Γενεύη, Φεβρουάριος 1863.
Ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος πεθαίνει.
Είναι ένας ήρεμος θάνατος, χωρίς αγωνία – ή, πιο σωστά, χωρίς υπερβολική αγωνία: έχει όσες φροντίδες θα μπορούσε να έχει, την αγαπημένη του γυναίκα Άννα δίπλα του, και μέσα του τη βαθιά θρησκευτική του πίστη ότι τον περιμένει κάτι καλό, αγνό, τακτοποιημένο, λογικό και δίκαιο: ό,τι δηλαδή αποζητούσε πάντα το αυστηρό καλβινικό του μυαλό. Πότε είναι ξύπνιος και πότε κοιμάται, και πότε γλιστρά σ’ εκείνον τον ενδιάμεσο χώρο όπου παραμένουν και περιμένουν μισοξεχασμένα κομμάτια χρόνου. Αναστενάζει, κι η Άννα σκύβει πάνω του και του πιάνει το χέρι: «Πονάς;» «Όχι, όχι» της απαντά καθησυχαστικά, τρυφερά, με τον ίδιο τρόπο που της μιλούσε πάντα. Τα μάτια του κλείνουν, η αναπνοή του γίνεται λίγο πιο βαριά και μοιάζει τώρα να βυθίζεται σ’ έναν ήσυχο ύπνο, αλλά ύστερα από λίγο ένα χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του και μουρμουρίζει «Η Ελλάδα… Πάντα η Ελλάδα».
«Τι; Τι η Ελλάδα;»
Ανοίγει τα μάτια του, την κοιτά. «Η Ελλάδα που αγαπήσαμε τόσο πολύ».
Χαμογελά τώρα κι αυτή. «Και που όμως ποτέ δεν πήγες να δεις».
«Αν πήγαινα, θα έχανα και την ελάχιστη εμπιστοσύνη που μου είχαν».
Γελάνε σιγανά κι οι δυο, το μοιρασμένο γέλιο μιας μοιρασμένης ζωής. Ύστερα εκείνος πάλι αποκοιμιέται, με το χέρι του μέσα στο δικό της.
***
Βιέννη, Νοέμβριος 1814.
Η Γενεύη, η πόλη του, έγινε δεκτή στην Ελβετική Ομοσπονδία. Κι αυτός, μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου της, παλεύει να εξασφαλίσει την αναγνώριση αυτής της προσάρτησης, την αναγνώριση της ουδετερότητας της Ελβετίας. Ο Ιωάννης-Γαβριήλ οργανώνει, πάντα οργανώνει: εφοδιάζει το ιππικό της εθνοφυλακής ενάντια στους ορεξάτους Γάλλους και βρίσκεται σ’ αυτό το Συνέδριο για να εξασφαλίσει την πολυπόθητη ανεξαρτησία. Ανεξαρτησία: η λέξη που τώρα όλο και ξεδιπλώνει τα φτερά της για να τα απλώσει προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όμως ο καιρός είναι περίεργος, επικίνδυνος• φυσάει αέρας αντίθετος που θέλει να μαντρώσει, να φυλακίσει, να πνίξει.
«Ανεξαρτησία, ελευθερία… Καλύτερα να μη χρησιμοποιείτε αυτές τις λέξεις εδώ. Είναι σαν να ρίχνετε χειροβομβίδες πάνω στο όμορφο αυτό παρκέ». Ο άντρας με το σφιχτό χαμόγελο και το κλειστό πρόσωπο που, για κάποιο λόγο, του εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη, δείχνει με το κομψό λουστρινένιο του σκαρπίνι το υπέροχα λουστραρισμένο βιεννέζικο πάτωμα του σαλονιού όπου στριμώχνονται.
«Μα και η Ελλάδα επιθυμεί να ρίξει μια χειροβομβίδα, αν δεν κάνω λάθος Κόμη;»
«Η Ελλάδα; Ποια Ελλάδα;» Τα μεγάλα μαύρα μάτια του Ρώσου (μα όχι, δεν είναι Ρώσος, είναι Κερκυραίος) τον κοιτούν επιφυλακτικά.
«Η Ελλάδα του δυτικού μας πολιτισμού. Η Ελλάδα των χριστιανών εν μέσω του κατασκηνωμένου Ισλάμ. Η Αρκαδία της καρδιάς μας».
«Αλλά υπάρχει αυτή η Ελλάδα, έξω από την Αρκαδία της καρδιάς σας;» Η φωνή είναι ήρεμη, τα χείλη όμως στρίβουν ειρωνικά.
«Δεν υπάρχει;»
«Και βέβαια υπάρχει. Μόνο που δεν είναι εκείνη που αναζητά η σπουδαγμένη Δύση στα ρομαντικά της ταξίδια, κρατώντας τον Όμηρό της στο χέρι».
Ο Ελβετός έχει αρχίσει να καταλαβαίνει τον Κερκυραίο. Πρέπει να παρακάμψει τον σαρκασμό για να φτάσει στο μαλακό κέντρο: «Ποια είναι λοιπόν η Ελλάδα για την οποία μας ζητάτε να αγωνιστούμε Κόμη;»
«Είναι εκεί όπου επιμένει κάτι που δεν αφομοιώθηκε στη μεγάλη οθωμανική θάλασσα. Κάτι που δεν διαλύεται. Σαν το λάδι στο νερό. Δεν μελετά τον Όμηρο και δεν ψάχνει πού είναι θαμμένος ο Λεωνίδας, αλλά μαζί με τα αρβανίτικα μιλάει και τη δική τους γλώσσα, χωρίς να το ξέρει. Επιμένει, τόσους αιώνες τώρα, να λέγεται Ελλάδα και δεν αλλάζει». Το σκαρπίνι τρίζει πάνω στο παρκέ. «Κι είμαι κι εγώ Έλληνας αυτής της Ελλάδας».
«Κι η Φιλική Εταιρεία -».
«Έμποροι. Η ψυχή και το χτυποκάρδι του ελληνισμού. Δεν είναι κακό, δεν είναι ντροπή: τι είναι πατρίδα, αν όχι και εκεί όπου θέλεις να επενδύσεις τα χρήματά σου και να στήσεις τη δουλειά σου;» Το κλειστό πρόσωπο σκοτεινιάζει: «Μόνο που θα θυσιαστούν και όλοι οι άλλοι, εκείνοι που θα πεθάνουν για τους τάφους των προγόνων τους. Γιατί δεν είναι η σωστή στιγμή τώρα. Αλλά η στιγμή θα έρθει».
«Και θα είστε με τη στιγμή, Κόμη;»
«Θα είμαι πάντα με τη στιγμή. Όποια κι αν είναι. Σωστή ή λάθος, γι’ αυτήν θα χαθώ».
***
Τα κλειστά βλέφαρα τρεμοπαίζουν. «Ο Καποδίστριας…».
«Ο αγαπημένος μας Ιωάννης», αναστενάζει η Άννα.
«Ο σπάνιος, μοναδικός και πολύτιμος φίλος μας. Θυμάσαι που του κέντησες εκείνη τη γαλανόλευκη ζώνη; Που τη φορούσε συνέχεια, όταν πήγε Κυβερνήτης;» Μια σκιά περνάει από το πρόσωπό του. Η ζωή που πέρασε, η ζωή που αφήνει, είχε και πόνο. «Ο Ιωάννης και το παιδάκι μας. Γι’ αυτούς τους δύο έκλαψα πιο πολύ».
H Άννα του χαϊδεύει το χέρι. «Έχουμε όμως τη Σοφί μας. Και η Ελλάδα, πόσο τη βοήθησες. Πόσο σπουδαία χώρα έγινε».
Κουνιέται ανήσυχα. «Όχι. Κινδυνεύει. Κινδυνεύει ακόμα».
***
Γενεύη, αρχές 1822.
Όπλα και πολεμοφόδια. Αυτό πιο πολύ πρέπει να στείλει. Αλλά και γιατρούς, και τρόφιμα, και χρήματα βέβαια, που αγοράζουν όλα αυτά. Από το Λιβόρνο: οι Έλληνες που είναι εκεί θα ξέρουν πού να τα προωθήσουν.
Τον επισκέπτονται στο σπίτι του οι Φαναριώτες πρίγκιπες: ο Ιωάννης Καρατζάς, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Μιχαήλ Σούτσος. Φίλοι του πια. Τους ακούει που του εξηγούν τα σχέδια κι οράματά τους – έχουν βλέμματα σκληρά, μηχανορραφιών και σκληρής επιβίωσης αιώνων. Αλληλογραφεί και με τους προεστούς και τους μπέηδες που έχουν κι αυτοί τα δικά τους σχέδια, το βλέπει, αλλά και με τους καπεταναίους και τους οπλαρχηγούς, τους αγράμματους που βάζουν άλλους να του γράφουν και να μεταφράζουν. Τους ακούει όλους και καταλαβαίνει ότι οι διαφορές είναι βαθιές: δυο κόσμοι έρχονται να σμίξουν με μια κόλλα που την αποκαλούν Ορθοδοξία και Έθνος, αλλά είναι δύσκολο• δεν σμίγουν έτσι απλά τόσο διαφορετικοί κόσμοι. Κι έπειτα θυμάται τα λόγια του Κολοκοτρώνη: «Ως μία βροχή έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
***
«Ως μια βροχή έπεσε πάνω τους η επιθυμία της ελευθερίας…», ψιθυρίζει, με μάτια κλειστά.
«Τι; Κρυώνεις;», ρωτά ανήσυχα η Άννα και τον σκεπάζει με μια κουβέρτα.
***
Ανκόνα, 8 Μαΐου 1826.
