Αναστοχαζόμενοι σήμερα το θάνατο είναι χρήσιμο να ξαναδούμε τρία σημαντικά κείμενα της ελληνικής και δύο της λατινικής γραμματείας τα οποία πραγματεύτηκαν αυτό το θέμα και άσκησαν διαρκή, διαχρονική και πολυεπίπεδη επιρροή στον δυτικό πολιτισμό η οποία είναι ισχυρή ακόμη και σήμερα.
Το πρώτο είναι η πλατωνική Απολογία Σωκράτους που στις τελευταίες παραγράφους θέτει με σαφήνεια τη δίκλωνη διάζευξη: δυοῖν γὰρ θάτερόν ἐστιν τὸ τεθνάναι· ἢ γὰρ οἷον μηδὲν εἶναι μηδὲ αἴσθησιν μηδεμίαν μηδενὸς ἔχειν τὸν τεθνεῶτα, ἢ κατὰ τὰ λεγόμενα μεταβολή τις τυγχάνει οὖσα καὶ μετοίκησις τῇ ψυχῇ τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον (40 c 5-9).[3] Το δεύτερο σκέλος της διάζευξης συναρθρωμένο με τη θεωρία της αθανασίας της ψυχής συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της πλατωνικής φιλοσοφίας, αλλά στην Απολογία ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι δεν ξέρει αν αυτή η εκδοχή είναι πράγματι αληθής. Γι’ αυτό το λόγο επαναλαμβάνει συνεχώς φράσεις όπως: κατὰ τὰ λεγόμενα (40 c 7), εἰ ἀληθῆ ἐστιν τὰ λεγόμενα (40 e 4-6), εἰ ταῦτ᾽ ἔστιν ἀληθῆ (41 a 8) και κλείνει την απολογία του με τη φράση «τώρα όμως ώρα είναι να πηγαίνω εγώ για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε. Ποιος από μας πηγαίνει στο καλύτερο, κανένας δεν το ξέρει παρά μόνος ο θεός» (42 a 2-4).[4]
Και στις δύο εκδοχές ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό. Αν είναι απόλυτη απουσία αίσθησης, τότε μοιάζει με βαθύ ύπνο χωρίς όνειρα και είναι θαυμάσιον κέρδος (40 d 1-2). Αν είναι αποδημία και μετοίκηση στον τόπο όπου ζουν όλοι οι πεθαμένοι τότε είναι μείζον αγαθόν (40 e 6-7), γιατί η ψυχή θα συναντήσει πάλι όχι μόνο τους οικείους και τους αγαπημένους φίλους αλλά και πρόσωπα σπουδαία που θα ήθελε να συναντήσει όσο ζούσε. Με μια ισχυρή δόση ειρωνείας, ο Σωκράτης λέει στους δικαστές του ότι όταν φτάσει στον Άδη θα κάνει παρέα με τον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Όμηρο και τον Ησίοδο και θα συνεχίσει να κάνει ό,τι έκανε και στην επίγεια ζωή του: καὶ δὴ τὸ μέγιστον, τοὺς ἐκεῖ ἐξετάζοντα καὶ ἐρευνῶντα ὥσπερ τοὺς ἐνταῦθα διάγειν τίς αὐτῶν σοφός ἐστιν καὶ τίς οἴεται μέν, ἔστιν δ᾽ οὔ (41 b 5-7).[5]
Ο Σωκράτης, επικαλούμενος τη μυθολογία, μνημονεύει τους δικαστές του Άδη και άλλους που έγιναν ημίθεοι επειδή ήσαν δίκαιοι κατά την επίγεια ζωή τους (41 a 3-5). Δεν μιλάει όμως για τις αποφάσεις των δικαστών ή για τις μετά θάνατον ανταμοιβές και τιμωρίες, απλώς βεβαιώνει τους πολίτες που τον κρίνουν ότι για τον καλό άνθρωπο τίποτα δεν μπορεί να είναι κακό ούτε στην επίγεια ζωή ούτε μετά το θάνατό του (41 d 1-2).
