Συναντάμε τέτοια παραδείγματα σε διάφορους χώρους, από την επιστήμη και την τέχνη μέχρι το ποδόσφαιρο. Στο χώρο της πληροφορικής δεσπόζει το παράδειγμα του Άλαν Τούριγκ. Μεγαλοφυής, με παιδική αθωότητα στο χαρακτήρα, αλλά και ομοφυλόφιλος, ωθείται από την πουριτανική κοινωνία της αγγλικής επαρχίας στην αυτοκτονία. Στη μουσική, ο καθένας μας σκέπτεται την περίπτωση του Τζιμ Μόρισον. Στην λογοτεχνία, αυτή του Όσκαρ Ουάιλντ. Υπάρχουν και πολλά άλλα, ασφαλώς.
Στο ποδόσφαιρο μια τέτοια περίπτωση ήταν ο Τζορτζ Μπεστ. Γρήγορος στη σκέψη μέσα στο γήπεδο, ευρηματικός στο παιχνίδι του, απίστευτος ντριπλαδόρος. Με «γερά» και τα δυο του πόδια, καλή κεφαλιά, ταχύτητα κι εκρηκτικότητα στα πετάγματά του. Στα 22 χρόνια του ήταν πρωταθλητής Ευρώπης με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και συνάμα κορυφαίος ποδοσφαιριστής της ηπείρου μας. Αλλά κατόπιν άρχισε η «ποδοσφαιρική κατρακύλα» του. Τα προβλήματα με την ομάδα του τον οδήγησαν, μερικά χρόνια μετά το θρίαμβο του 1968, να εγκαταλείψει τους «μπέμπηδες», να παίξει για λίγο στη Φούλαμ, κατόπιν στις ΗΠΑ και, τέλος, να σταματήσει το ποδόσφαιρο και ν’ αφήσει όλους εμάς να αναρωτιόμαστε πόσο μεγάλος ποδοσφαιριστής θα μπορούσε να είχε υπάρξει εάν δεν ήταν «αυτοκαταστροφικός», εάν δεν είχε επιλέξει να «επενδύσει» στις γυναίκες, στο ποτό και στα αυτοκίνητα τον εαυτό του ολόκληρο, όχι μόνο την περιουσία του.
Ως γνωστόν, κάποτε δήλωσε πως το 90% των χρημάτων που κέρδισε από το ποδόσφαιρο τα «ξόδεψε» στα τρία προαναφερθέντα «αγαθά» – αυτές τις τρεις πηγές απόλαυσης, ενίοτε και έμπνευσης, οι οποίες μπορούν, σε μεγάλες δόσεις ή με μεγάλες ταχύτητες, να οδηγήσουν στην αυτοκαταστροφή κάθε άνδρα– ενώ το υπόλοιπο 10% το «σπατάλησε»! Το ποτό, όμως, τον οδήγησε σε μεταμόσχευση ήπατος. Παρά τις υποσχέσεις του ότι δεν πρόκειται να ξαναπιεί μετά την επιτυχή επέμβαση, γρήγορα «ξανακύλησε» στο αλκοόλ. Απ’ αυτό και από τις γυναίκες δεν μπόρεσε ποτέ να «αποτοξινωθεί». Είναι γνωστή, άλλωστε, η φράση του, πως το 1967 έκοψε τις γυναίκες και το ποτό για 20 λεπτά της ώρας, που ήταν τα χειρότερα της ζωής του! Έτσι έχασε ένα μεγάλο μέρος της συμπάθειας του κοινού, που δεν του συγχώρησε ότι δεν εκτίμησε την τύχη (ή το θείο δώρο, εάν προτιμάτε) να του μεταμοσχευθεί επιτυχώς ήπαρ. Η συμπεριφορά του είχε αγγίξει πλέον τα όρια της ύβρεως, με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης. Το τέλος του φαινόταν ότι ήταν κοντά και, πράγματι, δεν άργησε.
Αυτή είναι η ιστορία μιας ποδοσφαιρικής μεγαλοφυΐας, που εφάμιλλές της υπήρξαν μόνον εκείνες του Πελέ και του Μαραντόνα. Και τούτο, παρά το γεγονός πως τα ποδοσφαιρικά του επιτεύγματα δεν συγκρίνονται με τα δικά τους. Ούτε καν μ’ εκείνα του Κρόιφ, του Μπεκενμπάουερ, του Πλατινί, του Ζιντάν ή του Μέσι και του Ρονάλντο (στη σημερινή εποχή).
