«Η νεολαία του κυβερνώντος κόμματος της ΕΠΕΚ […] εκφράζει δημόσια την ανεπιφύλακτη αντίθεση της στις εκτελέσεις [του Μπελογιάννη και των συντρόφων του] […] Ο Πλαστήρας καλεί το Διοικητικό Συμβούλιο της Νεολαίας στο γραφείο του, στα Παλαιά Ανάκτορα. Όρθιος στη μέση της μεγάλης αίθουσας, βλοσυρός, υποδέχεται τους τρεις εκπροσώπους της. «Ποιος σας είπε και ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να βγάλετε εσείς ανακοίνωση για την εκτέλεση;» « Η Νεολαία, κύριε Πρόεδρε, εκφράζει απόψεις που είναι σύμφωνες με τις δικές σας διακηρύξεις και την πεποίθησή μας ότι βοηθούμε την προσπάθειά σας, που θεωρούμε δεδομένη, να αποφύγετε την εκτέλεση», απαντά ο επικεφαλής των τριών[1].
Ο επικεφαλής της Νεολαίας λεγόταν Αναστάσιος Πεπονής. Κι έδειξε, από μικρός και δημόσια, από τι μέταλλο ήταν φτιαγμένος: σεβασμός αλλά και θάρρος, ανθρωπιστική κι όχι μικροπολιτική οπτική, επιδίωξη του δημοκρατικώς ορθού διά της πειθούς αλλά και μέσω της πράξης (ο νεαρός φοιτητής διαγράφηκε από πρόεδρος της Νεολαίας Πλαστήρα, αφού ο γηραιός στρατηγός αρνήθηκε να σώσει τον Μπελογιάννη). Αντίστοιχη με αυτή την πρώιμη στάση ο Πεπονής θα κρατούσε, όταν θα έμπαινε στη «μεγάλη» πολιτική, και έναντι του άλλου αρχηγού τον οποίο ακολούθησε στην πορεία του, του Ανδρέα Παπανδρέου: τον παραδεχόταν ως τον καλύτερο όλων, αλλά δεν θα δίσταζε να ασκήσει, κόσμια πάντα, κριτική, ιδίως σε θέματα εσωκομματικής δημοκρατίας, ενώ ήταν έτοιμος να θέσει, επίσης κόσμια αλλά ακόμα πιο αποφασιστικά, την παραίτησή του στη ζυγαριά, σε περίπτωση υπέρβασης αρχών. Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ κι αργότερα πρωθυπουργός έδινε τις κατευθύνσεις, έργο πολιτικών σαν τον Πεπονή ήταν να τις κάνουν πράξη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: χωρίς υποχωρήσεις ούτε έναντι του κομματικού συμφέροντος ούτε έναντι των θεσμών.
Εννέα φορές υπουργός, από την πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου (Οκτώβριος 1981) ώς την τελευταία της πρώτης θητείας Σημίτη (Ιανουάριος 1996), ο Πεπονής θα είχε την ευκαιρία να θέσει πολλές φορές και από πολλά πόστα σε εφαρμογή τις ιδέες και τις αρχές του. Και να αφήσει σημαντικό θεσμικό έργο: ως υπουργός Βιομηχανίας και Ενέργειας, ίδρυσε το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) και τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ), ενώ πρωτοστάτησε στο ενεργειακό άνοιγμα της χώρας μας και στη σύνδεσή της με διεθνείς αγωγούς. Δυο ωστόσο είναι, όχι μόνο στα μάτια μου αλλά και στην εθνική συνείδηση, τα θεσμικά βήματα που έχουν συνδεθεί με το όνομά του: η συνταγματική αναθεώρηση του 1985-1986, στην οποία ήταν γενικός εισηγητής, και η ίδρυση του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), διά του νόμου 2190/1994, του «νόμου Πεπονή». Και τα δυο αδικήθηκαν από εξωτερικές συνθήκες την εποχή της υλοποίησής τους, και τα δυο έχουν αμετάκλητα περάσει ως μεγάλες τομές στην ιστορία της μεταπολίτευσης.
Η συνταγματική αναθεώρηση του 1985-1986
Το κορυφαίο αυτό για το πολίτευμα διάβημα, πόσο μάλλον όταν είχε στόχο αλλά και αποτέλεσμα την εξισορρόπηση του πολιτεύματος, έλαβε χώρα στη σκιά δυο σημαντικών, για την εποχή, και πάντως αμφιλεγόμενων, πολιτικών γεγονότων: αφενός της απρόσμενης απόφασης του Ανδρέα Παπανδρέου να μη στηρίξει εκ νέου για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και να συνδέσει τη συνταγματική αναθεώρηση με αυτή την πρωτοβουλία· αφετέρου του τρόπου εκλογής («ψήφος Αλευρά» και «χρωματιστά ψηφοδέλτια»[2]) του πρώτου μετά την αναθεώρηση Προέδρου της Δημοκρατίας, του Χρήστου Σαρτζετάκη. Τα γεγονότα αυτά μονοπώλησαν τη συζήτηση και το ενδιαφέρον κι ανέβασαν την ένταση σε πολύ ψηλότερους τόνους από αυτούς που ταιριάζουν σε νηφάλια θεσμική συζήτηση και αποτίμηση. Σε συνδυασμό και με το ότι η ίδια η αναθεώρηση ελάχιστα επηρέασε το αποτέλεσμα των «ενδιάμεσων» (μετά την πρόταση αναθεώρησης και πριν από την τελική ψήφισή της) εκλογών του 1985, έμεινε σε αρκετούς, τότε, μια εντύπωση πολιτικαντισμού περισσότερο παρά θεσμικής ουσίας. Τα χρόνια και οι αναλύσεις που ακολούθησαν θα αποκαθιστούσαν τα πράγματα και θα έδιναν στην αναθεώρηση του 1985-1986, την πρώτη, πιο στοχευμένη και πιο άρτια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, τη θέση και τη σημασία που της αξίζει – έστω και με την κατά καιρούς έγερση ενός άλλου, επιστημονικού αυτή τη φορά, σκιάχτρου: του «πρωθυπουργοκεντρικού» χαρακτήρα, τον οποίο δήθεν προσέδωσε στο πολίτευμα εκείνη η αναθεώρηση[3].