Έχει έρθει εδώ για να επιταχύνει την αποστολή των χρημάτων και των τροφίμων –15.000 φράγκα δικά του και άλλες 60.000 από τους φιλέλληνες που ξεσήκωσε για άλλη μια φορά. Στην τσέπη του κουβαλάει εκείνο το γράμμα του Μάγερ που περιγράφει πώς τρέφονται με ποντίκια κι αρουραίους, και στ’ αυτιά του κουδουνίζει μόνιμα η φράση: «Εν ονόματι των ηρώων εδώ, του Νότη Μπότσαρη, του Ντσιαβέλλα, του Παπαδιαμαντόπουλου και άλλων, σας λέγω ότι όλοι ορκιστήκαμε να ενταφιαστούμε κάτω από τα ερείπια του Μεσολογγίου αλλά να μην ακούσουμε καμία συνθήκη». Και τώρα ξαφνικά μαθαίνει ότι τα παλικάρια, les braves des braves, έκαναν ακριβώς αυτό: θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια.
Δυο πολιορκίες έχει περάσει κι αυτός, ξέρει τι σημαίνει η πείνα, η δυσεντερία, η απόγνωση της νύχτας που πέφτει και δεν ξέρεις αν πρέπει ή δεν πρέπει να κοιμηθείς, αν θέλεις ή δεν θέλεις να ξυπνήσεις. Αλλ’ αυτοί εδώ, αυτοί οι λυσσασμένοι που δεν ακούνε καμία συνθήκη: οι γυναίκες που νάρκωσαν τα παιδιά τους για να μη φωνάξουν, ο Καψάλης που τίναξε την πυριτιδαποθήκη στον αέρα, εκείνοι που έμειναν πίσω με τους αρρώστους τους… Κλαίει, μεγάλος άνθρωπος, και μετά θυμώνει: όπως κι αν ξεκίνησε όλο αυτό, απ’ όποια φανερή ή κρυμμένη λαχτάρα του καθενός, τώρα δεν μπορεί πια να σταματήσει. Τώρα αυτό το ποτάμι της ελευθερίας δεν γίνεται να γυρίσει πίσω. Κι η Ευρώπη πρώτα πρώτα, δεν γίνεται να το εγκαταλείψει. Είναι υπόθεση των πολιτισμένων Δυτικών, και είναι και υπόθεση δική του.
Τον καλούν και τον παρακαλούν όλοι: το Βουλευτικό, η Μόνιμος Επιτροπή, η Διευθυντική Επιτροπή. Τον παρακολουθούν καχύποπτα οι Άγγλοι, οι Ρώσοι, οι Γάλλοι. Τον απασχολούν και τον στενοχωρούν τα ελληνικά δάνεια, η αποπεράτωση των πλοίων στην Αγγλία, τα χρήματα που δεν χρησιμοποιήθηκαν, ή σπαταλήθηκαν, ή εξαφανίστηκαν. Ξέρει για τα κομματικά πάθη, τον εμφύλιο που μαίνεται ανοιχτά και μυστικά. Αλλά ξέρει και για το ηθικό των πιο εξαθλιωμένων, που έχασαν και τα ελάχιστα που είχαν – κι όμως, αυτό το ηθικό θεριεύει. Είναι και υπόθεση δική του, κι έτσι θα παραμείνει ο «προστάτης άγγελος των Ελλήνων», όπως τον αποκάλεσε ο Πρόεδρος του Βουλευτικού, ο Πανούτσος Νοταράς.
Και έτσι μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου θα έχει φροντίσει να σταλούν στην Ελλάδα τρόφιμα βάρους 4 εκατομμυρίων λιβρών. Και 51.000 φράγκα για την εξαγορά των σκλαβωμένων γυναικόπαιδων. Και 150.000 φράγκα για ναυπήγηση κι εξοπλισμό ενός πολεμικού πλοίου.
Για όσους είναι θαμμένοι εκεί απέναντι, και για όλους τους άλλους. Που είναι και υπόθεση δική του.
***
Στριφογυρίζει ανήσυχα. «Ό,τι και να πει κανείς, Άννα, για τις αντιζηλίες τους, τους εμφυλίους τους, τη φιλοχρηματία τους, τόσοι και τόσοι έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν για τον Αγώνα -»
«Μα και βέβαια, θέλει ερώτημα;»
Αλλ’ αυτός έχει πάλι κλείσει τα μάτια, βρίσκεται αλλού.
***
«9/21 Απριλίου 1827, στρατόπεδο Κερατσινίου.
Ο Λόρδος Κόχραν μού έδωσε το γράμμα σας, και σας ευχαριστώ για την εκτίμηση και τα καλά σας λόγια. Με τη βοήθεια του Θεού νίκησα τους Τούρκους στη Γραβιά, στη Φοντάνα, στην Αράχωβα και στο Δίστομο, κι η Ρούμελη καθάρισε από τους εχθρούς μας κι ελευθερώθηκαν τα ιερά χώματα των πατεράδων μας. Είχα ήδη πολλές αψιμαχίες με τον Κιουταχή, κι ο Θεός μού δίνει δύναμη κι είναι μαζί μου. Σε λίγες μέρες, το ελπίζω, η Αθήνα θα ελευθερωθεί, ή δεν θα υπάρχει πια Καραϊσκάκης».
Και δεν υπάρχει πια Καραϊσκάκης. Ο βρομόστομος γιος της Καλογριάς φίλησε ένα ένα τα παλικάρια του και τους είπε “εγώ πεθαίνω, εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα”. Κρατά τώρα το γράμμα του αλλά ο Καραϊσκάκης είναι ήδη νεκρός, γιατί τα γραπτά αργούν: έρχεται η φωνή του πεθαμένου μαζί με τις λαχανιασμένες φωνές των ζωντανών, που ξέρουν όσα εκείνος δεν θα μάθει πια ποτέ.
***
«’Ησαν ληστές, ήσαν άγριοι, ναι!» Την κοιτά, έξαφνα θυμωμένος. «Οι μισοί ήθελαν να γίνουν Τούρκοι στη θέση των Τούρκων – νομίζεις δεν το ήξερα; Μπέηδες και πασάδες να εισπράττουν φόρους, να ηγεμονεύουν ανενόχλητοι. Ήθελαν ή ήξεραν, νομίζεις, τι είναι κράτος; Ξανά και ξανά, όταν μάθαινα τις προδοσίες και τους τσακωμούς τους, ήταν σαν να διάβαζα πάλι την Ιλιάδα…». Λαχανιάζει. «Αλλά ήσαν και ήρωες. Ήρωες».
***
Γενεύη, 1828.
Γράφει, γράφει, γράφει. Στις φιλελληνικές επιτροπές, στους τραπεζίτες, στους αρχηγούς κρατών, στους ηγεμόνες. Παρακαλεί για χρήματα, ικετεύει για ενίσχυση, καλεί για υποστήριξη αυτού του λαού (έθνους;), εκεί στην άκρη της Μεσογείου. Γράφει στον Μιαούλη, στον Κανάρη, στον Κολοκοτρώνη, στον Σαχτούρη: τους εγκαρδιώνει, τους ξεκαθαρίζει ότι δεν υποστηρίζει κανένα κόμμα, ούτε αγγλικό, ούτε γαλλικό, ούτε ρωσικό. Μόνο να ελευθερωθεί η Ελλάδα• και να έχουν ομόνοια μεταξύ τους γιατί μόνον έτσι θα γίνει η χώρα ανεξάρτητη• και να αναγνωρίζουν τα δάνεια της Αγγλίας, να πληρώνουν με ακρίβεια τους τόκους, γιατί μόνον έτσι θα μπορούν να πάρουν κι άλλη βοήθεια.
***
«Γιατί τα θυμάσαι όλα αυτά κι αναστατώνεσαι;»
«Γιατί δεν θέλω να τα ξεχάσω! Γιατί ήταν η πιο ωραία ιστορία που ζήσαμε, Άννα, δεν ήταν; Ο Ιγνάτιος! Θυμάσαι τον Ιγνάτιο; Που ήταν Επίσκοπος και Μητροπολίτης αλλά ήταν και πάμφτωχος, γιατί είχε να θρέψει έναν εσμό από φτωχούς συγγενείς, αδέλφια, ανίψια… Και μου έγραφε συνέχεια για να τον βοηθήσω να πουλήσει τα ωραία του περιώμια, που είχαν μεγάλη αξία – και κανόνισα να τα αγοράσει ο κόμης de Bombelles, θυμάσαι; Μου έγραφε ο Ιγνάτιος πως οι αγωνιστές δεν είχαν τίποτα, τίποτα, πως στο Μεσολόγγι υπήρχαν μόνο δυο μικρά σιδερένια κανονάκια. Πως ένας έμπορος που είχε αναλάβει να πουλήσει ένα μέρος της περιουσίας του, του Ιγνάτιου, για να βοηθήσει τον Αγώνα, χρεοκόπησε και η περιουσία χάθηκε, και πως ένα άλλο πακέτο με πολύτιμα αντικείμενα που είχε στείλει να πουληθούν για τον ίδιο σκοπό στην Αγία Πετρούπολη, στην αυτοκρατορική Αυλή, είχε την ίδια τύχη...». Λαχανιάζει πάλι, σταματάει, και η Άννα του χαϊδεύει το μέτωπο.
«Φτάνει, ησύχασε».
«“Είχα καθήκον στην πατρίδα”, μου έγραφε ο Ιγνάτιος, τότε που δεν υπήρχε καν γη για την πατρίδα του. Και μετά, όταν στενοχωριόμουν και θύμωνα με τις διαμάχες τους, μου έγραφε – τι μου έγραφε; Ξεχνάω...».
