα του λοιπόν αυτός που μαγειρεύει το σίγουρο των όσων έγιναν με το αέναα πιθανό των όσων μπορούν να γίνουν; Τα παραδείγματα είναι πολλά, οι αναλύσεις περισσότερες, αλλ’ αρκεί πιστεύω να μιλήσουμε εδώ για τη Χίλαρι Μαντέλ, που πέθανε στις 22 Σεπτεμβρίου 2022, αφήνοντας πίσω της ένα έργο μαγευτικό και μια θλίψη τεράστια για όσα άλλα δεν πρόλαβε nα γράψει. Αρκεί, γιατί στις σελίδες των «ιστορικών μυθιστορημάτων» της λύνεται η παρεξήγηση και μπορούμε επιτέλους να τελειώνουμε μ’ εκείνο το ντροπιαστικά μπερδεμένο ράφι του βιβλιοπώλη.

 

Τα Μεγάλα, τα Σπουδαία

Η Dame[3] Hilary Mary Mantel έγραψε 17 βιβλία και κέρδισε πάμπολλα βραβεία (δυο φορές το Μπούκερ για το Wolf Hall και το Bring Up the Bodies). Πριν αναγνωριστεί ως συγγραφέας, η ζωή της ήταν δύσκολη: η οικογένειά της προβληματική, οι προοπτικές της αμφίβολες. Προσπάθησε ν’ ασχοληθεί με τα νομικά αλλά δεν είχε την απαραίτητη οικονομική υποστήριξη, εργάστηκε σε πολυκατάστημα ρούχων και σε γηριατρική κλινική. Μια μέρα πήγε στη βιβλιοθήκη και άρχισε να μαζεύει σημειώσεις για τη Γαλλική Επανάσταση, ώσπου αναρωτήθηκε «μα τι κάνω;» και απάντησε στον εαυτό της: «γράφω ένα βιβλίο». Το 1979 το τελείωσε και ήταν το (κατά τη γνώμη μου κορυφαίο και σκανδαλωδώς ακόμα αμετάφραστο στη χώρα μας) 700σέλιδο A Place of Greater Safety, που αφού απορρίφθηκε από πολλούς εκδότες τελικά εκδόθηκε το 1992 χωρίς καμία επιτυχία. Με όλα αβέβαια, ακολούθησε τον άντρα της στην Μποτσουάνα για πέντε χρόνια και αργότερα στη Σαουδική Αραβία για άλλα τέσσερα.

Υπάρχουν παιδιά, αδύναμα και κοντά στο θάνατο, που ζουν μέσα σε πλαστικές φούσκες· το ανοσοποιητικό τους σύστημα δεν έχει αναπτυχθεί και έτσι πρέπει να προστατεύονται από τον έξω κόσμο – ο αέρας που αναπνέουν φιλτραρισμένος κι η τροφή τους περασμένη μέσα από ειδικούς σωλήνες με αποστειρωμένα και γαντοφορεμένα χέρια. Οι ομογενείς που ζουν σε ξένες χώρες για επαγγελματικούς λόγους, είναι ακριβώς έτσι.

Αντίθετα από τους γνήσιους ταξιδευτές που είναι όντα ευάλωτα, που συγχρόνως ελκύονται και απωθούνται από τους πολιτισμούς στους οποίους ξαφνικά βρίσκονται, οι ομογενείς των ξένων χωρών δύσκολα προσεγγίζονται, δυσκολότερα εντυπωσιάζονται. Κουβαλούν γύρω τους την πλαστική φούσκα του δικού τους πολιτισμού και τίποτα δεν τους αγγίζει προτού να φιλτραριστεί μέσα από την προστατευτική μεμβράνη των προκαταλήψεών τους, μέσα από το σύστημα βιολογικής υποστήριξης που αποτελεί το υπέρβαρο των αποσκευών  τους καθώς προχωρούν από τη μια επαφή στην άλλη, προς άλλες χώρες και άλλα σετ παραπόνων. Όμως, ακόμα κι αυτοί, πότε πότε ταξιδεύουν πραγματικά.