Γιατί τον λάτρεψαν
Τότε, γιατί αγαπήσαμε τόσο πολύ τον Μπεστ, γιατί πονέσαμε τόσο με την απώλειά του, στις 25 Νοεμβρίου 2005, σε ηλικία μόλις 59 ετών;
Υπάρχουν, θαρρώ, κάποιοι καλοί λόγοι για όλους εμάς τους ποδοσφαιρόφιλους ώστε να θυμόμαστε πάντα τον Μπεστ, να τιμάμε τη μνήμη του, την «μοναδικότητα» του:
Πρώτον, γιατί ο Μπεστ «ενσάρκωσε» και προώθησε την αξία της ποδοσφαιρικής τέχνης στο Νησί, εκεί δηλαδή όπου το ποδόσφαιρο φημίζεται για τη δύναμή του, για το fair play κ.λπ., όχι όμως για την έμφαση στην τεχνική. Εαν ο Μπεστ ήταν Βραζιλιάνος ή Αργεντίνος, ίσως να μην τον προσέχαμε τόσο. Τώρα, όμως, αυτός ο «θρασύς» Ιρλανδός πήγε στην Αγγλία σε μια εποχή που οι Άγγλοι παίζανε σχεδόν αποκλειστικά με γιόμες και προσπάθησε να τους διδάξει πόσο ωραίο είναι το ποδόσφαιρο όταν παίζεται με την μπάλα κάτω. Επιπλέον, ενώ είχε τις αρετές ενός Λατινοαμερικανού όσον αφορά την τεχνική του δεινότητα, δεν είχε κανένα από τα μειονεκτήματά τους. Δεν καθυστερούσε σκόπιμα και δεν ήταν «βρώμικος» στο παιχνίδι του. Τέλος, δεν έδινε στο ποδόσφαιρο μεγαλύτερη αξία απ’ όση πράγματι έχει, δηλαδή αυτή ενός λαοφιλούς παιχνιδιού. Δεν ήταν σαν τον Μαραντόνα που χαιρέτιζε κάθε νίκη της Αργεντινής επί της Αγγλίας στο ποδόσφαιρο ως νίκη-εκδίκηση του καταπιεσμένου Τρίτου Κόσμου επί της πρώην αποικιοκρατικής αυτής δύναμης της Ευρώπης, γεμίζοντας πολιτικές ψευδαισθήσεις τον εαυτό του και τους συμπατριώτες του. Ο Μπεστ, άλλωστε, δεν συμμερίστηκε ποτέ ούτε τις κρίσεις μεγαλείου –τις έμφορτες ψευδαισθήσεων– που κατά καιρούς περνούν οι Αγγλοι όσον αφορά το status του ποδοσφαίρου τους στη «διεθνή αγορά» (παράδειγμα αποτελεί η παραδοσιακή και αμετρίαστη από την εμπειρία αισιοδοξία των Άγγλων πριν από την έναρξη σχεδόν κάθε Παγκόσμιου Κυπέλλου στο οποίο συμμετέχουν, ότι θα το κατακτήσουν)! Παρέμεινε Ιρλανδός, αυτό τα λέει όλα!
Δεύτερον, ο Μπεστ ήταν ευφυής άνθρωπος. Καλός μαθητής στο σχολείο, μπορεί να μην έγινε διανοούμενος αλλά ποτέ δεν έχασε το χιούμορ του, τον αυτοσαρκασμό του. Αυτά, άλλωστε, είναι έμφυτα, κυρίως, χαρίσματα. Το 1976, σε αγώνα της Βορείου Ιρλανδίας εναντίον της Ολλανδίας, αφού πέρασε την μπάλα μέσα από τα πόδια του μεγάλου Γιόχαν Κρόιφ –του έκανε, δηλαδή, «ποδιά»– γύρισε και του είπε: «Αγαπητέ Γιόχαν, είσαι ο καλύτερος απ’ όλους απλώς και μόνο επειδή δεν έχω τον χρόνο». Ίσως είχε δίκιο αν παρατηρήσουμε τι έκανε με την μπάλα στα πόδια, τι σπάνιες τεχνικές αρετές διέθετε, παρακολουθώντας το βιντεάκι με τον χαρακτηριστικό τίτλο: George Best was even better than you think.[1]
Επίσης, πολλοί είπαν πως υπήρξε ωραιοπαθής, διότι κάποτε δήλωσε πως, αν ήταν άσχημος, ο ποδοσφαιρικός κόσμος δεν θα είχε ποτέ ακούσει για τον Πελέ. Όμως, κακά τα ψέματα, ήταν όντως ωραίος ο Μπεστ! Ποιος το αρνείται; Άλλοι, πάλι, τον εγκάλεσαν για κακότητα, διότι είπε για τον Ντέιβιντ Μπέκαμ ότι «αν εξαιρέσουμε πως δεν έχει αριστερό πόδι, δεν ντριπλάρει, δεν έχει κεφαλιά και δεν μαρκάρει, κατά τα άλλα είναι πολύ καλός παίκτης». Υπερβολές! Όχι του Μπεστ αλλά των επικριτών του! Και τούτο, διότι στοιχηματίζω πως αν ρωτούσαμε οποιονδήποτε με στοιχειώδεις γνώσεις στο ποδόσφαιρο, με τον ίδιο περίπου τρόπο θα αποτιμούσε την ποδοσφαιρική αξία του Μπέκαμ.
