Σύνδεση συνδρομητών

Ο πολιτικός ρεαλισμός και ο πόλεμος στην Ουκρανία  

Τρίτη, 20 Ιουνίου 2023 17:27
Ο Τζον Μερσχάιμερ, με το γνωστό άρθρο του “Why the Ukraine Crisis is the West’s Fault”, που δημοσίευσε το 2014, ισχυρίζεται ότι «η Αμερική και οι ευρωπαίοι ηγέτες κινούνται αδέξια προσπαθώντας να μετατρέψουν την Ουκρανία σε ένα δυτικό προπύργιο κάτω ακριβώς από τη μύτη της Ρωσίας». Η θέση αυτή προκάλεσε εύλογες  αντιδράσεις αλλά και κριτικές ως προς το εάν πλέον ο πολιτικός ρεαλισμός μπορεί να αρθρώσει ουσιαστικό λόγο σε έναν συνεχώς αναδιατασσόμενο κόσμο.
The University of Chicago
Ο Τζον Μερσχάιμερ, με το γνωστό άρθρο του “Why the Ukraine Crisis is the West’s Fault”, που δημοσίευσε το 2014, ισχυρίζεται ότι «η Αμερική και οι ευρωπαίοι ηγέτες κινούνται αδέξια προσπαθώντας να μετατρέψουν την Ουκρανία σε ένα δυτικό προπύργιο κάτω ακριβώς από τη μύτη της Ρωσίας». Η θέση αυτή προκάλεσε εύλογες  αντιδράσεις αλλά και κριτικές ως προς το εάν πλέον ο πολιτικός ρεαλισμός μπορεί να αρθρώσει ουσιαστικό λόγο σε έναν συνεχώς αναδιατασσόμενο κόσμο.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πυροδότησε έντονη συζήτηση στους ακαδημαϊκούς κύκλους αλλά και στον δημόσιο διάλογο σχετικά με τον πολιτικό ρεαλισμό, κυρίως όσον αφορά τις σκανδαλώδεις θέσεις του αμερικανού καθηγητή John Mearsheimer, ο οποίος ήδη από το 2014 με το γνωστό άρθρο του “Why the Ukraine Crisis is the West’s Fault” προκάλεσε αντιδράσεις αλλά και κριτικές ως προς το εάν πλέον ο πολιτικός ρεαλισμός μπορεί να αρθρώσει ουσιαστικό λόγο σε έναν συνεχώς αναδιατασσόμενο κόσμο. Ωστόσο, αυτές οι κριτικές, ιδιαίτερα στην πατρίδα μας, θεωρώ πως αδικούν την παράδοση του πολιτικού ρεαλισμού, καθώς αυτή δεν είναι ούτε ενιαία ούτε αδιαίρετη, αποτελείται δε από διακλαδώσεις και ρεύματα τα οποία μοιράζονται σε τελική ανάλυση ελάχιστα κοινά.

Για παράδειγμα, η θεωρία του Μερσχάιμερ, o επονομαζόμενος επιθετικός ρεαλισμός, ανήκει στο ευρύτερο ρεύμα του νεορεαλισμού, ο οποίος αναδύθηκε έπειτα από τη δημοσίευση του έργου του Kenneth Waltz, Θεωρία Διεθνούς Πολιτικής, προσπαθώντας να δώσει μια πιο θετικιστική και επιστημονική χροιά στο ρεαλισμό εν γένει, αντικαθιστώντας το προϋπάρχον ρεύμα του κλασικού ρεαλισμού, βασικοί εκπρόσωποι του οποίου ήταν o E. H. Carr, ο Reinhold Niebuhr και ο Hans J. Morgenthau.