Τα ταξίδια τους αυτά μπορεί να είναι πολύ μικρά: μια τυχαία λέξη, ένα βλέμμα. Αλλά δεν χρειάζεται παραπάνω. Σαν το τρύπημα καρφίτσας, ένα γεγονός, ένα τυχαίο μικρόβιο αρκεί για να εισχωρήσει ο έξω κόσμος μέσα από τις άμυνές τους. Και τότε ξέρεις τι ήταν αυτό που απέφευγες να γνωρίσεις: δεν ήταν η χώρα που ήταν ξένη, δεν ήταν το κλίμα ή οι άνθρωποι. Ήσουν εσύ.[4]

Μια τυχαία λέξη, ένα βλέμμα αρκεί, σαν τρύπημα καρφίτσας, για να εισχωρήσει ο μύθος στη ζωή μας – ή εμείς σ’ αυτόν. Η Μαντέλ είχε την καρφίτσα. Γνώριζε πια ότι ήθελε και μπορούσε να γράψει, αλλά δεν ήταν τόσο απλό (γιατί ποτέ δεν είναι). Αν και ήξερε τι την ενδιέφερε, δεν ήξερε ακόμα το πώς να το πει. Α, το μαρτύριο της φόρμας... Τα δοκίμασε όλα: διάβαζε θεατρικά έργα, λάτρευε τον Μπρεχτ, της άρεσε να χτίζει διαλόγους, προσπαθούσε να «δει» τις σκηνές αλλιώς – αλλά πώς, αφού τις είχε ήδη μέσα στο μυαλό της; Δεν έγραφε για ιδέες· η πολιτική μιας επανάστασης, εξήγησε αργότερα (όταν πια ήθελαν να την ακούσουν), έχει να κάνει με τις τακτικές και την ισχύ. Ακολούθησαν κι άλλα βιβλία με τα οποία κυρίως αποδείχτηκε ότι μπορούσε να γράφει τόσο διαφορετικά, όσο σαν να τα είχαν γράψει άλλοι άνθρωποι. Ώσπου, το 2009, ήρθε το Wolf Hall.

Και να, πάλι, η Ιστορία: το πεδίο της δόξης το λαμπρό, όπου πάνω του παίζονται τα μεγάλα, τα σπουδαία. Τη Μαντέλ, το διευκρίνισε η ίδια, δεν την ενδιέφερε να επινοεί μεγαλεία και σπουδαιότητες εκεί όπου δεν υπάρχουν· και γι’ αυτό πήγε εκεί όπου, εξ ορισμού, αφθονούν. Στο ιστορικό μυθιστόρημα βρήκε τους ορίζοντες για να γράψει για τα πραγματικά σημαντικά που αποδείχθηκαν, μέσα από το χρόνο, ότι άξιζαν και ήταν έτοιμα να γραφτούν: «Δεν υπάρχουν σημαντικοί χαρακτήρες χωρίς σημαντικούς χρόνους».[5] Και ναι, αυτό το έκαναν πολλοί· εκείνη όμως βρήκε τον δικό της τρόπο που δεν μοιάζει με κανέναν άλλο.

Το Wolf Hall, πρώτο της τριλογίας της για τον Τόμας Κρόμγουελ, τον γιο σιδηρουργού που έγινε ο πιο έμπιστος σύμβουλος του βασιλιά Ερρίκου VIII, ξεκινά με τον έφηβο Τόμας ξαπλωμένο μέσα σε μια λίμνη αίματος και εμετού, ξυλοκοπημένο από τον πατέρα του. Έτσι, με τις πρώτες της παραγράφους, η Μαντέλ ξεμπέρδεψε μια και καλή με τον «παγωμένο σεβασμό απέναντι στα ιστορικά πρόσωπα».  «Η ουσία είναι να μην κρίνεις όσα έγιναν εκ των υστέρων, από το υψιπετές θεωρείο του 21ου αιώνα», εξήγησε σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα Guardian. «Είναι να είσαι εκεί, στο κυνήγι στον πύργο Wolf, και να τρέχεις μαζί τους (ίσως και με λανθασμένες προσδοκίες) προς ένα μέλλον μη καθορισμένο, όπου η τύχη και το μοιραίο συνεχίζουν να παίζουν τον καθοριστικό ρόλο», Η τύχη και το μοιραίο, δηλαδή το μυστηριώδες υλικό της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή ο σιτοβολώνας της λογοτεχνίας.

