«Αν έχεις αφήγημα, βγάλ’ το γρήγορα και να αντέχει στον χρόνο», είναι, όπως φαίνεται, μια από τις αγαπημένες φράσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Ευθύς εξαρχής, και ήδη έξω από το δικαστικό μέγαρο, ο δικηγόρος Σάκης Κεχαγιόγλου, εντολέας του διαρρήκτη και κλέφτη των τριών έργων από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης τα ξημερώματα της 9ης Ιανουαρίου 2012, ο οποίος τον ανέλαβε αμέσως μετά την αποφυλάκισή του με περιοριστικά μέτρα τον Ιούνιο του 2021, υποστήριξε τα ίδια ακριβώς που ακούστηκαν από το στόμα τού καθ’ ομολογίαν του δράστη Γιώργου Σαρματζόπουλου, ελαιοχρωματιστή κατά δήλωσή του, στην απολογία του κατά τη δικάσιμο της 20ής Ιανουαρίου 2023 στο Δ΄ Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων, ενάμιση χρόνο αργότερα!
Μια βιαστική δίκη για την «κλοπή της δεκαετίας»
«Κάνε το κακό, αλλά κάνε το σωστά», θα έλεγε κάποιος άλλος κυνικός. Η περίπτωση της κλοπής δύο πινάκων και ενός σχεδίου, που χαρακτηρίστηκε ως «η κλοπή της δεκαετίας», όχι τόσο για τα κλαπέντα έργα όσο για τις πρωτόγονες συνθήκες ασφάλειας ενός εθνικού μουσείου πάνω σε μια από τις κεντρικότερες αρτηρίες της Αθήνας, θεωρούνταν πολύκροτη όσο έκανε πρωτοσέλιδα με τις συνταρακτικές λεπτομέρειες της διάρρηξης και της ελλιπούς ασφάλειας του κτιρίου. Αλλά μάλλον η είδηση της δικασίμου στο Εφετείο εξαφανίστηκε. Έχει γεννηθεί, έτσι, η εντύπωση ότι το πράγμα έχει πια κάνει τον κύκλο του και όλα βρέθηκαν εντάξει, αφού τα έργα επεστράφησαν κατόπιν υποδείξεως του κατηγορουμένου στην Ασφάλεια Αττικής στις 29 Ιουνίου 2021 και ο δράστης Γιώργος Σαρματζόπουλος ομολόγησε την πράξη του, δηλώνοντας μάλιστα μεταμελημένος και συνεργάσιμος με την αστυνομία.
Υπό τον πέπλο σιωπηρής αποδοχής της «κλοπής της δεκαετίας», λοιπόν, και με μειωμένο το ενδιαφέρον για την τύχη των έργων τέχνης επί τόσα χρόνια παρότι η αναζήτησή τους είχε ξεκινήσει θορυβωδώς, θα περίμενε κανείς ότι η δίκη θα προκαλούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ότι στο ακροατήριο θα βρισκόταν τουλάχιστον η διοίκηση της Εθνικής Πινακοθήκης, ότι θα ενδιαφέρονταν μεγαλύτερος αριθμός δημοσιογράφων και τα κανάλια.
Η πίσω όψη του κλεμμένου πίνακα του Πικάσο με την ιδιόγραφη αφιέρωση του ζωγράφου στην Ελλάδα ως φόρο τιομής στην Αντίσταση κατά των Γερμανών τη διάρκεια της Κατοχής.
Ένας κλέφτης μόνος του!
Αλλά το ενδιαφέρον είχε ατονήσει, αφού δεν υπήρχε άλλος κατηγορούμενος πλην του ελαιοχρωματιστή. Κανένας κατηγορούμενος δεν υπήρχε ως συνεργός, κανένας κατηγορούμενος από τους υπεύθυνους της Εθνικής Πινακοθήκης, κανένας κατηγορούμενος από το χώρο της τέχνης, κανένας κατηγορούμενος από το χώρο του εγκλήματος και από τα διεθνή κυκλώματα κλοπής έργων από μουσεία... Φυσικό ήταν!
Η θυμηδία πάντως δεν έλειψε κατά την απολογία του κατηγορούμενου, ενώ στο τέλος φάνηκε πως το δικαστήριο δεν πείστηκε. Η έρευνα για την υπόθεση είχε ανατεθεί στο Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ιδιοκτησίας της Ασφαλείας Αττικής, η οποία ολοκλήρωσε την πρώτη φάση της έρευνας στις 23 Οκτωβρίου του 2012 και απέστειλε το φάκελο στην Εισαγγελία Αθηνών.
Η χρονική σύμπτωση του μερικού έστω ανοίγματος της Εθνικής Πινακοθήκης, που έπειτα από εννέα χρόνια θα άνοιγε στις 24 Μαρτίου 2021, η σύλληψη του δράστη και η ανεύρεση των δύο από τα τρία έργα, που παρουσιάστηκαν αμέσως σε συνέντευξη Τύπου του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (κατά την οποία το έργο του Πικάσο γλίστρησε, αφημένο απροστάτευτο, στα πατώματα), φαίνεται πως μάλλον δεν ήταν εντελώς τυχαία, όσο ευπρόσδεκτη και να ήταν. Το πολιτικό όφελος από την ταυτόχρονη παρουσίαση στο κοινό των κλαπέντων μαζί με το πολυαναμενόμενη γιορτή των 200 χρόνων με τους υψηλούς προσκεκλημένους θα ήταν πράγματι τεράστιο.
Τα μέτρα ασφαλείας
«Ένας Πικάσο που αφαιρείται από την Εθνική Πινακοθήκη είναι όντως “θάνατος”», είχε πει τότε η διευθύντρια του μουσείου Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, ενώ «Ανάσταση» αποκάλεσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη την εύρεση των δύο έργων και τη σύλληψη του ενόχου στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, στις 29 Ιουνίου 2012. Από τότε, πολλά έχουν συμβεί και συμβαίνουν που μάλλον περιπλέκουν την υπόθεση.
