Η ενασχόλησή μου με το μυθιστόρημα του Ρόδη Ρούφου Οι Γραικύλοι με κατεύθυνε προς τη διερεύνηση της σύνδεσής του με το μυθιστόρημα Χάλκινη Εποχή, του οποίου θεωρώ ότι έρχεται ως συνέχεια, κλείνοντας ένα εξελικτικό σχήμα που είχε ξεκινήσει από την τριλογία του Χρονικού μιας Σταυροφορίας. Με κάθε μυθιστόρημά του συμπληρώνει στοιχεία πάνω στα θέματα που τον απασχολούν, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και πολιτικές δράσης για τη δημοκρατία, την αυτοδιάθεση, τις κοινωνικές και πολιτισμικές ηγεμονίες.
Όλα τα μυθιστορήματά του προέρχονται από τη δική του συμμετοχή στα βασικά γεγονότα της εποχής του και τον τρόπο που στοχάζεται για αυτές τις περιόδους: «γεννημένος το 1924 ο Ρόδης Ρούφος θα προλάβει, έως τον πρόωρο θάνατό του το 1972, να ζήσει ενεργώς τα μεγάλα και συνταρακτικά γεγονότα του αιώνα του. Γεγονότα οικουμενικής κλίμακας όπως ο Β΄ Παγκόσμιος, ο Ψυχρός Πόλεμος και το τέλος της Αποικιοκρατίας, όσο και εθνικής κλίμακας, όπως η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κυπριακό, η δύσκολη μετεμφυλιακή περίοδος και η Δικτατορία των Συνταγματαρχών».[1] Για την εμπειρία του τα χρόνια της Κατοχής και τη δράση του στην Αντίσταση μέσα από τις τάξεις του ΕΔΕΣ μίλησε ως Ρόδης Προβελέγγιος μέσα από τα αυτοβιογραφικά του μυθιστορήματα: Ρίζα του Μύθου (1954), Πορεία στο σκοτάδι (1955) και Η άλλη όχθη (1958) τα οποία συγκροτούν μια τριλογία με τον τίτλο Το Χρονικό μιας Σταυροφορίας (1972).[2] Το έργο αποτελεί μια σημαντική κατάθεση για την κατανόηση των τρικυμιωδών μεταπολεμικών χρόνων και της ιδεολογίας των ηρώων τους.[3] Για τον αντιαποικιακό αγώνα της Κύπρου συνέθεσε το γνωστότερο ίσως μυθιστόρημά του, τη Χάλκινη Εποχή, όπως και το διήγημα Το Τυχαίο Γεγονός και το ποίημα «Ίωνες αιχμάλωτοι στην Κύπρο, 498 π.Χ.» (αφιερωμένο στον Λώρενς Ντάρελ).[4] Η εμπειρία του στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό και η δράση του στην Κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών ώς τη δικτατορία των Συνταγματαρχών «τροφοδότησε τον Ρούφο με τις ιδέες που θα τον οδηγήσουν στο έτερο μυθιστόρημά του, τους Γραικύλους».[5] Στο μυθιστόρημα αυτό, προάγγελο των σκοτεινών χρόνων της Χούντας, η μεταφορά στο παρελθόν λειτουργεί αλληγορικά για τη διερεύνηση της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και τη θέση της Ελλάδας ανάμεσα στις κυρίαρχες ιδεολογίες αλλά και τη σχέση του ελληνισμού με το παρελθόν του.
Ζητήματα είδους
Από την αρχή της λογοτεχνικής του σταδιοδρομίας, ο συγγραφέας αφενός εντάχθηκε σε ένα είδος λογοτεχνίας που σχετιζόταν με την απόκριση σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, «το ντοκουμέντο», ως μέσο έκφρασης, αφετέρου συνδέθηκε πολιτικά και ιδεολογικά με την πλευρά των αντικομμουνιστών, των συντηρητικών, των εθνικοφρόνων, δημιουργώντας από το πρώτο του έργο ένα πλέγμα-ορίζοντα πρόσληψης σε όποιον επιχειρούσε την αξιολόγησή του.[6] Το Χρονικό μιας Σταυροφορίας είναι ό,τι λέει και ο τίτλος του, όπως σημειώνει ο Καραπιδάκης, ένα χρονικό της συμμετοχής του στον απελευθερωτικό αγώνα από τη γερμανική κατοχή και στον εσωτερικό πόλεμο, μεταξύ κομμουνιστών και εθνικιστών.[7] Το έργο αυτό, όπως τονίζει ο Δασκαλόπουλος, «προσπαθεί να αποδείξει τον παραλογισμό του εμφύλιου σπαραγμού και, ταυτόχρονα, να περιορίσ[ει] την έως τότε μονοπωλιακή εκμετάλλευση της αντίστασης από την ελληνική Αριστερά».[8] Η κριτική της εποχής, αντιμετώπισε αρνητικά το έργο του Ρούφου, θεωρώντας ότι ήταν απολογητής της Δεξιάς: πιο συγκεκριμένα, καταγράφηκε ως «απολογητικό έργο της συντηρητικής παράταξης στο θέμα του Εμφυλίου», κάτι που διατηρήθηκε ως ισχύουσα αποτίμηση μέχρι και πολύ πρόσφατα.[9] Όπως επισημαίνει ο Μπαζούκης, «μόνο κάποιοι δεινοί μελετητές της εποχής και γνώστες προσώπων και πραγμάτων, όπως ο Αλέξανδρος Αργυρίου, δεν θα υπέκυπταν στις εύκολες σχηματοποιήσεις και στους αφορισμούς».[10] Αλλά και ο Ανδρέας Καραντώνης, το 1955, θα στήριζε την προσπάθεια του συγγραφέα, χαρακτηρίζοντας τη Ρίζα του Μύθου ως «“το πρώτο ανώτερης ποιότητας χρονικό”, που αφορούσε τα γεγονότα μιας […] δεκαπενταετίας» αναμένοντας από τον συγγραφέα να καλύψει μέσα από τους επόμενους τόμους της τριλογίας του «“εκ των έσω”, ολόκληρη τη δεκαετία του 1940 ώς την επαύριο του Εμφυλίου και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια».[11] Η ιδέα του χρονικού, επομένως, αξιοποιείται για να νοηματοδοτηθεί μια εποχή και οι ήρωές της με ρεαλιστικό τρόπο, παρακολουθώντας την προσωπική ιστορία του συγγραφέα και αναζητώντας να δοθεί χώρος και στην ιδεολογία της «άλλης όχθης».
Στη Χάλκινη Εποχή έχουμε ένα έργο σε αντίστιξη με αυτό του Βρετανού συγγραφέα Λώρενς Ντάρελ, όπως θα συζητηθεί στη συνέχεια. «Ο Ρόδης Ρούφος μοιραζόταν πολλές πολιτιστικές αξίες με τον Λώρενς Ντάρελ όσο και με τον βρετανικό πολιτισμό γενικότερα (είχε γνωρίσει τους Βρετανούς στην Αντίσταση και το 1948 είχε υπηρετήσει ως διερμηνέας της Βρετανικής Αποστολής στην Αθήνα) […] και παρά την ένταση τού αντιαποικιακού αγώνα θα θεωρεί τον Λώρενς Ντάρελ πνευματικό συνομιλητή του»[12], τουλάχιστον έως την περίοδο που ο Ντάρελ θα δημοσιεύσει τα Πικρολέμονα, βιβλίο που θα προκαλέσει την απάντησή του με τη Xάλκινη Εποχή».[13]
Η Χάλκινη Εποχή με τον υπότιτλο ήδη «Το μυθιστόρημα του Κυπριακού Αγώνα» δηλώνει τον τόπο και τον χρόνο δράσης, αλλά και την ειδολογική της ταυτότητα (όπως και τα προηγούμενα έργα του συγγραφέα είναι ένα μυθιστόρημα «ντοκουμέντο»), ενώ η αφιέρωση «Σε όσους διάλεξαν την Ελευθερία» υποδηλώνει ένα είδος ιδεολογικής αμφιταλάντευσης, που θα είναι κομμάτι της ιστορίας του μυθιστορήματος. Προμετωπίδες του «προλόγου» του μυθιστορήματος είναι δύο αποσπάσματα από το έργο του Λώρενς Ντάρελ, εξ αρχής ένα σχόλιο για την αποικιακή ματιά και μια «θέση» την οποία το κείμενο που θα ακολουθήσει θα προσπαθήσει να αναλύσει και να ανασκευάσει.[14]
Ο συγγραφέας επιλέγει τα εξής αποσπάσματα: «Και σε μιαν αστραπή βλέπω ξανά την Ελλάδα που αγαπώ: τη γυμνή φτώχεια που φέρει χαρά δίχως ταπείνωση, την αγνότητα και τους έξοχους τρόπους των νησιωτών. […] Την όρθια, αρσενική συνείδηση της περιπέτειας στ’ αρχιπέλαγο…» (Στοχασμοί πάνω σε μια θαλάσσια Αφροδίτη, 1953). Το έργο αυτό φαίνεται να είναι επηρεασμένο από την περίοδο που ο Ντάρελ είχε υπηρετήσει στη Ρόδο (μετά το 1945) ως διευθυντής πληροφοριών της Πρεσβείας (Press attaché) και βέβαια ο στοχασμός του εδώ συσχετίζει τη Ρόδο με την πρώτη περίοδο της ζωής του στην Ελλάδα, στην Κέρκυρα. Ωστόσο, θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν σχόλιο για την εντύπωση που του έκανε η Κύπρος και για το ανόθευτο, σχεδόν πρωτόγονο στοιχείο, που φαίνεται να αναγνωρίζουν οι ξένοι σε έναν πολιτισμό που τους ασκεί γοητεία.[15] Ο Ντάρελ θα μετακινηθεί στην Κύπρο το 1953, αναλαμβάνοντας και πάλι την «ευαίσθητη» θέση του διευθυντή του Γραφείου Πληροφοριών της αγγλικής κατοχής στο νησί, μετά από ένα διάστημα διδασκαλίας στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Κύπρου. Εκεί βέβαια θα γνωριστεί και με τον Ρόδη Ρούφο, όταν ο τελευταίος τοποθετηθεί στο Προξενείο του Ελληνικού Κράτους στην Κύπρο, από το 1954 ώς το 1956.[16]
Το δεύτερο απόσπασμα που επιλέγει ο Ρούφος, προέρχεται από το έργο του Ντάρελ, Πικρολέμονα, του 1957, και είναι ένα ξεκάθαρο σχόλιο-αιχμή απέναντι στον τρόπο που η Βρετανική Διοίκηση αντιμετώπιζε τις τάσεις ανεξαρτησίας των Κυπρίων: «Πώς είναι δυνατό να θέλει ο Κύπριος την Ένωση; Απορούσαν όσοι Άγγλοι κάτοικοι της Κύπρου ήξεραν καλά την Ελλάδα. Εύλογη η απορία τους. Στρατιωτική θητεία στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις; Εξοντωτική φορολογία; Κακοδιοίκηση;». Πράγματι, αυτές τις απόψεις της Αποικιοκρατικής Δύναμης φαίνεται να ενστερνίζονται και ορισμένοι από τους χαρακτήρες στο έργο του Ρούφου, ενώ σίγουρα δεν ήταν μια στάση που αφορούσε μόνο την αντιμετώπιση της κυπριακής κοινότητας, αλλά ένα ευρύτερο και σταθερά εδραιωμένο ιδεολόγημα στις σχέσεις μεταξύ Αυτοκρατορίας και Αποικιών. Αντίστοιχα επιχειρήματα σχετικά με την ευδοκίμηση των Ινδών, για παράδειγμα, κάτω από τη βρετανική κυριαρχία είχαν διαδοθεί πριν από την εξέλιξη της δικής τους πορείας προς την ανεξαρτησία. Η επιλογή αυτών των δύο αποσπασμάτων, επομένως, δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα και να στηλιτεύσει την αμφιλεγόμενη πολιτική στάση του Ντάρελ και να εξηγήσει εξ αρχής με συνοπτικές διαδικασίες γιατί γράφτηκε αυτό το μυθιστόρημα. Γράφτηκε για να απαντήσει σε όσους, όπως ο Ντάρελ, αδυνατούσαν να κατανοήσουν τη στάση των Κυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα, παρουσιάζοντας τον κυπριακό αγώνα στο αγγλόφωνο κοινό «σαν ένα περιθωριακό, αποικιακό επεισόδιο».[17]
Ο Ρούφος εκδίδει τη Χάλκινη Εποχή στα αγγλικά με τον τίτλο The Age of Bronze από τον ισχυρό εκδοτικό οίκο Heinemann τo 1960, για να παρουσιάσει μιαν άλλη εκδοχή για τον κυπριακό αγώνα στην αγγλική κοινωνία. Είναι ένα μυθιστόρημα με «θέση» και μάλιστα με την φόρτιση της αμφισβήτησης και απόρριψης μιας άλλης θέσης. Το ενδιαφέρον από λογοτεχνική άποψη θα ήταν πιο διευρυμένο αν ο Ντάρελ είχε θελήσει να «ανταπαντήσει» κατά κάποιον τρόπο σε αυτή την πρόκληση, κάτι που όμως απέφυγε να κάνει. Σχεδόν την ίδια χρονιά, πάντως, εμφανίζεται και στα ελληνικά το μυθιστόρημα, μεταφρασμένο από τον ίδιο τον Ρούφο, από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας.