***
«Εξετάσατε τα πάντα με αμεροληψία. Σκεφθείτε τις φρικτές συνθήκες μέσα στις οποίες βρέθηκαν οι δυστυχισμένοι Έλληνες εδώ και τρεις αιώνες. Μην τους κρίνετε λοιπόν με την αυστηρότητα και την επιπολαιότητα πολλών άλλων ταξιδιωτών οι οποίοι είχαν αποθαρρυνθεί βλέποντας την αταξία και τη διχόνοια που επικρατούσαν, αναπόφευκτες συμφορές πού προήλθαν από τη σκλαβιά μέσα στην οποία ή Ελλάδα τόσα χρόνια βρέθηκε βυθισμένη».
***
«Θα ησυχάσεις;», του χαϊδεύει το χέρι.
«Και μετά, μετά...». Χαμογελάει. «Η επανάστασή τους ηττήθηκε, Άννα, αλλά η Ελλάδα κέρδισε. Ίσως να έχουν τους θεούς, τους αρχαίους τους θεούς με το μέρος τους! Και μετά, μετά...».
«Ησύχασε τώρα».
«Και μετά οι προσπάθειές μας με τον Ιωάννη: και τι δεν θα ’χαμε κάνει αν τον είχαν αφήσει να δουλέψει, να ζήσει – και τι δεν θα ’χαμε καταφέρει... Ώσπου να μπορέσει να ξεκουραστεί, όπως λαχταρούσε, και να έρθει εδώ στο περίπτερο που του ’χαμε ετοιμάσει να περάσει ήσυχα τα τελευταία του χρόνια - »
«Έτσι έλεγε, αλλ’ αυτό που ήθελε στ’ αλήθεια ήταν να πάει στο σπίτι του στην Κέρκυρα. Το ήξερες».
«…Και μετά το δάνειο του ’29, τα χρήματα που δώσαμε για να πληρωθεί ο στρατός και να παταχθεί η ληστεία. Και μετά οι προσπάθειες να στήσουμε τη Χρηματιστηριακή: τους έλεγα και τους ξανάλεγα, το μέλλον της χώρας θα κριθεί από τη στάση των πλούσιων Ελλήνων. Αλλ’ αυτοί που ανταποκρίθηκαν ήταν λίγοι και οι ανάγκες του κράτους μεγάλες, και οι μεγαλέμποροι τόσο καχύποπτοι γιατί πίστευαν ότι δούλευα για τους Ρώσους, ή τους Άγγλους, ή τους Γάλλους. Τους έλεγα και τους ξανάλεγα ότι μόνο για την Ελλάδα προσπαθούσα - »
Τον πιάνει βήχας κι η Άννα σκύβει πάνω του αυστηρά. «Φτάνει τώρα».
«…Ξανά και ξανά προσπαθούσαμε, όλοι εμείς, ξανά και ξανά για την Ελλάδα…».
***
30 Μαρτίου 1841.
Δημοσιεύεται ο νόμος «Περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης»: η Εθνική
Τράπεζα είναι ανώνυμη ιδιωτική εταιρεία με έδρα την Αθήνα και κεφάλαιο 5.000.000 δραχμών, μοιρασμένο σε 5.000 μετοχές των 1.000 δραχμών. Από τους ιδρυτικούς μετόχους είναι το ελληνικό κράτος με 1.000 μετοχές, ο Νικόλας Ζωσιμάς με 500 μετοχές, ο Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος με 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Αδόλφος Γραφ με 146 και ο Θεόδωρος Ράλλης με 100. Η τράπεζα Rothshild Frères Paris αγοράζει 50 μετοχές, ενώ άλλες 50 αγοράζει ο Εϋνάρδος στο όνομά της για να τονώσει το κύρος της νέας τράπεζας. Διευθυντής της Τράπεζας, με εισήγηση του Εϋνάρδου, ο Γεώργιος Σταύρος.
«Διότι έπρεπε το ελληνικό Δημόσιο να γίνει κύριος μέτοχος της Τράπεζας, Άννα, έπρεπε. Γιατί έτσι μόνο δεν θα υποτασσόταν η ελληνική οικονομία στους ξένους – δεν θα υποτασσόταν κι άλλο… Και θα μπορούσε η Κυβέρνηση να ελέγχει άμεσα…». Βήχει πιο πολύ, ανασηκώνεται, η Άννα διαμαρτύρεται, προσπαθεί να τον ξαπλώσει, κάνει νόημα στη νοσοκόμα που κάθεται δίπλα να τη βοηθήσει. Ο άρρωστος μιλάει σε αόρατο ακροατήριο: «…Και να έχει κατ’ αποκλειστικότητα το δικαίωμα έκδοσης χαρτονομισμάτων μέσα στην Ελλάδα, και έτσι να είναι ο ρυθμιστής της ιδιωτικής οικονομίας. Γιατί η χώρα δεν έπρεπε να είναι προτεκτοράτο, και γι’ αυτό παλέψαμε με τον Σταύρο, τον φίλο μου, τον τόσο έντιμο…».
«Πιες αυτό τώρα, σε παρακαλώ».
Ξαπλώνει αποκαμωμένος, με ένα παιδικό παράπονο στη φωνή. «Αλλά κι αυτόν, δεν τον γνώρισα ποτέ. Μόνο με τα γράμματα. Τόσο πολύτιμα κομμάτια της ζωής μου, Άννα, μόνο με γράμματα;»
«Πιες αυτό».
«Τόσα πολλά γράμματα...».
***
«Γενεύη, 17 Ιανουαρίου 1842.
Προς Γ. Σταύρο:
Μη λησμονείτε τις λέξεις φρόνηση, οικονομία και τάξη για τις εργασίες της Τράπεζας. Αυτό θα είναι το μέσο να πετύχουμε κι άλλες εγγραφές. Μια δημόσια τράπεζα δεν πρέπει να έχει καμία καθυστέρηση. Κάθε απόγευμα τα βοηθητικά βιβλία πρέπει να είναι ενήμερα, είτε για τις προεξοφλήσεις είτε για τις υποθήκες».
***
«Αθήνα, 13 Ιουλίου 1847, Ανάκτορα.
Αγαπητέ μου πατέρα,
Η Αγγλία επιμένει στις χρηματικές της απαιτήσεις, στην πληρωμή δηλαδή της εξαμηνιαίας δόσης του εθνικού δανείου των 60 εκατομμυρίων φράγκων, του ’32. Το κράτος δεν τα έχει, και η δόση θα πληρωθεί με χρήματα του πατριώτη Εϋνάρδου: 500.000 φράγκα. Ο Όθων κι εγώ συχνά λέμε ότι ο Θεός είναι με το μέρος της Ελλάδας, αλλά ευτυχώς, όχι μόνον αυτός.
Σε φιλώ, η κόρη σου Αμαλία».
***
«Γενεύη, 1848.
Προς Γ. Σταύρο, Ευθ. Κεχαγιά:
Σήμερα απειλείται κι αυτή η ίδια η υπόσταση της Τράπεζας. Διασφαλίστε το μεταλλικό αποταμίευμα της Ε.Τ.Ε. από τους κερδοσκόπους• πρέπει να αντέξει το τραπεζογραμ¬μάτιό της στις πιέσεις του τοκογλυφικού κεφαλαίου, και να εδραιωθεί ο χαρακτήρας του ιδρύματος. Η Τράπεζα είναι το τιμόνι του μέλλοντος της χώρας. Απαιτείται ακρίβεια, τάξη, οικονομία, νηφαλιότητα, μετριοπάθεια, κομματική ουδετερότητα, προβλεπτικότητα, συνεχής προσπάθεια βελτίωσης».
***
Ανοίγει τα μάτια του με απορία. «Ποτέ δεν πήγαμε στην Ελλάδα».
«Όχι. Ποτέ δεν πήγαμε».
«Και όλο λέγαμε, θυμάσαι, να πουλήσουμε τις μετοχές. Γιατί η Τράπεζα δεν με χρειάζεται πια». Γυρνάει, την κοιτάζει ανήσυχος: «Με χρειάζεται;»
«Όχι, το ξέρεις, δεν σε χρειάζεται πια. Είναι μια ισχυρή, ανεξάρτητη Τράπεζα, έτσι τη φτιάξατε».
«Να πουλήσουμε τις μετοχές και να πάρουμε γη, κάπου στην πανέμορφη Αττική… Ή να κτίζαμε ένα σπίτι στην Αθήνα που γίνεται, όλοι μας το έλεγαν, τόσο όμορφη. Αλλά δεν μπορούσα Άννα, δεν μπορούσα. Η Τράπεζα και οι άνθρωποί της - »
«Το ξέρω», τον ησυχάζει, «το ξέρω».
«…Είναι τα παιδιά μου. Είναι ό,τι πιο σπουδαίο έκανα».
«Το ξέρω. Το ξέρω».
***
Γενεύη, Άνοιξη 1862.
Οι παγιδευμένοι στο λάθος μέρος της Ιστορίας. Με την καρδιά τους στο σωστό μέρος αλλά χωρίς να ξέρουν, χωρίς να μπορούν να ενώσουν τα δυο μέρη. Αυτός ο Βαυαρός πρίγκιπας, για παράδειγμα, μεγαλωμένος κάτω από την ασήκωτη σκιά ενός πατέρα που δεν του έδωσε τίποτα εκτός από τιμωρία, ταπείνωση και ενοχές. Που αγάπησε πολύ μια χώρα και μια γυναίκα, αλλά δεν μπόρεσε να σπείρει τίποτε από την αγάπη του σ’ αυτές. Που φοράει φουστανέλα κι έχει βλέμμα έντιμο, καλοσυνάτο και λίγο απολογητικό• και θλιμμένο. Αυτός ο βασιλιάς που σε λίγο δεν θα έχει βασίλειο, και ήρθε τώρα εδώ για να του παραδώσει αυτοπροσώπως και ιδιοχείρως το ανώτατο ελληνικό παράσημο, τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, που του είχε απονεμηθεί το ’37. Το παράσημο που εκφράζει την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του ελληνικού λαού στον μεγάλο φίλο και ευεργέτη.