Παρά την προφανή πολιτική και συμβολική επιδίωξη –η «αποχώρηση» του Κωνσταντίνου Καραμανλή να συνδεθεί και με αλλαγή ενός Συντάγματος κομμένου και ραμμένου στα μέτρα του[4]–, η θεσμική ratio για μείωση των «πολιτικών αρμοδιοτήτων» του Προέδρου της Δημοκρατίας σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα, όπως αυτό που εγκαθίδρυε το Σύνταγμα του 1975, ερχόταν από μακριά και διέθετε ισχυρότατη επιστημονική στήριξη. Ήδη, στη συζήτηση στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, το 1974, ο γενικός εισηγητής ολόκληρης της αντιπολίτευσης Δημήτρης Τσάτσος είχε κάνει λόγο[5] για «εκτεταμένες πολιτικές εξουσίες» του Προέδρου της Δημοκρατίας «στρεφόμενες εναντίον –μη σας ενοχλεί το «εναντίον»– της Βουλής, της Κυβερνήσεως και του Λαού». Είχε διαπιστώσει ότι τέτοιες –εκτεταμένες, πολιτικές και άρα αντίθετες στη λογική του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος– αρμοδιότητες ήταν το «περίπου απεριόριστο δικαίωμα διαλύσεως της Βουλής», η «δημιουργική δυνατότητα [του Προέδρου] να φτάσει σε σχηματισμό κυβερνήσεως», το «δικαίωμα να προκηρύξει δημοψήφισμα» και η «εισαγωγή Δημοκρατίας υπό αίρεσιν» με τις αρμοδιότητες που δίνονταν στον Πρόεδρο σε περίπτωση κήρυξης κατάστασης πολιορκίας. Ο μεγάλος συνταγματολόγος, διατηρώντας αυτή του την ιδιότητα και κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων του, είχε διευκρινίσει ότι «δεν χρειάζεται ο Πρόεδρος να ασκήσει τις εξουσίες που έχει για να γίνει ο βασικός πολιτικός παράγοντας – το γεγονός ότι τις έχει τον καθιστά αποφασιστικό πολιτικό παράγοντα»[6]. Και είχε οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο Συντάγματος, που τελικά ψηφίστηκε κι αποτέλεσε το Σύνταγμα του 1975, δεν εισήγαγε, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις του, «κοινοβουλευτικό σύστημα», αφού η Βουλή ήταν «αποδυναμωμένη» και η κυβέρνηση δεν εξαρτιόταν «μόνο από την εμπιστοσύνη της Βουλής, αλλά έντονα από την εμπιστοσύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας». Αυτό που επιχειρούσε, κατά τον Τσάτσο αλλά και τον κάθε αφανάτιστο αναλυτή, η συγκεκριμένη διάρθρωση των εξουσιών ήταν «να πλησιάσει ένα είδος προεδρικού συστήματος με παρεμβολή στοιχείων κοινοβουλευτισμού, τα οποία καθ’ οδόν εξαφανίζονται». Οι θέσεις αυτές είχαν τύχει της –πολιτικής– αποδοχής σύσσωμης της αντιπολίτευσης του 1974, κεντρώας (Ένωση Κέντρου - Νέες Δυνάμεις), σοσιαλιστικής (ΠΑΣΟΚ) και κομμουνιστικής (ΚΚΕ), η οποία, κυρίως γι’ αυτό το λόγο, είχε αποχωρήσει από τη διαδικασία και καταψηφίσει το σχέδιο της κυβερνητικής παράταξης[7].
Σε αυτά τα χνάρια, και με δηλωμένο στόχο την εξάλειψη των «υπερεξουσιών» του Προέδρου της Δημοκρατίας, κινήθηκαν οι σκέψεις και οι πρωτοβουλίες του Αναστάση Πεπονή από τη στιγμή που ανέλαβε γενικός εισηγητής της αναθεώρησης, την οποία εξήγγειλε ο Ανδρέας Παπανδρέου και αποφάσισε η Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ στις 9 Μαρτίου 1985. Θεσμικά προσηλωμένος σε όλη τη διάρκεια της ακριβώς ενιαύσιας διαδικασίας (το αναθεωρημένο Σύνταγμα ψηφίστηκε στις 6 Μαρτίου 1986), ο Πεπονής είχε και κράτησε ως πυξίδα την ακόλουθη στιβαρή αλλά όχι πρωτοφανέρωτη αρχή: να καταστεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «γνήσιος ρυθμιστής του πολιτεύματος χωρίς την ευθύνη πολιτικών πρωτοβουλιών, που να τον εμπλέκουν σε παραταξιακές αντιθέσεις, αλλά και με δυνατότητα ενεργού παρέμβασης, ή και πρωτοβουλίας, υπό προϋποθέσεις όμως καθορισμένες, οι οποίες την αποδεικνύουν αντικειμενικά αναγκαία για την αποτελεσματική λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος»[8]. Λέξεις καθαρές και ζυγισμένες μία μία, ώστε να δείξουν, και να πετύχουν, το κέντρο του στόχου: ο Πρόεδρος όφειλε να αποκτήσει ρόλο «γνήσιου» ρυθμιστή, δηλαδή να μην είναι, δυνάμει και διά της πλαγίας, πολιτικός –και δη «παραταξιακός»– παίκτης. Έπρεπε να διαθέτει περιθώρια κινήσεων, αλλά μόνο θεσμικά: υπό καθορισμένες προϋποθέσεις και όχι ανέλεγκτες, στην υπηρεσία του δημοκρατικού πολιτεύματος και όχι του κομματικού συμφέροντος. Η βασική συμβολή του Πεπονή στο αναθεωρητικό διάβημα υπήρξε η διαρκής επιμονή στην μέσω των νέων διατάξεων υλοποίηση των δίδυμων αυτών στόχων: ακριβής καθορισμός των προϋποθέσεων άσκησης των προεδρικών αρμοδιοτήτων, ενίσχυση της δημοκρατίας[9].
Στην υπηρέτηση αυτών των αρχών βοήθησε πολύ, και ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του Γενικού Εισηγητή, το γεγονός ότι η αναθεώρηση του 1986 ήταν «μονοθεματική», περιορίστηκε δηλαδή αποκλειστικά στην τροποποίηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Και πάντως, αυτές τις αρχές προώθησαν όλες οι αλλαγές που επήλθαν στο κείμενο του Συντάγματος: μη δυνατότητα κατά βούληση διάλυσης της Βουλής (άρθρα 35 παρ. 1, 38 και 41 παρ. 1), περιπτωσιολογική ρύθμιση του τρόπου ανάδειξης πρωθυπουργού (άρθρα 37 και 38)[10], κατάργηση της αρμοδιότητας κύρωσης των νόμων (άρθρο 42 παρ. 1), περιορισμός του βέτο (άρθρο 42 παρ. 3), κατάργηση της «νομοθέτησης» μέσω «οργανωτικών διαταγμάτων» (άρθρο 43 παρ. 3)[11], προκήρυξη δημοψηφίσματος μόνο κατόπιν προτάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου (άρθρο 44 παρ. 2)[12], εκφώνηση διαγγέλματος μόνο κατόπιν σύμφωνης γνώμης του πρωθυπουργού (άρθρο 44 παρ. 3), κατάργηση του «Συμβουλίου της Δημοκρατίας» (άρθρο 39)[13], απάλειψη της δυνατότητας παροχής αμνηστίας (άρθρο 47, παρ. 3), αφαίρεση δυνατοτήτων για κήρυξη κατάστασης πολιορκίας (άρθρο 48).
