Ο Μισέλ Δημόπουλος (1949-2023) ανήκε στην πλούσια, ποιοτική και πολυπληθή κινηματογραφική φρουρά του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος και της Αυγής, εφημερίδας της τότε ανανεωτικής Αριστεράς της μεταπολίτευσης, όπου και προσέφερε πολλά με τις γνώσεις του, το πάθος και την κινηματογραφική ευρυμάθειά του. Ήταν ωραία η εποχή που γράφαμε, κυρίως στον Σύγχρονο Κινηματογράφο· αλλά και ως μια πολύ μεγάλη και δημιουργική ομάδα στη Αυγή που τότε υπήρξε η φτωχότατη κι ελλιπέστατη, μα ανοιχτή, πλουραλιστική κι ανοιχτόμυαλη στις ιδέες, εφημερίδα της ανανεωτικής, ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς, η οποία διακινούσε απόψεις και κρίσεις για την πολιτική κατάσταση και τα καλλιτεχνικά έργα με σεβασμό, ήθος, ποιότητα και κουλτούρα διαλόγου, χωρίς φανατισμούς και εχθροπάθεια (συγκρίνετε ιδεολογικοπολιτικά με τη σημερινή...). Από τότε «τερμάτισαν» (κομψή έκφραση, μα σε μαραθώνιο τρέχαμε;) οι κριτικοί της Αυγής Χρήστος Βακαλόπουλος (1956-1993), Αντώνης Μοσχοβάκης (1923-2007), Μπάμπης Κολώνιας (1944-2014), Γιώργος Μπράμος (1952-2019), Νίκος Ζαχαριάδης (1966-2021) – και τελευταίος ο Μισέλ Δημόπουλος, που ήταν για πολλά χρόνια η δυνατή, ηγετική ψυχή της κριτικής-κινηματογραφικής φουρνιάς μας την αισιόδοξη και παραγωγική, πρώιμη μεταπολίτευση (Βακαλόπουλος, Κολώνιας, Μπράμος και Μισέλ Δημόπολος ήσαν κριτικοί και του Σύγχρονου Κινηματογράφου). Μείναμε ο Τέλης Σαμαντάς κι ο υπογράφων.
Ο Μισέλ Δημόπουλος πρωτοσυνεργάστηκε με τον Σύγχρονο Κινηματογράφο στο τεύχος 16, Οκτώβριος-Δεκέμβριος ’71. Το 1972 εισήλθε στη συντακτική επιτροπή του στο τεύχος 24-26, Οκτώβριος-Δεκέμβριος ’72. Το 1974, στη νέα, τη μεταπολιτευτική εποχή του περιοδικού, διαδέχτηκε τον πολύτιμο συντάκτη και φίλο του Τέλη Σαμαντά ως διευθυντής σύνταξης στο τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου ’74. Ανέλαβε συστηματικά την αρχισυνταξία του Σύγχρονου Κινηματογράφου από το τεύχος 9/10, Απριλίου-Αυγούστου ’76, και άρχισε λίγο λίγο να του δίνει τον δικό του προσωπικό τόνο, καλό ποιοτικό γούστο, αφομοιωμένη αισθητική μάθηση και επάρκεια, καλή ενημέρωση για τα μοντέρνα κινηματογραφικά πράγματα και με τη γαλλική κουλτούρα στα μπαγκάζια του (ήρθε στην Ελλάδα από τη Γαλλία). Από την αρχή όλοι εκτίμησαν τις γνώσεις και την ευχέρειά του να τις χρησιμοποιεί και να τις προβάλλει και αργότερα, όταν ανέλαβε την αρχισυνταξία του περιοδικού, τις ηγετικές οργανωτικές ικανότητές του, την ευελιξία του στις δημόσιες σχέσεις, ακόμη και τη δυνατότητά του να προσεγγίζει εκδότες για να διασφαλίσει την απρόσκοπτη έκδοση και διακίνηση του περιοδικού. Στο τεύχος 33-34 του 1983, ο Δημόπουλος υπήρξε για τελευταία φορά διευθυντής του Σύγχρονου Κινηματογράφου (από το τεύχος 32, αρχισυντάκτης είχε αναλάβει ο πολυμαθέστατος, πολύ σημαντικός κριτικός κινηματογράφου, Νίκος Σαββάτης.