Ο άντρας που κάθεται στο σαλόνι του και του μιλά διστακτικά (γιατί είναι διστακτικός, πάντα διστακτικός) για την αφοσίωσή του σ’ αυτήν την πατρίδα της οποίας είναι βασιλιάς και σ’ αυτόν τον λαό, του οποίου δεν είναι. «Είναι τόσο ωραία χώρα, κ. Εϋνάρδε. Με τη γυναίκα μου την ταξιδέψαμε πέρα ώς πέρα. Οι ομορφιές της είναι μυστικές και απρόσμενες. Όπως και του περήφανου, απλού λαού της».
«Και ο λιγότερο απλός λαός, Μεγαλειότατε;»
«Πώς είπατε;»
Ξεχνάει ότι ο Όθωνας δεν ακούει καλά – από κάποια παιδική αρρώστια λένε, ή από το πολύ ξύλο που έφαγε όταν ήταν παιδί από τον αυστηρό δάσκαλό του, καθολικό ιερέα Oettl. Ή ίσως και να μην είναι τόσο βαρήκοος, αλλά να το προφασίζεται για να κερδίζει χρόνο, ώστε να μπορεί να διαλέγει τα λόγια του αργά και προσεκτικά, πολύ προσεκτικά. «Ρωτώ, Μεγαλειότατε, αν οι πολιτικοί, οι προύχοντες, οι εύποροι αυτόχθονες κι ετερόχθονες, ο λιγότερο απλός λαός, έχουν κι αυτοί ομορφιές μυστικές κι απρόσμενες;»
Διστακτικά ο Όθωνας χαμογελά – κι έχει θλίψη το χαμόγελό του. «Αγωνίστηκαν όλοι με τον τρόπο τους, και πολλοί έδωσαν τα πάντα. Αλλά τώρα έχουν επιδιώξεις που δεν είναι κοινές. Δεν θα μπορούσαν να είναι. Γνωρίσατε ασφαλώς τον Κωλέττη;»
«Ναι, βέβαια» απαντά ο Ελβετός επιφυλακτικά. «Στο Παρίσι».
«Ο Κωλέττης υπήρξε ύψιστος πολιτικός, ό,τι άλλο κι αν του προσάψει η Ιστορία. Έλεγε λοιπόν: “Το ελληνικό έθνος δεν είναι αυτό που μαζεύεται στην αίθουσα του Μαυροκορδάτου: ούτε βελάδες φοράει, ούτε γαλλικά ή αγγλικά μιλάει. Είναι αυτό που μαζεύεται στη δική μου αίθουσα, είναι αυτό που φοράει φουστανέλες, μιλάει και αλβανικά και κουτσοβλάχικα και διατηρεί τα ήθη της τυραννίας που δεν μπορούν να εξαλειφθούν μια κι έξω• διότι, όσο κι αν φωνάζουν οι λογιότατοι, τα έθνη δεν αυτοσχεδιάζονται”».
«Είμαστε λοιπόν, εμείς οι ξένοι, απλώς ρομαντικοί;»
«Μόλις ο πατέρας μου, ο Βασιλιάς Λουδοβίκος, έμαθε για τη νίκη του Καραϊσκάκη στην Αράχωβα το ’26, αναφώνησε “Ανεστήθη η Ελλάς μου!” Κάτι τέτοια δεν τα ξεχνά ένα 11χρονο αγόρι... Ήταν τότε η Ελλάδα το όνειρο. Μετά, το όνειρο έγινε πραγματικότητα: όταν πρωτοπήγα στην Ελλάδα, κύριε Εϋνάρδε, πριν εικοσιεννέα χρόνια, με συνόδευαν Βαυαροί εθελοντές. Επίκουρους τους έλεγαν. Θυμάμαι τον υπολοχαγό Νέζερ να μου περιγράφει τον κλονισμό που έπαθαν, οι περισσότεροι απ’ αυτούς γαλουχημένοι με το πνεύμα της ελληνικής αρχαιότητας, μόλις έφτασαν στο Ναύπλιο και μετά στην Αθήνα: “Αηδία και στενοχώρια”, μου είπε, στο θέαμα της φτώχειας, της ερήμωσης, της ασχήμιας. Ίσως ξεχνάμε το κυριότερο: μια τέτοια επανάσταση δεν τελειώνει με τη λήξη των μαχών – τότε αρχίζει πραγματικά. Κάθε τι που γίνεται και πρέπει να γίνει γι’ αυτήν την επιλεγμένη πατρίδα μας είναι μια ακόμα επανάσταση. Κάθε τι. Αργά και επίπονα».
***
«Θυμάσαι, Άννα; Λίγο πριν τον διώξει η χώρα που αγάπησε. Αλλά δεν μπορούσε, δεν ήξερε. Και ήδη λυπημένος».
«Ο Όθων; Πάντα λυπημένος. Ο λυπημένος βασιλιάς».
«Πόσοι οι λυπημένοι, πόσοι οι αδικημένοι. Πόσοι οι χαμένοι. Για κάθε τι που θα γίνεται εκεί, θα χρειάζεται και μια επανάσταση». Τα βλέφαρά του βαραίνουν. «Αλλά ήταν η πιο ωραία ιστορία που ζήσαμε, δεν ήταν;»
«Ναι», του λέει καθησυχαστικά. «Ναι. Σώπα τώρα, κοιμήσου».
Τα μάτια του κλείνουν, ανασαίνει ήρεμα και βαθιά, το πρόσωπό του χαλαρώνει και κάτι σαν χαμόγελο το διαπερνά. Ο Ιωάννης-Γαβριήλ ξαναζεί την ωραιότερή του περιπέτεια.
Ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος και η Anne Eynard-Lullin
Ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος (Jean-Gabriel Eynard) γεννήθηκε στη Λυών το 1775. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και τραπεζίτης από παλαιά ισχυρή οικογένεια ευγενών της Γαλλίας που ως διαμαρτυρόμενοι είχαν καταφύγει στη Γενεύη, αλλά είχε κατόπιν εγκατασταθεί στη Λυών όπου ίδρυσε εμπορικό οίκο. Ο νεαρός Ιωάννης-Γαβριήλ μεγάλωσε σε αυστηρό καλβινικό περιβάλλον και έμαθε από πολύ μικρός να χειρίζεται λογιστικά βιβλία και εμπορικές συναλλαγές.
Το 1793, αφού η οικογένεια έζησε την αιματηρή πολιορκία της φιλομοναρχικής Λυών από τα γαλλικά επαναστατικά στρατεύματα (με την περιουσία τους να δημεύεται και τον πατέρα να συλλαμβάνεται, να καταδικάζεται σε θάνατο και να καταφέρνει να δραπετεύσει), επανεγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Ο Ιωάννης-Γαβριήλ πήγε στη Γένοβα για να εργασθεί σε μεγάλο εμπορικό οίκο και έπειτα από σκληρή μαθητεία ίδρυσε δικό του εμπορικό οίκο (Eynard Frères et Schmidt).
Όταν τον Απρίλιο-Ιούνιο του 1800 οι Άγγλοι και οι Αυστριακοί πολιόρκησαν τη Γένοβα (Ναπολεόντειοι πόλεμοι Υπατείας), συμμετείχε εθελοντικά υποστηρίζοντας τα στρατεύματα των Γάλλων στην άμυνα της πολιορκημένης, λιμοκτονούσας πόλης, που τελικά παραδόθηκε. Στην Ιταλία αναδείχθηκε σπουδαίος έμπορος, ισχυρός τραπεζίτης και ικανότατος διπλωμάτης. Απέκτησε μεγάλη περιουσία επεκτείνοντας τις επιχειρήσεις του στην Ελβετία και παράλληλα ανέλαβε δημόσια αξιώματα. Αναδιοργάνωσε τα οικονομικά αρκετών ιταλικών κρατιδίων, συμμετείχε στις εκδηλώσεις για τη στέψη του Ναπολέοντα, υπηρέτησε ως κεντρικός εισπράκτορας φόρων σε πριγκιπάτα κ.ά.
Το 1808 έγινε Ελβετός πολίτης και δημότης. Ως μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου της Γενεύης συμμετείχε στις «Συνθήκες του Παρισιού» και στο Συνέδριο της Βιέννης. Εκεί, μαζί με τη σύζυγό του Άννα, γνωρίστηκαν με τους περισσότερους ισχυρούς ηγεμόνες, πολιτικούς και διπλωμάτες της εποχής, μεταξύ των οποίων και με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Η επαφή εξελίχθηκε σε βαθιά εκτίμηση και αδιάλειπτη φιλία και, μέσω αυτής, ασπάστηκε με θέρμη τον ελληνικό Αγώνα. Κατά την περίοδο 1817-1821, το σπίτι του στη Γενεύη (σημερινό Δημαρχιακό Μέγαρο) έγινε κέντρο του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού. Με την έκρηξη της Επανάστασης αναμείχθηκε πιο έντονα, ιδρύοντας μαζί με άλλους την πρώτη Φιλελληνική Επιτροπή της Γενεύης, και έγινε ο στυλοβάτης όλων των φιλελληνικών κομιτάτων της Ευρώπης (Γενεύης, Παρισιού, Βέρνης, Ζυρίχης, Λωζάννης, Βερολίνου, Μονάχου, Δρέσδης κ.ά.) που βοήθησαν με συνεχείς εράνους, δημόσιες συνεισφορές και διαφώτιση της κοινής γνώμης.
