Ο βίος και η δράση του υπεραιωνόβιου Χένρι Κίσινγκερ, που πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 2023, μοιάζουν να δικαιώνουν, ιδιαίτερα στις σχέσεις των ΗΠΑ με χώρες της περιφέρειας, το επιχείρημα του Μαζάουερ. Αλίμονο, βέβαια, αν ο Κίσινγκερ, οι αντιλήψεις και οι πολιτικές του συνοψίζονταν σε έναν αφορισμό. Ο ίδιος αποτέλεσε, άλλωστε, ένα ατυπικό, αν όχι μοναδικό, παράδειγμα δημόσιου άνδρα. Γεννημένος στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης το 1923, λίγους μήνες πριν από το Πραξικόπημα της Μπυραρίας, πεθαίνει πάνω από εκατό χρόνια μετά στις ΗΠΑ, ενάμιση χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Εκπατρίζεται το 1938 στην Αμερική, αποφεύγοντας την τραγική μοίρα πολλών μελών της οικογένειάς του και εκατομμυρίων άλλων Εβραίων που χάνονται στα ναζιστικά κρεματόρια. Και διαγράφει μια μετεωρική διαδρομή, αφήνοντας το ακαδημαϊκό στάδιο για τα αξιώματα του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας και, έπειτα, του Υπουργού Εξωτερικών, αρχικά υπό τον Ρίτσαρντ Νίξον και στη συνέχεια, αλώβητος από το Γουοτεργκέιτ, υπό τον Τζέραλντ Φορντ.
Η διαδρομή του Κίσινγκερ στον αιώνα του, η σταδιοδρομία του, διαδοχικά, ως πανεπιστημιακού, πολιτικού και ειδήμονα στις διεθνείς σχέσεις, ως statesman, είναι επαρκέστατα τεκμηριωμένη. Η βιβλιογραφική επισκόπηση που ακολουθεί δεν αποσκοπεί στην εξιστόρηση των, δίχως αμφιβολία συναρπαστικών, βίου και πολιτείας του Χένρι Κίσινγκερ. Αποσκοπεί, αντιθέτως, σε μια εκ των πραγμάτων εντελώς δειγματοληπτική (η εξαντλητική καταγραφή θα ήταν αδύνατη) ανακεφαλαίωση της βιβλιογραφίας σχετικά με τον Κίσινγκερ και την πολύ εκτεταμένη εποχή του.
O Κίσινγκερ βιογραφούμενος
Η πρώτη συνεκτική βιογραφία του Κίσινγκερ[3] ανήκει στον δημοσιογράφο Walter Isaacson και βασίζεται σε εκτεταμένη αποδελτίωση αρχειακού υλικού και δεκάδες συνεντεύξεις. Ο Isaacson υιοθετεί μια ισορροπημένη προσέγγιση της πολιτείας του Κίσινγκερ, τονίζοντας τη μακροημέρευση των πολιτικών που χάραξε, αλλά και καυτηριάζοντας την ρεαλπολιτίκ που εφάρμοσε ως απόκλιση από την ηθική που έπρεπε να διέπει την αμερικανική εξωτερική πολιτική[4].
Ενδιαφέρουσα είναι, από την άλλη, η επιλογή του πανεπιστημιακού Robert Dallek[5] να βιογραφήσει από κοινού τον Νίξον και τον Κίσινγκερ[6], καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «…το αμοιβαίο ενδιαφέρον τους για τον κόσμο, αλλά και η γνώση του και από τους δύο, μετουσιώθηκε σε ορισμένα εντυπωσιακά επιτεύγματα. Η κοινή τους, όμως, επιθυμία για αποκλειστικό έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τις εσφαλμένες κρίσεις τους σχετικά με το Βιετνάμ, την Καμπότζη, τη Χιλή και τη Νότια Ασία παρήγαγε επίσης αξιοσημείωτες αποτυχίες. Η σχέση τους είναι απόδειξη ότι το ταλέντο, η γνώση και η πείρα δεν διασφαλίζουν επιτυχή αποτελέσματα στις διεθνείς υποθέσεις» (σ. 623).
Η πλέον πρόσφατη και επίκαιρη βιογραφία του Κίσινγκερ δεν είναι άλλη από το Niall Ferguson, Kissinger: 1923- 1968. The Idealist (Νέα Υόρκη, Penguin, 2015). Ο πολυγραφότατος βρετανός ιστορικός, αποκτώντας πρόσβαση και στο προσωπικό αρχείο του βιογραφούμενου, δίνει μια δουλειά υψηλής ποιότητας, που σταματά αμέσως πριν από την είσοδο του Κίσινγκερ στην πολιτική[7]. Όπως υποδηλώνει και ο τίτλος της, ο συγγραφέας δεν κρύβει την έλξη του από την προσωπικότητα του βιογραφούμενου, σημειώνοντας στο τέλος της εισαγωγής: «…ουσιώδη στοιχεία του διανοητικού κεφαλαίου που έφερε μαζί του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο του 1969 πρέπει να θεωρηθούν τέσσερα διδάγματα: η αίσθησή του ότι οι στρατηγικότερες επιλογές είναι μεταξύ ελάσσονος και μείζονος κακού∙ η πίστη του στην Ιστορία ως πηγή αναλογιών, αλλά και πληροφοριών για την αυτοκατανόηση των λοιπών δρώντων∙ τη συνειδητοποίηση ότι κάθε απόφαση είναι προϊόν εικασιών και ότι τα πολιτικά οφέλη από ορισμένες ενέργειες ενδέχεται να είναι μικρότερα από τα οφέλη της αδράνειας ή των αντιποίνων, μολονότι το τελικό κέρδος των τελευταίων ενδέχεται να είναι υψηλότερο∙ και, τέλος, η γνώση του ότι ο ρεαλισμός στην εξωτερική πολιτική, όπως τον ενσάρκωνε υποδειγματικά ο Μπίσμαρκ, ενέχει πολλούς κινδύνους, μεταξύ των οποίων η αποξένωση από την κοινωνία και η διολίσθηση του πολιτικού στη θεώρηση της εξουσίας ως αυτοσκοπού» (σ. 32).
Μια ενδιαφέρουσα επισκόπηση της σκέψης του Κίσινγκερ για την εξωτερική πολιτική, της έμπρακτης εφαρμογής της και της επιρροής της σε σύγχρονους και μεταγενέστερους, αλλά και της κριτικής της εισφέρει ο ιταλός καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού Mario Del Pero στο βιβλίο του The Eccentric Realist. Henry Kissinger and the Shaping of American Foreign Policy (Ithaca, Cornell University Press, 2013).
