Κάθε φορά που συγκεκριμένες συνθήκες βιώνονται ως «κρίση» –οικονομική κρίση, άνοδος πολιτικών σχηματισμών της άκρας Δεξιάς, εκτεταμένη κοινωνική δυσφορία– επιστρέφει στον δημόσιο λόγο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933) και η δήθεν «μοιραία αποτυχία» της. Τα φαντάσματά της επανέρχονται, η –κάποιες φορές νοσηρή– γοητεία της ενασχόλησης με τα τελευταία χρόνια της εντείνεται, εικόνες καμαρωτών ναζί να παρελαύνουν εμποδίζουν τη νηφάλια ανάλυση, τα στερεότυπα γι’ αυτήν επαναλαμβάνονται μηχανικά: «δημοκρατία χωρίς δημοκράτες», «καταδικασμένη εξ αρχής» λόγω της διαφθοράς της, του εγγενούς στο σύνταγμά της ολοκληρωτισμού, των συνεχειών της με το αυτοκρατορικό Ράιχ (Kaiserreich). εντέλει, μια επίπλαστη δημοκρατία.
Οι αφηγήσεις της «αποτυχίας», οι οποίες ανεπίγνωστα, ορισμένες φορές, αναπαράγουν τη χιτλερική κριτική, μοιράζονται ένα κοινό σκεπτικό. Καταρχάς, προσεγγίζουν τις εξελίξεις των ετών 1918-1933 με αποκλειστικό γνώμονα την κατάρρευση του 1933 και τα τραγικά επακόλουθα. Στη συνέχεια, αναζητούν αναδρομικά να εντοπίσουν ό,τι προανήγγειλε εκείνο που δήθεν αναπόφευκτα θα συνέβαινε. Τι συμβαίνει όμως, όταν αντιστρέψουμε την οπτική; Όταν αφετηρία είναι η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, όπου κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια –ούτε καν μετά τις εκλογές του 1928 και το πενιχρό ποσοστό των Ναζί– αυτά που επακολούθησαν; Όταν η Βαϊμάρη προσεγγίζεται με τους δικούς της όρους και όχι μέσω της εκ των υστέρων και επιλεκτικής πρόσληψης συγκεκριμένων όψεών της; Μήπως τότε αναδεικνύεται η πολυδιάστατη νεωτερικότητα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης όπου η κατάρρευση ήταν ένα από τα ιστορικά ενδεχόμενα, κι όπου χρειάζεται να διερευνηθούν όχι μόνο αδυναμίες, αλλά θετικές δυνατότητες και πραγματικότητες; Μήπως τελικά η Βαϊμάρη διαθέτει στοιχεία που και σήμερα ακόμη συντροφεύουν και εμπνέουν;
Επιτεύγματα και κληρονομιές
Στα στερεότυπα αντιπαραβάλλεται μια ιστορική οπτική που υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης πρέπει να κατανοηθεί εντός των αστερισμών της εποχής της – όχι αναχρονιστικά. Η Βαϊμάρη αναδύθηκε την επαύριον της συντριπτικής εμπειρίας του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Γεννήθηκε μέσα στο σοκ των εκατομμυρίων νεκρών και αναπήρων, στην αίσθηση κατάρρευσης και ανεπούλωτου τραύματος. Ανήκε στα νέα μεταπολεμικά δημοκρατικά συστήματα που διέφεραν ριζικά από εκείνα του παρελθόντος, καθώς έπρεπε να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών εκ του μηδενός, μη δυνάμενα να βασιστούν στην αίγλη του παρελθόντος. Προσέλκυε το μίσος, ενόσω έπρεπε να επιλύσει πρωτοφανέρωτα προβλήματα, αντιμετωπίζοντας επάλληλες κρίσεις: έτσι, επισημαίνει η Ζάρα Στάινερ, αίνιγμα αποτελεί η αντοχή και τα επιτεύγματά της, όχι η κατάρρευσή της.