Το σκηνικό και το εννοιακό περιεχόμενο της πλατωνικής θεωρίας περί θανάτου αλλάζει ριζικά στις τελευταίες σελίδες του 10ου βιβλίου της Πολιτείας. Ήδη σε άλλους διαλόγους (Γοργίας, Φαίδων, Φαίδρος) η δίκλωνη διάζευξη της Απολογίας είχε εγκαταλειφθεί και ο Πλάτωνας είχε αναπτύξει τη θεωρία «της μεταβολής και της μετοίκησης». Αλλά στην Πολιτεία συμπλέκει τη θεωρία με μια αφήγηση η οποία έχει δώσει στη χριστιανική θεολογία βασικά λογικά αλλά και μυθοπλαστικά θεμέλια.[6]
Βασικές ιδέες της θεωρίας είναι: α) η οντολογική διάκριση ανάμεσα στο φθαρτό σώμα και στην άφθαρτη ψυχή, β) ο θάνατος ως χωρισμός σώματος και ψυχής (θάνατος ονομάζεται λύσις και χωρισμός ψυχής από σώματος, Φαίδων 67 d 3 – 4), γ) το αξίωμα περί της αθανασίας της ψυχής (ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψυχὴ καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται, Πολιτεία 608 d 3-4), δ) η συγγένεια της ψυχής με το θείο, το αθάνατο και το αιώνιο (ξυγγενὴς οὖσα τῷ τε θείῳ καὶ ἀθανάτῳ καὶ τῷ ἀεὶ ὄντι, Πολιτεία 611 e 2-3) και ε) η ομοίωση –όσο αυτό είναι δυνατόν– του δίκαιου και ενάρετου ανθρώπου με τον θεό, η θέωση (ὃς ἂν προθυμεῖσθαι ἐθέλῃ δίκαιος γίγνεσθαι καὶ ἐπιτηδεύων ἀρετὴν εἰς ὅσον δυνατὸν ἀνθρώπῳ ὁμοιοῦσθαι θεῷ, Πολιτεία 613 a 8 – b 2).[7]
Ο Πλάτωνας συναρθρώνει αυτή τη θεωρία με τη διάκριση ανάμεσα στο κακό και στο αγαθό και ορίζει το κακό ως αυτό που καταστρέφει και φέρνει φθορά και το αγαθό ως αυτό που σώζει και ωφελεί: τὸ μὲν ἀπολλύον καὶ διαφθεῖρον πᾶν τὸ κακὸν εἶναι, τὸ δὲ σῷζον καὶ ὠφελοῦν τὸ ἀγαθόν (Πολιτεία 608 e 3-4). Πάνω σε αυτή τη διάκριση στηρίζει την κρίση των ψυχών και τη θεοδικία, την τιμωρία των αδίκων και την ανταμοιβή των ενάρετων.
Η θεωρία συμπληρώνεται με τη μυθολογική αφήγηση του Ηρός από την Παμφυλία, του γιου του Αρμενίου, που σκοτώθηκε στον πόλεμο και ύστερα από δώδεκα μέρες αναστήθηκε, γιατί οι δικαστές του Άδη έστειλαν την ψυχή του πάλι στο σώμα του με την εντολή να αναγγείλει στους ανθρώπους αυτά που είδε και άκουσε στον Κάτω Κόσμο (ἄγγελον ἀνθρώποις γενέσθαι τῶν ἐκεῖ, Πολιτεία 614 d 3).[8] Ο Ηρ, σύμφωνα με την ομηρική παράδοση που έχει για αφετηρία ο Πλάτωνας, περνάει από τον δῆμον ὀνείρων, φτάνει στον ἀσφοδελὸν λειμῶνα (Οδύσσεια ω 12-13) και βλέπει τις ψυχές άλλες να έρχονται κάτω από τη γη, γεμάτες ακαθαρσία και σκόνη, και άλλες να κατεβαίνουν από τον ουρανό καθαρές, και ακούει τις πρώτες να λένε για τα βασανιστήρια και τις τιμωρίες που έπαθαν κατά την υπόγεια πορεία τους στα Τάρταρα για χίλια χρόνια και τις άλλες να μιλούν για τις απολαύσεις που δοκίμασαν και το άπειρο κάλλος των θεαμάτων που είδαν στον ουρανό.[9]
Είναι προφανές ότι με τις τελευταίες σελίδες του 10ου βιβλίου της Πολιτείας επιτελείται μια βαθιά και ριζική τομή: ο θάνατος δεν είναι πλέον ούτε «θαυμάσιο κέρδος» ούτε «μέγιστο αγαθό», είναι μια δοκιμασία που πράγματι προκαλεί φόβο και «τριγμό των οδόντων», είναι μια πορεία ανάβασης προς το Αγαθόν η οποία αποτελεί αντικείμενο της ύψιστης κρίσης, της πιο ουσιαστικής αξιολόγησης της επίγειας ζωής, εκείνης που κρίνει την τύχη της ψυχής για την αιωνιότητα.[10]
Το τρίτο κείμενο είναι η Επιστολή προς Μενοικέα του Επίκουρου η οποία αναπτύσσει την τετραφάρμακο θεραπευτική αγωγή για το καλώς ζην και για την επίτευξη της ευδαιμονίας.[11] Η Επιστολή είναι μια συνοπτική έκθεση της επικούρειας ηθικής που περιλαμβάνει τις τέσσερις θεμελιώδεις αρχές: α) την ορθή κατανόηση της φύσης των θεών, τους οποίους δεν πρέπει να φοβόμαστε, γιατί είναι όντα στα οποία δεν επιτρέπεται να αποδίδουμε ιδιότητες ξένες προς την αφθαρσία τους και ανοίκειες προς τη μακαριότητά τους (παρ. 123), β) την απελευθέρωση από το φόβο του θανάτου (παρ. 124 – 127), γ) την πεποίθηση ότι τα αγαθά που προσφέρουν αυτάρκεια είναι εύκολο να αποκτηθούν (παρ. 130 – 131) και δ) την πεποίθηση ότι τα κακά που μας βρίσκουν δεν είναι δύσκολο να τα υπομείνουμε (παρ. 133). Δεν χρειάζεται να τονίσω, είναι μάλλον προφανές, ότι η επικούρεια φιλοσοφία για τη ζωή, την ψυχή και το θάνατο συγκρούεται μετωπικά με την πλατωνική και αναιρεί τις βασικές της θέσεις.