Επίκεντρο της εξισορρόπησης υπήρξε η βούληση να ταιριάζει ο ρόλος του Προέδρου σε μία «προεδρευόμενη και όχι προεδρική Δημοκρατία. Δεν είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που καταφεύγει στο λαό, για να αποφανθεί ο λαός με την πλειοψηφία του. Είναι οι νόμιμες κυβερνήσεις. Είναι τα κόμματα. Αν ο ίδιος προσφύγει στο λαό, τότε αναπότρεπτα ή συντάσσεται με ορισμένο κόμμα εναντίον άλλων ή επιχειρεί να υποκαταστήσει τα κόμματα και να επιβάλλει μια δική του λύση». Και στο ίδιο μοτίβο: «Αν ο Πρόεδρος δύναται να παύσει την κυβέρνηση, τότε γιατί χρειάζεται η Βουλή και τι ρόλο παίζει η Βουλή; Και γιατί διαμορφώνονται οι πλειοψηφίες και οι μειοψηφίες με την ψήφο του λαού μέσα στη Βουλή; Χρειάζεται άραγε επίκληση άλλης διάταξης που να έρχεται τόσο κατάφωρα σε αντίθεση με την αρχή της εθνικής κυριαρχίας;»[14]
Με την καθαρότητα της διατύπωσης και τη δημοκρατικότητα του φρονήματός του, ο Πεπονής έβαλε, ενώπιον της Βουλής και της κοινωνίας, τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις και με τη σωστή σειρά: υπέρτερη όλων η λαϊκή κυριαρχία, η οποία, σε κοινοβουλευτικό πολίτευμα, εκφράζεται διά της Βουλής, με την κυβέρνηση και όχι με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας υπόλογο σε αυτήν, άρα με την πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων να ανήκει στην κυβέρνηση, και συνεπώς κατά πρώτο λόγο στον πρωθυπουργό, και με τις δυνατότητες επέμβασης του Προέδρου να είναι αυστηρά και στενά περιορισμένες. Ούτε αναφορά σε πρόσωπα, ούτε εχθροπάθεια, ούτε μικροπολιτική – μόνο κριτήριο οι θεσμοί της Δημοκρατίας. Με περιθώρια αναπνοής και ευλυγισίας, αλλά όχι υπέρβασης ρόλου και πρόκλησης δυσλειτουργιών[15]. Ο Πρόεδρος, μετά την αναθεώρηση του 1986, διαθέτει θεσμικά μέσα για να παίξει έναν αμιγώς διαμεσολαβητικό και εθνικώς επωφελή ρόλο, ιδίως σε περιόδους πολιτικής αστάθειας: σύγκληση άτυπων διασκέψεων πολιτικών αρχηγών, εποπτεία ορθής εκτύλιξης διερευνητικών εντολών, αναπομπή νομοσχεδίου σε καθορισμένες περιπτώσεις, επίσημη, αλλά «με τον τρόπο του», απεύθυνση στο λαό, έστω και κατόπιν «άδειας» από τον πρωθυπουργό και, ιδίως, άσκηση «ηθικής ηγεσίας» που δεν περιγράφεται στο Σύνταγμα αλλά προκύπτει από το ρόλο του Προέδρου ως «γνήσιου ρυθμιστή». Αυτό που δεν διατήρησε είναι η δυνατότητα να μετατρέψει το ρόλο του ρυθμιστή σε ρόλο (μη αιρετού και μη ελεγχόμενου) πολιτικού παίκτη. Για τον Πεπονή το κρίσιμο ήταν οι αρμοδιότητες του Προέδρου –αυτές, στο σύνολό τους, περιχαρακώνουν το ρόλο του– και όχι ο τρόπος εκλογής του: γι’ αυτό διατύπωσε το 1988 την άποψη ότι θα μπορούσε ο Πρόεδρος να αναδεικνύεται από το λαό, αν δεν κατορθώσει να εκλεγεί με αυξημένη πλειοψηφία από τη Βουλή[16], χωρίς όμως ο τρόπος εκλογής να δικαιολογείται να του προσθέσει επιπλέον «πολιτικές» αρμοδιότητες.
Ακόμη και όσοι, στηριζόμενοι κυρίως στην κριτική που άσκησε στην αναθεώρηση του 1986 ο Αριστόβουλος Μάνεσης[17], μίλησαν για μετακίνηση από τις υπερεξουσίες του Προέδρου σε υπερεξουσίες του πρωθυπουργού, για έλλειψη θεσμικών αντιβάρων, για υπερβολικά λεπτομερειακές ρυθμίσεις, για απώλεια ευκαιρίας πραγματικής εξισορρόπησης του πολιτεύματος (μέσω, για παράδειγμα, εισαγωγής στοιχείων άμεσης δημοκρατίας, που κείται, ωστόσο, εκτός του πεδίου αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας), για άχρηστη ή απλώς «βεβαιωτική» αναθεώρηση (αφού κανείς Πρόεδρος δεν είχε κάνει ώς τότε χρήση των υπερεξουσιών του), ομονοούν πλέον ότι με την αναθεώρηση του 1986 ξεκαθάρισε και βελτιώθηκε το πολίτευμα. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να θεωρεί ότι εγγράφεται και η επιλογή της Νέας Δημοκρατίας να μην προτείνει επαναφορά των παλιών «υπερεξουσιών» του Προέδρου κατά τη «συναινετική» αναθεώρηση του 2001[18].
Πέρα από τον κοινό φόρο τιμής που αποδίδουν στον Αναστάση Πεπονή, στον πρόλογό τους στο βιβλίο του[19], ο Δημήτρης Τσάτσος (εξαρχής υπέρμαχος της αναθεώρησης) και ο Αριστόβουλος Μάνεσης (καλόπιστος επικριτής της), θεωρώ ότι την πιο δίκαιη αποτίμηση κάνει ένας αυστηρός συνταγματολόγος της αμέσως επόμενης γενιάς, ο Αντώνης Μανιτάκης: «Η συνταγματική τάξη του 1975/1986 εμφανίζεται πολιτικά πιο σταθερή από εκείνη του 1975, και βέβαια με ισχυρότερους τίτλους δημοκρατικής νομιμοποίησης»[20]. Η τελευταία λέξη, με τον χαρακτηριστικό λιτό, σεμνό αλλά και αποφασιστικό ύφος του, ανήκει στον ίδιο τον Πεπονή. Με την αναθεώρηση την οποία εισηγήθηκε, «ο τόπος αποκτά ένα ατόφιο, ένα ακέριο κοινοβουλευτικό σύστημα». Ο ίδιος δεν έκανε παρά το καθήκον του – και δεν θα ήταν η μόνη ούτε η πιο δύσκολη περίπτωση.
Η ίδρυση του ΑΣΕΠ
Για το θεσμό που επιχείρησε να βάλει φραγμό στο κομματικό κράτος, σε μια χώρα που το κομματικό κράτος ήταν συνώνυμο της Διοίκησης και της πολιτικής, ορισμένα πράγματα είναι παγκοίνως γνωστά. Ότι ιδρύθηκε με το «νόμο Πεπονή» (ν. 2190/1994, που συμπτωματικά φέρει τον ίδιο αριθμό με το πριν από ενενήντα τρία χρόνια εμβληματικό κείμενο για τις ανώνυμες εταιρείες). Ότι αποτελεί την ανεξάρτητη Αρχή για τις προσλήψεις στον δημόσιο τομέα, με εθνική εμβέλεια δράσης, κάλυψη της μεγάλης πλειονότητας των θέσεων στο «κεντρικό κράτος», τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εξοπλισμένη με ουσιώδεις εγγυήσεις ανεξαρτησίας (στελέχωση από ανώτατους κρατικούς λειτουργούς, μη υποκείμενη σε κυβερνητική εποπτεία, αυτόνομο προϋπολογισμό, δυνατότητες ελέγχου για την τήρηση της νομιμότητας). Ότι αποτελεί ένα θεσμό-καμάρι όχι μόνο για το δημιουργό του, ή το κόμμα του, ή τον πρωθυπουργό που το στήριξε πλήρως, αλλά για το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα.
