Σύνδεση συνδρομητών

Σχέσεις Δύσης-Τουρκίας – και τα Ελληνοτουρκικά

Κυριακή, 22 Ιανουαρίου 2023 13:02
15 Νοεμβρίου 2022, Νούσα Ντούα, Μπαλί, Ινδονησία. Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν συναντιέται με τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη διάρκεια της διάσκεψης των G20. Ήταν μια από τις επανειλημμένες προσπάθειες του Ερντογάν να αναθερμάνει τη σχέση Τουρκίας - ΗΠΑ η οποία δοκιμάζεται μετά την αγορά από την Άγκυρα ρωσικών S-400.
Emin Sansar/Anadolu Agency
15 Νοεμβρίου 2022, Νούσα Ντούα, Μπαλί, Ινδονησία. Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν συναντιέται με τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη διάρκεια της διάσκεψης των G20. Ήταν μια από τις επανειλημμένες προσπάθειες του Ερντογάν να αναθερμάνει τη σχέση Τουρκίας - ΗΠΑ η οποία δοκιμάζεται μετά την αγορά από την Άγκυρα ρωσικών S-400.

Στην Ελλάδα, το σλόγκαν «Τουρκία όπως Ρωσία» έγινε επίκαιρο καθώς και η γεωπολιτική αναβάθμιση της πρώτης, μαζί με το ερώτημα για το αν θα πορευτεί: σε προσέγγιση με τη Δύση, με αντιδυτικές δυνάμεις ή σε αυτόνομη πορεία εξισορρόπησής τους. Θα εξετάσουμε τη στρατηγική της Τουρκίας σε συνάρτηση με τους στόχους της Δύσης ώστε να εντοπίσουμε σημεία σύγκλισης - απόκλισης που μπορούν να στηρίξουν - να αποκλείσουν στρατηγικές συμπόρευσης, λαμβάνοντας υπόψη και άλλες εμπλεκόμενες δυνάμεις. Με τα συμπεράσματα που θα αποκομίσουμε, θα προσεγγίσουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

 

Η στρατηγική της Τουρκίας

Η στρατηγική κάθε χώρας στοχεύει να αναπτύσσει τους πόρους της με σκοπό (α) να συγκρατεί την εσωτερική της συνοχή, (β) να αποτρέπει ό,τι θεωρεί ως εξωτερική απειλή και (γ) εφόσον δύναται, να προβάλλει την ισχύ της στη γεωγραφική της περιφέρεια και ευρύτερα.

 

Η εσωτερική συνοχή

Η Τουρκία είναι ιστορικά μια κοινωνία με δομικές διαιρέσεις που συχνά παίρνουν εκρηκτικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα οι ελίτ εξουσίας να διακατέχονται διαχρονικά από μια φοβία απώλειας της εσωτερικής συνοχής. Η Τουρκία, ως έθνος-κράτος, προέκυψε από τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,  ηττημένη από μια Ευρώπη που περνούσε στον μοντερνισμό. Ξέπεσε στα μάτια της Δύσης ως  κληρονόμος φεουδαρχικών αναχρονισμών, ακόμη και γενοκτονιών. Ο Ατατούρκ, σε μια προσπάθεια αναμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης, εξοστράκισε το οθωμανικό παρελθόν και καταπίεσε τις θρησκευτικές καταβολές, θέτοντας το πολιτικό Ισλάμ στη λίστα των  εσωτερικών εχθρών. Επιχείρησε να επιβάλει την κοσμικότητα με δυτικά πρότυπα αλλά, παρά τις επιτυχίες, η χώρα υστέρησε στην πολιτισμική μετάβαση καθώς και στο να συμφιλιώσει την εσωτερική της ανομοιογένεια.

Το κληροδότημα ήταν μια αμφιθυμία έναντι της Δύσης, η αδυναμία παγίωσης μιας θετικής εθνικής ταυτότητας και η αίσθηση θυματοποίησης έναντι εσωτερικών-εξωτερικών επιβουλών, που απαιτούν ένα κατασταλτικό κράτος για να απωθηθούν. Η πρόσφατη μεταβάπτιση σε ένα «ένδοξο» οθωμανικό παρελθόν λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ανάδυσής της ως περιφερειακής δύναμης, με τον εθνικισμό ως συγκολλητική ουσία, αλλά και πηγή γεωπολιτικού αναθεωρητισμού. Η «νεο-οθωμανική» στροφή στο παρελθόν για οικοδόμηση του μέλλοντος εμπεριέχει αντιφάσεις, αναχρονισμούς και ένα μείγμα παρορμήσεων-λαϊκισμού, όπου η παγίωση ενοποιητικής ταυτότητας παραμένει αμφίβολη.

Η κυρίαρχη μακροχρόνια διαίρεση είναι μεταξύ της κοσμικής εκσυγχρονιστικής παράδοσης του κεμαλισμού έναντι του πολιτιστικού συντηρητισμού, που περιλαμβάνει τους ισλαμιστές και υπερτερεί αριθμητικά. Ακολουθεί το ζήτημα της κουρδικής μειονότητας (19% πληθυσμού) και η ένταση σουνιτών-αλεβιτών (12% πληθυσμού). Όλες αυτές οι διαιρέσεις, τελικά συμπυκνώθηκαν σε αυτή μεταξύ υποστηρικτών και αρνητών του Ερντογάν, που επέλεξε πλευρά σε καθεμιά απ’ αυτές και κέρδισε τη συντριπτική πλειονότητα του συντηρητικού ρεύματος (Ινσέλ, 2016). Η επιτυχία κράτησε μέχρι την κατάρρευση του νομίσματος και τον πληθωρισμό καθώς και την άνοδο του κοσμικού κόμματος της Ακσενέρ, που διέσπασε πολιτικά τις συντηρητικές δυνάμεις.

Ακόμη και σε καλές στιγμές η Τουρκία υπήρξε μια αυταρχική δημοκρατία, με συνέπεια οι εσωτερικές διαιρέσεις να ενέχουν ρόλο διαμόρφωσης ατομικής - κοινωνικής ταυτότητας. Αλλά μετά την αυταρχική στροφή του Ερντογάν δεν υπάρχει πλέον κοινωνικό - πολιτικό στρώμα που να μην έχει στοχοποιηθεί ως εσωτερικός εχθρός. Η ατμόσφαιρα ενοχικότητας και ο τρόπος εσωτερίκευσης των ιστορικών βιωμάτων, συχνά, λειτούργησαν αυτοκαταστροφικά. Παρά τις δυνατότητες, η επικρατούσα νοοτροπία δεν επέτρεψε τη σύνθεση Ισλάμ-κοσμικότητας, την επίλυση του Κουρδικού ούτε την ανάδειξη των οικονομικών δυνατοτήτων. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η αλαζονεία της ολιγαρχικής κοσμικής εξουσίας που, με τη συμπεριφορά ιδιοκτήτη της χώρας, αποξενώθηκε, ιδιαίτερα με την αστικοποίηση αγροτικών πληθυσμών, επιτρέποντας την άνοδο του Ερντογάν ο οποίος υπέπεσε στο ίδιο αμάρτημα και με τις ίδιες μεθόδους.

Η Τουρκία δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες που έχει εκφράσει αν δεν είχε προηγηθεί μια οικονομική μετάβαση που συσσώρευσε μια κρίσιμη μάζα εθνικού πλούτου. Η κυρίαρχη και διαχρονική σχέση που χαρακτήριζε την οικονομία, πριν από την άνοδο του Ερντογάν (2003), ήταν η απευθείας χρηματοδότηση του προϋπολογισμού από την κεντρική τράπεζα με συνέπεια τον δυσθεώρητο πληθωρισμό, με συναλλαγματικές κρίσεις και μόνιμη οικονομική αστάθεια. Μεταξύ 1990-2002, οι επιδόσεις ήταν χαμηλές για μια αναπτυσσόμενη χώρα, με μέση ανάπτυξη 2,9% και πληθωρισμό 62%. Η δε εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους έφτασε να απορροφά το 52% των φορολογικών εσόδων, αναιρώντας κάθε δυνατότητα κοινωνικής πολιτικής (Standard & Poor’s, 2003).

Η μεγαλύτερη επιτυχία της ισλαμικής διακυβέρνησης, με τη συμβολή του ΔΝΤ, ήταν η αποκοπή της χρηματοδότησης του προϋπολογισμού απευθείας από την κεντρική τράπεζα που, μαζί με άλλες μεταρρυθμίσεις, παγίωσε τη μακροοικονομική σταθερότητα. Το αποτέλεσμα ήταν μια αυτοσυντηρούμενη ισχυρή ανάπτυξη και προσέλκυση ξένων επενδύσεων με δυνητική ανάδειξη της χώρας σε κόμβο διεθνών επιχειρηματικών δικτύων, εμπλουτίζοντας τις εξαγωγικές δυνατότητες και την κλαδική διαφοροποίησή της.

