Οι εκλογές της 21ης Μαΐου ενέχουν έναν πολιτικό αντικατοπτρισμό. Ενώ το αντικείμενό τους, που είναι προφανώς η εκλογή κυβέρνησης, βρίσκεται στην πραγματικότητα μακριά, η όλη πολιτική διεργασία δημιουργεί στον πολίτη ένα είδωλο σε κοντινή απόσταση, αυτό της πρώτης κάλπης με απλή αναλογική, θέτοντας προκαταβολικά τα βασικά διλήμματα και την ανάγκη για κρίσιμες επιλογές. Έτσι, από πολλές πλευρές, η πρώτη κάλπη με απλή αναλογική υπηρετεί τελικά τους στόχους που έθεσε, το 2016, η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όταν άλλαξε το εκλογικό σύστημα επειδή είχε ήδη συνείδηση μιας εξελισσόμενης παράστασης ήττας της. Οι βασικοί στόχοι ήταν η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης από το πρώτο κόμμα, η μόχλευση των πολιτικών συσχετισμών από το δεύτερο κόμμα με αναζήτηση συνεργασιών και η πιθανή συμμετοχή του δευτέρου κόμματος σε «κυβέρνηση ηττημένων». Η ενδεχόμενη επίτευξη αυτών των στόχων γεννά πολιτική αβεβαιότητα και εγκλωβίζει τη χώρα σε πολιτική αστάθεια. Επομένως, ο «αντικατοπτρισμός» της απλής αναλογικής υποχρεώνει τις πολιτικές δυνάμεις σε στρατηγικές για τις δεύτερες εκλογές με ενισχυμένη αναλογική, αντιμετωπίζοντας τελικά τις δύο εκλογές ως μία.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα βρισκόμαστε σήμερα. Στις εκλογές της 21ης Μαΐου, είναι πολιτικά και αριθμητικά απίθανο –τουλάχιστον με βάση τη σημερινή δημοσκοπική εικόνα– να σχηματιστεί κυβέρνηση από το πρώτο κόμμα. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, το Σύνταγμα επιτάσσει (άρθρο 37 Σ) την παροχή διερευνητικών εντολών από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας αρχικά στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει σχετική πλειοψηφία για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης. Σε περίπτωση αποτυχίας ανατίθεται η διερευνητική εντολή, κατά σειρά, στους αρχηγούς του δεύτερου και του τρίτου σε δύναμη κόμματος. Αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, διαλύεται η Βουλή και προκηρύσσονται νέες εκλογές.
Σε αυτό το συνταγματικό και εκλογικό πλαίσιο, οι πολιτικές δυνάμεις αναπτύσσουν τη στρατηγική της πρώτης κάλπης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προβάλλει την ανάγκη αυτοδυναμίας της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ), γνωρίζοντας ότι μια τέτοια προοπτική είναι ανέφικτη στην πρώτη κάλπη αλλά στοχεύει σε ένα ποσοστό που θα επιτρέπει αυτή τη δυνατότητα στις δεύτερες εκλογές. Η διερευνητική εντολή που θα παραλάβει από την Πρόεδρο θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε σχηματισμό κυβέρνησης με το τρίτο κόμμα, δηλαδή με το ΠΑΣΟΚ, αν αθροιζόμενα τα ποσοστά των δύο κομμάτων εξασφαλίζουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αν το ΠΑΣΟΚ δεχόταν να συνεργαστεί με τη ΝΔ, αν θα ήταν εφικτή μια προγραμματική συμφωνία διακυβέρνησης μεταξύ τους και αν η ΝΔ δεχόταν να απεμπολήσει το μπόνους των σαράντα εδρών που κατοχυρώνει η ενισχυμένη αναλογική (σύστημα με το οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές) στο πρώτο κόμμα. Η συρροή των παραπάνω πολλών «αν» καθιστά το εγχείρημα από δύσκολο έως ανέφικτο.
