1984
Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο Ναός του Χαμένου Θησαυρού που παίχτηκε το 1984 ξεκινά σαν μιούζικαλ στη Σαγκάη του μεσοπολέμου. Με ασημί γυαλιστερά κοστούμια και κόκκινα σκηνικά, δεκάδες χορεύτριες σε άψογους ροκετοειδείς σχηματισμούς συνοδεύουν την πρωταγωνίστρια που βγαίνει από στόμα δράκου τραγουδώντας Anything Goes σε κινέζικα και αγγλικά. Στις απαρχές της καθ’ ημάς παγκοσμιοποίησης, το Χόλυγουντ απεικόνισε το σύμπλεγμα ΗΠΑ-Κίνας που μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν. Επιφανείς Ιντιανολόγοι το θεωρούν από τα καλύτερα opening scenes της σειράς. Ανέμελο και ελευθεριακό, το Anything Goes προτρέπει να ξεχάσουμε κανόνες, περιορισμούς και απαγορεύεται. Όλα μπορούν να γίνουν.
Εκτός από αρχαιολόγο με καπέλο και μαστίγιο στη μεγάλη οθόνη, 1984 σήμαινε Όργουελ του οποίου το στυφό Gestalt βρίσκεται στον αντίποδα του Anything Goes. Σε κάποιο σημείο κυκλοφόρησε συλλογή συνεντεύξεων όπου διάφοροι Who-is-Who προφήτευαν πόσο κοντά ή πόσο μακριά βρισκόμασταν από την Μπότα του Μεγάλου Αδερφού. Επρόκειτο για εγγυημένη αρπαχτή γιατί οι εκδότες ήξεραν ότι οι ευπαθείς ομάδες θα τσιμπάγαμε. Πράγματι, μόλις είδα ότι ανάμεσα στους Who ήταν ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ έτρεξα πρώτος και καλύτερος και άδειασα τις τσέπες μου στο ταμείο. Πάντα άδειαζα τις τσέπες μου για Μπερλινγκουέρ, Ινγκράο και λοιπούς αιρετικούς. Ευτυχώς δεν έγραφαν συχνά και δεν ξοδευόμουν.
Όμως τα σχόλια του Μπερλινγκουέρ για το οργουελιανό 1984 με απογοήτευσαν. Δεν τα θυμάμαι λέξη προς λέξη αλλά θυμάμαι την απογοήτευση. Το πρόβλημα ήταν ότι είπε αυτά που περιμέναμε να πει και τα οποία, σαν folie à deux, ήταν πράγματα που ήξερε ότι θέλαμε και που έπρεπε να ακούσουμε. Αντί να ξαφνιάσει, να ταρακουνήσει, να πει κάτι διαφορετικό, απροσδόκητο, ή έστω να πεταχτεί από στόμα δράκου και να αρχίσει να τραγουδάει, καθησύχαζε και ηρεμούσε.
Ο Μπερλινγκουέρ είχε γίνει ρόλος. Το ανανεωτικό μαρξιστικό του νανούρισμα ήταν πιπίλα για εμάς τους νέους και βενζοδιαζεπίνη για τους παλιότερους. Tα Κομμουνιστικά Κόμματα μετά τον πόλεμο είχαν γίνει status quo. Απορροφούσαν εφηβικές ορμόνες, εξεγερτικές ενέργειες, ουτοπικές ανησυχίες, χιλιαστικές φαντασιώσεις, νεανικές λόξες και τις μετέτρεπαν σε προβλέψιμο εμπόρευμα.
Όπως οι καλόγεροι βάφτιζαν το κρέας ψάρι, η αριστερά είχε μετουσιώσει τον αυτοαποκλεισμό της από εξουσία και ευθύνες σε μύθο ενός αντισυστημικού πολιτικού χώρου. Ακόμη και να ήθελαν ή να χρειάζονταν οι κρατούντες να κατασκευάσουν αντίπαλο δέος, ήταν αδύνατον να βρουν καλύτερους, προθυμότερους και εξυπηρετικότερους συνοδοιπόρους από τα ΚΚ. Η ανταγωνιστική συνέργεια δεν ήταν συνωμοσία, συνειδητή επιλογή ούτε μυστηριώδης ντετερμινισμός. Ο καπιταλισμός ενσωματώνει, πακετάρει και τοποθετεί σε περίοπτα ράφια στα σούπερ μάρκετ όσους πιστεύουν ότι είναι διαφορετικοί και ποζάρουν αναλόγως. Όταν η ζήτηση ελαττώνεται και έρχεται η ημερομηνία λήξης, τους αποσύρουν για να έρθουν καινούργιοι γυαλιστεροί. Ό,τι είναι επαναστατικό σήμερα προκαλεί χασμουρητά αύριο. Ίσως αυτό είναι το σύστημα αλλά τότε παραήμουν ανύποπτος για να σκεφτώ E tu, Enrico?
