Στον Γιάννη Διακογιάννη
Η φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ακουγόταν κάπως περίεργα, και σίγουρα ψυχρή. Ο τόνος αυστηρός, τα λόγια προσεγμένα. «50.000 δραχμές για να μη φτάσουν τα γράμματα στη γυναίκα σου! Θα ξαναμιλήσουμε για το πού θ’ αφήσεις τα χρήματα». Άκουσε το «κλικ» και κατέβασε αργά το ακουστικό. Κοιτάζοντάς το, θαρρείς και προσπαθούσε να μαντέψει το πρόσωπο του άγνωστου, που του μιλούσε λίγο πριν. Θυμήθηκε φευγαλέα, πως πιτσιρικάς σε κάποιο αμερικάνικο comic –όμως, πού το είχε διαβάσει; και πότε;– είχε δει κάποιον να μιλάει στο ρολόι του και, μάλιστα, να βλέπει τον συνομιλητή του. Ξαναγύρισε στο γραφείο του σκεπτικός.
Ο καπνός από τα τσιγάρα σαν μια ομίχλη είχε σκεπάσει το γραφείο της εφημερίδας στον πάνω όροφο, σημάδι πως οι μηχανές ήταν στο «πρόσω ολοταχώς» –full steam, full speed ahead!– για να πάνε τα δοκίμια στον λινοτύπη. Κάποιοι μιλούσαν μεταξύ τους ή στο τηλέφωνο, άλλοι χτυπούσαν αγχωμένοι και με μανία τα πλήκτρα της γραφομηχανής, με το τσιγάρο στο στόμα και τη στάχτη να πέφτει κάθε τόσο στο πληκτρολόγιο, κι ο αρχισυντάκτης μπαινόβγαινε κάνοντας παρατηρήσεις σαν τον δάσκαλο σε ώρα διαγωνίσματος, όμως εκείνον άλλα πράγματα τον απασχολούσαν μαζί με τον χρόνο που έτρεχε πιεστικά για να παραδώσει το χειρόγραφό του. Τον τελευταίο καιρό δεν είχε χάσει μόνο την ησυχία του, είχε χάσει και την ευτυχία του ή, τέλος πάντων, ό,τι τον έκανε να νοιώθει ικανοποιημένος με τον εαυτό του μετά από πολύ καιρό. Ίσως, κι από τότε που είχε επιστρέψει όλο όνειρα από το Παρίσι.
Με τις σπουδές του στην Πόλη του Φωτός δεν τα πήγαινε τόσο καλά όσο με τη νυχτερινή ζωή και τις χαριτωμένες Γαλλιδούλες, όλο αφέλεια και νάζι, να έχουν γοητευτεί από τον notre cher ami grec, όπως τον έλεγαν στις παρέες τους. Στα café-tabac που σύχναζε, μόνος ή με τις παρέες του, είχε ανακαλύψει κι ένα καινούργιο παιγνίδι, κάτι σαν ηλεκτρικό μπιλλιάρδο, με τις μπίλιες να χτυπάνε στόχους και ν’ ανάβουνε φώτα. Ας περιμένουν ο Μπωντλαίρ με την «Περα-στική» του κι ο Φλωμπέρ και το Φθινόπωρό του, έλεγε στον εαυτό του, όπως έπαιρνε το έμβασμα από το ταχυδρομείο, απ΄ όπου έφευγαν και τα γράμματά του «προς την αγαπητή μου μητέρα» και τον «σεβαστό» πατέρα του. Εκείνος έδειξε σύντομα την προτίμησή του στις χαρές της ζωής, ανακαλύπτοντας τις χάρες των παριζιάνικων κοριτσιών, προτιμώντας τα επιπόλαια φλερτ και τα φλίππερ, τις βόλτες στα μπουλβάρ και τις όχθες του Σηκουάνα και χάνοντας τον χρόνο του με τους bouqinuistes και στην Ταινιοθήκη. Κάποτε όμως όλα αυτά, με τον θάνατο του πατέρα, πήραν ένα τέλος. Από το Παρίσι δεν πήρε τίποτα μαζί του, εκτός από μια στοίβα βιβλία, την ανάμνηση της πόλης με βροχή και ενός Έλληνα συμπατριώτη του, που διάβαζε συστηματικά την Equipe, του μιλούσε για κάποιον Γκαμπριέλ Ανώ και για την αξία του αθλητικού αρχείου που πρέπει να διαθέτει κάθε αθλητικογράφος. Κι όταν επέστρεψε στην Αθήνα, η μητέρα του, χάρις σε μια παλιά πατρική φιλία, φρόντισε να του βρει αυτή τη δουλειά στην εφημερίδα, αρχίζοντας ως συνήθως από τα Φαρμακεία.