Η επακόλουθη άνοδος του βιοτικού επιπέδου, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων στρωμάτων, σε συνάρτηση με αυξημένη κοινωνική πρόσβαση και δημοκρατικές παραχωρήσεις, απόρροια και της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΕ, παγίωσαν μια ευρύτατη κοινωνική στήριξη για τον Ερντογάν. Η Τουρκία άλλαξε όψη, με το ΑΕΠ να τετραπλασιάζεται από 240 δισ. δολάρια το 2002 στα 958 δισ. δολάρια το 2013, αν και η αναθεώρησή του το 2008 υπερεκτιμά την βελτίωση. Το δημόσιο χρέος, από 77%, μειώθηκε στο 26% και το μερίδιο των επενδύσεων αυξήθηκε από 19% στο 29% του ΑΕΠ. Τα τελευταία χρόνια, η οικονομία επέστρεψε στις εποχές του καλπάζοντος πληθωρισμού και απαξίωσης του νομίσματος, όπου οι εγχώριες καταθέσεις σε ξένο νόμισμα κορυφώθηκαν στο 72% του συνόλου. Το ΑΕΠ μειώθηκε στα 815 δισ. δολάρια το 2021, με 24% πτώση στο κατά κεφαλή εισόδημα στα 9.586 δολάρια, αλλά αυξημένο 2,6 φορές από το 2002 (3.688 δολάρια) και 2 φορές σε σταθερά δολάρια (ισοδύναμης αγοραστικής αξίας).

Το πρόβλημα ήταν η ανεξέλεγκτη πιστωτική επέκταση και οι ανορθόδοξες πολιτικές που παρέκαμπταν το θεσμικό πλαίσιο, ιδιαίτερα μετά την εκτελεστική προεδρία Ερντογάν (2018). Η επέκταση στηρίχθηκε κυρίως από τις κρατικές τράπεζες, με το ενεργητικό τους να φθάνει στο 51% του τραπεζικού τομέα, ενώ υπήρξαν και εγγυήσεις δανείων άνω του 11% του ΑΕΠ. Μεταξύ 2016-21, αύξησαν τα δάνεια τους κατά 268%, με το χρέος του επιχειρηματικού τομέα να διπλασιάζεται στο 162% του ΑΕΠ, από τα υψηλότερα μεταξύ των αναδυομένων αγορών, με 36% σε ξένο νόμισμα (IMF, 2021). Παράλληλα, το δημόσιο χρέος ανήλθε από 28% στο 47% ενώ επιβλήθηκε στις τράπεζες και η αγορά κρατικών ομολόγων.

Αποδέκτες του δανεισμού ήταν κρατικές εταιρείες, περιλαμβάνοντας και ευνοούμενους επιχειρηματίες που, μέσω συμπράξεων με τον δημόσιο τομέα, επένδυσαν σε έργα υποδομής, σε ακίνητα και στη βιομηχανία. Παράλληλα, η  αύξηση κατά 42% του αμυντικού προϋπολογισμού στα 19,8 δισ. δολάρια (τριπλάσιος της Ελλάδας) επέτρεψε την εγχώρια κατασκευή μεγάλου μέρους του εξοπλισμού που την κατέστησε σοβαρό εξαγωγέα πολεμικού υλικού, μειώνοντας το κόστος ανάληψης δράσεων.

Στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οικονομικές κρίσεις συχνά σχετίζονται με άτοπες προσδοκίες ταχείας ανόδου – και η Τουρκία δεν αποτελεί εξαίρεση. Όμως, αυτή τη φορά, η ηγεσία της ανέτρεψε ένα σύστημα που είχε θέσει την οικονομία σε βιώσιμη ανάπτυξη για 15 χρόνια, που η ίδια δημιούργησε όταν ακόμη υπερτερούσε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της. Το κόστος είναι τεράστιο και μη ανακτήσιμο, δεδομένου ότι στη φάση ανάπτυξής της η παγίωση σταθερότητας αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα προόδου, αλλά και προοπτικής ισχύος. Πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν οι φιλοδοξίες μιας χώρας που ουσιαστικά έχει απολέσει το εγχώριο νόμισμα; Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία διατηρεί αναπτυξιακές προοπτικές λόγω του νεαρού πληθυσμού (θυμίζει Ελλάδα του 1960), της παγίωσης εξαγωγικών επιδόσεων που ανήλθαν από 22% στο 30% του ΑΕΠ, της μεγάλης εσωτερικής αγοράς με ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες και του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, που συγκρατεί το μισθολογικό κόστος.

Το οικονομικό ζήτημα αναμένεται να κυριαρχήσει στην εγχώρια πολιτική, καθώς ένας βαθύτερος εκτροχιασμός είναι πιθανότατος, αν δεν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Η αποφυγή παραλυτικών εσωτερικών ρηγμάτων θα είναι απαραίτητη για τον απεγκλωβισμό της οικονομίας από την υπο-απόδοση. Καθώς οι κοσμικοί έχασαν τον έλεγχο και ο Ερντογάν τη λάμψη του, η πορεία προς τη βασανιστική σύνθεση κοσμικότητας - Ισλάμ μοιάζει το πιθανότερο σενάριο, που πολλοί ήλπιζαν ότι θα συνέβαινε ομαλότερα κατά την πρώιμη περίοδο Ερντογάν. Όμως, η διαδικασία μετάβασης από τη μονοκρατορία του ενέχει τον κίνδυνο παρατεταμένης αστάθειας.

 

Οι εξωτερικές απειλές

Η Τουρκία θεωρεί κυρίαρχη απειλή την αυτονόμηση των Κούρδων, οι οποίοι δεν περιορίζονται στο εσωτερικό (16 εκατ.) αλλά και σε Συρία (3,3 εκατ.), Ιράκ (8,5 εκατ.) και Ιράν (8,3 εκατ.), αποτελώντας ένα γεωγραφικό συνεχές, με διάσπαρτη την παρουσία του PKK. Ο φόβος της Τουρκίας είναι ότι ο περιφερειακός κατακερματισμός ενθαρρύνει την ανακήρυξη κουρδικού κράτους στη Συρία ή/και στο Ιράκ.  

Στη Συρία, το καθεστώς Άσαντ τελεί υπό την προστασία της Ρωσίας που ελέγχει τον εναέριο χώρο και κατέχει ρυθμιστικό ρόλο, καθώς και του Ιράν με ισχυρή παρουσία των Φρουρών της Επανάστασης και των σιιτών της λιβανικής Χεζμπολάχ. Η Τουρκία, με μόνιμη πλέον στρατιωτική παρουσία, χρησιμοποιεί και τις αντιτιθέμενες στον Άσαντ σουνιτικές δυνάμεις, που έθεσε υπό την προστασία της, εναντίον των Κούρδων (SDF/YPG) οι οποίοι ελέγχουν 25% του εδάφους. Επιζητεί να παραμείνει ρυθμιστικός παράγοντας. Επιθυμεί επίσης μια σχετική σταθερότητα προς έλεγχο των προσφυγικών ροών (3,8 εκατ.), που αποτελούν εγχώριο πολιτικό πρόβλημα. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στη Βόρειο Συρία και τα σύνορα Τουρκίας-Συρίας-Ιράκ, ως ζώνη διαχωρισμού των κουρδικών πληθυσμών, αλλοίωσής τους μέσω μετεγκατάστασης προσφύγων και εκδιώξεων.

Στο Ιράκ, όπου η κεντρική κυβέρνηση ελέγχεται από τους σιίτες, η ιρανική επιρροή είναι επίσης σημαντική. Η Τουρκία διατηρεί, εντός της χώρας, 7.000 στρατιώτες και αεροπορική κάλυψη κατά μήκος των συνόρων και περιοχών που αποτελούν περάσματα στη Συρία για ιρανικές και κουρδικές δυνάμεις. Βρίσκεται σε συνεννόηση με την αυτονομημένη Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση (KRG) που διοχετεύει στην Τουρκία πετρέλαιο από την περιοχή του Κιρκούκ, σε ανταγωνισμό με τη Βαγδάτη. Η εξάρτηση της KRG από πετρελαϊκά έσοδα επιτρέπει στην Τουρκία να κρατάει διαχωρισμένους τους Κούρδους του Ιράκ από αυτούς της Συρίας και να επιχειρεί, με συνεργασία της KRG, εναντίον του PKK που συμπράττει και με φιλοϊρανικές δυνάμεις. Ως αντίβαρο στο Ιράν, η Τουρκία θα ήθελε μια προσέγγιση κούρδων-αράβων σουνιτών, που μαζί αποτελούν 43% του πληθυσμού, αλλά διατηρούν ανταγωνιστική σχέση. Η αντιπαλότητα KRG-Βαγδάτης και η αντίθεση του Ιράν στην κουρδική αυτονομία ευνοούν την Τουρκία.