Καταρχάς, στην Επιστολή προς Ηρόδοτον[12] ο Επίκουρος αναιρεί την οντολογική διάκριση ψυχής και σώματος και ισχυρίζεται –με βάση την υλιστική σύλληψη της πραγματικότητας– ότι η ψυχή είναι σώμα που απλώς αποτελείται από διαφορετικά άτομα: η βεβαιωτάτη πίστις έσται ότι η ψυχή σώμα εστι λεπτομερές (παρ. 63)[13] το οποίο δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει χωριστά από το σώμα και κατά συνέπεια να είναι αθάνατο. Όσοι λένε ότι η ψυχή είναι ασώματος ματαιίζουσιν, δηλαδή μιλάνε χωρίς να λένε τίποτα γιατί αυτό στο οποίο αναφέρονται ούτε υπάρχει ούτε είναι δυνατόν να νοηθεί. Το μόνο που μπορούμε να εννοήσουμε καθ’ εαυτό ως ασώματο είναι το κενό το οποίο δεν είναι δυνατόν ούτε ποιήσαι ούτε παθείν (παρ. 67).
Με βάση αυτή τη θέση στην Επιστολή προς Μενοικέα ο Επίκουρος διατυπώνει την περιβόητη καινοτόμο αρχή: συνέθιζε εν τω νομίζειν μηδέν είναι προς ημάς τον θάνατον.[14] Η πρόθεση προς με αιτιατική μπορεί να έχει δύο σημασίες: α) μια σημασία νομιναλιστική, που σημαίνει ότι αν φοβόμαστε τον θάνατο στην πραγματικότητα φοβόμαστε μια λέξη και β) μια σημασία αισθησιοκρατική, που σημαίνει ότι ο θάνατος δεν είναι ποτέ μια βιωμένη εμπειρία δική μας αλλά ένα συμβάν, κάτι που συμβαίνει σε έναν άλλον, στο οποίο είμαστε παρόντες.[15] Το κείμενο της Επιστολής επιτρέπει, ή μάλλον συνθέτει, και τις δύο σημασίες οι οποίες δεν είναι αντιφατικές.[16]
Ο Επίκουρος αποδεικνύει την ορθότητα αυτής της αρχής με μια αλληλουχία επιχειρημάτων που λειτουργούν σωρευτικά. Πρώτα εξηγεί με απλό αλλά καθαρό τρόπο ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς επειδή κάθε καλό και κάθε κακό υπάρχει στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι η στέρηση, δηλαδή η απουσία, αίσθησης. Το νόημα του επιχειρήματος προκύπτει με σαφήνεια σε συνδυασμό με ένα απόσπασμα του Σέξτου Εμπειρικού που δηλώνει ότι «ο Επίκουρος έλεγε ότι όλα τα αισθητά είναι αληθινά και υπαρκτά· γιατί δεν θεωρούσε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να λες ότι κάτι είναι αληθινό ή να λες ότι κάτι είναι υπαρκτό».[17] Συνεπώς αν ο θάνατος δεν γίνεται από εμάς αισθητός, αν δεν έχουμε μια βιωμένη εμπειρία του, τότε για εμάς τους ζωντανούς ο θάνατος δεν είναι κάτι τρομερό. Και το φρικωδέστατον των κακών ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι παρών, και όταν ο θάνατος είναι παρών εμείς δεν υπάρχουμε. Ο θάνατος λοιπόν δεν υπάρχει ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους πεθαμένους, αφού για τους πρώτους δεν υπάρχει ενώ οι άλλοι δεν υπάρχουν πια.[18]
Αυτή η πρώτη σειρά επιχειρημάτων μπορεί να φαίνεται απόδειξη per sophisma figurae dictionis, αλλά αυτή η ένσταση δεν είναι έγκυρη γιατί η απόδειξη στηρίζεται στην απόρριψη της αθανασίας της ψυχής την οποία ο Επίκουρος θεωρεί παράλογη ανθρώπινη επιθυμία που δεν έχει έρεισμα στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό το λόγο τονίζει ότι γνώσις ορθή του μηδέν είναι προς ημάς τον θάνατον απολαυστόν ποιεί το της ζωής θνητόν, ουκ άπειρον προστιθείσα χρόνον αλλά τον της αθανασίας αφελομένη πόθον (παρ. 124).[19]
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, όποιος λέει ότι φοβάται το θάνατο όχι επειδή θα υποφέρει όταν έρθει, αλλά επειδή τον κάνει να υποφέρει η σκέψη ότι θα έρθει αναπόφευκτα σε κάποια στιγμή στο μέλλον, είναι ανόητος (μάταιος), γιατί αυτό που παρόν ουκ ενοχλεί, προσδοκώμενον κενώς λυπεί (παρ. 125).[20]