Ο 50χρονος πλέον Σαρματζόπουλος δήλωσε στην απολογία του ενώπιον του δικαστηρίου επάγγελμα ελαιοχρωματιστής και μάλιστα «ειδικευμένος σε καλλιτεχνικές τοιχογραφίες». Έχει φίλους «ταπεινούς ζωγράφους», έργα των οποίων κοσμούν τη συλλογή του στο υπνοδωμάτιό του, πράγμα που του επιτρέπει να αποκαλεί τον εαυτό του «συλλέκτη» και να επιθυμεί διακαώς να την εμπλουτίσει με έργα μεγαλύτερης αξίας, όντας λάτρης της τέχνης. Ναι, ας πούμε με έναν Πικάσο! Έδρασε με απόλυτη ψυχραιμία, μόνος, χωρίς κανέναν συνεργό, δεν είχε σχέση με οποιοδήποτε κύκλωμα από την αγορά της Τέχνης, είτε τη νόμιμη είτε την παράνομη. Κορυφαία στιγμή της απολογίας του ήταν όταν με περισσή άνεση εξήγησε πώς απολάμβανε κλεισμένος τα κλεμμένα έργα που έκρυβε πακεταρισμένα στο ντουλάπι του δωματίου το οποίο του είχε παραχωρήσει ο θείος του (δεν είχε μόνιμη κατοικία), χωρίς να προσπαθήσει επί εννέα χρόνια να τα πωλήσει, όσον καιρό ζούσε στην Αγγλία, την Ολλανδία και αλλού στην Ευρώπη με έσοδα από μερικούς μισθούς 1.300 λιρών από ένα σουπερμάρκετ της Αγγλία, αλλά και με εθελοντική εργασία στην αγγλική αστυνομία! Αυτό και αν ήταν ευρηματικό – αλλά όχι ψέμα, θα δούμε παρακάτω γιατί.
Ευλόγως, ο εισαγγελέας αλλά και η πρόεδρος του δικαστηρίου αμφισβήτησαν την ιδιότητα του συλλέκτη, όπως –μάλλον ανεπιτυχώς– έκανε και η μάρτυρας κατηγορίας και προϊσταμένη Συλλογών της Εθνικής Πινακοθήκης, για την οποία άξιοι να αποκαλούνται συλλέκτες είναι μόνο οι πλούσιοι. Η διατύπωση καταδικάστηκε από την υπεράσπιση ως «ρατσιστική», ενώ η μάρτυς είχε παραβλέψει ένα από τα βασικά κριτήρια, ότι ο επίδοξος «συλλέκτης» δεν είχε καν μόνιμη κατοικία.
Διέπραξε –κατά δήλωσή του– μόνος την κλοπή όταν, το 2011, του «μπήκε στο μυαλό αυτή η άσχημη ιδέα» να αποκτήσει δύο έργα μεγάλης αξίας, να τα προσθέσει στην προσωπική του συλλογή και να κάνει «ένα όνειρο πραγματικότητα», να οργανώσει με άλλα λόγια τη ληστεία της Πινακοθήκης. Παρακολουθούσε επί έξι μήνες τις κινήσεις των φυλάκων, ενώ μελετούσε και τα μέτρα ασφαλείας και, πριν από την τέλεση της πράξης, είχε γνώση όσων χρειαζόταν για να χτυπήσει το στόχο την τελευταία νύχτα της έκθεσης με τίτλο: Στα άδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης - Άγνωστοι θησαυροί από τις συλλογές της (20/10/2011 - 8/1/2012), πριν κλείσει επ’ αόριστον η Πινακοθήκη για ανακαίνιση. Όπως αποκάλυψε πρόσφατα ο νυχτοφύλακας, στη βάρδια του οποίου έγινε η διάρρηξη, όταν τον είδε στο δικαστήριο, συσχέτισε τη χαρακτηριστική ψιλόλιγνη φυσιογνωμία του Σαρματζόπουλου με κάποιον από τους ελαιοχρωματιστές που προσελάμβανε κατά περίπτωση ο εξωτερικός συνεργάτης και επικεφαλής του αντίστοιχου συνεργείου της Πινακοθήκης ως ωρομίσθιους. Η διαρρύθμιση των εκθεσιακών χώρων και τα «ανοίγματα» θα ήταν επομένως όχι μόνο εν γνώσει του, αλλά θα είχε άπλετο χρόνο, χωρίς να κινεί υποψίες, να μελετήσει τα μέτρια έως ανύπαρκτα συστήματα ασφαλείας –η τελευταία αναβάθμιση των οποίων πραγματοποιήθηκε το 2000–, τις θέσεις και την τεχνολογία των καμερών, τις σκάλες και τα ανοίγματα για το δρόμο διαφυγής, τα αδύνατα σημεία δηλαδή που ενδιαφέρουν κάθε σωστό επαγγελματία διαρρήκτη. Δεν αποκλείεται η παρατήρησή του να ευσταθεί, δεδομένου ότι οι ελαιοχρωματιστές δεν ανήκαν στο μόνιμο προσωπικό του μουσείου, η πρόσληψή τους γινόταν συνήθως άτυπα και χωρίς διαπιστευτικό έλεγχο, αλλά και επειδή τα συμβάντα της περιόδου εκείνης σφράγισαν με εφιαλτικό τρόπο τη μνήμη και την ευσυνειδησία του άτυχου νυχτοφύλακα.
Το πρώιμο έργο του Πιτ Μοντριάν, Ανεμόμυλος του Stammer (1905), που επίσης εκλάπη στις 9 Ιανουαρίου 2012.
