Βάδιζε από το Αρκέιγ μέχρι το Παρίσι, έχοντας για συντροφιά του έναν ανύπαρκτο συνοδοιπόρο, που τον καλούσε μετά για δείπνο, όταν έφταναν στο σπίτι του[1].
Πηγαινοερχόταν από το προάστιο όπου έμενε, 5,5 χιλιόμετρα ώς το Παρίσι, έχοντας μια ομπρέλα, που την κουβαλούσε πάντα μαζί του, έβρεχε - δεν έβρεχε. Έτσι κι εκείνο το απόγευμα, βαδίζοντας τους έπιασε βροχή και κατέφυγαν σε ένα καφενείο του δρόμου. Ερίκ! ακούστηκε μια γνώριμη φωνή – ήταν ο Τεό, κλόουν στο τσίρκο Σαρλότ, όπου ένα φεγγάρι δούλευε κι αυτός, περνώντας με το ακορντεόν του μέσα από ένα φλεγόμενο στεφάνι. Κάθησαν δίπλα από μια λάμπα με πράσινο γυαλί... Θυμάσαι που ο πατρόν μάς φώναζε ο μικρός Κλάους – εσύ αδελφέ μου! – κι ο μεγάλος Κλάους εγώ! – και τον τράνταξε με ένα χτύπημα στον ώμο. Άντερσεν! ο αγαπημένος σου... βρήκες στη γλώσσα των πουλιών, όπως μας έλεγες, τραγούδια για τους Αγριόκυκνους – ένα για τον καθένα απ’ τους έντεκα; Κι ένα λιντ ταξιδιού για την Ελίζα; Κι ο Κνουτ τι θα ακούει να τραγουδάει η Γιοχάνα στο θέατρο του Μιλάνου;[2]
Οι σιωπηλές οι αγάπες, οι αμίλητες, έχουν άσχημο τέλος, είπε ο Ερίκ... και την παρτιτούρα, με όσα παραμύθια του είχα μελοποιήσει, την έριξα στη φωτιά. Γιατί, συνέχισε, αυτά δεν ήταν παραμύθια. Ήθελε να του εξηγήσει πως γι’ αυτόν ήταν κλειδιά μιας γνώσης μυστικής “gnossiennes” ή, ακόμα, το νήμα που ξετυλίγεται για να βγεις από τη σπηλιά του Μινώταυρου στης Κρήτης την Κνωσσό, στο φως. Και τα γράμματα που σου έστελνα από τις περιοδείες μας, με τα καμώματα του αρλεκίνου μας του Παπαγκένο και της Παμίνας, αυτής που συνέχεια έλεγε, αχ! ιχ φιλς, αχ! πώς υποφέρω, τα διάβασες; ρωτούσε ο Τεό. Τι να του έλεγε; πως δεν άνοιγε ποτέ κανένα απ’ όσα άφηνε η θυρωρός στην πόρτα του; Τα στοίβαζε στο κλαβιέ του μικρού πιάνου, που το ’χε βάλει πάνω στο μεγάλο πιάνο. Ένα βράδυ, αγγίζοντας κάποια σφραγισμένα με βουλοκέρι, σα να μάντευε τι έκρυβαν, έγραψε «τα κομμάτια της σιωπής». Και πάνω στο πακέτο, που είχε μέσα το πορτρέτο του, και το άφηνε εκεί μέσα κλεισμένο σχεδιάζοντας απ’ έξω ένα πεντάγραμμο, έγραψε τις πρώτες νότες από τις Γυμνοπαιδίες. Πού μένεις; τον ρώτησε ο κλόουν. Σε μια ντουλάπα, αποκρίθηκε, κατεβάζοντας το τρίτο ποτήρι. Plus de tristesse... άκουσε – ποιος να το ’πε; ο Τεό ή ο συνοδοιπόρος; Ένα κορίτσι, που έφερνε τα ποτά, με μουτράκι σπανιόλικο, του θύμισε μια σαραμπάντ, κι άρχισε να τη σιγοσφυρίζει. Του ’ρθε να τη ρωτήσει, μήπως είσαι η Κοζέτ; – μα ο ιδιοκτήτης του καφέ και η όμορφη γυναίκα του δεν έμοιαζαν με τους Θερναδιέρους.
Άφησαν τον Τεό και πήραν το δρόμο για το Πανδοχείο του Καρφιού. Δεν ήταν και ο μόνιμος πιανίστας σε εκείνο το μπιστρό και, σήμερα, τον κυρίευε μια «ευχάριστη απελπισία», καθώς θυμήθηκε το τσίρκο με τις φωταψίες, την ξέφρενη μπάντα με τα χάλκινα που στραφτάλιζαν, όχι δεν θα πήγαινε στο αδιάφορο πόστο του, «σαν ένα χελιδόνι που υποφέρει από πονόδοντο» ένιωθε, ας ξεφύγει από το βάλτο με τα στάσιμα νερά, που πάνω τους πετάν’ ζωύφια και με το «ενοχλητικό παράδειγμά» τους σε αναγκάζουν να κρατάς «ένα σφυρί στην τσέπη».