Ένα άλλο στοιχείο που γεννάει το φόβο του θανάτου και συνδέεται με την επιθυμία της αθανασίας είναι ο φόβος της μεταθανάτιας τιμωρίας. Αυτό οδηγεί πολλούς να επιζητούν το θάνατο μια ώρα αρχύτερα σαν λύτρωση από τα βάσανα της ζωής. Ο Επίκουρος απορρίπτει αυτές τις υπολήψεις, δηλαδή τις εσφαλμένες γνώμες, για τη ζωή επιμένοντας ότι αυτός που έχει φρόνηση (ο σοφός) ούτε προσπαθεί να αποφύγει τη ζωή ούτε φοβάται την παύση της ζωής (ούτε παραιτείται το ζην ούτε φοβείται το μη ζην) γιατί είναι η ίδια άσκηση (πνευματική και σωματική) αυτή που μας μαθαίνει να ζούμε καλά και να πεθαίνουμε καλά (διά το την αυτήν είναι μελέτην του καλώς ζην και του καλώς αποθνήσκειν) (παρ. 126).[21]
Στην Επιστολή προς Μενοικέα δεν υπάρχει ρητή απόρριψη των αφηγήσεων για τη μεταθανάτια ζωή, για ανταμοιβές και τιμωρίες, κάτι που προκύπτει λογικά από τη θεωρία για τη φύση της ψυχής και από την αναίρεση των υπολήψεων και των πόθων περί αθανασίας. Αλλά ο Λακτάντιος δηλώνει ότι, σύμφωνα με τον Επίκουρο, αυτά που λένε για τον κάτω κόσμο και για ποινές σε τόπους ζοφερούς είναι μυθοπλασίες των ποιητών που στην πραγματικότητα μιλούν για αυτή τη ζωή (esse vita interpretatus est).[22] Και ο Λουκρήτιος –πιστός μαθητής του Επίκουρου– στο Περί Φύσεως, ενδεχομένως αντλώντας από τις ίδιες πηγές που δεν έχουν διασωθεί, αναφέρεται ρητά στην ομηρική και πλατωνική παράδοση και στις αφηγήσεις για τα Τάρταρα, τις θεωρεί μυθοπλασίες και βεβαιώνει ότι αναφέρονται «στη ζωή που ζούμε»:
Γι’ αυτό μην απορείς που όλοι αυτοί οι μύθοι για του Αχέροντα τα βάθη
τίποτε δε μας λεν για το «εκεί» – για τη ζωή που ζούμε μας μιλάνε. (ΙΙΙ, 978 – 979)
Τα άφεγγα σκοτάδια, το σκυλί ο Κέρβερος, οι τρεις οι Ερινύες,
ο Τάρταρος που μέσ’ απ’ το βαθύ λαρύγγι του φριχτή φωτιά ξερνάει,
ανύπαρχτα […]
υπάρχει όμως ο φόβος της ποινής για κρίματα που επράξαμε στον κόσμο,
κι όσο πιο βαριά ήταν αυτά βαρύτερος κι ο φόβος μας παιδεύει. (ΙΙΙ, 1011 – 1015)[23]
Ο Κικέρωνας στο Περιφρονώντας τον θάνατο, ως γνήσιος σκεπτικός φιλόσοφος της Ακαδημίας του Αρκεσίλαου και του Καρνεάδη, ξαναπιάνει το νήμα της σωκρατικής απολογίας και συζητά αναλυτικά τα δύο σκέλη της αρχικής διάζευξης ασκώντας κριτική σε τοποθετήσεις που του φαίνονται αντιφατικές ή μη πειστικές. Όπως σημειώνει ο Γ. Καραμανώλης, «η κριτική που ασκεί δεν βασίζεται στην άποψη ότι δεν υπάρχει αλήθεια ή ότι δεν μπορεί να εξακριβωθεί. Η κριτική του ασκείται ως μεθοδολογικό εργαλείο, με βάση το οποίο δοκιμάζονται τα θεμέλια κάθε φιλοσοφικής θέσης».[24]
Σε αντίθεση με τον Επίκουρο, ο στόχος του Κικέρωνα είναι να αποδείξει ότι ο θάνατος είναι κάτι καλό: «Θέλω να σου αποδείξω ότι ο θάνατος όχι απλώς δεν είναι κάτι κακό, αλλά στην ουσία είναι κάτι καλό».[25] Σε αυτή την κατεύθυνση επιχειρεί να ορίσει το θάνατο και τη φύση της ψυχής παραθέτοντας τις διαδοχικές θεωρίες με στόχο να βρει την «πιο πιθανή» (παρ. 23). Αναφέρει την άποψη του Δημόκριτου και του Επίκουρου («την ψυχή την απαρτίζουν λεία και στρογγυλά σωματίδια που ενώθηκαν χάρη σε κάποια τυχαία σύγκρουση») αλλά αρνείται να τη συζητήσει λέγοντας απλώς: «καλύτερα ας την αγνοήσουμε» (παρ. 22 και παρ. 42). Ο Κικέρωνας ξέρει ότι η κρίσιμη άρθρωση είναι η θέση σχετικά με τη «φύση της