Την περίοδο 1825-1827, μετά την απόβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο και την πολιορκία του Μεσολογγίου, εργάστηκε στο Παρίσι επί τέσσερις μήνες για τη συγκρότηση της Φιλελληνικής Επιτροπής και την αποστολή σημαντικής οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα, συνεισφέροντας παράλληλα προσωπικά και συνεχώς.
Την περίοδο 1827-1831 παρείχε στο νεοσύστατο κράτος οικονομική στήριξη, κεφάλαια για τη γεωργική ανάπτυξη και την ίδρυση της γεωπονικής σχολής Τίρυνθας, αποστολή σπόρων, πατάτας, εργαλείων, φαρμάκων, ανοικοδόμηση χωριών, οργάνωση της παιδείας και του στρατού, δημιουργία της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας (με συνολική προσφορά 100.000 φράγκα), και κρατικά δάνεια που είχαν αρνηθεί οι Δυνάμεις. Σημαντικό το δάνειο των 1.500.000 φράγκων του 1829, για να πληρωθεί ο στρατός και να παταχθεί η ληστεία.
Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, και για να τιμήσει αλλά και να υπερασπιστεί τη μνήμη του, δημοσίευσε στο Παρίσι συλλογή δημόσιων και ιδιωτικών εγγράφων σχετικά με τα γεγονότα του 1831. Το 1837 του απονεμήθηκε με Βασιλικό Διάταγμα ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Σωτήρος.
Το 1841, σε συνεργασία με το πρώην οικονομικό στέλεχος της Εθνικής Χρηματιστικής Γεώργιο Σταύρο και τον Γάλλο οικονομολόγο Αρτεμόν Ρενί,
έπεισε τον Βασιλιά Όθωνα να χορηγήσει την άδεια για την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Στην προκαταρκτική συνέλευση των μετόχων ανακηρύχθηκε, μαζί με τον Νικόλαο Ζωσιμά, Επίτιμος Διοικητής της. Την ίδια χρονιά κήρυξε «νέο συναγερμό των Φιλελλήνων» για να βοηθηθεί η Κρητική Επανάσταση.
Την περίοδο 1842-1863 ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της φωτογραφίας και ως εκ τούτου ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών στο Παρίσι.
Πέθανε στη Γενεύη, στις 5 Φεβρουαρίου 1863. Άφησε στους κληρονόμους του 410 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, μερικές από τις οποίες ανήκαν ακόμη στην οικογένεια ώς τις αρχές του 20ού αιώνα.
Δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα. Όταν ρωτήθηκε από τον βασιλιά της Γαλλίας, Λουδοβίκο Φίλιππο, απάντησε: «Πιστεύω Μεγαλειότατε πως αν πήγαινα, πολύ γρήγορα θα έχανα την εμπιστοσύνη που μου έχουν».
Η Anne Eynard-Lullin γεννήθηκε το 1793 στην Ελβετία, κόρη τραπεζίτη παλαιάς οικογένειας της Γενεύης. Το 1810 παντρεύτηκε τον Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδο. Μετά από πολύ βαριά ασθένεια έχασε το μοναδικό της παιδί και, μην μπορώντας να αποκτήσει άλλο, το ζευγάρι υιοθέτησε το 1820 ένα κοριτσάκι που ονομάστηκε Σοφί. Συμμετείχε με τον άντρα της σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές συναντήσεις παίζοντας σημαντικό κοινωνικό και υποστηρικτικό ρόλο. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική αλλά κυρίως ανέπτυξε φιλανθρωπική δράση την οποία ενέτεινε μετά το θάνατο του συζύγου της. Πέθανε το 1868, κληροδοτώντας 30.000 φράγκα στο νοσοκομείο της Γενεύης.
«Ως μια βροχή, για ελευθερία»
Ιστορικό διήγημα από την Καρολίνα Μέρμηγκα
Γενεύη, Φεβρουάριος 1863.
Ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος πεθαίνει.
Είναι ένας ήρεμος θάνατος, χωρίς αγωνία – ή, πιο σωστά, χωρίς υπερβολική αγωνία: έχει όσες φροντίδες θα μπορούσε να έχει, την αγαπημένη του γυναίκα Άννα δίπλα του, και μέσα του τη βαθιά θρησκευτική του πίστη ότι τον περιμένει κάτι καλό, αγνό, τακτοποιημένο, λογικό και δίκαιο: ό,τι δηλαδή αποζητούσε πάντα το αυστηρό καλβινικό του μυαλό. Πότε είναι ξύπνιος και πότε κοιμάται, και πότε γλιστρά σ’ εκείνον τον ενδιάμεσο χώρο όπου παραμένουν και περιμένουν μισοξεχασμένα κομμάτια χρόνου. Αναστενάζει, κι η Άννα σκύβει πάνω του και του πιάνει το χέρι: «Πονάς;» «Όχι, όχι» της απαντά καθησυχαστικά, τρυφερά, με τον ίδιο τρόπο που της μιλούσε πάντα. Τα μάτια του κλείνουν, η αναπνοή του γίνεται λίγο πιο βαριά και μοιάζει τώρα να βυθίζεται σ’ έναν ήσυχο ύπνο, αλλά ύστερα από λίγο ένα χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του και μουρμουρίζει «Η Ελλάδα… Πάντα η Ελλάδα».
«Τι; Τι η Ελλάδα;»
Ανοίγει τα μάτια του, την κοιτά. «Η Ελλάδα που αγαπήσαμε τόσο πολύ».
Χαμογελά τώρα κι αυτή. «Και που όμως ποτέ δεν πήγες να δεις».
«Αν πήγαινα, θα έχανα και την ελάχιστη εμπιστοσύνη που μου είχαν».
Γελάνε σιγανά κι οι δυο, το μοιρασμένο γέλιο μιας μοιρασμένης ζωής. Ύστερα εκείνος πάλι αποκοιμιέται, με το χέρι του μέσα στο δικό της.
***
Βιέννη, Νοέμβριος 1814.
Η Γενεύη, η πόλη του, έγινε δεκτή στην Ελβετική Ομοσπονδία. Κι αυτός, μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου της, παλεύει να εξασφαλίσει την αναγνώριση αυτής της προσάρτησης, την αναγνώριση της ουδετερότητας της Ελβετίας. Ο Ιωάννης-Γαβριήλ οργανώνει, πάντα οργανώνει: εφοδιάζει το ιππικό της εθνοφυλακής ενάντια στους ορεξάτους Γάλλους και βρίσκεται σ’ αυτό το Συνέδριο για να εξασφαλίσει την πολυπόθητη ανεξαρτησία. Ανεξαρτησία: η λέξη που τώρα όλο και ξεδιπλώνει τα φτερά της για να τα απλώσει προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όμως ο καιρός είναι περίεργος, επικίνδυνος· φυσάει αέρας αντίθετος που θέλει να μαντρώσει, να φυλακίσει, να πνίξει.
«Ανεξαρτησία, ελευθερία… Καλύτερα να μη χρησιμοποιείτε αυτές τις λέξεις εδώ. Είναι σαν να ρίχνετε χειροβομβίδες πάνω στο όμορφο αυτό παρκέ». Ο άντρας με το σφιχτό χαμόγελο και το κλειστό πρόσωπο που, για κάποιο λόγο, του εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη, δείχνει με το κομψό λουστρινένιο του σκαρπίνι το υπέροχα λουστραρισμένο βιεννέζικο πάτωμα του σαλονιού όπου στριμώχνονται.
«Μα και η Ελλάδα επιθυμεί να ρίξει μια χειροβομβίδα, αν δεν κάνω λάθος Κόμη;»
«Η Ελλάδα; Ποια Ελλάδα;» Τα μεγάλα μαύρα μάτια του Ρώσου (μα όχι, δεν είναι Ρώσος, είναι Κερκυραίος) τον κοιτούν επιφυλακτικά.
«Η Ελλάδα του δυτικού μας πολιτισμού. Η Ελλάδα των χριστιανών εν μέσω του κατασκηνωμένου Ισλάμ. Η Αρκαδία της καρδιάς μας».
«Αλλά υπάρχει αυτή η Ελλάδα, έξω από την Αρκαδία της καρδιάς σας;» Η φωνή είναι ήρεμη, τα χείλη όμως στρίβουν ειρωνικά.
«Δεν υπάρχει;»
«Και βέβαια υπάρχει. Μόνο που δεν είναι εκείνη που αναζητά η σπουδαγμένη Δύση στα ρομαντικά της ταξίδια, κρατώντας τον Όμηρό της στο χέρι».
Ο Ελβετός έχει αρχίσει να καταλαβαίνει τον Κερκυραίο. Πρέπει να παρακάμψει τον σαρκασμό για να φτάσει στο μαλακό κέντρο: «Ποια είναι λοιπόν η Ελλάδα για την οποία μας ζητάτε να αγωνιστούμε Κόμη;»
«Είναι εκεί όπου επιμένει κάτι που δεν αφομοιώθηκε στη μεγάλη οθωμανική θάλασσα. Κάτι που δεν διαλύεται. Σαν το λάδι στο νερό. Δεν μελετά τον Όμηρο και δεν ψάχνει πού είναι θαμμένος ο Λεωνίδας, αλλά μαζί με τα αρβανίτικα μιλάει και τη δική τους γλώσσα, χωρίς να το ξέρει. Επιμένει, τόσους αιώνες τώρα, να λέγεται Ελλάδα και δεν αλλάζει». Το σκαρπίνι τρίζει πάνω στο παρκέ. «Κι είμαι κι εγώ Έλληνας αυτής της Ελλάδας».
«Κι η Φιλική Εταιρεία -».