Τα υποτιθέμενα ελλείμματα του συντάγματος της Βαϊμάρης, λ.χ. τα έκτακτα διατάγματα που εκδίδονταν από τον πρόεδρο του Ράιχ, έγιναν προβληματικά μόνο όταν χρησιμοποιήθηκαν για την αποδιάρθρωση του δημοκρατικού πολιτεύματος από τον αυταρχικό συντηρητικό πρόεδρο, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ. Ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο σοσιαλδημοκράτης Φρίντριχ Έμπερτ, χρησιμοποίησε τα ίδια διατάγματα, με ευρεία λαϊκή υποστήριξη, για να αντιμετωπίσει τον πολιτικό εξτρεμισμό των αρχών του 1920, εγγυώμενος την επιβίωση της νεαρής Δημοκρατίας. Καθ’ όλη την ύπαρξή της, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης διαμορφωνόταν από τους συγχρόνους της. Μερικοί ήταν ενθουσιώδεις υποστηρικτές της, άλλοι σθεναρά εναντίον της και πολλοί τοποθετούνταν μεταξύ αυτών των δύο πόλων. Η κατάρρευσή της και η επιτυχία των ναζί δεν ήταν αναπόφευκτα ριζωμένα στο πολιτικό σύστημα και στη γερμανική κοινωνία.
Παρά τις συνέχειες με το αυτοκρατορικό Ράιχ, σημαίνοντες αξιωματούχοι εφάρμοζαν τους νόμους της και την εγκατέλειψαν μόνο όταν διαβρώθηκε η νομιμοποίησή της. Οι κρίσεις και η ανάγκη αντιμετώπισής τους έφεραν μαζί στον Μεγάλο Συνασπισμό αντιτιθέμενα κόμματα, όπως το Σοσιαλδημοκρατικό (SPD), το Καθολικό κόμμα του Κέντρου (Zentrum), το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα (συντηρητικοί φιλελεύθεροι-DVP), το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα (αριστεροί φιλελεύθεροι-DDP) και συνεισέφεραν στην κοινωνική ενσωμάτωση των εργατών, των Καθολικών και των προοδευτικών επιχειρηματικών στρωμάτων μέσω ενός μακροπρόθεσμου και λειτουργικού πολιτικού συνασπισμού. Τέθηκαν οι βάσεις για τη φιλειρηνική εξωτερική πολιτική του Γκούσταβ Στρέζεμαν. Τα μέτρα που προαναγγέλλουν το κοινωνικό κράτος, τα ατομικά δικαιώματα, οι φεμινιστικές επεξεργασίες της Μαριάν Βέμπερ, της Έλεν Στέκερ και της Λου Αντρέας-Σαλομέ, οι πολιτικές μητρότητας και αντισύλληψης, η έγνοια για την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας μέσα από το Ινστιτούτο Μελέτης της Σεξουαλικότητας του Μάγκνους Χίρσφελντ και τις ευρείες δράσεις του, οι νέοι πολιτιστικοί κύκλοι/θεσμοί και οι διανοητικές καινοτομίες τους διαμορφώνουν ένα μοντέλο πολύ προοδευτικότερο από οτιδήποτε εγκαθιδρύθηκε πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και πολύ γοητευτικότερο πολλών που επιβίωσαν ή αναδύθηκαν μετά από αυτόν.
Ο ριζοσπαστικός εθνικισμός
Εντούτοις, όσο πολύμορφη κι αν ήταν η κουλτούρα και η πολιτική της Βαϊμάρης, θα ήταν απρόσφορη η ζωγραφιά τους με τόσο ρόδινα χρώματα. Όπως παρατήρησε ο Χάινριχ - Άουγκουστ Βίνκλερ, η κατάρρευση του πρώτου γερμανικού πειράματος με τη Δημοκρατία αποτελεί επίσης το πρώτο κεφάλαιο της καταστροφής στη γερμανική και την παγκόσμια ιστορία: η ιστορική μελέτη της Βαϊμάρης αποτελεί «εργασία πένθους». Ωστόσο, άλλο οι συνέχειες και άλλο η ιστορική τελεολογία: αυτή είναι η πρόκληση όχι μόνο για τους ιστορικούς, αλλά για όλους, όπως επισημαίνουν ο Πίτερ Φρίτσε και ο Μόριτζ Φέλμερ. Αφενός να αποδοθεί η πρέπουσα σημασία στην πολλαπλότητα, την ενδεχομενικότητα και τα επιτεύγματα της Βαϊμάρης. Αφετέρου να εξηγηθεί γιατί, σε ελεύθερες εκλογές, περίπου το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος ψήφισε υπέρ των ναζί αλλά και γιατί, όταν η Δημοκρατία βρισκόταν σε σύγχυση κι ενώ το 1932-1933 η οικονομία ανέκαμπτε, ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ και άλλοι συντηρητικοί αποφάσισαν να διορίσουν καγκελάριο τον Χίτλερ. Τότε, χρειάζεται να αναγνωριστεί ότι ο ριζοσπαστικός εθνικισμός αποτελούσε ισχυρό ρεύμα, φυσικά μεταξύ άλλων, όπως είχαν καταδείξει οι προεδρικές εκλογές του 1925 με τη νίκη του Χίντενμπουργκ, καθώς και ότι δεν υπήρχε μόνο το Βερολίνο, αλλά και η επαρχιακή Γερμανία: εκεί οι ναζί «κανονικοποίησαν» την παρουσία τους πολύ πριν χτυπήσουν οι δυσκολίες μετά το κραχ του 1929 κι αυτές οι περιοχές αποτέλεσαν εφαλτήριο για να προωθήσουν τις ιδέες τους σε ολόκληρη τη χώρα.