Πολύ συνοπτικά, ο νεορεαλισμός κυριαρχεί ως μοντέλο στη διεθνή πολιτική τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες προτείνοντας μια αμιγώς περιγραφική θεώρηση για το πώς λειτουργούν οι διακρατικές σχέσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, σύμφωνα με τον νεορεαλισμό, το βασικό ενδιαφέρον του κάθε κράτους είναι η ασφάλεια και ως εκ τούτου επικεντρώνεται αποκλειστικά στην υλική κατανομή της ισχύος. Ένα επιπλέον βασικό γνώρισμά του είναι ο προσανατολισμός του στην τρίτη εικόνα, δηλαδή στο επίπεδο συστήματος, καθιστώντας τον μια συστημική θεωρία η οποία ισχυρίζεται ότι στο διακρατικό στερέωμα επικρατεί αναρχία, ελλείψει ενός κεντρικού συστήματος αποφάσεων ή διακυβέρνησης που θα μπορούσε να επιβληθεί με εξαναγκασμό. Αυτή η διεθνής αναρχία σύμφωνα με τον νεορεαλισμό καθιστά απίθανη, αν όχι επικίνδυνη, την άσκηση εξωτερικής πολιτικής βάσει καθολικών ηθικών αρχών.

 

Η σκέψη του Μερσχάιμερ

Ο Τζον Μερσχάιμερ εγκολπώθηκε αυτή τη θεωρία και την ανανέωσε εισάγοντας ορισμένα αξιώματα, σύμφωνα με τα οποία λειτουργούν –ή πρέπει να λειτουργούν– κυρίως οι μεγάλες δυνάμεις: 1) Το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, 2) Μοναδικός σκοπός των κρατών είναι η επιβίωση, 3) Τα κράτη πάντα χαρακτηρίζονται από επιθετική διάθεση, 4)  Στη διεθνή πολιτική επικρατεί η αβεβαιότητα, 5) Τα κράτη είναι ορθολογικοί δρώντες[1]. Καίτοι ευλογοφανείς υποθέσεις με μια πρώτη ματιά, σ’ αυτό το σημείο δεν θα εξετάσουμε αν και κατά πόσο ισχύουν, καθώς στόχος του παρόντος κειμένου είναι να αναδείξει τις εγγενείς αδυναμίες της ανάλυσης του Μερσχάιμερ για τα αίτια του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και για να τονιστεί ότι μια επιστροφή στις ρίζες του πολιτικού ρεαλισμού, δηλαδή στον κλασικό ρεαλισμό, προσφέρει μια πιο σφαιρική και ολοκληρωμένη εικόνα για τον πόλεμο αλλά και ένα μοντέλο εξωτερικής πολιτικής για τα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία βλέπουν να επιστρέφει ο πόλεμος και η σκληρή ισχύς στη Γηραιά Ήπειρο.