Από την πλευρά του, ο Αλέξης Τσίπρας διεκδικεί να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα και, με την ανάληψη της διερευνητικής εντολής, να επιχειρήσει να συγκροτήσει κυβέρνηση «νικητών», «προοδευτικής συνεργασίας», με το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25. Κάπου εδώ βεβαίως τα πράγματα περιπλέκονται. Δημοσκοπικά, από το 2016 και μετά, ιδιαίτερα δε τον τελευταίο εκλογικό χρόνο, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν διαθέτει παράσταση νίκης, αλλά παρουσιάζει μια σταθερή και αδιάλειπτη παράσταση ήττας, παρά τη φθορά της κυβέρνησης. Μπορεί να διεκδικεί να είναι πρώτο κόμμα, αλλά δημοσκοπικά καταγράφεται δεύτερο, με σημαντική απόσταση από τη ΝΔ. Προφανώς αυτό μπορεί να αλλάξει στις εκλογές, αλλά καμία πλειοψηφική τάση του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να αποτυπώνεται στην κοινωνία. Με βάση αυτά τα δεδομένα, ο μεν Αλέξης Τσίπρας διακηρύσσει ότι δεν πρόκειται να επιχειρήσει συγκρότηση κυβέρνησης αν δεν έχει τη σχετική πλειοψηφία, στελέχη δε του ΣΥΡΙΖΑ έχουν δηλώσει ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αδύνατο να επιχειρηθεί. Τη δημιουργική ασάφεια και την πολιτική θολούρα των «ευαγγελιστών» της απλής αναλογικής επιτείνουν τόσο η επαναλαμβανόμενη άρνηση του ΚΚΕ για συμμετοχή ή παροχή ανοχής σε μια τέτοια κυβέρνηση, όσο και οι «προγραμματικοί» όροι που θέτει ο Γιάνης Βαρουφάκης για να συνεργαστεί, αναπτύσσοντας παράλληλα μια εξωπραγματική πολιτική ατζέντα τύπου «παλαβής Αριστεράς», με εθνικοποίηση τραπεζών, κατάργηση χρηματιστηρίου, αντικατάσταση του νομίσματος με «Δήμητρες» κ.λπ. Στην πραγματικότητα, ο Γιάνης Βαρουφάκης επιδιώκει να προσελκύσει ένα «αντισυστημικό» ακροατήριο που βρίσκεται στις παρυφές ή εντός του ΣΥΡΙΖΑ και, ταυτόχρονα, να υποχρεώνει τον Αλέξη Τσίπρα σε έναν εξ αποστάσεως διάλογο, ώστε ο τελευταίος να απαντά σοβαρά σε αυτές τις απίθανες θέσεις, για να τον διατηρήσει ως συνομιλητή του. Αν δεν πρόκειται για αστεϊσμό, τότε πρόκειται για πολιτικό παραλογισμό, ο οποίος δείχνει ταυτόχρονα ότι ο οπορτουνισμός του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει δίχως όρια και αναστολές – σαν να μην έμαθαν τίποτα από το παρελθόν. Ωστόσο, οι πολιτικά επικίνδυνες και «άκυρες» προτάσεις Βαρουφάκη ενοχλούν και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο απορρίπτει υπεύθυνα και ξεκάθαρα κάθε συνεργασία με τους δραχμιστές, αλλά φαίνεται να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η διερευνητική εντολή που θα αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί σε φαντασιακά σενάρια συνεργασιών και σε αδυναμία κυβερνησιμότητας, επιβεβαιώνοντας τον πολιτικό αντικατοπτρισμό των εκλογών με απλή αναλογική.
Τέλος, η διερευνητική εντολή που θα αναλάβει το ΠΑΣΟΚ υπηρετεί τη στρατηγική του για διαμόρφωση προγραμματικών συμφωνιών διακυβέρνησης με το πρώτο κόμμα, προώθησης συγκεκριμένων πολιτικών μεταρρυθμίσεων, με την προϋπόθεση ότι θα έχει ένα ισχυρό διψήφιο ποσοστό στην πρώτη κάλπη. Η στρατηγική αυτή έχει την έννοια της άμυνας, απέναντι στο ενδεχόμενο λεηλασίας των ποσοστών του από την πίεση που του ασκείται τόσο από τη ΝΔ όσο και από το ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, συνοδεύεται και από τον όρο ότι, σε ενδεχόμενη κυβερνητική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, δεν πρόκειται να είναι πρωθυπουργός ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά θα αναζητηθεί πρόσωπο κοινής αποδοχής. Αυτό το ενδεχόμενο απορρίπτεται εκ προοιμίου και από τους δύο ενδιαφερόμενους και καθιστά άκαμπτη οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, ιδιαίτερα στις εκλογές με απλή αναλογική.
Από το σημείο αυτό και πέρα θα διαπιστωθεί ότι δεν τελεσφορούν οι διερευνητικές εντολές, θα υπάρξει το παιγνίδι της «επίρριψης ευθυνών» μεταξύ των βασικών πρωταγωνιστών (κοινώς ο «μουντζούρης» για το ποιος θα φέρει την ευθύνη για την αποτυχία των διερευνητικών, η οποία όμως ήταν προδιαγεγραμμένη[!]) και θα προκηρυχθούν νέες εκλογές με ενισχυμένη αναλογική και περισσότερους άγνωστους χι αυτή τη φορά.
