Κι όμως. Ο Τσίλλερ καθόρισε τη νεοελληνική αρχιτεκτονική με σπουδαία μνημειακά κτίρια και πολυτελείς κατοικίες ενώ η «σχολή Τσίλλερ» πέρασε αφομοιωμένη ακόμη και στη λαϊκή αρχιτεκτονική σε ευτελέστερες από πλευράς υλικών και ταπεινότερες από πλευράς προθέσεων κατασκευές των μαστόρων, οι οποίοι, με την επίμονη χρήση των χαρακτηριστικών της, τη μεταμφίεσαν και αυτή σε πάνδημη. Ελλείψει αντιστάσεων, έγινε σύντομα αποδεκτή ως «γηγενής», κι ας καταγόταν από έναν Σάξονα που είχε μαθητεύσει κοντά σε έναν Δανό στη Βιέννη. Αν όχι ως παράδοξο, οφείλει αυτό να καταγραφεί ως ένας από τους λόγους για τους οποίους η δημιουργική ουσία που συνέδεσε τον Τσίλλερ με την Ελλάδα, παρά την αρνητική υποδοχή των μοντερνιστών, υπήρξε αμοιβαία επωφελής, και φαίνεται πως έως σήμερα καλύπτει με τρόπο ικανοποιητικό τις υπάρχουσες ανάγκες για επώνυμη αρχιτεκτονική.
Εκατό χρόνια από το θάνατό του, ο Τσίλλερ έπρεπε να είναι διαρκώς παρών στους προβληματισμούς μας για τις πόλεις – για το παρελθόν και το μέλλον τους. Το λιγότερο που θα αναμενόταν ήταν το 2023 να έχει κηρυχτεί σε Έτος Τσίλλερ. Εκθέσεις, δημοσιεύματα, αναφορές στο έργο, στην πόλη, στα μέγαρα, στη ναοδομία, στα ηρώα του, για να αναφερθούμε στα πραγματολογικά, θα επαρκούσαν για να αποβεί γόνιμη μια τέτοια επιλογή - ενώ ένα σωρό εκδηλώσεις θα έκαναν προσιτό στο ευρύ κοινό το πρόσωπο και το έργο του. Δυστυχώς, ο χρόνος πέρασε χωρίς την τιμή που θα άρμοζε στο πέρασμά του. Άραγε, εντοπισμός, διάσωση, διατήρηση, διάδοση και διάχυση του πολιτιστικού γίγνεσθαι, και γενικότερα του επιστημονικού αγαθού, δεν αποτελούν λέξεις συνθήματα πλέον για την ανάπτυξη της γνώσης;
Απροετοίμαστη βρέθηκε και η Ακαδημία Αθηνών, το ολομάρμαρο κτίριο της οποίας μελετήθηκε σε όλες τις λεπτομέρειες (αρχικά το 1856) από τον Θεόφιλο Χάνσεν, κυρίαρχο αρχιτέκτονα της Ringstrasse στη Βιέννη και εκτελέστηκε από τον Τσίλλερ, που ήταν εργοταξιάρχης, εκπρόσωπός του και αρχιλογιστής για την πειθαρχημένη οικονομική διαχείριση της τεράστιας δωρεάς του μεγιστάνα Σίμωνα Σίνα. Την παρέδωσε είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, το 1885, άτυπα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, στον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη. Η θεμελίωση είχε γίνει επί Όθωνα!
Το ιστορικό πλαίσιο
Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Τσίλλερ στο Κάντιτς, ένα μικρό χωριό στη βόρεια όχθη του ποταμού Έλβα, ανατολικά της Δρέσδης (σήμερα αποτελεί τμήμα της νέας πόλης), ανέβηκε στο θρόνο η βασίλισσα Βικτωρία, εκδόθηκε ο Όλιβερ Τουίστ του Ντίκενς, σκοτώθηκε σε μονομαχία ο Πούσκιν, ο αρχιτέκτων Κλέντσε ολοκλήρωνε σε στυλ λομβαρδο-βυζαντινό την Εκκλησία των Αγίων Πάντων στο Μόναχο και ο πρώσος βιομήχανος August Borsig, τον οποίο επισκέφθηκε το 1865 ο Τσίλλερ στο Βερολίνο, ίδρυσε μονάδα για χυτοσίδηρο και τη βαριά βιομηχανία στην περιοχή του Ρουρ, που έως και σήμερα βασίζεται στον χάλυβα.
Ο Τσίλλερ πέθανε στις 9 Νοεμβρίου 1923 στο πτωχοκομείο. Σήμερα, από τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του που εκδόθηκε από τον Δήμο Αθηναίων και πλέον έχει ανευρεθεί, γνωρίζουμε ότι το πτωχοκομείο όπου είχε μεταφερθεί ήταν το Άσυλο Ανιάτων, στο οποίο για αδιευκρίνιστους ακόμη λόγους είχε μεταφερθεί, στα 86 του, φτωχός και παραιτημένος. Πέθανε «ημέραν Παρασκευήν 9 Νοεμβρίου και ώρα 7 π.μ., ένεκεν εγκεφαλικής συμφορήσεως». Στα ατομικά στοιχεία του θανόντος αναφέρεται ότι βρισκόταν σε κατάσταση χηρείας, πληροφορία που ελέγχεται ως ανακριβής, δεδομένου ότι η σύζυγός του, Σοφία Τσίλλερ-Δούδου, γνωστή στην εποχή της πιανίστα και συνθέτρια, βρισκόταν ώς το 1927 εν ζωή. Προς το παρόν, είναι αδύνατον να ερμηνευθεί επαρκώς η απόφαση του ιδίου του Τσίλλερ ή των συγγενών του –είχε τρεις κόρες και δύο γιους– να περάσει το τέλος της ζωής του στο Άσυλο Ανιάτων. Το ότι ο ίδιος, όσο και η στενή του οικογένεια, ύστερα από καταστροφικές επενδυτικές επιχειρήσεις είχαν περιέλθει σε κατάσταση χρεοκοπίας έχει γίνει ήδη γνωστό, αλλά το να μεταφερθεί στο Άσυλο Ανιάτων προδίδει ακραία απελπισία.