Ο δράστης ανέφερε στην απολογία του πως η επιλογή της ημερομηνίας, η 9η Ιανουαρίου 2012, ήταν τυχαία! Δεν είχε αντιληφθεί δηλαδή ότι επρόκειτο για την τελευταία ημέρα της μεγάλης έκθεσης, η οποία εκτεινόταν σε τρεις ορόφους, και ότι μετά η Πινακοθήκη θα έκλεινε για άγνωστο χρονικό διάστημα, ενώ είχε ήδη διαρρεύσει ότι λόγω περικοπής δαπανών υπήρχε έλλειψη φυλακτικού προσωπικού! Η τότε διευθύντρια, η αείμνηστη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, πάντως, ήταν κάθετη: «Η ληστεία ήταν στοχευμένη, διότι έληγε η θητεία μου. Το τάιμινγκ δεν ήταν καθόλου τυχαίο». Φυσικά, ουδείς/ουδεμία πλην εκείνης γνώριζε τα σχετικά με τη λήξη της τέταρτης κατά σειρά θητείας της, πενταετούς διάρκειας, και ότι θα έληγε στις 12 Ιανουαρίου 2012. Στις δηλώσεις τις πρώτης στιγμής, ευρισκόμενη μάλλον σε κατανοητή σύγχυση, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι πίσω από τη ληστεία μπορεί να κρύβονταν άνθρωποι του χώρου με προσωπικές φιλοδοξίες, που δεν επιθυμούσαν τη συνέχιση της πορείας της! Από την άλλη, διέγνωσε ορθά, ίσως κάπως βιαστικά, ότι τα έργα που εκλάπησαν δεν θα μπορούσαν να πωληθούν πουθενά, ότι πρακτικά ήταν πλέον άνευ αξίας. Οι υπόνοιές της στηρίζονταν στο ότι ήταν κατανοητό να κλαπεί ένας Πικάσο, αλλά ποιος να είχε βάλει στο μάτι τον μικρό πρώιμο Μοντριάν, τον Ανεμόμυλο του Stammer του 1905; Το συμπέρασμά της επομένως οδηγούσε την κοινή γνώμη στην απίθανη εκδοχή ότι εκείνοι που συνέλαβαν το σχέδιο δεν ήταν κοινοί κλέφτες αλλά συνωμότες που στόχευαν στη δική της απομάκρυνση. Με το «ατράνταχτο» αυτό επιχείρημα, αφενός δεν οδηγήθηκε σε αναγκαστική απόλυση, ο τότε υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος ωστόσο δεν ανανέωσε τη θητεία της: παρέμεινε επί έξι μήνες σε κατάσταση εκκρεμότητας, το Διοικητικό Συμβούλιο της ανέθεσε καθήκοντα διευθυντρίας, ενώ η επίσημη ανανέωση της θητείας της για άλλη μια πενταετία ανανεώθηκε μόλις τον Ιούλιο του 2012. Για τελευταία φορά, η θητεία της ανανεώθηκε στις 12 Ιουλίου 2017, ενώ λίγες μέρες πριν από τη λήξη και αυτής της θητείας, στις 22 Ιουνίου 2022, έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο με την ικανοποίηση ότι ο Πικάσο και ο Μοντριάν είχαν βρεθεί.
Το πόρισμα του Λέανδρου Ρακιντζή
Στο μεταξύ, από τα μέσα του 2012 είχε εκδοθεί το απολύτως καταδικαστικό για τα μέτρα ασφαλείας της Εθνικής Πινακοθήκης πόρισμα του Γενικού Επιθεωρητού Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρου Ρακιντζή –το οποίο αποκρούστηκε ομόφωνα και με συνοπτικές διαδικασίες από το Διοικητικό της Συμβούλιο–, σύμφωνα με το οποίο «η διοίκηση της Πινακοθήκης δεν είχε επιδείξει επιμέλεια για την αποτροπή τυχόν διάρρηξης ή κλοπής με τη λήψη επαρκών μέτρων φυλάξεως και ανέκυψαν πειθαρχικές ευθύνες». Φυσικά, δεν υπήρξαν συνέπειες, άρα, κατά το κοινώς λεγόμενο, «δεν άνοιξε ρουθούνι». O τότε υπουργός, από πλευράς πολιτείας, παρήγγειλε Ένορκη Διοικητική Εξέταση, η οποία έγινε γνωστή μέσω διαρροών στον Τύπο. Η ΕΔΕ έδειχνε όμως σε άλλη κατεύθυνση: οι κάμερες λειτουργούσαν, ο νυχτοφύλακας επικοινωνούσε κανονικά με τον υπεύθυνο της ιδιωτικής εταιρείας φύλαξης και ο συναγερμός ενεργοποιήθηκε τρεις φορές. Το υπουργείο, απέσυρε από το κάδρο των ευθυνών και τη διεύθυνση της Πινακοθήκης, για να «δείξει» τελικά προς τον πιο αδύναμο κρίκο: τον φύλακα της βάρδιας που δεν εκτίμησε δεόντως την απειλή! Ύστερα από την έντονη διαμαρτυρία της Ένωσης Αρχαιοφυλάκων, ο νυχτοφύλακας και μόνιμος υπάλληλος της Πινακοθήκης τουλάχιστον δεν διώχθηκε.
Την παραδοχή του προϊσταμένου Διεύθυνσης Διοικητικού, ότι είχε χαλάσει το μηχάνημα που έδειχνε αναλυτικά τις ζώνες όπου χτυπούσε ο συναγερμός και ότι η αντικατάσταση ήταν ευθύνη της Πινακοθήκης, ακολούθησε η φράση: «ωστόσο δεν είχε τονιστεί ότι είναι κάτι ζωτικό». Προφανώς, η ίδια άγνοια κινδύνου εξηγούσε το γεγονός ότι η κάμερα στο χώρο της έκθεσης, όπου εκτίθεντο τα έργα του Πικάσο και τα δύο του Mοντριάν, «κοίταζε» προς το πωλητήριο και όχι τα έργα τέχνης, με το θλιβερό επιχείρημα, ότι «μας κλέβουν τις καρτ-ποστάλ».