Ο Μισέλ έγινε, λοιπόν, έτσι, για πολύ καιρό, ο γερά καταρτισμένος αρχισυντάκτης, και ενίοτε διευθυντής, στον Σύγχρονο Κινηματογράφο, για πολλά τεύχη του, και υπεύθυνος για τις Εβδομάδες του Σύγχρονου Κινηματογράφου, προβολές προσεκτικά επιλεγμένων, αγαπημένων μας ταινιών. Συγκέντρωσε γύρω του καλούς, συγκροτημένους και φερέλπιδες κριτικούς και οικοδόμησε με τους συνεργάτες του, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Νίκο Σαββάτη, τον Μανώλη Κούκιο, τον Δημοσθένη Αγραφιώτη, τον Γιώργο Μπράμο, τον Μπάμπη Κολώνια, τους γνωστούς σκηνοθέτες Τώνη Λυκουρέση, Λευτέρη Ξανθόπουλο και τον (σημειολόγο κριτικό) νυν σκηνοθέτη και συγγραφέα στη Γερμανία, Νίκο Λυγγούρη, και τις καλές σκηνοθέτριες Φρίντα Λιάππα, Μαρία Νικολακοπούλου, Αντουανέττα Αγγελίδη, Μαρία Γαβαλά και Λάγια Γιούργου, τη Μαριτίνα Πάσσαρη, τον Νίκο Κολοβό, τον Κώστα Θεοφιλόπουλο, τον Γ. Ζηκογιάννη, και άλλους, ένα υποδειγματικό κινηματογραφικό περιοδικό, εισήγαγε μαζί με τους άλλους νέες ιδέες και συλλήψεις της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής σκέψης, βάθυνε τη γνώση μας για τη γλώσσα του και εμπλούτισε τον θεωρητικό λόγο για το σινεμά. Ήμουν κι εγώ εκεί ως συνεργάτης για πολλά χρόνια, μέχρι το κλείσιμο του Σύγχρονου Κινηματογράφου το 1984, κοντά σ’ αυτές τις σχεδόν θρυλικές προσωπικότητες της κριτικής. [Από την πρώτη περίοδο του Σύγχρονου Κινηματογράφου, επί δικτατορίας, έχουν πεθάνει ο πρώτος αρχισυντάκτης και ρηξικέλευθος θεμελιωτής του, Βασίλης Ραφαηλίδης, οι σκηνοθέτες Θόδωρος Αγγελόπουλος, Κώστας Σφήκας, Τώνια Μαρκετάκη, Αλίντα Δημητρίου, Σωτήρης Δημητρίου, Κρητικός (Κωστής Σκαλιόρας)…]. Έκτοτε πήραμε όλοι σειρά.
Στον Σύγχρονο Κινηματογράφο υπήρχε σίγουρα πολυφωνία. Ήταν πολλές και διαφορετικές οι προσεγγίσεις και οι αντιλήψεις, γιατί συνυπήρχαν κριτικοί, θεωρητικοί και σκηνοθέτες από την αρχή, από τον διαπρεπή Γιάννη Μπακογιαννόπουλο και τον Γιώργο Κόρρα ώς τον Άκη (Θόδωρο) Καλομοιράκη, μετέπειτα σκηνοθέτη και αιθουσάρχη στις ΗΠΑ, τον διευθυντή φωτογραφίας και ντοκιμαντερίστα Σάκη Μανιάτη, τον Τέλη Σαμαντά, αργότερα υπεύθυνο του πολιτιστικού της Αυγής και αρχισυντάκτη του Ταχυδρόμου και κατόπιν του Αθηνοράματος, τους πιο θεωρητικούς Λυγγούρη, Αγραφιώτη, Κούκιο, Κ. Θεοφιλόπουλο. Άλλοι από τους συντάκτες και τους συνεργάτες έγραφαν απλά και κατανοητά και άλλοι ήταν πιο δύσκολοι, δυσνόητοι.
