Σύνδεση συνδρομητών

Με ποια κανονικότητα;

Τετάρτη, 21 Ιουνίου 2023 07:10
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου 2023.
Υπουργείο Εσωτερικών
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου 2023.

Στις τελευταίες εκλογές, η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας εμπεριείχε πολλαπλά μηνύματα, περισσότερο σύνθετα απ’ όσο φαίνονται με μια πρώτη ματιά. Με την ψήφο τους, οι πολίτες επέλεξαν να αλλάξουν τους πολιτικούς συσχετισμούς και να σηματοδοτήσουν μια επιστροφή στην κανονικότητα, ακυρώνοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο πολιτικής αστάθειας που συνεπαγόταν η εφαρμογή της απλής αναλογικής. Απ’ αυτή την άποψη, η πανηγυρική νίκη της ΝΔ, η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, η αύξηση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ και η ενίσχυση μικρότερων κομμάτων δεν συνθέτουν απλά τη νέα μετεκλογική πραγματικότητα, αλλά κυρίως δρομολογούν ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις.

Έτσι, στις εκλογές κρίθηκε, καταρχάς, η κυβερνησιμότητα και η πολιτική σταθερότητα. Το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ ότι, με τη ψήφιση της απλής αναλογικής το 2016, θα μπορούσε να ελέγξει προοπτικά τους πολιτικούς συσχετισμούς και να επιβάλει τη συμμετοχή του στη διακυβέρνηση μέσα από ετερόκλητες συμμαχίες «προοδευτικής συνεργασίας» και αδύναμες κυβερνήσεις σχετικής αυτοδυναμίας ή ανοχής απέτυχε παταγωδώς. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών απέδειξε ότι δεν διακατεχόταν από  πολιτικά αυτοκαταστροφική συμπεριφορά ή από έναν ιδιότυπο πολιτικό αυτοκτονικό ιδεασμό, ώστε να παρασυρθεί στην περιπέτεια της ακυβερνησίας και της πολιτικής αστάθειας μέσω της απλής αναλογικής. Επέλεξε να στηρίξει, κατά κύριο λόγο, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ως  κόμματα πολιτικής σταθερότητας, με ευθύνη απέναντι στη διακυβέρνηση της χώρας και με στρατηγική σχέση με το εθνικό συμφέρον. Απέρριψε στην ουσία πολιτικές διακινδύνευσης –χωρίς αναγκαστικά να επιβραβεύει το σύνολο των μέχρι σήμερα ασκούμενων πολιτικών– για την οικονομία και την ανάπτυξη, για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό των θεμελιωδών εθνικών επιλογών, καθώς και για τον εκσυγχρονισμό  και τη μεταρρύθμιση του κράτους. Ταυτόχρονα, επιβεβαίωσε ότι η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε τροχιά πολιτικής απόσυρσης, έντονης εσωστρέφειας και συνεχιζόμενης παράστασης ήττας.

Είναι αλήθεια ότι στις τελευταίες εκλογές ηττήθηκαν τόσο το πρόγραμμα διακυβέρνησης και οι προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η πολιτική επικοινωνία μιας «γκρίζας και σκοτεινής» Ελλάδας και μιας κοινωνικοοικονομικά μίζερης πραγματικότητας. Είναι, ωστόσο, επίσης, αλήθεια ότι σπάνια κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα στελέχη και η ηγεσία του έκαναν τόσα πολλά για να χάσουν τις εκλογές και διέπραξαν σωρευτικά, κατά την προεκλογική περίοδο, τόσα εξόφθαλμα λάθη τακτικής, στρατηγικής και επικοινωνίας, ώστε να θυμίσουν αποτρεπτικά στους ψηφοφόρους ότι η επανάκαμψή τους στην εξουσία θα ήταν συνώνυμη με σημαντικούς κινδύνους και νέες περιπέτειες.