Χώρα που διαμορφωνόταν από μια ισχυρή αίσθηση μετάβασης και αιώρησης: ένα ασταθές μείγμα δυσανεξίας, ανασφάλειας, μνησικακίας, φόβου, προσδοκίας, ελπίδας, αναγέννησης και λύτρωσης. Ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα πίεζε για την υπέρβαση της τρομερής κληρονομιάς του Πολέμου, για να αποκατασταθεί η φυσική και η ψυχική υγεία του έθνους, να τιθασευτούν οι μανιασμένες θάλασσες της ταχύτατης ιστορικής αλλαγής. Καθώς εκείνοι που ήταν προσκείμενοι στην Αριστερά έτειναν να βλέπουν τέτοιες συνθήκες ως ευκαιρίες για πρόοδο, παραδοσιακοί συντηρητικοί και άκρα Δεξιά στρέφονταν προς τη δήθεν μοναδική/ομοιογενή «Γερμανική Κουλτούρα», προσπαθώντας να ελέγξουν την ιστορική δυναμική. Το πεδίο των πειραματισμών και ο ορίζοντας προσδοκιών σε πλήθος πεδίων παραβίαζε, παρατηρεί ο Φρίτσε, κομματικά σύνορα και πολιτικές γραμμές. Η κουλτούρα της Βαϊμάρης αποτελούσε συμπύκνωση αυταρχικών και δημοκρατικών δυνατοτήτων, όπως προδρομικά τις εντόπιζε ο πρώιμα χαμένος Ντέτλεβ Πόικερτ. Σε αυτές τις συνθήκες βρήκε απήχηση το γενοκτονικό, αντισημιτικό όραμα των Ναζί για έναν αναγεννημένο και αποκαθαρμένο Λαό που αναλαμβάνει την ιστορική αποστολή του. Η έλευση του Τρίτου Ράιχ, κατά τον Φρίτσε, δεν επαληθεύει τη μοναδική αποτυχία της Βαϊμάρης. Απεναντίας, επικυρώνει το επικίνδυνο δυναμικό της.
Η σημασία της ατομικής πράξης
Εντούτοις, η αυξανόμενη απήχηση δεν συνεπαγόταν βέβαιη επικράτηση. Συνεπώς, όπως τονίζει η Ναντίν Ροσόλ, η επίκληση των φαντασμάτων της Βαϊμάρης δεν βοηθά. Αντιθέτως, είναι η σημασία της ατομικής πράξης που αναδύεται – η διαφορά του Έμπερτ από τον Χίντενμπουργκ στον τρόπο χρήσης των έκτακτων εξουσιών είναι διαφωτιστική. Ακόμη και τον Ιανουάριο του 1933, λίγο πριν από το διορισμό του Χίτλερ ως καγκελαρίου, το μέλλον της Γερμανίας θα είχε άλλη τροπή αν εκείνοι που έπαιρναν τις αποφάσεις ενεργούσαν διαφορετικά.