Η σχέση του Σύγχρονου Κινηματογράφου με τον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο και το ελληνικό σινεμά, εκείνη την εποχή, ήταν ταυτόχρονα σχέσεις αντιθετικές αλλά και εποικοδομητικές, θετικές. Το περιοδικό επί Δημόπουλου (και Βακαλόπουλου) υποστήριξε τους σκηνοθέτες (τους αναφέρω ανάκατα) Γιώργο Πανουσόπουλο, Θόδωρο Αγγελόπουλο, Σταύρο Τορνέ, Νίκο Παναγιωτόπουλο, Αλέξη Δαμιανό, Αντουανέττα Αγγελίδη, Νίκο Παπατάκη, Φρίντα Λιάππα, Κώστα Σφήκα, Νίκο Περάκη, Λευτέρη Ξανθόπουλο, Μαρία Γαβαλά, Τώνη Λυκουρέση, Γιώργο Κόρρα, Νίκο Λυγγούρη, Σταύρο Τσιώλη, Παντελή Βούλγαρη, κ.ά.
Πιστεύω πως το ελληνικό κινηματογραφικό και σκηνοθετικό σινάφι και «η πιάτσα», κατά κανόνα –με εξαιρέσεις βέβαια–, υποδέχονταν αρνητικά τα κείμενα, τις κριτικές που έγραφαν και τα φιλμ που έκαναν οι άνθρωποι του Σύγχρονου Κινηματογράφου της γενιάς μας. Μόνο η Φρίντα Λιάππα κι ο Λευτέρης Ξανθόπουλος τους είχαν επιβληθεί ως σκηνοθέτες. Κατά τη μεταπολίτευση, υπήρχε μια τάση «αντεκδίκησης» –λόγω σχετικής αμορφωσιάς και έλλειψης κουλτούρας– εναντίον του «διανοουμενίστικου» σινεμά που υποτίθεται πως προωθούσαμε και υπηρετούσαμε, ενώ εμείς αγαπούσαμε απλά τον ποιοτικό κινηματογράφο, τις καλές σκηνοθεσίες (καλλιτεχνικές, «διαφορετικές» ή κλασικές) και τους κινηματογραφικούς δημιουργούς, σκηνοθέτες με δική τους σφραγίδα και προσωπικό στυλ, είτε δούλευαν στον αναπτυσσόμενο Τρίτο Κόσμο είτε στο Χόλιγουντ, ανεξάρτητους, στυλίστες, ακόμη και καλούς εμπορικούς σκηνοθέτες ή, αντιστρόφως, σκηνοθέτες ταινιών art house.
Ο κινηματογράφος, μια περιπέτεια
Ο κινηματογράφος, για όλους εμάς, ήταν μια περιπέτεια. Κι ο Σύγχρονος Κινηματογράφος ήταν για όλους μας το διαβατήριο μύησης και προσωπικής εξέλιξης, για το σινεμά και τα κριτήρια με τα οποία τον προσλαμβάναμε.