Ο κατακερματισμός Ιράκ-Συρίας επιτρέπει στην Τουρκία, αντί να επιλύσει το Κουρδικό στο εσωτερικό της, να επιχειρεί μια μιλιταριστική λύση στο σύνολο της περιφέρειας με αναθεωρητικό τρόπο. Αυτή η πολιτική έχει αποφέρει πολιτικά κέρδη στον Ερντογάν  εξασφαλίζοντας τη στήριξη εθνικιστικών δυνάμεων, άλλοθι για θεσμικό αυταρχισμό με στόχο το φιλοκουρδικό κόμμα (HDP) και την αποτροπή ενός εκλογικού μετώπου κοσμικών - Κούρδων. 

Τα Στενά των Δαρδανελίων, που επιτρέπουν πρόσβαση του ρωσικού στόλου στη Μεσόγειο μέσω Αιγαίου και της βάσης του στη Συρία, ιστορικά έχουν αποτελέσει σημείο τριβής μεταξύ Τουρκίας-Ρωσίας. Αν η Ρωσία δεν είχε αποτύχει στην Ουκρανία, θα εκλαμβανόταν ως απειλή από την Τουρκία, με προεκτάσεις από τα Βαλκάνια έως την Κεντρική Ασία. Αν και τα Στενά διέπονται από διεθνείς συνθήκες, η παρουσία του τουρκικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα αποτελεί κεφαλαιώδες ζήτημα ασφάλειας και διεθνούς επιρροής, όπως αποδεικνύει η σημαντική διαμεσολάβησή της στην Ουκρανία.

Η Τουρκία αντιμετωπίζει το ενεργειακό ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας, επιδιώκοντας να καταστεί ενεργειακός κόμβος, καθώς έχει 72% εξάρτηση με ενεργειακό έλλειμμα (15 δισ. δολάρια) στο 55% του εμπορικού ελλείμματος, πριν από την ουκρανική κρίση. Οι εισαγωγές πετρελαίου (36% των ενεργειακών εισαγωγών) προέρχονται από Ρωσία - Ιράκ - Ιράν, ενώ του φυσικού αερίου (29%) από Ρωσία - Αζερμπαϊτζάν (IEA, 2021), από χώρες δηλαδή δυνητικά εχθρικές και με αγωγούς που διατρέχουν ευάλωτα εδάφη. Διατηρεί μεγάλο ενδιαφέρον για τον Καύκασο όπου παρέχει  πρόσβαση στα κοιτάσματα της Κασπίας καθώς και για την Ανατολική Μεσόγειο, όπου επικυριαρχεί σε Κύπρο - Λιβύη. Τέλος, εκμεταλλευόμενη την απομόνωση Συρίας - Ιράκ, εξέτρεψε ύδατα από Τίγρη - Ευφράτη κατασκευάζοντας το υδροηλεκτρικό σύμπλεγμα GAP στην Ανατολία, με συνέπειες λειψυδρίας σε Ιράκ - Συρία, που επιζητούν αναθεώρηση του καθεστώτος.

Συνοπτικά, η Τουρκία θέλει να ελέγχει τις εξελίξεις στο Κουρδικό, να αντιπαρατίθεται στο Ιράν σε Συρία - Ιράκ, να εξασφαλίσει πρόσβαση σε ενέργεια και τη θέση της στη Μαύρη Θάλασσα έναντι της Ρωσίας. Θεωρεί δε ότι η εθνική ασφάλεια ταυτίζεται με επέκταση επιρροής, τουλάχιστον στη Μέση Ανατολή.

 

Προβολή ισχύος στο εξωτερικό

Η αστάθεια στη Μέση Ανατολή προσέφερε ευκαιρία προβολής ισχύος που θωρακίζει και έναντι έκρυθμων καταστάσεων στον αραβικό κόσμο. Ο αγώνας για πρωτοκαθεδρία είναι κυρίως έναντι του Ιράν, καθώς οι περιοχές για τις οποίες ανταγωνίζονται θεωρούνται από την Τουρκία χώρος διακύβευσης της εθνικής ασφάλειας. Το ίδιο όμως ισχύει για το Ιράν, που θεωρεί ότι ένα ανεξάρτητο ή υπό ξένη επιρροή Ιράκ αποτελεί απειλή και ότι η παρουσία του στη Συρία λειτουργεί ως ζώνη ανάσχεσης των σουνιτών και προϋπόθεση για τον έλεγχο του Ιράκ. Επιπλέον, μέσω Ιράκ - Συρίας - Λιβάνου απειλεί Ισραήλ - Σαουδική Αραβία και επιζητεί έξοδο στη Μεσόγειο ως δυνητική εναλλακτική δυνατότητα στην εξαγωγή LNG από τον Περσικό Κόλπο.

Η άλλη ανταγωνίστρια είναι η Σαουδική Αραβία με την οποία, ενώ συμπορεύονται εναντίον του Ιράν, συγκρούονται για την ηγεσία του σουνιτικού κόσμου. Η Σαουδική Αραβία, σε συμμαχία με Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) - Αίγυπτο, έχει κυρίαρχο στόχο την απώθηση του Ιράν αλλά αποκηρύσσει και τον νεο-οθωμανισμό ως απειλή για τους Άραβες. Οι χώρες αυτές αντιτίθενται στη σουνιτική Μουσουλμανική Αδελφότητα, που τις αποκηρύσσει ως εργαλεία της Δύσης και διατηρεί ιδεολογική επιρροή στον ισλαμικό κόσμο, ιδιαίτερα στη Βόρειο Αφρική. Η Τουρκία, σε σύμπνοια με το Κατάρ, είχε εναποθέσει ελπίδες στην Αδελφότητα, που γνώρισε άνοδο κατά την Αραβική Άνοιξη (2010), αλλά μεταξύ 2013-16 απώλεσε την πολιτική της επιρροή. Η κυβέρνηση του AKP, πέρα από ιδεολογικούς λόγους, στηρίζει την Αδελφότητα επειδή προσφέρει πρόσβαση στη Βόρειο Αφρική και προοπτικές αποδοχής από τους αραβικούς πληθυσμούς, όπου η Τουρκία υστερεί λόγω οθωμανικού παρελθόντος. Ο «αντι-ιμπεριαλισμός» του Ερντογάν, με την Τουρκία ως θύμα της Δύσης, έχει παρόμοιο στόχο, πέρα από το εσωτερικό ακροατήριο.

Στη Λιβύη, αρχικά με στήριξη της Αδελφότητας και σε διαμάχη με Αίγυπτο - ΗΑΕ - Γαλλία - Ρωσία, απέκτησε στρατιωτική παρουσία και έγινε αποδεκτή ως ρυθμιστικός παράγοντας και αντίβαρο στη Ρωσία. Εξασφάλισε πρόσβαση σε κατασκευαστικά συμβόλαια, το λιβυκό πετρέλαιο και κάποια επιρροή στη Μεσόγειο, περιλαμβανομένου του μνημονίου της «γαλάζιας πατρίδας», δίχως όμως νομική υπόσταση, ελπίζοντας να εκβιάσει ενεργειακά σενάρια.

Η επέκταση στη Βόρειο Αφρική και οι στρατιωτικές βάσεις της σε Κατάρ, Σομαλία και προοπτικά ίσως στο Σουδάν δίνουν πρόσβαση στον Περσικό Κόλπο, τις ναυτικές οδούς προς το Ακρωτήριο Καλής Ελπίδας και τον Ινδικό και στην Ερυθρά θάλασσα - Σουέζ, ασκώντας πίεση και στην Αίγυπτο. Εδώ μαίνεται και ο ανταγωνισμός Ιράν - Σαουδικής Αραβίας, με το πρώτο να απειλεί την έξοδο της δεύτερης από τον Περσικό Κόλπο και την πρόσβαση στην Ερυθρά θάλασσα - Σουέζ, στηρίζοντας τους σιίτες Χούτι στην Υεμένη.

Η τουρκική στήριξη στη Χαμάς, ως παλαιστινιακό σκέλος της Αδελφότητας, που στηρίζεται και από Ιράν-Χεσμπολάχ, δημιουργεί ένταση και με το Ισραήλ. Από το 2021, η Τουρκία προσπαθεί να προσεγγίσει Ισραήλ - Αίγυπτο - χώρες του Κόλπου, μετριάζοντας τη στήριξη σε Αδελφότητα - Χαμάς. Μια σύμπνοια αυτών των χωρών απομονώνει το Ιράν (Geopolitical Futures, 2016). Έτσι, εξασφάλισε και πιστωτικές διευκολύνσεις για στήριξη της λίρας αποφεύγοντας την προσφυγή στο ΔΝΤ, που θα έθετε οικονομικούς περιορισμούς στο γεωπολιτικό της άνοιγμα.