Λιγότερο γνωστά αλλά κρίσιμα είναι μια σειρά από άλλα γεγονότα. Ότι ο Αναστάσης Πεπονής, προκειμένου να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας, αρνήθηκε τη θέση του προέδρου της Βουλής που αρχικά, και δικαιωματικά, του είχε προτείνει ο μόλις επανελθών στην πρωθυπουργία Ανδρέας Παπανδρέου[21]. Ότι το ΑΣΕΠ όχι μόνο στέριωσε, παρά τις επιθέσεις που δέχτηκε από πρόσωπα και ομάδες εντός κάθε πολιτικής παράταξης, αλλά ισχυροποιήθηκε διπλά: πρώτα και κύρια το 2001, οπότε, με την «ολιστική και συναινετική» αναθεώρηση της χρονιάς εκείνης, καθιερώθηκε ως συνταγματικός θεσμός, αμετακίνητος πλέον, εκτός εάν καταργηθεί μέσω συνταγματικής αναθεώρησης·[22] νομοθετικά το 2021, διά του νόμου 4765/2021, που αντικατέστησε, έπειτα από 25 χρόνια, το αρχικό πλαίσιο, εκσυγχρονίζοντας και ενισχύοντάς το ουσιαστικά[23]. Ότι η υλοποίησή του, που αποτελούσε μια από τις βασικές δεσμεύσεις του ΠΑΣΟΚ κατά τις εκλογές του 1993, πήρε μόλις 5 μήνες (Οκτώβριος 1993 – Φεβρουάριος 1994[24]). Ότι ο δημιουργός του έμεινε στη θέση του λίγο περισσότερο από ένα χρόνο (13 Οκτωβρίου 1993 – 28 Δεκεμβρίου 1994), αφού παραιτήθηκε χριστουγεννιάτικα θεωρώντας ότι, λόγω των προσπαθειών παράκαμψης των διαδικασιών του ΑΣΕΠ από κρατικά στελέχη του ίδιου του κόμματός του[25], η παραίτηση ήταν ο μόνος δρόμος για να υπερασπιστεί το ΑΣΕΠ[26]. Ωστόσο ο Πεπονής δεν έμεινε εκτός Βουλής στις εκλογές του 1996 λόγω ΑΣΕΠ, όπως θέλει ένας αστικός μύθος, αφού σε εκείνες τις εκλογές επανεξελέγη στην Α΄ Αθήνας, χωρίς να αλλάξει στο ελάχιστο το τρόπο με τον οποίο πολιτευόταν και διεκδικούσε τη λαϊκή ψήφο. Στις εκλογές του 2000 δεν επανεξελέγη, αλλά αφού το ΑΣΕΠ είχε στερεωθεί για τα καλά στο νόμο και στα ήθη κι ο ίδιος είχε λάβει την οφειλόμενη εκλογική και, κυρίως, κοινωνική ανταμοιβή.
Η ιστορία του ΑΣΕΠ και η προσωπική σφραγίδα του Αναστάση Πεπονή, όχι μόνο στο νομοθέτημα αλλά στη λογική της όλης μεταρρύθμισης, έχει κι άλλες, πιο ουσιαστικές, όψεις, τις οποίες, όσοι είχαμε την τύχη και την τιμή να δουλέψουμε δίπλα του, ζήσαμε αλλά και μάθαμε αργότερα (ο δημιουργός του ΑΣΕΠ ήταν διακριτικός σε βαθμό που συχνά προσέγγιζε, αν δεν ξεπερνούσε, τη μυστικοπάθεια). Τα βασικά, στα μάτια μου, στοιχεία έχουν σχέση με τον τρόπο δουλειάς και προετοιμασίας της μεταρρύθμισης στο υπουργείο, με τη λυσσαλέα, συχνά πέρα από το όριο της πολιτικής ευπρέπειας, αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας (για τις προσπάθειες εκ των έσω υπονόμευσης από στελέχη του ΠΑΣΟΚ έγινε ήδη λόγος), αλλά και με την αίσθηση ιστορικότητας που αποπνέει, ακόμα και σήμερα, η συζήτηση που διεξήχθη στη Βουλή για το «νόμο Πεπονή».
Από τη στιγμή που πήρε την εντολή και την πλήρη στήριξη του υπουργικού συμβουλίου και του πρωθυπουργού προσωπικά για άμεση προώθηση της μεταρρύθμισης, ο Πεπονής βρέθηκε μόνος του με την ομάδα του. Μια πρώτη επιλογή ήταν να μη στηριχθεί αποκλειστικά στους προσωπικούς του συνεργάτες –που μοιράζονταν σε δυο κύκλους: τα πολιτικά στελέχη[27] και τους ειδικούς επιστήμονες[28]– αλλά να συμπεριλάβει ενεργά στην προσπάθεια και ανώτατα στελέχη του υπουργείου που συμμερίζονταν το όραμά του[29]. Μια δεύτερη επιλογή, αυτονόητη για τον Πεπονή αλλά όχι για κάθε πολιτικό στέλεχος του μεγέθους του, ειδικά σε μια εποχή τόσο οξυμένων πολιτικών παθών (η Νέα Δημοκρατία είχε μόλις χάσει την εξουσία, είχε αλλάξει αρχηγό και είχε καταλήξει σε μια πολιτική καμένης γης), ήταν να συμμετάσχει ο ίδιος στην κατάστρωση του νόμου, άρθρο άρθρο, λέξη λέξη, κόμμα κόμμα.