Το περιοδικό το πρωτοείδα όταν πήγαινα στο γυμνάσιο στη Νέα Φιλαδέλφεια, όπου κατοικούσα[1]. Έπεσε στα χέρια μου ένα τεύχος, το πήρα από φίλους. Διάβασα αρκετά άρθρα με ενδιαφέρον και βουλιμία, αν και δεν καταλάβαινα καλά ούτε τα μισά από όσα διάβαζα, γιατί η γλώσσα και οι όροι ήταν καινούργιοι και άγνωστοι για μένα. Το τεύχος περιελάμβανε και άρθρα για το ελληνικό σινεμά. Ιδιαίτερη εντύπωση, όχι αναγκαστικά θετική, μου έκαναν τα πολλά κείμενα για το γαλλικό σινεμά. Αργότερα, σε ένα άλλο τεύχος που πλέον είχα αγοράσει, διάβασα ένα παράξενο κι ακατανόητο άρθρο κάποιου Ραφαηλίδη για τη γαλλική ταινία Να πεθάνει το κτήνος του Σαμπρόλ, που την είχα δει πρόσφατα. Ενοχλήθηκα πολύ από το ότι δεν συμφωνούσα σε τίποτα με το άρθρο, όλες οι ερμηνείες και τα σχόλια που αυτός ο Ραφαηλίδης πρότεινε για την ταινία μου φάνηκαν αυθαίρετα και τρελά. Ένιωσα τόση πρόκληση που στρώθηκα και έγραψα ένα δισέλιδο γράμμα στο περιοδικό, στο οποίο προσπαθούσα να ανατρέψω μία προς μία όλες τις παράδοξες επισημάνσεις του κριτικού. Είχα παρατηρήσει πως το περιοδικό δημοσίευε γράμματα των αναγνωστών και έλπιζα να δημοσιεύσουν και τη δική μου αποστομωτική απάντηση σ’ αυτόν τον μουρλό κύριο. Παρακολουθούσα το περιοδικό για καιρό, μα δεν δημοσίευαν το γράμμα μου. Με τον καιρό ξέχασα το γράμμα και παραιτήθηκα από την υπόθεση, συνεχίζοντας όμως να αγοράζω και να διαβάζω τον Σύγχρονο κινηματογράφο. Έπειτα από μια δεκαπενταετία, όντας κινηματογραφάνθρωπος πια, όταν ξαναείδα το Να πεθάνει το κτήνος, αναζήτησα στη συλλογή μου κινηματογραφικών βιβλίων το τεύχος με τη συγκεκριμένη κριτική. Τη διάβασα και τη βρήκα έξυπνη και σωστή σε όλα της τα σημεία! Και αναρωτήθηκα, τι διάολο παλαβομάρες είχα γράψει και τους είχα στείλει πριν τόσα χρόνια, ακόμη μαθητής…
Όλες αυτές τις αναμνήσεις πυροδοτεί η ανάμνηση του Μισέλ Δημόπουλου. Η προσφορά του οποίου στο ελληνικό σινεμά, αλλά και στην ΕΡΤ, μέσω της παραγωγής καλών ελληνικών τηλεταινιών και μέσω της Κινηματογραφικής Λέσχης (1982-2010), στην εκπομπή που παρουσίαζε και προλόγιζε ο αειθαλής, εκλεκτός κριτικός Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, υπήρξε καθοριστική στην επιμόρφωση πολλών κινηματογραφόφιλων, ακόμη και κινηματογραφιστών της εποχής, και στην ευρεία εξοικείωση του κοινού με τα αριστουργήματα και τους μεγάλους δημιουργούς του κινηματογράφου.
Ο Μισέλ Δημόπουλος προσέφερε πολλά και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που αναλαμβάνοντάς το το μετέτρεψε με συνεχή, επίμονη προσπάθεια, εξωστρέφεια, βαθιά γνώση όσων συνέβαιναν εκτός Ελλάδος στο αναγνωρισμένο πλέον σε όλο τον κόσμο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Για πολλά χρόνια (1991-2005), ως καλλιτεχνικός διευθυντής του, συνέβαλε αποφασιστικά, πρώτος, στο να μετατραπεί σε Διεθνές Φεστιβάλ, ένα πρώτα απ’ όλα υπολογίσιμο και σοβαρό, ελληνικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου.