Το μυθιστόρημα Οι Γραικύλοι εκδίδεται το 1967 (ανατυπώνεται το 1981 και το 1999). Πρόκειται για ένα ιστορικό και αλληγορικό μυθιστόρημα. Ο Ρούφος μεταφέρει την εποχή του σε μια άλλη, την αρχαία (στα χρόνια 88-86 π.Χ.), κατά τα οποία η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συγκρούεται με το Βασίλειο του Πόντου, του Μιθριδάτη. Η Αθήνα βρίσκεται τότε στο επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης αναζητώντας την αυτονομία της μέσω μιας πολιτικής μεταρρύθμισης που στόχευε σε μια δικαιότερη κοινωνική και οικονομική συγκρότηση. Μεταξύ δύο κόσμων (Ανατολής και Δύσης) και με πολλές εσωτερικές αντιφάσεις, ο λαός της Αθήνας, πολιτικοί, φιλόσοφοι και εξεγερμένο πλήθος, θα βιώσει μια οδυνηρή συνειδητοποίηση των ορίων του μέσα από τα παιχνίδια και τις παγίδες της εξουσίας. Η αρχαία εποχή χρησιμεύει στον αρχαιογνώστη Ρούφο ως εργαστήριο παρακολούθησης και ανάλυσης της δικής του εποχής.[18] Η εποχή της ιστορίας είναι η εποχή επεξεργασιών πιθανών επαναστάσεων στην ελληνιστική Αθήνα για την ανατροπή της φιλορωμαϊκής ολιγαρχίας.[19] Αντίστοιχα, η εποχή συγγραφής του έργου, η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου, βρίθει από «επαναστατικά επεισόδια, στο όνομα της δημοκρατίας και της αυτοδιάθεσης των λαών».[20] Ο κόσμος των Ρωμαίων αντιστοιχεί για τη σύγχρονη εποχή του Ρούφου στο δυτικό μπλοκ ενώ ο κόσμος του Μιθριδάτη παραπέμπει στην Κομμουνιστική Ανατολή του Ψυχρού Πολέμου και σε άλλες επαναστάσεις ή δικτατορικά καθεστώτα του 20ού αιώνα.[21] Ο Ρούφος έχει ήδη το βίωμα του Εμφύλιου πολέμου καθώς και του αντιαποικιακού αγώνα της Κύπρου να συνεχίσει να επεξεργάζεται αφηγηματικά, πέρα από τις άλλες παγκόσμιες πολιτικές συνθήκες που αναδύονται εκείνη την περίοδο για τις οποίες θα είχε ουσιαστική ενημέρωση ως διπλωματικός υπάλληλος.[22] Το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος δίνει τη δυνατότητα να επεξεργαστεί ταυτοχρόνως το παρελθόν και το παρόν, το ελληνικό και το παγκόσμιο φαινόμενο.[23]
Πρόκειται για μια αντίστοιχη θεώρηση της ιστορίας με αυτή που ακολουθεί ο Καβάφης στην ποίησή του. Ορθώς σημειώνει ο Μπαζούκης ότι στην περίπτωση των Γραικύλων έχουμε «μια προσπάθεια του συγγραφέα να εφαρμόσει στο πεζογραφικό επίπεδο τη λεγόμενη “μυθική/ιστορική” μέθοδο των “αντικειμενικών συστοιχιών”, την οποία είχε μελετήσει και διδαχθεί από την ποίηση κυρίως του Κ. Π. Καβάφη και του Γ. Σεφέρη –τα δοκίμιά του σχετικά με το έργο των δύο αυτών ποιητών που προηγήθηκαν χρονικά αποτελούν τεκμήρια αυτής της “μαθητείας”».[24] «Ο Δημήτρης Τζιόβας συγκαταλέγει τον Ρόδη Ρούφο στους συγγραφείς που αξιοποίησαν τη συμβολική ή αλληγορική διάσταση της μυθιστοριογραφίας και μελετά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα με στόχο να διερευνήσει τον τρόπο που ζητήματα πολιτικής σύγκρουσης και καταστολής μπορούν να αναπλαστούν στη λογοτεχνία».[25]
Οι ειδολογικές επιλογές του συγγραφέα μαρτυρούν και τη δική του εξέλιξη και ωρίμανση. Από την άμεση ανταπόκριση στα γεγονότα μέσω του χρονικού προχωρά στο μυθιστόρημα με θέση και κατόπιν στο ιστορικό μυθιστόρημα, που δίνει τη δυνατότητα να σκιαγραφήσει παραλληλισμούς της παλαιότερης με μια σύγχρονη εποχή, μελετώντας βέβαια σχολαστικά τις αρχαίες πηγές του, τις οποίες σημειώνει στο τέλος του μυθιστορήματος. Αντίστοιχο παραλληλισμό εφαρμόζει και στο ημιτελές μυθιστόρημά του Βίβα Βολιγουάη (μεταξύ καταστάσεων σε μια φανταστική χώρα και στην Ελλάδα) αλλά και στην αλληγορική ιστορία (από τα 18 Κείμενα) «Ο Υποψήφιος».[26] Αν στο Χρονικό νοηματοδοτείται «εκ των έσω» μια σημαντική περίοδος της ελληνικής ιστορίας, στη Χάλκινη Εποχή προβάλλει μια απάντηση στη βρετανική προπαγάνδα που εκφράστηκε για το Κυπριακό Ζήτημα, ενώ στους Γραικύλους μέσω της μελέτης της αρχαίας ιστορίας αναβιώνει μια περίοδος που δίνει τη δυνατότητα να λειτουργήσει το καθρέφτισμα για τη σύγχρονή του εποχή, να παρακινήσει τον αναστοχασμό για τη θέση του ατόμου και της ελληνικής κοινωνίας στο παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι.