Αν και τα πολλαπλά μέτωπα δοκιμάζουν τις αντοχές της Τουρκίας, η γεωγραφική θέση και η επιδίωξη των φιλοδοξιών της την κατέστησε συμμέτοχο σε ζητήματα ευρωπαϊκής ασφάλειας (προσφυγικό, Ουκρανία, ενεργειακό) και παράγοντα για τη στρατηγική των ΗΠΑ.

 

ΗΠΑ, Τουρκία και οι Άλλες Δυνάμεις

Σε προηγούμενο άρθρο, αναφορικά με το διεθνές γεωπολιτικό τοπίο (Αναστασιάδης, 2022), υποστηρίξαμε ότι, κατά την προεδρία Ομπάμα, οι ΗΠΑ εξαναγκάστηκαν σε αλλαγή πλεύσης στην εξωτερική πολιτική. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της εναντίωσης του μέσου Αμερικανού σε πολεμικές περιπέτειες, του κόστους συντήρησης του μονοπολισμού και της αποδοχής της «σχετικής υποχώρησης της Δύσης», απότοκο της παγκοσμιοποίησης και της ραγδαίας οικονομικής ανόδου αρκετών χωρών και ιδιαίτερα της Κίνας, με συνακόλουθη την αναβάθμιση των γεωπολιτικών δυνατοτήτων τους.

Οι ΗΠΑ στράφηκαν από τη λογική της «μοναδικής υπερδύναμης» σε αυτή της «ισορροπίας δυνάμεων», ανά παγκόσμια περιφέρεια. Η μετα-μονοπολική αυτή προσέγγιση αποδέχεται την παραχώρηση χώρου στις ισχυρότερες χώρες κάθε περιφέρειας, με στόχο να αλληλοεξουδετερώνουν την ισχύ τους προς μια σχετική σταθερότητα. Οι δε ΗΠΑ, σε ρόλο επιδιαιτητή, να ρίχνουν το βάρος τους επιλεκτικά ανάμεσα στους διαφορετικούς παίκτες, ώστε να εξασφαλίζουν την επωφελέστερη ισορροπία δυνάμεων, καθώς και ότι δεν θα επικρατήσει ένας μοναδικός παίκτης ή μια αντι-ηγεμονική συμμαχία που θα αποκλείει την επιρροή - πρόσβασή τους σε κάποια περιφέρεια. Όλα αυτά, σε συνάρτηση με το στόχο του ελέγχου της Ρωσίας, του Ιράν και, κυρίως, της ανόδου της Κίνας.

Στη Μέση Ανατολή, από το 2011, αποχώρησαν 160.000 από τους 200.000 αμερικανούς στρατιώτες και, πλέον, παραμένουν 900 στη Συρία, 2.300 στο Ιράκ και οι υπόλοιποι στις χώρες του Κόλπου. Από τη σκοπιά των ΗΠΑ, η εμπλοκή της Τουρκίας είχε σημασία λόγω εγγύτητας και στρατιωτικής δύναμης, ως αντίβαρο στο ξεδίπλωμα του Ιράν σε Ιράκ - Συρία - Λίβανο. Ταυτόχρονα, έστεκε έναντι του Άσαντ και της Ρωσίας που ενίσχυσε την παρουσία της για διασφάλιση της ναυτικής και αεροπορικής της βάσης, για εκμετάλλευση του κενού ισχύος στην περιοχή και για απώθηση της τζιχαντιστικής επέκτασης στη γειτονιά της, σε ανταγωνιστική συμπόρευση με το Ιράν.

Η ΗΠΑ εξέλαβαν την Τουρκία ως δεδομένη, η στήριξη όμως των Κούρδων (2014) εναντίον του Iσλαμικού Κράτους (ISIS) συνετέλεσε στο να την καταστήσει «δύσκολη σύμμαχο», που σε συνεννόηση με Ρωσία - Ιράν, παρέκαμψε τις ΗΠΑ στη συριακή ειρηνευτική διαδικασία (Αστάνα, 2017). Είχαν προηγηθεί ρωσικές οικονομικές κυρώσεις για κατάρριψη μαχητικού (2015), μαζικές προσφυγικές ροές, αποκλεισμός της τουρκικής αεροπορίας στη Βόρεια Συρία και η καχυποψία για τη στάση της Δύσης στο αποτυχημένο πραξικόπημα (2016).

Ο Ερντογάν συμβιβάστηκε εγκαταλείποντας το στόχο ανατροπής του Άσαντ, ενώ η Ρωσία έδωσε πράσινο φως για τις τουρκικές επιχειρήσεις (από το 2016), ελπίζοντας και στη διάρρηξη της σχέσης Τουρκίας-ΗΠΑ. Η τελευταία τέθηκε σε παραπέρα δοκιμασία με την αγορά ρωσικών S-400. Παρ’ όλα αυτά, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των τριών παικτών δεν επέτρεψαν μια αντι-ηγεμονική συμμαχία αλλά μια ισορροπία δυνάμεων, όπως επιδίωκαν οι ΗΠΑ, αλλά όχι όπως ιδανικά την επιθυμούσαν.

Η νέα προσέγγιση των ΗΠΑ, δημιουργεί κενά ισχύος, ώστε και παραδοσιακοί σύμμαχοι να αναθεωρούν τη στρατηγική ασφάλειάς τους αναπτύσσοντας αυτονομία δράσης. Στη Μέση Ανατολή, όπου επικράτησε η πολυπολικότητα, το Ισραήλ συχνά βομβαρδίζει ιρανικές θέσεις στη Νότια Συρία με ανοχή της Ρωσίας ενώ η Σαουδική Αραβία στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ+ ευνόησε τη μείωση παραγωγής πετρελαίου, που αποτελεί δώρο στον Πούτιν και πρόσκομμα για τις πολιτικές κυρώσεων ΕΕ-G7.

Μετά τη Συρία και, πλέον, την ουκρανική κρίση, η σύγκλιση Ρωσίας - Τουρκίας, σε συνάρτηση με τη μειούμενη παρουσία των ΗΠΑ, επιτρέπει στην Τουρκία την άσκηση αυτονομίας από τη Δύση, με ταυτόχρονα οφέλη από τη Ρωσία (ενέργεια, επενδύσεις, τουρισμός). Μέσω της Τουρκίας, η Ρωσία παρακάμπτει δυτικές κυρώσεις αλλά μπορεί και να προβάλλει πιέσεις είτε παραχωρήσεις προς αυτήν, μέσω του κουρδικού - προσφυγικού. Από την άλλη, η δύσκολη κατάσταση της Ρωσίας επιτρέπει στην Τουρκία την επιλογή εξισορρόπησης Δύσης-Ρωσίας, όσο και το ενδεχόμενο να στραφεί εναντίον της, σε σύμπλευση με τη Δύση. Ρωσία - Τουρκία επιζητούν μια επίφαση σταθερότητας στη Συρία ώστε να προβάλλονται και ως εγγυητές ασφάλειας στη Μέση Ανατολή, που εξασφαλίζει την κατανόηση από Ισραήλ - Σαουδική Αραβία - ΗΑΕ, αποφεύγοντας μια αντίπαλη συσπείρωση.

Το Ιράν δεν ενδιαφέρεται τόσο για σταθερότητα όσο για επέκταση επιρροής και άσκηση πίεσης σε Σαουδική Αραβία και Ισραήλ. Η απομόνωσή του το ωθεί προς τη Ρωσία, που επίσης το έχει ανάγκη και, πέραν της αλληλοϋποστήριξης στη Συρία, υπόσχεται 40 δισ. δολάρια σε επενδύσεις ενεργειακών υποδομών και εκσυγχρονισμό της αεροπορίας με ρωσικά μαχητικά. Μετά την Ουκρανία, η Μόσχα –εκμεταλλευόμενη την άρνηση του ιρανικού καθεστώτος να αποδεχθεί γεωπολιτικούς όρους από τη Δύση– θέτει προσκόμματα στην Πυρηνική Συμφωνία (JCPOA) συντελώντας στην απομόνωση του Ιράν και, άρα, στην εξάρτηση από τη Ρωσία. Επιπλέον, το εμπάργκο ιρανικού πετρελαίου διευκολύνει τον έλεγχο τιμών από Σαουδική Αραβία-Ρωσία.

