Σύνδεση συνδρομητών

O επίκαιρος Γλαύκος Κληρίδης

Τετάρτη, 01 Ιανουαρίου 2014 02:00

Ο Γλαύκος Κληρίδης χαρακτηρίστηκε ως ο «τελευταίος statesman» της κυπριακής πολιτικής σκηνής. Και όχι άδικα. Η πολυκύμαντη πολιτική διαδρομή του, με τις επιτυχίες και τις παραλείψεις της, με τα σωστά και τα λάθη της, έχει πολλά να διδάξει για τον τρόπο άσκησης της πολιτικής. Ο Κληρίδης ως πολιτικός παρέμεινε ανθρώπινος και, κυρίως, αδιάφθορος. Όσοι τον έζησαν και συνεργάστηκαν μαζί του, υποστηρικτές και αντίπαλοι, αναγνωρίζουν σ’ αυτόν έναν βαθιά δημοκράτη και ηθικό άνθρωπο. Αναγνωρίζουν, ταυτόχρονα, και έναν ικανό και αποτελεσματικό πολιτικό. Φαινόμενο σπάνιο στις μέρες μας. 

Ο πρόσφατος θάνατος του Γλαύκου Κληρίδη έφερε επιτακτικά στο προσκήνιο τα μεγάλα διλήμματα που αφορούν στη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής και ειδικά στο Κυπριακό κατά τη σημερινή δύσκολη συγκυρία. Την προσέγγιση Κληρίδη χαρακτήριζαν η ψυχραιμία, η μετριοπάθεια, αλλά κυρίως ο ρεαλισμός. Ήταν διορατικός και δεν πετούσε στα σύννεφα. Είχε, με άλλα λόγια, ισχυρή αντίληψη του τι είναι εφικτό και τι όχι. Γι’ αυτό πολλές φορές διαφοροποιήθηκε από την «πολιτική του ανέφικτου» που ακολουθούσε, σε διάφορες φάσεις της κυπριακής ιστορίας, η εκάστοτε κυβέρνηση της Λευκωσίας (και της Αθήνας).

Για τη στάση του αυτή πλήρωσε κόστος. Πολεμήθηκε λυσσαλέα, άδικα και πολλές φορές ανέντιμα. Αλλά στάθηκε ψηλά, αντιμετώπισε την πολεμική με αξιοπρέπεια και βγήκε από τη λάσπη ισχυρότερος. Στην τελευταία φάση της πολιτικής του διαδρομής υπηρέτησε την Κυπριακή Δημοκρατία ως πρόεδρος για δέκα χρόνια (1993-2003) και αποχώρησε παραμένοντας συνεπής στον ορθολογισμό και στο ρεαλισμό της πολιτικής του. Σήμερα, μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια ότι η «κληριδική πολιτική» δικαιώθηκε. 

Ποια είναι όμως η πολιτική του κληρονομιά και πόσο σημαντική είναι στην παρούσα συγκυρία;

Τα βασικά συστατικά στοιχεία της πολιτικής φιλοσοφίας Κληρίδη ήταν τα εξής:

Πρώτον: «διεκδικητικός ρεαλισμός».Ο Κληρίδης ήξερε να διεκδικεί αλλά ήταν ταυτόχρονα και πραγματιστής. Είχε συναίσθηση του μεγέθους και των δυνατοτήτων της Κύπρου και γνώριζε να ελίσσεται και να συμβιβάζεται εκεί όπου έπρεπε. Για τον Κληρίδη, ο συμβιβασμός δεν ήταν ούτε οπισθοχώρηση ούτε έγκλημα. Ήταν η μέθοδος για να πετύχει το μέγιστο δυνατό και, παράλληλα, να κατοχυρώσει κεκτημένα που θα δημιουργούσαν συνθήκες προστασίας των δικαιωμάτων της ελληνοκυπριακής πλευράς. Με αυτή τη λογική υποστήριξε τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου το 1959, την ομοσπονδία το 1974 και το Σχέδιο Άνναν το 2004. Και στις τρεις περιπτώσεις ο Κληρίδης είδε νωρίς αυτό που άλλοι δεν μπόρεσαν να δουν.  Ότι, δηλαδή, οι συνθήκες επέβαλλαν ένα συμβιβασμό ο οποίος θα θωράκιζε τα ελληνοκυπριακά συμφέροντα και θα απέτρεπε, από τη μια, τη συρρίκνωση του ελληνισμού στην Κύπρο και, από την άλλη, τη νομιμοποίηση της τουρκικής πολιτικής των δύο κρατών. Όπως εξηγεί, η απόφασή του να υποστηρίξει το «ναι» στο Σχέδιο Άνναν το 2004, προήλθε, μεταξύ άλλων, μετά τη συνεκτίμηση των ευνοϊκών προοπτικών «που θα δημιουργούσε η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για άμβλυνση των αρνητικών στοιχείων του σχεδίου» και των κινδύνων «από την παράταση της εκκρεμότητας του Κυπριακού, μερικοί από τους οποίους, δυστυχώς, βλέπουμε ότι γίνονται πραγματικότητα…».[1]