Αφηγηματικές επιλογές
Η Χάλκινη Εποχή ξεκινά με το τέχνασμα της παραλαβής χειρογράφων που ο κεντρικός ήρωας Αλέξης, καταδικασμένος σε απαγχονισμό για τη δράση του στην ΕΟΚΑ, είχε συντάξει κατά τη διάρκεια της κράτησής του στην Κεντρική Φυλακή της Λευκωσίας και είχε καταφέρει να αποστείλει στον φίλο του, Δίωνα. Ο συντάκτης του χειρογράφου θεωρεί ότι αποτελεί ένα είδος «μαρτυρίας για μιαν ορισμένη περίοδο κι ορισμένα γεγονότα, σα μέρος της δικής μας “αλήθειας” πάνω στο Κυπριακό» (δηλαδή της ελληνικής πλευράς), ενώ καταλήγει ότι πολύ θα ήθελε να μεταφραζόταν στα αγγλικά, αφήνοντας αυτή την επιλογή στον παραλήπτη τους, αντιστρέφοντας έτσι στη μυθοπλασία την πραγματική συνθήκη της συγγραφής του έργου στην αγγλική (σ. 14).[27] Γίνεται σαφές, επομένως, ότι η Χάλκινη Εποχή έχει δύο αφηγητές, τον Αλέξη, κεντρικό ήρωα της δράσης, αλλά και της βασικής αφήγησης (εφόσον είναι ο συντάκτης του χειρογράφου), που θα αναλάβει να δημοσιοποιήσει ο παραλήπτης του, ο Δίων (δεύτερος αφηγητής), ο οποίος θα παρουσιάσει και τη σχέση τους καθώς και τη σχέση του Αλέξη με άλλα πρόσωπα. Επιπροσθέτως, σε κάποια σημεία της ιστορίας τη σκυτάλη της αφήγησης παίρνει και η κοινή φίλη των δύο, Νταίζη, για να μεταφέρει η ίδια στον Δίωνα, την ιστορία του Αλέξη και της Σύλβιας –το ερωτικό μέρος του βιβλίου– συμπληρώνοντας έτσι τα κενά της αφήγησης του Αλέξη ως προς το αυτό το σκέλος, δίνοντας και μια άλλη πλευρά των παθών του ήρωα.[28]
Το τέχνασμα της αποστολής ή ανακάλυψης χειρογράφων είναι ένα κλασικό λογοτεχνικό τέχνασμα με το οποίο ο συγγραφέας επιχειρεί να πάρει αποστάσεις από τα βιώματα και τις σκέψεις του –θα μπορούσε να γίνει ένας παραλληλισμός εδώ με την Ζωή εν τάφω του Μυριβήλη– που αποτελεί μια καταγραφή των εμπειριών του συγγραφέα από τη συμμετοχή του στον πόλεμο το 1917-1918, στη Μακεδονία. Το προσωπικό ημερολόγιο του Μυριβήλη που αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την πρώτη γραφή του μυθιστορήματος, ανατίθεται σε ένα φανταστικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα, στον λοχία Κωστούλα: η ανακάλυψη των τετραδίων του φανταστικού λοχία που σκοτώθηκε στη μάχη του 1918 δίνει την έναρξη της ιστορίας.[29] «Έτσι ο αναγνώστης ξέρει από την αρχή ότι ο ήρωας του οποίου τις σκέψεις διαβάζει είναι ήδη νεκρός και ότι στο τέλος του βιβλίου τελειώνει και η ζωή του».[30] Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο βιβλίο του Ρούφου, ο αναγνώστης ξέρει εξ αρχής ότι ο ήρωας είναι καταδικασμένος να πεθάνει: «η προσωπική μου “περίπτωση” (με τη νομική όσο και την ψυχολογική σημασία της λέξης) θα ’χει φτάσει στη λογική της κατάληξη) (σ. 13-14), σημειώνει στο γράμμα του στον Δίωνα ο Αλέξης και το τέλος του βιβλίου συμπίπτει με το τέλος της φυσικής ζωής του ήρωα.
Οι δύο αφηγητές εξασφαλίζουν τόσο την αληθοφάνεια της μαρτυρίας (ο Αλέξης Μπαλαφάρας περιγράφει αυτά που είδε και έζησε) όσο και την αντικειμενικότητα στην αφήγηση, όπου τα κενά συμπληρώνονται από τον Δίωνα ή επιχειρείται να επεξηγηθούν στάσεις και διλήμματα όταν ο αναστοχασμός του δρώντος προσώπου δεν επαρκεί. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά με διαφορετική εποπτεία, ο Αλέξης παρουσιάζει το μερικό, ο Δίωνας το πιο γενικό. Ο Ρούφος βέβαια θα είχε κάθε λόγο να θέλει να αποστασιοποιηθεί με αυτό το τέχνασμα από τον άμεσο συσχετισμό της δικής του δράσης και στάσης ως διπλωμάτη στην Κύπρο και στο ζήτημα του Κυπριακού, κάτι που θα εξέθετε τον ίδιο και το Διπλωματικό Σώμα. Είχε κάθε λόγο, επίσης, να ενισχύει την αληθοφάνεια της αφήγησής του εφόσον έρχεται να αντιπαρατεθεί στην παρουσίαση του ζητήματος από τον Ντάρελ. Έτσι η διάθλαση της εμπειρίας του συγγραφέα σε δύο μυθιστορηματικά πρόσωπα, επιτρέπει να εμπεδωθεί το στοιχείο της μυθοπλασίας (εύρημα χειρογράφου) ενώ η πρωτοπρόσωπη μαρτυρία του κεντρικού ήρωα έχει στόχο να εδραιώσει την αληθοφάνεια και τη σημασία των γεγονότων.
Ο χρόνος της αφήγησης είναι ένα εικοσιτετράωρο –από την λήψη του κειμένου και μέχρι την ολοκλήρωση της ανάγνωσης που γίνεται από την κοινή φίλη των δύο, την Νταίζη–,[31] για την οποία υπάρχει επίσης ιδιαίτερη επιστολή του Αλέξη.[32] Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης συμπίπτει και η ώρα που είχε οριστεί για τον απαγχονισμό του Αλέξη για τη δράση του στην ΕΟΚΑ. Η αφήγηση καλύπτει όμως μια περίοδο δύο χρόνων που ξεκινά από την πρώτη συνάντηση του Δίωνα με τον Αλέξη το 1954 στη Λευκωσία, μετά την περίοδο της φιλίας τους στην Αθήνα και, αργότερα, τη συμμετοχή τους στον αντάρτικο στρατό στα βουνά της Ηπείρου, και φτάνει μέχρι την εκτέλεση του Αλέξη, έπειτα από δύο χρόνια.[33]
Είναι ο Δίωνας - διπλωμάτης αλλά και μυθιστοριογράφος όπως και ο ίδιος ο Ρούφος ή είναι η ιστορία που του εμπιστεύεται ο Αλέξης και συνεκδοχικά όλοι οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ στο πρόσωπό του, τόσο σημαντική, που οφείλει να γίνει μυθιστοριογράφος για να τη μεταδώσει και να μη μείνει το προσωπικό βίωμα αδικαίωτο, αλλά και παραγνωρισμένο με βάση την προπαγάνδα από την αντίθετη πλευρά; Το μυθιστόρημα θέτει, επομένως, ενδιαφέροντα ζητήματα προς συζήτηση τόσο σε επίπεδο αφηγηματικών επιλογών, αλλά και σύνδεσής τους με συγκεκριμένες ιδεολογικές θέσεις.[34]
Οι Γραικύλοι, επίσης, περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, ευδιάκριτα στον αναγνώστη που είναι ενημερωμένος για τη ζωή του συγγραφέα. Ο κεντρικός χαρακτήρας και εδώ είναι ο Δίων (όνομα και του ήρωα στο Χρονικό). Ο Δίων, ωστόσο, των Γραικύλων δεν παύει να είναι ένας άνδρας του 1ου π.Χ. αιώνα.[35] Με την τριτοπρόσωπη παντεποπτική αφήγηση, που εστιάζει από την αρχή στον Δίωνα και μπορεί να αποδίδει ακόμα και τις διακυμάνσεις της σκέψης του, αναφέρονται συνοπτικά βασικά σημεία της ζωής του, αλλά και της πόλης των Αθηνών. Τα στοιχεία αυτά είναι επιθυμητό να γνωρίζει ο αναγνώστης ώστε να εισέλθει ομαλά στο σημείο εκείνο της ιστορίας (με τη διπλή έννοια της αφήγησης αλλά και του ιστορικού χρόνου), που αποτελεί την αφετηρία του μυθιστορήματος. Το πρώτο πράγμα που γνωρίζει ο αναγνώστης για τον Δίωνα, εκτός από τα στοιχεία επαγγελματικής του κατάρτισης (ιατρός), καταγωγής και οικογενειακής συνθήκης, είναι η αγάπη του για την τέχνη και τις διανοητικές συζητήσεις και προκλήσεις. Τα συμπόσια τού προξενούν μια απίστευτη προσμονή με την ελπίδα πνευματικής ανάτασης που συνήθως διαψεύδεται, ωστόσο ο Δίων απολαμβάνει ακόμα, όπως και όλοι οι Αθηναίοι πολίτες, την ελευθερία των συναθροίσεων στα Γυμνάσια και στην Αγορά, που δίνουν τη δυνατότητα για την καλλιέργεια των σχέσεων μεταξύ τους, μέσω των πολιτικών συζητήσεων. Ο Δίων παρουσιάζεται από την αρχή ως ένα φιλελεύθερο ερευνητικό πνεύμα με μια αντισυμβατική στάση ζωής, που επισφραγίζεται από τη συμβίωσή του με την Εβραία δούλα και σύντροφό του, Ρουθ.