Η ακάνθινη γραφή της κάποτε χαρακτηρίστηκε ως «το πιο καλά κρυμμένο μυστικό της σύγχρονης βρετανικής λογοτεχνίας» – και πράγματι έχει κάτι που θυμίζει μυστικό οπλοστάσιο: σαν μια χειροβομβίδα στρογγυλή, λεία, αναγνωρίσιμη, φαινομενικά αφοπλισμένη, που χωρίς προειδοποίηση εκρήγνυται μπροστά στα μάτια μας, μέσα στα χέρια μας, και θρυμματίζει οποιαδήποτε κρούστα κοινοτοπίας. Αν μπορώ να απομονώσω το πιο σημαντικό, το πιο καίριο ζητούμενο που πρέπει να κερδηθεί σε κάθε «ιστορικό μυθιστόρημα» και που κέρδισε ολοκληρωτικά η Μαντέλ, είναι αυτό: τίποτα το αναμενόμενο. Όταν κινείσαι στο πλαισιωμένο ιστορικό περιβάλλον (όταν δηλαδή δεν μπορείς να αλλάξεις αυτό που έγινε) κινδυνεύεις να ταυτίσεις αυτό που ξέρεις με αυτό που βλέπεις· όμως δεν είναι το ίδιο. Η κάθε ματιά είναι διαφορετική, κι αν κάτι παίζει ρόλο στη λογοτεχνία είναι ακριβώς αυτό. Η Μαντέλ και σέβεται αυτό που ξέρει, και βλέπει αυτό το παραπέρα που μπορεί και θέλει να δει. Γι’ αυτό και το τοπίο της είναι τόσο συναρπαστικό. Όπως, για παράδειγμα, ο περίφημος ξαφνικός και παθιασμένος έρωτας του Ερρίκου για την Ανν Μπολέιν που τίναξε στον αέρα τη μετέπειτα εκκλησιαστική ιστορία της Αγγλίας και για τον οποίο έχουμε ακούσει / διαβάσει / δει τόσα πολλά ώστε δικαιολογείται όποιος αναφωνήσει «φτάνει, όχι άλλο». Κι όμως· η Μαντέλ δεν χρειάστηκε πολλές λέξεις για να τον ξεγυμνώσει από κάθε τούλι σάχλας και να τον παρουσιάσει καινούργιο, σύγχρονο και διαχρονικό, συναρπαστικά σαρκαστικό, διασκεδαστικά κυνικό.

«Είναι πολύ συνηθισμένη, καθόλου όμορφη. Τι της βρίσκει ο Ερρίκος;»

«Πιστεύει ότι είναι ηλίθια. Αυτό τον ξεκουράζει».[6]

Σε όλες τις σελίδες της, το μόνο που δεν θα βρει ο αναγνώστης είναι την τηρουμένη απόσταση του σεβασμού και του δέους. Μα γιατί να κρατήσεις απόσταση από το υλικό από το οποίο είμαστε όλοι φτιαγμένοι, «ιστορικά πρόσωπα» και μη; Οι μυθικοί ήρωες της Γαλλικής Επανάστασης, ο Νταντόν, ο Ροβεσπιέρος, ο Ντεμουλέν, γίνονται στο “A Place of Greater Safety” εξίσου ή και περισσότερο ήρωες, αλλά αληθινοί – και όταν λέμε «αληθινοί» δεν εννοούμε ούτε μελετημένα κοστούμια ούτε προσεγμένα ντεκόρ, αλλά τον αντίλαλο που αντηχεί μέσα μας όταν κάτι που ακούμε μοιάζει και δικό μας. (Και ίσως αυτός να μην είναι ένας κακός ορισμός της λογοτεχνίας.) Διαβάζουμε και βλέπουμε, φερ’ ειπείν, τον Καμίγ Ντεμουλέν, παραμονές της Επανάστασης, να κάθεται για άλλη μια φορά να γράψει για την εφημερίδα του, παρ’ όλο που του έχουν πει να προσέχει – είναι επικίνδυνοι καιροί· όμως «δεν άντεχε να νομίσει κάποιος ότι εκείνοι τον είχαν τρομάξει με τις απειλές και τις προσβολές και τις προκλήσεις τους, με το χρήμα και με τα ξίφη τους και με τους φίλους τους στην Αυλή».