Ένας βασικός άγνωστος χι είναι η αποχή που θα καταγραφεί στις πρώτες κάλπες, αλλά πρέπει να μειωθεί σημαντικά στις δεύτερες για να αντλήσουν τα κόμματα μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά. Το συλλογικό τραύμα των Τεμπών, η αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος από ένα μέρος του εκλογικού ακροατηρίου, η απογοήτευση και η έλλειψη πολιτικής προσδοκίας για ένα καλύτερο μέλλον από ένα άλλο μέρος αυτού, καθώς και η άρνηση συμμετοχής μερίδας ψηφοφόρων, καθιστούν την αποχή αστάθμητο παράγοντα.
Άγνωστος χι παραμένει και η πολιτική μεταμφίεση του κόμματος του καταδικασμένου για εγκληματική οργάνωση Ηλία Κασιδιάρη και η διοχέτευση-καθοδήγηση των ψήφων του σε άλλο ακροδεξιό μόρφωμα, μετά την απαγόρευση συμμετοχής του στις εκλογές από τον Άρειο Πάγο. Από την εξέλιξη αυτή θα κριθεί αν ένα τέτοιο πολιτικό μόρφωμα (ή συνδυασμοί συνεργαζόμενων κομμάτων) θα υπερβεί ή όχι το όριο του 3% για να εισέλθει στη Βουλή. Ωστόσο και η πιθανότητα διάχυσης των ψήφων αυτών σε άλλα κόμματα ως κίνηση διαμαρτυρίας είναι υπαρκτό σενάριο. Η απουσία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜέΡΑ25 από το δημοκρατικό μέτωπο που συγκρότησαν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στη νομοθετική πρωτοβουλία για τον αποκλεισμό του λεγόμενου κόμματος Κασιδιάρη αφήνει τη σκιά της «ευπρόσδεκτης ψήφου απ’ όπου κι αν προέρχεται». Αυτό είναι πολιτικά απαράδεκτο, πρωτίστως για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα όταν η Δημοκρατία δίνει τη μάχη για να θωρακιστεί απέναντι στους εχθρούς της.
Άγνωστος χι είναι και το απαιτούμενο ποσοστό για την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος στις δεύτερες εκλογές ή τη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ του πρώτου και του τρίτου κόμματος, δηλαδή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, προφανώς χωρίς τα εμπόδια που έθετε η απλή αναλογική και σε ένα πολιτικό περιβάλλον στο οποίο αυτός που θα απορρίψει τη συνεργασία θα οδηγήσει τη χώρα σε τρίτες εκλογές. Δεν έχω την αίσθηση ότι μια τέτοια προοπτική θα γοήτευε πολύ τον ελληνικό λαό.
Άγνωστος χι είναι, επίσης, η εκλογική συμπεριφορά των κεντρώων ψηφοφόρων οι οποίοι, πέρα από τους αντικατοπτρισμούς που γεννούν τα διαφορετικά εκλογικά συστήματα, ζητούν λύσεις πολιτικής σταθερότητας, αλλά με ένα σχέδιο κυβερνησιμότητας που να δίνει νέα πολιτική προοπτική στα βασικά ζητήματα της οικονομίας και της δίκαιης ανάπτυξης, στα εθνικά θέματα και την ισχυρή φωνή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη μεταρρύθμιση του κράτους και στην ποιότητα των θεσμών. Όσοι δεν αρκούνται στην προεκλογική επικοινωνιακή πλειοδοσία, και ίσως παραμένουν προσωρινά αποστασιοποιημένοι, απαιτούν διαφορετική πολιτική συμπεριφορά κυρίως από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στα θέματα των ενδεχόμενων προγραμματικών συγκλίσεων – και απ’ αυτή θα κρίνουν την τελική στάση τους. Είναι ψηφοφόροι που ενδιαφέρονται για την πορεία της χώρας αλλά και για την εξέλιξη της προσωπικής τους κατάστασης την επόμενη μέρα και προσδοκούν καλύτερο κράτος, ποιοτικές υπηρεσίας υγείας και παιδείας, γενναίες μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική πολιτική, ανάπτυξη με δίκαιη κατανομή του πλούτου. Είναι, τέλος, πολίτες που, έχοντας απορρίψει τη διακινδύνευση νέων περιπετειών με «προοδευτική συγκυβέρνηση» ΣΥΡΙΖΑ και λοιπών δυνάμεων, δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένοι από κανέναν, γιατί ακριβώς αναμένουν την ανάταξη της πολιτικής εμπιστοσύνης τους σε ένα ρεαλιστικό σχέδιο διακυβέρνησης.
Στο δρόμο προς τις εκλογές, οι πολιτικοί αντικατοπτρισμοί θα ξεδιαλύνονται σταδιακά και θα δώσουν τη θέση τους στη βούληση του κυρίαρχου ελληνικού λαού, ο οποίος τελικά θα διαμορφώσει με την ψήφο του τους όρους της επόμενης ημέρας, για μια χώρα που θέλει να είναι κανονική.