Σε όλα τα μυθιστορήματα του Ρούφου παρατηρείται ένα είδος εξέλιξης του ήρωα μέσα από τις εμπειρίες του, τον αναστοχασμό, αλλά και τη δράση, στη συνειδητοποίηση και τη στοχαστική προσαρμογή. Βρισκόμαστε στην επικράτεια του Bildungsroman,[36] που για τον εκάστοτε “Δίωνα” και τους συντρόφους, συνεργάτες, συμπολίτες έχει συνήθως τραυματική χροιά και κόστος. Η εξέλιξη όμως του βασικού ήρωα (αλλά και άλλων προσώπων) τοιχογραφείται και από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο υποείδος του Bildungsroman. Στους Γραικύλους, «η αφήγηση της προσωπικής ιστορίας του ήρωα αναδεικνύει την προσωπική ωρίμανσή του, ιστορώντας τη διαδρομή του μέσα από τις ψευδαισθήσεις του ένδοξου παρελθόντος· μέσα από το απραγματοποίητο της αρχαίας δημοκρατίας στο νέο παγκόσμιο πλαίσιο των γεωπολιτικών δυνάμεων· και τέλος, μέσα από την αδυναμία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, της θρησκείας του και της φιλοσοφίας του να συλλάβουν τις νέες πραγματικότητες που έχουν προκύψει με την εμφάνιση νέων λαών, νέων θρησκειών, την ανάδειξη νέων κοινωνικών τάξεων […]».[37]
Αποικίες και δημοκρατία
Το θέμα της αποικιοκρατικής συνθήκης και η αναγκαιότητα ή μη της ανατροπής της ανάλογα με τον φορέα της κάθε ιδεολογικής στάσης έχει κεντρική θέση στο μυθιστόρημα Χάλκινη Εποχή. Το μυθιστόρημα πραγματεύεται ένα από τα βασικά ζητήματα της μεταποικιακής θεωρίας που αφορά τη συγκρότηση ταυτοτήτων· οι έννοιες κλειδιά για την αποικιακή συνθήκη είναι η κατανόηση του εαυτού και το ζήτημα της πολιτισμικής (και όχι μόνο) κυριαρχίας. Όπως επισήμανε ο Franz Fanon στο κλασικό έργο του Της γης οι κολασμένοι (1961), «ο άποικος και ο αποικιοκρατούμενος είναι παλιοί γνωστοί. Και πραγματικά ο άποικος έχει δίκιο όταν λέει ότι “τους” ξέρει. Γιατί ο άποικος είναι εκείνος που έφτιαξε και εξακολουθεί να φτιάχνει τον αποικιοκρατούμενο. Ο άποικος αντλεί την αλήθειά του, δηλαδή τα αγαθά του, από το αποικιοκρατικό σύστημα».[38]
Οι Άγγλοι της Χάλκινης Εποχής βλέπουν τους Κύπριους αφενός με μια περιφρόνηση και απαξίωση και αφετέρου με υπερβολική ευθιξία, θεωρώντας ότι οι ντόπιοι τους περιφρονούν, κάτι που ονομάζεται «αποικιακή αρρώστια» (σ. 40), ενώ με την έναρξη του αγώνα κυριαρχεί η απαξίωση: «Οι Άγγλοι δεν μας είχαν άξιους ν’ αντισταθούμε πολύν καιρό άμα νιώθαμε να απειλούνται ταυτόχρονα η προσωπική μας ελευθερία, η σωματική μας ακεραιότητά και τα πορτοφόλια μας – θεωρούσαν τους Κυπρίους φιλοχρήματους και δειλούς (ο Χάρρυ είχε πει κάποτε στη Σύλβια, “πουλάνε τη μάνα τους για δέκα σελίνια”)» (149)· αλλά και ο τρόπος που οι Έλληνες έβλεπαν τους Κύπριους μετά την εξέγερση έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «Διάφοροι έξαλλοι ρωτάνε αν μπορούν να ’ρθουν ν’ ανακατευτούνε κι αυτοί στον καβγά, σαν τον Ιρλανδό της αγγλικής παροιμίας. Τώρα σας εκτιμούν περισσότερο στην Ελλάδα. Πριν από την ΕΟΚΑ σάς θεωρούσαν μαλθακούς, μόνο και μόνο γιατί ήσασταν πιο μυαλωμένοι και λιγότερο πολεμόχαροι […]» (151-152). Η άλλη πλευρά προβάλλεται μέσα από τις σκέψεις του Κύπριου Αλέξη για τους Άγγλους: «οι πιο πολλοί Άγγλοι που γνώρισα στην αρχή ήταν αρκετά πληχτικοί δημόσιοι υπάλληλοι με πενιχρή μόρφωση κι αγωγή απασχολημένοι κυρίως με την καλλιέργεια αισθημάτων αποικιακής υπεροχής, σαν αναπλήρωμα για οτιδήποτε συμπλέγματα κατωτερότητας είχαν υποφέρει στον τόπο τους» (36).[39]
Στα ζητήματα ταυτότητας της ελληνοκυπριακής κοινότητας φαίνεται να προβάλλονται δύο πιθανά μοντέλα συμπεριφοράς και διαβίωσης· το ένα αφορά το υποκείμενο στην αποικία, ως μέλος και τμήμα μιας άλλης ευρύτερης συνθήκης και το άλλο τη δυνατότητα αυτοδιάθεσης της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Είναι το επιθυμητό πρότυπο η διασφάλιση ενός βρετανικού τρόπου διακυβέρνησης, μιας ήσυχης «σπιτίσιας ζωής» όπου για τα πάντα φροντίζει κάποιος άλλος ή μια δύσκολη ζωή της δημοκρατίας με τις αρχές και τα ιδανικά του ελληνικού κόσμου;[40] Στην προκλητική ερώτηση του Xάρρυ Μόνταγκιου –που είναι η περσόνα του Ντάρελ: «πώς μπορεί να είναι κανείς Έλληνας;»– ο Αλέξης απαντάει ότι «ο ελληνισμός δεν είναι φυλή. Είναι μια κατάσταση τέλειας ισορροπίας απέναντι σε αιώνια πρόκληση» (σ. 188), διαπίστωση που μοιάζει να ανακαλεί και το θέμα της γλυπτικής, το άγαλμα Χάλκινη Εποχή του Ροντέν, που δανείζει τον τίτλο του στο μυθιστόρημα. Ο κεντρικός ήρωας, ωστόσο, αποφεύγει την ησυχία της αποικιακής ζωής και ταυτότητας, επιλέγοντας τη δράση βάσει των ιδανικών του για την ελευθερία.
Ο Ρούφος επιχειρεί να θέσει τα πολύπλοκα ζητήματα της αποικιακής συνθήκης στην Κύπρο ως μέρος και μιας ιδιαιτερότητας (σε σχέση με τις παραδοσιακές συνδέσεις και αντιθέσεις με την Ελλάδα και την Τουρκία), αλλά και ως ένα τυπικό επεισόδιο της ευρύτερης αποικιοκρατικής πολιτικής της Βρετανίας, μέσα από χαρακτηριστικούς διαλόγους των προσώπων φορέων αυτών των διαφορετικών ιδεολογιών. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συζητήσεις του Αλέξη με τον Χάρρυ Μόνταγκιου για το αποικιακό ζήτημα. Ο Μόνταγκιου φαίνεται να θεωρεί αταίριαστη για τους ανθρώπους της Ελλάδας και της Κύπρου την απομάκρυνση από έναν παραδοσιακό τρόπο ζωής και τη μάταιη αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας, ενώ στις σκέψεις αυτές αντιπαρατίθεται ο σχολιασμός του αφηγητή, που εδώ θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι εκφράζεται ταυτοχρόνως και από τον Αλέξη και από τον Δίωνα, καθώς διατυπώνεται μια προβληματική που εντάσσει το ζήτημα στη γενικότερη πολιτική αντίληψη για το αυτοκρατορικό σχήμα της Μεγάλης Βρετανίας:
Δεν αποκλείεται να τον τραβούσε ειλικρινά το αλλιώτικο και το γραφικό, που τόσο καλά ήξερε να χρησιμοποιεί σαν πρώτη ύλη για το γράψιμό του. Ίσως όμως, πέρα απ’ αυτό, να ’νιωθε αόριστα πως ήταν ασφαλέστερο για την Αυτοκρατορία να ’χει να κάνει με ανεπιτήδευτους ιθαγενείς παρά με ανθρώπους ενοχλητικά όμοιους μ’ αυτόν σε παιδεία κι αγωγή: τέτοιοι άνθρωποι απειλούσαν ν’ αφαιρέσουν από την Κυρίαρχη φυλή το μονοπώλιό της σε άνεση και πνευματική καλλιέργεια, τις δυνατότητές της για εξωτικά ταξίδια και –το σπουδαιότερο– το περίφημο «φορτίο ευθύνης» που δε φαινόταν διόλου να βιάζεται να ξεφορτωθεί. Οι παλιοί Ινδοί υπηρέτες ήταν βολικότεροι από τους τωρινούς Ινδούς πολιτικούς… (72).
Στη συζήτηση που συνεχίζεται με το φλέγον ζήτημα του εθνικισμού και της ουσιαστικής σημασίας του, ο Μόνταγκιου αντιτείνει την υπεροχή της κοινής καλοπέρασης, αφήνοντας όμως στον Αλέξη την τελευταία καθοριστική σκέψη, ακόμα κι αν δεν ακούγεται ανοιχτά ως αντίλογος: «ήξερα πως ήταν πολύ αργά ή πολύ νωρίς για καλοπέραση» (σ. 73).
Ο άλλος χαρακτηριστικός διάλογος συντελείται στο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Ο ιεροεξεταστής και ο Ντον Τζοβάννι». Ο Αλέξης βρίσκεται αιχμάλωτος στις αγγλικές φυλακές σε αναμονή της εκτέλεσης της ποινής του ενώ δέχεται απροσδόκητα πρόσκληση για συνομιλίες από ένα υψηλό στέλεχος της αποικιακής κυβέρνησης, τον σύμβουλο Τέρενς Φιτζγκίμπον. Ο Φιτζγκίμπον θέλει να βοηθήσει τον Αλέξη να αποφύγει τη δεινή του μοίρα αναζητώντας από εκείνον μια αποκήρυξη της ιδέας της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης. Η συζήτηση ξεκινά από τις σπουδές του Αλέξη, και το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία που μάλλον το μοιράζεται με τον συνομιλητή του, για να στραφεί βέβαια προς το κεντρικό θέμα της σημασίας του εθνικισμού. Ο εθνικισμός για τον Αλέξη είναι κάτι που δεν χρειάζεται εξήγηση ή δικαιολογίες, όπως η πίστη (σ. 220) ενώ για τον Φιτζγκίμπον είναι μάλλον συνώνυμο δεινών, κάτι ειδωλολατρικό, ένα απομεινάρι παλαιότερων θρησκευτικών πολέμων που ο σύγχρονος άνθρωπος αδυνατεί πλέον να κατανοήσει (σ. 221). Ο Φιτζγκίμπον προσπαθεί να του αποδείξει ότι η ελευθερία δεν έχει νόημα μόνο πολιτικό, αλλά πρωτίστως πνευματικό, είναι μια ψυχική κατάσταση (σ. 222), ενώ το μοντέλο της «υπερεθνικής Κοινοπολιτείας που σέβεται απόλυτα την ελευθερία του ατόμου […] αποτελεί καλύτερη εξασφάλιση για την ανθρώπινη ύπαρξη παρά ένα πλήθος μικρές εθνικές μονάδες» (222). Οι συζητήσεις συνεχίζονται κι άλλα βράδια σε αυτό το μοτίβο. Κάποια στιγμή ο Φιτζγκίμπον ρωτάει τον Αλέξη αν πιστεύει ότι η ελευθερία αξίζει πιο πολύ από την ευτυχία (224).[41] Ο Αλέξης δηλώνει ευθαρσώς ότι «υπάρχουν λογιών λογιών ευτυχίες, κι ο καθένας τις αξιολογεί σύμφωνα με τις προσωπικές του αντιλήψεις. Άλλοι είναι πλασμένοι για να ευτυχήσουν σαν καλοθρεμμένα σπιτίσια σκυλιά και άλλοι για να ευτυχήσουν σαν λιπόσαρκοι λύκοι του βουνού. Δε ζουν όλοι οι άνθρωποι μονάχα με ψωμί» (σ. 224). Αυτές τις απόψεις τις έχει αναλύσει ο Ρούφος και στο πυρηνικό για την ιδεολογία του δοκίμιο «Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου».[42] Οι συναντήσεις τελειώνουν με την αινιγματική πατρική συμβουλή του Άγγλου απέναντι στην αδιαλλαξία του Αλέξη: “Werde, der du bist” (Γίνε αυτός που είσαι) (σ. 231).