Όταν έρχεται η ώρα να γράψει και παίρνει την πένα στα χέρια του, δεν σκέφτεται ούτε στιγμή τις συνέπειες· σκέφτεται το στυλ. Αναρωτιέμαι γιατί μπήκα ποτέ στο κόπο ν’ ασχοληθώ με το σεξ, αυτό σκέφτεται, αφού δεν υπάρχει τίποτα σ’ αυτόν τον ευλογημένο κόσμο τόσο ικανοποιητικό όσο μια σωστά τοποθετημένη άνω τελεία. Με το που πιάνει το χαρτί και το μελάνι είναι πια μάταιο να του θυμίσει κανείς τον καλύτερό του εαυτό, να του πει ότι έτσι καταστρέφει υπολήψεις και ανθρώπινες ζωές. Ένα είδος γλυκού δηλητήριου τρέχει στις φλέβες του, πιο φίνο κι απ’ το καλύτερο κονιάκ κι ακόμα πιο γρήγορο για να κάνει το κεφάλι του να γυρίζει. Κι αποζητά, όπως άλλοι αποζητούν το όπιο, αυτήν την ευκαιρία για να εξασκήσει κι άλλο την εκλεπτυσμένη του τέχνη στους χλευασμούς και τις βρισιές. Λίγο λάβδανο μπορεί να ηρεμεί τις αισθήσεις, αλλά ένα καλό κύριο άρθρο φέρνει έναν κόμπο συγκίνησης στο λαιμό κι ένα χοροπήδημα στους χτύπους της καρδιάς. Το να γράφεις είναι σαν να κατεβαίνεις τρέχοντας μια πλαγιά: δεν μπορείς να σταματήσεις, και να το ήθελες.[7]

Η «αληθινή Ιστορία» γίνεται πραγματικά αληθινή γιατί τη Μαντέλ δεν την ενδιέφεραν μόνον οι ιδέες και η γενικότερη εικόνα: σκύβει και συντονίζεται με τα του τρισδιάστατου βίου κι οι χαρακτήρες της χτίζουν με τούβλα και ξύλα έναν φυσικό κόσμο όπου οι αναγνώστες της μπαίνουν εύκολα με όλες τους τις αισθήσεις. «Ψωμί: αυτό είναι το βασικό που πρέπει να καταλάβουμε», γράφει για τη Γαλλική Επανάσταση. Σκάβει με την πένα της για να φέρει στην επιφάνεια ό,τι πιο γήινο υπάρχει. Και όλα κάπου καταλήγουν: δεν της άρεσαν οι ασάφειες κι οι μισοτελειωμένες δουλειές. Δεν υπάρχει τόξο που να εκσφενδονίζεται από κάποιο βέλος και να μη μάθουμε πού θα καρφωθεί, ούτε επιστολή που δεν θα ανοιχτεί, ούτε μήνυμα που δεν θα επιδοθεί, ούτε σκέψη που δεν θα απευθυνθεί και σ’ εμάς, στο σήμερα. Η Μαντέλ ήξερε ότι το παρελθόν δεν είναι ποτέ αδρανές αλλ’ αντίθετα καιροφυλακτεί κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων ανυπόμονο. Στα βιβλία της, το αισθάνεσαι, συνομιλεί με το ιστορικό υλικό της. Και η συνομιλία είναι ζωντανή, άφοβη, θρασεία αλλά και συμπονετική.

 

