Τον πρωτοείδα σε μια από τις συγκεντρώσεις μας –μάζωξη σύμφωνα με την αργκό εκείνων των καιρών– στον τρίτο όροφο του παμπάλαιου νεοκλασικού με ρουστίκ πρόσοψη στην καρδιά της Τσιμισκή. Ο Μάκης κι εγώ, δευτεροετείς Ιατρικής στο ΑΠΘ με έντονες εξωιπποκρατικές ανησυχίες και διαρκή ανάγκη θεραπείας για να αντέξουμε άλλον ένα θεοσκότεινο βαρδαροδαρμένο χειμώνα μακριά από την Αθήνα, είχαμε φτιάξει Oμάδα Mελέτης του Κεφάλαιου. Έτσι το τονίζαμε.
Mία φορά το μήνα, Τετάρτη 7 το απόγευμα, συναντιόμασταν οι πέντ’-έξι και ξυπνούσαμε την αρθρίτιδα της γέρικης οικοδομής. Οι σκάλες έτριζαν στο ανέβασμα και βογκούσαν στο κατέβασμα. Τα παράθυρα ήταν κλειστά και μέσα μύριζε ακινησία ανακατεμένη με κάτι σαν καμένο κερί. Τα τριξίματα δεν έρχονταν μόνο από το κτίριο αλλά και από τις πολυκαιρισμένες ιδέες μας που, παρά τις φιλότιμες και ειλικρινείς προσπάθειες να τις εμβαθύνουμε, να τις αναπτύξουμε, να τις ξεσκονίσουμε ή έστω να τις φτιασιδώσουμε με λίγο λίφτινγκ, παρέμεναν πεισματικά και ξεροκέφαλα –οι κακόπιστοι έλεγαν δογματικά– εξαπτερυγικές.
Όπως το βλέπαμε τότε, η συστηματική, οργανωμένη, συλλογική και σε βάθος μελέτη του Κεφάλαιου δεν ήταν απλώς υποχρέωση και αυτοσκοπός. Πιστεύαμε –αυτό ήταν ρήμα-κλειδί– ότι διαβάζοντας Το Κεφάλαιο απαντούσαμε σε μια αναγκαιότητα. Ήμασταν σίγουροι ότι η προσπάθεια θα κατέληγε σε κάτι σημαντικό και αναπόφευκτο. Δεν ξέραμε τι ακριβώς αλλά αυτό δεν μας ενδιέφερε. Θεωρούσαμε αυτονόητο ότι η ανάγνωση του Μαρξ λειτουργούσε πολλαπλασιαστικά, αυτό ήταν αγαπημένο μοτίβο του Μάκη, και οδηγούσε σε βαθύτερη κατανόηση, αυτό ήταν το δικό μου γλειφιτζούρι. Πάντα υπήρχε κάτι βαθύτερο και το ψάχναμε γιατί η θεωρία είναι το όπιο των διανοουμένων.
Το τρίτομο έργο ήταν φακός που θα μας οδηγούσε στο πραγματικό το οποίο επίσης δεν ήμασταν σίγουροι τι ήταν. Ίσως κάποιο στέρεο, προνομιακό σημείο; Κάτι ανάμεσα σε πα στω και αληθινό; Τότε δεν είχα προσέξει ότι στον πρόλογο της Φαινομενολογίας ο Χέγκελ είχε περιγράψει το αληθινό σαν der bacchantische Taumel, an dem keim Glied nicht trunken ist. Βακχικό μεθύσι χωρίς ούτε έναν νηφάλιο.