Το να περιμένω από επαγγελματία στρατευμένο κομμουνιστή, ακόμη και αν ήταν Μπερλινγκουέρ, να πει κάτι ενδιαφέρον για το 1984 ισοδυναμούσε με τετραγωνισμό του κύκλου και σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου. Στο τέλος δεν ζήτησα επιστροφή χρημάτων από καιροσκόπους βαρετών συνεντεύξεων. Το πρόβλημα ήμουν εγώ, όχι ο Ενρίκο. Η δυσφορία μου ήταν σκίρτημα που δεν είχα λέξεις να το περιγράψω. Σήμερα ξέρουμε αυτό που δεν μπορούσε να ξέρει ο χαρισματικός ηγέτης που άφησε την τελευταία πνοή στις επάλξεις πασχίζοντας να ανανεώσει την sinistra europea. Το 1984 μας χώριζαν 7 χρόνια από την ληξιαρχική πράξη θανάτου του κομμουνισμού που αργοσάπιζε διασωληνωμένος στην εντατική του υπαρκτού σοσιαλισμού. Το κατόρθωμα του Μπερλινγκουέρ είναι ότι κάλυψε το πτώμα με επίστρωση cool και είναι εντυπωσιακό ότι η επίστρωση κράτησε όσο κράτησε. Ακόμα έχω τη φωτογραφία του πένθιμου οκτάστηλου της Unita 12 Ιουνίου 1984: E MORTO. Αυτό που δεν φανταζόμασταν είναι ότι το E Morto αφορούσε όχι μόνο τον Ενρίκο αλλά όλο το πράγμα.
Το ωραιότερο σχόλιο για 1984 και το οργουελιανό opus εν γένει, το είχε γράψει η Τζόαν Ντίντιον στα τέλη των 1970s:
I reread all of George Orwell on the Royal Hawaiian Beach / Ξαναδιάβασα τον Όργουελ στη Βασιλική Παραλία της Χαβάης.
Ο Όργουελ σαν διάβασμα παραλίας με πετσέτα και αντιηλιακό έδειχνε ότι ο κόσμος κατευθυνόταν σε πολύ διαφορετικές συντεταγμένες από τον μανιχαϊσμό του 1984. Ενώ αριστεροί ηγέτες και κόμματα αναπαρήγαγαν ennui, αυτοί που ξάφνιαζαν και ταρακουνούσαν ήταν οι καπιταλιστές. Τον Ιανουάριο του 1984 σε διαφήμιση του Macintosh, του πρώτου προσωπικού κομπιούτερ της Apple, μια αθλήτρια με κόκκινο σορτσάκι τρέχει κρατώντας σφυρί. Θα μπορούσε κάλλιστα να το έχει βουτήξει από το σφυροδρέπανο όπως ο Προμηθέας έκλεψε την φωτιά από τους Θεούς. Παίρνοντας φόρα, το εκσφενδονίζει και κάνει συντρίμμια Μεγάλο Αδελφό και 1984. Η βαριοπούλα είναι απείρως πειστικότερη από συνεντεύξεις. Το μονόλεπτο μπλαιηντρανερικό βίντεο ήταν σκηνοθετημένο από Ράϊντλι Σκοτ. Είχαμε μπει για τα καλά στα έιτις.
TINA
Η δεκαετία κλόνισε δεδομένα, ανέτρεψε αυτονόητα, κατάργησε κεκτημένα και διέλυσε μεγάλους ενοποιητικούς -ισμούς. Μαζί με την σαρωτική επανεκλογή του Ρήγκαν το 1984, στο τοπίο δέσποζαν τα αρχικά ΤΙΝΑ που αποδίδονται στην Θάτσερ: There Is No Alternative. Δεν Υπάρχει Εναλλακτική Λύση. Ο Mark Fisher το αποκάλεσε Καπιταλιστικό Ρεαλισμό. Οι Luc Boltanski και Eve Chiapello το βάφτισαν Νέο Πνεύμα του Καπιταλισμού. Ο Φουκουγιάμα το έβγαλε Τέλος της Ιστορίας. Από τη σκοπιά του μυρμηγκιού προτιμώ το εξίσου βαρύγδουπο και σκόπιμα θολό Revenge of the Real/Εκδίκηση του Πραγματικού.