«Έμποροι. Η ψυχή και το χτυποκάρδι του ελληνισμού. Δεν είναι κακό, δεν είναι ντροπή: τι είναι πατρίδα, αν όχι και εκεί όπου θέλεις να επενδύσεις τα χρήματά σου και να στήσεις τη δουλειά σου;» Το κλειστό πρόσωπο σκοτεινιάζει: «Μόνο που θα θυσιαστούν και όλοι οι άλλοι, εκείνοι που θα πεθάνουν για τους τάφους των προγόνων τους. Γιατί δεν είναι η σωστή στιγμή τώρα. Αλλά η στιγμή θα έρθει».
«Και θα είστε με τη στιγμή, Κόμη;»
«Θα είμαι πάντα με τη στιγμή. Όποια κι αν είναι. Σωστή ή λάθος, γι’ αυτήν θα χαθώ».
***
Τα κλειστά βλέφαρα τρεμοπαίζουν. «Ο Καποδίστριας…».
«Ο αγαπημένος μας Ιωάννης», αναστενάζει η Άννα.
«Ο σπάνιος, μοναδικός και πολύτιμος φίλος μας. Θυμάσαι που του κέντησες εκείνη τη γαλανόλευκη ζώνη; Που τη φορούσε συνέχεια, όταν πήγε Κυβερνήτης;» Μια σκιά περνάει από το πρόσωπό του. Η ζωή που πέρασε, η ζωή που αφήνει, είχε και πόνο. «Ο Ιωάννης και το παιδάκι μας. Γι’ αυτούς τους δύο έκλαψα πιο πολύ».
H Άννα του χαϊδεύει το χέρι. «Έχουμε όμως τη Σοφί μας. Και η Ελλάδα, πόσο τη βοήθησες. Πόσο σπουδαία χώρα έγινε».
Κουνιέται ανήσυχα. «Όχι. Κινδυνεύει. Κινδυνεύει ακόμα».
***
Γενεύη, αρχές 1822.
Όπλα και πολεμοφόδια. Αυτό πιο πολύ πρέπει να στείλει. Αλλά και γιατρούς, και τρόφιμα, και χρήματα βέβαια, που αγοράζουν όλα αυτά. Από το Λιβόρνο: οι Έλληνες που είναι εκεί θα ξέρουν πού να τα προωθήσουν.
Τον επισκέπτονται στο σπίτι του οι Φαναριώτες πρίγκιπες: ο Ιωάννης Καρατζάς, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Μιχαήλ Σούτσος. Φίλοι του πια. Τους ακούει που του εξηγούν τα σχέδια κι οράματά τους – έχουν βλέμματα σκληρά, μηχανορραφιών και σκληρής επιβίωσης αιώνων. Αλληλογραφεί και με τους προεστούς και τους μπέηδες που έχουν κι αυτοί τα δικά τους σχέδια, το βλέπει, αλλά και με τους καπεταναίους και τους οπλαρχηγούς, τους αγράμματους που βάζουν άλλους να του γράφουν και να μεταφράζουν. Τους ακούει όλους και καταλαβαίνει ότι οι διαφορές είναι βαθιές: δυο κόσμοι έρχονται να σμίξουν με μια κόλλα που την αποκαλούν Ορθοδοξία και Έθνος, αλλά είναι δύσκολο· δεν σμίγουν έτσι απλά τόσο διαφορετικοί κόσμοι. Κι έπειτα θυμάται τα λόγια του Κολοκοτρώνη: «Ως μία βροχή έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
***
«Ως μια βροχή έπεσε πάνω τους η επιθυμία της ελευθερίας…», ψιθυρίζει, με μάτια κλειστά.
«Τι; Κρυώνεις;», ρωτά ανήσυχα η Άννα και τον σκεπάζει με μια κουβέρτα.
***
Ανκόνα, 8 Μαΐου 1826.
Έχει έρθει εδώ για να επιταχύνει την αποστολή των χρημάτων και των τροφίμων –15.000 φράγκα δικά του και άλλες 60.000 από τους φιλέλληνες που ξεσήκωσε για άλλη μια φορά. Στην τσέπη του κουβαλάει εκείνο το γράμμα του Μάγερ που περιγράφει πώς τρέφονται με ποντίκια κι αρουραίους, και στ’ αυτιά του κουδουνίζει μόνιμα η φράση: «Εν ονόματι των ηρώων εδώ, του Νότη Μπότσαρη, του Ντσιαβέλλα, του Παπαδιαμαντόπουλου και άλλων, σας λέγω ότι όλοι ορκιστήκαμε να ενταφιαστούμε κάτω από τα ερείπια του Μεσολογγίου αλλά να μην ακούσουμε καμία συνθήκη». Και τώρα ξαφνικά μαθαίνει ότι τα παλικάρια, les braves des braves, έκαναν ακριβώς αυτό: θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια.
Δυο πολιορκίες έχει περάσει κι αυτός, ξέρει τι σημαίνει η πείνα, η δυσεντερία, η απόγνωση της νύχτας που πέφτει και δεν ξέρεις αν πρέπει ή δεν πρέπει να κοιμηθείς, αν θέλεις ή δεν θέλεις να ξυπνήσεις. Αλλ’ αυτοί εδώ, αυτοί οι λυσσασμένοι που δεν ακούνε καμία συνθήκη: οι γυναίκες που νάρκωσαν τα παιδιά τους για να μη φωνάξουν, ο Καψάλης που τίναξε την πυριτιδαποθήκη στον αέρα, εκείνοι που έμειναν πίσω με τους αρρώστους τους… Κλαίει, μεγάλος άνθρωπος, και μετά θυμώνει: όπως κι αν ξεκίνησε όλο αυτό, απ’ όποια φανερή ή κρυμμένη λαχτάρα του καθενός, τώρα δεν μπορεί πια να σταματήσει. Τώρα αυτό το ποτάμι της ελευθερίας δεν γίνεται να γυρίσει πίσω. Κι η Ευρώπη πρώτα πρώτα, δεν γίνεται να το εγκαταλείψει. Είναι υπόθεση των πολιτισμένων Δυτικών, και είναι και υπόθεση δική του.
Τον καλούν και τον παρακαλούν όλοι: το Βουλευτικό, η Μόνιμος Επιτροπή, η Διευθυντική Επιτροπή. Τον παρακολουθούν καχύποπτα οι Άγγλοι, οι Ρώσοι, οι Γάλλοι. Τον απασχολούν και τον στενοχωρούν τα ελληνικά δάνεια, η αποπεράτωση των πλοίων στην Αγγλία, τα χρήματα που δεν χρησιμοποιήθηκαν, ή σπαταλήθηκαν, ή εξαφανίστηκαν. Ξέρει για τα κομματικά πάθη, τον εμφύλιο που μαίνεται ανοιχτά και μυστικά. Αλλά ξέρει και για το ηθικό των πιο εξαθλιωμένων, που έχασαν και τα ελάχιστα που είχαν – κι όμως, αυτό το ηθικό θεριεύει. Είναι και υπόθεση δική του, κι έτσι θα παραμείνει ο «προστάτης άγγελος των Ελλήνων», όπως τον αποκάλεσε ο Πρόεδρος του Βουλευτικού, ο Πανούτσος Νοταράς.
Και έτσι μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου θα έχει φροντίσει να σταλούν στην Ελλάδα τρόφιμα βάρους 4 εκατομμυρίων λιβρών. Και 51.000 φράγκα για την εξαγορά των σκλαβωμένων γυναικόπαιδων. Και 150.000 φράγκα για ναυπήγηση κι εξοπλισμό ενός πολεμικού πλοίου.
Για όσους είναι θαμμένοι εκεί απέναντι, και για όλους τους άλλους. Που είναι και υπόθεση δική του.
***
Στριφογυρίζει ανήσυχα. «Ό,τι και να πει κανείς, Άννα, για τις αντιζηλίες τους, τους εμφυλίους τους, τη φιλοχρηματία τους, τόσοι και τόσοι έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν για τον Αγώνα -»
«Μα και βέβαια, θέλει ερώτημα;»
Αλλ’ αυτός έχει πάλι κλείσει τα μάτια, βρίσκεται αλλού.
***
«9/21 Απριλίου 1827, στρατόπεδο Κερατσινίου.
Ο Λόρδος Κόχραν μού έδωσε το γράμμα σας, και σας ευχαριστώ για την εκτίμηση και τα καλά σας λόγια. Με τη βοήθεια του Θεού νίκησα τους Τούρκους στη Γραβιά, στη Φοντάνα, στην Αράχωβα και στο Δίστομο, κι η Ρούμελη καθάρισε από τους εχθρούς μας κι ελευθερώθηκαν τα ιερά χώματα των πατεράδων μας. Είχα ήδη πολλές αψιμαχίες με τον Κιουταχή, κι ο Θεός μού δίνει δύναμη κι είναι μαζί μου. Σε λίγες μέρες, το ελπίζω, η Αθήνα θα ελευθερωθεί, ή δεν θα υπάρχει πια Καραϊσκάκης».
Και δεν υπάρχει πια Καραϊσκάκης. Ο βρομόστομος γιος της Καλογριάς φίλησε ένα ένα τα παλικάρια του και τους είπε “εγώ πεθαίνω, εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα”. Κρατά τώρα το γράμμα του αλλά ο Καραϊσκάκης είναι ήδη νεκρός, γιατί τα γραπτά αργούν: έρχεται η φωνή του πεθαμένου μαζί με τις λαχανιασμένες φωνές των ζωντανών, που ξέρουν όσα εκείνος δεν θα μάθει πια ποτέ.