Ο Τσίλλερ ξεχάστηκε από πολλούς, δεν ξεχάστηκε όμως από το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών με πρόεδρο τον Βασίλειο Κουρεμένο, αρχιτέκτονα ευρωπαϊκού διαμετρήματος. Πρόσφατο ανέλπιστο εύρημα που αλιεύθηκε ερευνώντας τον Τύπο, και ειδικά την εφημερίδα Εστία συνεργάτης της οποίας υπήρξε από τα πρώιμα αθηναϊκά του χρόνια ο Τσίλλερ, αποτελεί το αδημοσίευτο μέχρι σήμερα Ψήφισμα που δημοσιεύτηκε την ημέρα θανάτου του, που παρατίθεται: (1)
Ειλικρινής, καθόλου τυπική, δεν φαίνεται ώς σήμερα η σύνταξη της φράσης στο ψήφισμα: «τοσούτον πολυσχιδώς και ευεργετικώς δράσαντος υπέρ της εν Ελλάδι αρχιτεκτονικής επί πεντηκονταετίαν και πλέον, διδασκάλου πεπειραμένου, κοσμήσαντος τας Αθήνας διά περιόπτων αρχιτεκτονικών έργων». Εκείνο το «ετάφη όλως αθορύβως» του φίλου του, επιφανούς αρχαιολόγου Αλεξάνδρου Φιλαδελφέως, το αποθαυμαστικό εκείνο «Και τι δεν έκαμεν ο εμπνευσμένος αυτός, όσον και ακάματος» του Γ. Άννινου 16 χρόνια αργότερα, το 1939, ή το άλλο εκείνο: «Εφύγαμε τόσο μακρυά από τον καιρό που εκτίσθηκε το Ιλίου Μέλαθρον» του Βάσου Κασσάνδρα με την ίδια πάλι ευκαιρία, αυτό πιστοποιούν με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια: τη θλίψη για τον άδικο χαμό του γέροντος που άφησε βαθιά τα ίχνη της ποιότητας. (2)
Νέα έρευνα στον Τύπο, έφερε στην επιφάνεια –η ψηφιοποίηση εφημερίδων από δημόσιες βιβλιοθήκες είναι ευτύχημα– την άγνωστη μέχρι στιγμής, εξαιρετικά λακωνική, αγγελία θανάτου, στην οποία παρατίθενται με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία τα στοιχεία του νεκρού και των συγγενών, τα ονόματα των οποίων καν δεν αναγράφονται, σαν να αποσιωπώνται. Έτσι, με την αγγελία αυτή, την πλέον αξιόπιστη πηγή, δίδεται επιτέλους η πραγματική ημερομηνία του θανάτου του, αφού κατά καιρούς έχουν δοθεί αρκετές αναξιόπιστες πληροφορίες γύρω από το θάνατο και τον ενταφιασμό του Τσίλλερ.
Πληροφορίες για το θάνατο του γερμανού αρχιτέκτονα αντλούμε όμως και από καταχώριση στο βιβλίο νεκρών της παροικίας της Ευαγγελικής Γερμανικής Εκκλησίας στην Αθήνα. Στη δεξιά σελίδα του τόμου για το 1923 σημειώνεται στα γερμανικά:
Ημέρα καταχώρισης θανάτου, 10 Νοεμβρίου, ημέρα ενταφιασμού, 11 Νοεμβρίου στο «ελληνικό νεκροταφείο» [ενν. στο σημερινό Α΄ Νεκροταφείο, Τμήμα Προτεσταντών]. Ο Ερνστ Μόριτς Τέοντορ Τσίλλερ, γεννημένος στις 22 Ιουνίου 1837 στο Ομπερλέσνιτς της Δρέσδης, αρχιτέκτων, οικοδόμησε πολυάριθμα κτίρια στην Αθήνα· ο πάλαι ποτέ ευκατάστατος άνδρας απεβίωσε σε πτωχοκομείο![1]
Την ίδια μέρα, στις 9 Νοεμβρίου 1923, ο Άντολφ Χίτλερ οργάνωνε στο Μόναχο το λεγόμενο «Πραξικόπημα της Μπυραρίας», η αποτυχία του οποίου τον οδήγησε για λίγους μήνες στη φυλακή. Τέσσερις μήνες νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1923, υπογραφόταν η Συνθήκη της Λωζάννης και, στον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής, υπογραφόταν η Σύμβαση περί της Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών. Η πολιτική κατάσταση ήταν ιδιαίτερα οξυμένη, στρατιωτικοί οργάνωναν πραξικοπήματα, η ζωή στις πόλεις δεν ήταν εύκολη και ιδιαίτερα δύσκολο ήταν το απειλούμενο επάγγελμα του αρχιτέκτονα. Κι ας είχε εκδοθεί δυο χρόνια πριν το Vers une architecture (Για μια αρχιτεκτονική) του επιδραστικού μοντερνιστή Λε Κορμπυζιέ – η Ελλάδα ήταν μακριά από την Εσπερία.
Από αγρότες, εργολάβοι κι αρχιτέκτονες
Για την ημερομηνία γέννησης του Ερνστ Τσίλλερ στις 22 Ιουνίου 1837 δεν υπάρχει –ευτυχώς– αμφιβολία, αφού τη δηλώνει στο ιδιόχειρο τετράδιο με τις Αναμνήσεις του.
Ο πατέρας Κρίστιαν Γκότλιμπ Τσίλλερ (1807-1873) αποστράφηκε γρήγορα το επάγγελμα του αγρότη και ειδικεύτηκε στις οικοδομικές ξυλουργικές εργασίες, φοίτησε μάλιστα στη Οικοδομική Σχολή (Bauschule) της Δρέσδης και ήταν ο πρώτος στην οικογένεια που, το 1834, θα υπέγραφε τη διπλωματική εργασία του –σχέδιο για την κατοικία του– ως «Τσίλλερ αρχιτέκτων». Από το 1836 διηύθυνε τη δική του οικοδομική επιχείρηση. Εκτός από την ειδικότητά του να χτίζει σπίτια με ξύλινο σκελετό, οικοδόμησε τις πρώτες εξοχικές κατοικίες σε «ιταλικό στυλ», μεταξύ άλλων και τη δική του, η οποία, με ορισμένες τροποποιήσεις, σώζεται έως σήμερα στο Ράντεμποϊλ (Augustusweg 4). Το αρχικό αγροτικό χωριό μεταμορφώθηκε σύντομα σε εύπορο οικισμό επαύλεων μέσα στο πράσινο. Σήμερα είναι πόλη και γραφικό προάστιο της Δρέσδης, πάνω στον «Δρόμο των Αμπελιών» της Σαξονίας. Εδώ γεννήθηκαν τα δέκα παιδιά του Κρίστιαν Γκότλιμπ Τσίλλερ και της Γιοχάνα Σόφι Φίχτνερ, με πρωτότοκο τον Ερνστ Μόριτς Τέοντορ (1837-1923).