Στις μαζώξεις μας εμφανίζονταν και δυο τρεις έξτρα αλλά ποτέ δεν ήμασταν πάνω από εννέα για να γίνουμε διψήφιοι. Οι γκεστ σταρ είχαν ακούσει κάτι για την Oμάδα Μελέτης ή είχαν δει την πολυγραφημένη πρόσκληση στη σχολή, όμως έρχονταν αδιάβαστοι χωρίς περιέργεια ή ερωτήσεις, δεν συμμετείχαν στις συζητήσεις και δεν τους ξαναβλέπαμε. Εκτός από εμάς τους πέντ’-έξι, ποτέ δεν συνάντησα κάποιον που να ενδιαφέρεται για Kritik der politischen Oekonomie και ακόμα λιγότερο για Grundrisse, Γκρουντρίσσε ελληνιστί, για τα οποία το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι οι ελάχιστες παράγραφοι που κατορθώσαμε να διαβάσουμε ήταν ακατανόητες. Και ποτέ δεν συνάντησα κάποιον που προτιμούσε δύο ώρες αυτοσχέδιου ερασιτεχνικού Lire Le Capital σε καταθλιπτικό παγωμένο δωμάτιο με χαλασμένη σόμπα προκειμένου να ξεδιαλύνει τις διαφορές ανάμεσα στις μέθοδες της έρευνας και τις μέθοδες της παρουσίασης του μαρξιανού magnum opus. Ναι, τις λέγαμε μέθοδες.
Εκείνη την πρώτη φορά, κάποιος από την ομάδα που ήταν από Θεσσαλονίκη και ήξερε κάποιον που ήξερε κάποιον που ήξερε κάποιον κ.ο.κ., είχε προσκαλέσει τον ομιλητή που μέχρι εκείνο το βράδυ ήταν όνομα στο εξώφυλλο ενός βιβλίου με παράξενο τίτλο – το βλέπαμε στις βιτρίνες αλλά δεν το είχαμε διαβάσει. Καθόμουν σε μπροστινή καρέκλα, αυτός στη θέση του δάσκαλου με σκούρο κασκόλ, στον τοίχο το πορτρέτο του Μαρξ με γκρίζα γενειάδα σαν τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, και άρχισε να μας μιλά για το πόσο αργόσυρτα κινείται η πραγματική ιστορία. Όχι αργά αλλά αργόσυρτα – τότε δεν ξέραμε ότι εκτός των άλλων ήταν και ποιητής.
Η ιστορία που μας περιέγραψε δεν ήταν συλλογή μεγάλων συμβάντων ούτε αδιάκοπες παρελάσεις γεγονοτοειδών και πρωτοσέλιδων. Δεν ήταν έφοδοι και μάχες, νίκες και ήττες, αυτοκράτορες, ηγέτες και μάζες. Δεν είχε μάρτυρες ήρωες να οδηγούνε. Ούτε ήταν προδοσίες, σκοτεινά κέντρα, πισώπλατες μαχαιριές, μοιραίες φωτογενείς ημερομηνίες, αποφράδες που παπαγαλίζαμε στα σχολικά βιβλία και εθνικές επέτειοι. Και σίγουρα δεν ήταν τρένο.
Η ιστορία στην οποία είχε αφιερωθεί και τώρα μας την πρόσφερε σαν καινούριο μήλο από το Δέντρο της Γνώσεως ήταν μεγαλύτερη και ευρύτερη ακόμη και από την πάλη των τάξεων, που όπως ξέραμε από την πρώτη πρώτη κιόλας πρόταση του Μανιφέστου, ήταν Οοοοόλη η έως τα τώρα ιστορία.
Η αργόσυρτη ιστορία του ομιλητή μας ήταν άμορφη και απροσδιόριστη, κάτι ανάμεσα σε μάγμα και πρώτη ύλη. Ήταν άδηλη αναπνοή, αδιάκοποι μεταβολισμοί, ανεξέλεγκτα ρεύματα ωκεανών, απροσδόκητες μακρόθεν επιρροές, αναχωρήσεις, ανακαλύψεις, απρόβλεπτα αποτελέσματα και ωσμωτικά πήγαιν’-έλα ανάμεσα σε αόρατα σύνορα. Ήταν κίνηση Μπράουν σε πλανητική κλίμακα. Ήταν χρώματα, αναδύσεις οργανικών μορφών από ανόργανα στοιχεία, μετακινήσεις μικροοργανισμών, εντόμων, ζώων, φυτών, ανθρώπων, εμπορευμάτων, όμορφων πραγμάτων και χωρίς να καταλάβουμε πώς ακριβώς το έκανε, σαν να έβγαλε κάτι από το μανίκι του, άρχισε να μιλάει για το αλάτι. Όχι κάποιο μεταφορικό, φαντασιακό συμβολικό αλάτι –όχι Υμείς εστέ το άλας της γης– αλλά οι άσπροι κρυσταλλικοί κόκκοι που πιάνουμε με τα δάχτυλα.