Επιστρέφοντας στην ανάλυση του Μερσχάιμερ για τις σχέσεις Ρωσίας - Ουκρανίας, βασικός άξονας είναι ότι η Δύση ευθύνεται για την επιθετική έξαρση της Ρωσίας, διότι η πρώτη «εισβάλλει» σε οιονεί ζωτικούς χώρους για την επιβίωση της δεύτερης, προκαλεί δηλαδή ανασφάλεια και φόβο, δημιουργώντας συνάμα μια συστημική απειλή μέσα από τη δυτική στροφή της Ουκρανίας. Όπως γράφει χαρακτηριστικά στο πολυσυζητημένο άρθρο του: «Η Αμερική και οι ευρωπαίοι ηγέτες κινούνται αδέξια προσπαθώντας να μετατρέψουν την Ουκρανία σε ένα δυτικό προπύργιο κάτω ακριβώς από τη μύτη της Ρωσίας»[2]. Όπως παρατηρούμε, για τον επιθετικό ρεαλισμό το διεθνές σύστημα μοιάζει σαν ένα τραπέζι μπιλιάρδου, όπου η κίνηση της μιας μπάλας θα πυροδοτήσει και τις κινήσεις όσων ακουμπήσει. Εν ολίγοις, για τον αμερικανό καθηγητή, το σύστημα λειτουργεί αιτιοκρατικά στη βάση δράσης - αντίδρασης: οι Δυτικοί επιχείρησαν να προσεταιριστούν την Ουκρανία και αυτό προκάλεσε την αντίδραση της Ρωσίας. Ιδιαίτερα από την κρίση στην Κριμαία και έπειτα, η στάση του καθηγητή είναι πλήρως καταγγελτική εναντίον της Δύσης, ρίχνοντας όλο το βάρος των ευθυνών για το ξέσπασμα του πολέμου πάνω της. Αυτή η ερμηνεία των αιτιών, πέρα από αλυσιτελής είναι και ανερμάτιστη, παραμένει δε σε μια επιφανειακή ανάγνωση των δεδομένων της πραγματικότητας. Ο Μερσχάιμερ, για παράδειγμα, παραβλέπει συστηματικά, ακόμα και μετά τη ρωσική εισβολή, τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες του Πούτιν, εστιάζοντας μονάχα στην ισορροπία δυνάμεων, δηλαδή στην υλική κατανομή της ισχύος: «από την αρχή πίστευα ότι αυτή η σύγκρουση αφορά την ισορροπία δυνάμεων και την πολιτική ισχύος. Η κυρίαρχη άποψη στις ΗΠΑ θεωρεί πως η σύγκρουση δεν σχετίζεται με την πολιτική ισχύος, και ότι στην πραγματικότητα ο Πούτιν είναι ένας ιμπεριαλιστής που ενδιαφέρεται να κατακτήσει την Ουκρανία και να την ενσωματώσει σε μια Μεγάλη Ρωσία. Δεν πιστεύω ότι πρόκειται για κάτι τέτοιο. Δεν πιστεύω ότι είχε ή ότι έχει ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες. Αυτό που τον κινητοποιεί είναι ο φόβος αν η Ουκρανία γίνει μέλος του ΝΑΤΟ»[3]. Εδώ ο καθηγητής επικεντρώνεται σε ένα φυσικό μέγεθος, δηλαδή την οιονεί ισχύ της Ουκρανίας αν εντασσόταν στο ΝΑΤΟ, όμως αυτό από μόνο του δεν μας εξηγεί γιατί δεν πυροδοτήθηκε η ίδια αντίδραση από τη Ρωσία όταν και άλλες συνορεύουσες χώρες, όπως οι Βαλτικές χώρες, εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ; Μάλιστα, στο πολυσυζητημένο άρθρο του για την ουκρανική κρίση γράφει ότι «αξιωματούχοι από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη διατείνονται ότι προσπαθούν να κατασιγάσουν τους φόβους της Ρωσίας και να την κάνουν να αντιληφθεί ότι το ΝΑΤΟ δεν σχεδιάζει κάτι εναντίον της. Συμπληρωματικά σε αυτά, και αρνούμενη ότι η επέκταση περιορίζει τη Ρωσία, η Συμμαχία δεν έχει εγκαταστήσει μόνιμες στρατιωτικές δυνάμεις στα νέα κράτη - μέλη»[4]. Συνάμα, σε άρθρο του το 2016, γράφει ότι «πριν το 2008 είχαμε μια εξαιρετική κατάσταση ευρωπαϊκής ασφάλειας»[5], παραβλέποντας ότι ήδη είχαν ενταχθεί οι Βαλτικές χώρες, που συνορεύουν με τη Ρωσία, στη συμμαχία. Αναδύεται λοιπόν το ερώτημα από πού προκύπτει άραγε ο επονομαζόμενος στραγγαλισμός, αν πριν το 2008 υπήρχε μια εξαιρετική κατάσταση ευρωπαϊκής ασφάλειας;

Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν θα τη βρούμε στα γραπτά του Μερσχάιμερ αλλά στα αποκαλυπτικά λόγια του Πούτιν. Τον Ιούλιο του 2021 λοιπόν δημοσιεύεται ένα άρθρο με την ονομασία «Περί της ιστορικής ενότητας Ρώσων και Ουκρανών», ένα ιμπεριαλιστικό μανιφέστο που αναφέρεται στους μακραίωνους ιστορικούς δεσμούς και την αδιάλειπτη ιστορική ενότητα των δύο λαών, η οποία τους καθιστά στην πραγματικότητα «έναν λαό»[6], αποκαλύπτοντας την κοσμοαντίληψή του, έναν ιστορικό ρεβανσισμό και αναθεωρητισμό. Στη συνέχεια αναφέρεται στη δυτική στροφή της Ουκρανίας θεωρώντας την έργο των μυστικών υπηρεσιών δυτικών κρατών και προπάντων των ΗΠΑ, μη αποδεχόμενος ότι η Ουκρανία αποτελεί ανεξάρτητο κράτος και ότι οι Ουκρανοί έχουν το δικαίωμα να διαλέξουν τον δρόμο που επιθυμούν οι ίδιοι για τη χώρα τους. Εδώ ο Πούτιν φαίνεται να ερμηνεύει τη θέληση των Ουκρανών να ενταχθούν στην ΕΕ ως έργο των Δυτικών, στην πραγματικότητα όμως αρνείται να αποδεχθεί το αυτεξούσιο και την αυτονομία των Ουκρανών. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να αποδεχθεί κάτι τέτοιο, όταν στην κοσμοαντίληψή του Ουκρανία και Ρωσία αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα; Υπ’ αυτή την έννοια, αυτό που φόβισε τον Πούτιν δεν είναι η επιφανειακή προσχώρηση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ή στην ΕΕ αλλά η απομάκρυνση ενός αδελφού –κατ’ εκείνον– λαού από τον ρωσικό κόσμο και η υιοθέτηση δυτικών προτύπων. Δεν είναι λοιπόν ο υλικός καταμερισμός της ισχύος αλλά η διάρρηξη της υποτιθέμενης αδιάσπαστης πνευματικής ενότητας μεταξύ των δύο οντοτήτων. Πώς θα μπορούσε λοιπόν η Ουκρανία να χαράξει ένα δρόμο ευρωπαϊκό, δυτικό, και άρα δημοκρατικό, όταν ο ρωσικός κόσμος είναι εμποτισμένος από την εξουσία του ενός, από τη συστηματική καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τη φίμωση διαφορετικών φωνών και τον αυτοπεριορισμό του ρωσικού κόσμου σε ένα πολιτικό σύστημα όπου συμπεριφέρεται με ξεπερασμένους όρους, θεωρώντας ως μέσο επίλυσης των διακρατικών διαφορών τον πόλεμο και τις εκτελέσεις αμάχων; Κάποιος γνήσιος ρεαλιστής θα αντιπρότεινε ότι ο πόλεμος δεν εξαλείφθηκε ποτέ και ότι αυτό αποτέλεσε μια ψευδαίσθηση της Δύσης, όμως εδώ θα ήταν ωφέλιμο να υπενθυμίσουμε επίσης ότι «κάποιος πολύ δύσκολα μπορεί να αναφέρει έναν επεκτατικό πόλεμο μετά το 1914 που να είχε ξεκάθαρα θετικό αποτύπωμα για τον επιτιθέμενο. Ένας ρεαλισμός που παραβλέπει αυτό το γεγονός δεν αξίζει τον όρο»[7].