Πέντε αγόρια και πέντε κορίτσια ανέθρεψε το ζευγάρι, τέσσερα από τα αγόρια ασχολήθηκαν με την αρχιτεκτονική και με τις εργολαβίες κατοικιών σε υψηλό επιχειρηματικό και επαγγελματικό επίπεδο. Τα αδέλφια Μόριτς και Γκούσταβ ίδρυσαν το 1867 την οικοδομική εταιρεία / τεχνικό γραφείο Αδελφοί Τσίλλερ, διάδοχο σχήμα της πατρικής επιχείρησης. Ήταν και οι δύο απόφοιτοι της Βασιλικής Οικοδομικής Σχολής της Δρέσδης, απαραίτητη όσο και πρωτοποριακή για την εποχή προϋπόθεση για την εξάσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου-αρχιτέκτονα. Ο Γκούσταβ είχε εργαστεί για ένα διάστημα στο ατελιέ του Χάνσεν στη Βιέννη. Η οικογενειακή επιχείρηση ξεχώρισε στην εποχή της επειδή τα αδέλφια, ακολουθώντας το πρότυπο του πατέρα, όχι μόνο εκπονούσαν τις μελέτες, αλλά τις υλοποιούσαν με τα ιδιόκτητα συνεργεία τους. Η μοντέρνα, καθετοποιημένη επιχείρηση, απασχολούσε έως 70 οικοδόμους, ξυλουργούς, λιθοτόμους και υλοτόμους στα λατομεία και στα πριονιστήρια της επιχείρησης. Μετά το 1901, έτος θανάτου του Γκούσταβ, η εταιρεία έπαυσε να υπάρχει.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η τεχνική επιδεξιότητα, η γνώση των συνθηκών στο εργοτάξιο, ο σεβασμός στην αλυσίδα παραγωγής από το σχεδιαστήριο με τις απαραίτητες γνώσεις των κανόνων της γεωμετρίας, των μαθηματικών, της στατικής, της αισθητικής, αλλά και ο τρόπος επίβλεψης των διαφόρων ειδικοτήτων στο εργοτάξιο, έγιναν κτήμα του νεαρού Ερνστ από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια. Ο πατέρας κρατούσε σφιχτά τα γκέμια στα αγόρια του, κανένα δεν πήγε χαμένο.
Διαβάζοντας τις Αναμνήσεις, διαπιστώνει κανείς ότι ευθύς εξαρχής ο Τσίλλερ επιχειρεί να στήσει με καμάρι μια γενεαλογία σπουδαίων αρχιτεκτόνων στην οποία εντάσσει τον πατέρα στην Αρχιτεκτονική Σχολή (Ακαδημία) της Δρέσδης, με διάσημους δασκάλους και σπουδαία έργα. Ακαδημίες ονόμαζαν τότε, κατ’ ευφημισμόν, ανώτερες τεχνικές σχολές που είχαν ιδρυθεί στη Γερμανία προκειμένου οι νέοι σπουδαστές τους να επαρκούν επαγγελματικά στην αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων της τεχνολογικής ανάπτυξης της χώρας, ιδίως στον τομέα μετάλλου και εργαλειομηχανών, αλλά και για να σταθούν αντάξιες στις πιέσεις των νέων πολιτικών συνθηκών και της ευημερίας που επέβαλλαν νέους εκπαιδευτικούς κανόνες, ιδίως στην ανάπτυξη οργανωμένων πόλεων. Δύο κουλτούρες διακρίθηκαν στη Γερμανική Αυτοκρατορία: οι «καθαρές, ουμανιστικές επιστήμες» ξεχώρισαν από τις «απαραίτητες και αναγκαίες» που επιτρέπουν στον απόφοιτο να τρώει ψωμί. Για τις «απαραίτητες και αναγκαίες» τέχνες ιδρύθηκαν ανώτερα διδακτήρια, με πρώτο της Βιέννης το 1815 και της Δρέσδης το 1822, που γρήγορα εξελίχθηκαν σε σοβαρές Τεχνικές Σχολές με εξαιρετικούς καθηγητές. Δέχονταν εγγράμματους απόφοιτους της βασικής εκπαίδευσης, ενώ οι σπουδαστές όριζαν οι ίδιοι τη διάρκεια των σπουδών τους.
Οι πιθανώς άγνωστες αυτές λεπτομέρειες, που σχετίζονταν με την τεχνική εκπαίδευση στη Γερμανία, πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν γίνεται αναφορά στη επαγγελματική διαμόρφωση του Τσίλλερ, η οποία είχε λάβει ήδη συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τόσο στα εργοτάξια τού τεχνικά επαρκέστατα εκπαιδευμένου πατέρα του, όσο και στις δικές του σπουδές.
Ο Ερνστ Τσίλλερ άρχισε την αρχιτεκτονική και κατασκευαστική του μαθητεία κοντά στον πατέρα του, είναι κατ’ οίκον διδαχθείς. Βρισκόταν στα εργοτάξια από τα 15 του. Ο πατέρας του τον δίδαξε παράλληλα γεωμετρία, προβολική και παραστατική. Εισήχθη στο Ανώτερο Τεχνικό Διδακτήριο της Δρέσδης, πρόδρομο του Πολυτεχνείου, με κατεύθυνση πολιτικού μηχανικού. Συμπλήρωσε τις σχεδιαστικές και ακαδημαϊκές του γνώσεις τον χειμώνα του 1857 ώς και το καλοκαίρι του 1858 στο Αρχιτεκτονικό Εργαστήριο της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Δρέσδης (Bauatelier der Königliche Akademie der Bildenden Künste zu Dresden), όπου βραβεύτηκε με το χάλκινο και με το αργυρό μετάλλιο.