Ο Χάρρυ Μόνταγκιου και ο Τέρενς Φιτζγκίμπον είναι δύο χαρακτήρες που μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αντιπαρατίθενται στο δίπολο της ελληνικής πλευράς, Αλέξη και Δίωνα. Και οι δύο, από διαφορετικές αφετηρίες, με άλλους τρόπους και μεθόδους, υπερθεματίζουν του μοντέλου της αποικιοκρατίας ενώ σχετικοποιούν τη σημασία της ελευθερίας, μεταθέτοντας το κρίσιμο πολιτικό και υπαρξιακό ζήτημα της ταυτότητας των Κυπρίων σε φιλοσοφικό. Το βιβλίο έρχεται να απαντήσει με την ιστορία του κεντρικού ήρωα, τις επιλογές και τον θάνατό του γιατί είναι σημαντικό να επιλέγεις την ελευθερία, αφιερωμένο, άλλωστε, «σ’ όσους την διάλεξαν».
Στο αντίστοιχο πνεύμα του διαλόγου μεταξύ Φιτζγκίμπον και Αλέξη κινείται ο διάλογος του Δίωνα με τον Μήδειο στους Γραικύλους. Ο πόλεμος μεταξύ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Μιθριδάτη έχει ξεσπάσει και οι Αθηναίοι διαπραγματεύονται τη δική τους πορεία. Οι δημοκρατικοί που απέβλεπαν στην ανατροπή του καθεστώτος πανηγυρίζουν με τις νίκες του Μιθριδάτη, ενώ οι ολιγαρχικοί ανησυχούν με τις εξελίξεις.[43] Ο Μήδειος «ήταν η ψυχή κι ο εγκέφαλος της ολιγαρχίας κι ο ουσιαστικός κυβερνήτης της Αθήνας από τότε που είχε πάψει να λειτουργεί το νόμιμο πολίτευμα» (121).[44] Ο Δίων, που συμπαθεί και κατανοεί τους εξεγερμένους δημοκρατικούς, διατηρώντας όμως μια διαλλακτική και ανεξάρτητη στάση, θεωρεί σωστό να τον επισκεφτεί και να ακούσει την εκτίμησή του για την κατάσταση. Στο διάλογό τους αντιπαρατίθενται πάλι δύο κόσμοι, από τη μια το επιδιωκόμενο μοντέλο της ανεξάρτητης πόλης (το οποίο ο ολιγαρχικός θεωρεί ξεπερασμένη ουτοπία) και από την άλλη μια οικουμενική πολιτεία στην οποία η διαχείριση και οργάνωση θα αφήνεται στους Ρωμαίους, που έχουν την εμπειρία, ενώ οι Αθηναίοι θα μπορούν να αφιερώνονται σε καλλιτεχνικές δράσεις. Η δημοκρατία κατά τον Μήδειο κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να εκφυλιστεί σε δημοκοπία από τον κάθε επιτήδειο ρήτορα που παρασύρει τα πλήθη ενώ ο στόχος θα έπρεπε να είναι η ασφάλεια και η επιβίωση του ελληνισμού μέσω της προστασίας από μια ισχυρότερη δύναμη. Τι χρειάζονται άραγε οι εκκλησίες του δήμου και η ρητορική όταν μπορεί κανείς στην οικουμενική πολιτεία να ζει με ευμάρεια; «Πάει πια η εποχή της ανεξάρτητης πόλης και του τοπικού πατριωτισμού. Ο Αθηνίων κι οι άλλοι δημοκράτες έχουν προσκολληθεί σε ξεπερασμένα ιδανικά. Το μέλλον είναι όπως σου το λέω, η οικουμένη ολόκληρη ενωμένη κάτω από τη Ρώμη, κι η Ρώμη κάτω από ένα σκήπτρο.» (124). Η σύγκρουση μεταξύ Ρώμης και Μιθριδάτη και κατ’ επέκταση μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών έχει αποσταθεροποιητικό χαρακτήρα για την Αθήνα, καθώς το κόστος της επανάστασης με το πρόσημο μια δικαιότερης κοινωνικής και οικονομικής συνθήκης θα αποδειχθεί πολύ ακριβό.[45] Στον συγκεκριμένο διάλογο πάντως (σ. 122-126) μπορεί κανείς να διαπιστώσει μια κοινή αντιπαράθεση με αυτή του επίμαχου διαλόγου στη Χάλκινη Εποχή. Πρόκειται για δύο ζεύγη διακριτών μοντέλων διακυβέρνησης, από τη μια η Βρετανική Κοινοπολιτεία που φροντίζει για τις αποικίες της (σε ζητήματα ασφάλειας, οργάνωσης, οικονομικής σταθερότητας), από την άλλη η αυτονομία με τις δυσκολίες που προκύπτουν από την ελευθερία. Στον αρχαίο κόσμο το αντίστοιχο με την υπερεθνική Κοινοπολιτεία μοντέλο παρουσιάζεται με την ισχύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά της οποίας εξεγείρονται οι δημοκρατικοί που επιθυμούν μια αυτόνομη και αυτοδιοίκητη πόλη. Οι λύσεις βέβαια δεν προκύπτουν με ευκολία όταν τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα δημιουργούν τέτοιους γεωπολιτικούς συσχετισμούς που συνθλίβουν τα ιδανικά της δημοκρατίας και της ευτοπίας και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που τα μυθιστορήματα του Ρόδη Ρούφου συνεχίζουν να είναι επίκαιρα.
Ο Ρούφος και οι επαναστάσεις
Στη Χάλκινη Εποχή θεματοποιείται η διάσταση μεταξύ θεωρίας-ιδεολογίας και δράσης, μέσα από τις επιλογές έκφρασης και δράσης των διαφορετικών ηρώων και τον αφηγηματικό σχολιασμό. Με βάση τη συνομιλία Δίωνα και Νταίζης για το θέμα της ιδεολογίας, προτάσσεται η επιφυλακτική στάση των ηρώων για το ρόλο της. Οι δύο θεωρούν ότι λειτουργεί σα φίλτρο που τα θολώνει όλα, χαρακτήρες ανθρώπων, διασυνδέσεις μεταξύ τους, ουσιαστικές λεπτομέρειες στη ζωή, παίρνοντας όλο και περισσότερο χώρο από τη ζωή των ανθρώπων. Ενώ το παράδειγμα του Αλέξη προτείνει τη συνειδητή δράση βάσει μιας προσωπικής αποστολής με ευγενή κίνητρα. Η επανάσταση του Αλέξη είναι τόσο προσωπική, ενάντια στην παθητική ζωή των μελετών φιλοσοφίας και μυστικισμού, όσο και κοινωνικοπολιτική και αφορά την άμεση εμπλοκή του στον αντιαποικιακό αγώνα της Κύπρου. Ο Αλέξης παρομοιάζεται με τον διστακτικό, προβληματισμένο, αρχετυπικό ήρωα Αρτζούνα, από το επικό αφήγημα Mπαγκαβάντ Γκίτα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αλέξης προετοιμάζεται για την ενεργή εμπλοκή του στον αγώνα διαβάζοντας την Μπαγκαβάντ Γκίτα, απόσπασμα της οποίας προτάσσεται και ως μότο στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τίτλο «Το σπαθί και το ευαγγέλιο» (σ. 99) δίνοντας έτσι άλλη μια αντιαποικιακή νότα στο έργο:
Άρχισα, σαν άσκηση, να σκέφτωμαι αυτά που ήταν πιθανό να μου λάχουν. Μάζεψα τα πράματά μου, άφησα το σπίτι μου και μετακόμισα στο «Λήδρα Παλλάς» με λίγα βιβλία και δίσκους, αποχαιρετώντας όλα τ’ άλλα με μάτια ανθρώπου που αποχωρίζεται για πάντα τα υλικά υπάρχοντά του. Διάβασα για βασανιστήρια και για την αγχόνη, για να συνηθίσω στην ιδέα της πιθανής μου τύχης. Διάβασα την Μπαγκάβαντ-Γκίτα ώστε να ’ναι το πνεύμα μου έτοιμο για οτιδήποτε. Έκανα τη διαθήκη μου, αφήνοντας τη μικρή μου περιουσία στις οικογένειες των θυμάτων του αγώνα (σ. 208).[46]
Η ιστορία του Αρτζούνα, από την οικογένεια των Παντάβα, που βρίσκεται αντιμέτωπος με το υπαρξιακό δίλημμα της συμμετοχής στον πόλεμο μεταξύ ατόμων αγαπητών στον ίδιο και των οποίων τη θέση μπορεί να κατανοήσει, ταιριάζει με τη μοίρα του Αλέξη. Ο καθοδηγητής και δάσκαλός του Κρίσνα (ο Ινδουιστικός Θεός της συμπόνοιας και της αγάπης) θα υποδείξει ότι η ελευθερία προκύπτει μέσα από την ανάληψη της ευθύνης και την εκπλήρωση της ατομικής αποστολής, οδηγώντας τον έτσι στην αυτοσυνειδησία, τη μεταμόρφωση και την πραγμάτωση. Ο Αρτζούνα αντιπροσωπεύει τον κάθε άνθρωπο που σε μια στιγμή της ζωής του μπορεί να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο δίλημμα, μια περίοδο κρίσης. Το ερώτημα αφορά τη δράση ή την αποφυγή της, αλλά και πώς είναι δυνατόν να γνωρίζει κάποιος τη σωστή δράση. Η Μπαγκαβάντ Γκίτα καταδεικνύει τις περιπλοκότητες της ανθρώπινης ύπαρξης στην προσπάθεια της αφύπνισης, υπέρβασης των εμποδίων και εκπλήρωσης της ατομικής αποστολής. Ο Αρτζούνα έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους και τα διλήμματά του ενώ αναρωτιέται για τη σημασία της παράδοσης, τον πολιτισμό, για την έννοια του καθήκοντος, αλλά και τις δικές του αντιλήψεις και προκαταλήψεις σε κάθε βήμα αυτού του αγώνα. Όπως ο Αρτζούνα προβληματίζεται πριν να λάβει μέρος στη μάχη για την αναγκαιότητά της και διερευνά εναλλακτικές επιλογές, έτσι και ο Αλέξης, πριν εισχωρήσει ενεργά στον αγώνα της ΕΟΚΑ, περνάει περιόδους αμφισβήτησης, κατανόησης όλων των πλευρών, αλλά και διερεύνησης των δικών του δυνατοτήτων. Δεν πρόκειται για αβελτηρία. Είναι εύλογη αυτή η εσωτερική διαμάχη όχι τόσο γιατί τον ελκύει ένας ήσυχος τρόπος ζωής αφιερωμένος στις μυστικιστικές του μελέτες, αλλά και στον έρωτα, όσο γιατί η «αντίπαλη πλευρά» είναι οι προχθεσινοί συνοδοιπόροι/σύμμαχοι του αγώνα κατά της Γερμανικής Κατοχής. Το δίλημμά του πραγματικά ανακαλεί την τραγικότητα της μοίρας του Αρτζούνα, όμως μέσα από την επιλογή προκύπτει η πραγματική ελευθερία. Ο Αλέξης ανακαλύπτει τις δυνάμεις μέσα του, αλλά και την αναγκαιότητα της συμμετοχής του, σταδιακά, και εν τέλει γίνεται αυτός που πάντα ήταν, σύμφωνα και με την προτροπή του διορατικού Φιτζγκίμπον. Και ο δικός του Θεός και πολεμιστής- καθοδηγητής είναι οι μαθητές του, οι οποίοι πρωτοστατούν στον αγώνα.