Ναι, η Τζέιν το φίλησε το γράμμα

Όποιος γράφει ιστορικό μυθιστόρημα έχει πάνω από το κεφάλι του δυο μαινάδες: από τη μια την Ιστορία που, ως σοβαρή και πολύτιμη επιστήμη, απαιτεί την αλήθεια, κι από την άλλη τη λογοτεχνία που απαιτεί – εκεί η απάντηση είναι πιο δύσκολη γιατί αυτό που απαιτεί η λογοτεχνία φαίνεται ξεκάθαρα μόνο όταν δεν το παίρνει (όταν δηλαδή το αποτέλεσμα δεν είναι λογοτεχνία). Κι έπειτα, υπάρχει αυτός ο τόσο δύσκολος συνδυασμός τού να ξέρεις «τι θα συμβεί» και να μην μπορείς να το αλλάξεις (η Ιστορία σ’ το απαγορεύει) αλλά και του να πρέπει να ακολουθείς τους ήρωές σου σαν να μην ξέρεις: σαν τίποτα να μην είναι προκαθορισμένο, σαν όλα να είναι δυνατά, όπως είναι ο νόμος της λογοτεχνίας. Κι εκεί κάπου μπαίνει και ο πειρασμός: αφού γράφω μυθιστόρημα γιατί πρέπει να κολλήσω στα γεγονότα όπως έγιναν; Γιατί δεν μπορώ να ταΐσω ελεύθερα τις ανάγκες της μυθοπλασίας μου; Υπάρχουν πράγματι πολλά αναγνώσματα όπου η Ιστορία υποχωρεί μπροστά στις απαιτήσεις του μυθιστορήματος, όπου γίνονται πράγματα και θαύματα που δεν έγιναν ποτέ στην πραγματικότητα και τα οποία εμείς οι αναγνώστες δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ακριβώς «απάτη» αφού πρόκειται για μυθιστόρημα – στο κάτω κάτω, αν θέλει κάποιος να μάθει Ιστορία δεν έχει παρά να διαβάσει Ιστορία.

Όμως υπάρχουν (ευτυχώς) κι εκείνοι οι μυθιστοριογράφοι για τους οποίους η παραμικρή παραποίηση των ιστορικών γεγονότων είναι όχι τόσο αμαρτία όσο ανοησία: γιατί ν’ αλλάξεις κάτι τόσο ενδιαφέρον, αφού αυτό σε παρακίνησε εξαρχής ν’ ασχοληθείς μαζί του; Γιατί να το φέρεις στον κόσμο σου και να μη χωθείς εσύ στον δικό του; Έγινε πράγματι αυτό που διηγείσαι εκείνη τη μέρα; Και βρισκόταν ο ήρωάς σου σ’ εκείνο το σημείο; Και, by the way, τι καιρό έκανε;  

Η Μαντέλ σπάνια εφηύρε κάτι από το τίποτα. Σχεδόν πάντα το έβρισκε στις πηγές της, πάνω στις οποίες ήταν σκυμμένη. Ακόμα κι οι πιο μικρές, φαινομενικά μυθιστορηματικές λεπτομέρειες των βιβλίων της, εκείνες οι σχισμές εικόνων που απαρτίζουν το τόσο πολύτιμο μωσαϊκό της, προέρχονται από τα αρχεία που διαρκώς μελετούσε. Για παράδειγμα, μια σκηνή στο Bring Up the Bodies (ελληνικός τίτλος: Γεράκια), όπου ένας αγγελιοφόρος σταλμένος κρυφά από τον, ακόμα παντρεμένο με την Μπολέιν, Ερρίκο παραδίδει στην Τζέιν Σίμουρ (ερωμένη και μετέπειτα τρίτη σύζυγό του) ένα ερωτικό γράμμα μαζί με ένα πουγκί με χρήματα: η Τζέιν αρνείται τα χρήματα και τα δίνει πίσω, μετά παίρνει το γράμμα, το φιλά χωρίς να το ανοίξει και το δίνει κι αυτό πίσω. Μυθιστορηματικό, έτσι δεν είναι; Κι όμως· βγαίνει αυτούσιο από την αλληλογραφία ενός πρέσβη της αυλής. Η Μαντέλ δεν μπορούσε, όπως κανένας από εμάς, να είναι σίγουρη ότι ο ήρωάς της ήταν εκεί όπου τον ήθελε τη στιγμή που τη βόλευε, αλλά περνούσε άπειρες ώρες για να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν κάπου αλλού. Αυτό μπορεί για κάποιους αναγνώστες να μη σημαίνει και πολλά, αφού πάντα το αποτέλεσμα θα κρίνεται λογοτεχνικά· για μένα, αποτελεί την ύψιστης μορφής συγγραφική εντιμότητα. Και φυσικά, την πιο δύσκολη. Η ίδια το είπε καλύτερα:

Μόλις αρχίσεις να παίζεις με την Ιστορία μπαίνουν μπρος ένα σωρό άλλες διεργασίες και συνέπειες. Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο μου είναι απεχθές όταν κάποιοι μαγειρεύουν τα γεγονότα. Αν άλλαζα κάτι για να το κάνω να είναι πιο εύκολο για μένα ή πιο δραματικό, θα αισθανόμουνα ότι απέτυχα σαν συγγραφέας. Όταν ξέρεις τι είναι αυτό που θέλεις να πεις πρέπει να ξέρεις και να αντλήσεις το δραματικό μέσα από το αληθινό, κι όχι να το προσθέτεις από πάνω, σαν σαντιγί στην τούρτα.