Είναι αλήθεια πως οι αναφορές που γίνονται σε γερμανικά πολυτεχνεία ή ερευνητικά κέντρα για το αρχιτεκτονικό έργο του Ερνστ Τσίλλερ στην Αθήνα είναι ελάχιστες ως ανύπαρκτες. Πολύ περισσότερο έχουν βρει τη θέση τους στα λεξικά τα αδέλφια του και ένας θείος στο Βερολίνο. Αυτό είναι όχι μόνο αξιοσημείωτο, αλλά επιβάλλει στην έρευνα ελλήνων ειδικών να σπεύσουν, με τις γνώσεις τους επί του πεδίου, να συμπληρώσουν τα κενά της γερμανόφωνης έρευνας για τον 19ο και για τις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι πάντως διαπιστωμένο ότι οι χώρες του Βορρά, με σοβαρές επιδόσεις στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα, τείνουν να οργανώνονται στο παρόν και στο μέλλον αντί να αναλώνουν τις δυνάμεις τους για το παρελθόν, πράγμα που κατά κόρον γίνεται εδώ – και δεν εξαιρώ τη γράφουσα!
Σιναία Ακαδημία των Επιστημών
Όταν το 1858, νέος αρχιτέκτονας, πεπαιδευμένος και έτοιμος[2], πήγε στο γραφείο του ήδη διάσημου Χάνσεν, στη Βιέννη, ο Ερνστ Τσίλλερ πήρε το βάρος μιας μεγάλης ευθύνης αποδεχόμενος να εργαστεί στη θέση του εργοδότη του, ως εκπρόσωπος και αντίκλητός του, εργοταξιάρχης και αρχιλογιστής, διευθυντής του εξαιρετικά απαιτητικού έργου της Σιναίας Ακαδημίας των Επιστημών στο τότε μεγάλο βουλεβάρτο των Αθηνών, αρκετά έξω από το κέντρο. Την Ακαδημία σχεδίασε στη Βιέννη ο μέντορας του Τσίλλερ, ένας από τους κορυφαίους αρχιτέκτονες της Ringstrasse, o Θεόφιλος Χάνσεν, κατ’ ανάθεση του μεγιστάνα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας επί Φραγκίσκου Ιωσήφ, Σίμωνα Σίνα. To συνολικό κόστος της κατασκευής πλησίασε το αστρονομικό ποσόν των τριών εκατομμυρίων δραχμών, μαζί με τα γλυπτά του Δρόση, το αέτωμα και τους θεούς, τον Απόλλωνα και την Αθηνά πάνω στους αγαλματοφόρους στύλους στην πρόσοψη, με τους φιλόσοφους στα καθίσματά τους στο κεφαλόσκαλο της σκάλας, με τους ζωγραφικούς πίνακες του Christian Griepenkerl, επίσης καθηγητή στην Ακαδημία της Βιέννης, με τους εξωτερικούς και τους εσωτερικούς φανοστάτες, με τα ολόγλυφα ιωνικά κιονόκρανα, με τα κεραμίδια και τα ακροκέραμα που ήρθαν από το Λιβόρνο και τη Βιέννη αντίστοιχα, με τη νέα αντίληψη της πολυχρωμίας, με την έγχρωμη ζωφόρο ψηλά κάτω από το επιστύλιο που είχε διακοσμητικές παραστάσεις πάνω στο πεντελικό μάρμαρο, όπως την είχε σκεφτεί ο Χάνσεν μελετώντας τους αρχαίους και νεότερους ιστορικούς τέχνης, με την επίπλωση και με την κηποτεχνία.
Από τον Φεβρουάριο του 1861, που 24 χρόνων ο Τσίλλερ κατέφθασε μαζί με τον Χάνσεν για να ολοκληρώσει τη θεμελίωση και να διαπραγματευτεί την πιο συμφέρουσα αγορά μαρμάρου από τη Μονή Πεντέλης, στην οποία ανήκε το λατομείο του Πεντελικού, ήταν ο άνθρωπος που «έτρεχε» το έργο. Έπρεπε, ταυτόχρονα, να ελέγχει τα κονδύλια που ο Σίνας, σε μάλλον ακατάστατα διαστήματα, κατέθετε στην Εθνική Τράπεζα και να διαπραγματεύεται με τον διευθυντή της Γεώργιο Σταύρου, πάντα με τη συνδρομή του δικηγόρου Κώστα Κωστή! Αποδείχτηκαν εξαιρετικά εφόδια η εμπειρία που ήδη είχε αποκτήσει στα οικοδομικά και στη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού αλλά και οι αναμφισβήτητες τεχνικές γνώσεις που είχε αποκτήσει σπουδάζοντας πολιτικός μηχανικός στη Δρέσδη. Οι τεχνίτες –μαρμαράδες, χτίστες, ξυλουργοί– που πύκνωναν το εργοτάξιο ήταν, όπως φαντάζεται κανείς, απαίδευτοι για ένα τέτοιο κολοσσιαίο έργο, δεν ήξεραν καν να διαβάζουν ένα σχέδιο. Όλα βασίζονταν ακόμη στη «μαστοριά», στην προφορική παράδοση – κι ο Τσίλλερ δεν ήξερε ακόμα λέξη ελληνικά. Η υπομονή και επιμονή του ήταν διαρκώς ζητούμενα, κάτι που το εξέφραζε συχνά με απελπισία στις επιστολές του προς τον Χάνσεν, στη Βιέννη. «Οι χτίστες δεν μπορούν να ευθυγραμμίσουν ούτε έναν τοίχο», παραπονιόταν. Αλλ’ η πρόδηλα εύθυμη φύση του και ο ανοιχτός στην περιπέτεια χαρακτήρας του, η έμφυτη κοινωνικότητα –αρχικά περιορισμένη σε επαφές με την γερμανική παροικία που τον ωφέλησε επαγγελματικά– δεν τον άφησαν να απογοητευτεί, παρ’ όλες τις δυσκολίες που συσσωρεύονταν, με κυριότερη αυτή της εκθρόνισης του Όθωνα, ένα χρόνο μετά την άφιξή του.
Φοβόταν τις δυσκολίες; Μάλλον τις προσπερνούσε. Δεν είναι τυχαίο ότι τη δεύτερη χρονιά του στην Αθήνα, αποφάσισε, μάλιστα χωρίς την άδεια του Χάνσεν, να χτίσει με τους λίθους των εκβραχισμών τη δική του ανεξάρτητη διώροφη κατοικία στον περίβολο του εργοταξίου, για την ευκολία του: ήταν το πρώτο αυθαίρετο στο κέντρο της Αθήνας!