Στους Γραικύλους η δράση με τη μορφή της επανάστασης έχει μια διπλή σημασία: εξέγερση απέναντι στη Ρώμη και αναζήτηση συμμαχίας με τον Μιθριδάτη, αλλά και εξέγερση κοινωνική καθώς οι άνθρωποι του λαού παίρνουν την εξουσία στην Αθήνα, ενθουσιάζονται με την προοπτική της αυτονομίας, ρητορεύουν για δημοκρατικές ελευθερίες και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ο επαναστατικός λόγος, ωστόσο, μιλάει και για εξαφάνιση του εγωισμού και για υποταγή στον εμπνευσμένο ηγέτη (σ. 162), νομιμοποιώντας όταν χρειάζεται την εξόντωση των αντιπάλων με τον ίδιο τρόπο που νομιμοποιείται από τη μία ή την άλλη πλευρά της πολιτικής η εκχώρηση δικαιωμάτων σε μια ξένη δύναμη.[47] Ωστόσο, η δημοκρατία συνθλίβεται όταν η επανάσταση εκφυλίζεται από αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση σε εσωστρεφές καθεστώς στο οποίο διακρίνονται παντού μηχανορραφίες από αληθινούς και πλασματικούς εχθρούς, όπου κανείς δεν αισθάνεται ασφαλής και ο γνωστός μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή καταδότης. Οι χθεσινοί ρήτορες φαίνονται ανέτοιμοι για τις πολεμικές δράσεις. Χάνοντας τη Δήλο από τους Ρωμαίους, η απόλυτη εξάρτηση των Αθηναίων από την Αυτοκρατορία του Μιθριδάτη επισφραγίζεται από τη σαρωτική επέλαση του Αριστίωνα (ανθρώπου του βασιλιά) που, φέρνοντας τη συμμαχία και τη βοήθεια του Μυθριδάτη, επιβάλλει ταυτόχρονα και την ολιγαρχία με άλλο πρόσωπο εξουσίας: «Από δω και μπρος, και για όσο καιρό διαρκέσει ο πόλεμος, η Αθήνα θα ’χει έναν υπεύθυνο και σοβαρό ηγέτη. Ένα, με καταλάβατε καλά. Δεν είναι τώρα καιρός για πολυαρχία και φλυαρίες. Όταν τελειώσει ο αγώνας θα τα ξαναβρείτε όλ’ αυτά, μα ώς τότε η Αθήνα πρέπει να ’ναι ένα μεγάλο στρατόπεδο με στρατιωτική πειθαρχία» (240). Ο πρώην ισχυρός στρατιωτικός και δημοκρατικός ηγέτης, Αθηνίων, γίνεται θυσία αυτής της κατάστασης· το κόστος της «δημοκρατίας» βαραίνει την πόλη αλλά και τον ίδιο.[48]
Η επανάσταση των φιλοσόφων, όπως ονομάζεται όλο το πρώτο μέρος του βιβλίου, έχει ως αποτέλεσμα να φέρει στην εξουσία έναν αδίστακτο τύραννο, τον Αριστίωνα, ενώ σκιαγραφεί και την κυνικότητα του πλήθους που θα συνταχθεί με όποιον προσφέρει περισσότερο σιτάρι και αγαθά (λιγότερη φορολογία κ.λπ.). Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος ο Ρούφος φαίνεται να αξιοποιεί και το μοτίβο της δυσαρέσκειας απέναντι στους φιλοσόφους–πολιτικούς, διακριτό μετά την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης σε πολλούς συγγραφείς στοχαστές του 19ου αλλά και του 20ού αιώνα.[49] Άλλωστε και στα καταληκτικά κεφάλαια του βιβλίου η μάλλον δυσμενής θέση του συγγραφέα για τους φιλοσόφους-πολιτικούς εκφράζεται και μέσω της σαρωτικής απάντησης του Σύλλα στους αντιπροσώπους της Αθήνας, που ζητούν την επιείκειά του για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της, ρητορεύοντας για τον ρόλο της πόλης, την κοινωνική της οργάνωση, την πολιτισμική της σημασία, όταν φαίνεται ότι η πλάστιγγα έγερνε και πάλι προς το μέρος της Ρώμης, και μια ειρηνική συνθηκολόγηση ήταν απαραίτητη:
Εκείνη τη στιγμή ο Σύλλας ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια – τόσο απότομα που ο ποιητής τα ’χασε και κόπηκε στα μισά μιας φράσης.
– Ανεξαρτησία! Κάγχασε ο Ρωμαίος. Ουδετερότητα! Βλέπω ότι καθόλου μυαλό δε βάλατε, καλοί μου άνθρωποι, και χάνουμε την ώρα μας.
Σηκώθηκε όρθιος και, αλλάζοντας εντελώς ύφος, βροντοφώνησε:
– Δεν ήρθα εδώ να πάρω μαθήματα Ιστορίας, αλλά να τιμωρήσω στασιαστές! Αν είναι να παραδοθείτε δίχως όρους έχει καλώς, ειδεμή φευγάτε αμέσως! (412)
Τα ζητήματα της ιδεολογίας και της επανάστασης περνάνε μέσα από το φίλτρο και την ουσία της ηθικής στάσης και στα δύο του μυθιστορήματα. Στη Χάλκινη Εποχή σημειώνεται ότι «οι άψυχες λέξεις της πολιτικής προπαγάνδας είχαν ξεπεραστεί» (21) και ο αγώνας του Αλέξη, αλλά και η συμμετοχή του ίδιου του Ρούφου, γίνεται στη βάση στήριξης ενός δίκαιου αιτήματος εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Στους Γραικύλους το πεδίο είναι πιο σύνθετο. Ανυπόμονοι να πιστέψουν σε νέους αφέντες οι Αθηναίοι, καταστρέφουν και αυτοκαταστρέφονται στο όνομα του συμφέροντος της δημοκρατίας. Η μέθη της δύναμης μπορεί να οδηγήσει στην κατάπτωση κάθε ηθικής αξίας. Μέσα σε αυτή τη σκηνή της ιστορίας, που παρουσιάζει τόσες αναλογίες με την εποχή του Ρούφου, αλλά, αλίμονο, και με τη δική μας, σταθερή αξία παραμένει η στάση του Δίωνα (Ρούφου), πάντα διερευνητική και στοχαστική, ελάχιστα επιπόλαιη και απίστευτα στωική, προτάσσοντας τη σημασία του ανθρωπισμού.[50] Ο συγγραφέας έχει ωριμάσει ως άνθρωπος, διπλωμάτης και μυθιστοριογράφος μαζί με το έργο του, που φέρει τα σημάδια της δικής του εξέλιξης.
Η Χάλκινη Εποχή δεν ευτύχησε να έχει την τύχη που επιθυμούσε ο συγγραφέας της για την πρόσληψή της, στην εποχή που εμφανίστηκε. Στην Αγγλία οι κριτικές ήταν διφορούμενες, είτε διότι κάποια από τα επεισόδια αυτά της αποικιοκρατικής συνθήκης ήταν επιθυμητό να ξεχαστούν –οι βιαιότητες, οι βασανισμοί και οι απαγχονισμοί των κρατουμένων– είτε γιατί θεωρήθηκε αρκετά μεροληπτική. Αλλά και στην Ελλάδα, η κριτική δεν στάθηκε ευνοϊκή, με εξαίρεση αρχικά την στάση του Αιμίλιου Χουρμούζιου και αρκετά αργότερα την πιο ανεπιφύλακτη του Τάκη Παπατσώνη.[51] Το μεγάλο πλεονέκτημα του συγγραφέα, η πολιτική εντιμότητα, η επιθυμία αντικειμενικότητας και κατανόησης όλων των πλευρών ήταν αυτό που στερούσε και την αδιαφιλονίκητη αποδοχή του έργου του. Κάθε ομάδα που έβλεπε τον εαυτό της σε αυτό το αφήγημα είχε και κάτι να την «λυπεί» ή να την «προβληματίζει» – κάτι δεν ήταν αρκετό (αρκετά ηρωικό, αρκετά ξεκάθαρο) ή ήταν υπερβολικό, αμαύρωνε την εικόνα της. Άλλωστε οι υπερβολικές εξάρσεις πάντα αφήνουν τις μετριοπαθέστερες φωνές πίσω. Οι Γραικύλοι εκδόθηκαν τον Απρίλιο 1967, τον μήνα που ξέσπασε το Πραξικόπημα της Δικτατορίας, και μάλλον δεν έτυχαν της σημασίας που τους άξιζε, την καταιγιστική γεγονότων εκείνη περίοδο. Η πρόσφατη επανέκδοσή τους (Μάιος του 2022) στη τρέχουσα παγκόσμια συγκυρία, με έναν πόλεμο-εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με το πρόσχημα αποναζιστικοποίησής της και τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα που τον συνοδεύουν, κάνει πολύ επίκαιρη την προφητική ρήση του συγγραφέα στην καταληκτική σημείωση στο βιβλίο του: «Ο αναγνώστης θα κρίνει αν η εποχή που δοκίμασα ν’ αναστήσω έχει κανένα δίδαγμα για τη δική μας» (Μάρτης 1964) (417).