Και κάτι ακόμα ενδιαφέρον από το πόρισμα Ρακιντζή: η διεξάγουσα την ΕΔΕ ήταν η Γενική ∆ιεύθυνση Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων / ∆ιεύθυνση Εκτέλεσης Έργων Μουσείων και Πολιτιστικών Κτιρίων, επιφορτισμένη, σύμφωνα με το νόμο, με την ασφάλεια των μουσείων «για θέµατα εφαρµογής από τεχνολογικής πλευράς διαδικασιών ασφάλειας και επιτήρησης µνηµείων, αρχαιολογικών χώρων, µουσείων, πολιτιστικών κτιρίων, αρχαιολογικών αποθηκών, φυλακίων και βοηθητικών κτηρίων». Με άλλα λόγια, ελέγχων και ελεγχόμενος ήταν ο ίδιος φορέας, πράγμα που ελάχιστα επισημάνθηκε από τον Τύπο της εποχής, παρ’ όλο που βρισκόταν σε διαρκή αναβρασμό. Ακόμα και έτσι όμως, η ΕΔΕ δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα: αν υπήρχαν επίσημα διορισμένοι υπεύθυνοι ασφαλείας στο μουσείο, αν υφίσταντο γραπτά πρωτόκολλα φύλαξης και ειδικά εκπαιδευμένοι φύλακες και αν η ιδιωτική εταιρεία φύλαξης, σε συνεννόηση με το προσωπικό, έδρασε ακαριαία. Εξαιτίας της ληστείας μαθεύτηκε ότι, τη νύχτα, ολόκληρo το κτίριο (11 χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα συν ο κήπος) φρουρούνταν από έναν νυχτοφύλακα, ο δεύτερος είχε ρεπό, πρωτοφανή δηλαδή μέτρα ασφαλείας.
Το ιστορικό
Ανακεφαλαιώνοντας:
Το ξημέρωμα της 9ης Ιανουαρίου 2012 έγινε διάρρηξη και εκλάπησαν από τις αίθουσες της Εθνικής Πινακοθήκης το Γυναικείο κεφάλι του Πικάσο, έργο του 1939 –χρονολογημένο την ίδια εποχή με το κορυφαίο πολιτικό του έργο, τη Γκερνίκα–, κυβιστικό πορτρέτο με αναφορά στην σύντροφό του, τη φωτογράφο Ντόρα Μάαρ. Το θέμα προκάλεσε ιδιαίτερα πατριωτικά αισθήματα επειδή στην πίσω όψη του καμβά υπήρχε ιδιόχειρη αφιέρωση του δημιουργού του στα γαλλικά, «Pour le people grec. Hommage de Picasso» (Για τον ελληνικό λαό, Φόρος Τιμής από τον Πικάσο). Ακολουθεί η ημερομηνία 14/10/1939, πιθανότατα η ημερομηνία που φιλοτεχνήθηκε. Στην Ελλάδα δωρήθηκε δέκα χρόνια αργότερα και είναι ένα από τα περίπου 40 έργα μοντέρνων γάλλων καλλιτεχνών που προσφέρθηκαν στην Ελλάδα, φόρος τιμής για τη συμβολή των Ελλήνων στην αντίσταση κατά τη γερμανική Κατοχή. Και μόνο η αναφορά στην αφιέρωση ήταν το κριτήριο ότι η πώλησή του στη μαύρη αγορά των κλεμμένων έργων θα γινόταν ακόμη δυσχερέστερη. Αλλά και ο Ανεμόμυλος του Stammer (1905), του Πιτ Μοντριάν, είναι έργο από την πρώτη περίοδο του ολλανδού ζωγράφου, επομένως σπάνιο και σημαντικό για τη συλλογή ενός μουσείου.
Ο Άγιος Diego de Alcala σε έκσταση με την Αγία Τριάδα και Σύμβολα του Πάθους (αρχές 17ου αιώνα), σχέδιο σε χαρτί με μελάνι που αποδίδεται στον Ιταλό Guglielmo Caccia (Moncalvo). Υποτίθεται ότι καταστράφηκε αφού με αυτό ο κλέφτης σκούπισε τα αίματα από το τραυματισμένο του χέρι. Ωστόσο, ακριβές και πανομοιότυπο σχέδιο (και πιθανότατα το κλεμμένο) εντοπίστηκε εννιά χρόνια μετά σε δημοπρασία στη Φλωρεντία!
Χάθηκε όμως και ένα τρίτο έργο, ένα σχέδιο σε χαρτί με μελάνι με θέμα Ο Άγιος Diego de Alcala σε έκσταση με την Αγία Τριάδα και Σύμβολα του Πάθους (αρχές 17ου αιώνα), που αποδίδεται στον Ιταλό Guglielmo Caccia (Moncalvo). Η κλοπή μοιάζει να αφορά έργα «ασύνδετα» μεταξύ τους ή προδίδει κάποιον που θέλει να θολώσει τα νερά. Προφανώς, τον Πικάσο ήθελε και πήρε και τα διπλανά, έλεγαν «κάποιοι» που είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση. Το «ατύχημα» για τον δράστη είναι ότι το σχέδιο εντοπίστηκε σε ηλεκτρονικό κατάλογο γνωστού οίκου δημοπρασιών με έδρα τη Φλωρεντία. Τα εννέα χρόνια που είχαν παρέλθει από την κλοπή ήταν ικανός χρόνος για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες «εκποίησης» και μάλιστα από το πιο αδιάφορο συλλεκτικά έργο. Η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, ευθύνη της οποίας ήταν η ανάδειξη των σπουδαίων –και έως τότε αδημοσίευτων σχεδίων και χαρακτικών από τις συλλογές του μουσείου–, είχε αναρτήσει στην έκθεση τα σχέδια μέσα σε πλαίσια με τζάμια στo επίπεδο του μεσοπατώματος. Ήταν κρεμασμένα με ασφάλειες που συγκρατούσαν τις γωνίες σε πανό από γυψοσανίδες, ακριβώς πίσω από την ξεκλείδωτη, αλλά εντός του συστήματος συναγερμού (όπως αποδείχθηκε) συρόμενη τζαμόπορτα του μη επισκέψιμου μπαλκονιού, από όπου, με ένα πήδημα από τη χαμηλή περίφραξη του κτιρίου προς τη λεωφόρο βασιλέως Κωνσταντίνου, εισέβαλε ο δράστης. Πριν μπει στο χώρο, ο διαρρήκτης ανοιγόκλεινε πολλές φορές τη συρόμενη μπαλκονόπορτα, προκαλώντας τη διέγερση του συναγερμού και τεστάροντας τις αντοχές του νυχτοφύλακα, ο