Δεν θα άλλαζα λέξη.

Η τριλογία (Wolf Hall, Bring Up the Bodies και The Mirror and the Light) μεταφράστηκε σε 41 γλώσσες και πούλησε περισσότερα από 5 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Πιστεύω ακράδαντα ότι ελάχιστοι από αυτά τα 5 εκατομμύρια συγκινούνταν από τον Κρόμγουελ και τη δυναστεία των Τυδώρ· συγκινούνταν και θα συνεχίσουν να συγκινούνται από τη δύναμη και τη μαγεία της γραφής της.

 

«Ο αυθεντικός εαυτός…»

Όταν πήγαινε ακόμα στο πανεπιστήμιο άρχισε να υποφέρει από έντονους πόνους στα πόδια και στην κοιλιά και από συχνούς εμετούς. Ένας γιατρός απεφάνθη ότι το πρόβλημα ήταν ψυχολογικό και της έδωσε αντικαταθλιπτικά· όταν αυτά δεν βοήθησαν την έστειλε σε ψυχίατρο, ο οποίος της είπε ότι υπέφερε από στρες λόγω της υπερβολικής, και αφύσικης για γυναίκα, φιλοδοξίας της –και της έδωσε ηρεμιστικά. Αυτά αντίθετα φούντωσαν την οργή της και άρχισε να φαντασιώνεται ότι βάζει παντού φωτιές και μαχαιρώνει ανθρώπους. Ο ψυχίατρος της είπε τότε να σταματήσει αμέσως το γράψιμο αφού προφανώς την έβλαπτε, και της έδωσε αντιψυχωσικά. Υπέφερε για χρόνια χωρίς να ξέρει γιατί, ώσπου έκανε τη διάγνωση μόνη της ψάχνοντας στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Μποτσουάνα: έπασχε από ενδομητρίωση, πάθηση κατά την οποία κύτταρα σαν της μήτρας βρίσκονται και σε άλλα σημεία του σώματος, ματώνουν κάθε μήνα και δημιουργούν ουλώδεις ιστούς που πιέζουν τα νεύρα. Οι πόνοι της έγιναν αφόρητοι. Στα 27 της χρόνια χειρουργήθηκε και της αφαιρέθηκαν η μήτρα, οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες, αλλά όχι οι πόνοι. Μια κανονική εργασία εκτός σπιτιού ήταν πια γι’ αυτήν αδύνατη και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γράφει. Κι αυτό έκανε, χωρίς σταματημό –περιγράφοντας, με την ίδια αμείλικτη σαφήνεια, τη μόνιμη πάλη της με την αρρώστια: ένα «σκοτεινό πεδίο, ένα έρημο τοπίο ταπείνωσης και απώλειας».[8]

Η αρρώστια σε απογυμνώνει και μένεις με τον αυθεντικό σου εαυτό, αλλά όχι εκείνον που χρειαζόσουνα να συναντήσεις. Η αυθεντικότητα είναι υπερεκτιμημένη. Με πόνο μαθαίνουμε να ζούμε στον κόσμο και να είμαστε ψεύτικοι. [...] Ζω σε δυο παράλληλες πραγματικότητες, μια γαλήνια και μια τόσο φρικτή που δεν αντέχεται. [...] Κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας [αλλαγής της πληγής] ακούγεται ένα πνιχτό ουρλιαχτό από ένα άλλο δωμάτιο· ελπίζω να είναι από ένα άλλο δωμάτιο. [...] Οι ελεγχόμενες κινήσεις αποτελούν ακόμα πρόβλημα· την ημέρα της απελευθέρωσης της Βαστίλλης με ξυπνάω με το να ρίχνω ένα ποτήρι νερό πάνω μου.[9]

Η αρρώστια καθόρισε, όπως ήταν φυσικό, τη ζωή της (δυστυχώς και το τέλος της). Καθόρισε επίσης τη γραφή της, με τους υπόγειους τρόπους με τους οποίους όσα επιτίθενται στο δέρμα μας καταφέρνουν να περνούν μέσα από τους πόρους και να καταλήγουν στις γραπτές εκπνοές μας. Τα βιβλία της είναι γεμάτα από τη σφιχτή, σκληρή, συχνά χιουμοριστική (και άκρως βρετανική) επίγνωση του πόνου που κυριαρχεί στις ζωές μας και του τρόπου που εφευρίσκουμε για να ζούμε μ’ αυτόν.