***
«’Ησαν ληστές, ήσαν άγριοι, ναι!» Την κοιτά, έξαφνα θυμωμένος. «Οι μισοί ήθελαν να γίνουν Τούρκοι στη θέση των Τούρκων – νομίζεις δεν το ήξερα; Μπέηδες και πασάδες να εισπράττουν φόρους, να ηγεμονεύουν ανενόχλητοι. Ήθελαν ή ήξεραν, νομίζεις, τι είναι κράτος; Ξανά και ξανά, όταν μάθαινα τις προδοσίες και τους τσακωμούς τους, ήταν σαν να διάβαζα πάλι την Ιλιάδα…». Λαχανιάζει. «Αλλά ήσαν και ήρωες. Ήρωες».
***
Γενεύη, 1828.
Γράφει, γράφει, γράφει. Στις φιλελληνικές επιτροπές, στους τραπεζίτες, στους αρχηγούς κρατών, στους ηγεμόνες. Παρακαλεί για χρήματα, ικετεύει για ενίσχυση, καλεί για υποστήριξη αυτού του λαού (έθνους;), εκεί στην άκρη της Μεσογείου. Γράφει στον Μιαούλη, στον Κανάρη, στον Κολοκοτρώνη, στον Σαχτούρη: τους εγκαρδιώνει, τους ξεκαθαρίζει ότι δεν υποστηρίζει κανένα κόμμα, ούτε αγγλικό, ούτε γαλλικό, ούτε ρωσικό. Μόνο να ελευθερωθεί η Ελλάδα· και να έχουν ομόνοια μεταξύ τους γιατί μόνον έτσι θα γίνει η χώρα ανεξάρτητη· και να αναγνωρίζουν τα δάνεια της Αγγλίας, να πληρώνουν με ακρίβεια τους τόκους, γιατί μόνον έτσι θα μπορούν να πάρουν κι άλλη βοήθεια.
***
«Γιατί τα θυμάσαι όλα αυτά κι αναστατώνεσαι;»
«Γιατί δεν θέλω να τα ξεχάσω! Γιατί ήταν η πιο ωραία ιστορία που ζήσαμε, Άννα, δεν ήταν; Ο Ιγνάτιος! Θυμάσαι τον Ιγνάτιο; Που ήταν Επίσκοπος και Μητροπολίτης αλλά ήταν και πάμφτωχος, γιατί είχε να θρέψει έναν εσμό από φτωχούς συγγενείς, αδέλφια, ανίψια… Και μου έγραφε συνέχεια για να τον βοηθήσω να πουλήσει τα ωραία του περιώμια, που είχαν μεγάλη αξία – και κανόνισα να τα αγοράσει ο κόμης de Bombelles, θυμάσαι; Μου έγραφε ο Ιγνάτιος πως οι αγωνιστές δεν είχαν τίποτα, τίποτα, πως στο Μεσολόγγι υπήρχαν μόνο δυο μικρά σιδερένια κανονάκια. Πως ένας έμπορος που είχε αναλάβει να πουλήσει ένα μέρος της περιουσίας του, του Ιγνάτιου, για να βοηθήσει τον Αγώνα, χρεοκόπησε και η περιουσία χάθηκε, και πως ένα άλλο πακέτο με πολύτιμα αντικείμενα που είχε στείλει να πουληθούν για τον ίδιο σκοπό στην Αγία Πετρούπολη, στην αυτοκρατορική Αυλή, είχε την ίδια τύχη...». Λαχανιάζει πάλι, σταματάει, και η Άννα του χαϊδεύει το μέτωπο.
«Φτάνει, ησύχασε».
«“Είχα καθήκον στην πατρίδα”, μου έγραφε ο Ιγνάτιος, τότε που δεν υπήρχε καν γη για την πατρίδα του. Και μετά, όταν στενοχωριόμουν και θύμωνα με τις διαμάχες τους, μου έγραφε – τι μου έγραφε; Ξεχνάω...».
***
«Εξετάσατε τα πάντα με αμεροληψία. Σκεφθείτε τις φρικτές συνθήκες μέσα στις οποίες βρέθηκαν οι δυστυχισμένοι Έλληνες εδώ και τρεις αιώνες. Μην τους κρίνετε λοιπόν με την αυστηρότητα και την επιπολαιότητα πολλών άλλων ταξιδιωτών οι οποίοι είχαν αποθαρρυνθεί βλέποντας την αταξία και τη διχόνοια που επικρατούσαν, αναπόφευκτες συμφορές πού προήλθαν από τη σκλαβιά μέσα στην οποία ή Ελλάδα τόσα χρόνια βρέθηκε βυθισμένη».
***
«Θα ησυχάσεις;», του χαϊδεύει το χέρι.
«Και μετά, μετά...». Χαμογελάει. «Η επανάστασή τους ηττήθηκε, Άννα, αλλά η Ελλάδα κέρδισε. Ίσως να έχουν τους θεούς, τους αρχαίους τους θεούς με το μέρος τους! Και μετά, μετά...».
«Ησύχασε τώρα».
«Και μετά οι προσπάθειές μας με τον Ιωάννη: και τι δεν θα ’χαμε κάνει αν τον είχαν αφήσει να δουλέψει, να ζήσει – και τι δεν θα ’χαμε καταφέρει... Ώσπου να μπορέσει να ξεκουραστεί, όπως λαχταρούσε, και να έρθει εδώ στο περίπτερο που του ’χαμε ετοιμάσει να περάσει ήσυχα τα τελευταία του χρόνια - »
«Έτσι έλεγε, αλλ’ αυτό που ήθελε στ’ αλήθεια ήταν να πάει στο σπίτι του στην Κέρκυρα. Το ήξερες».
«…Και μετά το δάνειο του ’29, τα χρήματα που δώσαμε για να πληρωθεί ο στρατός και να παταχθεί η ληστεία. Και μετά οι προσπάθειες να στήσουμε τη Χρηματιστηριακή: τους έλεγα και τους ξανάλεγα, το μέλλον της χώρας θα κριθεί από τη στάση των πλούσιων Ελλήνων. Αλλ’ αυτοί που ανταποκρίθηκαν ήταν λίγοι και οι ανάγκες του κράτους μεγάλες, και οι μεγαλέμποροι τόσο καχύποπτοι γιατί πίστευαν ότι δούλευα για τους Ρώσους, ή τους Άγγλους, ή τους Γάλλους. Τους έλεγα και τους ξανάλεγα ότι μόνο για την Ελλάδα προσπαθούσα - »
Τον πιάνει βήχας κι η Άννα σκύβει πάνω του αυστηρά. «Φτάνει τώρα».
«…Ξανά και ξανά προσπαθούσαμε, όλοι εμείς, ξανά και ξανά για την Ελλάδα…».
***
30 Μαρτίου 1841.
Δημοσιεύεται ο νόμος «Περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης»: η Εθνική
Τράπεζα είναι ανώνυμη ιδιωτική εταιρεία με έδρα την Αθήνα και κεφάλαιο 5.000.000 δραχμών, μοιρασμένο σε 5.000 μετοχές των 1.000 δραχμών. Από τους ιδρυτικούς μετόχους είναι το ελληνικό κράτος με 1.000 μετοχές, ο Νικόλας Ζωσιμάς με 500 μετοχές, ο Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος με 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Αδόλφος Γραφ με 146 και ο Θεόδωρος Ράλλης με 100. Η τράπεζα Rothshild Frères Paris αγοράζει 50 μετοχές, ενώ άλλες 50 αγοράζει ο Εϋνάρδος στο όνομά της για να τονώσει το κύρος της νέας τράπεζας. Διευθυντής της Τράπεζας, με εισήγηση του Εϋνάρδου, ο Γεώργιος Σταύρος.
«Διότι έπρεπε το ελληνικό Δημόσιο να γίνει κύριος μέτοχος της Τράπεζας, Άννα, έπρεπε. Γιατί έτσι μόνο δεν θα υποτασσόταν η ελληνική οικονομία στους ξένους – δεν θα υποτασσόταν κι άλλο… Και θα μπορούσε η Κυβέρνηση να ελέγχει άμεσα…». Βήχει πιο πολύ, ανασηκώνεται, η Άννα διαμαρτύρεται, προσπαθεί να τον ξαπλώσει, κάνει νόημα στη νοσοκόμα που κάθεται δίπλα να τη βοηθήσει. Ο άρρωστος μιλάει σε αόρατο ακροατήριο: «…Και να έχει κατ’ αποκλειστικότητα το δικαίωμα έκδοσης χαρτονομισμάτων μέσα στην Ελλάδα, και έτσι να είναι ο ρυθμιστής της ιδιωτικής οικονομίας. Γιατί η χώρα δεν έπρεπε να είναι προτεκτοράτο, και γι’ αυτό παλέψαμε με τον Σταύρο, τον φίλο μου, τον τόσο έντιμο…».
«Πιες αυτό τώρα, σε παρακαλώ».
Ξαπλώνει αποκαμωμένος, με ένα παιδικό παράπονο στη φωνή. «Αλλά κι αυτόν, δεν τον γνώρισα ποτέ. Μόνο με τα γράμματα. Τόσο πολύτιμα κομμάτια της ζωής μου, Άννα, μόνο με γράμματα;»
«Πιες αυτό».
«Τόσα πολλά γράμματα...».
***
«Γενεύη, 17 Ιανουαρίου 1842.
Προς Γ. Σταύρο:
Μη λησμονείτε τις λέξεις φρόνηση, οικονομία και τάξη για τις εργασίες της Τράπεζας. Αυτό θα είναι το μέσο να πετύχουμε κι άλλες εγγραφές. Μια δημόσια τράπεζα δεν πρέπει να έχει καμία καθυστέρηση. Κάθε απόγευμα τα βοηθητικά βιβλία πρέπει να είναι ενήμερα, είτε για τις προεξοφλήσεις είτε για τις υποθήκες».