Η άνοδος της τουρκικής οικονομίας ήταν προϋπόθεση προς εξεύρεση πόρων για εμπλοκή στο εξωτερικό. Όμως, το γεωπολιτικό ξεδίπλωμά της δεν θα είχε συμβεί χωρίς την αλλαγή προσέγγισης των ΗΠΑ, που επέτρεψε «κενά ισχύος» για την εμπλοκή τοπικών παικτών. Μια Τουρκία με ισλαμική κυβέρνηση ήταν ιδανικός υποψήφιος, αλλά το είδος των μελλοντικών σχέσεων με την Δύση παραμένει ανοικτό.

 

ΗΠΑ-Τουρκία: συγκλίσεις και αποκλίσεις

Σε τι θα ήταν χρήσιμη η Τουρκία για τις ΗΠΑ και τη Δύση; (α) Αποτελεί πλέον παράγοντα στην ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα έναντι του Ιράν αλλά και της Ρωσίας. (β) Η Δύση επιζητεί μετριασμό της ειδικής σχέσης Τουρκίας - Ρωσίας και μια ενεργή Τουρκία, στο πλαίσιο σύμπραξης των χωρών Βαλτικής - Μαύρης Θάλασσας. (γ) Μια ενεργή Τουρκία σε Καύκασο - Κασπία θα περιόριζε τον στενό ρωσικό έλεγχο της περιοχής και θα ασκούσε πίεση στο Ιράν.

Στη Μέση Ανατολή η Τουρκία κρατάει αποστάσεις από την Δύση, ώστε να εκλαμβάνεται ως ανεξάρτητη δύναμη και προστάτης του ισλαμικού κόσμου. Αυτό είναι αποδεκτό από τις ΗΠΑ, όσο δεν αντιτίθεται σε κρίσιμες φιλοδυτικές δράσεις. Σχετικά με το Ιράν, προς το παρόν, η Τουρκία αποδέχεται μοίρασμα ισχύος προς αποφυγή χαοτικών καταστάσεων, ιδιαίτερα στο προσφυγικό, καθώς και μια δυναμική σύμπραξη Ρωσίας - Ιράν εναντίον της. Μεσοπρόθεσμα, η Τουρκία αναμένεται να υπερισχύσει του Ιράν, λόγω οικονομικής - στρατιωτικής ισχύος και της εχθρότητας Ιράν - ΗΠΑ.

Παρά τη σύγκρουση ΗΠΑ - Τουρκίας, όταν οι κουρδικές δυνάμεις ήταν απαραίτητες εναντίον του Iσλαμικού Κράτους η υποχώρησή του υποβάθμισε τη στήριξη των Κούρδων, περιορίζοντας ένα σοβαρό εμπόδιο για προσέγγιση. Αν και οι ΗΠΑ διατηρούν τη σχετική προστασία των Κούρδων, τους υποχρέωσαν να γείρουν προς Άσαντ - Ρωσία αλλά, εφόσον ελέγχουν σημαντικό έδαφος και καθηλώνουν το Iσλαμικό Κράτος, θα απαιτηθεί ευρύτερη συμφωνία καθορισμού του ρόλου τους.

Στη σχέση Ρωσίας - Τουρκίας, ο εγκλωβισμός στην Ουκρανία υποχρεώνει την πρώτη σε φθίνουσα επιρροή στη Συρία, που θα διαμοιραστεί μεταξύ Ιράν - Τουρκίας - Άσαντ. Η κατάσταση μπορεί να παραμείνει περίπου ως έχει, όμως η ισχυρή παρουσία του Ιράν διακινδυνεύει να μετατρέψει τη Συρία σε βάση ενίσχυσης των Χεσμπολάχ - Χαμάς - Χούτι, που όλοι οι άλλοι απεύχονται. Το πρόσφατο άνοιγμα Ερντογάν προς Άσαντ, με προτροπή της Μόσχας, θα αποτελούσε αντίβαρο στο Ιράν και διέξοδο για την Τουρκία, μέσω μιας συμφωνίας για το Προσφυγικό και το Κουρδικό. Για το τελευταίο, θα απαιτηθεί η αποδοχή και των ΗΠΑ, ώστε ίσως να αποχωρήσουν από τη Συρία όπως ελπίζουν Ρωσία και Ιράν. Όμως, ούτως ή άλλως, η Τουρκία πρέπει να αποδεχθεί μια σχετική κουρδική αυτονομία στη βορειοανατολική Συρία, όπως θα προέκριναν η Ρωσία και οι ΗΠΑ.

Στη Μαύρη Θάλασσα, ο ρωσικός στόλος αντιμετωπίζει τον αναβαθμισμένο τουρκικό και τον ρουμανικό στόλο. Η Τουρκία έχει συμφέρον να στηρίζει την Ουκρανία αλλά προσπαθεί να εξισορροπήσει την ανάγκη της Ρωσίας να μετριάσει την απομόνωσή της, χωρίς να αποξενώσει τη Δύση. Η αντιπαράθεση Δύσης-Ρωσίας ευνοεί τη διαπραγματευτική δύναμη της Τουρκίας απέναντι στη Δύση και έναντι της Ρωσίας, που αποδυναμώνεται ως δυνητική απειλή για την Τουρκία, παρά την ισχύ της στη Μαύρη Θάλασσα και την επιρροή της σε Γεωργία - Αρμενία.

Στην Κασπία και τον Καύκασο, το Αζερμπαϊτζάν έχει ιδιαίτερο βάρος προσφέροντας πρόσβαση στην Κασπία. Παρά τη ρωσική κυριαρχία στην ειρηνευτική διαδικασία Αζερμπαϊτζάν - Αρμενίας, η επιτυχής εμπλοκή της Τουρκίας στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στο πλευρό του Αζερμπαϊτζάν, την προβάλλει ως γεωπολιτικό παίκτη στον Καύκασο, σε δυνητικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία και ως απειλή για το Ιράν. Η Ρωσία κρατάει ήπια στάση, καθώς η εμφάνιση της Τουρκίας υποχρεώνει την αρμενική κυβέρνηση, που επιζητούσε δυτική προσέγγιση, σε εναγκαλισμό με τη Μόσχα. Όπως και σε Συρία - Λιβύη, η Ρωσία προτιμάει παραχωρήσεις στην Τουρκία αν έτσι πρόκειται να αποφύγει μια δυτική εμπλοκή ή να διασπάσει δυτικές συμπλεύσεις, έστω με κίνδυνο αυτή τελικά να αποδειχθεί δούρειος ίππος της Δύσης αντί της Ρωσίας.

Ευρύτερα, υπάρχουν 55 εκατομμύρια τουρκόφωνοι σε Καύκασο και Κεντρική Ασία, περιλαμβανομένων των 13 εκατομμυρίων Αζέρων στο Ιράν, που υπερβαίνουν τον πληθυσμό του Αζερμπαϊτζάν. Η στήριξη του τελευταίου και από το Ισραήλ, με στρατιωτική τεχνολογία και δυνητική χρήση του εναέριου χώρου, εντείνει την πίεση στο Ιράν. Οι χώρες αυτές αποτελούν πηγές κοιτασμάτων από την Κασπία, σημεία εκκίνησης αγωγών και εμπορικοί - μεταφορικοί κόμβοι που συνδέουν Ρωσία - Κίνα - Ιράν - Ινδία και αποτελούν χώρες υποψήφιες  για γεωπολιτικές ανακατατάξεις, με εμπλοκή και της Κίνας. Μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τη Μόσχα θα αποδυναμώσει τον προνομιακό έλεγχο που ασκεί στην περιοχή και στη διανομή ενέργειας. Μια επιτυχής εμπλοκή της Τουρκίας θα αναβαθμίσει τη διεθνή της θέση, αλλά και τη θέση της έναντι του Ιράν και της Ρωσίας, όμως με κίνδυνο συντονισμένης αντίδρασης από μέρους τους.

Συνοπτικά, η βούληση των ΗΠΑ για μια Τουρκία που θα περιορίζει το Ιράν στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία και θα στέκεται απέναντι στη Ρωσία σε Μαύρη Θάλασσα, Καύκασο - Κασπία και Μέση Ανατολή συνάδει με τα μακροχρόνια συμφέροντα της Τουρκίας. Η σχετική σύμπνοια συμφερόντων Δύσης - Τουρκίας στη Μέση Ανατολή κάνει ευκολότερο για τη Δύση να αποδεχθεί την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη, με δικές της προτεραιότητες, παρά απλά ως σύμμαχο - αντίπαλο. Στη σχέση Ρωσίας - Τουρκίας, οι διαφορές υπερτερούν, ώστε η επιμέρους σύγκλισή τους να μη θεωρείται στρατηγική. Καθώς υποχωρεί η ρωσική ισχύς, η Τουρκία δεν θα συνταχθεί με τον ηττημένο, ενώ στην απίθανη περίπτωση ρωσικής ενίσχυσης  θα αισθανθεί απειλούμενη. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει καθοριστική διαφοροποίηση δεδομένου ότι, πριν από την αλλαγή του διεθνούς γεωπολιτικού τοπίου, θα λέγαμε ότι οι ΗΠΑ και η Τουρκία ήσαν φυσικοί σύμμαχοι ενώ η Ρωσία και η Τουρκία φυσικοί εχθροί.