Άρχισε να μας εξηγεί πώς ανακαλύφθηκε, πώς φτιάχτηκε και πώς έγινε πολύτιμο περιζήτητο αγαθό από πανάρχαιους χρόνους γιατί σταματούσε τη σήψη. Πώς αιχμαλωτίσθηκε σε στήλες. Πώς η υλικότητα του αλατιού άνοιξε, σταθεροποίησε και διεύρυνε συναλλαγές και εμπορικές ανταλλαγές που δίνουν οξυγόνο στις κοινωνίες και τις κάνουν πλούσιες και ενδιαφέρουσες. Πώς δημιούργησε οικονομίες, κράτη και φόρους. Salary, η λέξη για το μισθό, λένε ότι προέρχεται από το salt, όταν το αλάτι ήταν χρήμα.
Μας μίλησε για πόλεις χτισμένες σε περιοχές αλατιού, από Αρχαία Κίνα και Αίγυπτο μέχρι Μαύρη θάλασσα και Γιβραλτάρ. Πώς τα Σάλζμπουργκ και οι Αλσατίες, τα Halle, Hallein και Hallstatt έφτιαξαν την Ευρώπη και τους πολιτισμούς της. Πώς οι δρόμοι και οι μικρές και ασήμαντες οδοί στις οποίες σήμερα περπατάμε και οδηγούμε χωρίς να τις προσέχουμε, πρωτανοίχτηκαν από ζώα –άλογα και γαϊδουράκια, θηλαστικά μικρά και μεγάλα– που έγλειφαν το χώμα ψάχνοντας για αλάτι. Πώς η ζωτική, στρατηγική σημασία του οδήγησε σε πολέμους – σύμφωνα με μία άλλη άποψη το sal έγινε solde από το οποίο ξεπετάχτηκαν soldier και soldat(e). Πώς αναρίθμητοι άγνωστοι στρατιώτες χάθηκαν από επιπόλαια τραύματα επειδή δεν υπήρχε αλάτι να τα απολυμάνει. Και εκτός από αντισηπτικές ιδιότητες ή το ρόλο του αλατιού όχι μόνο στη λειτουργία αλλά και στη δομή των κυττάρων, η μοντέρνα ιατρική διδάσκει ότι οξεία υπονατριαιμία, η απότομη ελάττωση αλατιού στον οργανισμό, οδηγεί σε βαρύτατες βλάβες. Αλάτι ίσον ζωή.
Τι πιο αληθινό από ένα καλό παραμύθι; Καθώς μιλούσε αρχίσαμε να βλέπουμε αμέτρητους κόκκους μιας διαφορετικής Historia από ξεραμένες αρμύρες θαλασσών και λιμνών, από αλατάδικα παράκτια, παραποτάμια και βάθη αλατορυχείων. Μισθός και στρατιώτης με κοινή αρμυρή ετυμολογία. Ιστορία από τα βάθη Αιγαίου και Μεσογείου, χωρίς καλούς και κακούς, χωρίς αστούς και προλετάριους, χωρίς θύματα και πρωταγωνιστές, χωρίς κατεύθυνση, ατμομηχανή, νόημα ή αλήθεια. Ήταν ιστορία αλατισμένη, νόστιμη, αποτοξινωτική, ποιητική και μας αντίκριζε χωρίς σκουπιδοτενεκέδες και χρονοντούλαπα. Ταχυδακτυλουργικά, ο ομιλητής είχε μετατρέψει το άμορφο μεταφυσικό μάγμα με το οποίο ξεκίνησε σε κάτι που βάζουμε στο φαγητό και μου θύμισε τα μπλε γράμματα ΚΑΛΑΣ δίπλα στα ψητά καλαμπόκια τα καλοκαιρινά βράδια στην Ομόνοια.