Ο θεσμός του Φεστιβάλ διεθνοποιήθηκε, ήτοι το πρόγραμμα των προβολών εμπλουτίστηκε εκπληκτικά, βοηθώντας στην ανάδειξη μιας σειράς από σπουδαίους δημιουργούς, Ευρωπαίους, Ασιάτες, Αμερικανούς και Αφρικανούς, μέσω αφιερωμάτων και μέσω των προβολών των πρώτων ταινιών τους. Ο Μισέλ Δημόπουλος και οι συνεργάτες του στο Φεστιβάλ (και ιδίως ο Δημήτρης Εϊπίδης, που ήρθε από τον Καναδά για να οργανώσει τους Νέους Ορίζοντες) οργάνωσαν αφιερώματα και ρετροσπεκτίβες σε εξαίρετες προσωπικότητες του σινεμά. Το ζωηρό, νεωτεριστικό μυαλό και το πάθος τους για την έβδομη τέχνη, η έφεση κι ικανότητά τους στην ανακάλυψη νέων τάσεων και εθνικών κινηματογραφιών έκαναν ουσιαστική τη διεθνοποίηση του Φεστιβάλ. Το μετέτρεψαν από το άοσμο, μαλθακό Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθιστώντας το χώρο προώθησης και διάδοσης των νέων σκηνοθετών και των νέων ρευμάτων του παγκόσμιου γαλαξία των δημιουργών.
Ο Μισέλ Δημόπουλος προσέφερε επίσης πολλά στις εκπληκτικές εκδόσεις-βιβλία του Φεστιβάλ που είχε εγκαινιάσει και θεμελιώσει ο ίδιος. Επιμελήθηκε με τους βασικούς συνεργάτες του σε αυτό το έργο, τον Νίκο Σαββάτη, τους αείμνηστους Μπάμπη Ακτσόγλου, Γιώργο Μπράμο και Μπάμπη Κολώνια, και τον Θωμά Λιναρά, χρησιμοποιώντας ακόμη πολλούς άλλους συντάκτες καλών κειμένων, δεκάδες, περίπου τριάντα εκδόσεις και μονογραφίες αφιερωμένες σε ξένους και Έλληνες σκηνοθέτες, που αποτελούν κορυφαία, ποιοτικά εγχειρίδια για τη μελέτη του κινηματογράφου από τους φοιτητές και τους ανθρώπους του κινηματογράφου.
Ήμασταν τόσο νέοι
Ο Μισέλ Δημόπουλος ήταν υπεύθυνος, εμβριθής, διαυγής, πολυμαθής και λεπτολόγος, μια ισχυρή ηγετική φυσιογνωμία, επιβλητικός και στην ουσία δύσκολος χαρακτήρας, που ήθελε διακαώς και γνώριζε πώς να επιβάλλεται με το κύρος και το πνευματικό (ακόμη και το σωματικό) ανάστημά του. Κοινωνικός, άνετος, έντονα bon viveur, ερωτικός με τις γυναίκες, μέντορας και εμψυχωτής στον τομέα της κινηματογραφικής τέχνης. Έχοντας μεγαλώσει και κατόπιν σπουδάσει στη Γαλλία, είχε εμπεδώσει τη γαλλική κουλτούρα και ειδικότερα τις μετά τον Μάη του 1968 νεωτεριστικές τάσεις στη ζωή και στις τέχνες.
Σε όλες τις φάσεις της δραστηριότητάς του, στα γραφεία του Σύγχρονου Κινηματογράφου, της Αυγής και της ΕΡΤ, στις κινηματογραφικές αίθουσες ή στα φουαγιέ, στο Λιμάνι και στο Ολύμπιον, στη Θεσσαλονίκη, περιφερόταν δραστήριος και κοινωνικότατος, μιλούσε κι εξηγούσε με διεισδυτικότητα και παραφορά τα φιλμ που επέλεξε με τους συνεργάτες του και προβάλλονταν στο Φεστιβάλ, διεύρυνε τους ορίζοντες των άλλων, μας γνωστοποιούσε και μας μάθαινε μακρινά κι άγνωστα σε μας δεδομένα εναλλακτικών κινηματογραφιών, παράλληλα φυσικά με τις προτάσεις για το κλασικό σινεμά που γνωρίζαμε.