Ύστερα, η ζωή πήρε τον δρόμο της. Παντρεύτηκε, μετά από ένα σύντομο ειδύλλιο με την κόρη μιας φίλης της μητέρας του, και καμιά φορά σκεφτόταν πως σαν προξενιό ήταν. Τα βράδια ονειρευόταν κάποια Γαλλιδούλα να τού ψιθυρίζει στ’ αυτί γλυκιές, οξύτονες προστυχιές, όμως στο συζυγικό κρεβάτι βάραινε η σιωπή, πριν και μετά, και το ντουμάνι απ’ τα τσιγάρα. Στη συνέχεια μετακόμισαν, μετά έγινε πατέρας και στην εφημερίδα τού είχαν αναθέσει πια τα αθλητικά, κυρίως ποδόσφαιρο και στίβο. Όμως, αρχείο δεν είχε σκεφτεί να κάνει.
Μετρημένη ζωή, μετρημένα λόγια, μετρημένες λέξεις.
***
– Ακόμα δεν τέλειωσες με το άρθρο σου; – άκουσε τον προϊστάμενο του αθλητικού να τον ρωτάει από τον διάδρομο. Το «αφεντικό», όπως τον έλεγε, ήταν δύστροπος άνθρωπος, στριφνός χαρακτήρας, ένα γεροντοπαλίκαρο που φορούσε και παπιγιόν. Στα δοκίμιά του φρόντιζε πάντα να κάνει τις διορθώσεις του με κόκκινο στυλό, όπως ο φιλόλογός του στις εκθέσεις. Φαίνεται πως από την αρχή δεν τον είχε πάρει με καλό μάτι. Άσε που ήταν και Ολυμπιακός, κάτι που φρόντιζε συστηματικά να του το υπενθυμίζει. «Εσείς οι Παναθηναϊκοί πότε θα πάρετε το πρωτάθλημα;», τον ρωτούσε κάθε τόσο χαιρέκακα.
Έπρεπε να κλείσει την επισκόπηση της αγωνιστικής, Α’ και Β’ Εθνική, με έμφαση στο αθηναϊκό ντέρμπυ που είχε λήξει ισόπαλο στη Λεωφόρο. Κάθε φορά, η ίδια ρουτίνα κι η ίδια γκρίνια, όμως τώρα το μυαλό του δεν ήταν στον Λινοξυλάκη, τον Λουκανίδη, τον Παπαϊωάννου και ειδικά σ’ εκείνον τον λιανό, κοντό νεαρό, που έδειχνε πως σύντομα θα γινόταν πρωτοσέλιδο στην Αθλητική Ηχώ. Το τηλεφώνημα τον είχε αναστατώσει. Εκείνη η φωνή, τα λόγια, το ποσό.
***
Στη Λεωφόρο, όπως και στον κινηματογράφο, πήγαινε τακτικά, και μάλιστα τζάμπα χάρις στο «πάσο» του. Στο γήπεδο κάθε δεύτερη Κυριακή, στο σινεμά συνήθως πριν τη δουλειά. Τού άρεσαν και τα δύο θεάματα, μπάλα και σινεμά, και τα δυο είχαν τους ήρωές τους, και στα δύο ο θρίαμβος και η καταστροφή, η ελπίδα και η ματαίωση ήταν τόσο κοντά. Επί πλέον ξέδινε και από τη ρουτίνα του σπιτιού.
Στο Άστυ την είχε πρωτοσυναντήσει, στην ουρά του ταμείου. Στεκόταν μπροστά του, petite, κομψή, χαριτωμένη, με ανάλαφρες κινήσεις να ανοίγει την τσάντα της, να βγάζει το πορτοφόλι της, να παίρνει το εισιτήριο, να βαδίζει προς την αίθουσα. Την ακολούθησε κι έκατσε στην απέναντι σειρά, δυο θέσεις παραπάνω, προς τον διάδρομο, ώστε να τη βλέπει. Έπαιζε τη Σύντομη συνάντηση, με τον Τρέβορ Χάουαρντ, τον Άγγλο αξιωματικό στον Τρίτο άνθρωπο, και τη Σήλια Τζόνσον. Μετά τα «Προσεχώς», με τους τίτλους, όπως έπεφταν στην οθόνη, ακούγονταν κι οι πρώτες νότες στο πιάνο, σε μουσική Ραχμάνινοφ.