Σύμφωνα και με την ιδιοσυγκρασία του, ο Πεπονής επέμεινε ο νόμος (τουλάχιστον το σχετικό με την ίδρυση και λειτουργία του ΑΣΕΠ τμήμα του) να έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά: λιτότητα (22 άρθρα με πρόβλεψη προεδρικών διαταγμάτων για τις αναγκαίες εξειδικεύσεις), περιεκτικότητα (όσο το δυνατόν λιγότερα «κενά», που θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν οι πολλοί οι οποίοι ξεβολεύονταν από την κατάργηση του ρουσφετιού) και καθαρές επιλογές (με πρώτη την ουσιαστική ανεξαρτησία του νέου θεσμού από την πολιτική εξουσία). Καθοριστική υπήρξε η προσωπική ανάμειξη του υπουργού,
α) στο κομβικό άρθρο 14, που προσδιορίζει την έκταση εφαρμογής, άρα και τις εξαιρέσεις από την πρόσληψη μέσω ΑΣΕΠ, οι οποίες περιορίστηκαν σε προσωπικό εκ φύσεως επιλεγόμενο με ειδικό τρόπο –δικαστικοί, πανεπιστημιακοί, ερευνητές, στρατιωτικοί και πιλότοι, διπλωμάτες, γιατροί, κληρικοί, μετακλητοί υπάλληλοι– με τρεις μόνο επιπλέον κατηγορίες: προσωπικό της Προεδρίας της Δημοκρατίας και της Βουλής των Ελλήνων[30], λογοτέχνες, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι αλλά μόνο «για απασχολήσεις προσιδιάζουσες σε αυτή τους την ιδιότητα» και «προσωπικό των αμιγών ή μεικτών επιχειρήσεων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης»,
β) στην πρόσληψη με δυο μόνο τρόπους: είτε με γραπτό διαγωνισμό, «όταν έχουμε τις καλούμενες γενικές θέσεις, θέσεις τις οποίες δύνανται να καταλάβουν πρόσωπα τα οποία έχουν διαφορετικά μεταξύ τους τυπικά προσόντα και έχουν παρακολουθήσει διαφορετικούς κύκλους γνώσεων»[31], είτε με «καθορισμένη σειρά προτεραιότητας», κατά την έκφραση του νόμου (άρθρο 14 παρ. 3), ή αλλιώς «διαφανή αξιοκρατικά κριτήρια[32]», κατά τον υπουργό, ή «μοριοδότηση», όπως κατέληξε να αποκαλείται ευρέως, σε περιπτώσεις που «οι θέσεις είναι ειδικές και έχουμε αντιστοιχία κατάρτισης επιστημονικής και θέσεως – ο αρχαιολόγος δεν μπορεί να υπόκειται και σε νέες εξετάσεις όταν έχει πτυχίο αρχαιολόγου, για να καταλάβει μια θέση αρχαιολόγου»,
γ) σε κρίσιμης, αν και όχι «πρώτης γραμμής», διατάξεις, όπως η δυνατότητα του ΑΣΕΠ να εκφέρει γνώμη και να προτείνει τροποποίηση εάν διαπιστώσει ότι η έγκριση συγκεκριμένων προσλήψεων, ειδικά από όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, παραβιάζει τους συνταγματικούς όρους και τις αρμοδιότητες του ΑΣΕΠ (άρθρο 3 παρ. 3)· η συγκρότηση «Γραφείου Επιθεώρησης» για τη διενέργεια αυθαίρετων ή αντίθετων στο νόμο διορισμό και προσλήψεων (άρθρο 8)· η εγκαθίδρυση κινήτρων-ποσοστώσεων για «παλινοστούντες Ποντίους ομογενείς» (άρθρο 14 παρ. 6), αναπήρους ή αγωνιστές της εθνικής αντίστασης και τέκνα αυτών, συγγενείς δημοσίων υπαλλήλων που «απεβίωσαν κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας και εξαιτίας αυτής» και υπαλλήλους που δέχονταν να υπηρετήσουν, κατ’ ελάχιστον πέντε χρόνια, σε ακριτικούς ή νησιωτικούς νομούς (άρθρο 17 παρ. 8)· η –χαρακτηριστικότατη για την εν γένει φιλοσοφία του υπουργού– απαγόρευση, που δυστυχώς έμεινε γράμμα κενό, για τη λειτουργία φροντιστηρίων ή ινστιτούτων για την προετοιμασία συμμετοχής σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ (άρθρο 16 παρ. 8).
Είναι αλήθεια ότι η μεγάλη τομή που συνιστά η ίδρυση του ΑΣΕΠ συνδυάστηκε εξαρχής με δυο πιο αμφιλεγόμενες διατάξεις, που προκάλεσαν την μήνιν της αντιπολίτευσης και των αντιπάλων του νόμου. Η πρώτη, αναπόφευκτη και πάντως στην πράξη απολύτως δικαιωμένη[33], ήταν η εκλογή προέδρου και αντιπροέδρου του ΑΣΕΠ, κατά την πρώτη μόνο εφαρμογή του νόμου, να γίνεται κατόπιν πρότασης του ίδιου του υπουργού στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Η δεύτερη, ίσως αποφεύξιμη[34] αλλά πάντως πολιτικά δικαιολογημένη λόγω των συνθηκών της εποχής, ήταν η προσθήκη ειδικού τμήματος στο ν. 2190 (εντός του άρθρου 23, που είχε τίτλο «μεταβατικές διατάξεις») περί επαναπρόσληψης όσων δημοσίων υπαλλήλων είχαν παρανόμως απολυθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Το άρθρο αυτό επέτρεψε σε βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης να κάνουν λόγο περί «αντίστροφου κομματικού κράτους». Έστω και «ξεχνώντας» την πρακτική του δικού τους κόμματος και το γεγονός ότι με τις μεταβατικές διατάξεις δεν γινόταν καμία απευθείας απόλυση, η κριτική αυτή θα μπορούσε, με καθαρά κομματικά κριτήρια, να σταθεί και οι ενστάσεις αντισυνταγματικότητας, για το συγκεκριμένο θέμα, να εγερθούν[35].
Δεν δικαιολογείται, όμως, σε καμία περίπτωση, η κριτική για τις «επαναπροσλήψεις» να καλύπτει τη θεσμική προσφορά του πυρήνα του νομοθετήματος, που ήταν η ίδρυση του ΑΣΕΠ και η εισαγωγή συστήματος αξιοκρατικών προσλήψεων, για τότε και για το μέλλον. Κυρίως δεν δικαιολογούνται εκφράσεις απίστευτου φανατισμού, τύφλωσης και εχθροπάθειας, όπως οι ακόλουθες: «Ένα νομοσχέδιο το οποίο ευθέως οδηγεί στην κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης… Θα πρέπει ο πολίτης να προστρέχει πρώτα στο κόμμα, για να μπορεί να φτάσει στη Δημόσια Διοίκηση, αυτή είναι η φιλοσοφία αυτού του νομοσχεδίου… Κύριε Πεπονή, σας γνωρίζω πολλά χρόνια και θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι κατά την άποψή μου αδυνατώ να πιστέψω ότι αυτό το νομοσχέδιο είναι προϊόν των δικών σας προσωπικών απόψεων. Αυτό το νομοσχέδιο είναι προϊόν αντιλήψεων οι οποίες επικρατούν στις κλαδικές και στις κομματικές οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ» (Μιλτιάδης Έβερτ, πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας). «Η πρωτοβουλία για το ΑΣΕΠ είναι απαράδεκτη… Είναι ό,τι πιο αναχρονιστικό, ό,τι πιο παλαιοκομματικό, ό,τι πιο ανεπίκαιρο εν όψει του 2000 και για μια χώρα που ανήκει στην Ενωμένη Ευρώπη… Το νομοσχέδιο είναι μια φωνή προς όλη την κοινωνία: εάν δεν προσκυνήσεις το ΠΑΣΟΚ, εδώ είμαστε να σε εξοντώσουμε και το έχουμε θεσπίσει με αυτό το νομοσχέδιο» (Β. Πολύδωρας, εισηγητής της ΝΔ). «Φαύλο νομοσχέδιο» (Α. Μπρατάκος), «Μόνο συνειδητοί μισάνθρωποι ψηφίζουν τέτοια νομοθετήματα» (Λευτέρης Παπαγεωργόπουλος), «Κύριε Υπουργέ, κερδίσατε τις εκλογές και φουσκωμένος από έπαρση αναφωνήσατε όπως ο ρωμαίος αυτοκράτορας “Ουαί τοις ηττημένοις”. Και συμπληρώσατε, όπως ο Λουδοβίκος, “L’Etat c’est moi” (Σ. Κούβελας). Με την τιμητική εξαίρεση του Δ. Σιούφα, ο οποίος άσκησε κριτική στις μεταβατικές διατάξεις, αλλά έκανε επίσης λόγο «για ένα νομοθέτημα που το πρώτο του μέρος πράγματι επιχειρεί να ξεκινήσει έναν καινούργιο δρόμο», ολόκληρη η αξιωματική, αλλά και η ελάσσων[36], αντιπολίτευση, αδίκησαν, με εκφράσεις και πράξεις, πρώτα τον εαυτό τους και μετά την πραγματικότητα. Είναι πάντως ιδιαίτερα θετικό, και για τη Νέα Δημοκρατία και κυρίως για τον τόπο, ότι στη συζήτηση που έγινε, 25 χρόνια αργότερα, στη Βουλή για το ν. 4765/2021, τόσο ο υπουργός Εσωτερικών Μ. Βορίδης, όσο και πληθώρα βουλευτών της παράταξης που τόσο είχε πολεμήσει, στην εποχή του, το «νόμο Πεπονή», εκθείασαν και τον υπουργό και το δημιούργημά του[37].