***
Επιστρέφω στη μεταπολίτευση, στα χρόνια του Σύγχρονου Κινηματογράφου.
Ήμασταν τότε νέοι, αισιόδοξοι, αεικίνητοι, είχαμε καλλιτεχνικά, πολιτικά, θεωρητικά και ιδεολογικά οράματα –και μερικά ιδεολογικοπολιτικά παροράματα βεβαίως βεβαίως, ορισμένοι «βαριά κομμουνισμένοι»– και παθαίναμε καλλιτεχνικές, ερωτικές, ιδεολογικοπολιτικές και κινηματογραφικές εξάρσεις κι υπερδιεγέρσεις, που όμως τότε οι περισσότερες είχαν ευτυχή κατάληξη γιατί ήμασταν νέοι, δυναμικοί, λειτουργικοί, δημιουργικοί κι ενεργητικοί. Μα τι να γράψω; Για τις φιλίες και τους έρωτες, τις σκηνοθετικές απόπειρες, τις δυσκολίες, για τα σούρτα-φέρτα, την κινητικότητα των ανθρώπων και των ιδεών, τις περιπλανήσεις μας στον κόσμο του σινεμά, της τέχνης και της διανόησης, τις διαφωνίες και τους τσακωμούς για θεωρίες και ιδέες, για τις πολιτικές και τις ερωτικές φενάκες, για τις καλλιτεχνικές συγκρούσεις και κόντρες, τις πολιτικές δεσμεύσεις και τις κομματικές εντάξεις μας (κυρίως στο τότε ΚΚΕ εσωτερικού, ενδοστρεφές, μοναχικό, διανοουμενίστικο και ολιγομελές – και αργότερα, ορισμένων, στο ΠΑΣΟΚ) και τα μύρια προβλήματα, επαγγελματικά, καλλιτεχνικά, οικονομικά, κινηματογραφικά, ανθρώπινα, εργασιακά, ψυχολογικά, σχεσιακά και άλλα, ιδίως αυτών που πάσχιζαν, συνήθως αποτυχημένα, να γίνουν και σκηνοθέτες και παραγωγοί – γιατί τότε έτσι επιβαλλόταν από τις καταστάσεις;
Αυτά, πάνω-κάτω, τα τολμήματά μας, τις τρέλες, τα αστεία και τις εύθυμες ή κωμικοτραγικές παλαβομάρες, τα ριψοκίνδυνα καλλιτεχνικά διαβήματα και εγχειρήματά μας μπορώ απλά να τα αναφέρω, ακροθιγώς, γιατί πολλά πια τα έχω απωθήσει, ή δεν τα θυμάμαι, ή κάνω πως δεν τα θυμάμαι και δεν θέλω να τα ανακαλέσω, ως δυσάρεστα...
Αλλά πάντα δημιουργική, πάντα θετική και πρωτότυπη είναι η αύρα του Μισέλ Δημόπουλου που έρχεται από εκείνο το παρελθόν.
[1] Όταν πήγαινα στο γυμνάσιο είχα αρχίσει να βλέπω στα Πατήσια, εκτός από εμπορικές περιπέτειες κι αστυνομικά, και «ποιοτικές» ταινίες. Λίγο λίγο μυήθηκα, διαβάζοντας τις κριτικές των εφημερίδων, στην κινηματογραφική τέχνη. Άρχισα να πηγαίνω στο καλοκαιρινό σινεμά Art του Σωκράτη Καψάσκη, στον Άγιο Λουκά. Και αργότερα στο Studio. Εκεί είδα μαγευτικές, αλλόκοτες ταινίες του Φελίνι και του Μπέργκμαν. Τα υπέροχα 400 χτυπήματα του Τρυφφώ που μιλούσαν για ανυπάκουα αγόρια σαν κι εμάς τους μαθητές του γυμνασίου της Νέας Φιλαδέλφειας. Παράξενα αστυνομικά του Σαμπρόλ. Κοινωνικές ταινίες του αγγλικού φρι σίνεμα και ειδικά του Λίντσεϊ Άντερσον, όπως το επαναστατικό Εάν. Διασκεδαστικές αγγλικές κι ιταλικές κωμωδίες και σάτιρες. Φιλμ του σουρεαλιστή Μπουνιουέλ και του μεγάλου Φριτς Λανγκ. Στιβαρούς σκηνοθέτες του κλασικού αμερικανικού κινηματογράφου όπως τον Όρσον Ουέλς, τον Φορντ, τον δαιμόνιο Χίτσκοκ, τον νεανικό Νίκολας Ρέι και τα αλέγρα γουέστερν του Χοκς… Τις θεότρελες κωμωδίες του Τζέρι Λιούις και του Γούντι Άλεν.