Στο διάλειμμα αρκέστηκε να την παρατηρεί, όπως διάβαζε ένα βιβλίο που είχε βγάλει από την τσάντα της. Ύστερα, τα φώτα έσβησαν ξανά. Αφέθηκε στην ταινία, όμως αυτή η σύμπτωση, με τους πρωταγωνιστές να πηγαίνουν και αυτοί σινεμά μέρα μεσημέρι, βλέποντας την ταινία Flames of passion, ήταν σαν «ένα σπίρτο στο τραπέζι να πήρε μόνο του φωτιά»*: δύο άγνωστοι, μια τυχαία συνάντηση, ο κινηματογράφος… Όταν άναψαν ξανά τα φώτα, την άφησε να τον προσπεράσει και αμέσως μετά την ακολούθησε στην έξοδο. Βγαίνοντας στην Κοραή την είδε να στέκεται έξω από τον «Προμηθέα» και να κοιτάζει τη βιτρίνα, κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι της. Έβγαλε κι εκείνος ένα από το πακέτο του και της πρότεινε τον αναπτήρα του. Της άναψε αδέξια, ύστερα το δικό του και τη ρώτησε αν της άρεσε η ταινία. Εκείνη χαμογέλασε, ξεφυσώντας τον καπνό, και απάντησε αφοπλιστικά «Πολύ! Εσάς;». Ύστερα, βρέθηκαν στο Brazilian, για έναν καφέ στο πόδι. Τη ρώτησε και για το βιβλίο που διάβαζε στο διάλειμμα. «Με κατασκοπεύατε, λοιπόν, ή ρωτάτε από απλή περιέργεια;», του ανταπέδωσε την ερώτηση. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Εκείνη έβγαλε από την τσάντα της το βιβλίο και τού το έδωσε: Η μεγάλη χίμαιρα, του Μ. Καραγάτση. Έτσι άρχισαν όλα.
Στη Λεωφόρο συνδύαζε και τις δύο διαφυγές του, χωρίς να δίνει υποψίες. Έφευγε από το σπίτι δυο τρεις ώρες πριν αρχίσει το ματς, «παίζουν τα τσικό και οι Έφηβοι» έλεγε ως συνήθως στη γυναίκα του, που ταλαιπωριόταν με τη λάτρα του σπιτιού και τη μικρή, και έδιναν κατ’ ευθείαν ραντεβού στο καφενεδάκι απέναντι από το γήπεδο. Ύστερα, πήγαιναν σ’ ένα ξενοδοχείο, στην Αλεξάνδρας, όμως πάντα είχε μαζί του και το τρανζίστορ για ν’ ακούει τον αγώνα, χαμηλά έστω, και μετά στο Dolce για μια σεράνο – εκείνη προτιμούσε νουγκατίνα ή πορτοκάλι. Από τότε άρχισε αυτή η ιστορία, μαζί κι η αλληλογραφία τους. Του άρεσε να της γράφει, του θύμιζε τα χρόνια του Παρισιού, κι ακόμα περισσότερο του άρεσε να διαβάζει τα γράμματά της. Τις επιστολές της τις έπαιρνε στην εφημερίδα, κανείς δεν θα μπορούσε να υποπτευτεί κάτι. Εκείνος πάλι τής απαντούσε στο Poste Réstante του Συντάγματος, όπως τού είχε συστήσει. Ύστερα όμως από λίγο καιρό εμφανίστηκαν τα πρώτα σύννεφα, άρχισαν κι οι τσακωμοί. Οι Κυριακές δεν ήταν πια τόσο ανέμελες, ακόμα κι όταν κέρδιζε ο Παναθηναϊκός με το ανερχόμενο αστέρι του, τον Δομάζο, σκορπίζοντας τον θαυμασμό στις εξέδρες και τον ενθουσιασμό στους Αθηναίους. Εκείνη άρχισε να του βάζει σιγά σιγά την ιδέα να πάρει διαζύγιο, κάτι που πάντως δεν του είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό. Δεν μπορούσε άλλο να τον έχει δικό της κάθε δεύτερη Κυριακή μόνο και σπάνια κάποιες Τετάρτες, πάλι όταν είχε παιγνίδι στη Λεωφόρο. Όσο κι αν τον γοήτευε και τον συνέπαιρνε, σκέφτηκε πως δεν θα μπορούσε να κάνει το επόμενο βήμα που εκείνη του ζητούσε, κάποιες φορές μάλιστα το απαιτούσε, πότε με φωνές και πότε με κλάματα. Ίσως, μάλιστα, θα έπρεπε να σταματήσει αυτό το επικίνδυνο παιγνίδι. Πέρασε κάποιος καιρός χωρίς να βρεθούνε, ανταλλάσσοντας όμως ακόμα γράμματα, πότε τρυφερά και παθιασμένα και πότε σκληρά, με κατηγόριες και απειλές εκατέρωθεν. Καμιά φορά, εκείνη του παραπονιόταν πως δεν απαντούσε σε κάποιες επιστολές της.