***
«Αθήνα, 13 Ιουλίου 1847, Ανάκτορα.
Αγαπητέ μου πατέρα,
Η Αγγλία επιμένει στις χρηματικές της απαιτήσεις, στην πληρωμή δηλαδή της εξαμηνιαίας δόσης του εθνικού δανείου των 60 εκατομμυρίων φράγκων, του ’32. Το κράτος δεν τα έχει, και η δόση θα πληρωθεί με χρήματα του πατριώτη Εϋνάρδου: 500.000 φράγκα. Ο Όθων κι εγώ συχνά λέμε ότι ο Θεός είναι με το μέρος της Ελλάδας, αλλά ευτυχώς, όχι μόνον αυτός.
Σε φιλώ, η κόρη σου Αμαλία».
***
«Γενεύη, 1848.
Προς Γ. Σταύρο, Ευθ. Κεχαγιά:
Σήμερα απειλείται κι αυτή η ίδια η υπόσταση της Τράπεζας. Διασφαλίστε το μεταλλικό αποταμίευμα της Ε.Τ.Ε. από τους κερδοσκόπους· πρέπει να αντέξει το τραπεζογραμμάτιό της στις πιέσεις του τοκογλυφικού κεφαλαίου, και να εδραιωθεί ο χαρακτήρας του ιδρύματος. Η Τράπεζα είναι το τιμόνι του μέλλοντος της χώρας. Απαιτείται ακρίβεια, τάξη, οικονομία, νηφαλιότητα, μετριοπάθεια, κομματική ουδετερότητα, προβλεπτικότητα, συνεχής προσπάθεια βελτίωσης».
***
Ανοίγει τα μάτια του με απορία. «Ποτέ δεν πήγαμε στην Ελλάδα».
«Όχι. Ποτέ δεν πήγαμε».
«Και όλο λέγαμε, θυμάσαι, να πουλήσουμε τις μετοχές. Γιατί η Τράπεζα δεν με χρειάζεται πια». Γυρνάει, την κοιτάζει ανήσυχος: «Με χρειάζεται;»
«Όχι, το ξέρεις, δεν σε χρειάζεται πια. Είναι μια ισχυρή, ανεξάρτητη Τράπεζα, έτσι τη φτιάξατε».
«Να πουλήσουμε τις μετοχές και να πάρουμε γη, κάπου στην πανέμορφη Αττική… Ή να κτίζαμε ένα σπίτι στην Αθήνα που γίνεται, όλοι μας το έλεγαν, τόσο όμορφη. Αλλά δεν μπορούσα Άννα, δεν μπορούσα. Η Τράπεζα και οι άνθρωποί της - »
«Το ξέρω», τον ησυχάζει, «το ξέρω».
«…Είναι τα παιδιά μου. Είναι ό,τι πιο σπουδαίο έκανα».
«Το ξέρω. Το ξέρω».
***
Γενεύη, Άνοιξη 1862.
Οι παγιδευμένοι στο λάθος μέρος της Ιστορίας. Με την καρδιά τους στο σωστό μέρος αλλά χωρίς να ξέρουν, χωρίς να μπορούν να ενώσουν τα δυο μέρη. Αυτός ο Βαυαρός πρίγκιπας, για παράδειγμα, μεγαλωμένος κάτω από την ασήκωτη σκιά ενός πατέρα που δεν του έδωσε τίποτα εκτός από τιμωρία, ταπείνωση και ενοχές. Που αγάπησε πολύ μια χώρα και μια γυναίκα, αλλά δεν μπόρεσε να σπείρει τίποτε από την αγάπη του σ’ αυτές. Που φοράει φουστανέλα κι έχει βλέμμα έντιμο, καλοσυνάτο και λίγο απολογητικό· και θλιμμένο. Αυτός ο βασιλιάς που σε λίγο δεν θα έχει βασίλειο, και ήρθε τώρα εδώ για να του παραδώσει αυτοπροσώπως και ιδιοχείρως το ανώτατο ελληνικό παράσημο, τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, που του είχε απονεμηθεί το ’37. Το παράσημο που εκφράζει την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του ελληνικού λαού στον μεγάλο φίλο και ευεργέτη.
Ο άντρας που κάθεται στο σαλόνι του και του μιλά διστακτικά (γιατί είναι διστακτικός, πάντα διστακτικός) για την αφοσίωσή του σ’ αυτήν την πατρίδα της οποίας είναι βασιλιάς και σ’ αυτόν τον λαό, του οποίου δεν είναι. «Είναι τόσο ωραία χώρα, κ. Εϋνάρδε. Με τη γυναίκα μου την ταξιδέψαμε πέρα ώς πέρα. Οι ομορφιές της είναι μυστικές και απρόσμενες. Όπως και του περήφανου, απλού λαού της».
«Και ο λιγότερο απλός λαός, Μεγαλειότατε;»
«Πώς είπατε;»
Ξεχνάει ότι ο Όθωνας δεν ακούει καλά – από κάποια παιδική αρρώστια λένε, ή από το πολύ ξύλο που έφαγε όταν ήταν παιδί από τον αυστηρό δάσκαλό του, καθολικό ιερέα Oettl. Ή ίσως και να μην είναι τόσο βαρήκοος, αλλά να το προφασίζεται για να κερδίζει χρόνο, ώστε να μπορεί να διαλέγει τα λόγια του αργά και προσεκτικά, πολύ προσεκτικά. «Ρωτώ, Μεγαλειότατε, αν οι πολιτικοί, οι προύχοντες, οι εύποροι αυτόχθονες κι ετερόχθονες, ο λιγότερο απλός λαός, έχουν κι αυτοί ομορφιές μυστικές κι απρόσμενες;»
Διστακτικά ο Όθωνας χαμογελά – κι έχει θλίψη το χαμόγελό του. «Αγωνίστηκαν όλοι με τον τρόπο τους, και πολλοί έδωσαν τα πάντα. Αλλά τώρα έχουν επιδιώξεις που δεν είναι κοινές. Δεν θα μπορούσαν να είναι. Γνωρίσατε ασφαλώς τον Κωλέττη;»
«Ναι, βέβαια» απαντά ο Ελβετός επιφυλακτικά. «Στο Παρίσι».
«Ο Κωλέττης υπήρξε ύψιστος πολιτικός, ό,τι άλλο κι αν του προσάψει η Ιστορία. Έλεγε λοιπόν: “Το ελληνικό έθνος δεν είναι αυτό που μαζεύεται στην αίθουσα του Μαυροκορδάτου: ούτε βελάδες φοράει, ούτε γαλλικά ή αγγλικά μιλάει. Είναι αυτό που μαζεύεται στη δική μου αίθουσα, είναι αυτό που φοράει φουστανέλες, μιλάει και αλβανικά και κουτσοβλάχικα και διατηρεί τα ήθη της τυραννίας που δεν μπορούν να εξαλειφθούν μια κι έξω· διότι, όσο κι αν φωνάζουν οι λογιότατοι, τα έθνη δεν αυτοσχεδιάζονται”».
«Είμαστε λοιπόν, εμείς οι ξένοι, απλώς ρομαντικοί;»
«Μόλις ο πατέρας μου, ο Βασιλιάς Λουδοβίκος, έμαθε για τη νίκη του Καραϊσκάκη στην Αράχωβα το ’26, αναφώνησε “Ανεστήθη η Ελλάς μου!” Κάτι τέτοια δεν τα ξεχνά ένα 11χρονο αγόρι... Ήταν τότε η Ελλάδα το όνειρο. Μετά, το όνειρο έγινε πραγματικότητα: όταν πρωτοπήγα στην Ελλάδα, κύριε Εϋνάρδε, πριν εικοσιεννέα χρόνια, με συνόδευαν Βαυαροί εθελοντές. Επίκουρους τους έλεγαν. Θυμάμαι τον υπολοχαγό Νέζερ να μου περιγράφει τον κλονισμό που έπαθαν, οι περισσότεροι απ’ αυτούς γαλουχημένοι με το πνεύμα της ελληνικής αρχαιότητας, μόλις έφτασαν στο Ναύπλιο και μετά στην Αθήνα: “Αηδία και στενοχώρια”, μου είπε, στο θέαμα της φτώχειας, της ερήμωσης, της ασχήμιας. Ίσως ξεχνάμε το κυριότερο: μια τέτοια επανάσταση δεν τελειώνει με τη λήξη των μαχών – τότε αρχίζει πραγματικά. Κάθε τι που γίνεται και πρέπει να γίνει γι’ αυτήν την επιλεγμένη πατρίδα μας είναι μια ακόμα επανάσταση. Κάθε τι. Αργά και επίπονα».
***
«Θυμάσαι, Άννα; Λίγο πριν τον διώξει η χώρα που αγάπησε. Αλλά δεν μπορούσε, δεν ήξερε. Και ήδη λυπημένος».
«Ο Όθων; Πάντα λυπημένος. Ο λυπημένος βασιλιάς».
«Πόσοι οι λυπημένοι, πόσοι οι αδικημένοι. Πόσοι οι χαμένοι. Για κάθε τι που θα γίνεται εκεί, θα χρειάζεται και μια επανάσταση». Τα βλέφαρά του βαραίνουν. «Αλλά ήταν η πιο ωραία ιστορία που ζήσαμε, δεν ήταν;»
«Ναι», του λέει καθησυχαστικά. «Ναι. Σώπα τώρα, κοιμήσου».
Τα μάτια του κλείνουν, ανασαίνει ήρεμα και βαθιά, το πρόσωπό του χαλαρώνει και κάτι σαν χαμόγελο το διαπερνά. Ο Ιωάννης-Γαβριήλ ξαναζεί την ωραιότερή του περιπέτεια.