Σύμφωνα με τον Mark Fisher (1968-2007), καπιταλιστικός ρεαλισμός σημαίνει ότι είναι πλέον αδύνατον να φανταστούμε κάτι διαφορετικό από τον καπιταλισμό.
Ρήγκαν και Θάτσερ ήταν πιανίστες στα σαλούν του Τέλους της Ιστορίας και εμείς τους πυροβολούσαμε με υποδειγματική ευσυνειδησία αλλά δεν ήταν υπαίτιοι του Νέου Πνεύματος. Με Anything goes από τη μια και το αντιποδικό There Is No Alternative από την άλλη, ο μεταμοντέρνος καπιταλισμός εγκαινίαζε την επόμενη πυρετώδη αυτοαναιρετικότητα του. Γινόταν αντισυστημικός την ίδια στιγμή που οι αριστερές είχαν μετατραπεί σε συντηρητικά αρτηριοσκληρωτικά αυτοκανιβαλιζόμενα απολιθώματα. Ακόμη και στην ηπειρωτική Ευρώπη πάνω από την οποία πρωτοπλανήθηκε το φάντασμα του κομμουνισμού είχαν τελειώσει οι Μπερλινγκουέρ. Κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να καλύψει την δυσοσμία.
Σήμερα είναι εύκολο να δούμε ότι οι απανωτές μετεξελίξεις, rifondazione, αλλαγές ονομασιών, μπαρούφες περί τρίτου δρόμου, διαχρονικές ενδημικές αριστερές αδερφοφάδες και αριστερόμετρα για το ποιος είναι πιο αριστερός αντανακλούν την σκληρή αλήθεια του ΤΙΝΑ. Δεν υπάρχει κάτι έξω από καπιταλισμό. Αν υπήρχε θα είχε εφευρεθεί, δεν θα περίμενε εμάς. Ούτε υπάρχουν επιθυμητοί πολιτικοί χώροι πέραν αυτών που εγγυώνται ατομικές και συλλογικές ελευθερίες και περιορίζουν όσο είναι δυνατόν κυβερνήσεις, κόμματα, ορθότητες, echo chambers, μονοπώλια και αλαζονικούς υπερεθνικούς Λεβιάθαν. Αυτό το βλέπουν οι ψηφοφόροι γεγονός που εξηγεί τα μονοψήφια ποσοστά.
Στο Νέο Πνεύμα του Καπιταλισμού η πολιτική ξέμεινε από μεταφυσικά καύσιμα. Έπαψε να είναι επένδυση σε εξιδανικευμένο ή ακόμη και απλώς καλύτερο μέλλον. Ιδεολογικές ταυτότητες που ήταν μεταμφιεσμένα κόμπλεξ ανωτερότητας έχασαν λούστρο και έγιναν ανέκδοτα δύο λέξεων όπως ηθικό πλεονέκτημα.
Η Κριτική της Τοματόσουπας
Παρ’ όλα αυτά επιθυμίες και προσδοκίες imaginaires για κάτι διαφορετικό από όσα βλέπουμε γύρω μας, παραμένουν αναλλοίωτο συστατικό της ανθρώπινης κατάστασης. Ενώ τα κόμματα είναι μουχλιασμένες προβληματικές επιχειρήσεις που επιδοτούνται με δανεικά και αγύριστα, αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε radical criticism, radical theory ή σκέτο theory ταμπουρώθηκε στα καταφύγια της αισθητικοποίησης. Εάν η αρρώστια του 20ου αιώνα ήταν αποξένωση, η ασθένεια του 21ου είναι ανερέθιστη αδιαφορία. Έτσι φτάσαμε σε βιντεοσκοπούμενες κλιματικές ακτιβίστριες να πετάνε τοματόσουπα στα ηλιοτρόπια του Βίνσεντ και αδιευκρίνιστο παχύρρευστο κιτρινωπό υγρό (ληγμένη σούπα;) στη Μόνα Λίζα. Στόχος είναι να σοκάρουν εμάς τους λαϊφσταϊλικούς βολεμένους τουρίστες υποκριτές που βγάζουμε σέλφις μπροστά σε αριστουργήματα ενώ αδιαφορούμε για το αποτύπωμα άνθρακα. Το πέταγμα γιαουρτιού, αβγών, παπουτσιών – ζωικά προϊόντα – είναι ξεπερασμένο. Η αιχμή τώρα είναι βίγκαν, το ηθικό πλεονέκτημα du jour.