Όταν τελείωσε ήμουν πιασμένος σε δόκανο. Είχα ακούσει καινούργια πράγματα γοητευτικά. Ιστορικός Υλισμός σε αλατιέρα, ιστορία μέσα από αλάτι και αλάτι μέσα στην ιστορία. Όμως, από την άλλη, δεν είπε αυτά που περίμενα να πει και αυτά που έπρεπε να πει. Δεν επιβεβαίωσε τις βεβαιότητές μας. Είχε αποφύγει κλισέ, κονσέρβες, ευφυολογήματα και τα κλειδιά με τα οποία ανοιγοκλείναμε Οοοοόλη την ιστορία. Δεν κατηγόρησε, δεν κατάγγειλε ούτε ξεσκέπασε κανέναν. Ανάλαφρος, χωρίς ίχνος καταγγελτικής αδρεναλίνης, δίχως τοξίνες έχθρας και κακίας, έκανε σλάλομ γύρω από ξερόλες, αυθεντίες και αντιπάλους. Γι’ αυτούς με τους οποίους άφησε να εννοηθεί ότι διαφωνούσε, φρόντισε να πει κάτι καλό χωρίς να ενοχοποιεί ή να κρίνει τις προθέσεις τους.
Με την επιδεικτική αγνόηση των βεβαιοτήτων μας είχε παίξει σαν κωμικός που βγάζει γλώσσα στο σκηνοθέτη, κοροϊδεύει τους θεατές και αρνείται να παίξει το ρόλο του. Όχι απλώς δεν είπε έστω μία φορά αυτό είναι ξεκάθαρο αλλά άφησε να εννοηθεί ότι τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο. Όμως εγώ δεν έτρωγα κουτόχορτο και σαν λαγωνικό ιδεολογικής καθαρότητας οσφριζόμουν πρόβλημα από χιλιόμετρα. Χωρίς πάλη των τάξεων, χωρίς τρόπους παραγωγής να διαδέχονται ο ένας τον άλλο και μάλιστα στην πρέπουσα σειρά, χωρίς κατεύθυνση, νόημα, αναγκαιότητα και πρόοδο, χωρίς Με μας ή μ’ αυτούς, η αργόσυρτη ιστορία που είναι τόσο υποδόρια ώστε να περνάει απαρατήρητη, ήταν ανάλατη.
Καθώς κατεβαίναμε ανάμεσα στα τριξίματα και τα βογγητά των σκαλοπατιών, σιγογρύλιζα ενοχλημένος τις διαφωνίες μου στο ταλαίπωρο αυτί του Μάκη. Είχαμε περάσει απέναντι και κατευθυνόμασταν προς το Αχίλλειο. Δεν μας άκουγε κανείς εκτός από το πηχτό σκοτάδι και τη διαπεραστική παγωνιά της νύμφης του Θερμαϊκού στα τέλη Ιανουαρίου.
Αμφιθέατρο Νομικής
Τη δεύτερη φορά τον είδα στο μεγάλο αμφιθέατρο της Νομικής. Δεν θυμάμαι την αφορμή και οι λεπτομέρειες μπερδεύονται με ένα σωρό άλλα που τότε, την πρώτη χρονιά της Αλλαγής, γίνονταν με το κιλό. Μάλλον ήταν κάτι για τις Δημοκρατικές Δυνάμεις με δέλτα κεφαλαίο.
Στις προψηφιακές εποχές –πριν την μπότα της τηλεπαραθυροκρατίας, τα ρομποτικά webinars, τα TED talks με τον κλισαρισμένο βηματισμό του παρουσιαστή, τα αποσωματικοποιημένα σόσιαλ– πολιτική σήμαινε στράτευση και οι στρατοί χρειάζονται σώματα. Η πολιτική ήταν σωματική εμπειρία. Έπρεπε να πας και να παρουσιαστείς εκεί αυτοπροσώπως, όχι με τηλεκοντρόλ, πληκτρολόγια, ιστοσελίδες ή εξυπνόφωνα. Και οι ομιλητές βρίσκονταν μπροστά μας νωπά και αγνά προϊόντα ελληνικής γης. Δεν ήταν επεξεργασμένες οθονικές φιγούρες με μακιγιάζ, μοντάζ, επιτηδευμένους φωτισμούς και μελετημένα μπακγκράουντ. Όταν έκανε ζέστη από τους προβολείς, όπως εκείνο το βράδυ στη Νομική, οι ομιλητές ίδρωναν, φούσκωναν και γυάλιζαν μαζί μας στο αποπνικτικά ντουμανιασμένο αμφιθέατρο χωρίς αιρκοντίσιον με παρεμφερείς ιδέες και κοινά προοδευτικά αντανακλαστικά.