Την ώρα που οι πολίτες επιθυμούσαν την επιστροφή στην πολιτική κανονικότητα και το κλείσιμο του κύκλου του διχασμού, του θυμού και του ανορθολογισμού που άνοιξε με τη χρεοκοπία της χώρας και τη μεγάλη δημοσιονομική κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ τους υπενθύμισε ότι μπορεί ακόμα να «παίζει» με παράλληλα νομίσματα, να αμφιταλαντεύεται σε μείζονα εθνικά θέματα ή να συνδιαλέγεται με δυνάμεις «ρήξης» και καταστροφής, επανεφευρίσκοντας την «αντισυστημική» ταυτότητά του. Έτσι, πράγματι, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε ότι «η κανονικότητα δεν είναι ποτέ ευκαιρία για την Αριστερά», στο βαθμό που δεν μπόρεσε και δεν θέλησε κυρίως να πείσει τους πολίτες, ότι με τις αλλεπάλληλες αντιφατικές μεταλλάξεις και τις αλλοπρόσαλλες «μεταγραφικές» επιλογές του ήταν σε θέση να προτείνει κανονικές πολιτικές για μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα. Ο κύκλος του αντισυστημισμού και του αντιμνημονιακού διχασμού φαίνεται να κλείνει οριστικά και να συμπαρασύρει μαζί του τον βασικό πολιτικό εκφραστή του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε τόσο πολύ  ο πραγματικός εαυτός του, ώστε άρχισε να προβληματίζει σοβαρά ακόμα και τους πολίτες που τον εμπιστεύτηκαν τυφλά τα πέτρινα χρόνια της αντιμνημονιακής αυταπάτης και του κυβερνητικού καθεστωτισμού του. Η προβλεπόμενη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία της ΝΔ και η ανακατανομή των δυνάμεων στο Κέντρο και στην Κεντροαριστερά θέτει ήδη το ζήτημα ενός πολιτικού συστήματος του ενάμισι κόμματος. Ωστόσο, η επιβεβαιωμένη πλέον μετακίνηση σημαντικού μέρους του εκλογικού σώματος προς το Κέντρο αναδιατάσσει τους πολιτικούς συσχετισμούς και προβάλλει  νέες απαιτήσεις για την επόμενη μέρα. Η κρίσιμη στήριξη της κυβερνησιμότητας και της σταθερότητας προδιαγράφει μεν μια κατεύθυνση για την επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά η ίδια η κανονικότητα, στην ουσία, παραμένει όχι μόνο ένα εκλογικό αλλά κυρίως ένα μετεκλογικό ζητούμενο.

Με ποια κανονικότητα, επομένως, θα φτιαχτεί η επόμενη μέρα; Θα ήταν επιπόλαιο –αν όχι εσφαλμένο– να δεχθούμε ότι η επιστροφή στην κανονικότητα εξαντλείται στην ανάδειξη κυβέρνησης και στην αναδιάταξη των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, μετά την  εκλογική και πολιτική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ. Το αντίθετο συμβαίνει, από εκεί ξεκινάει η επιστροφή στην κανονικότητα και συνιστά μια ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία στο πεδίο των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα.

Η νέα κανονικότητα απαιτεί νέες μετεκλογικές συναινέσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος, οι οποίες δεν πρέπει να υπονομεύονται, στον ενεστώτα και στον μέλλοντα χρόνο, από συμπεριφορές πολιτικής ηγεμονίας ή αυτάρκειας. Η αναθεωρητική διαδικασία είναι κατ’ ουσίαν συναινετική και οφείλει να διαφυλαχθεί ως τέτοια με ιστορική αυτογνωσία, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αντιπολίτευση. Έτσι, η εξαγγελθείσα αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος θα πρέπει να στηριχθεί από ευρύτερες πολιτικές  δυνάμεις, όπως αυτές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, στη βάση επεξεργασμένων συναινέσεων που θα έχουν προβολή και στη μεθεπόμενη Βουλή, με την επιφύλαξη βεβαίως των πλειοψηφιών που θα προκύψουν από τις εκλογές.

Η νέα κανονικότητα απαιτεί στήριξη και εμπέδωση του κράτους δικαίου και των θεσμών του, με πραγματική προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και σεβασμό των συνταγματικών και δικονομικών εγγυήσεων, καθώς και του ρόλου της Δικαιοσύνης. Στη σύγχρονη φιλελεύθερη ευρωπαϊκή δημοκρατία τα ζητήματα του κράτους δικαίου είναι τόσο θεμελιώδη που τελικά προσδιορίζουν αξιακά και πολιτικά τις σχέσεις της Ελλάδας και του πολιτικού συστήματός μας με την ευρωπαϊκή οικογένεια.

Η νέα κανονικότητα επιβάλλει την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, του πελατειασμού και της αναξιοκρατίας στην κακή και αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση. Η τραγωδία των Τεμπών δεν  καλύφθηκε από τα εκλογικά χειροκροτήματα και παραμένει μια πληγή ανοιχτή. Η μεταρρύθμιση του κράτους συνιστά μια βασική προτεραιότητα.