Μεγαλύτερη ωστόσο αξία, και για την αναγνώριση του έργου του Α. Πεπονή αλλά και για την αντίληψη της ιστορικής στιγμής, έχουν μια σειρά από παρεμβάσεις υπέρ του ΑΣΕΠ στη Βουλή από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, κυρίως της νέας, τότε, γενιάς. Με πρώτον τον εισηγητή του κυβερνώντος κόμματος Χρήστο Ροκόφυλλο και ακούραστο διαρκώς παρεμβαίνοντα τον Χάρη Καστανίδη, αρκετοί βουλευτές κατάλαβαν αμέσως τι διακυβευόταν: μια διαφορετική Δημόσια Διοίκηση, δηλαδή μια διαφορετική Ελλάδα. «Νομίζω ότι υποχρέωση όλων μας είναι να στηρίξουμε αυτό το νομοσχέδιο το οποίο βάζει τέρμα στο ρουσφέτι και εισάγει νέα ήθη αξιοκρατικά – θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω νομοσχέδιο της νέας γενιάς» (Λ. Χατζηανδρέου). «Αυτές τις μέρες συζητούμε στη Βουλή έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς που έχουν συζητηθεί στο Κοινοβούλιο. Βέβαια δεν συμμερίζομαι την άποψη πάρα πολλών συναδέλφων ότι πρέπει να είμαστε περήφανοι. Εγώ προσωπικά, σαν έλληνας πολίτης, αισθάνομαι πολύ μειωμένος που ένα τέτοιο νομοσχέδιο έρχεται στη Βουλή των Ελλήνων με καθυστέρηση ενάμιση αιώνα» (Λ. Παπαδήμας). «Το συζητούμενο νομοσχέδιο διαπνέεται από την ειλικρινή διάθεση του νομοθέτη να περιορίσει το πεδίο της υποκειμενικής δράσης και λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας και από την ειλικρινή διάθεση του νομοθέτη για καθιέρωση αντικειμενικού τρόπου εισόδου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα» (Λ. Τζανής). «Είναι ένα σύστημα δίκαιο, αξιοκρατικό… Και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και να πούμε πραγματικά ότι εγγυάται για το παρόν νομοσχέδιο και για την παρούσα πρωτοβουλία και η προσωπικότητα του υπουργού κυρίου Πεπονή, η ιστορική του πορεία και η πολιτική του πορεία» (Τ. Χυτήρης).
Την ιστορική σημασία απέδωσε εναργέστερα από κάθε άλλον, με τον δικό του αμίμητο τόνο, ο ίδιος ο άνθρωπος που εισηγήθηκε, πάλεψε και ταυτίστηκε με το ΑΣΕΠ: «Το συζητούμενο νομοσχέδιο ανταποκρίνεται αναμφισβήτητα σε δυο αιτήματα κορυφαίας σημασίας της σύγχρονης κοινωνίας μας. Συμβάλλει στην αποκατάσταση διοίκησης και ευρύτερου δημόσιου τομέα, στο ρόλο που τους ανήκουν. Συμβάλλει παράλληλα στην εξυγίανση της λειτουργίας όλων ανεξαίρετα των αντιπροσωπευτικών μας θεσμών, θεσμών πολιτικών, δηλαδή του Κοινοβουλίου, του συνδικαλιστικού κινήματος και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Καταργεί τους πολιτικούς και τους άλλους μεσιτικούς παράγοντες σε οποιοδήποτε επίπεδο… Και πάνω απ’ όλα ίσως με την εφαρμογή αυτού του νόμου συμβάλλουμε σε μια μεταβολή της πολιτικής παιδείας, της πολιτικής κουλτούρας, αν μου επιτρέπεται ο όρος, του λαού μας». Το πιο μεγάλο παράσημο του Αναστάση Πεπονή είναι ότι αυτό το «ίσως» έγινε, παρ’ όλα τα εμπόδια, τις οπισθοχωρήσεις και τις αθλιότητες, πραγματικότητα. Όχι πλήρως και όχι μόνον από τον ίδιο, αλλά με την καθοριστική συμβολή και το ανεξίτηλο παράδειγμά του.
[1] Ξ. Κοντιάδης, Η τρέλα να αλλάξουν τον κόσμο, εκδ. Τόπος, 2022
[2] «Αμφισημίες» που προκάλεσαν, εκ των υστέρων αλλά πάντως εντός της αναθεώρησης του 1986, την αναθεώρηση του άρθρου 32 παρ. 1 του Συντάγματος, με την εισαγωγή της πρόβλεψης η ψηφοφορία για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας να είναι «ονομαστική».
[3] Για μια αντίκρουση στα περί «πρωθυπουργοκεντρισμού» και τοποθέτησή του στη διάσταση της φυσιολογικής θεσμικής συνέπειας σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, βλ. Κ. Μποτόπουλου, «Το “πρωθυπουργοκεντρικό” ελληνικό σύστημα», Νομικό Βήμα, 1995.
[4] Αναστάσης Πεπονής, στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής για την αναθεώρηση του Συντάγματος (3/4/1985): «Το Σύνταγμά μας έχει τη σφραγίδα μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, μιας συγκεκριμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, με ρόλο όχι απλά επηρεαστικό, αλλά με ρόλο καθοριστικό». Τα αποσπάσματα από αγορεύσεις του Α. Πεπονή στη Βουλή κατά την αναθεωρητική διαδικασία είναι από «Το χρονικό της συνταγματοπολιτικής έντασης», υπό την επιμέλεια του Γ. Αναστασιάδη, στο Δίκαιο και Πολιτική, τχ. 10, 1985. Όλες του οι σχετικές παρεμβάσεις συγκεντρώθηκαν από τον ίδιο στον τόμο Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986, εκδ. Σάκκουλα, 1986.
[5] Τα χωρία που παρατίθενται εδώ επαναλαμβάνονται στο κλασικό Συνταγματικό Δίκαιο του Δημήτρη Τσάτσου, Β΄ τόμος, επανέκδ. 2022, σελ. 323-327.
[6] Τόσο ο Ανδρέας Παπανδρέου («δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προεδρική θητεία του κ. Καραμανλή υπήρξε άψογη», στην εισήγησή του προς την ΚΕ του ΠΑΣΟΚ, 9/3/1985, στο «Χρονικό…», ό.π.), όσο και ο Αναστάσης Πεπονής («συμμεριζόμαστε όλοι μας τη δημόσια αναγνώριση που απερίφραστα διατύπωσε ο πρόεδρος της κυβερνήσεως τόσο για τον κύριο Κωνσταντίνο Καραμανλή όσο και για τον κύριο Κωνσταντίνο Τσάτσο παλιότερα», στη Βουλή, συνεδρίαση 3/4/1985, ibid), τόνισαν το διαχωρισμό μεταξύ «διατάξεων», που ήθελαν αλλαγή, και «προσώπων» των Προέδρων, που δοκιμάστηκαν με επιτυχία.