οποίος, εκνευρισμένος πλέον από τις αδιάκοπες ενεργοποιήσεις του συναγερμού και μη εντοπίζοντας κίνδυνο, αφού οι γυψοσανίδες έκρυβαν τον χώρο του μπαλκονιού από πίσω, θεώρησε ότι υπάρχει τεχνικό πρόβλημα στις ζώνες του συναγερμού. Τις τελευταίες φορές που ανοιγόκλεισε την μπαλκονόπορτα –130 φορές είπε πως το επανέλαβε– δεν άκουσε πια τον φύλακα να έρχεται. Υπομονετικά περίμενε στο ίδιο σημείο μέχρι τις 4 το πρωί. Κατόπιν, ανενόχλητος, κατά τις 7.30, και αλλάζοντας τα καθημερινά του ρούχα με μαύρα και με κουκούλα, άνοιξε αποφασισμένος την μπαλκονόπορτα και μπήκε μέσα αφήνοντάς την ανοιχτή, έκοψε τα καλώδια του συναγερμού, έριξε με μια σπρωξιά τις γυψοσανίδες πάνω στις οποίες ήταν αναρτημένα τα σχέδια, οπότε έπεσε κάτω το σχέδιο του Moncalvo και το τζάμι που το προφύλασσε θρυμματίστηκε. Στη φάση αυτή πρέπει να ήταν σχεδόν σίγουρος ότι ο φύλακας δεν θα ερχόταν ξανά. Μπήκε μπουσουλώντας στον μισοσκότεινο κυρίως χώρο για να αποφύγει το ενδεχόμενο δραστηριοποίησης συναγερμού κίνησης –που δεν λειτουργούσε–, σέρνοντας πίσω του δύο σάκους για τα κλοπιμαία. Χρειάστηκε μόλις 5 με 7 λεπτά για να ξεκρεμάσει τον Πικάσο (λάδι σε καμβά, 56x40 εκ.), αλλά και τους δύο Μοντριάν, τον Ανεμόμυλο του Stammer, 1905 (λάδι σε χαρτί κολλημένο σε ξύλο, 35 x 44 εκ.) και το μικρότερο Τοπίο, της ίδιας εποχής (λάδι σε χαρτί κολλημένο σε ξύλο, 24 x 33 εκ.), και να αφαιρέσει με κοπίδι τις κορνίζες τους, επειδή δεν χωρούσαν στο σάκο του. Ο ισχυρισμός ότι το σκοτάδι ήταν τόσο απόλυτο ώστε να μην καταφέρει να διακρίνει κανένα από τα έργα που κατέβασε με μια κίνηση από τους τοίχους, ούτε τον Πικάσο, πόσο μάλλον τους Μοντριάν, προκάλεσε μεγάλη θυμηδία στο ακροατήριο. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει εμφανίζεται ο φιλότιμος φύλακας στο μισοσκόταδο, ο οποίος, τρέχοντας και απειλώντας τον, κραυγάζοντας να σταματήσει, τον κυνήγησε κατεβαίνοντας τις σκάλες του μεσαίου ορόφου, δυστυχώς όμως γλίστρησε, χτύπησε το γόνατό του και σταμάτησε. Του φάνηκε πάντως πως ο κλέφτης έβγαζε άναρθρες κραυγές, σαν να ειδοποιούσε κάποιον που φύλαγε τσίλιες για να φύγει. Φυσικά, ο Σαρματζόπουλος αρνήθηκε ότι υπήρξε καταδίωξη.
Πιτ Μοντριάν, Τοπίο, 1900 (λάδι σε χαρτί κολλημένο σε ξύλο, 24 x 33 εκ.). Έργο που επίσης κλάπηκε αλλά έπεσε από τον κλέφτη στη διάρκεια της καταδίωξής του από το φύλακα.
Ο κλέφτης πια δεν γύρισε να τον κοιτάξει καθόλου, από την τρομάρα του όμως όσο έτρεχε του ξέφυγε ο μικρότερος Μοντριάν –τυχερό του ήταν– και φαίνεται πως, λίγο πριν χωθεί στην κρυψώνα πίσω από τις γυψοσανίδες, ξεκόλλησε το σχέδιο από το υπόβαθρό του που βρισκόταν χάμω, πίσω από τα σπασμένα γυαλιά, και το βούτηξε κι αυτό ως παράπλευρο «απόκτημα». Ξεκολλώντας το έκοψε τα δάχτυλά του, αλλά πρόλαβε να το χώσει στην τσέπη του! Η εξωφρενική δικαιολογία ότι, αργότερα, το πέταξε στη λεκάνη της τουαλέτας του επειδή πάνω του είχε σκουπίσει –ο φιλότεχνος– τα αίματά του σαν να επρόκειτο για χαρτομάντηλο δεν θορύβησε τους εμπλεκόμενους όσο θα έπρεπε στη διαδικασία ανίχνευσης των κλοπιμαίων.
Βγήκε τρέχοντας στη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου, ενώ ο συναγερμός της Πινακοθήκης χτυπούσε πλέον αδιάκοπα, όπως και οι σειρήνες της Άμεσης Δράσης, που είχαν επιτέλους φθάσει στον τόπο του εγκλήματος. Σύμφωνα με την προκαταρκτική του κατάθεση, ο Σαρματζόπουλος είχε κρυφτεί σε μια αποθηκούλα στο απέναντι πάρκο (!), όπου η αστυνομία δεν τον εντόπισε, επειδή βρήκε την πόρτα κλειστή! Άλλαξε, βγήκε μετά από πολλή ώρα, πήγε στη στάση του λεωφορείου, ρώτησε δυο κοπέλες τι είχε συμβεί και τελικά επέστρεψε αμέριμνος σπίτι του με ταξί! Μπήκε σαν κύριος στην Εθνική Πινακοθήκη –χωρίς συνεργούς άραγε;– και σαν κύριος βγήκε αποχωρώντας, πάντα σαν κύριος, με ταξί, με τους δύο του σάκους φορτωμένους με τους γυμνούς πια, χωρίς τις κορνίζες, πίνακες, χωρίς να κινήσει καμία υποψία. Όλα έγιναν επαγγελματικά. Οι ενοχές και η μεταμέλεια, που με υπολογισμό τέθηκαν στον πυρήνα της υπερασπιστικής γραμμής του Σάκη Κεχαγιόγλου, διατυπώθηκαν μετά τη σύλληψη και, όπως φάνηκε από την καταδίκη, έπιασαν τόπο. Στο σημείο του εγκλήματος κατασχέθηκε το κοπίδι που χρησιμοποίησε ο δράστης –ή ένας από τους δράστες– για να αφαιρεθούν οι πολύτιμοι πίνακες από τις κορνίζες και βρέθηκαν την άλλη μέρα πεταμένες στις σκάλες. Βρέθηκαν επίσης πέντε πατημασιές πάνω στις πεσμένες γυψοσανίδες και ίχνη από DNA, που όμως δεν αξιολογήθηκαν από τη σήμανση.