Κι από τον μουσικό εκείνο βάλτο ξέφυγαν, όμως από τη θυρωρό των απαρτεμάν, τη μαντάμ Ροζαλί –κρίμα στο τριαντάφυλλο που θύμιζε το όνομά της–, που σαν θηρίο παραφύλαγε για τα χρωστούμενα ενοίκια, πώς θα ξέφευγε; Ούτε η μάνα μου η Σκωτσέζα να ’ταν, είπε στο συνοδό του, και τράβηξε χαμηλά το μπόουλέρ του σκεπάζοντας το κούτελό του, μα εκείνη μάλωνε με άλλον νοικάρη, «ψυχρά κομμάτια» ψιθύρισε κι ανέβηκαν στην σοφίτα. Αχ, γι’ αυτό το καπέλο του, ο φίλος του ο Κλωντ[3], σα λιμενεργάτης είσαι, τον μάλωνε – μα τι ήταν μήπως, ένας προλετάριος της μουσικής δεν ήτανε; Με τους απόκληρους ταίριαζαν πιο πολύ τα χνώτα του, γι’ αυτούς είχε γράψει προσευχές στη Λειτουργία των φτωχών. Γλιτώσαμε την «παγίδα της μέδουσας», plus de tristesse, αναστέναξε με ανακούφιση, και πήρε από το ραφάκι δύο ποτήρια. Βγήκαν με τον αόρατο συνοδίτη[4] στον μικρό εξώστη, δίπλα από την κεραμοσκεπή, θα τιμούσε τον επισκέπτη του με την εξομολόγησή του, η υγρασία που ανέβαινε από το Σηκουάνα έντυνε με ένα στρώμα αχνόχρυσης καταχνιάς τα κειμήλια της αγάπης της, «ένα ονειροπόλο ψάρι» γινόταν, εκείνα τα χρόνια εικοσιεφτά χρονών ήμουν, Σουζάν Βαλαντόν το όνομά της, αξέχαστο ρεφρέν σε κάθε μου σκοπό. Τότε που έμενε στο διπλανό δωμάτιο η Σουζάν είχε ζωγραφίσει το πορτρέτο του. Πώς να αγγίξει τώρα η ματιά του των άλλων τις προσωπογραφίες; Και πότε θα έβρισκε τον καιρό για να αναμετρηθεί με τον εαυτό του αν τον ξόδευε στα ατέλειωτα πάρε-δώσε της αγοράς;
Πέντε μήνες ζήσαμε μαζί, στην παλέτα της σταματούσαν τα όνειρά μου, η καρδιά δεν είναι πάντα κόκκινη, μου έλεγε, «παιδί των αστεριών», μόνο στα παραμύθια έχουν μιλιά και τα πουλιά. Έφυγε, «πρελούδιο για την ηρωική πύλη τ’ ουρανού».
Μην τα παίρνετε όμως όλα τοις μετρητοίς, είναι παραπλανητικοί οι τίτλοι, τα αδέσποτα τραγούδια μου δεν χωράνε πάντα σε παρτιτούρες, κι ύστερα. στις σοσιαλιστικές εκδρομές, μας κυνηγούσε η αστυνομία κι έμαθα πολλά από τα μονοπάτια της φυγής. Ειρωνεία, το σύνθημά μου για μυημένους: «αληθινά παχουλά πρελούδια για ένα σκυλί», απρόβλεπτα μουσικά παιχνίδια για παντομίμες και μαριονέτες, κορναρίσματα και γραφομηχανές σε μια «παρέλαση», «γραφειοκρατική σονάτα».
Έβρεχε όταν είδα τη Σουζάν στα σκαλιά της Σακρέ κερ, στην κορυφή του λόφου της Μονμάρτρης με το καβαλέτο της, μα δεν ζωγράφιζε. Κρατούσε στα χέρια της φρούτα λαχταριστά. Πού ξέχασα πάλι την ομπρέλα μου, είπα πλησιάζοντάς την, ήθελα να τη σφίξω στην αγκαλιά μου, οι δυο μας κάτω από μια σκεπή, η αναπνοή μου να ζεσταίνει τα εξαίσια δάχτυλά της... Οι ομπρέλες είναι για να χάνονται, με παρηγόρησε. Οι πλανόδιοι ζωγράφοι μάζευαν καβαλέτα, τελάρα και μουσαμάδες, κι έπαιρναν δρόμο, μα αυτή δεν έφυγε, εκεί, δίπλα στις «Αψίδες» της άσπρης εκκλησίας της «Ιερής καρδιάς» – και τότε, καθώς την έβλεπα μέσα από την άχρωμη κουρτίνα της βροχής, μου ήρθαν οι νότες «τρία κομμάτια σε σχήμα αχλαδιού».
[1] Αφορμή για το κείμενο, η εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος «Ο συνθέτης της εβδομάδας» με τον Μάρκο Μωυσίδη – στο αφιέρωμα στον Ερίκ Σατί (1866-1925). Ο Γιώργος Σεφέρης, που έζησε στα νιάτα του στη Γαλλία, γνώρισε και αγάπησε τη μουσική του Σατί, κι έγραψε στη «Γυμνοπαιδία»: «μνήμη του μόχθου ριζωμένη στον ρυθμό / που χτύπησε τη γης με πόδια / λησμονημένα».
[2] Ο Άντερσεν ήταν ο πιο αγαπημένος συγγραφέας του Σατί. Στους Αγριόκυκνους, τα έντεκα αδέλφια που έχει μεταμορφώσει σε πουλιά η ζηλόφθονη μητριά μεταφέρουν με δίχτυ αγάπης, ταξιδεύοντας στα σύννεφα, την αδελφούλα τους Ελίζα. Στο Κάτω από την ιτιά, ο Κνουτ διασχίζει χώρες και βουνά για να βρει την αγαπημένη του Γιοχάνα, διάσημη αοιδό, μα αυτή τον αγνοεί.
[3] Κλωντ Ντεμπυσσύ, γκαρδιακός του φίλος.
[4] Παρόμοιος συνοδίτης, απών ως παρών, στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ο Πανταρώτας», όπου ο γηραιός ναύτης μπαρμπ' Αλέξης Καλοσκαιρής, έχει ως «συμπλωτήρα» στο «πορθμείον» του τον «άπιαστο» Γιάννη Πανταρώτα.