Δεύτερον: αποτελεσματική αξιοποίηση του χρόνου και της συγκυρίας έτσι ώστε να επιτυγχάνεται, στο μεγαλύτερο βαθμό, το εφικτό. Κάθε ορθολογική προσέγγιση στα πράγματα, ειδικά στις διεθνείς σχέσεις, αναγνωρίζει τη σημασία του παράγοντα χρόνος. Το timing, όπως λέμε, αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας επιτυχημένης εξωτερικής πολιτικής.  Εάν αφεθεί να χαθεί: (α) είναι αβέβαιο πότε θα παρουσιαστεί ξανά η ευκαιρία και (β) το πιθανότερο είναι ότι, την επόμενη φορά, οι συνθήκες της διαπραγμάτευσης θα είναι χειρότερες. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, που στις κυπριακές διακοινοτικές συνομιλίες του 1968-1973, ο Κληρίδης πίστευε, ορθά, ότι ο χρόνος ήταν ο καταλληλότερος για συμφωνία, διότι η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε καταφέρει να διασφαλίσει τις θέσεις της.  Δεν εισακούστηκε.  Όπως αναφέρει στην Κατάθεσή του, «[γ]ια άλλη μια φορά, το χαρακτηριστικό της ελληνοκυπριακής ηγεσίας να εμμένει σε θέσεις, οι οποίες, έξω από κάθε λογική και σωστή εκτίμηση, ήταν προφανώς πέρα από τις δυνατότητές μας να τις πετύχουμε, διαδραμάτισε τον επιζήμιο ρόλο της κι έτσι χάθηκε η ευκαιρία να επιτύχουμε μια συμφωνία με την τουρκοκυπριακή πλευρά στη βάση μιας σημαντικής βελτίωσης της Συμφωνίας της Ζυρίχης».[2]  Ήξερε ο Κληρίδης ότι εάν οι συνθήκες άλλαζαν η ευκαιρία θα χανόταν.  Και έτσι έγινε. Το 1974 έγινε το πραξικόπημα και η εισβολή και η κατάσταση επί του εδάφους ανατράπηκε πλήρως εις βάρος των ελληνοκυπριακών συμφερόντων. 

Και πριν και μετά την τραγωδία του 1974, ο Κληρίδης θεωρούσε ότι η στασιμότητα και η πάροδος του χρόνου χωρίς διευθέτηση του Κυπριακού ισχυροποιεί τον κίνδυνο μιας διχοτομικής λύσης. Μετά την τουρκική εισβολή, ήταν από τους πρώτους που αναγνώρισε ότι η λύση μπορούσε να βρεθεί μόνο μέσα από έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό το συντομότερο δυνατό και μέσα στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας.  Διέβλεπε ότι η καθυστέρηση της λύσης εμπέδωνε καθημερινά τα τετελεσμένα της τουρκικής κατοχής και το διχοτομικό στάτους κβο.  Αντιλαμβανόταν ότι είναι ουτοπία να αναμένει κανείς πως κάποια στιγμή, στο άγνωστο μέλλον, τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα για να διεκδικήσεις το απόλυτο.  Όπως υπογραμμίζει, «οι περιοριστικές συνθήκες [στο Κυπριακό] καθιστούν ουτοπία τις προσδοκίες εκείνων που ελπίζουν ότι σε βάθος χρόνου, σε αόριστο χρόνο, θα μπορέσουμε να πετύχουμε λύση ασυγκρίτως καλύτερη από τις μέχρι σήμερα προσφερθείσες. Δυστυχώς, τέτοιες προσδοκίες είναι αποτέλεσμα λανθασμένων εκτιμήσεων, που δεν θεμελιώνονται σε ρεαλιστική αξιολόγηση των πραγματικών ιστορικών γεγονότων και των πολιτικών δεδομένων».[3]  Για τον Κληρίδη το «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι» δεν ήταν μόνο αφελής ουτοπία.  Είναι και η παθογένεια που δεν αφήνει την ελληνοκυπριακή πλευρά να τολμήσει να προχωρήσει προς τη λύση.  