Η περίοδος της μεσοβασιλείας, μέχρι την ενθρόνιση του Γεωργίου Α΄, του δανού πρίγκιπα, είχε σαφή εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά, τα οποία ο Τσίλλερ αφηγήθηκε με όλες τις δυνατές λεπτομέρειες στον Χάνσεν, ο οποίος έπρεπε να αποφασίσει πόσες από αυτές θα έφταναν στ’ αυτιά του μαικήνα Σίνα ο οποίος, εκτός από μεγιστάνας του πλούτου, ήταν και πρεσβευτής της Ελλάδος στην Αυλή της Βιέννης, επομένως έμενε πιστός στον μονάρχη που τον είχε διορίσει. Η συνέχεια ήταν καταστροφική για την εξακολούθηση της οικοδομής και τη φύλαξη του εργοταξίου με το πολύτιμο υλικό σε μάρμαρα και σε μηχανήματα. Οι εργάτες απολύθηκαν κι η Τράπεζα απέφευγε να δίνει δάνεια, αφού τα μηνιαία επιδόματα είχαν σταματήσει. Ακόμα και ο Σίνας υπέστη τις οικονομικές συνέπειες από το κραχ των χρηματιστηρίων το 1871.
Με λίγα λόγια, ο Τσίλλερ αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Βιέννη, να επιστρέψει στο γραφείο του Χάνσεν και να επωφεληθεί από τη διδασκαλία του στη σπουδαία Ακαδημία Καλών Τεχνών. Και ενώ σχεδίαζε να επιστρέψει στο εργοτάξιό του της Αθήνας, το 1866, τον πρόλαβε ο Αυστροπρωσικός Πόλεμος, τα σύνορα έκλεισαν και αναγκάστηκε να μείνει στη Βιέννη μέχρι το 1868.
Με την επιστροφή του Τσίλλερ στην Αθήνα, επιτέλους, λύθηκε και το σύστημα της χρηματοδότησης, εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις με τον, ατίθασο και εκπληκτικής καλλιτεχνικής ευφυΐας προστατευόμενο του Σίνα, γλύπτη Λεωνίδα Δρόση και οριστικοποιήθηκε η πρόθεση του Χάνσεν η Ακαδημία να οικοδομηθεί εξ ολοκλήρου από πεντελικό μάρμαρο. Η συνδρομή της γλυπτικής και της ζωγραφικής στο εξαίρετο αυτό νεοκλασικό δημιούργημα, που αντιμετωπίστηκε ως ένα «Συνολικό Έργο Τέχνης» (Gesmatkunstwerk), παρά το τεράστιο κόστος της δαπάνης, αντανακλούσε τις αρχές που θα πρέσβευε ο Θεόφιλος Χάνσεν για το σύνολο των Stadtpalais, των αστικών μεγάρων που σχεδίαζε στη Βιέννη με ξεχωριστά εικονογραφικά και αρχιτεκτονικά αποτελέσματα, έχοντας πάντα κατά νου την αρχαία ελληνική –και όχι τη ρωμαϊκή– αρχιτεκτονική. Την εποχή εκείνη, χαρακτηρίζει το αρχιτεκτονικό του ύφος ως «Hellenische Renaissance».
Για να κερδηθεί όμως αυτό το δύσκολο έργο, χρειαζόταν η στιβαρά χειρ του Τσίλλερ. Ήρθε στην Ελλάδα ένα χρόνο πριν από την έξωση του Όθωνα, όντας φανερό ότι τον ενδιέφερε η ελληνική περίπτωση. Πίστεψε στο έργο που ανέλαβε και προχώρησε στην υλοποίησή του με πάθος. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι, χωρίς την εξαντλητική επιμέλεια του Τσίλλερ στην επίβλεψη της παραμικρής λεπτομέρειας, ακόμη και με χρήσιμες δικές του προτάσεις προς τον Χάνσεν για την υπέρβαση όσων προβλημάτων ανέκυπταν, η ανέγερση της Ακαδημίας θα ήταν αδύνατη.
Ο χαρακτήρας του έπαιξε ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τις δυσκολίες. Πρακτικός νους και πραγματιστής, ενίοτε στυγνός, δεν εμφορούνταν από ιδεολογίες, ενεργούσε αυτόνομα και όταν χρειάστηκε ανέλαβε τις συνέπειες της ευθύνης του αυτόνομα. Ακολούθησε το δόγμα: υπεύθυνος για τα πάντα είσαι εσύ! Πέρα από την καταγωγή, την εκπαίδευση, τα ταξίδια, τις πολιτικές επιρροές, στην αποφασιστικότητα που επέδειξε πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι ήταν προτεστάντης.
Γιατί πέτυχε; Επειδή προχωρούσε και επινοούσε λύσεις, ήταν ευρηματικός και ελεύθερος στο επιχειρείν, επειδή χαιρόταν να παράγει ιδέες, κτίρια, σχέδια, επειδή ερευνούσε δημιουργικά «συνομιλώντας» μαζί τους τα αρχαιολογικά κατάλοιπα των Αθηνών, το Διονυσιακό Θέατρο, το Παναθηναϊκό Στάδιο, τις καμπυλώσεις του Παρθενώνα. Η χαρά του επιχειρείν δεν τον εγκατέλειψε ποτέ! Λιτός, γρήγορος στις αποφάσεις, δεχόταν το λάθος και το διόρθωνε. Και προφανώς, ήταν αποφασιστικός, επινοητικός και πήρε πρωτοβουλίες που, αν δεν επιβεβαιώνονταν, μπορούσαν να αποβούν καταστροφικές.
Πάντως, χωρίς διάθεση υπερβολής και για λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί –οι βαριές αρχιτεκτονικές υποχρεώσεις του Χάνσεν στη Βιέννη, η ανάγκη εκπλήρωσης της δωρεάς του Σίνα προς την Ελλάδα και οι υψηλές αμοιβές των δύο αρχιτεκτόνων, του Χάνσεν και του Τσίλλερ– επέβαλλαν την παρουσία του νεότερου στην Αθήνα και του ωριμότερου στη Βιέννη. Ώς αποτέλεσμα, η Ακαδημία οικοδομήθηκε δι’ αλληλογραφίας, αφού ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των δύο αρχιτεκτόνων ήταν η ανταλλαγή επιστολών με συνημμένα ή ενσωματωμένα σκίτσα. Οι 355 επιστολές του Τσίλλερ από την Αθήνα προς τη Βιέννη και οι 86 από τη Βιέννη στην Αθήνα, μεταφρασμένες και σχολιασμένες από την υπογράφουσα, πρόκειται να εκδοθούν σύντομα από το ΜΙΕΤ – και επιβεβαιώνουν, πιστεύω, αυτόν τον ισχυρισμό.