1 Ιουνίου 2022
*Ευχαριστώ θερμά και από εδώ τον κ. Λουκά Ρούφο για το βιβλιογραφικό υλικό που έθεσε στη διάθεσή μας καθώς και για τη συμβολή του στη συζήτηση μιας πρώτης μορφής αυτού του άρθρου στο Μεταπτυχιακό Colloquium του τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), τον Φεβρουάριο του 2022. Πολλές ευχαριστίες οφείλονται και στον Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ για την πρόσκλησή μου στο Colloquium.
[1] Βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης - Γεωργία Πατερίδου (εισ.) στο Ρόδης Ρούφος, Οι Γραικύλοι, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2022, σ. 13. Επίσης, Αλέξανδρος Δ. Μπαζούκης, Ρόδης Ρούφος: Ένας συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας (Κατοχή, Αντίσταση, Κυπριακός Αγώνας), πρόλογος Θανάσης Βαλτινός, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2021, σ. 17.
[2] Πρόσφατη έκδοση, Ρόδης Ρούφος, Χρονικό μιας Σταυροφορίας, επίμετρο Ν. Ε. Καραπιδάκης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015. Για την υποδοχή του έργου, βλ. Δημήτρης Μπαχάρας, Αρχοντικές οικογένειες της Πελοποννήσου. Η οικογένεια Κανακάρη-Ρούφου από την Επανάσταση του 1821 στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2020, σ. 238 και υποσημ. 134. Τα μυθιστορήματα αναλύει η Αγγέλα Καστρινάκη, «Ο Ρόδης Ρούφος, ο Ιησούς και ο Εωσφόρος: μια ταραγμένη σχέση», στο περ. Νέα Εστία, τχ. 1856, Δεκέμβριος 2012, σσ. 120-139. Συνολική αποτίμηση του έργου του Ρ. Ρούφου, βλ. Αλέξανδρος Δ. Μπαζούκης ό.π.
[3] Βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης-Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 14 & 14-15σημ όπου και σχετική βιβλιογραφία. Βλ. επίσης, Ν. Ε. Καραπιδάκης, «Επίμετρο», στο Ρόδης Ρούφος, Χρονικό μιας Σταυροφορίας, 2015, σ. 765-774.
[4] Ο Ρούφος υπηρέτησε ως Πρόξενος στην Κύπρο τα χρόνια 1954-1956, συμμετέχοντας μάλιστα στον Κυπριακό Αγώνα, κρατώντας βεβαίως αποστάσεις από τις ακρότητες του Γρίβα (Διγενή). Βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης- Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 15 & 15σημ και Δημήτρης Μπαχάρας, «Ο Ρόδης Ρούφος και η ΕΟΚΑ. Τα όρια του μύθου», περ. Νέα Εστία, τχ. 1856 (Δεκέμβριος 2012), σ. 202-218. «Μετά την κυπριακή του εμπειρία θα υπηρετήσει και στην Ελληνική Πρεσβεία στο Παρίσι και για ένα περίπου χρόνο (1958-1959) στο Λονδίνο, όπου συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό» (βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης- Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 17). Βλ. επίσης Αλέξανδρος Μπαζούκης, «Το σκάνδαλο ενός (μυθιστορηματικού) χρονικού και το χρονικό ενός (μυθιστορηματικού) σκανδάλου: Κριτική και κριτικοί για τη Χάλκινη Εποχή του Ρόδη Ρούφου (πρόδρομη ανακοίνωση)», περ. Νέα Εστία, τχ. 1856, Δεκέμβριος 2012, σ. 153. Καθώς και Δ. Δασκαλόπουλος, «Βιβλιογραφία Ρόδη Ρούφου», περ. Μαντατοφόρος, τχ. 34, Δεκέμβριος, 1991, σ. 50-52.
[5] Βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης- Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 17. Για μια συνοπτική εικόνα του έργου του, βλ. Α[λέξης] Ζ[ήρας], «Ρόδης Ρούφος», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, Αθήνα, Πατάκη, 20147, σχετ. λήμμα, σ. 1950-1951.
[6] Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1996, σ. 300.
[7] Βλ. Καραπιδάκης ό.π., σ. 765. Το χρονικό είναι ένα είδος αφήγησης (γνώρισε μεγάλη διάδοση τον Μεσαίωνα) που αναφέρεται στα ιστορικά γεγονότα μιας συγκεκριμένης πόλης, περιοχής ή περιόδου με χρονολογική σειρά. «Ο όρος απαντά και στους τίτλους νεότερων κειμένων αφηγηματικής πεζογραφίας που απομακρύνονται από τις συμβάσεις του είδους», όπως η συγκεκριμένη τριλογία και άλλα έργα όπως του Πρεβελάκη, του Πετσάλη-Διομήδη κ.λπ. Βλ. Γ. Α. Μαρκαντωνάτος, Ι. Παρίσης, Ν. Παρίσης, «Χρονικό», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, Αθήνα, Πατάκη, 20147, σχετ. λήμμα, σ. 2388.
[8] Βλ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Ρόδης Ρούφος-Λώρενς Ντάρελ: Δύο άσπονδοι φίλοι», περ. Νέα Εστία, τχ. 1856, Δεκέμβριος 2012, σ. 50.
[9] Βλ. Μπαζούκης 2021 ό.π., σ. 18.
[10] Μπαζούκης ό.π., σ. 18.
[11] Μπαζούκης ό.π., σ. 77.
[12] Βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης - Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 16. Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Ρόδης Ρούφος – Lawrence Durell. Τα πικρολέμονα μιας χάλκινης εποχής», επίμετρο στη Χάλκινη Εποχή, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011, σελ. 313-326. Στου ίδιου, Συμπαθητική μελάνι. Θέματα - συγγραφείς - Έργα νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Ερμής, 1999, σ. 85-102. Βλ. επίσης του ίδιου, «Ρόδης Ρούφος – Λώρενς Ντάρελ. Δύο άσπονδοι φίλοι», περ. Νέα Εστία, τχ. 1856, Δεκέμβριος 2021, σ. 48-58.
[13] Βλ, Μπαζούκης 2021 ό.π, σ. 386-392.
[14] Βλ. David Roessel, «Ο Ρόδης Ρούφος για τα Πικρολέμονα: ένα κεφάλαιο της Χάλκινης Εποχής που έχει αποσυρθεί», επίμετρο στη Χάλκινη Εποχή, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011, σελ. 307.
[15] Ο Ντάρελ θα μετακινηθεί στην Κύπρο το 1953, αναλαμβάνοντας και πάλι την «ευαίσθητη» θέση του διευθυντή του Γραφείου Πληροφοριών της αγγλικής κατοχής στο νησί, μετά από ένα διάστημα διδασκαλίας στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Κύπρου. Εκεί βέβαια θα γνωριστεί και με τον Ρόδη Ρούφο, όταν ο τελευταίος τοποθετηθεί στο Προξενείο του Ελληνικού Κράτους στην Κύπρο, από το 1954 ώς το 1956. Δασκαλόπουλος 2012 ό.π., σ. 50.
[17] Δασκαλόπουλος ό.π., σ. 54.
[18] Βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης -Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 19.
[19] Ό.π., σ. 39.
[20] Ό.π., σ. 39σημ.
[21] Ό.π., σ. 39.
[22] Για το ζήτημα του Ψυχρού Πολέμου βλ. ενδεικτικά, John Lamberton Harper, Ο Ψυχρός Πόλεμος, επιστημονική επιμέλεια Θανάσης Δ. Σφήκας, μτφ. Κώστας Σκορδύλης, Αθήνα, Gutenberg, 2021. Για τη διπλωματία στην ανατολική Μεσόγειο βλ. Ουίλιαμ Μάλλινσον, Ο Κίσιντζερ και η Εισβολή στην Κύπρο, μτφρ. Χαράλαμπος Τσιτσόπουλος, επίμετρο Βασίλης Φούσκας, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2021.
[23] Βλ. Μario Vitti, «Un protagonista moderno per “I Greculi” di Rodhis Rufos», περ. Prospetti, 10/12, 1967, σ. 1054.
[24] Μπαζούκης 2021 ό.π., σ. 441 και 441σημ. για τα δοκίμια του Ρούφου σχετικά με το έργο των δύο ποιητών.
[25]Βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης- Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 21-22σημ· Δημήτρης Τζιόβας, Η πολιτισμική ποιητική της ελληνικής πεζογραφίας: από την ερμηνεία στην ηθική, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σ. 401 και 411-428.
[26] Βλ. Τζιόβας ό.π., σ. 412.
[27] Όλες οι παραπομπές από την έκδοση της Εστίας του 2011, ό.π.
[28] Ο Δίων φορτίζεται με το ρόλο της σκιαγράφησης του πορτρέτου του Αλέξη, το οποίο οφείλει να ενισχύει την αξιοπιστία του ήρωα. Έτσι, ενδιαφέρον έχουν από την αρχή οι αποστροφές του Δίωνα στους υποτιθέμενους αναγνώστες, όταν παίρνει τη σκυτάλη για να παρουσιάσει την ιστορία του Αλέξη: «Δεν πρέπει να φανταστεί ο αναγνώστης, από τα παραπάνω, πως ο Αλέξης, ήταν κανένας χτυπητά εκκεντρικός τύπος» (σ. 16).
[29] Beaton ό.π., σ. 184.
[30] Ό.π.
[31] Βλ. Μπαζούκης 2021 ό.π., σ. 399.
[32] Αυτή η έμφαση στις επιστολές διατηρεί κάτι και από την υπηρεσιακή ιδιότητα του συγγραφέα.