Τρίτον: αποτελεσματική αξιοποίηση του «διεθνούς παράγοντα» (ειδικά του ευρωατλαντικού) και της ευρωπαϊκής προοπτικής.  Ο Κληρίδης κάθε άλλο παρά «ξενόφοβος» ήταν σχετικά με την εμπλοκή της διεθνούς κοινότητας στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού.  Αντιλαμβανόταν πλήρως ότι η δημιουργία σύγκλισης συμφερόντων με τους διεθνείς παίκτες και ειδικά με τους ευρω-ατλαντικούς εταίρους ήταν εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχία των ελληνοκυπριακών στόχων και τη διασφάλιση των συμφερόντων τους. 

Παράλληλα, ο Κληρίδης είχε σαφή ευρωατλαντικό προσανατολισμό.  Δεν υπήρξε ποτέ ενθουσιώδης θιασώτης της «αδέσμευτης» πολιτικής ή της «πολυδιάστατης» πολιτικής και του φλερτ με τη Σοβιετική Ένωση και αργότερα με τη Ρωσία.  Κατάλαβε έγκαιρα ότι τα συμφέροντα της Κύπρου εξυπηρετούνται καλύτερα συμμετέχοντας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ήταν από τους πρώτους κύπριους πολιτικούς που αντιλήφθηκε τη σημασία της στρατηγικής της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως αναφέρει στη μαρτυρία του ο Θόδωρος Πάγκαλος, όταν για πρώτη φορά, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, έγινε συζήτηση για να τοποθετηθεί το Κυπριακό στο πλαίσιο της τότε ΕΟΚ και να ξεκινήσει η ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου, διατυπώθηκαν έντονες αντιδράσεις και επιφυλάξεις από σχεδόν όλες τις πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο. «Μόνο ο Κληρίδης έδειξε κατανόηση και το Επιχειρηματικό Επιμελητήριο ενδιαφέρον για τις νέες οικονομικές προοπτικές».[4] 

Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας εργάστηκε με ανοιχτό μυαλό και εποικοδομητικά έτσι ώστε να ξεπεραστούν τα εμπόδια στην πορεία ένταξης της Κύπρου. Στόχος ήταν από την αρχή η ένταξη να είναι «καθαρή» χωρίς όρους και προϋποθέσεις.  Για την επιτυχία του σκοπού έπρεπε να πεισθούν οι ευρωπαίοι εταίροι ως προς την ειλικρίνεια των προθέσεων της Λευκωσίας για λύση του Κυπριακού. Γι’ αυτό ο Κληρίδης, παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις, απηύθυνε πρόσκληση στους Τουρκοκυπρίους για συμμετοχή στη διαπραγματευτική ομάδα. Η πρότασή του απερρίφθη από τον Ραούφ Ντενκτάς και η πόρτα έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων άνοιξε διάπλατα. 

Κορυφαίο γεγονός στην πορεία προς την ένταξη ήταν η Σύνοδος Κορυφής της Κοπεγχάγης το 2002. Με αριστοτεχνικούς χειρισμούς, Γλαύκος Κληρίδης και Κώστας Σημίτης, πέτυχαν την «καθαρή» ένταξη χωρίς η προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού να είναι προϋπόθεση. Αυτή η επιτυχία ήταν αποτέλεσμα της αξιοπιστίας του Κληρίδη ως συνομιλητή. Η πολύχρονη εμπειρία του ως διαπραγματευτή τού είχε μάθει ένα σημαντικό πράγμα: ότι η αποτελεσματική διαπραγμάτευση εξαρτάται από το βαθμό αξιοπιστίας σου ως συνομιλητή.  Τόσο για τον «αντίπαλο» όσο και για τους «τρίτους». Ο Κληρίδης πέτυχε μέσα από την ορθολογική και ρηξικέλευθη προσέγγισή του στο Κυπριακό να οικοδομήσει ισχυρή αξιοπιστία η οποία εξαργυρώθηκε την κρίσιμη στιγμή.

