Σύνδεση συνδρομητών

Θα ενώσει άραγε ή θα διχάσει o Πούτιν την Ευρώπη;

Σάββατο, 30 Μαρτίου 2024 09:25
H επίσημη φωτογραφία του Κρεμλίνου από μια συνάντηση μεταξύ του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας Βίκτωρ Όρμπαν και του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στη Μόσχα, 23 ημέρες πριν από την εισβολή στην Ουκρανία. Η Ρωσία θα προσπαθήσει το επόμενο διάστημα να χρησιμοποιήσει αδύναμους κρίκους εντός της ευρωπαϊκής κοινότητας κρατών όπως χρησιμοποιεί αυτή την περίοδο την Ουγγαρία του Όρμπαν, για να επιτεθεί όχι μόνο στα δημοκρατικά πολιτεύματα και στις ανοιχτές κοινωνίες τους αλλά και για να μετατρέψει τη στρατιωτική, θεσμική ή/και κοινωνική αδυναμία αυτών των μεμονωμένων χωρών σε θεμελιώδεις προκλήσεις για ολόκληρη την Ευρώπη.
Κρεμλίνο
H επίσημη φωτογραφία του Κρεμλίνου από μια συνάντηση μεταξύ του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας Βίκτωρ Όρμπαν και του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στη Μόσχα, 23 ημέρες πριν από την εισβολή στην Ουκρανία. Η Ρωσία θα προσπαθήσει το επόμενο διάστημα να χρησιμοποιήσει αδύναμους κρίκους εντός της ευρωπαϊκής κοινότητας κρατών όπως χρησιμοποιεί αυτή την περίοδο την Ουγγαρία του Όρμπαν, για να επιτεθεί όχι μόνο στα δημοκρατικά πολιτεύματα και στις ανοιχτές κοινωνίες τους αλλά και για να μετατρέψει τη στρατιωτική, θεσμική ή/και κοινωνική αδυναμία αυτών των μεμονωμένων χωρών σε θεμελιώδεις προκλήσεις για ολόκληρη την Ευρώπη.

Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, όπως και η ευρύτερη επίθεση στην Ευρωπαϊκή Τάξη Ασφαλείας θέτει το ζήτημα της πανευρωπαϊκής συνεργασίας και εντός αλλά και πέραν των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Tεύχος 150

Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία από το 2014 και η μεγάλης κλίμακας εισβολή από το 2022, μαζί με ορισμένες άλλες μοιραίες εξελίξεις στην Ευρώπη και γύρω από αυτήν, άνοιξαν εκ νέου το θεμελιώδες ερώτημα για το ποια ακριβώς συμφέροντα και αξίες μπορούν ή δεν μπορούν να μοιραστούν τα διάφορα ευρωπαϊκά έθνη. Τα έκτακτα γεγονότα μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία πριν από δέκα χρόνια και, κυρίως, μετά την έναρξη του μεγάλου πολέμου της πριν από δύο χρόνια, έχουν αλλάξει παλαιότερες πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ και των κρατών-μελών της, από τη μία πλευρά, καθώς και των ευρωπαϊκών χωρών εκτός ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, από την άλλη. Υπό το πρίσμα αυτών και άλλων πρόσφατων γεγονότων στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς και της συνεχιζόμενης συζήτησής τους, η επικείμενη αλλαγή στη σύνθεση και ανασυγκρότηση των κύριων θεσμικών οργάνων της ΕΕ το 2024-2025 έχει αποκτήσει νέες διαστάσεις.

 

Ουσιαστικές αλλαγές

Για τα προηγούμενα Kοινοβούλια, τις επιτροπές και τα συμβούλια της ΕΕ, οι κύριες πολιτικές συζητήσεις και αποφάσεις περιστρέφονταν γύρω από την ταχύτητα και την κατεύθυνση της προόδου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία εκλαμβάνεται ως ένα κανονιστικά και οικονομικά καθοδηγούμενο σχέδιο. Τώρα το διακύβευμα της απάντησης αυτών των ερωτημάτων έχει αυξηθεί αισθητά στη σφαίρα της διεθνούς ασφάλειας. Η, ίσως, κεντρική πρόκληση για τις Βρυξέλλες είναι σήμερα και θα παραμείνει για τα επόμενα χρόνια η ακόλουθη: ποιες πρακτικές συνέπειες και επιπτώσεις θα πρέπει να έχει η νέα στρατιωτική, γεωπολιτική και γεωοικονομική κατάσταση της Ευρώπης για τις πολιτικές της ΕΕ έναντι των άμεσων γειτόνων της Ένωσης στην ήπειρο;

Ορισμένες διακρατικές δομές συνδέουν ήδη τα κράτη μέλη της ΕΕ και τις χώρες της Ευρώπης που δεν είναι μέλη της ΕΕ μεταξύ τους. Περιλαμβάνουν, αφενός, παλαιότερους θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ), ο ΟΑΣΕ, ο ΕΟΧ ή η Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας, αφετέρου πιο πρόσφατες καινοτομίες όπως η Συνέργεια της Μαύρης Θάλασσας, το Πρόγραμμα Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης (ΑΕΣ) ή το Τρίγωνο του Λούμπλιν. Ορισμένες από αυτές τις δομές είτε περιελάμβαναν στο παρελθόν, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, είτε περιλαμβάνουν ακόμη και σήμερα, όπως ο ΟΑΣΕ, τη Ρωσία ως συμμετέχοντα. Ωστόσο, ήταν ανεπαρκείς για να αποτρέψουν τη δραματική κλιμάκωση του ρωσοουκρανικού πολέμου το 2022. Μια κάπως παρόμοια ιστορία ισχύει για τις πρόσφατες στρατιωτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν – χώρες που συμμετέχουν εξίσου, μεταξύ άλλων, στο ΣτΕ, τον ΟΑΣΕ και την ΑΕΣ.

Οι πρόσφατες μοιραίες εξελίξεις στην Ευρώπη υποδεικνύουν την ανάγκη για κάτι περισσότερο από απλώς διακοσμητικές αλλαγές στις σχέσεις της ΕΕ με τις ευρωπαϊκές χώρες εκτός ΕΕ για δύο λόγους. Πρώτον, οι προηγούμενες προσεγγίσεις και πρωτοβουλίες των Βρυξελλών αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για να αμβλύνουν ή να αντισταθούν στις εντάσεις στην Ανατολική Ευρώπη που οδήγησαν σε πόλεμο. Χρειάστηκε το 2022 και χρειάζεται ακόμη και σήμερα να αναθεωρηθούν στο πλαίσιο της έκδηλης αποτυχίας τους να διασφαλίσουν την ειρήνη στην Ευρώπη. Δεύτερον, ο συνεχιζόμενος πόλεμος και τα πολλαπλά επακόλουθά του σε ολόκληρο τον κόσμο απαιτούν νέες προσεγγίσεις και δράσεις που μπορούν να συμβάλουν στη διάσωση του ουκρανικού κράτους από τον αφανισμό και της ευρωπαϊκής τάξης ασφαλείας από την καταστροφή. Μια θεμελιώδης επανεξέταση και –τουλάχιστον μερική– αναδιαμόρφωση των παλαιότερων πολιτικών της ΕΕ έναντι των χωρών εκτός ΕΕ –κυρίως στην ίδια την Ευρώπη– βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.

Η πιο αξιοσημείωτη αλλαγή τα τελευταία δύο χρόνια ήταν η αναβάθμιση, το 2022, της Ουκρανίας και της Μολδαβίας και, το 2023, της Γεωργίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης σε επίσημες υποψήφιες χώρες για πλήρη ένταξη στην ΕΕ. Ενώ οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων είχαν ήδη μια προοπτική ένταξης στην ΕΕ για περισσότερα από 20 χρόνια, η τελική τύχη της τριάδας σύνδεσης –δηλαδή της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και της Γεωργίας– παρέμενε ασαφής μετά την έναρξη της ΑΕΣ το 2009. Μόνο ως αντίδραση στην επίθεση της Ρωσίας και στην αίτηση ένταξης της Ουκρανίας την άνοιξη του 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε την πρωτοβουλία προκειμένου να πείσει τα κράτη-μέλη της Ένωσης να αλλάξουν στάση όχι μόνο απέναντι στο Κίεβο, αλλά και απέναντι στο Κισινάου και την Τιφλίδα. Στα τέλη του 2023, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία και τη Μολδαβία και αποδέχθηκε τη Γεωργία ως υποψήφια χώρα της ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό οι Βρυξέλλες ξεκαθάρισαν τελικά τον έως τώρα δυσδιάκριτο στόχο των τριών συμφωνιών σύνδεσης και των βαθέων και συνολικών συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου (DCFTA) που είχαν συνάψει με τις τρεις χώρες το 2014.

Μια άλλη βαρυσήμαντη θεσμική αλλαγή ως απάντηση στην έναρξη της μεγάλης κλίμακας εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 ήταν η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας (ΕΠΚ) – μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε συμβολικά στις 9 Μαΐου 2022 από τον πρόεδρο της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν. Συνολικά 47 κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, συμφώνησαν να ενταχθούν στην ΕΠΚ, δημιουργώντας έτσι ένα νέο πανευρωπαϊκό πλαίσιο διαβούλευσης και επανεκκίνησης των σχέσεων της ΕΕ με τις τρίτες χώρες της Ευρώπης. Η ίδρυση της ΕΠΚ μπορεί να θεωρηθεί έκφραση μιας νέας αίσθησης κοινότητας των ευρωπαϊκών εθνικών συμφερόντων απέναντι στην άγρια ρωσική επίθεση σε ένα από τα μεγαλύτερα έθνη της Ευρώπης. Μπορεί επίσης να σηματοδοτήσει ένα νέο αίσθημα κοινότητας μεταξύ εκείνων των εθνών της ΕΕ και των χωρών εκτός ΕΕ που υποστηρίζουν τις ευρωπαϊκές αξίες και θέλουν να αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη κανονιστική πρόκληση που θέτει η Μόσχα καθώς και οι διάφοροι αντιδυτικοί σύμμαχοί της.

Η μελλοντική προοπτική –πιο στενά– της ΕΠΚ, καθώς και το ποιος θα είναι ενδεχόμενος αντίκτυπος των –με την ευρεία έννοια– κινήτρων που οδήγησαν στη σύστασή της μένει να φανούν. Αν και δεν θα εξαρτηθούν αποκλειστικά από παράγοντες όπως οι ακόλουθοι, είναι σαφές ότι η προθυμία, η ικανότητα και η επιτυχία της ΕΕ να εμβαθύνει τις σχέσεις, τις ενώσεις και, εν μέρει, την ολοκλήρωση της Ένωσης με τις ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται σήμερα εκτός ΕΕ θα είναι καθοριστικής σημασίας συντελεστές τόσο για την προοπτική όσο και για την εμβέλεια και το αποτύπωμα της ΕΠΚ. Καθώς οι τελευταίες αποτελούν μια ανομοιογενή ομάδα κρατών, οι νέες ευρύτερες πρωτοβουλίες, όπως η ΕΠΚ, μπορούν να λειτουργήσουν μόνο ως φόρουμ συζήτησης και δικτύωσης. Η ΕΠΚ, καθώς και παλαιότεροι πανευρωπαϊκοί οργανισμοί όπως το ΣτΕ ή ο ΟΑΣΕ, μπορεί να είναι χρήσιμοι για να μετεωρίζονται ή να συζητούν αυτή ή εκείνη την ιδέα μεταξύ των δεκάδων χωρών που συμμετέχουν σε αυτούς. Ωστόσο, οι υπερκείμενες πρωτοβουλίες όπως η ΕΠΚ θα διαδραματίσουν λιγότερο σημαντικό ρόλο στον συγκεκριμένο σχεδιασμό και την πρακτική εφαρμογή νομικών, θεσμικών και υλικών βελτιώσεων των σχέσεων μεταξύ της ΕΕ, των κρατών-μελών της και των χωρών εκτός ΕΕ στην Ευρώπη.

Η διμερής και πολυμερής εμβάθυνση της συνεργασίας στις σχέσεις της ΕΕ δεν είναι μόνο το ζητούμενο της ημέρας όσον αφορά τα ευρωπαϊκά έθνη που πλήττονται ή απειλούνται πιο άμεσα από μια ρωσική στρατιωτική επίθεση – δηλαδή την Ουκρανία, τη Γεωργία, τη Μολδαβία και την Αρμενία. Είναι επίσης μια αναγκαιότητα όσον αφορά άλλες ευρωπαϊκές χώρες εκτός ΕΕ –με την ευρεία έννοια–, από την Ισλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο έως το Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία. Οι πρωταρχικές εστίες αυτής της συνεργασίας έχουν γίνει σήμερα η εθνική και διεθνής ασφάλεια και ανθεκτικότητα. Η προώθηση περισσότερων ανταλλαγών, συνεργασίας και ενότητας σε διάφορους τομείς που αφορούν την αποτροπή, την πρόληψη ή, τουλάχιστον, τον περιορισμό του ρωσικού και άλλου αντιδυτικού πολέμου στην Ευρώπη –είτε πρόκειται για κινητικό, υβριδικό, ψυχολογικό, πολιτικό, οικονομικό ή άλλο πόλεμο– έχει αποκτήσει μια εντελώς υπαρξιακή διάσταση. Θα κρίνει όχι μόνο την ποιότητα αλλά και την επιβίωση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών και των διαφόρων συμμαχιών τους – κυρίως, αλλά όχι μόνο της ΕΕ.

Επιπλέον, η βαθύτερη και ευρύτερη συνεργασία σε πεδία που δεν σχετίζονται άμεσα με την υπεράσπιση της ασφάλειας, της ακεραιότητας και της κυριαρχίας της Ευρώπης, θα συμβάλει επίσης στο να καταστήσει την ευρωπαϊκή κοινότητα κρατών ακόμη ισχυρότερη. Η μεγάλη ποικιλία τομέων στους οποίους μπορούν και πρέπει να αναλάβουν αποτελεσματικότερη διευρωπαϊκή δράση οι Βρυξέλλες και οι άλλες πρωτεύουσες της ΕΕ κυμαίνεται από την προώθηση της βιομηχανικής καινοτομίας έως τη διασφάλιση καλύτερης κοινωνικής και περιβαλλοντικής προστασίας, καθώς και τη δυνατότητα μεγαλύτερης ισότητας των φύλων, επιστημονικής προόδου και πολιτιστικών ανταλλαγών. Η πίεση για περισσότερη συνεργασία και ολοκλήρωση σε αυτούς και σε άλλους τομείς σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν αποτελεί σήμερα μόνο έκφραση μιας κανονιστικής προτίμησης για τον διεθνικό ανθρωπισμό, τον ευρωπαϊσμό ή/και τον φιλελευθερισμό. Έχει γίνει θέμα αυτοσυντήρησης.

 

Οι δημοκρατίες κινδυνεύουν

Εάν οι δημοκρατίες της Ευρώπης –είτε εντός είτε εκτός της ΕΕ– δεν συνδεθούν στενότερα μεταξύ τους και δεν αλληλοβοηθηθούν καλύτερα για να αναπτυχθούν και να προστατευθούν, κινδυνεύουν. Μπορεί βάσιμα να υποτεθεί ότι η Ρωσία και άλλες αντιδυτικές δυνάμεις αναζητούν αδύναμους κρίκους εντός της ευρωπαϊκής κοινότητας κρατών. Θα επιλέξουν –όπως κάνει η Μόσχα με την Ουκρανία από το 2014– αυτές τις χώρες για να επιτεθούν όχι μόνο στα δημοκρατικά πολιτεύματα και τις ανοιχτές κοινωνίες τους. Θα προσπαθήσουν να μετατρέψουν τη στρατιωτική, θεσμική ή/και κοινωνική αδυναμία αυτών των μεμονωμένων χωρών σε θεμελιώδεις προκλήσεις για ολόκληρη την Ευρώπη.

Ένα παλιό ρητό στην πολιτική επιστήμη υποστηρίζει ότι όχι μόνο τα κράτη κάνουν πολέμους, αλλά και οι πόλεμοι κάνουν τα κράτη (Charles Tilly: «Ο πόλεμος έκανε τα κράτη και τα κράτη τον πόλεμο»). Για την Ευρώπη στο σύνολό της και την ΕΕ, έχει πλέον προκύψει ένα τεστ για το κατά πόσον ισχύει επίσης και μια διακρατική εκδοχή ή και προεκβολή αυτού του κανόνα. Ο συνεχιζόμενος ρωσοουκρανικός πόλεμος θα ενισχύσει ή θα αποδυναμώσει την ευρωπαϊκή κοινότητα κρατών; Τα επόμενα χρόνια θα το δείξουν.

μετάφραση: Βασίλης Μπογιατζής

 

 

Andreas Umland

Αναλυτής στο Stockholm Center for Eastern European Studies (SCEEUS) του Σουηδικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων. Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου-Mohyla Academy. Υπήρξε ερευνητής, υπότροφος και διδάσκων πολλών Πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων και είναι υπεύθυνος των σειρών βιβλίων "Soviet and Post-Soviet Politics and Society" και "Ukrainian Voices" του εκδοτικού οίκου Ibidem Press.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.