 

Οι επιλογές της Τουρκίας

Γιατί λοιπόν η Τουρκία αποδείχτηκε συνολικά δύσκολη σύμμαχος για τη Δύση; Και παρά τη δυτική διάθεση για προσέγγιση, η διάρρηξη εμπιστοσύνης που έχει προκύψει δεν αποκαθίσταται εύκολα, με αποτέλεσμα αυτό να μπορεί να εκληφθεί ως στοιχείο ανορθολογισμού της τουρκικής πολιτικής; Η απομάκρυνση από τη μονοπολικότητα και η ρευστότητα που κυριαρχεί στην γειτονιά της ωθούν την Τουρκία στην επιδίωξη μεγιστοποίησης κερδών και διαχείρισης κινδύνων, με συνέπεια οι σχέσεις με τη Δύση να μην είναι αποδεκτές, στο βαθμό  που δεν της επιτρέπουν αυτονομία δράσης. Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται η τακτική της Τουρκίας για παροχή ανταλλαγμάτων, καθώς και οι εκβιασμοί για την απόσπασή τους. Χάριν δε και της μαχητικότητας του Ερντογάν, η χώρα έδειξε ότι μπορεί να επιτύχει υψηλό βαθμό αυτονομίας.

Παράλληλα, ο Ερντογάν, που η παραμονή του στην εξουσία αποτελεί υπαρξιακό ζήτημα, επικεντρώνεται σε εκλογικά οφέλη αυτονομούμενος από όλα τα άλλα. Ισλαμικοί - εθνικιστικοί κύκλοι πιστεύουν ότι η υποχώρηση της Δύσης οδηγεί σε «επικείμενη» ενίσχυση ανερχόμενων δυνάμεων, με την Τουρκία σε διεθνή ρόλο. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι Ρωσία και Ιράν δεν θα στραφούν εύκολα ή άμεσα προς τη Δύση, που θα αποδυνάμωνε σημαντικά τη θέση της Τουρκίας, την ενθαρρύνει να αναλάβει το ρίσκο εξάντλησης των περιθωρίων.

Τα παραπάνω ίσως εξηγούν γιατί η Τουρκία θεωρείται έως και απειλητική σύμμαχος. Ακόμη και έτσι, όμως, η Δύση θα επιδιώξει να διατηρήσει την «αναξιόπιστη» Τουρκία υπό σχετικό έλεγχο εντός ΝΑΤΟ. Μάλιστα, υπάρχει η προσμονή ότι αν επικρατήσουν οι κοσμικοί πολιτικοί, που αποτελούν μια ετερόκλητη αντι-Ερντογάν συμμαχία (επίσης πάντως με εθνικιστική αιχμή), θα είναι περισσότερο διαλλακτικοί απέναντι στη Δύση, αν και η στροφή μπορεί να γίνει κι από τον ίδιο τον Ερντογάν.

Γιατί θα μπορούσε η Τουρκία να συγκλίνει περισσότερο προς τη Δύση, ασχέτως του αποτελέσματος των εκλογών, και σε ποια μορφή; Παρά τη σχετική υποχώρηση της Δύσης, δεν υφίσταται ακόμη ένας ισχυρός πόλος που θα ωθούσε την Τουρκία να προσχωρήσει στρατηγικά σε αυτόν, ιδιαίτερα καθώς η Κίνα δεν σκοπεύει άμεσα να ηγηθεί. Ρωσία - Ιράν αλλά και Κίνα, ξεχωριστά, δεν διαθέτουν αρκετή ισχύ, ούτε συλλογικά έχουν την κοινότητα οικουμενικής αντίληψης και συμφερόντων ή την αποδοχή μιας κρίσιμης μάζας χωρών που να τεκμηριώνει φιλοδοξία ηγεμονικού ρόλου. Επιζητούν κυρίως την παραχώρηση σφαιρών επιρροής, με θύματα άλλες χώρες, και την ανενόχλητη άσκηση αυταρχισμού στο εσωτερικό, με κοινό παρονομαστή μια «δομική» αντιδυτικότητα. Παρά τις ομοιότητες, η όψιμη αντιδυτικότητα της Τουρκίας είναι κυρίως διεκδικητική και δεν αντιτίθεται στους πυλώνες του δυτικού συστήματος (ΝΑΤΟ - ΕΕ).

Η Τουρκία έχει πάψει να κινείται με άγκυρα τη Δύση, σε θεσμικό επίπεδο όμως δεν έπαψε να επιζητεί τη συμμετοχή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ στο εσωτερικό υπάρχει μια πλειοψηφία υπέρ της διατήρησης σχέσεων με τη Δύση. Γεωπολιτικά, πορεύεται εξισορροπητικά και επιλέγει την αυτονομία στο πλαίσιο ενός λιγότερο δυτικοκεντρικού κόσμου, της εσωτερικής διαίρεσης των ΗΠΑ και αμφιβολιών για τη δυτική ισχύ σε περιοχές ενδιαφέροντός της. Όντως, η μειωμένη παρουσία των ΗΠΑ σε Μέση Ανατολή, Καύκασο - Κασπία και η αξιολύπητη αδυναμία της ΕΕ να καλύψει κενά περιορίζουν τη δυνατότητα της Δύσης, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, να προσφέρει ευκαιρίες στην Τουρκία, που να ξεπερνούν όσα μπορεί να αποσπάσει μόνη της ή σε συνδιαλλαγή με Ρωσία - Ιράν. Επιπλέον, το Ουκρανικό αποδεσμεύει την Τουρκία από τον άμεσο φόβο της Ρωσίας και την ανάγκη προσφυγής στη Δύση.

Παρ’ όλα αυτά, ενώ το παιχνίδι είναι μακροχρόνιο, δεσπόζουν κάποιες σταθερές μεταβλητές, όπως το ασταθές άμεσο περιβάλλον της Τουρκίας και η καταλυτική εξάρτησή της από τη Δύση –61% των εξαγωγών, επενδύσεις μεταφοράς τεχνολογίας και εξοπλισμός αιχμής– που την αποθαρρύνουν να ξεπεράσει κάποια όρια ή να περάσει σε αντίπαλο στρατόπεδο. Σε μακροχρόνια οπτική, μπορεί ευκολότερα να παγιώσει κέρδη σε σχετική σύμπλευση με τη Δύση, η οποία δεν την απειλεί, παρά μόνη της ή σε συμμαχία με Ρωσία - Ιράν, όπου δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη δεσπόζουσα θέση, ενώ διακινδυνεύει τη δυτική εχθρότητα.

Αν η τάση αποπαγκοσμιοποίησης οδηγήσει σε αυστηρή περιφερειοποίηση, οι οικονομικές ευκαιρίες που προσφέρει η Κεντρική Ασία, σε συνάρτηση με Κίνα - Ρωσία, πιθανόν να απαιτήσουν την ουσιαστική συμμετοχή της Τουρκίας στο Σύμφωνο Σαγκάης. Ωστόσο, η ίδια τάση προσφέρει σιγουρότερες ευκαιρίες για την ανάδειξή της σε κόμβο δυτικών επενδύσεων, τουλάχιστον λόγω ανακατατάξεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Πολύ περισσότερο μάλιστα σε σύγκριση με μια περιφέρεια όπου κυριαρχεί ο ανταγωνισμός για φθηνά προϊόντα - μισθούς, όπου η Κίνα ήδη δεσπόζει. Δεν συμφέρει στην Τουρκία η δημιουργία αντιτιθέμενων παγκόσμιων περιφερειών, καθώς η γεωγραφία τής επιτρέπει να εκμεταλλευθεί όλες τις ευκαιρίες αν κινηθεί ανάλογα, κάτι που αποτελεί και ρεαλιστική προσδοκία της.

Συμπερασματικά, επαναπροσέγγιση δεν θα σημαίνει μια Τουρκία αγκυροβολημένη στη Δύση. Και ενώ η στάση της μένει να ξεκαθαριστεί, μια στενότερη αλά καρτ προσέγγιση είναι το πιθανότερο σενάριο, με την προϋπόθεση σταδιακής αποκατάστασης εμπιστοσύνης. Όμως, όπως δείχνουν και οι ελληνοτουρκικές εξελίξεις, η Τουρκία διαχειρίζεται την αυτονομία της με ανώριμο και άτακτο τρόπο επωμιζόμενη κινδύνους.