Ο άνθρωπος με τα μαύρα, που καμία κάμερα εσωτερικού χώρου του μουσείου δεν στάθηκε δυνατό να καταγράψει, αναφερόταν δικαιολογημένα πλέον ως «Φαντομάς» και όχι ως «Art Freak», σύμφωνα με το ψευδώνυμο που διατηρούσε στο twitter μέχρι τη σύλληψή του, τον Ιούνιο του 2012. Η ΕΥΠ και η ΓΑΔΑ, παρ’ όλες τις προσπάθειες και τις σποραδικές πληροφορίες που δέχονταν, δεν εντόπισαν τα ίχνη του, επειδή, όπως κατέθεσε ο ίδιος, δεν ήταν σεσημασμένος και αυτό δυσκόλευε τον εντοπισμό του. Κατά την απολογία του, η δική του εκδοχή για τις διαρκείς αποτυχίες να συλληφθεί ήταν επειδή «η κλοπή έγινε από έναν χαζό, έναν απλό άνθρωπο. Περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να μπω, έχοντας καπνίσει τρία τσιγάρα, έλεγα μέσα μου, να το κάνω, να μην το κάνω; Η χαζομάρα είχε χτυπήσει κόκκινο»! (verbatim). Παρόμοια, από πολλούς μήνες καλά μελετημένη κλοπή και χωρίς συναυτουργούς, δεν θα μπορούσε να είχε γίνει από έναν απλό πολίτη, παρατήρησε η πρόεδρος του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Τα κλοπιμαία φυλάχθηκαν επιμελώς συσκευασμένα από τον δράστη μέχρι νεωτέρας σε μια ντουλάπα στο σπίτι του θείου του.
Το σχέδιο του Moncalvo σε δημοπρασία της Φλωρεντίας
Ενώ ο Σαρματζόπουλος αρνήθηκε ότι επιχείρησε να πουλήσει τα κλεμμένα, κάτι τέτοιο δεν προέκυψε από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Έξαφνα, και εντελώς απροσδόκητα και χάρη στον ερευνητικό ζήλο της αρμόδιας για τη μελέτη των σχεδίων της Εθνικής Πινακοθήκης, αποκαλύπτεται ένα σημαντικό εύρημα: Σε δημοπρασία οίκου της Φλωρεντίας ειδικευμένου στα σχέδια των Old Masters, τον Σεπτέμβριο του 2019, εμφανίζεται στον ηλεκτρονικό κατάλογό του ένα σχέδιο χωρίς αναγραφή προέλευσης με την πληροφορία ότι «μπορεί να συσχετισθεί με την παραγωγή σχεδίων του ζωγράφου Guglielmo Caccia, γνωστού ως Moncalvo (1568-1625)». Η ταύτιση του θέματος και το όνομα του καλλιτέχνη ήταν γνώριμα στους δημοπράτες από τις πληροφορίες που θα του δόθηκαν από τους «πελάτες» μέσα από τον κατάλογο έκθεσης της Εθνικής Πινακοθήκης, όπου είχε δημοσιευθεί, διαφορετικά θα ήταν σχεδόν αδύνατον να γίνει. Ιδιαίτερα ανησυχητική έως και ύποπτη κρίθηκε η απουσία αναγραφής προέλευσης (προηγούμενος συλλέκτης ή ιδιωτική συλλογή). Ακόμη και η παραμικρή υποψία να υπήρχε, ότι επρόκειτο για το ίδιο έργο της έκθεσης, πράγμα που, παρά τα εξόφθαλμα δεδομένα, η διοίκηση του μουσείου αρνήθηκε, θα όφειλε να είχε αποστείλει ειδικό για να αποφανθεί περί της γνησιότητος.
Την ίδια αμφισβήτηση περί της ταυτότητος του σχεδίου, και χωρίς παράθεση τεκμηρίων, επανέλαβε αδικαιολόγητα και ο νομικός σύμβουλος της Εθνικής Πινακοθήκης στη δίκη, παρέχοντας στον κατηγορούμενο Σαρματζόπουλο μία ακόμα ελπίδα για ελαφρυντικά, και μάλλον άθελά του βρέθηκε σε σύγκληση με την υπεράσπιση για όσα αυτός διετείνετο, ότι δηλαδή ποτέ δεν επιδίωξε να πουλήσει τα κλοπιμαία, υπονομεύοντας ταυτόχρονα κάθε μελλοντική επιδίωξη του μουσείου να παρακολουθεί την πορεία του χαμένου σχεδίου!
Φυσικά, το έργο αποσύρθηκε αθόρυβα από τη δημοπρασία και έκτοτε είναι αφανές. Σημειώνεται ότι είναι εντελώς αδύνατον ένα χειροποίητο σχέδιο να επαναληφθεί με ακριβώς τον ίδιο τρόπο δύο φορές, χωρίς την παραμικρή γραμμική παρέκκλιση, όπως αποδεικνύεται περίτρανα από την αντιπαραβολή των δύο εκδοχών του.