Η νέα κανονικότητα απαιτεί μεγάλες συναινέσεις στην αναγκαία μεταρρύθμιση της Παιδείας. Η γενίκευση και η συστηματοποίηση της αξιολόγησης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, η ανασυγκρότηση του ακαδημαϊκού χάρτη των ΑΕΙ, η δυναμική επαναλειτουργία της επαγγελματικής εκπαίδευσης, καθώς και ο αναπροσανατολισμός του ρόλου της εκπαιδευτικής ηγεσίας αλλά και του εκπαιδευτικού έργου είναι τα νέα μεγάλα εργοτάξια μεταρρυθμίσεων στα οποία δεν χωρά πλέον άλλη καθυστέρηση. Το παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο, μας διδάσκει ότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις απαιτούν βαθιές τομές, αλλά και γόνιμες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις.

Η νέα κανονικότητα περνάει από τη δίκαιη ανάπτυξη, αλλά και τη δίκαιη κατανομή των βαρών, ιδιαίτερα απέναντι στη μεσαία τάξη και τους οικονομικά αδύναμους. Το κρίσιμο στοιχείο της οικονομικής πολιτικής δεν είναι μόνο η εξαγγελία ή εφαρμογή νέων μέτρων εν όψει της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά η προστασία και η αύξηση του εισοδήματος των πολιτών, μαζί με την μεγέθυνση των επενδύσεων. Σε μία χώρα που η παραοικονομία παραμένει ο γκρίζος πυλώνας της ανάπτυξης, η καταπολέμηση των οικονομικών και εργασιακών ανισοτήτων πρέπει να είναι προτεραιότητα με την επιδίωξη συναινέσεων.

Η νέα κανονικότητα σημαίνει δραστήριες και αποτελεσματικές πολιτικές για το δημογραφικό πρόβλημα, την κοινωνική συνοχή, τη στήριξη των νέων ζευγαριών στο ξεκίνημά τους, την εμπέδωση της ισότητας στην εργασία, τη στήριξη της μητρότητας και της αναδοχής, κορυφαία ζητήματα μιας κοινωνικής πολιτικής που στην Ελλάδα παρουσιάζει μεγάλα κενά.

Τέλος, η νέα κανονικότητα σημαίνει τη μεταρρύθμιση του ΕΣΥ και την εγγυημένη πρόσβαση των πολιτών σε αξιόπιστες υπηρεσίες υγείας. Η πανδημία μάς απέδειξε ότι δεν αρκεί η επένδυση σε μέσα και ανθρώπινο δυναμικό για να βελτιωθεί η δημόσια υγεία στην Ελλάδα, αλλά χρειάζεται η διαρκής αξιολόγηση των αναγκών, των δομών, των υπηρεσιών και του προσωπικού, μαζί με ένα συγκροτημένο σχέδιο αναμόρφωσης του ΕΣΥ στην υπηρεσία του πολίτη.

Αυτή η κανονικότητα παραμένει το μείζον ζητούμενο του μετεκλογικού τοπίου, από ένα ιδιαίτερα απαιτητικό εκλογικό σώμα, το οποίο δεν έλυσε τα προβλήματά του στις εκλογές. Αντίθετα, μέσω αυτών, υπέδειξε την κατεύθυνση, έστειλε μηνύματα, έδωσε ευκαιρίες και κυρίως εντολή για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Ένα πράγμα δεν έδωσε σε κανέναν, ούτε στην κυβέρνηση ούτε στην αντιπολίτευση: δεν έδωσε περίοδο χάριτος. Και αυτό θα κρίνει το κλίμα, αλλά και τις  πολιτικές εξελίξεις της μετεκλογικής περιόδου.

 

 

Θεόδωρος Π. Παπαθεοδώρου

Καθηγητής αντεγκληματικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρώην υφυπουργός. Βιβλία του: Δημόσια ασφάλεια και αντιεγκληματική πολιτική (2005), Επιτηρούμενη Δημοκρατία. Η ηλεκτρονική παρακολούθηση στην κοινωνία της διακινδύνευσης (2009), Η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία (2006), Ο Νόμος 4009/2011 για τα ΑΕΙ (2011), Νομικό καθεστώς αλλοδαπών (2015), Η χώρα που πληγώναμε (2017).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.