Εγώ, αντιθέτως, θα εστιάσω την προσοχή μου σε δύο δηλώσεις που έκανε λίγο πριν από το τέλος του. Στη μία είπε πως θα ήθελε να ζήσει κι άλλο, αλλά φαίνεται πως ήπιε πολύ! Κλασικός βρετανικός αυτοσαρκασμός, έστω λιγάκι «πένθιμος». Στην τελευταία, μπροστά στις κάμερες των φωτογραφικών συνεργείων, ζήτησε από τον κόσμο να θυμάται πως το ποτό τον οδήγησε στο θάνατο και γι’ αυτό κανείς να μην ακολουθήσει τα βήματά του. Έδωσε, λοιπόν, ένα μήνυμα στην κοινωνία και ειδικά στους νέους, την ύστατη αυτή περίοδο της ζωής του. Συνοψίζοντας, ο Μπεστ δεν έλεγε τις κοινοτοπίες του Πελέ, ούτε τις ασυναρτησίες του Μαραντόνα. Παρ’ όλα τα ελαττώματά του, υπήρξε ένας πνευματικά χαριτωμένος άνθρωπος!
Τρίτον και τελευταίο, ο Μπεστ σίγουρα δεν ήταν ο χαρακτήρας που μια μάνα θα ήθελε να έχει ο γαμπρός της. Γυναικάς, πότης, σπάταλος. Ομως, ας είμαστε ειλικρινείς, πολλοί άνδρες εμίσησαν το ποτό, λιγότεροι τα ακριβά αυτοκίνητα, τις γυναίκες ουδείς! Πολλές οι γυναίκες στη ζωή του, ανάμεσά τους και τρεις Μις Κόσμος (η μία, μάλιστα, απαρνήθηκε το στέμμα της, για να είναι με τον Μπεστ). Τουλάχιστον, ας μην τον κατηγορούμε γι’ αυτή του την «αδυναμία»! Την πιο ανθρώπινη!
Γι’ αυτά θα θυμόμαστε τον Μπεστ! Γιατί με τον τρόπο που έπαιξε ποδόσφαιρο, αλλά και έζησε, ράγισε κάπως τη μονοτονία του αγγλικού ποδοσφαίρου και τη σοβαροφάνεια της αγγλικής κοινωνίας. Και ταυτόχρονα, πρόσφερε δόξα και υπερηφάνεια στους συμπατριώτες του Ιρλανδούς, έναν περήφανο και ταλαιπωρημένο λαό. Ίσως κάποιοι από τους παραπάνω λόγους να οδήγησαν και τον Μάνο Χατζιδάκι να γράψει το «Αιώνιο πάθος: Μια μπαλάντα για τον Τζορτζ Μπεστ». Για το πέμπτο «σκαθάρι», τον El Beatle, όπως τον ονόμασαν οι Πορτογάλοι μετά τη μεγαλειώδη εμφάνισή του στο 5-1 της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ επί της Μπενφίκα, στις 9 Μαρτίου 1996, στη Λισσαβώνα, για τα προημιτελικά του τότε Κυπέλου Πρωταθλητριών. Γι’ αυτόν που «υπήρξεν ο… υπήρξεν ο… καλύτερος»!
[1] Πρόκειται για το: https://www.youtube.com/watch?v=ZuOkQYayFUI