Όπως και πριν, βέβαια. Θα ήταν αλλιώς αν είχε αποφευχθεί η αποχώρηση των σοσιαλδημοκρατών το 1930 από τον Μεγάλο Συνασπισμό με επικεφαλής τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Χέρμαν Μίλερ, λόγω των περικοπών στο επίδομα ανεργίας (δυσανάλογη, παρατηρούσαν οι σύγχρονοι, αντίδραση σε σχέση με τις ολέθριες συνέπειες της κυβερνητικής κατάρρευσης) ή αν δεν επικρατούσε ο δισταγμός τους για τολμηρότερες πρωτοβουλίες (να απευθυνθούν σε όλο το λαό χωρίς τη γλώσσα του ταξικού πολέμου, να εισηγηθούν οικονομικό πρόγραμμα για μείωση της ανεργίας), παρότι αυτές ανέκοπταν τη ναζιστική δυναμική τον Νοέμβριο του 1932. Θα ήταν αλλιώς αν δεν είχε ακολουθηθεί η ολέθρια γραμμή του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) και της Τρίτης Διεθνούς περί «σοσιαλφασισμού», η οποία εξομοίωνε σοσιαλδημοκράτες και ναζί και τρεφόταν από την αυταπάτη ότι τη ναζιστική νίκη και αποτυχία θα ακολουθούσε η επανάσταση. Θα ήταν αλλιώς αν ο Καθολικός καγκελάριος Μπρίνιγκ δεν επέλεγε να απαλλαγεί από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και να κυβερνήσει μέσω έκτακτων διαταγμάτων, με έγκριση του Χίντενμπουργκ και με την ανοχή των σοσιαλδημοκρατών, μέχρι να πέσει κι ο ίδιος θύμα του προέδρου και του κύκλου του. Και πάνω απ’ όλα, θα ήταν αλλιώς αν δεν κυριαρχούσε η καταστροφική επιθυμία των φιλομοναρχικών-αριστοκρατικών ελίτ και των ακραίων κύκλων της μεγάλης βιομηχανίας, όπως και ορισμένων φιλελεύθερων-κεντρώων σχηματισμών, να ξεφορτωθούν διαμιάς τη Δημοκρατία, αποφασίζοντας να χρησιμοποιήσουν –και θεωρώντας αφελώς πως μπορούσαν να χειραγωγήσουν– το ανερχόμενο Ναζιστικό Κόμμα ως μαζικό υποστύλωμα της πολιτικής τους.
Αν, λοιπόν, η ιστορία της Βαϊμάρης, όπως υπογραμμίζει η Ναντίν Ροσόλ, δεν προσφέρει έναν φιλικό προς τον χρήστη οδηγό για λάθη που μπορούν να αποφευχθούν στο παρόν αλλά βοηθά να κατανοήσουμε πώς και γιατί οι σύγχρονοι έδρασαν όπως έδρασαν, η μελέτη της οδηγεί να αναγνωρίσουμε τη δύναμη της ατομικής πράξης. Οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες του διεισδυτικού έργου του Κούσνερ, οι οποίοι ενσωματώνουν πολλές ταυτότητες και διαστάσεις της Βαϊμάρης, αναλαμβάνουν ακριβώς αυτό: κατανοούν το Κακό που έρχεται, ταλαντεύονται, διακρίνουν τις ολέθριες αποφάσεις των πολιτικών φορέων όπου ανήκουν, οραματίζονται και αντιστέκονται.
*Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο πρόγραμμα της θεατρικής παράστασης με το έργο του Τόνυ Κούσνερ, Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα, που σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Föllmer, Moritz, Individuality and Modernity in Berlin: Self and Society from Weimar to the Wall, Cambridge University Press, Cambridge 2013
Fritzsche, Peter, “Did Weimar Fail?”, The Journal of Modern History, Vol. 68, No. 3 (Sep. 1996), pp. 629-656
Gordon, Peter E. και McCormick, John P. (editors), Weimar Thought: A Contested Legacy, Princeton University Press, Princeton 2013
Κόκκινος, Γιώργος, Μπογιατζής, Βασίλης και Καρασαρίνης, Μάρκος, Το πολύχρωμο μωσαϊκό της γερμανικής ιστορίας. Από τις αρχές του 19ου αιώνα έως και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Επέκεινα, Τρίκαλα 2016
Peukert, Detlev, The Weimar Republic. The Crisis of Classical Modernity, translated by Richard Deveson, Hill and Wang, New York 1993
Rossol, Nadine και Ziemann, Benjamin (editors), The Oxford Handbook of the Weimar Republic, Oxford University Press, New York 2022
Rossol, Nadine και Ziemann, Benjamin, “The ghosts of Weimar: is Weimar Germany a warning from history?” Προσβάσιμο στο https://blog.oup.com/2021/12/the-ghosts-of-weimar-is-weimar-germany-a-warning-from-history/
Steiner, Zara, The Lights that Failed: European International History 1919-1933, Oxford University Press, New York 2008
Winkler, Heinrich-August, Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933, μετάφραση Άντζη Σαλταμπάση, Πόλις, Αθήνα 2011