***
«Μεθαύριο το βράδυ, στις 9, θ’ αφήσεις στον μεσαίο τηλεφωνικό θάλαμο, έξω από τον ΟΤΕ, στην πλατεία, τα λεφτά σε ένα φάκελο. Στον θάλαμο θα έχω αφήσει ένα φύλλο της Εστίας. Θα επιστρέψεις στην εφημερίδα και θα σου τηλεφωνήσω για να σου πω πού θα παραλάβεις τα γράμματα. Κατάλαβες; Κι όχι ανοησίες!» Ξανά στο τηλέφωνο η ίδια φωνή, ψυχρή, περίεργη, επιτακτική. «50.000», σκέφτηκε, «πού να βρεθούν τόσα χρήματα; Από ποιον να ζητήσω να μου δανείσει τέτοιο ποσό και πώς θα μπορούσα να τον ξεπληρώσω; Μισθοί δύο χρόνων σχεδόν», και κατέβασε το ακουστικό, μαζί και το κεφάλι του. Άναψε τσιγάρο και πήρε να διαβάζει τα τηλεγραφήματα των πρακτορείων από την αθλητική επικαιρότητα στην Ευρώπη. Γύρισε αργά στο σπίτι. Η γυναίκα του κοιμόταν όπως πάντα νωρίς, το πρωί έπρεπε να πάει τη μικρή σχολείο, κάθε μέρα λάτρα και ρουτίνα. Ήπιε ένα ουίσκυ, καπνίζοντας και κάνοντας σκέψεις για το πώς θα μπορούσε να βρει λύση στο πρόβλημα. Είχε ακόμα μια μέρα στη διάθεσή του.
***
Ετοίμασε έναν φάκελο, όπου είχε βάλει μέσα σκόρπια κάποια χαρτονομίσματα και τα υπόλοιπα ήταν χαρτιά, από παλιές εφημερίδες και περιοδικά, κομμένα πάνω-κάτω στο ίδιο μέγεθος. Το κόλπο το είχε δει σε κάποια αστυνομική ταινία, με ανάλογο θέμα, εκβιασμός. Θα τα άφηνε στο μέρος που του είχε ορίσει, αλλά θα παραμόνευε κρυμμένος στον διπλανό θάλαμο. Μαζί του θα έπαιρνε και το Colt του απόστρατου πεθερού του, χρόνια καταχωνιασμένο στη σερβάντα, έστω για εκφοβισμό. Δεν ήταν φονιάς, όμως «κι ο άγιος φοβέρα θέλει». Στο τέλος, ίσως και με την απειλή του όπλου, είχε αρκετές πιθανότητες να πετύχει το σχέδιό του. Μετά θα έπαιρνε πίσω και τα γράμματα. Μήπως τού έμενε άλλη λύση;
***
Βγήκε από το κτίριο της εφημερίδας και πέρασε στην πλατεία με το πακέτο πιασμένο σφιχτά κάτω από τη μασχάλη του και το πιστόλι να βαραίνει τη δεξιά τσέπη του παλτού του. Στο καφενείο είχε λίγο κόσμο, κανα-δυο ζευγαράκια, κάποιοι αργόσχολοι ή περιμένοντας το ραντεβού τους. Τα καταστήματα στη Στοά της Εστίας και στον δρόμο είχαν κλείσει, εκτός από το Φωτογραφείο των Αδελφών Μεγαλοοικονόμου και το «Εργαστήριον Ταξιμέτρων». Βάδισε με δισταχτικά βήματα προς το κτίριο του ΟΤΕ. Ο Κολοκοτρώνης αγέρωχος έδειχνε προς τον Λυκαβηττό. Η κίνηση ήταν αραιή, λόγω του κρύου. Κάθε διαβάτης που σταματούσε για λίγο τού φαινόταν ύποπτος, αλλά και κάθε περαστικός θεωρούσε πως εκείνον κοίταζε. Μπήκε στον μεσαίο θάλαμο, προφασιζόμενος ότι θα τηλεφωνούσε. Πάνω στη συσκευή ήταν διπλωμένη μία Εστία. Κοίταξε το ρολόι του, 9 παρά 10. Πήρε την εφημερίδα και άφησε στην ίδια θέση τον χοντρό φάκελο. Ύστερα, μπήκε στον διπλανό, σήκωσε το ακουστικό κι έκανε πως μιλούσε στο τηλέφωνο, με όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή. Στην τσέπη του έσφιγγε το Colt. Η κρύα λαβή στην παλάμη του είχε ιδρώσει κι αυτή.