ψυχής» και ότι απ’ αυτήν εξαρτάται η απάντηση στο ερώτημα αν ο θάνατος είναι κάτι κακό ή κάτι καλό (παρ. 23). Σε αυτή την προοπτική επαναλαμβάνει την πλατωνική θεωρία περί της αθανασίας της ψυχής και της θεϊκής φύσης της (παρ. 60, 62, 65, 66) και προτείνει ως απόδειξη το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν στην ύπαρξη των θεών και στην επιβίωση της ψυχής: «κάθε φορά που όλα τα γένη των ανθρώπων συμφωνούν σε κάτι, αυτό θα πρέπει να θεωρείται νόμος της φύσης» (παρ. 30).[26] Επιπλέον ασκεί κριτική στον Επίκουρο και τον ειρωνεύεται χωρίς να τον κατονομάζει: «Πολλοί άνθρωποι […] τιμωρούν τις ψυχές με τη θανατική ποινή, λες και αυτές είναι τίποτε κατάδικοι. Όμως ο μοναδικός λόγος για τον οποίο δεν πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής είναι η ανικανότητά τους να κατανοήσουν και να συλλάβουν με το νου τους την ιδέα ότι μπορεί να υπάρχει ψυχή χωρίς σώμα» (παρ. 50 και παρ. 48, 49, 51).
Η άποψη που υποστηρίζει είναι ότι ο θάνατος «δεν είναι μια καταστροφή η οποία αφανίζει και εξολοθρεύει τα πάντα, αλλά ένα είδος μετάβασης σε έναν άλλο τόπο, σε μια άλλη μορφή ζωής» (παρ. 27). Ο Κικέρωνας δεν πιστεύει τις μυθικές αφηγήσεις για τον Άδη και τα Τάρταρα αλλά διακρίνει ανάμεσα στους «εκλεκτούς», που ζουν στον ουρανό μαζί με τους θεούς, και στους «υπόλοιπους» – δίως εκείνους που έχουν διαπράξει «ασυγχώρητα δημόσια αδικήματα»– που ζουν κάτω από το χώμα και πορεύονται σε ένα «δρόμο μοναχικό μακριά από τη συντροφιά των θεών» (παρ. 27 και 72). Ωστόσο, με δεδομένη αυτή τη συγκριτικά ήπια τιμωρία, και για τις δύο κατηγορίες ψυχών ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό και συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να τον φοβόμαστε.
Αλλά ο Κικέρωνας δεν σταματάει εδώ, κάνει ένα ακόμα βήμα που έμελλε να έχει τρομερές συνέπειες καθώς υιοθετήθηκε από τη χριστιανική θεολογία: ακυρώνει κάθε αυτόνομη αξία της ζωής και τη μετατρέπει σε ασκητική δοκιμασία και σε προετοιμασία θανάτου. Θεωρεί το θάνατο «το μεγαλύτερο καλό» γιατί «με το θάνατό μας πρόκειται είτε να γίνουμε θεοί είτε να ζήσουμε με τους θεούς» (παρ. 76). Καλεί λοιπόν τους ανθρώπους «να συνηθίσουν το θάνατο» και να καταλάβουν ότι είναι μια απόδραση της ψυχής από τη φυλακή του σώματος, ότι «θάνατος είναι η ζωή που ζούμε τώρα» και ότι «θα αρχίσουμε επιτέλους να ζούμε» μετά το θάνατό μας (παρ. 75).
Ως ακαδημεικός σκεπτικός που ρητά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να υιοθετεί έγκυρα επιχειρήματα μιας άλλης θεωρίας με την οποία διαφωνεί[27], ο Κικέρωνας αναπτύσσει και την άποψη του Επίκουρου περί θανάτου, χωρίς να τον αναφέρει, γιατί αναγνωρίζει ότι το επιχείρημα της απουσίας αίσθησης (στέρησις αισθήσεως ο θάνατος) αφενός είναι ισχυρό, αφετέρου δεν είναι ασύμβατο με τη δική του άποψη περί αθανασίας και θεϊκής φύσης της ψυχής. Με αυτόν τον τρόπο επαναλαμβάνει τη σωκρατική διάζευξη, συνοψίζει την έρευνά του παραθέτοντας τις τελευταίες παραγράφους της Απολογίας και δείχνει ότι και οι δύο κλώνοι της διάζευξης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι δεν έχουν λόγο να φοβούνται το θάνατο, «κάτι που το θέλησαν είτε οι αθάνατοι θεοί είτε η μητέρα όλων μας, η φύση» (παρ. 118), γιατί ο θάνατος είτε είναι «απλή αλλαγή τόπου» είτε είναι ένας «γλυκός αιώνιος ύπνος» (παρ. 117).