Τα ελληνικά προβλήματά του
Ο Τσίλλερ θεμελίωσε την αποζητούμενη σχέση μαθητείας με τον μελλοντικό μέντορά του στο γραφείο του Χάνσεν. Εκπαιδεύτηκε στην εσωτερική συνέπεια του σχεδιασμού, που επέτρεπε τη μεταφορά και την εφαρμογή του ιδιώματος σε κτίρια σχεδόν κάθε χρήσης και κλίμακας, τεχνική που εφάρμοσε με επιτυχία όταν επέστρεψε στην Αθήνα. Μέσα από έναν τεράστιο αριθμό έργων, πολλά από τα οποία –οικίες Σ. και Ν. Ψύχα, «Ιλίου Μέλαθρον», Δημοτικό Θέατρο, Μέγαρο Μελά, οικία Σταθάτου, οικία Τσίλλερ, τάφος του Σλήμαν– συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο αξιόλογων αθηναϊκών κτιρίων, διαμορφώνει την εικόνα της Αθήνας μετά το 1880, από τον Πειραιά και το Φάληρο ώς την Κηφισιά. Η διδασκαλία του στο Σχολείο των Τεχνών, ο άψογος επαγγελματισμός και η βιομηχανική τυποποίηση και παραγωγή των διακοσμητικών στοιχείων τελικά επέτρεψαν την αποδοχή του ιδιώματος ως πάνδημη έκφραση της αθηναϊκής, αν όχι της ελληνικής αρχιτεκτονικής, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού.
Στην Ελλάδα, ο Ερνστ Τσίλλερ αντιμετώπισε δύσκολες καταστάσεις. Η πτώχευση του 1893 και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος του στέρησαν τη δυνατότητα να οικοδομεί ως Γερμανός, επειδή και ο Κάιζερ είχε επιβάλει κυρώσεις. Σε γενικές γραμμές, τα οικονομικά μεγέθη της χώρας, ο μικρός πληθυσμός, η περιορισμένη αγοραστική δυνατότητα των κατοίκων της, η απουσία παραγωγικών μονάδων μεγάλου μεγέθους καθήλωναν, ολόκληρο τον 19ο αιώνα, την οικονομία σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Από την άλλη, οι τεράστιες δαπάνες των στρατιωτικών κινητοποιήσεων και των εξοπλισμών κατά την πλέον παραγωγική του περίοδο τον αποστέρησαν από αναθέσεις έργων. Στη διάρκεια των 62 χρόνων που έζησε εργαζόμενος στην Ελλάδα, επέζησε 79 διαδοχικών κυβερνήσεων, έζησε δύο βασιλικές δυναστείες, μια επίσημη κρατική πτώχευση, τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες, τον «ατυχή πόλεμο» του 1897, αλλά και τη διεύρυνση των συνόρων, την ενσωμάτωση των Επτανήσων, δύο Βαλκανικούς Πολέμους, τον Μεγάλο Πόλεμο, στρατιωτικά κινήματα και βέβαια την άφιξη 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Δεν δίστασε να χωρίσει τις δραστηριότητές του από την οικογένειά του και από τα αδέλφια του, που ιδρύοντας την τεχνική εταιρεία «Αδελφοί Τσίλλερ» έχτιζαν στην πατρίδα του, τη Σαξονία, θησαυρίζοντας, τη μία μονοκατοικία μετά την άλλη, και συνειδητά παρέμενε για μεγάλα χρονικά διαστήματα έξω από τα σημαντικά ευρωπαϊκά αρχιτεκτονικά συμβάντα.
Βεβαίως, ως αρχιτέκτων και ως εργολάβος, ο Τσίλλερ είχε καταξιωθεί στην Ελλάδα. Η Ακαδημία του είχε χαρίσει και την αίγλη και το κύρος. Η Ελλάδα την εποχή εκείνη παρείχε ευκαιρίες, καθώς ήταν ένα Ελντοράντο για νέους αρχιτέκτονες: η ανέγερση μεγάρων ήταν ο επενδυτικός κανόνας των Ελλήνων των παροικιών (αυτών, των μισητών, που ο Ροΐδης αποκάλεσε «χρυσοκανθάρους»), οι οποίοι, ως οικονομικά ανελθόντες, ζητούσαν όχι απλώς κατοικία αλλά ένα μέγαρο διακοσμημένο εσωτερικά και εξωτερικά με τυπολογικά στοιχεία παλαιότερων ρυθμών. Ελλείψει άλλων δυνατοτήτων, επένδυαν σε προσοδοφόρα ακίνητα με ενοικιαζόμενα διαμερίσματα και καταστήματα στο ισόγειο – πολεοδομικό σύστημα παρόμοιο με το σημερινό, που φαίνεται να καθιέρωσε ο Τσίλλερ. Ο κύριος όγκος δουλειάς του πολυάσχολου πλέον μελετητή Ερνστ Τσίλλερ αφορούσε τέτοιου τύπου ακίνητα που, όπως ήταν φυσικό, αναζητούσαν οι «ξενομανείς» των παροικιών. Προφανώς, δεν απέκλειε μικρότερα βαλάντια προκειμένου να λύσει αρχιτεκτονικά ζητήματα στους στενούς ή τους φαρδείς δρόμους των Αθηνών, σε πλατείες ή σε βουλεβάρτα.
Τα μεγαλύτερα έργα, με μνημειακό αποτύπωμα, τον έθελγαν πάντα. Αργότερα θα επέβλεπε, πάλι διορισμένος από τον Χάνσεν, το Εκθεσιακό Ζάππειο Μέγαρο, δωρεά του Ευαγγέλου Ζάππα, που όμως του προκάλεσε πολλά επαγγελματικά ζητήματα με, αποκορύφωμα, την απόλυσή του από τη διεφθαρμένη Επιτροπή Ανέγερσης! Η Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη, που μελετήθηκε από τον Χάνσεν το 1885, άρχισε να ανεγείρεται επίσης με αρχιτεκτονική επίβλεψη του Τσίλλερ μετά το 1887 – ήταν το τελευταίο έργο του Χάνσεν στην Αθήνα, αφού πέθανε το 1890.