Στο λυκόφως των παλιών καιρών, η τηλεόραση ήταν ακόμη μονοπώλιο του κράτους και εμείς απαιτούσαμε εκδημοκρατισμό των μαζικών μέσων ενημέρωσης ώστε οι συγκεντρώσεις μας να μεταδίδονται τηλεοπτικά. Εκτός από βαθιά αναλφάβητοι ήμασταν και μακριά νυχτωμένοι. Αγνοούσαμε τις επεκτατικές βλέψεις και καινούργιες καθεστωτικές σκοπιμότητες της Κάμερας η οποία σαν Κίρκη μεταμόρφωνε άρδην τις εκδηλώσεις αλλά και την όλη πραγματικότητα του πολιτικού με την οποία είχαμε μεγαλώσει. Εννοείται ότι είχαμε ελαφρυντικά. Για παράδειγμα, η διάγνωση ότι the medium is the message δεν είχε φτάσει στα μέρη μας, αν και υποψιάζομαι ότι και να είχε φτάσει δεν είχαμε διάθεση να την ακούσουμε ούτε εφόδια για να την καταλάβουμε.
Αθώοι μπροστά στην πραξικοπηματική άνοδο του Regime of the Camera, και αυτού που αργότερα αποκάλεσαν με συγγραφική υπερβολή Empire of the Visual / Αυτοκρατορία του Οπτικού, δεν καταλαβαίναμε ότι ο εκδημοκρατισμός των μαζικών μέσων ενημέρωσης αποτελούσε μεγαλειώδη τρύπα στο νερό, πιο μεγάλη και από τον εκδημοκρατισμό των ενόπλων δυνάμεων ή τον προλεταριακό διεθνισμό που προχωρούσε ακάθεκτος σε Αφγανιστάν, Νικαράγουα, Πολωνία και αλλού.
Κατά το συνηθισμένο, εκείνο το βράδυ στη Νομική οι ομιλητές, όλοι άντρες και ο καθένας με μια μικρή κουστωδία, ήταν επαγγελματικά διαλεγμένοι από κεντρικά συμβούλια και κεντρικές επιτροπές για την παράσταση στην κατάμεστη αίθουσα.
Καθισμένος από αριστερά ήταν ο Νευρικός – συνοφρυωμένος, βλοσυρός και βαρυγδουπιστής όπως πρέπει να είναι όποιος ασχολείται με σοβαρά ζητήματα. Δίπλα ο Αγενής διέκοπτε τους υπόλοιπους πριν ανοίξουν το στόμα – όχι ότι οι άλλοι υστερούσαν. Μετά ο Φωνακλάς που δε χρειάζεται εξήγηση, και παραδίπλα ο Λογάς. Αυτός τα έλεγε ωραία, με ευφράδεια και ευστροφία εκ του περισσού, πάντα με την κατάλληλη εξυπνάδα στην κατάλληλη στιγμή. Εγώ και ο Μάκης ήμασταν με τον Λογά.
Τελευταίος δεξιά, σε υπαινικτική απόσταση που υπογράμμιζε την υπόρρητη και αγεφύρωτη άβυσσο που τον χώριζε από τους επαγγελματίες των Δημοκρατικών Δυνάμεων και στραμμένος ώστε να βλέπουμε το προφίλ του, καθόταν ο ιστορικός ποιητής μας. Τότε δεν έδωσα σημασία στο πώς καθόταν γιατί εκτός από the medium is the message αγνοούσα και το body language – τη Γλώσσα του Σώματος που την αναλύουν ψυχολόγοι, επικοινωνιολόγοι και εξηγητές.