Μόνο σε μία περίπτωση, λοιπόν, ο θάνατος είναι φοβερός, στην πλατωνική - χριστιανική εκδοχή του. Και αυτό με τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν αθροιστικά: α) η ψυχή να είναι θεϊκή και αθάνατη, β) το θείον να εγγυάται τη μεταθανάτια κρίση και γ) η θεοδικία να επιβάλλεται με αιώνιες τιμωρίες και ανταμοιβές. Όπως θα έλεγε ο Κικέρωνας, αυτή η περίπτωση είναι ίσως «πιθανή».[28] Αλλά ο Επίκουρος έχει μια άποψη για το θείον που λειτουργεί παρηγορητικά και μας απελευθερώνει από το φόβο του θανάτου: το μακάριον και άφθαρτον ούτε αυτό πράγματα έχει ούτε άλλω παρέχει, ώστε ούτε οργαίς ούτε χάρισι συνέχεται· εν ασθενεί γαρ παν το τοιούτον.[29]
[1] Ο τίτλος του κειμένου μου είναι απόδοση στα ελληνικά της φράσης με την οποία επιγράφεται η πρώτη Τουσκουλανή Διατριβή του Κικέρωνα, De contemnenda morte, η οποία έχει θέμα το θάνατο και αποβλέπει στο να απαλλάξει τους ανθρώπους από το φόβο του θανάτου. Cicero, Disputationes Tusculanae, επιμ. Reinhold Klotz, Λειψία 1835. Βλ. επίσης, Κικέρων, Όταν σκέφτομαι τον θάνατο, ελλ. μτφρ. Όλγα Παπακώστα, Αθήνα 2003, Ωκεανίδα. Η αγγλική απόδοση του τίτλου είναι On the contempt of Death και η γαλλική De la morτ, qu’elle est à mépriser.
[2] Επιστολή προς Μενοικέα, παρ. 125, βλ. Epicure, Lettres et Maximes, εισαγωγή, αρχαίο κείμενο, γαλλ. μτφρ., σχόλια, M. Conche, Παρίσι 1987, P. U. F., και Επίκουρος, Ηθική και θεραπεία της ψυχής, εισαγωγή, αρχαίο κείμενο, ελλ. μτφρ., σχόλια, Γ. Ζωγραφίδης, Αθήνα 2015, Το Βήμα.
[3] Platon, Œuvres Complètes, τ. 1, αρχαίο κείμενο και γαλλ. μτφρ. Maurice Croiset, Παρίσι 1970, Les Belles Lettres. Ο Παύλος Νιρβάνας αποδίδει το παράθεμα ως εξής: «Γιατί ένα από τα δύο είναι το να πεθάνει κανένας· ή είναι δηλαδή σαν να μην είναι, ούτ᾽ έχει αίσθηση από τίποτε ο πεθαμένος, ή όπως λένε κάποια αλλαγή είναι ο θάνατος και η ψυχή αλλάζει κατοικία από τον τόπο αυτό σε άλλο τόπο».
[4] Μτφρ. Παύλος Νιρβάνας. Ο Κικέρωνας υποστηρίζει ότι ο Πλάτωνας, «παρ’ όλο που ο ίδιος ξέρει αυτό το οποίο ισχυρίζεται πως το γνωρίζουν μόνον οι θεοί», αφήνει ανοιχτή τη διάζευξη για να αναδείξει δραματικά το πρόσωπο του Σωκράτη ο οποίος δηλώνει ότι δεν ξέρει τίποτα, βλ. Όταν σκέφτομαι τον θάνατο, παρ. 99, σ. 104.
[5] Μτφρ. Παύλος Νιρβάνας: «Και το καλύτερο από όλα να περνώ τη ζωή μου με το να ρωτάω και να ερευνώ κι εκείνους εκεί, όπως τους εδώ, ποιος τάχα είναι σοφός απ᾽ αυτούς και ποιος νομίζει πως είναι και δεν είναι».
[6] Η μυθική αφήγηση του Ηρός (Πολιτεία 614 a – 621 b) προσφέρει εντυπωσιακές περιγραφές της κρίσης των ψυχών, της τοπογραφίας του Άδη, της τιμωρίας των αδίκων και της ευδαιμονίας των δικαίων οι οποίες αναπαράγονται στη χριστιανική εσχατολογία και εικονογραφία. Παρόμοιες αφηγήσεις έχει συμπεριλάβει ο Πλάτωνας στον Γοργία (523 a 1 – 526 d 2), στον Φαίδωνα (107 d 6 – 114 c 6) και στον Φαίδρο (246 a 2 – 249 b 7).