 

Τα ελληνοτουρκικά

Τα επόμενα χρόνια, αρκετές μικρές χώρες θα αυτοπροσδιορίζονται ως Ουκρανίες και κάποιες μεγάλες θα αποκηρύσσονται ως Ρωσίες. Η ουκρανική αντίσταση έδειξε ότι η υπεράσπιση της κυριαρχίας απαιτεί την ικανότητα μιας χώρας να επιφέρει πλήγμα στον αντίπαλο. Η Ελλάδα θωράκισε με αστραπιαίες κινήσεις την άμυνά της για να το καταστήσει σαφές. Όμως, το συγκριτικό μέγεθος και δυνητικοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης, υπονοούν ότι η δυνατότητα της Ελλάδας να ακολουθήσει τους τουρκικούς εξοπλισμούς μπορεί να καταστεί επίφοβη, αλλά ούτως ή άλλως επαχθής.

Μήπως η Ελλάδα είναι και θύμα του γεγονότος ότι το Αιγαίο είναι μια «δυτική λίμνη» που καθόρισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις για περιορισμό της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Ο κίνδυνος δεν έχει επιστρέψει στη μορφή της Τουρκίας που επιζητεί προβολή ισχύος σε Αιγαίο - Μεσόγειο; Πόσο κυρίαρχη είναι η Ελλάδα όταν αποφεύγει την εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών ή τη χάραξη δικαιωμάτων στο χάρτη, αφήνοντας ανοικτά ζητήματα; Πλέον, η παραγωγή υδρογονανθράκων είναι αδύνατη πριν από το τέλος της δεκαετίας και με προβλήματα κόστους - ζήτησης, λόγω πράσινης ανάπτυξης. Τελικά, μια μικρή χώρα αντιμετωπίζει δυσθεώρητο κόστος, πέραν του αμυντικού, και υφίσταται προσβολές και ανασφάλεια απέναντι σε μια επιθετική Τουρκία, την οποία η Δύση θεωρεί πολύτιμη.

Μήπως, όμως, η Δύση έχει, υπερβολικά μονόπλευρα, εκχωρήσει στην Ελλάδα το βάρος υπεράσπισης της «δυτικής λίμνης» – με δεδομένο, μάλιστα, ότι η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια επιλογών, καθώς δεν μπορεί να επιλύσει ζητήματα με μια αναξιόπιστη Τουρκία ούτε (πιστευτά) να απειλήσει την Δύση ότι θα προβεί σε κάποιον συμβιβασμό. Επιπλέον, η υποβάθμιση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας αφαιρεί έναν βασικό μοχλό πίεσης.

Οι διαφορές Ελλάδας - Τουρκίας λιμνάζουν και, πλέον, συνδέονται με το ενεργειακό ως νέο ζήτημα αντιπαράθεσης. Ο East-Med δεν αποκλείει την παράλληλη πώληση στην Τουρκία, ιδιαίτερα αν ο αγωγός δεν προχωρήσει. Η ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας από μεσογειακές χώρες είναι ευνοϊκή γι’ αυτές και για την ίδια, συγκριτικά με άλλους προμηθευτές, και καλοδεχούμενη από τις ΗΠΑ. Το Ισραήλ και αργότερα η Αίγυπτος ίσως να φλερτάρουν με το ενδεχόμενο. Η Τουρκία θα δηλώνει παρούσα ως παράγων διαμόρφωσης του ενεργειακού τοπίου στην Ανατολική Μεσόγειο και, καθώς ο χρόνος πιέζει, υπάρχουν δυνατότητες για ευρύτερες διευθετήσεις – αλλά πάλι δεν είναι βέβαιο ότι θα αποβάλει την επιθετικότητά της.

 

Όχι η Τουρκία που ξέραμε

Για την Ελλάδα, βασικό πρόβλημα αποτελεί η υπεράσπιση των νησιών που καμία οριοθέτηση δεν μπορεί πρακτικά να  εξασφαλίσει. Λογικά, η Τουρκία δεν θα θέσει σε αμφισβήτηση τη σχέση της με τη Δύση και, ακόμη λογικότερα, θα αποφύγει μια πολεμική σύγκρουση με την Ελλάδα που θα κατέληγε στη διεθνή απομόνωσή της. Αλλά οι χώρες δεν λειτουργούν πάντα ορθολογικά και, επιπλέον, η Τουρκία αρέσκεται σε μια σιβυλλική στάση ώστε να συντηρεί την πίεση.

Ποιο είναι το πρόβλημα της Τουρκίας με την Ελλάδα; Θεωρεί ότι, ως περιφερειακή πλέον δύναμη, δεν έχει ανάλογο «ζωτικό χώρο». Η Ελλάδα, που τα νησιά της φτάνουν στα τουρκικά παράλια, και κατ’ επέκταση και άλλες (νατοϊκές) δυνάμεις, την «περικυκλώνουν» και θεωρητικά την απειλούν – κάτι που όντως θα συμβεί αν αυτή κινηθεί αυτοκρατορικά. Την εξοργίζει ότι αυτά έχουν επιβληθεί στο παρελθόν αλλά πλέον, ως απόγονο της Αυτοκρατορίας, την ασφυκτιούν. Ζητάει συνομιλίες μόνο με την Ελλάδα, για να της δείξει ότι δεν αξίζει να είναι «λακές» της Δύσης και υπονοεί ότι θα «συγκυριαρχήσει» με την τελευταία στη Μεσόγειο. Τέλος, στο ζήτημα εκμετάλλευσης της υφαλοκρηπίδας, η μικρή χώρα κερδίζει τη μερίδα του λέοντος, βάσει του διεθνούς δικαίου. Αν εξαιρέσουμε το τελευταίο, που επιδέχεται ειρηνικής επίλυσης, τα υπόλοιπα (Νταβούτογλου, 2010) αποτελούν αναθεωρητισμό, που πέραν της φινλανδοποίησης της Ελλάδας περιλαμβάνει και τον πόλεμο. Πρόκειται περί ενός ουτοπικού - ανορθολογικού αναθεωρητισμού με καθαρό κόστος για την Τουρκία, πέρα από την αναίτια βλάβη που θα προκαλέσει στην Ελλάδα.

Μία αδυναμία της Ελλάδας, που την ωθεί σε φοβική στάση, απορρέει από το γεγονός ότι, υποτιμώντας το ογκώδες και πολύπλευρο κόστος των ελληνοτουρκικών, δείχνει να διακατέχεται από την ψευδαίσθηση πως ήδη τα έχει όλα και ο χρόνος ας κυλά. Επομένως, κάθε προσπάθεια επίλυσης (πιο ενδεδειγμένη, η προσφυγή στη Χάγη) που θα ενέχει «συμβιβασμούς» μπορεί να εκληφθεί ως ήττα (π.χ. Καστελόριζο με μερική επήρεια ΑΟΖ και μη ενιαία ΑΟΖ Κύπρου-Ελλάδας). Το θυμικό φορτίο των ελληνοτουρκικών εγκλωβίζει και το πολιτικό σύστημα: κάθε κυβέρνηση φοβάται πως θα χάσει αν επιχειρήσει επίλυση, ενώ κάθε αντιπολίτευση πως θα κερδίσει αν η όποια κυβέρνηση το πράξει. Εδώ υποβόσκει ο κίνδυνος της παθητικότητας, θέτοντας την Τουρκία στο ρόλο της διεκδικήτριας που θεωρεί ότι αποκλείεται εσαεί από την άσκηση δικαιωμάτων της, εκκινώντας φαύλους κύκλους μαξιμαλισμού.

 

Οι επιλογές της Ελλάδας και η Δύση

Η Δύση αναγνωρίζει τους κινδύνους από μια επεκτατική Τουρκία και η όποια αναβάθμισή της δεν σημαίνει «ξεπούλημα» της Ελλάδας, που και ως ανασχετικός παράγων στην τουρκική επιθετικότητα, αποτελεί βασικό παράγοντα ισορροπίας δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Το ουκρανικό και η άστοχη τακτική της Τουρκίας συνέβαλαν στην ουσιαστικότερη αναβάθμιση της Ελλάδας από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Για τη Δύση, η πρόσβαση στην Μαύρη Θάλασσα δεν μπορεί να καθορίζεται μόνο από το καθεστώς των Στενών που περιορίζει τη στρατιωτική ναυσιπλοΐα. Επιπλέον, η δίοδος του ρωσικού στόλου δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικά από την Τουρκία, καθώς σύγκλιση με τη Ρωσία που θέτει έστω και στο ελάχιστο σε αμφιβολία τη βασική χρησιμότητά της για τη Δύση πρέπει να ληφθεί υπόψη. Αμφότεροι οι στόχοι, συνδέονται με το στρατηγικό πλέον λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, που παρακάμπτει τα Στενά για πρόσβαση στρατιωτικών δυνάμεων - υλικού αλλά και εμπορίου στη βορειοανατολική Ευρώπη και την Ουκρανία. Η Αλεξανδρούπολη εμπλέκεται και στη διανομή ενέργειας, μειώνοντας το ειδικό βάρος της Ρωσίας. Τέλος, η στρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών ευνοεί τη Δύση αναφορικά και με τη Ρωσία, διότι της στερεί έναν ασφαλή διάδρομο στο Αιγαίο.