Όταν ήλθε η σειρά του ήταν ίδια γεύση, όπως την πρώτη φορά. Στα ελάχιστα λεπτά που του έδωσαν δεν επιτέθηκε, δεν αντιδίκησε ούτε διαπληκτίσθηκε, ενώ αγνόησε στερεότυπα και αργκό. Αργοσυρτότητα της ιστορίας (όχι αλάτι εκείνο το βράδυ), εκκαθολίκευση, ελληνική ιδιαιτερότητα, πώς χτίζουμε τα σπίτια μας, τρόποι που βλέπουμε το ωραίο. Ιστορία και μέλλον ανοικτά σαν δέσμες δυνατοτήτων και άγραφες παρτιτούρες γεμάτες ενδεχομενικότητες. Και σαν να μην έφταναν τέτοιες παράξενες απόψεις, πέταξε και δύο μολότωφ: Παρέμβαση της Ορθοδοξίας και Αγαπητική βίωση της ζωής. Όλα αυτά με την απαλή φωνή του, που ήταν το ίδιο θεραπευτική, με την καλή έννοια σαν βάλσαμο, όσο και το χαμόγελό του. Καπιταλισμός, Ιμπεριαλισμός, Σύστημα, Πραγματική Αλλαγή ή έστω απλώς Αλλαγή δεν ακούστηκαν ούτε μια φορά.
Οι Δημοκρατικές Δυνάμεις και η Πραγματική Αλλαγή δεν ήξεραν τι να κάνουν μαζί του οπότε τον αγνόησαν και επέστρεψαν σε αυτά που ήξεραν. Ο Νευρικός βγήκε από τα ρούχα του και εκνευρίστηκε ακόμη περισσότερο από τα απαράδεκτα που έλεγαν οι άλλοι. Ο Αγενής αγανάκτησε με τα ψέματα και άρχισε να μουντζώνει. Σκαρφαλωμένος στη διαπασών, ο Φωνακλάς αρνιόταν να κατεβεί και τα ντεσιμπέλ μάς χτυπούσαν σαν σφαλιάρες. Και οι σιγουρατζίδικες ατάκες του Λογά έκαναν τη δουλειά τους. Κάθε φορά που τις πέταγε, ο Μάκης κι εγώ χειροκροτούσαμε με παρατεταμένο παβλοφιανό ενθουσιασμό ενώ ανταλλάσσαμε ικανοποιημένα βλέμματα γεμάτα κρυπτοανανεωτικό νόημα.
Στις ερωτήσεις που ακολούθησαν και οι οποίες δεν ήταν ερωτήσεις, το ασφυκτικά γεμάτο αμφιθέατρο τον αγνόησε. Δεν τον ρώτησαν ούτε του απηύθυναν το λόγο. Ήταν αόρατος, σαν να μην είχε μιλήσει και να μην ήταν εκεί. Όμως ήταν μαθημένος να τον αγνοούν, μόνος και τελευταίος, παράφωνο Μανιφέστο εν τη Ερήμω. Χριστιανός Ορθόδοξος με προβιά μαρξιστή; Το αντίθετο; Έχει σημασία; Τα παιδιά του θεού βολοδέρνουν ορφανά σε όλες τις εποχές.
Ήμουν μπαρούτι όταν βγαίναμε από το αμφιθέατρο. Δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω και έτσι πάλι την πλήρωσαν τα αυτιά του Μάκη. Τι είναι αυτές οι αγαπητικές ορθόδοξες ανοησίες; Οι ενδεχομενικότητες; Και το άλλο; Οι τρόποι που βλέπουμε το ωραίο; Είμαστε σοβαροί;
Δεν είχα απαντήσεις. Δεν καταλάβαινα τις ερωτήσεις. Όχι απλώς δεν ήξερα αλλά δεν ήξερα ότι δεν ήξερα. Ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήμουν έτοιμος.
Φεστιβάλ
Την τρίτη και τελευταία φορά τον είδα σκνίπα, αρχές Σεπτεμβρίου στο 7ο Φεστιβάλ αν θυμάμαι καλά. Ήταν βράδυ Κυριακής με κορύφωση των εκδηλώσεων. Οι μπουζουκισμοί από τα Όταν δίνουν το χέρι, Τσε-ε-ε-ε-έ Γκουεβάρα! και Πάγωσε η τσιμινιέρα είχαν προ πολλού ξεπεράσει επίπεδα βασανιστηρίου. Η κούραση είχε καταλαγιάσει στα υπερπρόθυμα σώματά μας μαζί με τσίκνα από τις ψησταριές, ιδρώτα από το αδιάκοπο τρέξιμο και την καλοκαιρινή σκόνη του άλσους. Θόρυβος, χώμα, καπνός στροβιλίζονταν στους εκτυφλωτικούς προβολείς που, αν τους κοίταζες κατά λάθος κατάματα, σε χτυπούσαν με ηλεκτρική εκκένωση στον βρεγματικό λοβό όπως στα λευκά κελιά.