[7] Α. Πεπονής, εισήγηση στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, στο «Χρονικό…», ό.π: «Οι προτεινόμενες αναθεωρήσεις ως προς τις κύριες κατευθύνσεις τους είναι σύμφωνες με τις αντιρρήσεις, επιφυλάξεις και αντίστοιχες θέσεις, οι οποίες είχαν διατυπωθεί στην αναθεωρητική Βουλή του 1974».
[8] Α. Πεπονής στη Βουλή, συνεδρίαση 6/4/1985.
[9] Σε μη καθαρά νομικό-πολιτικό επίπεδο, σημαντική υπήρξε και η συμβολή του στη μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος, επ’ ευκαιρία της συγκεκριμένης αναθεώρησης, στη δημοτική γλώσσα. Το ενδιαφέρον του και η φροντίδα του για τη γλώσσα –την ελληνική αλλά και αυτή που έβγαινε από το στόμα και την πένα του– ήταν βασικό χαρακτηριστικό του Α. Πεπονή
[10] Α. Πεπονής, εισήγηση στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στερείται πια την ευχέρεια να παύει κυβέρνηση που εξακολουθεί να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής ή να επηρεάζει την ανάδειξη πολιτικών με ηγετικό ρόλο επιλέγοντας εκείνος Πρωθυπουργό μη υποδεικνυόμενο από τα οργανωμένα κόμματα».
[11] Α. Πεπονής, εισήγηση στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος: «Η παρ. 3 του άρθρου 43 καταργείται ως αντικείμενη στη διάκριση των λειτουργιών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν πρέπει να θεσπίζει τις διατάξεις με διαδικασία που τον καθιστά ουσιαστικά νομοθέτη».
[12] Α. Πεπονής στη Βουλή, συνεδρίαση 3/4/1985: «Μόνο η υπεύθυνη κυβέρνηση μπορεί να πάρει την ευθύνη ενός δημοψηφίσματος για να αναδεχθεί τους κινδύνους».
[13] Α. Πεπονής στη Βουλή, συνεδρίαση 3/4/1985: «Σε ποια κατηγορία θεσμών υπάγεται αυτό το περίφημο Συμβούλιο της Δημοκρατίας; […] Δεν είναι διόλου σύμφωνος με τη φύση του Πολιτεύματος της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας ένας θεσμός ο οποίος μπορεί να μη δώσει, αλλά μπορεί και να δώσει, κάλυψη σε αυθαίρετες αποφάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας».
[14] Α. Πεπονής στη Βουλή, συνεδρίαση 3/4/1985.
[15] Α. Πεπονής στη Βουλή, συνεδρίαση 6/4/1985: «Εμείς δεν δίδουμε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δικαιοδοσίες που του επιτρέπουν να επεμβαίνει και να δημιουργεί νέα δεδομένα. Του δίδουμε εξουσίες να παίρνει τα δεδομένα που προκύπτουν από το Λαό και από τη Βουλή και μ’ αυτά τα δεδομένα να προβαίνει στις αναγκαίες ρυθμιστικές ενέργειες […]. Δεν αρνούμαστε ότι υπάρχουν ακραίες, όχι όμως αποκλειόμενες περιπτώσεις που χρειάζεται η παρέμβαση, αλλά τις καθορίζουμε κατά τρόπο συγκεκριμένο, έτσι ώστε και το πολίτευμα να υπηρετούμε και το λειτούργημα του Προέδρου της Δημοκρατίας να το αποκαταστήσουμε εκεί που βρίσκεται στη συνείδηση του Δημοκρατικού Λαού και είναι σύμφωνο με τη μορφή του Πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης και όχι ως Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας».
[16] Αναφέρεται σε Απ. Παπατόλια, «Συνταγματική αναθεώρηση κι εξισορρόπηση του συστήματος διακυβέρνησης» στην Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου, τχ. 3, 2017, με την προσθήκη μάλιστα ότι την άποψη αυτή του Α. Πεπονή «αντιμετώπισαν θετικά» ο Α. Μάνεσης και ο Δ. Τσάτσος και περιλήφθηκε αργότερα σε αναθεωρητική πρόταση της Νέας Δημοκρατίας.
[17] «Η νομικοπολιτική σημασία της συνταγματικής αναθεώρησης του 1986», στο Δίκαιο και Πολιτική, τεύχος 13-14, 1986. Οι βασικές ενστάσεις του μεγάλου συνταγματολόγου είναι ότι η αναθεώρηση «δεν ήταν καρπός πολιτικής διεργασίας ιστορικά ωριμασμένης», είχε αποτέλεσμα τη «δημιουργία ενός κλειστού κυκλώματος εξουσίας υπέρ του κυβερνώντος κόμματος μεταξύ των κυρίων οργάνων του Κράτους (Προέδρου της Δημοκρατίας, Κυβέρνησης και Βουλής)», «συρρίκνωσε μέχρις εξουδετερώσεως τον πολιτικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας», κατέστησε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία «αντικειμενικά και δυνάμει επιρρεπή για μια ενδεχόμενη καταχρηστική άσκηση της εξουσίας της» και, κυρίως και πάνω απ’ όλα, ότι οδήγησε στη μετάβαση σε μια «πρωθυπουργική παντοδυναμία», χωρίς μάλιστα «θεσμικά αντισταθμίσματα». Στο ίδιο, αποκλειστικά αφιερωμένο στην αναθεώρηση του 1986, τεύχος, ο Γιώργος Παπαδημητρίου θεωρεί την αναθεώρηση στη σωστή κατεύθυνση αλλά «άτολμη», ενώ ο Ευάγγελος Βενιζέλος τη χαρακτηρίζει «ισχυροποιητική, αποκαταστατική και νομιμοποιητική» του πολιτεύματος.
[18] Έτσι και ο Ευ. Βενιζέλος, Η συναινετική αναθεώρηση, εκδ. Σάκκουλα, 1996.
[19] «Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986», ό.π.
[20] «Η εύκολη αναθεώρηση δυσεφάρμοστων υπερεξουσιών», στον Αρμενόπουλο, τεύχος 7, 1986.
[21] Στους συνεργάτες του είχε επανειλημμένα πει ότι προτίμησε το υπουργείο Προεδρίας από τη θεσμικά υπέρτερη θέση του προέδρου της Βουλής, γιατί δεν αναζητούσε αξιώματα αλλά τη «δυνατότητα προσφοράς».
[22] Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, Η συναινετική αναθεώρηση, ό.π, αιτιολογεί ως εξής τη «συνταγματοποίηση» του ΑΣΕΠ: «Κατά την πρόταση του ΠΑΣΟΚ στόχος είναι να καταστούν διατάξεις συνταγματικής περιωπής διάφορες μεγάλες νομοθετικές μεταβολές που έχουν ήδη επέλθει. Πρόκειται, πρώτον, για το αντικειμενικό σύστημα προσλήψεων στο Δημόσιο, στα νπδδ και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δηλαδή για το σύστημα προσλήψεων που περιγράφει ο νόμος 2190. Προτείνουμε ουσιαστικά τη μετατροπή του ν. 2190 σε συνταγματικού επιπέδου διάταξη».