[33] Παρά το γεγονός ότι ο Ρούφος θέλησε να «μοιράσει» τον εαυτό του σε δύο πρόσωπα για να αποστασιοποιηθεί από την αφήγηση, δεν προσπάθησε να αποφύγει κάποια αυτοβιογραφικά σχόλια για το ρόλο του μυθιστοριογράφου, που μπορεί, ενδεχομένως, να αποτελούν και αιχμές εναντίον του ρόλου του Ντάρελ σε αυτό το πεδίο: αναφέρει, για παράδειγμα, στον πρόλογό του ως Δίων ότι «οι ρομαντικές ερμηνείες αποτελούν πειρασμό για ένα μυθιστοριογράφο, αλλά δεν είναι τίμιες» (σ. 17) – με αφορμή κάποιες σκέψεις για την πορεία και εξέλιξη του Αλέξη, από τη φιλοσοφία στη δράση της Επανάστασης. Στο εργαστήρι του Ρούφου η λογοτεχνία έρχεται να συμπληρώσει την πολιτική θεωρία και στάση για να αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό. Όπως παρατίθεται σε σχετικό σχολιασμό στο βιβλίο του Τζιόβα (σ. 396): «Η λογοτεχνία μπορεί να κάνει τις αφηρημένες ιδέες της πολιτικής θεωρίας να φαντάζουν πραγματικές ή να “ζωντανεύουν” για τον αναγνώστη, ενώ ο σαφής ατομικιστικός προσανατολισμός της λογοτεχνίας δύναται να λειτουργήσει διορθωτικά στις πολιτικές αφαιρέσεις», βλ. Joel Kassiola, “Political Values and Literature: The Contribution of Virtual Experience” στο Maureen Whitebrook (επιμ.), Reading Political Stories: Representations of Politics in Novels and Pictures, Lanham MD, Rowman & Littlefield, 1992, σ. 65-66.
[34] Για τη σχέση λογοτεχνίας και διπλωματίας με αφορμή το έργο του Γιώργου Σεφέρη βλ. το βιβλίο του Βασίλη Παπαδόπουλου, Διπλωματία και ποίηση: η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, Ίκαρος, 2019. Χρωστώ την βιβλιογραφική αυτή αναφορά σε επισήμανση της Μαρίας Αθανασοπούλου. Το έργο του διπλωμάτη, όπως σημειώνει ο Παπαδόπουλος, δίνει τη δυνατότητα σε όποιον το εξασκεί να γνωρίσει νέους τόπους και τους ανθρώπους τους και με διευρυμένη οπτική να κατανοήσει καλύτερα τον δικό του κόσμο. Επίσης, προσφέρει την άμεση παρακολούθηση των διεθνών σχέσεων, της λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας, των συμφερόντων που διακυβεύονται σε κάθε χώρα, των διεθνών συνθηκών κ.λπ. Όλα αυτά είναι στοιχεία πολύτιμα για μια στοχαστική θεώρηση των πραγμάτων που μπορεί να μετουσιωθεί και σε λογοτεχνία. Βλ. αναλυτικότερα σ. 173-179.
[35] Βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης - Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 21σημ. Για τη σημασία του αυτοβιογραφικού στοιχείου βλ. και Μπαζούκης 2021 ό.π., σ. 31-32. Και Θ. Δ. Φραγκόπουλος: «Όλα του τα μυθιστορήματα, ακόμα και όταν είναι τοποθετημένα σε ιστορικά πλαίσια αλλοτινών καιρών, είναι εντελώς αυτοβιογραφικά», Κτέρισμα για τον Ρόδη, Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1990, σ. 22-23.
[36] Όπως σημειώνει στη μελέτη του ο Μπαζούκης 2021 ό.π., σ. 29-30.
[37] Στην εισαγωγή των Ν. Ε. Καραπιδάκη - Γεωργίας Πατερίδου ό.π., σ. 37.
[38] Franz Fanon, Της γης οι κολασμένοι, μτφr. Αγγέλα Αρτέμη, Αθήνα, εκδ. Κάλβος, 1982, σ. 10. Για μια γενεαλογία της μεταποικιακής θεωρίας και της σύνδεσής της με πολιτικά και διανοητικά κινήματα εναντίον της αποικιοκρατικής ηγεμονίας της Δύσης βλ. Robert J.C. Young, Postcolonialism: an historical introduction, Σάσσεξ, Wiley Blackwell, 2016 (anniversary edition –first edition 2001). Και σε ελληνική μετάφραση: Μεταποικιακή θεωρία: μια ιστορική εισαγωγή, εισ. Ιωάννα Λαλιώτου, μτφ. Γιώργος Δεμερτζίδης, επιμ. Βασιλική Καραγιάννη, Αθήνα, Πατάκη, 2007. Για την κατανόηση ευρύτερων συστημάτων ηγεμονικής κυριαρχίας και φυλετικών διακρίσεων με μια πολύ σύγχρονη οπτική βλ. Layla F. Saad & Robin J. Diangelo, Me and White Supremacy: How to understand your privilege, combat racism and change the world, Λονδίνο, Quercus Editions, 2020. Παρατίθενται στο Ν. Ε. Καραπιδάκης -Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 17.
[39] Η περιγραφή αυτή θυμίζει τους αγγλικούς κύκλους όπως περιγράφονται και στο Πέρασμα στην Ινδία του E.M. Forster.
[40] Βλ. Χάλκινη Εποχή, σ. 224.
[41] Όπως σημειώνει η Αγγέλα Καστρινάκη στην ανάλυσή της για το απόσπασμα, πρόκειται εδώ για την αξιοποίηση του μοτίβου από τους Αδελφούς Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι. Στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ο μέγας ιεροεξεταστής», «ο καρδινάλιος της Σεβίλης έχει συλλάβει τον Ιησού, που επανεμφανίστηκε στη γη, γύρω στα 1500, και τον κατηγορεί πως μερίμνησε για την ελευθερία του ανθρώπου, ενώ το ανθρώπινο κοπάδι χρειάζεται την ευτυχία που δίνει η ανάθεση των ευθυνών για κάθε πράξη σε μια ανώτερη εξουσία». Βλ. Καστρινάκη ό.π., σ. 132-133.
[42] Ρόδης Ρούφος, Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια, εισαγωγή: Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2018, σ. 105.
[43] Ακόμα κι οι φιλόσοφοι, πάντως, ήταν διχασμένοι ως προς το ποια πλευρά να υποστηρίξουν. Τα μέλη της Ακαδημίας και οι Στωικοί υποστηρίζουν την πλευρά των ολιγαρχικών και τη διατήρηση της δύναμης της Ρώμης ενώ οι Περιπατητικοί όπως ο Απελλικών, αλλά και ο αδίστακτος Αριστίων, είναι με το μέρος του Μιθριδάτη. Βλ. και Τζιόβας ό.π., σ. 415 & 415σημ.
[44] Από την έκδοση της Εστίας 2022.
[45] Ο Τζιόβας αναφέρει ότι με σημερινούς όρους η σύγκρουση μπορεί να μεταφραστεί ως σύγκρουση ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό (σ. 416).
[46] Αξίζει να σημειωθούν συνοπτικά λίγα λόγια για την Γκίτα (ή Θείο Τραγούδι) που είναι μέρος ενός μεγαλύτερου Ινδικού Έπους, της Μαχαμπχαράτα, η οποία βασίζεται σε ιστορίες του 8ου ή 9ου π.Χ. αιώνα. Ο μύθος που ήταν κατά βάση μια κριτική του θρησκευτικού εξτρεμισμού, του συστήματος της κάστας και της κοινωνικής αδικίας, μεταφέρθηκε από τον Σοφό Βυάσα στους μαθητές του και καταχωρίστηκε από τον γραμματικό του, τον Θεό Γκανέσα. Είναι η ιστορία των οικογενειών Καουράβα και Παντάβα που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς και οι περιπέτειές τους στο πλέγμα αναζήτησης εξουσίας, επιβεβαίωσης της κυριαρχίας σε έναν τόπο και διεκδίκηση της νίκης στον πόλεμο που θα καθορίσει αυτή την κυριαρχία. Βλ. Richard Freeman and Mary Taylor, When love comes to light: Bringing Wisdom from the Bhagavad Gita into Modern Life, Κολοράντο, Shambhala Publications, 2020, σ. xi.
[47] Βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης - Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 44 όπου και αναφέρεται ότι ο επαναστατικός λόγος μοιάζει με το προσωπολατρικό μοντέλο της Σοβιετικής Επανάστασης.
[48] Το τέλος του Αθηνίωνα, όπως παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα, θυμίζει τα βασανιστήρια επιφανών σοβιετικών επαναστατών στις περίφημες δίκες της Μόσχας όπου μέσα από ψυχολογικές διεργασίες ομολογούνταν εγκλήματα που δεν είχαν διαπραχθεί, αντλώντας το ύφος του από το βιβλίο του Άρθουρ Καίστλερ Το μηδέν και το Άπειρο, που διαβάστηκε πολύ κατά τη δεκαετία του 1960. Βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης – Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 48σημ.
[49] Βλ. Ν. Ε. Καραπιδάκης – Γεωργία Πατερίδου ό.π., σ. 26σημ & 27σημ. Ο Ρούφος είχε εκφράσει τις απόψεις του για τους φιλοσόφους- πολιτικούς και στο δοκίμιό του με τίτλο «Απολογία μιας Παρακμής» (1966), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εποχές και αναφέρεται και πάλι στην ελληνιστική εποχή. Σύμφωνα με τον Μίλτο Φραγκόπουλο, «[ο] Ρούφος δεν θέλει το νηφάλιο στοχαστή απόμακρο και απολίτικο. Αντίθετα τον καλεί να είναι μαχητικός […] να είναι ένας δραστήριος αντίπαλος των ιδεολογιών και ιδεοληψιών». Βλ. Μίλτος Φραγκόπουλος, «In bello contra Alaricum: Σημειώσεις πάνω στα δοκίμια του Ρόδη Ρούφου», στο περ. Νέα Εστία, τχ. 1856, Δεκέμβριος 2012, σ. 246.
[50] Ο Τζιόβας σημειώνει ότι ο Δίων φαίνεται να ενώνει τον Ελληνισμό με τον φιλελευθερισμό ενώ το πνεύμα του Ελληνισμού που προτείνει εκφράζει έλλειψη φόβου και απληστίας, γενναιότητα όταν χρειάζεται αλλά και σύνεση και ανεξαρτησία σκέψης. Με τον τρόπο αυτό αντιλαμβάνεται κανείς και τον τίτλο του μυθιστορήματος που εκφράζει την αναγκαιότητα να αναδειχθεί το μεγαλείο του Ελληνισμού και να αποσοβηθεί η υποτιμητική θεώρηση των Ελλήνων από τους Ρωμαίους (αλλά και διαχρονικά) μέσω του τίτλου «Γραικύλοι» (μικροί Έλληνες). Βλ. Τζιόβας ό.π., σ. 424-425.
[51] Αναλυτικές πληροφορίες ως προς την πρόσληψη του έργου στο βιβλίο του Μπαζούκη ό.π.