Σε λίγο άκουσε βήματα στο πλακόστρωτο και τη βαριά πόρτα του θάλαμου, από χυτοσίδηρο, ν’ ανοιγοκλείνει. Η καρδιά του χτυπούσε ολοένα και πιο δυνατά, σαν τα κρουστά μιας ορχήστρας που προαναγγέλλουν το κρεσέντο. Κοίταξε το ρολόι του, 9 και 5, και βγήκε με προσοχή. Κάποιος στεκόταν έξω από τον θάλαμο κρατώντας τον φάκελο στα χέρια του. Όρμησε πάνω του και πιάστηκαν στα χέρια. Όλα έγιναν με κινηματογραφική ταχύτητα. Πήγε να τραβήξει το πιστόλι από την τσέπη, για να τον απειλήσει, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποφύγει τα χτυπήματα του άλλου. Σαν σε ταινία, ακούστηκε ο πυροβολισμός. Μέσα από την τσέπη του. Ο άλλος έφερε το χέρι του χαμηλά στην κοιλιά, κάνοντας ένα δυο βήματα προς τα πίσω, και έπεσε στο κρύο πλακόστρωτο με την πλάτη. Έσκυψε να δει στο μισοσκόταδο το πρόσωπό του αγνώστου. Τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο προϊστάμενός του στο αθλητικό τμήμα, όμως τώρα δεν είχε τίποτα από εκείνο το στριφνό ύφος και την αλαζονεία που του έδειχνε καθημερινά στο γραφείο. Ζούσε ακόμα, αλλά έδειχνε να πονούσε και ανάσαινε βαριά, με τα μάτια μισόκλειστα. «Εσύ; Γιατί; Γιατί το ’κανες αυτό;», τον ρώτησε λαχανιασμένος, μέσα στην ταραχή του. «Δεν…, δεν ήθελα να τη χάσω…», του είπε, αλλά τα λόγια έβγαιναν με δυσκολία. «Όταν… στην εφημερίδα… είδα τα γράμματά της… και… διάβασα τι…, τι σου έγραφε…, σκέφτηκα…, όμως… εκείνη μου έβαλε… την ιδέα… Εγώ, δεν…», έκανε μια παύση και συμπλήρωσε: «Φέτος όμως…, θα πάρετε… το πρω-τά-θλη-μα…», ψιθύρισε και έγειρε το κεφάλι του.
Πήρε από τα χέρια του τον φάκελο και τον έχωσε στην άλλη τσέπη. Ύστερα, σηκώθηκε και με αργά βήματα πήγε ξανά προς τον θάλαμο. Έβαλε ένα κέρμα στη συσκευή και κάλεσε το 100. Βγήκε έξω κι άναψε τσιγάρο, περιμένοντας ν’ ακούσει τη σειρήνα του περιπολικού, ενώ οι πρώτοι περίεργοι άρχισαν να πλησιάζουν προς το μέρος του.
***
«Μια σύντομη συνάντηση, η μεγάλη χίμαιρα, οι φλόγες του πάθους, κι ένα ΤΕΛΟΣ όπως στον κινηματογράφο και στα ρομάντσα», σκέφτηκε. Έπιασε το τσιγάρο με τον αντίχειρα και τον μέσο και το πέταξε μακριά στο πλακόστρωτο, ξεφυσώντας τον καπνό. Κάποιος περαστικός πάτησε τη γόπα. «Φέτος όμως θα πάρουμε τουλάχιστον το πρωτάθλημα», μονολόγησε, όπως είδε τους αστυνομικούς να βγαίνουν από το περιπολικό.