[23] Ήδη το ΑΣΕΠ, από πρόεδρο, αντιπρόεδρο και 9 Συμβούλους, επί ν. 2190/94, συγκροτείται από πρόεδρο, 4 αντιπροέδρους (επιλεγόμενους από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής) και 30 συμβούλους, έχει 4 τμήματα, ενώ έκλεισαν και πολλές δυνατότητες «εξαιρέσεων» από τις διατάξεις και τις διαδικασίες του, ιδίως μέσω της γενίκευσης του πανελλήνιου γραπτού διαγωνισμού.
[24] Το νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή στις 14 Ιανουαρίου 1994.
[25] Στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία δημοσιεύθηκε κατάλογος με κομματικές προσλήψεις εκτός ΑΣΕΠ και το γραφείο υπουργού κατακλύστηκε –το θυμάμαι προσωπικά– από οργισμένα τηλεφωνήματα σε δυο κατευθύνσεις: εκείνους που αισθάνονταν παραπλανημένοι, γιατί είχαν πιστέψει ότι ο «νόμος Πεπονή» θα έφερνε αντικειμενικές προσλήψεις, κι εκείνους που ζητούσαν να ανοίξουν περισσότερες «τρύπες», ώστε να βολέψουν και τις δικές τους «ανάγκες».
[26] Δημήτρης Τσιόδρας, «Μια μικρή πικρή ιστορία με τον Αναστάση Πεπονή», στο Athens News, 9/10/2018.
[27] Με επικεφαλής τους Βασίλη Τσιλίκα, γενικό γραμματέα του υπουργείου, Χρήστο Σαλαλέ, διευθυντή του γραφείου υπουργού και Κώστα Νικόλη, υπεύθυνου για θέματα Βουλής.
[28] Στην οποία συμμετείχα και εγώ, δίπλα σε δυο δικαστικούς, τον μετέπειτα πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Κώστα Μενουδάκο και τον αείμνηστο, τότε Σύμβουλο Επικρατείας, Εμμανουήλ Δαρζέντα, καθώς και τον καθηγητή Σπύρο Φλογαΐτη.
[29] Ιδιαίτερα ενεργό ρόλο είχαν ο Βασίλης Ανδρονόπουλος, η Αλίκη Κουτσουμάρη και η Ευσταθία Μπεργελέ.
[30] Το προσωπικό της Προεδρίας της Δημοκρατίας και της Βουλής βγήκαν από τις εξαιρέσεις με το ν. 4765/2021.
[31] Παρέμβαση Α. Πεπονή στη συζήτηση της 4ης Φεβρουαρίου 1994 στη Βουλή. Στη συνέχεια, όλες οι αναφορές σε απόψεις του υπουργού ή άλλων κοινοβουλευτικών στελεχών προέρχονται από τις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, στις 2, 3 και 4 Φεβρουαρίου 1994.
[32] Πρώτα το πτυχίο, με προσμέτρηση εάν είναι μεταπτυχιακό ή διδακτορικό, ύστερα η αρχαιότητα και «δευτερευόντως λαμβάνονται υπόψη, επί ίσων αξιοκρατικών στοιχείων, και τα κοινωνικά στοιχεία».
[33] Ως πρώτο πρόεδρο του ΑΣΕΠ, ο Α. Πεπονής πρότεινε τον επίτιμο αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Παπαδάκι, ένα απολύτως υπερκομματικό και υπεράνω κάθε αμφισβήτησης από πλευράς προσόντων και χαρακτήρα πρόσωπο. Τόσο ο Μ. Παπαδάκις (1994-2003), όσο και οι τρεις διάδοχοί του, ο καθηγητής Γ. Βέης (2003-2014), ο πρ. πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ι. Καραβοκύρης (2014-2021) και ο σημερινός πρόεδρος Αθ. Παπαϊωάννου τίμησαν το θεσμό.
[34] Έτσι ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Λ. Παπαδήμας στη Βουλή: «Όμως αυτό το σημαντικό νομοσχέδιο –και, κύριε Υπουργέ, πραγματικά πιστεύω ότι θα μείνει το όνομά σας στην ιστορία– νομίζω ότι το αδικείτε γιατί το φέρνετε μαζί με τις μεταβατικές διατάξεις. Οι μεταβατικές διατάξεις ήταν δέσμευση του ΠΑΣΟΚ προεκλογικά και θα έπρεπε να έλθουν πολύ πιο σύντομα, πιστεύω την επόμενη μέρα που θα είχε γίνει κυβέρνηση. Είχε δεσμευθεί απέναντι σε όλον αυτόν τον κόσμο που είχε απολυθεί με το ν. 1882, ότι, όταν γίνει κυβέρνηση, θα ξεκινήσει τη διαδικασία επαναπρόσληψης… Σήμερα λοιπόν, με το να έρχονται και τα δυο αυτά μαζί, και το κυρίως νομοσχέδιο που αφορά τη θέσπιση ενός αδιάβλητου και αξιοκρατικού συστήματος προσλήψεων και οι μεταβατικές διατάξεις, έχουμε κάνει την κάθε παράταξη εδώ μέσα να παίζει στο δικό της γήπεδο και τη δική της μπάλα». Τον ίδιο προβληματισμό είχαμε εκφράσει αρκετοί στον υπουργό κατά τις εσωτερικές μας συζητήσεις, είχε όπως απαντήσει με δυο επιχειρήματα: ότι η επαναπρόσληψη ήταν θέμα δικαιοσύνης, και μάλιστα υπεσχημένης, και ότι δεν είχαμε να ντραπούμε για τίποτα από όσα ορίζονταν στο νόμο. Με τα δικά του λόγια στη Βουλή: «Πρέπει επιτέλους να γίνει αντιληπτό ότι σωρεία απολύσεων έγινε από το 1990 ώς το 1993, σωρεία απολύσεων χωρίς κανένα κριτήριο, χωρίς καμία εξαγγελία και ότι εμείς δεν πραγματοποιούμε καμία απόλυση για οποιονδήποτε άνθρωπο διορίστηκε από τον Απρίλιο του 1990 ώς το Σεπτέμβρη του 1993. Ας αποδείξει η Νέα Δημοκρατία ότι είχε την ίδια συμπεριφορά απέναντι των ανθρώπων. Επαναλαμβάνω: ουδείς. Είναι ψέμα ότι διώχνουμε και ότι κάνουμε ρεβανσισμό. Λυπάμαι να αποκαλύψω πως άλλοι έλεγαν ότι τάχα απολύουν για να μειώσουν τον αριθμό των απασχολούμενων και για να μειώσουν τις δαπάνες, ενώ αύξαναν τις δαπάνες».
[35] Τέτοιες ενστάσεις, ειδικά για το θέμα των επαναπροσλήψεων, είχε εγείρει και το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής.
[36] Α. Λεντάκης εκ μέρους της Πολιτικής Άνοιξης: «Είμαστε στη δεύτερη φάση των πελατειακών σχέσεων», Αντ. Σκυλλάκος εκ μέρους του ΚΚΕ: «Το νομοσχέδιο είναι ρουσφετολογικό […] και τα δυο κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση, θέλουν να ελέγχουν την εξουσία».
[37] Βλ. Γ. Μπασκάκη, Δ. Ψαρρά «Όταν η ΝΔ χαρακτήριζε το ΑΣΕΠ… πολιτικό τερατούργημα», στην Εφημερίδα των Συντακτών, 16/1/2021.