Η σύντροφος από την Ολλανδία και ο «κυνηγός κλεμμένων πινάκων»
Προφανώς ο Σαρματζόπουλος δεν θα μπορούσε να κρατήσει τα κλοπιμαία στο δωμάτιό του μια ζωή για και να τα καμαρώνει ιδιωτικά, σύμφωνα με την απίστευτη ομολογία του, πριν συλληφθεί ως ο «άνθρωπος που αγαπά την τέχνη», αν δεν είχε εξομολογηθεί τα πάντα στην ολλανδή σύντροφό του, «πηγή» όλων των κατοπινών πληροφοριών ότι αυτός ήταν ο κλέφτης της Εθνικής Πινακοθήκης. Σύμφωνα με ένορκη γραπτή κατάθεση στον ανακριτή, συνεισέφερε αποφασιστικά στην αποκάλυψη του ονόματος και της δράσης του, δίνοντας για πρώτη φορά συγκεκριμένες πληροφορίες για τα κλοπιμαία παρακολουθώντας κρυφά το κινητό του. Βρήκε φωτογραφίες της μπροστινής αλλά και της πίσω όψης του έργου του Πικάσο –πράγμα που επιβεβαίωνε το σκοπό του Σαμαρτζόπουλου να πουλήσει τα έργα– τις οποίες μετέφερε στον διεθνούς φήμης κυνηγό κλεμμένων έργων τέχνης Άρθουρ Μπραντ, με διασυνδέσεις στο σκοτεινό βασίλειο των αγοραπωλησιών και με μεγάλες επιτυχίες στην αποκάλυψη της παράνομης διακίνησής τους. Σε εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης, αμέσως μετά την αποφυλάκιση του, ο Μπραντ αποκάλυψε ότι ο Σαρματζόπουλος επιχείρησε μάταια να πουλήσει τον Πικάσο στην Ολλανδία και στη Γερμανία, «κάτι το οποίο ήταν δύσκολο, γιατί εάν έχεις χρήματα για να αγοράσεις έναν πίνακα του Πικάσο, θα αγοράσεις ένα νόμιμο και όχι έναν παράνομο, γιατί έναν κλεμμένο πίνακα δεν μπορείς να τον δείξεις πουθενά». Από αναρτήσεις του Σαρματζόπουλου στο twitter επιβεβαιώνεται η παρουσία του στην Ολλανδία, όπου φαίνεται να πέρασε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά του 2021. Τα ταξίδια του στη χώρα αυτή ήταν εξαιρετικά συχνά σε όλη τη διάρκεια των εννέα ετών μετά τη ληστεία. Αδιευκρίνιστο παρέμεινε το ερώτημα, πώς προσποριζόταν ο κλέφτης το διάστημα αυτό με τα πολλά ταξίδια και ποια ήταν η μόνιμη κατοικία του.
Σε ανάρτησή του στο twitter, τον Ιούνιο του 2021, ο Μπραντ συνδέει τον ελαιοχρωματιστή με άλλη μία κλοπή από το Μουσείο Kunsthal του Ρότερνταμ, υποστηρίζοντας ότι ο Έλληνας, από την κλοπή επτά έργων, με συμμετοχή Ρουμάνων, κατέχει τα δύο. Η ελληνική αστυνομία, που τον παρακολουθούσε πλέον σταθερά, πιθανολογούσε ότι διαπραγματευόταν ακόμη και με άραβα μεγιστάνα σε χώρες του Κόλπου. Κατέληγε μάλιστα στο ότι, εάν ο Σαρματζόπουλος ήταν όντως μεταμελημένος για την πράξη του, θα είχε επιστρέψει τα κλοπιμαία στην Εθνική Πινακοθήκη, ακόμα και μέσω του ταχυδρομείου ή με ταξί!
Στις 2 Ιουλίου 2021, ο Μπραντ αποκαλύπτει ξανά στο twitter το «μεγαλοφυές σχέδιο» του Σαρματζόπουλου να ενταχθεί ως εθελοντής στη Βρετανική Αστυνομία λίγα χρόνια πριν, για να ελέγξει εάν η ΕΛΑΣ τον παρακολουθούσε: αν πέρναγε το αρχικό τεστ, δεν θα είχαν βρεθεί τα ίχνη του στην Πινακοθήκη! Με τις αποκαλύψεις του Μπραντ καταρρίφθηκε συνολικά το αφήγημα περί ενός «φιλότεχνου ελαιοχρωματιστή». Πολύ περισσότερο, πρόκειται για έναν επαγγελματία στο είδος του. Όμως, το ερώτημα που θέτει ο ολλανδός ερευνητής είναι για ποιον ή για ποιους δούλεψε και αν, με την ουσιαστικά παράδοσή του, «θυσιάζεται» προκειμένου να «προστατεύσει κάποιους άλλους».
Η σύλληψη
Ο Σαρματζόπουλος στην απολογία του κατέθεσε ότι, τον Φεβρουάριο του 2021, πανικοβλήθηκε από διαρροές στον Τύπο, που προέρχονταν από την ΕΛΑΣ, η οποία, με την έμμεση βοήθεια της «πηγής» και της ολλανδικής αστυνομίας, βρισκόταν για πρώτη φορά μετά το 2012 αρκετά κοντά στην εξιχνίαση της υπόθεσης, δεν αποκλείεται μάλιστα Έλληνες αστυνομικοί να τον είχαν ακολουθήσει στην Ολλανδία – ζητήθηκαν μάλιστα, μέσω της EUROPOL, στοιχεία από τις ολλανδικές αρχές για τα ταξίδια και τις επαφές που είχε εκεί ο ελαιοχρωματιστής την εποχή της ληστείας στο Ρότερνταμ. Ο Σαρματζόπουλος αισθάνθηκε για πρώτη φορά τον κλοιό να σφίγγει, θεώρησε ότι τα δημοσιεύματα τον φωτογραφίζουν και, κάποια μέρα του Μαΐου, έχοντας επιστρέψει «για οικογενειακούς λόγους» από την Ολλανδία, μετέφερε τους κλεμμένους πίνακες σε μια ρεματιά, στο Πόρτο Ράφτη, μια περιοχή που γνώριζε καλά, και τους εγκατέλειψε για αρκετές μέρες εκεί.
Η σύλληψη έγινε σε ένα καφενείο στο Κορωπί. Οι αστυνομικοί που τον έβαλαν στο περιπολικό δεν του αποκάλυψαν το λόγο της σύλληψης. Έτσι όπως τους είδε με τα μαύρα, μάλιστα, νόμισε προς στιγμή ότι ήταν οι Ρουμάνοι! Στη ΓΑΔΑ πλέον, στο ερώτημα αν υποψιαζόταν τ λόγο της σύλληψης, ο Σαρματζόπουλος απάντησε: «Μα ένα αδίκημα έχω διαπράξει, την κλοπή της Πινακοθήκης, τι άλλο;». Την επομένη είχε προγραμματίσει ταξίδι-απόδραση στην Ολλανδία, το οποίο φυσικά ματαιώθηκε χάρη στη συνεχή παρακολούθηση των επαφών του. Θέλοντας και μη, και με την αποτελεσματική στρατηγική υπεράσπισης του συνηγόρου του Σάκη Κεχαγιόγλου, ομολόγησε την ενοχή και υπέδειξε «αβίαστα και με ανακούφιση» στην αστυνομία τη νέα κρυψώνα στη ρεματιά, απ’ όπου οι δύο πίνακες ανασύρθηκαν από τα βάτα μέσα σε ειδική προστατευτική θήκη των μουσείων, επιμελώς συσκευασμένοι και μέσα σε μαύρες σακούλες με κολλητική ταινία. Η «συσκευασία» άντεξε, τα έργα βρέθηκαν σε σχετικά καλή κατάσταση, στήνοντας ένα ακόμη επιχείρημα του πανούργου κλέφτη που αποδείκνυε τη φροντίδα και την αγάπη του «φιλότεχνου». Κάποιος κακόπιστος θα μπορούσε να επικαλεστεί το αντίθετο, ότι δηλαδή τα είχε έτοιμα για να ταξιδέψουν μαζί του στην Ολλανδία και να τα «ξεφορτωθεί»! Σημειώνεται πάντως ότι τα έργα δεν παραδόθηκαν στην Ασφάλεια –και κατ’ επέκταση στην Εθνική Πινακοθήκη– από τον ίδιο αλλά, ύστερα από τη σύλληψή του, από την αστυνομία. Πώς στοιχειοθετείται λοιπόν το προφίλ του «μεταμελημένου» δράστη, του πέραν πάσης λογικής «φιλότεχνου λάτρη της Τέχνης», το οποίο φρόντισε να χτίσει η υπεράσπιση, και η εμμονή της να κατανοηθεί ως «αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στην ανεύρεση και ανάκτηση των έργων καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο εντολέας μου, με την εξαρχής πλήρη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές και την έμπρακτη μεταμέλεια που επέδειξε»; Αναμφισβήτητα, ο καθ’ ομολογίαν του δράστης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανεύρεση των χαμένων έργων, αφότου όμως τα περιθώρια διαφυγής του είχαν στενέψει, η αστυνομία ήταν ήδη στα ίχνη του και, μοιραία, το ένα λάθος διαδεχόταν το άλλο. Άλλωστε, ακόμη και μια ομολογία δεν αποκλείει την ύπαρξη μιας κάποιας συμφωνίας, μια καθόλου άγνωστη και θεμιτή πρακτική στα παγκόσμια δίκτυα κλεμμένων έργων τέχνης, αρκεί να καρποφορήσει.
Η ποινή
Το «πάθος για την Τέχνη» του Σαρματζόπουλου, καθ’ ομολογίαν του δράστη της κλοπής τριών έργων από την Εθνική Πινακοθήκη στις 9 Ιανουαρίου 2012, τον έφερε αντιμέτωπο με το Δ΄ Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων (η αξία του Πικάσο εκτιμήθηκε στα 20 εκατομμύρια ευρώ, του Μοντριάν σε 200.000 ευρώ και του Moncalvo σε 1.000 ευρώ). Καταδικάστηκε σε κάθειρξη έξι ετών με αναστολή έως την έφεση και με τον όρο της ηλεκτρονικής παρακολούθησης με «βραχιολάκι», σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την κατοικία των γονέων του (τους οποίους θέλει ξαφνικά να φροντίζει). Το δικαστήριο αναγνώρισε το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, με τον εισαγγελέα και την πρόεδρο να δυσπιστούν σε όσα περιέγραψε ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του.
Δικηγόρος, πραγματογνώμονας του Πρωτοδικείου Αθηνών και συλλέκτης έργων τέχνης που κλήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας και εισέφερε σημαντικά στοιχεία στο δικαστήριο, 72 ώρες μετά την ετυμηγορία, προσέφυγε με αίτηση κατά της απόφασης που κατέθεσε στην Εισαγγελία Εφετών, υποστηρίζοντας πως ο Γεώργιος Σαρματζόπουλος, ο γνωστός στα κοινωνικά δίκτυα ως «Art Freak», πρέπει να καταδικαστεί για παράβαση αδικημάτων που στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (η Εθνική Πινακοθήκη είναι ΝΠΔΔ), όπου επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης που ξεπερνά τα δέκα έτη. Όσο για την αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, τόνισε στους δημοσιογράφους ότι, από τα στοιχεία που προκύπτουν, ο συγκεκριμένος επιχείρησε να πουλήσει τα κλοπιμαία και όχι να τα παραδώσει στο μουσείο, όπου ανήκουν τα έργα.
Το πιο ευτράπελο όλων ήταν πάντως η συνάντηση του κλέφτη με τον υπεύθυνο νυχτοφύλακα το μακρινό 2012, και η φωτογράφισή τους με κινητά κατά τη διάρκεια του διαλείμματος της δίκης. Το πλάνο τούς δείχνει χαμογελαστούς, σαν δυο παλιόφιλους. Ο φύλακας χαμογελάει καλοσυνάτα. Ο Σαρματζόπουλος είναι σφιγμένος. Μόλις έχει απολογηθεί για τις πράξεις του, παραθέτοντας όσα συνέφεραν την υπεράσπισή του, όσο παράδοξα και να ηχούν. Πολλά ερωτήματα δεν απαντήθηκαν στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και ποιος ξέρει αν θα αποκαλυφθούν ποτέ.
Νυχτοφύλακας και κλέφτης φωτογραφίζονται μαζί στα δικαστήρια, στη διάρκεια της δίκης.