Μια επέτειος που λησμονήθηκε
Η προσφορά του Ερνστ Τσίλλερ στο αρχιτεκτονικό πρόσωπο της Αθήνα και πολλών ακόμα πόλεων είναι πολλαπλή, αδιαφιλονίκητη και καθοριστική. Κι όμως. Η χώρα μας, η δεύτερη πατρίδα του, σαν κορεσμένη από πάμπολλες εκδηλώσεις, αγνόησε τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από το θάνατό του, δεν βρήκε τον ελάχιστο χώρο και χρόνο για να τον τιμήσει. Δεν έγινε ούτε μια γρήγορη αναφορά στις ειδήσεις, ούτε καν στο Κανάλι της Βουλής που ασχολείται κάπως περισσότερο με επετείους. Χάθηκε η ευκαιρία να κληθούν ειδικοί (ή λιγότερο ειδικοί) για να διατυπώσουν νέες ιδέες για την παλιά αλλά αθάνατη και πλέον πολυτραγουδισμένη από ειδικούς ποιότητα της αρχιτεκτονικής του – με δεδομένη την κατάσταση της αρχιτεκτονικής μας παιδείας, είναι βέβαιο ότι δεν θα έβλαπταν καθόλου συζητήσεις για τον Σάξονα που ανέβασε θεαματικά την αξία του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα[3].
Και τι δεν έκανε ο αρχιτέκτων Τσίλλερ στην Ελλάδα. Έφερε από την Αμερική μελέτες για υδραυλικούς ανεμόμυλους –γεννήτριες δηλαδή– για να ανεβάζουν οι αγρότες αδάπανα νερό ψηλότερα. Μελέτησε τη φυσιογνωμία των πλαγιών του Υμηττού και, όταν ερευνώντας τις αρχαιότητες, ανακάλυψε αρχαίους υδατοφράχτες, έγραψε αμέσως στον τραπεζίτη Ιωάννη Πεσμαζόγλου –που του είχε χτίσει δύο κατοικίες, μια στην Κηφισιά και μια στην Ηρώδου Αττικού– να ιδρύσουν εταιρεία υδρολογικών κατασκευών, γιατί δεν άντεχε να βλέπει το νερό να τρέχει μέσα από τα ρυάκια στη θάλασσα και να χάνεται έπειτα από τις δυνατές νεροποντές. Επινόησε τα πρώτα τούβλα με διάκενα, τα οποία χρησιμοποίησε κατά κόρον στη ναοδομία, στο Αίγιο και στην Κορινθία, επειδή κατάλαβε ότι είχαν αντισεισμικές ιδιότητες.
Είναι λοιπόν να απορεί κανείς που δεν διοργανώθηκαν ημερίδες, ειδικά στους χώρους της Ακαδημίας Αθηνών, στο υπερσύνθετο ολομάρμαρο κτίσμα του νεοκλασικισμού. Είναι αξιοπερίεργο ότι η Ακαδημία αγνόησε την επέτειο των 100 χρόνων από την εκδημία του ανθρώπου που εργάστηκε για τη λαμπρή έδρα της, εγκαταλείποντας στη λήθη τον πιστότερο εργάτη της, μια εντέλει ηγετική μορφή στον τομέα του που της αφιέρωσε είκοσι χρόνια της ζωής του. Ερχόμενος στην Ελλάδα από τη Δρέσδη και τη Βιέννη αντιμετώπισε όλα τα ρίσκα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες. Είναι φανερό πως τα έλυσε με τρόπο αριστοτεχνικό, ανήκοντας συνειδητά στην τρίτη γενιά των αλλοδαπών αρχιτεκτόνων στην Αθήνα και εκμεταλλευόμενος την πραγματική έκλειψη αρχιτεκτόνων μετά το 1861, παρά την παρουσία δυναμικών Γάλλων την ίδια εποχή και ανταγωνιστών του, του François-Louis-Florimond Boulanger (1807-1875) που ήταν μάλιστα μαθητής του σοσιαλιστή Φουριέ και του Louis-Marie-Xavier Girard.
Δεν είναι πρωτότυπη στάση η αγνόηση του Τσίλλερ από την Ακαδημία. Όταν το 1885, ολομόναχος, είχε παραδώσει επιτέλους τα κλειδιά της Ακαδημίας στον Χαρίλαο Τρικούπη («η Ακαδημία χωρίς Ακαδημαϊκούς», σάρκαζε ο Εμμανουήλ Ροΐδης), πάλι και τότε «ξεχάστηκαν». Καμία εορταστική εκδήλωση ευγνωμοσύνης δεν έγινε για το ασύλληπτου μεγέθους δώρο στην πολεοδομική εξέλιξη της μικρομεσαίας όμορφης πρωτεύουσας, μια εποχή που, αν και κάρα που τα έσερναν άλογα περνούσαν μπροστά από το μαρμάρινο σε ευρωπαϊκό επίπεδο αριστούργημα του νεοκλασικισμού, οι κατασκευαστές ιδεών και οικοδομών έβλεπαν μπροστά[4].
Αλλά και από την Εθνική Πινακοθήκη θα περίμενε κανείς τουλάχιστον μία εκδήλωση τιμής για τον αρχιτέκτονα, τη μεγαλύτερη συλλογή υλοποιημένων και μη υλοποιημένων μελετών του οποίου κατέχει από το 1961 στις συλλογές της – καλύτερα ας πούμε στα συρτάρια των αποθηκών της. Η τύχη τους υπήρξε πολύ καλύτερη από αυτή των πρώτων αρχιτεκτόνων που δούλεψαν στην Ελλάδα, στο βαθμό που έχουν διασωθεί, αλλά είναι διάσπαρτα. Το αρχείο που άφησε ο Τσίλλερ στα παιδιά του εκτέθηκε τον Ιανουάριο του 1939 με σκοπό την πώληση των κατανεμημένων σε θεματικές ενότητες υδατογραφημένων σχεδίων του. Από τα 354 σχέδια, που ήταν ταξινομημένα σε θεματικές ενότητες με τις τιμές πωλήσεως ανά ενότητα ή ανά μονάδα, προκύπτει ότι ελάχιστα πωλήθηκαν, ενώ τελικά 265 έργα αποκτήθηκαν –χάρη στη διορατικότητα του διευθυντή, Μαρίνου Καλλιγά– είκοσι δύο χρόνια αργότερα, αντί να γίνουν βορά των τρωκτικών των αποθηκών, όπως όχι σπάνια συμβαίνει στα παρατημένα χαρτώα αρχεία μας. Δημόσια και ιδιωτικά μέγαρα της Αθήνας και του Πειραιά, εκκλησίες στο Αίγιο, στα Βίλια, στο Βέλλο και στον Πύργο, διακοσμητικά σχέδια για οροφές και τοίχους, σχέδια επίπλων, αρχαιολογικά σχέδια και μελέτες πολυχρωμίας αποτέλεσαν μεγάλο μέρος του εκθεσειακού προγράμματος που παρουσιάστηκε στη μεγάλη αναδρομική του Τσίλλερ το 2010. Πολλά από τα ιδιωτικά αυτά μέγαρα είναι αναγνωρίσιμα σε πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη της δεκαετίας του 1950 και του 1960, που τόσο τον είχαν γοητεύσει και που, όχι πολύ καιρό μετά την απεικόνισή τους, κατεδαφίστηκαν.