Η κριτική της τοματόσουπας είναι ταυτόχρονα γουορχωλική και μετα-γουορχωλική. Είναι γουορχωλική επειδή είναι fake όπως ο Προφήτης. Οι πίνακες προστατεύονται από ειδικά τζάμια και η τοματόσουπα είναι για θεαθήναι και παραγωγή σοκ. Μόνο τα πιστοποιημένα συνεργεία καθαριότητας κάνουν κάτι αφού φύγουν οι κάμερες. Από την άλλη είναι μετα-γουορχωλική γιατί οι ακτιβίστριες πιάνουν με τα χέρια τσίγκινες κονσέρβες και τις πετάνε, δεν αρκούνται στο να αναπαράγουν simulacra σε καμβάδες και μεταξοτυπίες.
Αλλά η εκκαθολίκευση του περφόρμανς ενσωματώνει τους βανδαλισμούς, αν αυτή είναι η σωστή λέξη για κάτι που φεύγει με λίγο Άζαξ. Το pure spectacle (pure με την καντιανή έννοια και spectacle με ντεμπορική) είναι δωρεάν διαφήμιση σε Μουσεία που λοιδορούνται ως μνημεία αποικιοκρατικού πλιάτσικου, πατριαρχίας και ωμού λευκού προνόμιου.
Το άλλο καταφύγιο der kritik είναι τα γκέτο πανεπιστημιακής εξειδίκευσης και υπο-εξειδίκευσης. Εδώ ο ανταγωνισμός δεν είναι χρωματιστές σούπες στα σελέμπριτις της ζωγραφικής αλλά ποιος θα χρησιμοποιήσει την πιο εξυπνακίστικη και δυσνόητη ορολογία. Οι -ότητες του 21ου αιώνα έχουν αντικαταστήσει τους -ισμούς του 20ού. Critical Race Theory, Intersectionality (μέχρι στιγμής -ότητα par excellence) και Decolonization αποτελούν τοτέμ της νέας αριστεράς και μπαμπούλες της νέας δεξιάς.
Στο βαρύ ποστ-πανκ βίντεο Eighties (άλλο ένα προϊόν του 1984) ο φρόντμαν των Killing Joke υποδυόταν υβρίδιο Μεγάλου Αδελφού + Ισχυρού Άνδρα ενώ στην οθόνη εναλλάσσονται Θάτσερ, Ρήγκαν, Σοβιετικοί, Πανκ, Τριτοκοσμικοί ηγέτες, κάψιμο βιβλίων, γυναικείο μπόντι μπίλντινγκ, μανιτάρι ατομικής βόμβας και άλλα. Λίγο αργότερα αλλά σε εμπορικότερους ροκ τόνους, το Land of Confusion των Genesis εστίασε σε Ρήγκαν και Θάτσερ. Και τα δύο βίντεο ήταν αδιάλειπτες παραστασιακές ροές άσχετων μεταξύ τους εικόνων επικαιρότητας, διαφημίσεων και προπαγάνδας. Στα 1980s είχαμε την πολυτέλεια να θεωρούμε ότι είδηση, διαφήμιση, προπαγάνδα ήταν διαφορετικά πράγματα. Σήμερα έχει πραγματοποιηθεί μια αξιοσημείωτη σύντηξη. Χρειάζεται προσπάθεια να ξεδιαλύνεις που τελειώνει το ένα και που αρχίζει το άλλο και πολλές φορές είναι αδύνατο. Και μαζί με infomercial fusion, advertorials και ειδησεοπροπαγάνδα, η μετάσταση του καπιταλισμού στις οθόνες μας δίνει την δυνατότητα να γίνουμε υπερπρόθυμα εμπορεύματα. Ο εαυτός έχει γίνει αδιάκοπο branding ενώ επανάσταση και χασμουρητό χωρίζονται από ένα κλικ.
Μετά την εκδίκηση του πραγματικού έχουμε εκδίκηση του άρτιφακτ. Ίσως αυτό είναι το καινούργιο Anything Goes.
*Το κείμενο διαβάζεται μαζί με το βίντεο: