Σύνδεση συνδρομητών

Ανάγνωση, ομιλία, πρόσληψη

Σάββατο, 09 Μαρτίου 2024 08:00
Αλέξης Ακριθάκης, Χωρίς τίτλο, 1990. Ακρυλίκό σε ξύλο, 152x100 εκ.
Συλλογή Ζαχαρία Γ. Πορταλάκη
Αλέξης Ακριθάκης, Χωρίς τίτλο, 1990. Ακρυλίκό σε ξύλο, 152x100 εκ.

Οι γνωστές τρεις στάθμες επικοινωνιακής ευστοχίας στην ανάγνωση κειμένου

Όσο οξύτατα κι άν είναι τα πρακτικά προβλήματα της ζωής-μας σήμερα (στο ατομικό και στο συλλογικό πλαίσιο), δέν θα θέλαμε να συνεπάγονται δυσχέρειες στην μεταξύ-μας επικοινωνία. Απεναντίας, σε τέτοιους κρίσιμους καιρούς, τα μέλη της Ομάδας έχουν ακόμα μεγαλύτερες ανάγκες για αμεσότερη και εκφραστικότερη συνεννόηση, προκειμένου να αυξηθεί η μεταξύ-τους συνοχή, και ν’ αποφεύγονται ενδεχόμενες παρεξηγήσεις (αφού «η φτώχεια φέρνει και γκρίνια»).

Επομένως, ίσως δέν είναι ανεπίκαιρη μια υπόμνηση μερικών απ’ τις συνθήκες υπο τις οποίες βελτιώνεται η επικοινωνιακή ευστοχία του γραπτού λόγου.

Θα ήθελα λοιπόν ειδικότερα να αναφερθώ στη σύγκριση της αναμενόμενης εκφραστικότητας ανάμεσα:

  • στην ανάγνωση ενος απλού γραπτού κειμένου, απο μένα τον ίδιο,
  • σε μια ακρόαση ανάγνωσης (απο αφανή όμως ομιλητή)
  • και στην περίπτωση ακρόασης και σύγχρονης θέασης του αναγνώστη.
  1. Ξεκινάμε με την περίπτωση κατα την οποία καλούμαστε να αναγνώσουμε ενα κείμενο μόνοι μας. Σκόπιμο είναι εδώ να θυμηθούμε οτι σ’ αυτό το κείμενο ο συγγραφέας-του κατέγραψε τον «εν διαθέσει» λόγον-του που δέν τον εκδήλωσε με «ομιλίαν», αλλα απλώς τον παράστησε με γραπτά «σύμβολα» πάνω σε ένα υπόβαθρο (χαρτί, οθόνη, κεραμικό ή ξύλο). Αυτή όμως, η καταγραφή δέν ήταν ολοκληρωμένη: Ο καταγραφέας διέθετε:

α)    24 απλά σύμβολα φθόγγων («γράμματα»),

β)    μερικά σημεία στίξης, και

γ)    μιάν οξεία.

Δέν είχε δηλαδή σύμβολα που να αναπαράγουν σπουδαίες και συνεχώς μεταβαλλόμενες ιδιότητες των φθόγγων, όπως

  • ηχητική βασική συχνότητα κάθε φθόγγου (μετρούμενη σε Hertz)
  • ένταση ήχου (μετρούμενη σε ντεσιμπέλ, dB), και
  • χροιά ήχου (με κάπως περιπλοκότερη χρήση ανωτέρων αρμονικών).
  • ούτε σύμβολα ταχύτητας εκφοράς, ούτε διάρκειας πλήθους παύσεων (μετρούμενες π.χ. σε χιλιοστά του δευτερολέπτου [ms]).

Ήρθε μάλιστα και το ενμέρει λανθασμένο «κρατικό» Μονοτονικό, το οποίο στέρησε απ’ τον καταγραφέα και τη δυνατότητα να δηλώνει πάντοτε ποιοί ακριβώς φθόγγοι τονίζονται[1]: Δέν μας έφτανε δηλαδή η ανεπάρκεια των γραπτών συμβόλων πλήρους αναπαράστασης του προφορικού λόγου, χάσαμε κι ένα μέρος απ’ το διαθέσιμο σχετικό εργαλείο (τη λειτουργική σημασία της οξείας).

Έτσι λοιπόν, ο «δεύτερος» αναγνώστης (ο οποίος φυσικά αγνοεί τον «εν διαθέσει» λόγο του συγγραφέως), έχει στα χέρια-του ενα κάπως υποβαθμισμένο γραπτό κείμενο, και κάμποσες φορές, θα χρειασθεί να προσπαθήσει να φαντασθεί την αρχική εκφραστική πρόθεση του συγγραφέα…

Χρήσιμο είναι να εξετάσομε εδώ μερικά σχετικά παραδείγματα, για όσους τυχόν απο μας δέν θυμούμαστε το φαινόμενο της προσωδίας.

  • Πάρτε την πρόταση «Ο Κώστας είδε τον Νίκο στην Αθήνα».

Άραγε, τί απο όσα ακολουθούν ήθελε να ’πεί ο συγγραφέας;

  • Οτι ο Κώστας (κι όχι κάποιος άλλος) το έκανε;
  • Οτι τον Νίκο (κι όχι κάποιον άλλον) είδε ο Κώστας;
  • Οτι στην Αθήνα (κι όχι κάπου αλλού) έγινε η συνάντηση;

Στον προφορικό λόγο, σε κάθε μιά απ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο τονούμενος φθόγγος της «εστιακής» λέξης (Κώστας ή Νίκος ή Αθήνα) εκφέρεται με διπλάσια περίπου ηχητική συχνότητα απ’ όλους τους άλλους – οπότε το νόημα γίνεται σαφέστατο, ενώ στη γραπτή πρόταση που αναφέραμε, αυτή η νοηματική ακρίβεια είναι ανέφικτη.

  • Στην πρόταση «Εγώ θα σ’ το δώσω», τί άραγε εννοείται;
  • Οτι εγώ (κι όχι άλλος) θα το κάνω;
  • Ή ότι «θα σ’ το δώσω (μήν ανησυχείς)»
  • Ακόμα και ενα απλό «ναί» να βλέπομε γραμμένο, πάλι θα χρειασθεί ν’ αλλάξομε ριζικά την εκφορά μας, ανάλογα με την «ερώτηση» που είχε προηγηθεί. Οπότε θα προκύψουν προσωδιακώς ποικίλα «ναί»: Ουδέτερο, διστακτικό, διαβεβαιωτικό, ερωτηματικό, ως ειρωνική διαφωνία, θριαμβευτικό, βαθειά λυπηρό. Ανάμεσα σ’ αυτά τα «ναί», έχομε μετρήσει[2] διαφορές συχνότητας απο 180 έως 350 Hertz, και διάρκειες εκφοράς από 400 έως 900 [ms].

Μεγαλύτερη όμως σημασία έχουν ίσως μερικές άλλες αδυναμίες του γραπτού: Δέν διαθέτει σύμβολα για να αποτυπώσει τη λεγόμενη χροιά της φωνής – εκείνην δηλαδή την ηχητική ιδιότητα που οφείλεται κυρίως στο περιεχόμενο[3] ανώτερων αρμονικών ταλαντώσεων, πέραν της θεμελιώδους συχνότητας.  Χάρις στη χροιά, διαφοροποιούνται δύο ήχοι παρ’ όλον οτι έχουν τον ίδιο ακριβώς τόνο και την ίδια ένταση. Αυτές δε οι διαφοροποιήσεις συνιστούν εναν άλλον πλούτο, ο οποίος προσφέρεται να υπηρετήσει ειδικότερες ανάγκες έκφρασης συγκινήσεων, έκπληξης, θαυμασμού κλπ. Είναι οι περιπτώσεις που μπορεί να χαρακτηρίζονται με τα επίθετα φωνή «βελούδινη», «στεγνή», κ.ά.

ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ όλες αυτές τις εγγενείς αδυναμίες του γραπτού λόγου (αιτιολογημένες βέβαια απ’ την ανάγκη για «οικονομία»), κατανοούμε και μερικά γνωστά περι την ανάγνωση προβλήματα, όπως:

  • Την φωνητικώς ουδέτερη (και νοηματικώς ανεπαρκή) ανάγνωση κειμένου απο μικρά παιδιά ή από απαράσκευους εκφωνητές.
  • Τις ενίοτε άστοχες εμφάσεις που χρησιμοποιούν μερικοί (ανέλεγκτοι) εκφωνητές διαφημίσεων.
  1. Εάν όμως, το ίδιο κείμενο, δέν χρειαζόταν να το αναγνώσουμε εμείς για πρώτη φορά, αλλα το ακούσουμε (λ.χ. απ’ το ραδιόφωνο) να το διαβάζει ενας καλά προετοιμασμένος αφηγητής, τότε ενα μέρος απ’ τα εκφραστικά ελαττώματα που καταγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο, ενδέχεται να αποφευχθούν. Διότι ο εκφωνητής είχε την υποχρέωση (και τον χρόνο):
  • να αναζητήσει μέσα στα συμφραζόμενα του κειμένου τις ειδικότερες εκφραστικές προθέσεις του συγγραφέα, ή
  • να επιλέξει αναγνωστικό ύφος με τις λιγότερες δυνατές αντιφάσεις.

Ιδίως όμως, ο προετοιμασμένος εκφωνητής έχει συστηματικώς εντοπίσει τις απαιτούμενες διάρκειες των παύσεων που χρειάζονται στις θέσεις των σημείων στίξεως[4]. Αλλα και τις απαιτούμενες μεταβολές ταχύτητας εκφοράς ορισμένων λέξεων μέσα στην ίδια πρόταση[5].

Απο ετούτα όλα θα εξαρτηθεί μια «ανεκτή» ή «καλή» ή «απολαυστική» ανάγνωση, του ίδιου ακριβώς κειμένου.

Και μόνη αυτή η εμπειρικώς γνωστή δυνατότητα πολλαπλής[6] ποιότητας ανάγνωσης, υποδεικνύει νομίζω τη βασική ανεπάρκεια των γραπτών συμβόλων, και τη μεγάλη αξία της ανασύστασης του «εν διαθέσει» λόγου του συγγραφέα, χάρις στην οιονεί-αποκρυπτογράφηση την οποία προσφέρει μια επιμελημένη προφορική παρουσίαση κειμένου.

  1. Τέλος, ως γνωστόν, υπάρχει κι άλλο ένα (ακόμη πιο ευάρεστο) ενδεχόμενο: Ν’ ακούσω την ανάγνωση αυτού του κειμένου απο έναν ομιλητή τον οποίον βλέπω μπροστά-μου ζωντανόν ή σε μια οθόνη. Υποτίθεται βέβαια, οτι καί αυτός, όπως και ο προηγούμενος αναγνώστης, είναι:
  • επαρκώς καλλιεργημένος, ώστε να είναι ικανός να κατανοεί τις έννοιες (και τις λεπτότερες αποχρώσεις τους) που περιλαμβάνονται στο υπόψιν κείμενο, και
  • επαρκώς προετοιμασμένος, ώστε να έχει εκ προοιμίου επιλύσει όσες τυχόν απορίες γεννούν ορισμένα σημεία του κειμένου, και νά ’χει αποφασίσει και για ορισμένες χροιές ήχου που θα χρησιμοποιήσει σε άλλα τμήματα του κειμένου.

Μέχρι εδώ, ο «τηλεοπτικός» αναγνώστης δέν διαφέρει απ’ τον «ραδιοφωνικό» αναγνώστη.

Ο «ΑΦΗΓΗΤΗΣ» ΑΥΤΟΣ όμως τώρα, ζωντανεύει κυριολεκτικώς τον συγγραφέα του κειμένου. Και φυσικά, κατα την παρουσίαση μπορεί να χρησιμοποιήσει και εξωγλωσσικά  εκφραστικά μέσα, όπως: μορφασμούς, χειρονομίες και στάσεις σώματος – μέσα, τα οποία ωστόσο υπάγονται στην ευρύτερη έννοια της Γλώσσας. Και τα οποία (εάν έχουν ορθώς εκλεγεί και συμμέτρως εκτελεσθεί)[7] μπορούν να αποσαφηνίσουν περαιτέρω τα λεγόμενα.

Απο κάθε λοιπόν άποψη, πρόκειται για μια, άς την πούμε, ανάσταση του αρχικού «εν διαθέσει» λόγου.  Κι αυτή είναι, προφανώς, η επικοινωνιακώς ευστοχότερη μέθοδος εν συγκρίσει με τις δυό προηγούμενες.

  1. Ωστόσο, για την ανάπτυξη του δικού-μου του μυαλού, είναι φανερό οτι η έμμονη προσωπική προσπάθεια κατανόησης κειμένου θα ήταν ωφελιμότερη, αφού ενεργοποιεί παντοειδείς (ορθολογικές και φαντασιακές) δράσεις του εγκεφάλου, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι ελλείψεις του γραπτού λόγου για μια πλήρη αναπαράσταση του «εν διαθέσει» λόγου. Άς επιτραπεί δέ να τις υπενθυμίσουμε ξανά αυτές τις ελλείψεις καί εδώ:

–       Τονικές μεταβολές

–       Μεταβολές έντασης

–       Χρονικές πληροφορίες

–       Πληροφορίες χροιάς ήχου

(θεμελιώδεις συχνότητες όλων των φθόγγων, σε [Hz])

(σε ντεσιμπέλ [dB])

(διάρκεια παύσεων σε [ms], ταχύτητα εκφοράς λέξεων)

(συνοπτικός χειρισμός ανωτέρων αρμονικών)

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, βέβαια, ενας υπεύθυνος αναγνώστης θα είναι σε θέση να «αποκαταστήσει» πρακτικώς αυτές τις ελλείψεις πληροφοριών, και να επιτύχει μιαν αξιόπιστη απόδοση του κειμένου.

Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις, αυτό εδώ το άρθρο ίσως να ήταν κάπως χρήσιμο. Και θα ήταν πιθανώς χρησιμότερο αν συμπληρωνόταν και με παραδείγματα «προσωδιακών καμπυλών»[8], οι οποίες οπτικοποιούν τις πιοπάνω πληροφορίες. Τούτο δέ, όχι βέβαια για γενικευμένη χρήση, αλλα για να συνειδητοποιούμε καλύτερα τον μέγιστο πλούτο του αγαθού της Γλώσσας.

Σημείωση: το κείμενο αυτό έχει τυπωθεί πιστό στο τονικό σύστημα του συγγραφέα του.

[1] Δέν σ’ αφήνει λ.χ. να καταγράψεις λογικά την προφορική φράση «απο μάς έχε κατα νούν ετούτο» · σε υποχρεώνει να αλλοιώνεις τον τονισμό γράφοντας «από μας» και «κατά νουν»…

[2] Θ. Π. Τάσιος, Β. Κατσούρος: «Η προσωδιακή σημασία των έξι “ναί”, του Μ. Τριανταφυλλίδη» [έρευνα ΙΕΛ, υπο δημοσίευσιν].

[3] Το περιεχόμενο αυτό μπορεί να αλλοιώνεται απ’ τον ομιλητή μέν μέσω κατάλληλων χειρισμών των στοματοφαρυγγικών κοιλοτήτων του. Στην δέ περίπτωση μουσικού οργάνου, μέσω των κοιλοτήτων του και μέσω χειρισμών όπως η πίεση δοξαριού στα έγχορδα ή η ροή αέρος στα πνευστά.

[4] Σε μιά περίπτωση, πάνω στη θέση των κομμάτων μετρήθηκαν παύσεις 400 ms, (Botinis A., Ganetsou S., Griva M., Bizani H.: “Prosodic phrasing and syntactic structure in Greek”, 2004, Dept. of Linguistics, Stockholm University.

[5] Ως περιστασιακή μελέτη του θέματος, θα αρκούσε να σκεφθούμε τις σχετικές διάρκειες των λέξεων που απαρτίζουν τη φράση «άει παράτα μας ρε φίλε!».

[6] Αυτή η μεγάλη ποικιλία βαθμού επιτυχίας, οξύνεται στην περίπτωση όπου απαγγέλλουν Ποίηση: Σπανιότατα μόνον ακούγεται μια επιτυχής απαγγελία – ακόμη κι όταν απαγγέλλει ο ποιητής ο ίδιος…

[7] Εδώ όμως καραδοκεί και ο κίνδυνος αρνητικών συνεπειών της «γλώσσας του σώματος»: Μία υπερβολή στη χρήση-της μπορεί να διαστρέψει το νόημα (ενίοτε μέχρι γελοιοποιήσεως) · διότι τέτοια είναι η δύναμη της «άμεσης» εικόνας μιας χειρονομίας, έναντι μιας «φαντασιακής» εικόνας που παράγεται (με διαφοράν φάσεως) στον εγκέφαλο μέσω του λόγου.

[8] Μια πολύ πρακτική εισαγωγή στο θέμα γίνεται και στο βιβλίο: Θ. Π. Τάσιος, Πρακτικά ζητήματα της Νεοελληνικής Γλώσσας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2022, σελ. 61-84.

Θεοδόσης Π. Τάσιος

Ομότιμος καθηγητής του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), ακαδημαϊκός και συγγραφέας. Πρόσφατα βιβλία του: Ηθο-οικονομικά (2015), On Technology in Ancient Greece (2018), Οι κοινωνίες των ζώων (2018), Ξανά ο Αριστοτέλης; (2018), Civil Engineering in Ancient Greece (2018).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.