Με τη μάλλον εσπευσμένη ολοκλήρωση των αναστηλωτικών εργασιών του υπουργείου Πολιτισμού και την πολυαναμενόμενη απόδοση στο κοινό της αποκατεστημένης ημιτριώροφης μονοκατοικίας που οικοδόμησε ο Τσίλλερ για την οικογένειά του, στην οδό Μαυρομιχάλη 6, της μόνης κατοικίας αρχιτέκτονα του 19ου αιώνα που διασώζεται, για να γιορταστεί έγκαιρα η Διεθνής Ημέρα Μουσείων, τον Μάιο του 2021, θα περίμενε κανείς να αναγνωριστεί το έτος 2023 ως Έτος Τσίλλερ. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να προωθηθούν ερευνητικά προγράμματα καταγραφής σε βάση δεδομένων, όχι μόνο των μελετών, αλλά και των υλοποιημένων, με όλες τις διαφορές, τις προσθήκες, το ιστορικό της κήρυξης προστασίας τους, το αρχείο των κατεδαφισμένων και των εν κινδύνω κτιρίων. Παρόμοια προγράμματα πραγματοποιούνται εύκολα, αρκεί να βρεθεί χρηματοδότηση από κονδύλια υπουργείων, Περιφερειών ο altra cosa – ενώ θα μπορούσαν να διευκολύνονται από τους κατά τόπους Δήμους και τα υποθηκοφυλακεία. Ο ενθουσιασμός για την ταπεινότητα του Τσίλλερ και η προσοχή που αποδίδεται πλέον στα μέγαρα αλλά και στην καθηλωτική βιογραφία του θα επέβαλαν και την αναδίφηση της σχέσης ανάμεσα στον σπουδαίο αρχιτέκτονα και στον κοινωνικό του περίγυρο του 19ου αιώνα. Το είχε εύστοχα επισημάνει ο Δημήτρης Φιλιππίδης σε ημερίδα σχετική με την έκθεση του 2010:
Σήμερα μιλάμε για «απήχηση». Τότε ήταν εκείνος ο εκκωφαντικός θόρυβος από τη μηχανή του Τσίλλερ, που σκέπαζε κάθε άλλον ήχο ή έντεχνη μουσική στην Ελλάδα. Γιατί ο Τσίλλερ ήταν ένας καθαρόαιμος κατακτητής, που ήρθε, είδε και κυριάρχησε. Ένας ήρωας της αρχιτεκτονικής, όχι έφιππος και ξιφήρης αλλά ταπεινός, συχνά βασανισμένος, ταλαιπωρημένος από τα «ελληνικά πράγματα», όπως ανέκαθεν λέγονταν εκείνα που δεν πρέπει να λέγονται. Όμως εκεί, κολλημένος σαν στρείδι σε αυτό τον τόπο. Επίμονος, «Γερμανός» – όπως έλεγε μια παλιά διαφήμιση, σε όλα του.
Πότε και πώς συνέβαιναν όλα αυτά; Δεν αξίζει να διερευνηθούν, τώρα που έχουν ανεβεί στην επιφάνεια τόσα μέχρι πρότινος άγνωστα δεδομένα; Συνέβαλαν σε αυτό η έκθεση του 2010, ο κατάλογος που τη συνόδευε, τα πρακτικά των συνεδρίων τα οποία ενημερωμένοι συνάδελφοι στο εξωτερικό μας γνωστοποιούσαν, η δίγλωσση έκδοση των Αναμνήσεων του Ερνστ Τσίλλερ από το βιβλιοπωλείο της Εστίας καθώς και η επικείμενη έκδοση της αλληλογραφίας Τσίλλερ-Χάνσεν (οι δικές μου συμβολές). Ας προστεθεί και η έκθεση στην Αθήνα το 2013 και ο κατάλογος για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Θεόφιλου Χάνσεν.
Ένα ή περισσότερα ερευνητικά προγράμματα για τις περιπέτειες της αρχιτεκτονικής τα χρόνια του Γεωργίου Α΄ και του Χαριλάου Τρικούπη θα ήταν ευλογία.
[1] Η πληροφορία έχει δημοσιευθεί για πρώτη φορά στη δίγλωσση έκδοση: Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη, Αναμνήσεις Ερνστ Τσίλλερ (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2021).
[2] Επιπλέον, μόλις είχε κερδίσει αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την ανέγερση συγκροτημάτων κατοικιών στην Τιφλίδα για γερμανούς εποίκους.
[3] Άλλωστε όλοι ξέρουν πλέον ότι κάθε όμορφο κτίριο που αξίζει να λέγεται κτίριο θα μπορούσε να έχει χτιστεί από τον Τσίλλερ: στο Γύθειο ή στη Σαλαμίνα, στο Κατάκωλο ή στο Ναύπλιο, ποιος δεν θα ήθελε να έβγαινε αληθινή η διάγνωση: «το σπίτι σας σχεδιάστηκε από τον Τσίλλερ, μα ναι, όταν έχτιζε την μεγάλη εκκλησία στα Βίλια, έδωσε τζάμπα τα σχέδια για το πρώτο σχολείο του χωριού, για το σπιτάκι στην αυλή».
[4] Η πόλη όμως, ακόμη κι έτσι, είχε αγαπηθεί από τους happy travellers απ’ όλο τον κόσμο, που γέμιζαν τα νέα ξενοδοχεία, ιδίως στους γάμους του διαδόχου Κωνσταντίνου με τη Σοφία της Πρωσσίας το 1889 και, βέβαια, στους θριαμβευτικούς πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες το 1896.