[7] Platon, Œuvres Complètes, τ. VII, 3ο μέρος, αρχαίο κείμενο και μτφρ. E. Chambry, Παρίσι 1973, Les Belles Lettres. Όλα τα παραθέματα από την Πολιτεία είναι από αυτή την έκδοση.
[8] Πολιτεία 614 b 1 - 615 a 4. Ο Πλάτωνας δεν επαναλαμβάνει στην Πολιτεία τη σωκρατική επιφύλαξη σχετικά με την αλήθεια του λόγου του. Ήδη από τον Γοργία έχει δηλώσει ρητά ότι τόσο η θεωρία όσο και η αφήγηση της κρίσης των ψυχών είναι αληθινές, βλ. Γοργίας 523 a 1–3: Ἄκουε δή, φασί, μάλα καλοῦ λόγου, ὃν σὺ μὲν ἡγήσῃ μῦθον, ὡς ἐγὼ οἶμαι, ἐγὼ δὲ λόγον· ὡς ἀληθῆ γὰρ ὄντα σοι λέξω ἃ μέλλω λέγειν, Platon, Œuvres Complètes, τ. III, 2ο μέρος, αρχαίο κείμενο και γαλλ. μτφρ. A. Croiset, Παρίσι 1974, Les Belles Lettres.
[9] Δεν είναι εδώ ο τόπος για να μιλήσω αναλυτικά για την Ανάγκη και τις κόρες της, τη Λάχεση, την Κλωθώ και την Άτροπο, για τη μετενσάρκωση και για την επιλογή ζωής που κάνουν οι ψυχές με δική τους ευθύνη (αἰτία ἑλομένου· θεὸς ἀναίτιος, 617 e 4-5). Θέλω όμως να προτείνω στους αναγνώστες να διαβάσουν την εσχατολογική αφήγηση του Ηρός γιατί είναι μια γόνιμη μήτρα και ένας αφηγηματικός τόπος που δεν σταμάτησαν να γεννούν εικόνες, σύμβολα και εννοιακό περιεχόμενο με ισχυρή και σταθερή επιρροή στην ευρωπαϊκή κουλτούρα.
[10] Ο Πλάτωνας είχε ήδη επισημάνει στον Φαίδωνα (107 c 2-5) ότι η μέριμνα για την ψυχή έχει ύψιστη σημασία: «αν η ψυχή είναι αθάνατη έχει ανάγκη να μεριμνούμε για αυτήν (επιμελείας δείται), όχι μόνον κατά τη διάρκεια του χρόνου που ονομάζουμε ζωή, αλλά κατά τον άπαντα χρόνο. γιατί φαίνεται πως ο κίνδυνος είναι τρομερός (δεινός) αν κάποιος αμελήσει την ψυχή του». Στον ίδιο διάλογο υπάρχει επίσης μια εκτεταμένη περιγραφή του Κάτω Κόσμου (112 a – 114 c 8).
[11] Epicure, Lettres et Maximes, σ. 216-227 και Επίκουρος, Ηθική και θεραπεία της ψυχής, σ. 124-143. Σχετικά με την τετραφάρμακο, όπως την παραθέτει ο Φιλόδημος από τα Γάδαρα, βλ. H. Usener, Epicurea, Λειψία 1887, Teubner, σ. 69: η τετραφάρμακος.. άφοβον ο θεός, αναίσθητον ο θάνατος, και τάγαθόν μεν εύκτητον το δε δεινόν ευεκκαρτέρητον.
[12] Epicure. Lettres et Maximes, σ. 98-125.
[13] Σε σχόλιο στην παρ. 63 της Επιστολής προς Ηρόδοτον υπάρχει η διευκρίνιση ότι ο Επίκουρος υποστηρίζει πως εξ ατόμων (την ψυχήν) συγκείσθαι λειοτάτων και στρογγυλωτάτων, πολλώ τινι διαφερουσών των του πυρός, βλ. Usener, 311, σ. 216-217.
[14] Epicure. Lettres et Maximes, σ. 218, παρ. 124, «απόκτησε τη συνήθεια να σκέπτεσαι ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς» ή «να εξοικειωθείς με την ιδέα ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς».
[15] Βλ. Jean Salem, Tel un dieu parmi les hommes. L’éthique d’Epicure, Παρίσι 1989, Vrin, σ. 204-213.
[16] O στίχος του Λουκρήτιου που επαναλαμβάνει και διευρύνει το γνωμικό παρουσιάζει την ίδια αμφισημία. De rerum natura, III, 830, Nil igitur mors est ad nos neque pertinent hilum. Δύο ελληνικές μεταφράσεις αναδεικνύουν αυτή την αμφισημία: Συμπέρασμα: ο θάνατος για μας αδιάφορος και άνευ σημασίας, μεταφράζει ο Θ. Δ. Παπαγγελής (Λουκρητίου, Περί φύσεως, Αθήνα 2021, Gutenberg), Λοιπόν ο θάνατος για μας δεν είναι τίποτα, ούτε καθόλου μας αγγίζει, μεταφράζει ο Κ. Θεοτόκης (Τίτου Λουκρήτιου Κάρου, Περί φύσεως, Αθήνα 1986, Τυπογραφείο Κείμενα). Το De rerum natura είναι το ένα από τα δύο λατινικά κείμενα που ανέφερα στην αρχή· το άλλο είναι προφανώς η πρώτη Τουσκουλανή Διατριβή του Κικέρωνα.