Επιπλέον, ο Πούτιν το καλοκαίρι του 2020 δημοσίευσε ένα άρθρο για τα πραγματικά διδάγματα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου[8], στο οποίο τονίζει πόσο χρήσιμη αποδείχθηκε η συμφωνία της Γιάλτας, κάτι που επανέλαβε και σε άλλες περιστάσεις, όπως στην ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη το 2015[9]. Η αναφορά στη Διάσκεψη της Γιάλτας είναι ακόμα περισσότερο ενδεικτική για το πώς κατανοεί και ερμηνεύει ο Πούτιν τη θέση της Ρωσίας μέσα στο διεθνές σύστημα αλλά και το ρόλο της στην διαμόρφωση της διακρατικής τάξης. Πιο συγκεκριμένα, στη Διάσκεψη της Γιάλτας οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, δηλαδή η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, χώρισαν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, δηλαδή σε ζώνες που μπορούσαν να παρεμβαίνουν ανεμπόδιστα. Αυτή η νοσταλγία για μια εποχή όπου η Ρωσία, τότε ΕΣΣΔ, είχε αναδειχθεί σε μια από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις, καταμαρτυρά μια οπισθοδρομική και αλλοιωμένη αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις, σύμφωνα με την οποία η Ρωσία παραμένει μεγάλη δύναμη, εφάμιλλη των ΗΠΑ και της Κίνας, δίχως να έχει προηγηθεί ο Ψυχρός Πόλεμος και η κατάρρευση της ΕΣΣΔ. 

 

Τα μαθήματα του Μοργκεντάου

Έχοντας υπόψη τα προειρημένα θα σκεφτεί κανείς ότι ο ρεαλισμός δεν μπορεί να φανεί χρήσιμος για την κατανόηση των αιτιών του πολέμου και την εμπέδωση πολιτικών αρχών από τη μεριά της Ευρώπης, ώστε να αντιμετωπιστεί το φάντασμα του πολέμου που πλανάται από πάνω της. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ισχύει για το ρεαλισμό του Μερσχάιμερ, ίσως και για το νεορεαλισμό γενικότερα, όμως εδώ θέλω να υποστηρίξω ότι αν επιστρέφαμε στις ρίζες του ρεαλισμού, και πιο συγκεκριμένα στον Χανς Μοργκεντάου, θα μπορούσαμε πράγματι να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Αρχικά, για τον Γερμανοεβραίο, που ανανέωσε με πολύ χρήσιμο και γόνιμο τρόπο τον πολιτικό ρεαλισμό, τα αίτια του πολέμου δεν μπορούν να βρίσκονται μονάχα στο διεθνές σύστημα και στην κατανομή της ισχύος, αλλά υπάρχει ένας παράγοντας που αποτελεί την πρωταρχική αιτία κάθε δεινού όπως ο πόλεμος: η ανθρώπινη φύση. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Μοργκεντάου μπορεί να ενταχθεί σε μια παράδοση που ξεκινά από τον Θουκυδίδη, περνά στον Μακιαβέλι και οδηγεί στον σχηματισμό του ρεύματος που εμπεδώθηκε ως πολιτικός ρεαλισμός τον 20ό αιώνα, αν και πλέον ο όρος ρεαλιστής χρησιμοποιείται κάπως καταχρηστικά. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή την παράδοση ο άνθρωπος δεν είναι καθόλα ορθολογικός αλλά αποτελεί ένα πολύπλοκο σύμπαν παθών, ροπών και κλίσεων, τα οποία κάποιοι έχουν τη δυνατότητα να χαλιναγωγούν μέσω της σύνεσης, ενώ άλλοι παραδίνονται στη δίνη τους.

Επίσης, η πολιτική της ισχύος, μια φράση που στον δημόσιο διάλογο έχει κακοποιηθεί όσο λίγες, ήταν για τον Μοργκεντάου μια απτή πραγματικότητα, η επίγνωση της οποίας αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για την επιτυχή διαμόρφωση μιας πολιτικής που θα περιορίσει την αυθαιρεσία και τις δυσάρεστες συνέπειες της ισχύος. Επομένως, δεν αποτελεί μονάχα κάποιο ερμηνευτικό εργαλείο για να δικαιολογηθεί η επεκτατικότητα των κρατών -όπως δικαιολογούν τώρα οι εκπρόσωποι του επιθετικού ρεαλισμού την επεκτατικότητα της Ρωσίας– αλλά συνιστά μια αρχικώς ανεξέλεγκτη ενέργεια, ριζωμένη στα έγκατα της ανθρώπινης φύσης, πάνω στην οποία ο συνετός πολιτικός θα δώσει μορφή και θα την περικλείσει από όρια. Όπως γράφει ο ίδιος στη πρώιμη φάση της σκέψης του, στο Επιστήμη και Πολιτική της Ισχύος, αναφορικά με τη δίψα για εξουσία του ανθρώπου:

hans j. morgenthau

Levan Ramishvili / flickr

Ο Χανς Μοργκεντάου (1904-1980), ο σημαντικότερος εκφραστής της κλασικής ρεαλιστικής σκέψης για τις διεθνείς σχέσεις τον εικοστό αιώνα, είχε αντιταχθεί σθεναρά στον «ιδεολογικό πόλεμο» των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Προέτρεπε μάλιστα την Αμερική να αυξήσει το αποτύπωμά της στη Γηραιά Ήπειρο για να προστατευτούν τα ευρωπαϊκά κράτη από τον σοβιετικό ιμπεριαλισμό[15], έναν ιμπεριαλισμό που βλέπουμε να αναβιώνει σήμερα στη Ρωσία με την εισβολή στην Ουκρανία αλλά και με τις υβριδικές επιθέσεις στα γειτονικά κράτη.

H επιθυμία για εξουσία δεν έχει να κάνει τόσο με την επιβίωση του ατόμου αλλά, από τη στιγμή που έχει διασφαλιστεί η τελευταία, με τη θέση του ατόμου στην κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη ιδιοτέλεια έχει όρια, ενώ η δίψα του ανθρώπου για εξουσία δεν έχει κανέναν φραγμό. Ο λόγος είναι ότι, ενώ οι ζωτικές ανάγκες του ανθρώπου είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν, η δίψα του ανθρώπου για εξουσία θα ικανοποιηθεί μόνο όταν και ο τελευταίος άνθρωπος υποταγεί σ’ αυτόν, όταν δεν θα υπάρχει κανείς πιο πάνω ή ισότιμος μ’ αυτόν, δηλαδή μόνο αν γίνει όπως ο Θεός[10].

Ωστόσο, δύο χρόνια μετά, στο magnum opus του, Η Πολιτική μεταξύ των Εθνών, που επηρέασε όσο λίγα έργα τη σύγχρονη θεωρία των διεθνών σχέσεων, θα γράψει αναφορικά με την ίδια ανθρώπινη φύση που πραγματεύτηκε στο προηγούμενο έργο του ότι «αυτή πρέπει να έχει μια πλουραλιστική σύλληψη», δηλαδή «ο πραγματικός άνθρωπος είναι μια σύνθεση του οικονομικού ατόμου, του πολιτικού ατόμου, του ηθικού ατόμου, του θρησκευτικού ατόμου»[11], ενώ

ένας άνθρωπος που είναι μόνο πολιτικό άτομο θα ήταν κτήνος, γιατί θα του έλειπαν τελείως οι ηθικοί περιορισμοί. Ένας άνθρωπος που είναι μόνο ηθικό άτομο θα ήταν ανόητος, γιατί θα του έλειπε εντελώς η σύνεση.