Είδα και ορισμένα δυσνόητα πρωτοποριακά φιλμ του Γκοντάρ που με εκνεύριζαν, με ερέθιζαν και μου γεννούσαν χίλιες δυο απορίες. Έφτασα να δω τον Τρελό Πιερό τρεις φορές σε μια βδομάδα, για να μπορέσω να αντιληφθώ, διεγερμένος και οργισμένος, τι στο καλό έβλεπα! Ο μεγαλύτερος ξάδελφός μου Θοδωρής με είχε ενημερώσει πως ήταν καλό και έξυπνο φιλμ, μα εγώ δεν το καταλάβαινα. Στον εξώστη του Studio είχε παρατηρήσει έναν άλλο νεαρούλη, μικροκαμωμένο, με γυαλάκια, που κοίταζε κι αυτός με τεταμένη προσοχή. Τον ξανασυναντούσα στους κινηματογράφους αφού είχαμε πια μεγαλώσει. (Αργότερα έμαθα πως τον έλεγαν Μάνο Ευστρατιάδη και θα στελέχωνε, κατόπιν, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου).
Το να πηγαίνω να βλέπω, άλλοτε κρυφά κι άλλοτε νόμιμα, νέες, σαγηνευτικές ταινίες, που στα μάτια μου φάνταζαν όλες διαφορετικές κι εξαιρετικά παράδοξες, ήταν μια παραμυθένια και περιπετειώδης φυγή προς το άγνωστο. Ένιωθα απόλαυση όταν κοίταζα τις εικόνες, τη ζωή των ανθρώπων και όσα διαδραματίζονταν στην οθόνη, σαν μέσα από μια μεγάλη κλειδαρότρυπα. Ευχαριστιόμουν να βλέπω τη δράση, το κρυφό και το άγνωστο, όπως όταν περνούσα τις νύχτες έξω από τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών, πίσω από τα οποία κινούντο και ζούσαν, ευτυχισμένοι όπως φανταζόμουν, οι άνθρωποι και οι οικογένειες. Ο κινηματογράφος ήταν για μένα ένα τέτοιο ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο, μέσα απ’ το οποίο έβλεπα άγνωστα μέρη, νέους ανθρώπους και χαρακτήρες και παρακολουθούσα άλλες ανθρώπινες σχέσεις, καταστάσεις κι εμπειρίες. Βλέποντας τις ταινίες μάθαινα και σκεφτόμουν· μου έρχονταν διάφορες καινούργιες ιδέες· έβγαζα συμπεράσματα που εφάρμοζα στην πραγματική ζωή. Κατά τη διάρκεια της προβολής μερικές φορές φανταζόμουν κάποια δικά μου πράματα, ορισμένες διαφορετικές καταστάσεις. Μάθαινα να κοιτάζω, να απολαμβάνω, να παρατηρώ και να ερμηνεύω την πραγματικότητα, την κοινωνία και τον κόσμο. Το σινεμά ήταν ένα άλλο σχολείο… Όταν έκανα τις βόλτες μου στη Νέα Φιλαδέλφεια, βορειότερα ή δυτικά, αισθανόμουν τα μάτια μου σαν μια κάμερα που περιστρεφόταν δεξιά κι αριστερά, από δω, από κει και πιο πέρα...