Μετά την ανακάλυψη των κοιτασμάτων, οι ΗΠΑ προέκριναν την εταιρική σχέση 3+1 με Ελλάδα - Κύπρο - Ισραήλ, καθώς και το Φόρουμ Ανατολικής Μεσογείου που επιπλέον περιλαμβάνει την Αίγυπτο, τον Λίβανο, παλαιστινιακά εδάφη, την Ιταλία και τη Γαλλία, με περιθώρια συνεργασίας και σε ζητήματα ασφάλειας. Αυτά σχετίζονται και με την παρουσία του Έκτου Στόλου, των αναβαθμιζόμενων αμερικανικών βάσεων, του συμφώνου Γαλλίας - Ελλάδας με αμυντική ρήτρα και την παρουσία δυτικών πετρελαϊκών εταιρειών.

Η Δύση δεν θέλει και δεν κερδίζει τίποτα από μια σοβαρή προβολή ισχύος της Τουρκίας στη Μεσόγειο, παρά μόνο προσθέτει προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί αμφιβολίες για την ετοιμότητα της συμμαχικής στήριξης. Η Δύση συχνά πέφτει θύμα διαιρέσεων - συγκυριών, στη δε ΕΕ το έλλειμμα ηγεσίας και αμυντικής πολιτικής μπορούν να καταλήξουν σε «συλλογική απραξία». Όπως συνέβη κατά την οικονομική κρίση του 2010, με την παραστρατημένη Ελλάδα ως πειραματόζωο. Η Δύση δηλώνει ότι σίγουρα θα ελέγξει την Τουρκία, αλλά πιθανόν αφού αυτή έχει πρώτα επιτεθεί.

Γεωπολιτικά, η απώλεια ενός ελληνικού νησιού μπορεί να μη σημαίνει πολλά, όμως είναι τεράστιο ζήτημα για την Ελλάδα όπως και για την Τουρκία, που μπορεί να υποτιμήσει τις συνέπειες για την ίδια. Ακόμη και αν οι πιθανότητες είναι μηδαμινές, το αιωρούμενο γεωπολιτικό ρίσκο από την τουρκική τακτική της συνεχούς έντασης έχει ενεστωτικές συνέπειες καθώς επηρεάζει μελλοντικούς επενδυτικούς - στρατηγικούς σχεδιασμούς. Επομένως, η στάση της Τουρκίας δεν μπορεί να εκλαμβάνεται μόνο ως ζήτημα δικής της εσωτερικής κατανάλωσης, ακόμη και όταν αυτό αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο.

Η Ελλάδα θα είναι αγκάθι για μια επιθετική Τουρκία, θα κτίζει συμμαχίες και θα την εκθέτει διεθνώς, αλλά οι δυνατότητες αυτής της στρατηγικής δεν επαρκούν. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει απαιτητικότερη έναντι της Δύσης για δικαιότερη κατανομή βαρών, ζητώντας την εκχώρηση τεχνολογικού - αμυντικού πλεονεκτήματος και ανάλογη οικονομική στήριξη. Πρόσφατες εξελίξεις σε θέματα εξοπλισμών δείχνουν ότι οι ΗΠΑ και η ΕΕ ίσως προκρίνουν μια τέτοια λύση. Όμως, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα υπάρξει διάρκεια, λόγω οικονομικών συμφερόντων όπως στην πώληση γερμανικών υποβρυχίων στην Τουρκία, είτε λόγω ευρύτερων γεωπολιτικών συγκυριών όπως ότι τα F-16 δίνουν πλεονέκτημα στην Τουρκία έναντι μιας αναβαθμισμένης ιρανικής αεροπορίας με ρωσικά μαχητικά – και την αποτρέπουν να εξοπλιστεί και η ίδια από τη Ρωσία.

 

Γεωπολιτική και πολιτισμός

Μία επαναπροσέγγιση Τουρκίας - Δύσης ίσως βελτιώσει αλλά δεν επαρκεί για να εξομαλύνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία πάντα θα επιζητεί την ενίσχυσή της στη Μεσόγειο, αλλά πρέπει να υποχρεωθεί να πάψει να το επιδιώκει ως κατά φαντασίαν υπερδύναμη. Η Τουρκία θα ήταν πολύ πιο ισχυρή χώρα αν επικεντρωνόταν στην οικονομική ανάπτυξη και στην κοινωνική ειρήνη. Αντίθετα, τις υποτάσσει στην παράδοση του εγχώριου αυταρχισμού και ενός άτοπου μεγαλοϊδεατισμού που τη φρενάρει πολιτισμικά.

Τμήμα της τουρκικής ηγεσίας πιστεύει σε κέρδη από μια δραματική υποχώρηση της Δύσης, πράγμα δύσκολο και με αβέβαια αποτελέσματα για την ίδια. Αντίθετα, η «σχετική υποχώρηση της Δύσης» επιτρέπει στην Τουρκία αύξηση επιρροής και ευρύτερη αποδοχή, με την προϋπόθεση ότι θα επιδιώξει να γίνει περισσότερο δυτική χώρα. Αυτό θα επέτρεπε την επίλυση των διαφορών Ελλάδας - Τουρκίας αλλά και το ξεδίπλωμα ευκαιριών. Για την Ελλάδα, θα επέτρεπε τη γειτνίαση με μια μεγάλη οικονομία – αγορά. Και για την Τουρκία, την ανάδειξή της σε διεθνή επιχειρηματικό κόμβο και σε περιφερειακή οικονομική δύναμη.

Αλλά η πολιτισμική μετάβαση απαιτεί χρόνο και μια υπέρβαση για την οποία η Τουρκία δεν είναι έτοιμη. Η σημερινή συγκυρία φαίνεται δυσμενέστερη συγκριτικά με τη μακρά περίοδο όπου ο εκδυτικισμός αποτελούσε εθνικό της στόχο, παρά την κυκλοθυμική προσέγγισή του. Παρ’ όλα αυτά, μια Τουρκία απομονωμένη από τη Δύση, ακόμη και με γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας, διαιωνίζει την αβεβαιότητα και το κόστος δίχως να συνεπάγεται μεγαλύτερη ασφάλεια.

Μια ενεργητική Ελλάδα σε διαπραγμάτευση με τους συμμάχους αλλά και με μια εκλογικευμένη Τουρκία θα βοηθήσει. Ουσιαστικά όμως η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να επωμίζεται το κόστος της δυσβάσταχτης σχέσης με την Τουρκία για το ορατό μέλλον.

 

Βιβλιογραφία

Γ. Αναστασιάδης, «Η Ουκρανία και το αναδυόμενο γεωπολιτικό τοπίο», The Books’ Journal, Μάιος 2022

Geopolitical Futures, “Turkey: The reluctant emerging power of the Middle East”, GPF, 2016

Αχμέτ Ινσέλ, Η Νέα Τουρκία του Ερντογάν, μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, Διάμετρος, 2017

International Energy Association, “Turkey 2021: Energy policy review”, IEA, March 2021

International Monetary Fund, “Turkey: country report”, IMF, 2021

Αχμέτ Νταβούτογλου, Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας, μετάφραση: Νικόλαος Ραπτόπουλος, Ποιότητα, 2010

Standard & Poor’s, “Turkey: country report”, McGraw Hill, 2003

 

Mitsotakis Macron

Δημήτρης Παπαμήτσος / Γραφείο πρωθυπουργού

28 Σεπτεμβρίου 2021, Λούβρο, Παρίσι, Γαλλία. Ο γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν με τον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη μπροστά στον πίνακα του Γεωργίου Ιακωβίδη, Παιδική συναυλία - 1900. Το σύμφωνο Γαλλίας - Ελλάδας με αμυντική ρήτρα, που υπογράφτηκε ανάμεσα στους δύο ηγέτες, ισχυροποίησε την Ελλάδα κάνοντας πολύ δύσκολη την επιβουλή εναντίον της.

 

 

Γεώργιος Αναστασιάδης

Καθηγητής οικονομικών στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης (ACT). Έχει εργαστεί στην Standard & Poor’s, για περισσότερο από μια δεκαετία, ως  οικονομικός και στρατηγικός αναλυτής από το Λονδίνο, Μιλάνο, Μαδρίτη, Χονγκ-Κονγκ, Κωνσταντινούπολη και αλλού.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.