Τι σημασία θα μπορούσαν να έχουν αυτές οι σκέψεις για εμάς σήμερα;

Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα θα επισημάνουμε την κριτική που άσκησε ο Μοργκεντάου στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και πιο συγκεκριμένα στον πόλεμο του Βιετνάμ. Κατ’ αυτόν, η ανάμειξη των ΗΠΑ στο Βιετνάμ αποτέλεσε χαρακτηριστική περίπτωση «εισβολής» της ιδεολογίας στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ εμφορούνταν από έντονο αντικομμουνισμό, κάτι που επηρέασε καθοριστικά την εξωτερική πολιτική τους, καθ’ όσον θεωρούσαν ότι το Βιετνάμ θα γίνει ένας ακόμα κομμουνιστικός πόλος, ενώ ο Μοργκεντάου τόνιζε ότι στην πραγματικότητα οι Βιετναμέζοι διεξήγαγαν έναν αντιαποικιοκρατικό απελευθερωτικό αγώνα.[12] Αντί λοιπόν να τυφλώνονται από έναν στείρο αντικομμουνισμό και να αναλώνουν τις δυνάμεις τους στο Βιετνάμ, το οποίο δεν είχε παραδοσιακές σχέσεις με την ΕΣΣΔ, τόνιζε ότι η Αμερική έπρεπε να αυξήσει το αποτύπωμά της στη Γηραιά Ήπειρο για να προστατευτούν τα ευρωπαϊκά κράτη από τον σοβιετικό ιμπεριαλισμό[13], έναν ιμπεριαλισμό που βλέπουμε να αναβιώνει σήμερα στη Ρωσία με την εισβολή στην Ουκρανία αλλά και με τις υβριδικές επιθέσεις στα γειτονικά κράτη. Είναι αυτή η νοσταλγία για το απολεσθέν μεγαλείο του σοβιετικού κόσμου που εμφωλεύει στον Πούτιν, ο οποίος κοιτάζει ντροπιασμένος στον καθρέφτη του διεθνούς συστήματος την εικόνα μιας άλλοτε μεγάλης δύναμης. Αλλ’ είναι και η ανορθολογική επιδίωξη αναβίωσης ενός κόσμου που ανήκει πλέον στην ιστορία που πυροδότησε τον πόλεμο – όπως φάνηκε από τα άρθρα και τις ομιλίες του που παραθέσαμε πιο πάνω. Υπ’ αυτή την έννοια, η πολιτική του είναι ξεκάθαρα ιμπεριαλιστική και στοχεύει στην αλλαγή του status quo, το οποίο δημιουργήθηκε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και ανέδειξε τις ΗΠΑ ως τη μοναδική υπερδύναμη. Η αναβίωση ενός τέτοιου ιμπεριαλισμού, μιας πολιτικής δηλαδή που αποβλέπει στην αλλαγή της υφιστάμενης κατανομής ισχύος, «θα πρέπει κατά το ελάχιστο να αντιμετωπιστεί με μια πολιτική ανάσχεσης, η οποία υπερασπιζόμενη την υφιστάμενη κατανομή ισχύος, τερματίζει την περαιτέρω επίθεση, την επέκταση ή άλλη διατάραξη του status quo από τη μεριά του ιμπεριαλιστικού κράτους»[14].

 

Ιμπεριαλιστική Ρωσία

Αντίθετα λοιπόν από τον Μερσχάιμερ, που προτάσσει μια πολιτική κατευνασμού της Ρωσίας, ο Μοργκεντάου προτείνει ότι μια ιμπεριαλιστική δύναμη, που επιθυμεί να αλλάξει τους όρους ισχύος και την υφιστάμενη τάξη, πρέπει να αντιμετωπίζεται με αποφασιστικότητα. Σ’ αυτή τη δύσκολη θέση βρίσκονται αυτή τη στιγμή όχι μόνο οι Ουκρανοί, που υπερασπίζονται με αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση την πατρίδα τους, αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη, η οποία, τυφλωμένη από τη δική της πρόοδο και τα κεκτημένα της, απέστρεφε το βλέμμα της από το τέρας δίπλα της. Η ανάγκη ενός ευρωπαϊκού ρεαλισμού που θα ερευνά τα κίνητρα για τον πόλεμο όχι στη δομή του διεθνούς συστήματος αλλά πρωτίστως στον άνθρωπο, αποκωδικοποιώντας τις εικόνες, τα συναισθήματα και τον κόσμο που οραματίζονται οι ανταγωνιστές της Γηραιάς Ηπείρου, είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, καθώς η συσπείρωση των αυταρχικών καθεστώτων καθιστά επιτακτική την ανάγκη η Ευρώπη να αναλάβει ενεργό ρόλο στην αρχιτεκτονική ασφαλείας του κόσμου που γεννιέται βαθμιαία, συνεπικουρώντας τις ΗΠΑ στο έργο αυτό και αφήνοντας πίσω μια πολιτική ίσων αποστάσεων, όπως αυτή που είδαμε να υιοθετεί εσχάτως ο γάλλος πρόεδρος. Διότι εδώ το διακύβευμα αφορά τον κόσμο στον οποίο θέλουμε να ζήσουμε εμείς και οι μελλοντικές γενιές.