Τέταρτον: στενή συνεργασία Λευκωσίας-Αθήνας.  Για τον Κληρίδη ο συντονισμός και η συνεργασία με την Αθήνα ήταν πάντα προτεραιότητα. Στο παρελθόν, ειδικά πριν το 1974, υπήρξε ο ίδιος μάρτυρας των καταστροφικών συνεπειών από την καχυποψία και το έλλειμμα συνεργασίας Λευκωσίας-Αθήνας. Ως πρόεδρος της Δημοκρατίας εργάστηκε μεθοδικά έτσι ώστε οι σχέσεις Κύπρου και Ελλάδας, παρ’ ότι δύο ανεξάρτητα κράτη, να είναι απολύτως ειλικρινής, εποικοδομητική και, κυρίως, αποτελεσματική. Υπό το φως της αίτησης της Κύπρου για ένταξη στην ΕΕ, η συνεργασία αυτή ήταν καθοριστική για την επιτυχία της.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που η περίοδος διακυβέρνησης του Γλαύκου Κληρίδη στην Κύπρο και του Κώστα Σημίτη στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως η «χρυσή εποχή» των σχέσεων Λευκωσίας-Αθήνας. «Με τον πρωθυπουργό Σημίτη», γράφει ο Κληρίδης, «είχα ειλικρινή, στενή και φιλική συνεργασία, αλλά και συναντίληψη στην επιδίωξη στόχων, στην κατανομή των ρόλων Λευκωσίας και Αθήνας και στους χειρισμούς».[5]  Αυτή η συναντίληψη, η αμοιβαία εμπιστοσύνη και ο συντονισμός ήταν οι καταλυτικοί παράγοντες που οδήγησαν στη μεγάλη επιτυχία της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και στην ακύρωση της πολιτικής των δύο κρατών που προωθούσε η Άγκυρα.[6] 

Δέκα χρόνια μετά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η Κύπρος αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις αλλά και τον κίνδυνο μονιμοποίησης του διχοτομικού στάτους κβο. Με άλλα λόγια, οι κίνδυνοι για τους οποίους προειδοποίησε ο Κληρίδης το 1974 και το 2004 παραμένουν.  Επομένως, ο ρεαλισμός, ο ορθολογισμός και το ανοιχτό μυαλό του Κληρίδη είναι σήμερα εξαιρετικά επίκαιρα. Ειδικότερα, εν όψει της πιθανής επανέναρξης των συνομιλιών για λύση του Κυπριακού. Η κατάληξη του βιβλίου του Ντοκουμέντα μιας Εποχής είναι σαφής και προειδοποιητική:

Η παράταση της εκκρεμότητας του Κυπριακού σε βάθος χρόνου σε ένα και μόνο αποτέλεσμα οδηγεί: σε αναγνώριση νομικής οντότητος του defactoκαθεστώτος, έστω και χωρίς κυριαρχία, για άρση της απομόνωσής του. Σε μια τέτοια περίπτωση η άκαρπη πάροδος του χρόνου θα οδηγούσε στη λύση που επεδίωκαν, αλλά δεν κατόρθωσαν να πετύχουν […] ο Ντενκτάς και η Τουρκία, δηλαδή στη διχοτόμηση της Κύπρου σε δύο κυρίαρχα κράτη…[7] 

Αυτά έγραφε ο Κληρίδης το 2007.  Αυτά πίστευε μέχρι και το θάνατό του.  Αυτή η προειδοποίηση είναι επίκαιρη και σήμερα.


[1] Γλαύκος Κληρίδης, Ντοκουμέντα Μιας Εποχής (Λευκωσία: Πολιτεία, 2007), σελ.377.

[2] Γλαύκος Κληρίδης, Η Κατάθεσή μου (Λευκωσία: Αλήθεια, 1989), σελ. 379.

[3] Γλαύκος Κληρίδης, Ντοκουμέντα Μιας Εποχής, 1993-2003 (Λευκωσία: Πολιτεία), σελ. 7

[4] Θεόδωρος Πάγκαλος, Με τον Ανδρέα στην Ευρώπη (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2010), σελ. 146.

[5] Γλαύκος Κληρίδης, Ντοκουμέντα μιας Εποχής, σελ. 43.

[6] Ο Κώστας Σημίτης, μιλώντας στις 17 Οκτωβρίου 2007, στην παρουσίαση του βιβλίου του Κληρίδη Ντοκουμέντα μιας Εποχής, είπε χαρακτηριστικά: «Μαζί με τον Γλαύκο Κληρίδη δουλέψαμε σκληρά για να αποτρέψουμε τη νομιμοποίηση του διαχωρισμού και να εξουδετερώσουμε την πολιτική των δύο κρατών που προωθούσε η Άγκυρα. Πετύχαμε να καταστήσουμε ολόκληρη την Κύπρο ευρωπαϊκή. Θα ήταν τραγικό και άδικο για όλους τους Κυπρίους να οδηγηθούμε αντί σε μια ενωμένη ευρωπαϊκή Κύπρο στη μονιμοποίηση της ταϊβανοποίησης των Κατεχομένων και στη διχοτόμηση της Κύπρου».

[7] Γλαύκος Κληρίδης, Ντοκουμέντα μιας Εποχής, σελ. 383.

Φίλιππος Σαββίδης

Πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος. Διδάσκει θεωρία διεθνών σχέσεων και ζητήματα διεθνούς ασφάλειας και συνεργασίας καθώς και επίλυσης συγκρούσεων στο College Year in Athens (CYA).

Τελευταία άρθρα από τον/την Φίλιππος Σαββίδης

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.