Ήταν περασμένες δέκα και μισή και ήμασταν στο πόδι με ελάχιστο ύπνο εδώ και βδομάδες. Καθημερινές εξορμήσεις από αρχές Αυγούστου στην παραλία για να πουλήσουμε εισιτήρια για το Φεστιβάλ και κουπόνια οικονομικής ενίσχυσης, στήσιμο του χώρου, νυχτερινές περιφρουρήσεις, συνεδριάσεις, αφισοκολλήσεις, ξανά εξορμήσεις για να πιάσουμε το πλάνο και να προϋπαντήσουμε το συνέδριο. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και τότε η συγκυρία ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη, ιδιαίτερα καθώς μπαίναμε στο φθινόπωρο. Ο αμερικανονατοϊκός ιμπεριαλισμός κλιμάκωνε τους τυχοδιωκτισμούς του στην περιοχή και η άρχουσα τάξη με τα δεκανίκια της προσπαθούσε, απεγνωσμένα εννοείται, να απομονώσει το κόμμα. Για κάποιο λόγο, το φθινόπωρο ήταν πάντα κρίσιμο. Μετά ξανά συνεδριάσεις, περιφρουρήσεις, εξορμήσεις.
Τα έχασα όταν βρέθηκε μπροστά μου από το πουθενά αναψοκοκκινισμένος, τρεκλίζοντας με παρεγκεφαλιδικό βάδισμα – κάτι ανάμεσα σε απελπισμένο Φρανκενστάιν που παραπατάει ψάχνοντας το Δημιουργό του και βήματα αστροναύτη στο φεγγάρι με ανύπαρκτη βαρύτητα. Και όπως την πρώτη φορά η διήγησή του μου θύμισε αλάτι Καλας και ψητά καλαμπόκια βράδια καλοκαιριού στην Ομόνοια, τώρα το τρέκλισμά του με έκανε να σκεφτώ τις ζιγκ-ζαγκ παρεκκλίσεις του παθολογικού ξεχαρβαλωμένου βαδίσματος που μάθαινα στη Νευρολογία. Ίδε ο μαρξιστής που περπατούσε αταξικά.
Ξαφνιασμένος κοντοστάθηκα ένα δευτερόλεπτο για να δω αν με γνώρισε αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Δεν είχαμε ποτέ συστηθεί. Ήμουν άλλο ένα ανώνυμο, φευγαλέο κοινό πρόσωπο ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα. Ακόμη και αν μπορούσε να με θυμηθεί από την πρώτη και μοναδική φορά που κάθισα μπροστά του σαν καλό μαρξιστικό παπαδάκι με εξαπτέρυγο στο παγωμένο δωμάτιο του γέρικου τριώροφου με σκελετό που έτριζε, ήταν αδύνατο να με αναγνωρίσει στην οξεία κατάσταση που βρισκόταν. Βαριά μυρωδιά αλκοόλ έφτανε στα περίπτερα της Διεθνούπολης, στους θριάμβους της Νικαράγουας, στη ματαίωση των αδιάκοπων συνωμοσιών του ιμπεριαλισμού στο Αφγανιστάν, στην οικοδόμηση και την αναπόφευκτη νίκη του σοσιαλισμού στην Πολωνία και ακόμη παραπέρα. Στο άλσος δεν χωρούσαν άγραφες παρτιτούρες ούτε ενδεχομενικότητες.