Κάποτε το πίστευε κι ο ίδιος, ότι μπορούσε να πεθάνει από θλίψη: για τη γυναίκα του, τις κόρες του, τις αδελφές του, τον πατέρα του, και για τον αφέντη του τον Καρδινάλιο. Αλλά ο σφυγμός, σκληρόκαρδος, κρατάει το ρυθμό του. Νομίζεις ότι δεν θα μπορέσεις να συνεχίσεις να αναπνέεις, αλλά ο θώρακάς σου έχει άλλη άποψη κι ανεβοκατεβαίνει εκπνέοντας αναστεναγμούς. Θα ευημερείς, θες δεν θες· και για να ευημερείς ο Θεός παίρνει τη σάρκινη καρδιά σου και σου δίνει μιαν άλλη, φτιαγμένη από πέτρα.[10]

Όμως η συγγραφή δεν ήταν γι’ αυτήν ένα καταφύγιο από τον πόνο. Ήταν ένας ανοιχτός ορίζοντας προκλήσεων, επιτυχιών και εμπειριών. Στα ύστερα χρόνια της ζωής της ενθουσιάστηκε και συνεργάστηκε για τη θεατρική προσαρμογή του The Mirror and the Light. Η προσωπική της ζωή παρέμεινε ήσυχη, παρά την αυξανόμενη φήμη της, και ζούσε διακριτικά με τον σύζυγό της (με τον οποίο είχε χωρίσει και ξαναπαντρευτεί) μακριά από τη λογοτεχνική αρένα του Λονδίνου. Δεν ήταν όμως κι ούτε έγινε ποτέ μια καλόκαρδη, γλυκιά φιγούρα. Τα ταμπλόιντ της επιτέθηκαν για τα σχόλιά της σε ομιλία στο Βρετανικό Μουσείο, το 2013, όπου σάρκασε τη βασιλεία («παλιά νόμιζα ότι το καίριο ερώτημα είναι αν πρέπει να έχουμε μοναρχία ή όχι, αλλά τώρα πιστεύω ότι το ερώτημα είναι αν πρέπει να έχουμε αρκουδάκια panda ή όχι. Η βασιλική μας οικογένεια δεν έχει τα προβλήματα αναπαραγωγής που έχουν τα panda, αλλά και οι βασιλείς και τα panda κοστίζουν πολύ ακριβά και δεν προσαρμόζονται εύκολα στο σύγχρονο περιβάλλον»), και χαρακτήρισε τη δούκισσα του Κέιμπριτζ «πλαστική κούκλα βιτρίνας».[11] Προκάλεσε επίσης την οργή των βρετανών συντηρητικών πολιτικών για το διήγημά της «Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ» (2014).[12] Κι όμως, ήταν ώς το κόκαλο αληθινή Εγγλέζα. Μπορεί να ακούγεται περίεργη αυτή η παρατήρηση, αλλά βρίσκεται πιστεύω στην καρδιά του λογοτεχνικού της έργου: όχι μόνο στη θεματολογία της (η οποία, λόγω του ταλέντου της, ξεπέρασε τα σύνορα των βρετανικών ενδιαφερόντων) αλλά κυρίως στον τρόπο έκφρασης και γραφής της – γι’ αυτό φοβάμαι και είναι εξαιρετικά απαιτητική η μετάφραση των βιβλίων της. Και ήταν, πάνω απ’ όλα, συγγραφέας:

Το να γράφω μυθιστορήματα με κάνει υπηρέτρια μιας διαδικασίας χωρίς ξεκάθαρη αρχή και τέλος, αλλά και χωρίς μέθοδο για να αξιολογώ το τι καταφέρνω. Μπορεί να έχω στο μυαλό μου μια ντουζίνα εκδοχές για την ίδια σκηνή που θέλω να περιγράψω. Μπορεί να περάσω ολόκληρη εβδομάδα κεντώντας μόνο μια εικόνα μέσα σε μια ιστορία, χωρίς να προχωράω την αφήγηση ούτε αράδα παραπέρα. Ένα βιβλίο φτιάχνεται σύμφωνα μ’ ένα βαθύ και κρυφό σχέδιο. Και μόνο στο τέλος βλέπω ποιο ήταν το σχέδιο.[13]

Σε αντίθεση με την Ιστορία, η λογοτεχνία αρέσκεται στις ελαφρότητες.

Αν λοιπόν μας επιτρεπόταν να υποθέσουμε ότι πάντα και παντού υπάρχει ένα σχέδιο, το ότι η ζωή της τελείωσε τόσο γρήγορα δεν είναι το πιο έξυπνο. Όλοι οι αναγνώστες της ξέρουμε ότι είχε πολλά ακόμα βιβλία να μας δώσει. Η ίδια πίστευε ειλικρινά και παθιασμένα πως ένας συγγραφέας αξίζει μόνο τόσο όσο αξίζει η επόμενή του παράγραφος· αυτό φυσικά δεν είναι αλήθεια, είναι όμως η αλήθεια όλων των αληθινών συγγραφέων. Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις[14], ρωτήθηκε αν πιστεύει στη μετά θάνατο ζωή και απάντησε ναι. «Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσε να δουλεύει αυτό», συμπλήρωσε, «αλλά το σύμπαν δεν περιορίζεται σε όσα μπορώ εγώ να φανταστώ».

Εγώ πάντως φαντάζομαι, με θλίψη, την επόμενή της παράγραφο.

 

ΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΙΛΑΡΙ ΜΑΝΤΕΛ

Every Day is Mother’s Day (1985)

Vacant Possession (1986)

Eight Months on Ghazzah Street (1988)

Fludd (1989)

A Place of Greater Safety (1992)

A Change of Climate (1994) - Αλλαγή κλίματος, μετάφραση: Τζένη Σαράντη, Νεφέλη, 1996

An Experiment in Love (1995)

The Giant O’Brien (1998) - Ο γίγαντας ΟΜπράιεν, μετάφραση: Δέσποινα Κερεβάντη, Νεφέλη, 2000

Beyond Black (2005) - Πέρα από το Μαύρο, μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, Πάπυρος, 2007

Wolf Hall (2009) - Γουλφ Χολ, μετάφραση: Αθανάσιος Ζάβαλος, Πάπυρος, Αθήνα 2010

Bring Up the Bodies (2012) - Γεράκια, μετάφραση: Εριφύλη Μαρωνίτη, Πάπυρος, Αθήνα 2013

The Mirror and the Light (2020)

Έγραψε επίσης συλλογές διηγημάτων, αυτοβιογραφικά, και δοκίμια. Πιο πρόσφατα, η συλλογή κειμένων της από το London Review of Books, Mantel Pieces (2020) και The Wolf Hall Picture Book - a photography. 

[1] “A Place of Greater Safety” (1992).

[2] “The Dead are Real”, The New Yorker, 8/10/2012.

[3] Το 2015 της απονεμήθηκε ο τίτλος της Dame Commander, Order of the British Empire, αντίστοιχος του τίτλου του ιππότη.

[4] “Last Morning in Al Hamra”, The Spectator (1987). Mε το κείμενο αυτό κέρδισε το βραβείο “Τhe Spectator/ Shiva Naipaul Memorial Prize for travel writing”. 

[5] “The Dead are Real”, The New Yorker, ό.π.

[6] Wolf Hall.

[7] “A Place of Greater Safety”.

[8] “Giving Up the Ghost” (2003).

[9] “Meeting the Devil”, London Review of Books, 4/11/2010.

[10] “Bring Up the Bodies”.

[11] “Royal Bodies”, London Review of Books, 21/2/2013.

[12] Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ, μετάφραση: Εριφύλη Μαρωνίτη, Πάπυρος, Αθήνα 2014.

[13] The Guardian, 16/4/2016.

[14] Financial Times, Σεπτέμβριος 2022.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.