Η Ηρώ Κανακάκη ήταν μια σπουδαία ζωγράφος, διαρκώς σε κίνηση, διαρκώς σε αναζήτηση. Με ανοιχτά τα αυτιά στις αλλαγές, ανοιχτή στο καινούργιο, ανικανοποίηση από τις τελεολογίες. Η έκθεση στην Εθνική Βιβλιοθήκη είναι μια ευκαιρία να τη γνωρίσουν οι νεότεροι. Αλλά είναι και μια ευκαιρία να επανεκτιμηθούν ορισμένα πρόσωπα των εικαστικών, που δεν ζουν αλλά η επίδρασή τους στο γίγνεσθαι της εποχής τους ήταν σημαντική.
Ποια ήταν
Η Ηρώ Κανακάκη είχε γεννηθεί στον Πειραιά το 1945. Οι γονείς της κατάγονταν από την περιοχή Αμάρι, του Ρεθύμνου Κρήτης.
Φοίτησε (1965-1969) με υποτροφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου σπούδασε χαρακτική με καθηγητή τον Κώστα Γραμματόπουλο.
Στο φοιτητικό της βίο υπήρξε ηγετικό στέλεχος της Σπουδαστικής Οργάνωσης της «Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη», δραστήριο και ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος ως μέλος του ΔΣ του Συλλόγου Φοιτητών της ΑΣΚ και ως μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Ελλάδας (Ε.Φ.Ε.Ε.) στην περίοδο 1965-1967. Συνελήφθη τις πρώτες μέρες του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967 και εξορίστηκε στη Γυάρο.
Πραγματοποιεί την πρώτη της ατομική έκθεση το 1972, στην Γκαλερί «ΩΡΑ» του αείμνηστου Ασσαντούρ Μπαχαριάν.
Φιλοτέχνησε το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του περιοδικού «ΑΝΤΙ» που κυκλοφόρησε το 1972 και απαγορεύτηκε μετά από το δικτατορικό στρατιωτικό καθεστώς.
Το 1973 μεταβαίνει στο Λονδίνο, όπου συνεχίζει τις σπουδές της (1973-1975) στο Croydon College of Art σε μεταπτυχιακό επίπεδο Masters (μεταξοτυπία, λιθογραφία, χαρακτική, βιβλιοδεσία και ιστορία της Τέχνης).
Στην περίοδο 1975-1980 εργάζεται στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC δημιουργώντας και μεταδίδοντας πολλά προγράμματα για σημαντικά γεγονότα Τέχνης στο Λονδίνο.
Το 1980 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με άλλους συναδέλφους της στην Μπιενάλε του Παρισιού
Επιστρέφει στην Αθήνα το 1989 και εγκαθίσταται κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο (Εξάρχεια), όπου και το εργαστήριό της. Σε λίγο διάστημα προσλαμβάνεται στη «Σχολή Βακαλό» όπου ως καθηγήτρια δίδαξε Βασικό Σχέδιο μέχρι το θάνατό της, ενώ συνέχιζε να ζωγραφίζει και να εκθέτει.
Πραγματοποίησε πληθώρα ατομικών και ομαδικών Εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπου και διακρίθηκε. Έργα της βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές και Μουσεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Πάνω από όλα τη διέκρινε η απόλυτη αφοσίωση και εντιμότητα στη δουλειά της, οι επαγγελματικές αρχές και αξίες της τις οποίες και υπηρετούσε με απαράμιλλη συνέπεια και εμμονή. Υποστήριζε πάντα εμφατικά ότι η επαγγελματικότητα, η σοβαρότητα, η σεμνότητα, η συνέπεια και η εντιμότητα απέναντι στο ίδιο τους έργο, ήταν η καλύτερη υπηρεσία που οι ζωγράφοι, ως διανοούμενοι, μπορούσαν στην ουσία να προσφέρουν στην κοινωνία τους και στο δημόσιο βίο, πέραν των πολιτικών τους εντάξεων, των ιδεολογικών τους πεποιθήσεων και της τυχόν άμεσης ανάμειξής τους στα κοινά.
Στο πρώιμο έργο της υπάρχει ένα αδρό ρεαλιστικό ιδίωμα με ανθρώπινες μορφές, άλογα, λουλούδια και λογής-λογής αντικείμενα σε απροσδόκητες διατάξεις και αντιπαραβολές που δραματοποιούν την πραγματικότητα φορτίζοντάς τη συχνά με σουρεαλιστικές προεκτάσεις. Τα χρώματά της κινούνται σε σκληρές τονικές αντιπαραθέσεις εντείνοντας την άρθρωση των συνθέσεων.
Με την πάροδο των ετών, επιμένοντας πάντα να ζωγραφίζει σε πείσμα των νέων ρευμάτων και των διερωτημάτων περί της αξίας και της χρονικής αντοχής της ζωγραφικής, υιοθετεί αφαιρετικότερους χειρισμούς με θραυσματικές θεματικές δηλώσεις.
Από το 1990 πρωτοπορεί στην Ελλάδα σε χρωματικές επεμβάσεις πάνω στο σύνολο των εσωτερικών επιφανειών κτιρίων καθώς και την προβολή της ζωγραφικής δράσης σε ανοιχτούς χώρους.
Ως ζωγράφος αναδείχτηκε σε μια από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς της στην Ελλάδα, με αφετηρία τον Κριτικό Ρεαλισμό, τον οποίο εξέλιξε προς εξπρεσιονιστικές και περισσότερο αφαιρετικές φόρμες.
Πέθανε ξαφνικά στην ακμή της σταδιοδρομίας της στις 14 Σεπτεμβρίου του 1997 σε ηλικία 52 ετών.
Η τελευταία της Έκθεση έγινε μετά το θάνατό της, το 1998, στη Γκαλερί «Νέες Μορφές» στην Αθήνα.