Με το να είναι τόσο κοντά μου, κοντύτερα από όταν τον πρωτοείδα στην Ομάδα Μελέτης του Κεφάλαιου, μου φάνηκε ακόμη πιο μόνος και παράφωνος απ’ ό,τι στο αμφιθέατρο της Νομικής. Η βαθιά διαταραχή του είχε κάτι από Γεσθημανή. Το ευγενικό πρόσωπό του προσπάθησε να σχηματίσει το ακαταμάχητο χαμόγελο αλλά εγώ ντράπηκα και το έβαλα στα πόδια πανικόβλητος. Δεν ήθελα να τον κάνω να αισθανθεί άσχημα, αλλά ούτε εγώ ήθελα να αισθανθώ άβολα. Εξαφανίσθηκα σαν αστραπή μακριά από τους προβολείς και κρύφτηκα πίσω από τον χοντρό κορμό ενός δέντρου.
Αργόσυρτα έστριψε και πλησίασε τον Μάκη στους πάγκους με τα αναψυκτικά και ακόμη πιο αργόσυρτα του ψέλλισε κάτι. Σαστισμένος, ο Μάκης κοίταξε προς την κατεύθυνσή μου ψάχνοντας για σωσίβιο, σαν εγώ να ήμουν ο Λογάς με έτοιμη ατάκα, αλλά ευτυχώς χάρη στο σκοτάδι και το δέντρο ήμουν αόρατος.
Μέσα στη βουή, στους μικροφωνισμούς, στις αντηχήσεις των μπουζουκιών της κεντρικής εξέδρας για τα άδικα που ζούμε μέσα από την κούνια μας, τις ιδρωμένες στεντόρειες καταγγελίες κατά του ιμπεριαλισμού, τα κατανυκτικά παρακυριελέησον Σοβιετικής Ένωσης και υπαρκτού σοσιαλισμού από τη δεύτερη εξέδρα και τη δυσαρθρία της οργανικής εγκεφαλοπάθειας –ο Μάκης δεν κατάλαβε λέξη τι του είπε, τι του ζήτησε ή τι του εξήγησε.
Ο σύντροφος δάσκαλος ιστορικός και ποιητής έστριψε και άρχισε να απομακρύνεται από τον Μάκη και τον πάγκο των αναψυκτικών. Με διστακτικά φρανκενσταϊνικά βήματα φαινόταν να δοκιμάζει το έδαφος για να δει αν ήταν πιο στέρεο από Γκρουντρίσσε, Αγαπητική Ορθοδοξία ή Ιστορικό Υλισμό. Στη συνέχεια, ανεπαίσθητα και ακόμα πιο αργόσυρτα όπως η ιστορία του, ξεγλίστρησε από τους επώδυνους κάτασπρους προβολείς και έγινε ένα με το καραβατζιανό σκοτάδι που υψωνόταν γύρω από τους πάγκους, τα μπουζούκια, τον ντόρο του κορυφωμένου φεστιβάλ, τους ομιλητές, τις καταγγελίες, τις αναλύσεις, τα μικρόφωνα, τους ενισχυτές, την τσίκνα, τις εξέδρες, τη σκόνη, το ιδιαίτερα κρίσιμο φθινόπωρο, το άλσος, τον Μάκη κι εμένα πίσω από το δέντρο.
Κλισέ και αργκό αλλάζουν. Οι καιροί δεν είναι πιά τόσο διανοουμενίστικοι. Οι ιστορίες μπορεί να είναι αργόσυρτες ή να μας προσπερνούν με ταχύτητες φωτός. Το βιβλίο με τον παράξενο τίτλο δεν το διάβασα ποτέ. Αλλά τα δυο τρία δευτερόλεπτα του χαμόγελού του είναι μαζί μου.
Η Αργοσυρτότητα είναι autofiction επηρεασμένη από το δοκίμιο του Leo Steinberg, Contemporary Art and the Plight of its Public (Σύγχρονη Τέχνη και τα Βάσανα του Κοινού της, 1962.) Το χεγκελιανό σχόλιο για το αληθινό σαν βακχικό μεθύσι το οφείλω στον Roger Kimball (The New Criterion, Φεβρουάριος, 1992). Οι πληροφορίες για το αλάτι βρίσκονται στο Salt. A World History του Mark Kurlansky, Penguin 2002, 484 σελίδες. H βιβλιογραφία έχει 41 βιβλία για την ιστορία του αλατιού.
festival.kne.gr
O Θάνος Μικρούτσικος στο 7ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, που έγινε 10 - 13 Σεπτεμβρίου 1981, στο Περιστέρι.