 

ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝ ΜΕΡΣΧΑΪΜΕΡ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Το ισραηλινό λόμπι και η πολιτική των ΗΠΑ, μετάφραση: Marianna Desypri, Θύραθεν, 2006 (με τον Stephen Walt)

Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, μετάφραση: Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, ποιότητα, 2007

Γιατί οι πολιτικοί λένε ψέματα, μετάφραση: Νίνα Μπούρη, Πατάκη, 2016

 

ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΧΑΝΣ ΜΟΡΓΚΕΝΤΑΟΥ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Επιστήμη και Πολιτική της Ισχύος, μετάφραση: Πάνος Τσακαλόγιαννης, Τουρίκη, 2011

Η Πολιτική μεταξύ των Εθνών, μετάφραση: Μαρία Καρτελιά, ποιότητα, 2018

 

[1] John J. Mearsheimer, Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, μτφ. Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, Αθήνα: ποιότητα, 2007, σελ. 79.

[2] John J. Mearsheimer, “Why The Ukraine Crisis Is The West’s Fault”, Foreign Affairs, Sepember/October 2014.

[3] https://www.newyorker.com/news/q-and-a/john-mearsheimer-on-putins-ambitions-after-nine-months-of-war.

[4] John J. Mearsheimer, “Why The Ukraine Crisis Is The West’s Fault”, Foreign Affairs, September/October 2014, σελ. 6.

[5] John J. Mearsheimer, “Defining a New Security Architecture for Europe that Brings Russia in From the Cold”, Military Review, May/June, 2016.

[6] http://en.kremlin.ru/events/president/news/66181.

[7] https://www.newstatesman.com/ideas/2022/03/john-mearsheimer-dark-origins-realism-russia.

[8] http://en.kremlin.ru/events/president/news/63527.

[9] http://en.kremlin.ru/events/president/news/50385.

[10] Hans J. Morgenthau, Επιστήμη και Πολιτική της Ισχύος, μτφρ. Πάνος Τσακαλόγιαννης, Αθήνα: Τουρίκη, 2011, σελ. 178.

[11] Hans J. Morgenthau, Η Πολιτική μεταξύ των Εθνών, μτφρ. Μαρία Καρτελιά, Αθήνα: ποιότητα, 2018, σελ. 65.

[12] Hans J. Morgenthau, ‘‘Postscript to the Transaction Edition: Bernard Johnson’s Interview with Hans J. Morgenthau.’’, Truth and Tragedy. A Tribute to Hans J. Morgenthau, ed. by K. Thompson, and R. J. Myers, New Brunswick: Transaction Books, 1984, σελ. 333-386.

[13] Hans J. Morgenthau, ‘‘New Diplomacy of Movement.”, Encounter, 1974, 43 (2): 52−7.

[14] Hans J. Morgenthau, Η Πολιτική μεταξύ των Εθνών, μτφρ. Μαρία Καρτελιά, Αθήνα: ποιότητα, 2018, σελ. 134.

[15] Hans J. Morgenthau, ‘‘New Diplomacy of Movement.”, Encounter, 1974, 43 (2): 52−7.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.