[17] Σέξτος Εμπειρικός, Προς λογικούς, Β, 9: ο δε Επίκουρος τα μεν αισθητά πάντα έλεγεν αληθή και όντα. ου διήνεγκε γαρ αληθές είναί τι λέγειν ή υπάρχον, Κέιμπριτζ, Μασσαχουσέτη, 1983, Harvard University Press.
[18] Επιστολή προς Μενοικέα, όπ. π., παρ. 124-125.
[19] Σε ελεύθερη απόδοση: «η ορθή γνώση ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς και δεν μας αγγίζει κάνει τη ζωή μας, που η υπαρξιακή συνθήκη της είναι η θνητότητα, πιο απολαυστική όχι γιατί της προσθέτει άπειρο χρόνο αλλά γιατί αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας». Κατ’ αντιδιαστολή προς τον ανέφικτο πόθο της αθανασίας η μυθοπλαστική πραγμάτωσή της μετατρέπει την αθανασία σε κόλαση. Στην εσχατολογική αφήγηση του J. L. Borges ο Όμηρος είναι καταδικασμένος να ζει αιώνια σε ένα σύμπαν ζοφερό ανάλογο με τον Άδη και τον Τάρταρο που δημιούργησε, βλ. «L’immortel», L’Aleph, γαλ. μτφρ. Roger Caillois, Παρίσι 1967, Gallimard. Το ίδιο αίσθημα απόγνωσης που γεννάει το αδύνατον του θανάτου αποτυπώνεται στον στίχο από το Σατυρικόν του Πετρώνιου, Σίβυλλα τι θέλεις; respondebat illa: αποθανείν θέλω, που ο T. S. Eliot χρησιμοποιεί ως μότο στην Έρημη Χώρα.
[20] «Γιατί αυτό που δεν προκαλεί ταραχή όταν είναι παρόν, είναι ένας πόνος χωρίς περιεχόμενο όταν αναμένεται», βλ. και Cyril Bailey, Epicurus, The extant remains, Οξφόρδη 1926, Clarendon Press, σ. 85, που μεταφράζει το χωρίο ως εξής: «For that which gives no trouble when it comes is but an empty pain in anticipation».
[21] Για τον Επίκουρο η φιλοσοφία δεν είναι μελέτη θανάτου όπως υποστηρίζει ο Πλάτωνας (Φαίδων 81 a 1) αλλά μαθητεία που οδηγεί στη φρόνηση, στη μακαριότητα και στην αταραξία.
[22] Usener, 341, σ. 228.
[23] Λουκρήτιος, μτφρ. Θ. Δ. Παπαγγελής.
[24] Κικέρων, De finibus bonorum et malorum, ελλ. μτφρ Γ. Καραμανώλης – Ειρήνη Μυτούση, Τα όρια του αγαθού και του κακού, Ηράκλειο 2021, Γ. Καραμανώλης, «Εισαγωγή», σ. 57.
[25] Κικέρων, Όταν σκέφτομαι τον θάνατο, παρ. 16, σ. 25. Σχετικά με τα αποσπάσματα από τον Κικέρωνα που παραθέτω στη συνέχεια παραπέμπω στις αριθμημένες παραγράφους αυτής της μετάφρασης.
[26] Το επιχείρημα αναπτύσσεται στις επόμενες παραγράφους και συνοψίζεται στο γνωμικό: omnium consensus naturae vox est (παρ. 35).
[27] Κικέρων, De finibus, I, 6, De officiis, I, 6 και II, 7-8. Βλ. επίσης C. Brittain, «Cicero’s sceptical Methods: the Example of the De Finibus», στο G. Betegh & J. Annas (επ.), Cicero’s de Finibus: Philosophical Approaches, Κέιμπριτζ 2015, Cambridge University Press, σ. 12-40.
[28] Κικέρων, De officiis, II, 7: ο Κικέρωνας διαφωνεί με όσους ισχυρίζονται ότι ορισμένα πράγματα είναι βέβαια και ορισμένα αβέβαια και δηλώνει ότι «ορισμένα πράγματα είναι πιθανά και ορισμένα απίθανα».
[29] Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι Ι. Ο Γ. Ζωγραφίδης, όπ. π. σ. 144-145, μεταφράζει ως εξής: «Το ον που είναι μακάριο και άφθαρτο ούτε έχει προβλήματα το ίδιο ούτε δημιουργεί σε οποιοδήποτε άλλο ον. Έτσι δεν επηρεάζεται ούτε από οργή ούτε από εύνοια. Διότι όλα τα παρόμοια πράγματα υπάρχουν στα αδύναμα όντα».