Οι ιδεολογικές καταβολές του Κίσινγκερ και η επίδρασή τους στην πολιτική που άσκησε ως ενεργός διπλωμάτης και πολιτικός σε επάλληλα μέτωπα εξετάζονται στη μελέτη του Jeremi Suri, Henry Kissinger and the American Century (Cambridge, MA, The Belknap Press of Harvard University Press, 2007), που διάκειται μάλλον ευνοϊκά απέναντι στον ίδιο. Αντιθέτως, κριτική στάση τηρεί ο φινλανδός ιστορικός Jussi Hanhimäki στο βιβλίο του The Flawed Architect: Henry Kissinger and American Foreign Policy (Νέα Υόρκη, Oxford University Press, 2004), που αποδομεί εν πολλοίς τον απολογισμό του περάσματος του Κίσινγκερ από τις κορυφαίες θέσεις της αμερικανικής διπλωματίας. Παλιότερο, αλλά όχι χωρίς χρησιμότητα για τη δομή της σκέψης του Κίσινγκερ, είναι και το πόνημα του πανεπιστημιακού Harvey Starr, Henry Kissinger. Perceptions of International Politics (Lexington, KY, The University Press of Kentucky, 1984).
Διάχυτος είναι, συνεπώς, για τους βιογράφους του ο διχασμός μεταξύ της σαγήνης που τους ασκεί η προσωπικότητα του Κίσινγκερ, αλλά και το γεγονός ότι με τον δικό του τρόπο ενσαρκώνει το Αμερικανικό Όνειρο και έχει απαράγραπτη συμβολή στην πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στον ελεύθερο κόσμο, αλλά και της περίσκεψης για την σκληρή ρεαλπολιτίκ που εφάρμοσε, με μεθόδους τουλάχιστον αμφιλεγόμενες και σίγουρα δύσκολα συμβιβάσιμες με τον αξιακό πυρήνα της αμερικανικής δημοκρατίας.
Διανοούμενος και συγγραφέας
Σημείο εκκίνησης για την αποτίμηση των έργων και των ημερών του Κίσινγκερ δεν μπορεί να είναι άλλο από τα γραπτά του. Συχνά λησμονείται η σταδιοδρομία του ως κορυφαίου ειδικού στις διεθνείς σχέσεις πριν αναλάβει κυβερνητικά αξιώματα, αλλά και η επιστροφή του, κατ’ ουσίαν, στον ίδιο ρόλο μετά το 1977, όταν και αποδύθηκε σε μια καλοσχεδιασμένη –και τελικά εξαιρετικά καρποφόρα– προσπάθεια οικοδόμησης της υστεροφημίας του[8].
Ο νεαρός διδάσκων στο Χάρβαρντ Κίσινγκερ εργάζεται επίσης στο think tank Council on Foreign Relations, όπου και εκδίδει τη μελέτη του Nuclear Weapons and Foreign Policy (Νέα Υόρκη, Harper & Brothers, 1957), με την οποία απορρίπτει το κυρίαρχο τότε δόγμα του προέδρου Αϊζενχάουερ περί μαζικής ανταπόδοσης, ως μέσου αποτροπής, σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου και εισηγείται τη χρήση τακτικών ατομικών όπλων, ως εγγύηση νίκης, σε πιθανά θέατρα πολέμου. Οκτώ χρόνια μετά δημοσιεύει το The Troubled Partnership: A Re-Appraisal of the Atlantic Alliance (Νέα Υόρκη, Doubleday, 1965), στο οποίο δεν κρύβει την απαισιοδοξία του για την Ατλαντική Συμμαχία, η οποία, κατά τον ίδιο, στερείται ιστορικής βάσης, χτίστηκε στις ευαίσθητες ισορροπίες του Ψυχρού Πολέμου και βασίζεται, πρωτίστως αν όχι αποκλειστικά, στη διάχυτη σοβιετική απειλή στην Ευρώπη. Το ίδιο επιχείρημα αναπαράγει και στη συλλογή δοκιμίων και ομιλιών American Foreign Policy: Three Essays (Νέα Υόρκη, W. W. Norton, 1969), που κυκλοφορεί όταν αναλαμβάνει καθήκοντα Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, θεωρώντας ότι η πιθανή ανάδυση μιας ενωμένης Ευρώπης και η διαμόρφωση μιας ξεχωριστής ταυτότητας δεν θα ήταν βέβαιο ότι θα ταυτιζόταν με εκείνη των ΗΠΑ.
Τα γραπτά του ίδιου του Κίσινγκερ έχουν αξιοσημείωτη παρουσία, μεταφρασμένα, και στην ελληνική εκδοτική παραγωγή. Πρώτη κυκλοφόρησε στα ελληνικά, λίγο μετά την έκδοσή της στις ΗΠΑ, η ογκώδης Διπλωματία[9] του (Αθήνα, Α. Α. Λιβάνη, 1995, μτφ. Γιούρι Κοβαλένκο), μια εκτενής επισκόπηση της διπλωματικής ιστορίας του Δυτικού Κόσμου, που αρχίζει από τον 17ο αιώνα, αλλά πολύ γρήγορα επικεντρώνεται στις διεθνείς σχέσεις του 20ού αιώνα, και από την οποία δεν λείπουν οι αναφορές και στη δική του θητεία στον Λευκό Οίκο, υπό τους προέδρους Νίξον και Φορντ.
Αργότερα, σχεδόν μισόν αιώνα μετά την υποστήριξή της, το 1954, στο Χάρβαρντ και τη δημοσίευσή της, το 1957, κυκλοφόρησε στα ελληνικά και η διδακτορική διατριβή του Κίσινγκερ Ένας αποκατεστημένος κόσμος. Ο Μέττερνιχ, ο Κάσλρη και τα προβλήματα της ειρήνης, 1812-1822[10] (Αθήνα, Παπαζήσης, 2003, μτφ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος). Ο ίδιος ο τίτλος φανερώνει εμμέσως και τις αντιλήψεις του Κίσινγκερ για την εξωτερική πολιτική. Το νεανικό, ούτως ή άλλως, έργο του Κίσινγκερ δεν χάνει την αξία του, διαβάζεται, όμως, πλέον μάλλον ως δουλειά μιας παλιότερης ιστορικής σχολής και αναπόφευκτα σε άμεση συσχέτιση με τη μεταγενέστερη δραστηριοποίησή του στον δημόσιο βίο.
Ο Κίσινγκερ συνέγραψε τα απομνημονεύματά του μετά την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο. O πρώτος τόμος, The White House Years (New York, Little and Brown, 1979), που καλύπτει τη θητεία του ως Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, παραμένει αμετάφραστος στα ελληνικά, όπως και ο δεύτερος, Years of Upheaval (Νέα Υόρκη, Little and Brown, 1982), που διατρέχει την περίοδο από το 1973, και τον διορισμό του ως επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας έως την παραίτηση του Νίξον το καλοκαίρι του 1974. Αντίθετα, στα ελληνικά[11] κυκλοφόρησε μόνο ο τρίτος τόμος, Years of Renewal (Νέα Υόρκη, York, Simon & Schuster, 1999), που καλύπτει τη θητεία του υπό τον πρόεδρο Φορντ, έως το 1977, και αποτελεί μια συνολική ανασκόπηση του περάσματός του από τις κορυφαίες θέσεις της αμερικανικής διπλωματίας.
Ακολούθησε το 2002, και πάλι έναν χρόνο μετά το αμερικανικό πρωτότυπο[12], το ΗΠΑ. Αυτοκρατορία ή ηγετική δύναμη; Για μια διπλωματία του 21ου αιώνα (Αθήνα, Α. Α. Λιβάνη, 2002, μτφ. Άγγελος Φιλιππάτος). Αμετάφραστο παρέμεινε στα ελληνικά το βιβλίο του Κίσινγκερ On China (Νέα Υόρκη, Penguin, 2011), ένα υβριδικό πόνημα που συνδυάζει την ιστορική επισκόπηση της θέσης της Κίνας στη διεθνή σκηνή και των αντιλήψεών της για τις διεθνείς σχέσεις με τις αναμνήσεις του ίδιου του συγγραφέα από την αμερικανοκινεζική προσέγγιση τη δεκαετία του 1970 και τον ρόλο που διαδραμάτισε ο ίδιος, αλλά και σκέψεις για το μέλλον των διμερών σχέσεων.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την αμερικανική έκδοση, εκδόθηκε στα ελληνικά και το Παγκόσμια τάξη. Σκέψεις γύρω από το χαρακτήρα των εθνών και την πορεία της ιστορίας[13] (Αθήνα, Α. Α. Λιβάνη, 2014, μτφ. Χρήστος Καψάλης), μια κατόπτευση της έννοιας της παγκόσμιας ισορροπίας και κατανομής ισχύος από το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου έως τον σημερινό κόσμο. Και η ελληνική εκδοτική περιπέτεια του Κίσινγκερ κλείνει με το Ο πόλεμος του Βιετνάμ (1955-1975). Μια διπλωματική ιστορία (Αθήνα, Γκοβόστης, 2022, μτφ. Σμαράγδα Γκέτσου- Κατερίνα Χαλμούκου), μια προσπάθεια του Κίσινγκερ να ανακεφαλαιώσει και να δικαιώσει την διπλωματική δραστηριοποίησή του στον Πόλεμο του Βιετνάμ και, κυρίως, στην απεμπλοκή των ΗΠΑ από αυτόν, που εκδόθηκε το 2003.[14]
Το συγγραφικό κύκνειο άσμα του παλαίμαχου διπλωμάτη και πολιτικού είναι το Leadership: Six Studies in World Strategy (Νέα Υόρκη, Penguin, 2022). Ο Κίσινγκερ, ίσως στο πιο ελκυστικό και εύληπτο έργο του, επιχειρεί ουσιαστικά μια διατριβή περί ηγεσίας, παρουσιάζοντας έξι ηγέτες του 20ού αιώνα και επισκοπώντας τις αντίστοιχες στρατηγικές τους για την επίτευξη των στόχων τους: τον Κόνραντ Αντενάουερ (στρατηγική της ταπεινοφροσύνης), τον Σαρλ ντε Γκωλ (στρατηγική της θέλησης), τον Ρίτσαρντ Νίξον (στρατηγική της ισορροπίας), τον Ανουάρ Σαντάτ (στρατηγική της υπέρβασης), τον Λιου Κουάν Γιου[15] (στρατηγική της αριστείας) και τη Μάργκαρετ Θάτσερ (στρατηγική της πειθούς).
Διπλωμάτης και πολιτικός
Παρά την ηλικία του, το ογκώδες πόνημα του Raymond L. Garthoff, Détente and Confrontation. American-Soviet Relations from Nixon to Reagan (Ουάσιγκτον, Brookings Institute, 1985) παραμένει σημείο αναφοράς για την ομώνυμη θεματική και επισκοπεί την πολιτική των Νίξον-Κίσινγκερ σε συνάρτηση με εκείνες των προκατόχων και των διαδόχων τους. Νέες –και ενδιαφέρουσες– οπτικές διανοίγει το Keith L. Nelson, The Making of Détente. Soviet-American Relations in the Shadow of Vietnam (Βαλτιμόρη, The Johns Hopkins University Press, 1995). Οι βασικοί άξονες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ υπό τον Νίξον αναλύονται στο William P. Bundy[16], A Tangled Web: The Making of Nixon’s Foreign Policy, 1968–1974 (Νέα Υόρκη, Hill and Wang, 1998), στο Richard C. Thornton, The Nixon-Kissinger Years: Reshaping America's Foreign Policy (Saint Paul, MN, Paragon House, 19992) και στο Asaf Siniver, Nixon, Kissinger, and US Foreign Policy Making: The Machinery of Crisis (Νέα Υόρκη, Cambridge University Press, 2008), ενώ το ατομικό δόγμα της διακυβέρνησης Νίξον και οι προσπάθειες για έλεγχο των εξοπλισμών παρουσιάζονται, αντίστοιχα, στο Terry Terriff, The Nixon Administration and the Making of U.S. Nuclear Strategy (Ithaca, NY, Cornell University Press, 1995) και στο Gerard Smith, Doubletalk: The Story of the First Strategic Arms Limitation Talks (Νέα Υόρκη, Doubleday, 1980). Ειδικότερα για την προώθηση της πολιτικής της ύφεσης από τον Κίσινγκερ, παλιό αλλά χρήσιμο είναι το βιβλίο της Coral Bell, The Diplomacy of Détente: The Kissinger Era (Λονδίνο, Martin Robertson, 1977).
Ο John Lewis Gaddis εντάσσει, από μέρους του, την εξωτερική πολιτική των Νίξον-Κίσινγκερ στην ευρύτερη στρατηγική της ανάσχεσης της σοβιετικής επιρροής, την οποία εισηγήθηκε πρώτος το 1946 ο George F. Kennan, στη μελέτη του Strategies of Containment: A Critical Appraisal of Postwar American National Security Policy (Νέα Υόρκη, Oxford University Press, 1982)[17]. Ας προστεθεί, τέλος, και η παλιά, πλέον, αλλά ενδιαφέρουσα καθώς συμπίπτει με την αποχώρηση του Κίσινγκερ από τα δημόσια αξιώματα, εξέταση της υπό την καθοδήγησή του αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μελέτη του Roger Morris, Uncertain Greatness: Henry Kissinger and American Foreign Policy (Νέα Υόρκη, Harper and Row, 1977).
Η τριγωνική διπλωματία και η σινο-αμερικανική προσέγγιση αποτελούν τη θεματική πολλών μελετών, μεταξύ των οποίων του Chris Tudda, A Cold War Turning Point: Nixon and China, 1969-1972 (Baton Rouge, LA, Louisiana State University Press, 2012). Το ιστορικό των μυστικών συνομιλιών του Κίσινγκερ που κατέληξαν στην επισημοποίηση της σινο-αμερικανικής προσέγγισης και την επίσκεψη του Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα το 1972 παρουσιάζεται στο Yukinori Komine, Secrecy in US Foreign Policy. Nixon, Kissinger and the Rapprochement with China (Λονδίνο-Νέα Υόρκη, Routledge, 2008). Η εμπλοκή του Κίσινγκερ στον Πόλεμο του Βιετνάμ αποτελεί θεματική ογκωδέστατης βιβλιογραφίας, από την οποία ξεχωρίζει το προαναφερθέν βιβλίο του ίδιου και το έργο του διευθυντή του γραφείου των New York Times στη Σαϊγκόν A. J. Langguth, Our Vietnam: The War 1954-1975 (Νέα Υόρκη, Simon & Schuster, 2000), όπου και πλουσιότατη σχετική βιβλιογραφία.
Η ανάμιξη του Κίσινγκερ στο πραξικόπημα στη Χιλή το 1973 εξετάζεται στο Lubna Z. Qureshi, Nixon, Kissinger and Allende: U.S. Involvement in the 1973 Coup in Chile, (Lanham, Lexington Books, 2008), ενώ η πολιτική του, γενικότερα, στη Λατινική Αμερική στο Stephen G. Rabe, Kissinger and Latin America: Intervention, Human Rights, and Diplomacy (Ithaca, NY, Cornell University Press, 2020), στο οποίο ανακεφαλαιώνεται και το ζήτημα της ενδεχόμενης διεθνούς ευθύνης του Κίσινγκερ. Ιδιαίτερα επικριτικός για την πολιτική των Νίξον-Κίσινγκερ στην Καμπότζη, ιδίως τον –αρχικά μυστικό– βομβαρδισμό της, είναι ο βρετανός δημοσιογράφος William Shawcross σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε αρχικά το 1979, όταν το δράμα της Καμπότζης ήταν ακόμη νωπό, και σε αναθεωρημένη έκδοση το 2002[18]. Τέλος, η εμπλοκή του Κίσινγκερ στον εμφύλιο πόλεμο της Αγκόλα ανακεφαλαιώνεται με πληρότητα στο Steven O’Sullivan, Kissinger, Angola and US-African Foreign Policy. The Unintentional Realist, Λονδίνο- Νέα Υόρκη, Routledge, 2020.
Για την απόσυρση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ, την ουσιαστική αποτυχία των Συμφωνιών Ειρήνης του Παρισιού του 1973, που προώθησε (και για τις οποίες βραβεύτηκε με ίσως το πιο αμφιλεγόμενο Νόμπελ Ειρήνης όλων των εποχών) ο Κίσινγκερ, την κατάφωρη αποτυχία της αμερικανικής πολιτικής στην Ινδοκίνα και την ανεύρετη έντιμη ειρήνη (peace with honor) που ευαγγελιζόταν ο Νίξον, διαφωτιστικό είναι το Larry Berman, No peace, no honor: Nixon, Kissinger, and Betrayal in Vietnam (Νέα Υόρκη, Free Press, 2001).
Η Ευρώπη και η θέση της στη στρατηγική του Κίσινγκερ παρουσιάζονται στο Argyris G. Andrianopoulos, Western Europe in Kissinger’s Global Strategy (Νέα Υόρκη, St. Martin’s Press, 1988). Για την πολιτική του Κίσινγκερ σε ένα άλλο μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου, τη Γερμανία, αναντικατάστατη είναι η μελέτη του Holger Klitzing, The Nemesis of Stability. Henry A. Kissinger's Ambivalent Relationship with Germany (Trier, Wissenschaftlicher Verlag Trier, 2007), με την οποία αναδεικνύεται τόσο η στάση του Κίσινγκερ απέναντι στην Ostpolitik του Βίλυ Μπραντ, όσο και η σχέση του με τη χώρα που γεννήθηκε και την εξέλιξή της.
Η δράση του Κίσινγκερ ως ενεργού πολιτικού αναδεικνύεται, εντούτοις, εναργέστερα όταν οι πολιτικές που ακολούθησε επανατοποθετούνται, αφενός στην παγκόσμια διάστασή τους, και αφετέρου σε ευρύτερο χρονικό άνυσμα, και προσεγγίζονται, συνεπώς, στο πλαίσιο όχι εξειδικευμένων μονογραφιών, αλλά ευρύτερων συνθέσεων με αντικείμενο τον Ψυχρό Πόλεμο. Αντί πολλών από την πλουσιότατη βιβλιογραφία, απαραίτητα είναι τα έργα του νορβηγού καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Yale Odd Arne Westad, Ο ψυχρός πόλεμος. Μια παγκόσμια ιστορία[19] (Αθήνα, Πατάκη, 2021, μτφ. Δέσποινα Κωνσταντινάκου) και Ο παγκόσμιος Ψυχρός πόλεμος. Οι επεμβάσεις στον Τρίτο Κόσμο και η διαμόρφωση της εποχής μας[20] (Αθήνα, Πατάκη, 2023, μτφ. Αναστάσιος Πανουτσόπουλος) και του, επίσης καθηγητή στο Yale, John Lewis Gaddis, Ο ψυχρός πόλεμος. Οι συμφωνίες, οι συγκρούσεις, τα ψέματα, οι αλήθειες[21] (Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2018, μτφ. Ρηγούλα Γεωργιάδου). Χρήσιμο βοήθημα παραμένει και το δίτομο Peter Calvocoressi, Η διεθνής πολιτική μετά το 1945 (Αθήνα, Τουρίκη, 2010, Γιώργος Βοσκόπουλος - Κωνσταντίνος Τ. Κολιόπουλος - Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης), στην πλέον επικαιροποιημένη ένατη έκδοσή του 2009[22]. Ενδιαφέρουσες, μη αγγλοσαξονικές προσεγγίσεις της περιόδου αποτελούν τα βιβλία του André Fontaine[23], Η ιστορία της ύφεσης. 1962-1981: Ένα μόνο κρεβάτι για δύο όνειρα[24] (Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1984, μτφ. Ηλίας Αθανασιάδης) και La Guerre froide, 1917-1991 (Παρίσι, Seuil, 2006), τελική αναθεωρημένη μορφή ενός έργου που γνώρισε αλλεπάλληλες επανεκδόσεις, και του Georges-Henri Soutou, La Guerre froide: 1943-1990 (Παρίσι, Fayard/Pluriel, 2011). Ευσύνοπτη, αλλά πλήρη επισκόπηση της μεταπολεμικής περιόδου αποτελεί και το Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου (Αθήνα, Πατάκης, 2001).
Από την άλλη, το γνωστότερο ίσως κατηγορητήριο κατά των πολιτικών του Κίσινγκερ δεν είναι άλλο από το βιβλίο του Κρίστοφερ Χίτσενς, Η δίκη του Χένρι Κίσινγκερ (Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003, μτφ. Αθανάσιος Γιαννακόπουλος). Στο βιβλίο, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά σχετικά γρήγορα μετά την αγγλική έκδοση[25], ο γνωστός δημοσιογράφος ανακεφαλαιώνει τις ευθύνες του Κίσινγκερ για σφαγές, πραξικοπήματα και πολέμους, διεθνείς και εμφυλίους, σε ένα τεράστιο γεωγραφικό εύρος, από τη Χιλή και την Κύπρο έως την Ινδοκίνα και το Ανατολικό Τιμόρ. Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Χίτσενς είχε αφιερώσει στην «όμηρο της Ιστορίας» Κύπρο ένα άλλο βιβλίο[26], στο οποίο αναδείκνυε και πάλι την ευθύνη του Κίσινγκερ για την τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση του νησιού.
Για τον ρόλο του Χένρι Κίσινγκερ στον Ινδο-Πακιστανικό Πόλεμο του 1971 και, ιδιαίτερα, την ανοχή του στη μαζική σφαγή 200.000 ανθρώπων στο Ανατολικό Πακιστάν (που έμελλε λίγο μετά να ανεξαρτητοποιηθεί ως Μπαγκλαντές) από τον πακιστανικό στρατό, εξαιρετικά τεκμηριωμένο και αποκαλυπτικό είναι το βιβλίο του καθηγητή του Πρίνστον Gary J. Bass, The Blood Telegram: Nixon, Kissinger, and a Forgotten Genocide (Νέα Υόρκη, Knopf, 2013). Ο δίσημος τίτλος προέρχεται από το τηλεγράφημα που απέστειλε από τη Ντάκα ο εκεί γενικός πρόξενος των ΗΠΑ Archer Blood, και το οποίο συνυπέγραφαν και άλλοι διπλωμάτες, που κατήγγελλε τη στήριξη των ΗΠΑ στον δικτάτορα του Πακιστάν και ενορχηστρωτή των σφαγών Αγά Χαν, αλλά και την απάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης ενώπιον μιας, κατά τους ίδιους, γενοκτονίας που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια τους.
Ο Κίσινγκερ και οι Έλληνες
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974, με τον Κίσινγκερ στο State Department σε μια περίοδο έντονης εσωτερικής αναταραχής, λίγο πριν από την παραίτηση του προέδρου Νίξον, σφράγισε διά παντός την εξαιρετικά αρνητική πρόσληψή του από τους Έλληνες. Οι ευθύνες του Κίσινγκερ, κυρίως για τη μη συγκράτηση της τουρκικής επίθεσης, έχουν αποτελέσει αντικείμενο δεκάδων μελετών, πολλές φορές σε συνάρτηση με τις ενέργειες του σε άλλες χώρες στην περιφέρεια των Δύο Κόσμων. Η αποτίμηση του ρόλου του δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από τη συνολικότερη επισκόπηση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων
Αναγκαίο βοήθημα για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών αποτελεί η μελέτη του Σωτήρη Ριζά, διευθύνοντος του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η δικτατορία των συνταγματαρχών και το κυπριακό ζήτημα 1967-1974 (Αθήνα, Πατάκης, 2002), στις σελίδες της οποίας εμφανίζεται συχνά ο Κίσινγκερ. Ο συγγραφέας, αξιοποιώντας ελληνικό και αμερικανικό αρχειακό υλικό, προσφέρει μια ψύχραιμη, μακριά από τα στερεότυπα και των δύο πλευρών, θεώρηση των διμερών σχέσεων από την επιβολή της δικτατορίας έως την πτώση της, και την αποτίμηση του ρόλου του αμερικανικού παράγοντα. Στον ίδιο ανήκει και το Sotiris Rizas, The rise of the left in southern Europe: Anglo-American responses (Λονδίνο, Pickering & Chatto, 2012), μια εξαιρετικά πρωτότυπη, αλλά δυστυχώς αμετάφραστη, συγκριτική μελέτη της αγγλοαμερικανικής στάσης έναντι της ανόδου της Αριστεράς στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Το βιβλίο του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευάνθη Χατζηβασιλείου Στα σύνορα των κόσμων. Η Ελλάδα και ο ψυχρός πόλεμος, 1952-1967 (Αθήνα, Πατάκης, 2009), που κυκλοφόρησε αρχικά στα αγγλικά[27], δεν καλύπτει μεν χρονικά την περίοδο που ο Κίσινγκερ αναδέχθηκε δημόσια αξιώματα, διαγράφει όμως επαρκέστατα τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή αμέσως μετά τον πόλεμο και συμβάλλει στην κατανόηση των βασικών παραμέτρων των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Τις ίδιες, αδρά, θεματικές και περίοδο εξετάζουν με πληρότητα και οι μονογραφίες του καθηγητή στο ΑΠΘ Ιωάννη Δ. Στεφανίδη, Ασύμμετροι εταίροι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα στον ψυχρό πόλεμο, 1953-1961 (Αθήνα, Πατάκης, 2002) και Εν ονόματι του έθνους. Πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1945 – 1967 (Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2010), μετάφραση της πρωτότυπης αγγλικής έκδοσης[28].
Εκτεταμένο χρονικό άνυσμα έχει η μελέτη του καθηγητή στο Indiana University Jon V. Kofas, Under the Eagle's Claw: Exceptionalism in Postwar U.S. - Greek Relations (Westport, CT, Praeger Publishers, 2003), η οποία εξετάζει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις από το τέλος του Εμφυλίου έως το 2000. Παρόμοια θεματολογία, επισκοπώντας, όμως, συντομότερη χρονική περίοδο, έχει το βιβλίο του καθηγητή στο Georgetown University James Edward Miller, The United States and the Making of Modern Greece. History and Power, 1950-1974 (Chapel Hill, NC, The University of North Carolina Press, 2009). Χρήσιμο είναι επίσης το βιβλίο του Monteagle Stearns, Entangled Allies: U.S. Policy Toward Greece, Turkey, and Cyprus (Νέα Υόρκη, Council on Foreign Relations Press, 1992). O Στερνς, διπλωμάτης καριέρας που υπηρέτησε στην Ελλάδα τρεις φορές, την τελευταία ως πρέσβης κατά τη δεκαετία του 1980, καταθέτει τις προσωπικές του απόψεις για την αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία. Συνοπτική, αλλά πλήρη επισκόπηση των «τριγωνικών» σχέσεων Ελλάδας, ΗΠΑ και Τουρκίας αποτελεί και το Christos Kassimeris, Greece and the American Embrace. Greek Foreign Policy Towards Turkey, the US and the Western Alliance (Λονδίνο-Νέα Υόρκη, Tauris Academic Studies, 2010).
Το εγχείρημα της αποκατάστασης των διμερών σχέσεων στη Μεταπολίτευση και τις διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα, με ειδικότερη μνεία της συμφωνίας Μπίτσιου-Κίσινγκερ του 1976, πραγματεύεται εκτενώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Οι συμπληγάδες της εξωτερικής πολιτικής. Εσωτερικές και διεθνείς πιέσεις στις ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για τις βάσεις, 1974-1985 (Αθήνα, Πατάκης, 2006), επεξεργασμένη μορφή της διπλωματικής εργασίας του σημερινού πρωθυπουργού στο Πανεπιστήμιο Harvard. Γενικότερη επισκόπηση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, πριν, κατά και μετά την Επταετία αποτελεί η μελέτη της Αριστοτελίας Πελώνη, Ιδεολογία κατά ρεαλισμού. Η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα 1963-1976 (Αθήνα, Πόλις, 2010), στην οποία εξετάζει το δόγμα των Νίξον-Κίσινγκερ για τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, τις διαφωνίες του τελευταίου για την ακολουθητέα πολιτική στην Ελλάδα, αλλά και την εμπλοκή του στην κρίση του Ιουλίου του 1974. Αναντικατάστατα, επίσης, βοηθήματα για την κατανόηση των διμερών σχέσεων της περιόδου αποτελούν και τα βιβλία του καθηγητή Θεόδωρου Κουλουμπή, που απεβίωσε πέρυσι, The United States, Greece and Turkey: The Troubled Triangle (Νέα Υόρκη, Praeger, 1983) και Προβλήματα ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Πώς αντιμετωπίζεται η εξάρτηση (Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1978), αλλά και του καθηγητή Χρήστου Ροζάκη, Τρία χρόνια εξωτερικής πολιτικής, 1974- 1977 (Αθήνα, Παπαζήσης, 1978).
Σημαντική πηγή αποτελεί επίσης και το βιβλίο του βρετανού πρώην διπλωμάτη καριέρας και νυν πανεπιστημιακού William Mallinson, Ο Κίσιντζερ και η εισβολή στην Κύπρο. Η διπλωματία στην ανατολική Μεσόγειο (Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2021, μτφ. Χαράλαμπος Τσιτσόπουλος)[29]. O Μάλινσον σημειώνει ότι ο Κίσινγκερ είχε πολλά ακόμη να κρύψει για την παρέμβασή του στην κρίση στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974, όπως καταδεικνύει το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των προσωπικών του αρχείων δεν έχει ακόμη αποχαρακτηριστεί και παραμένει απρόσιτο στους ερευνητές.
Σε διαφορετικό πνεύμα κινείται το πρωτότυπο βιβλίο της επίκουρης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ζηνοβίας Λιαλιούτη Ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα, 1947-1989 (Αθήνα, Ασίνη, 2016), ξαναδουλεμένη εκδοχή της διδακτορικής της διατριβής. Η «απόδοση ενοχής» στους Αμερικανούς για τη Χούντα και την κυπριακή τραγωδία κυριαρχεί, όπως εξηγεί η Λιαλιούτη, στην πρώιμη μεταπολίτευση, διαπερνώντας το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα, καθώς, «η επίθεση σύσσωμου του ελληνικού τύπου εναντίον του Κίσινγκερ αγγίζει τα όρια της δαιμονοποίησης, με τη φημολογία για τα πιθανά κίνητρα και τις επιδιώξεις του να οργιάζει και να καταλήγει, συχνά, στον ανορθολογισμό», με τη δαιμονοποίησή του να διανθίζεται με αντισημιτικά στερεότυπα και υπαινιγμούς για τις σχέσεις του με τον τεκτονισμό, και μάλιστα κατά κόρον και από εφημερίδες του λεγόμενου προοδευτικού φάσματος.
Πολλές είναι οι μαρτυρίες Ελλήνων διπλωματών για τις εξωτερικές, και ειδικότερα τις ελληνοαμερικανικές, σχέσεις, την προτεραία και την επιούσα των γεγονότων του 1974, από τις οποίες περνά, στο προσκήνιο ή το παρασκήνιο, ο Κίσινγκερ και η εμπλοκή του. Ο διπλωμάτης και λογοτέχνης Άγγελος Σ. Βλάχος, γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών, παραιτείται τον Σεπτέμβριο του 1974 και αναλαμβάνει διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Κωνσταντίνου Καραμανλή έως τις εκλογές του Νοεμβρίου. Καταθέτει τη μαρτυρία του στο, εξαντλημένο από καιρό, Αποφοίτηση 1974. 25 Ιουλίου- 17 Νοεμβρίου (Αθήνα, Ωκεανίδα, 2000).
Τη διαχείριση της κρίσης στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 περιγράφει ο διπλωμάτης καριέρας και Υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του 1974 Δημήτρης Μπίτσιος στη μαρτυρία του Κρίσιμες ώρες (Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1980). Στην ελληνοαμερικανική συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας, γνωστής ως Συμφωνία Μπίτσιου-Κίσινγκερ, την οποία χειρίστηκε ως Υπουργός Εξωτερικών του Καραμανλή στην κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 1974, αναφέρεται ο Μπίτσιος στο βιβλίο του Πέρα από τα σύνορα, 1974-1977 (Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1983), που εκδόθηκε λίγο πριν από τον θάνατό του.
Κατατοπιστική πηγή, ιδίως για τον «τριγωνικό» χαρακτήρα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, είναι και το, επίσης εξαντλημένο, Οδοιπορικό ενός πρέσβη στην Άγκυρα, 1974-1976 του Δημήτρη Κοσμαδόπουλου (Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1988), πρέσβη στην Άγκυρα από τις αρχές του 1974 έως την παραίτησή του την επαύριο του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου και, στη συνέχεια, από την αποκατάσταση της δημοκρατίας έως το 1976.
Παρά τα χρόνια που έχουν κυλήσει από τη δημοσίευσή του, το βιβλίο του δημοσιογράφου της Washington Post Laurece Stern, The Wrong Horse: The Politics of Intervention and the Failure of American Diplomacy (Νέα Υόρκη, Times Books, 1977) διατηρεί την αξία του ως καταγραφή από αμερικανική σκοπιά της ανάμιξης των ΗΠΑ στην κυπριακή κρίση του 1974. Πληρέστερο, ως μεταγενέστερο, είναι το βιβλίο[30] των βρετανών δημοσιογράφων Brendan O’ Malley και Ian Craig, Η συνωμοσία της Κύπρου. ΗΠΑ, κατασκοπία και η τουρκική εισβολή (Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2002), που στιγματίζει τον ρόλο του Κίσινγκερ και της αμερικανικής διπλωματίας στα τραγικά γεγονότα.
Στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή, μια λεπτομερέστατη καταγραφή του ρόλου του Κίσινγκερ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και, κυρίως, στην κυπριακή κρίση ανήκει στον διευθυντή της Καθημερινής Αλέξη Παπαχελά και το βιβλίο του Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974. Ο Ιωαννίδης και η παγίδα της Κύπρου. Τα πετρέλαια στο Αιγαίο. Ο ρόλος των Αμερικανών (Αθήνα, Μεταίχμιο, 2021). Προϊόν πολυετούς έρευνας σε ελληνικά και αμερικανικά αρχεία, καταγράφει με ακρίβεια τον καταλυτικό –και σκοτεινό, όπως δεν αρνείται το βιβλίο– ρόλο του Κίσινγκερ, ιδιαίτερα τις τραγικές ημέρες του Ιουλίου του 1974. Ενδιαφέρουσα η εξιστόρηση από τον γράφοντα, στον πρόλογο, της πολύχρονης προσπάθειάς του να εξασφαλίσει συνέντευξη και από τον ίδιο τον Κίσινγκερ, με τον τελευταίο να αρνείται σταθερά, ενίοτε και προσχηματικά.
Χρήσιμη πηγή για το πραγματολογικό πλαίσιο των δραματικών ημερών της εισβολής, της κατάρρευσης της Χούντας και των πρώτων βημάτων της Μεταπολίτευσης, από τις σελίδες των οποίων περνά και ο ίδιος ο Κίσινγκερ, εξακολουθούν να αποτελούν τα βιβλία του Σταύρου Π. Ψυχάρη Τα παρασκήνια της αλλαγής (Αθήνα, Παπαζήσης, 1975) και Οι εβδομήντα κρίσιμες ημέρες (Αθήνα, Παπαζήσης, 1976)[31].
Αντί επιλεγομένων
Σε μια εντελώς ενδεικτική καταγραφή της βιβλιοπαραγωγής που αφορά έναν από τους επιδραστικότερους διπλωμάτες της νεωτερικότητας, ο επίλογος δεν μπορεί παρά να αντλείται και πάλι από αυτή. Ο λόγος και πάλι στον, κάθε άλλο παρά θετικά διακείμενο απέναντι στον Κίσινγκερ, Jussi Hanhimäki:
Εντέλει, η περίοδος μεταξύ 1969 και 1977 ήταν πολλά περισσότερα από ό,τι ο ίδιος ο Χένρι Κίσινγκερ (ή ο Ρίτσαρντ Νίξον). Όσο κεντρικός και αν ήταν ο ρόλος του Κίσινγκερ στη χάραξη της πολιτικής, η σημαντική ιστορία που πρέπει να αναδειχθεί δεν είναι αν ήταν ο πανίσχυρος συνωμότης που χειραγωγούσε τα πάντα, όπως τον θέλει η σχολή σκέψης των Χερς και Χίτσενς, ή ο σοφός εφαρμοστής της ρεαλπολιτίκ, όπως τον σκιαγραφούν οι υπερασπιστές του. Το καθήκον των πανεπιστημιακών και ερευνητών θα πρέπει να είναι να αναλύσουν γιατί επικράτησαν συγκεκριμένες επιλογές έναντι άλλων, πώς λειτούργησε η εφαρμογή της πολιτικής και γιατί παρήγαγε θετικά ή αρνητικά (βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα) αποτελέσματα. Θα ήταν πραγματικά κρίμα αν η ξαφνική έκρηξη διαθέσιμου αρχειακού υλικού χρησίμευε μόνο για την ανάδειξη του ρόλου του Κίσινγκερ και δεν τον επανατοποθετούσε στο συγκείμενο της εποχής του –το οποίο, τουλάχιστον εν μέρει, διέφευγε ακόμη και από τον ίδιο. Εδώ έγκειται η πραγματική πρόκληση για όσους επανεξετάζουν τα χρόνια του Κίσινγκερ[32].
Παρά τα είκοσι χρόνια που διέρρευσαν από τη δημοσίευση του άρθρου έως τον θάνατο του Κίσινγκερ, το συμπέρασμα του Jussi Hanhimäki διατηρεί όλη του την ισχύ.
ΛΕΖΑΝΤΕΣ
1972, Καμπ Ντέιβιντ. Ο Κίσινγκερ (αριστερά) και ο αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον (στη μέση) συζητούν την κατάσταση στο Βιετνάμ. Παρίσταται ο επιτελάρχης του Λευκού Οίκου, Αλεξάντερ Χέιγκ (δεξιά).
Oliver F. Atkins / U.S. National Archives and Records Administration
1974, Βλαδιβοστόκ, Σοβιετική Ένωση. Ο Κίσινγκερ (δεξιά) με τον αμερικανό πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ και τον γενικό γραμματέα του ΚΚ της ΕΣΣΔ και επικεφαλής του προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ, Λεονίντ Μπρέζνιεφ.
David Hume Kennerly / Gerald R. Ford Presidential Library
1976. O Κίσινγκερ σφίγγει το χέρι του δικτάτορα της Χιλής, Αουγκούστο Πινοσέτ.
Archivo General Histórico del Ministerio de Relaciones Exteriores
23 Noεμβρίου 2015. Αμβούργο, Γερμανία. Ο Κίσινγκερ (περίπου στο κέντρο της φωτογραφίας), πλάι στην Άνγκελα Μέρκελ, στη διάρκεια της κηδείας του παλαιού γερμανού καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ.
W. D. Krause
[1] Henry A. Kissinger, «Domestic Structure and Foreign Policy», Daedalus τ. 95, τεύχος 2, Άνοιξη 1966, σ. 503-529.
[2] Mark Mazower, Governing the World. The History of an Idea, Νέα Υορκη, Allen Lane, 2012, σ. 307.
[3] Walter Isaacson, Kissinger: A Biography, Νέα Υόρκη, Simon & Schuster, 1992.
[4] «Οι κύριοι άξονες της πολιτικής αυτής ακολουθήθηκαν και τις επόμενες δύο δεκαετίες: ένα μίγμα ανάσχεσης και συνεργασίας με τη Μόσχα που έδωσε τη δυνατότητα να ενεργοποιηθούν οι εσωτερικές αντιφάσεις του σοβιετικού συστήματος∙ μία βήμα προς βήμα διαδικασία στη Μέση Ανατολή που διατήρησε τις ΗΠΑ ως τον κυρίαρχο παίκτη στην περιοχή∙ και μια ρεαλιστική στάση έναντι της Κίνας που διαμόρφωσε μια σταθερότερη παγκόσμια ισορροπία και έδωσε μεγαλύτερα περιθώρια κίνησης στην Ουάσιγκτον. […] Ωστόσο, ο εστιασμένος στην ισχύ ρεαλισμός του Κίσινγκερ και η έμφαση στα εθνικά συμφέροντα είχε και αποτυχίες, επειδή απέρριπτε υπερβολικά τον ρόλο της ηθικής. Ο μυστικός βομβαρδισμός της Καμπότζης και, κατόπιν, η εισβολή σε αυτή, ο βομβαρδισμός του Ανόι τα Χριστούγεννα [του 1972], η αποσταθεροποίηση της Χιλής– αυτές, αλλά και άλλες στυγνές ενέργειες φανέρωναν μια ανελέητη στάση έναντι όλων όσων θεωρούσαν οι Αμερικανοί θεμέλιο της εξωτερικής τους πολιτικής: τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το διεθνές δίκαιο, τη δημοκρατία και άλλες ιδεαλιστικές αξίες» (σ. 863).
[5] Γνωστού για τις βιογραφίες αμερικανών προέδρων, μεταξύ άλλων του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, του Τρούμαν, του Κένεντι και του Λίντον Τζόνσον.
[6] Robert Dallek, Nixon and Kissinger: Partners in Power, Νέα Υόρκη, Harper Collins, 2007.
[7] Ο Ferguson, σε ανάρτησή του μετά τον θάνατο του Κίσινγκερ, εξέφρασε τη λύπη του που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τον δεύτερο τόμο της βιογραφίας πριν από τα εκατοστά γενέθλια του Κίσινγκερ.
[8] Κατά τον Robert Dallek, «Μετά την αποχώρησή του από τα κυβερνητικά αξιώματα τον Ιανουάριο του 1977, κατά το τέλος της θητείας του Φορντ, ο Κίσινγκερ αφοσιώθηκε στη διασφάλιση της υστεροφημίας του με την έκδοση εννέα βιβλίων, μεταξύ των οποίων και τρεις ογκώδεις τόμοι απομνημονευμάτων έκτασης σχεδόν 4.000 σελίδων. Η αρθρογραφία σε εφημερίδες, οι δημόσιες ομιλίες και οι εμφανίσεις στην τηλεόραση συνέβαλαν στη διαμόρφωση του status του ως του εξοχότερου ειδικού στην εξωτερική πολιτική. Βλ. Robert Dallek, ό. π., σ. 614.
[9] Henry Kissinger, Diplomacy, New York, Simon & Schuster, 1994.
[10] Henry Kissinger, A World Restored: Metternich, Castlereagh and the Problems of Peace 1812-1822, Boston, Houghton Mifflin, 1957.
[11] Henry Kissinger, Χρόνια ανανέωσης (Αθήνα, Α. Α. Λιβάνη, 2000, μτφ. Αριάδνη Αλαβάνου).
[12] Henry Kissinger, Does America Need a Foreign Policy?: Toward a Diplomacy for the 21st Century, Νέα Υόρκη, Simon & Schuster, 2001. Το βιβλίο εκδόθηκε πριν από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και επανεκδόθηκε τον επόμενο χρόνο με νέα επιλεγόμενα του συγγραφέα.
[13] Henry Kissinger, World Order, Νέα Υόρκη, Penguin, 2014.
[14] Henry Kissinger, Ending the Vietnam War: A History of America's Involvement in and Extrication from the Vietnam War, Νέα Υόρκη, Simon & Schuster, 2003.
[15] Λι Κουάν Γιου (1923- 2015), πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης από την ανεξαρτησία της το 1959 έως το 1980, ηγέτης ενός ημι-αυταρχικού καθεστώτος και θεωρούμενος ως ο άνθρωπος που μετέτρεψε την παλιά βρετανική αποικία σε μία από τις πιο εύρωστες οικονομίες στον κόσμο και υπολογίσιμη δύναμη στη Νοτιοανατολική Ασία.
[16] Διπλωματικός σύμβουλος των προέδρων Κένεντι και Τζόνσον.
[17] Ο Gaddis εντοπίζει συνέχειες και ρήξεις με τις πολιτικές των προηγούμενων προέδρων, επισημαίνοντας ότι «…αυτή η παράδοξη συμμαχία Νίξον-Κίσινγκερ αναζητούσε μια στρατηγική που θα συνδύαζε την τακτική ευελιξία του συστήματος Κένεντι-Τζόνσον με τη δομή και τη συνοχή εκείνου του Αϊζενχάουερ, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις μυωπικές εμμονές που είχαν οδηγήσει στο Βιετνάμ ή την ιδεολογική ακαμψία του Τζον Φόστερ Ντάλες. Το πέτυχαν σε αξιοσημείωτο βαθμό, μετατρέποντας όμως τον Λευκό Οίκο σε κέντρο ισχύος σε βαθμό πρωτόγνωρο από την εποχή της προεδρίας του Φραγκλίνου Ρούσβελτ κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» (σ. 273).
[18] William Shawcross, Sideshow. Kissinger, Nixon, and the Destruction of Cambodia, Νέα Υόρκη, Cooper Square Press, 20022.
[19] Odd Arne Westad, The Cold War: A World History, Νέα Υόρκη, Basic Books, 2017.
[20] Odd Arne Westad, The Global Cold War: Third World Interventions and the Making of Our Times, Cambridge, Cambridge University Press) 2006.
[21] John Lewis Gaddis, The Cold War: A New History (Νέα Υόρκη-Λονδίνο, Penguin, 2005).
[22] Peter Calvocoressi, World Politics Since 1945, (Λονδίνο, Pearson Education, 2009).
[23] Διευθυντής επί χρόνια του διεθνούς τμήματος, αρχισυντάκτης και, επ’ ολίγον, διευθυντής της εφημερίδας Le Monde και συνιδρυτής, το 1954, της επιθεώρησης Le Monde diplomatique.
[24] André Fontaine, Histoire de la détente. Un seul lit pour deux rêves (Παρίσι, Fayard, 1981).
[25] Christopher Hitchens, The trial of Henry Kissinger, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, Verso Books, 2001.
[26] Christopher Hitchens, Hostage to History: Cyprus from the Ottomans to Kissinger, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, Verso Books, 2001.
[27] Evanthis Hatzivassiliou, Greece and the Cold War: Front Line State, 1952-1967 (Λονδίνο-Νέα Υόρκη, Routledge, 2006).
[28] Ioannis D. Stefanidis, Stirring the Greek Nation: Political Culture, Irredentism and Anti-Americanism in Post-War Greece, 1945-1967 (Hampshire, Ashgate, 2007).
[29] William Mallinson, Kissinger and the Invasion of Cyprus: Diplomacy in the Eastern Mediterranean, Newcastle upon Tyne, Cambridge Scholars Publishing, 2016.
[30] Brendan O'Malley-Ian Craig, The Cyprus Conspiracy: America, Espionage and the Turkish Invasion, Νέα Υόρκη-Λονδίνο, I. B. Tauris, 1999.
[31] Και τα δύο γνώρισαν διαδοχικές επανεκδόσεις από την εφημερίδα Το Βήμα και διατίθενται σήμερα στο εμπόριο.
[32] Jussi Hanhimäki, «“Dr. Kissinger” or “Mr. Henry”? Kissingerology, Thirty Years and Counting», Diplomatic History, τόμος 27, τεύχος 5 (Νοέμβριος 2003), σ. 676.