Σύνδεση συνδρομητών

Όντως, το 1834 θα χτιζόταν το ανάκτορο του Όθωνα πάνω στην Ακρόπολη;

Πέμπτη, 19 Ιανουαρίου 2023 07:52
Karl Friedrich Schinkel, Ανάκτορο στην Ακρόπολη, 1834. Μελάνι και υδατογραφία, Βερολίνο, Κρατικά Μουσεία, Συλλογή Χαρακτικών.
Αρχείο Schinkel XXXVb
Karl Friedrich Schinkel, Ανάκτορο στην Ακρόπολη, 1834. Μελάνι και υδατογραφία, Βερολίνο, Κρατικά Μουσεία, Συλλογή Χαρακτικών.

Πώς φθάσαμε στο ανάκτορο της πλατείας Συντάγματος; Οι ενδιαφέρουσες διαδρομές την εποχή του ρομαντικού κλασικισμού με τις ουτοπικές και τις ρεαλιστικές μελέτες γερμανών αρχιτεκτόνων 

Ακόμη και στις ημέρες μας, η άποψη είναι εξαιρετικά διαδεδομένη – σαν να επρόκειτο για πραγματικότητα: ο Όθων, σε μια κρίση μεγαλείου, θα οικοδομούσε το ανάκτορό του πάνω στο βράχο της Ακρόπολης για να επιβληθεί «αφ’ υψηλού» ως νέος Κέκρωψ στους υπηκόους του, σε μια πόλη που θα απλωνόταν στα πόδια του, εντυπωσιάζοντας εξίσου τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στον  νεαρό ονειροπαρμένο Όθωνα άρεσε, φυσικά, η ηγεμονική, νεοκλασική εκδοχή ανακτόρου πλάι στο σημαντικότερο οικοδόμημα της αρχαιότητας, τον Παρθενώνα. Την απαγόρευσε όμως ρητά ο πατέρας του, ο  πολιτικά οξυδερκής  Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας, ο οποίος είχε τον πρώτο λόγο στη σύσταση της Αυλής του γιου και του νέου πολιτικού περιβάλλοντος που θα καθόριζε το μέλλον της δυναστείας των Wittelsbach στη νέα Ελλάδα, υπό την προσωρινή διοίκηση και υπό τη διαρκή κηδεμονία του Όθωνα από τον πατέρα του και την Αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωσή του.

Πριν φθάσει κανείς στην απαγόρευση – και εδώ θα τελείωνε κάθε συζήτηση περί του «εάν θα χτιζόταν πράγματι το ανάκτορο πάνω στην Ακρόπολη–, ας πούμε ότι οι εσφαλμένες αντιλήψεις και η εμμονή στην παραπληροφόρηση έχει επικρατήσει, ενώ, αντίθετα, αγνοούνται τα πραγματικά στοιχεία. Διότι το υπόβαθρο για σχεδιασμό ενός ανακτόρου πάνω στην Ακρόπολη είναι όντως υπαρκτό, η πλάνη όμως ότι «λίγο έλειψε να γίνει» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κι αν κάποιοι  τυχαίνει να έχουν διαβάσει κάτι αντιφατικό, απλώς το καταχωρίζουν άκριτα στα «υπόψη», ενώ η πλάνη συνεχίζεται. Ευκαιρία, λοιπόν, να γίνει επιτέλους αποδοχή του κύρους των βιβλιογραφικών πηγών, οι οποίες παρουσιάζουν το ζήτημα –εκτός των άλλων σχετικών–, ένα ζήτημα με μεγάλο αρχιτεκτονικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον, το οποίο αξίζει να γνωρίσουμε.

Φυσικά το ανάκτορο, όχι μόνο δεν οικοδομήθηκε ποτέ, αλλά ούτε καν προκαταρκτικές ενέργειες για θεμελίωση κ.λπ. έγιναν. Ο βράχος και τα τότε γνωστά κλασικά μνημεία του, ο Παρθενώνας, το Ερεχθείο, ο ναός της Αθηνάς Νίκης (τότε υπό ανακατασκευή), τα Προπύλαια και τα νεότερα, ο φράγκικος πύργος (κατεδαφίστηκε το 1874) και τα μεσαιωνικά τείχη με την πυκνή σειρά επάλξεων, είχαν μείνει άθικτα, όπως τα είχε παραδώσει η τουρκική και αμέσως μετά η βαυαρική φρουρά.

 

Ο KARL FRIEDRICH SCHINKEL

Η σχεδιαστική –και μόνο– μελέτη για το ανάκτορο της Ακρόπολης εκπονήθηκε από τον πλέον περιζήτητο pρώσο αρχιτέκτονα  του κλασικισμού και ιστορισμού, τον Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ (Karl Friedrich Schinkel, 1781-1841). Παρουσιάστηκε  σε μεγάλα, υδατογραφημένα φύλλα με αριστουργηματική επινοητικότητα,  και έχει γίνει πλέον αποδεκτό ότι συγκαταλέγεται στα ωραιότερα έργα τέχνης του ρομαντικού κλασικισμού. Πριν ακόμη ληφθεί η απόφαση για την Αθήνα ως  πρωτεύουσα του αρτιγέννητου βασιλείου, πίσω από την εντολή που δόθηκε στον Σίνκελ, για «ένα ανάκτορο πάνω στη Ακρόπολη» το 1832, βρίσκονταν δύο διάδοχοι θρόνων: ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος, μετέπειτα βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ του οίκου των Hohenzollern (Πότσνταμ 1770 - Βερολίνο 1840) (και ερασιτέχνης αρχιτέκτων), και ο αδελφός του βασιλιά Όθωνα και ανιψιός του Φρειδερίκου, Μαξιμιλιανός, μετέπειτα βασιλιάς της Βαυαρίας, Μαξιμιλιανός Β΄, του οίκου των Wittelsbach (Μόναχο 1811-1864).

Το καλοκαίρι του 1834, ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος έστειλε στο Μόναχο τα ολοκληρωμένα σχέδια του Σίνκελ. Στην επεξηγηματική συνοδευτική του επιστολή, ο πρώσος αρχιτέκτων τόνισε τα πλεονεκτήματα του ασυνήθιστου χώρου οικοδόμησης για ένα ανάκτορο, κυρίως την απαιτούμενη «οχυρωματικότητα» σε ένα ασταθές ακόμη πολιτικό περιβάλλον, και τόνισε εμφατικά την ιστορικο-πολιτική σπουδαιότητα της θέσης, σε «ένα από τα λαμπρότερα μέρη της παγκόσμιας Ιστορίας». Πάντως, δεν παρασιώπησε τα μειονεκτήματα, όπως τη δύσκολη προσπέλαση, την έλλειψη νερού και την έκθεση στις καιρικές συνθήκες· ισχυριζόταν όμως ότι θα ήταν δυνατόν να παρακαμφθούν με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας: θα συνεισέφερε με προτάσεις, όπως την κατασκευή αμαξωτής οδού, εγκατάσταση υπογείων αγωγών πίεσης και ατμομηχανών για την υδροδότηση, διαμόρφωση σκιερών προαυλίων και κήπων και, με την κατάλληλη διάρθρωση του ανακτόρου, βελτιώσεις που συνεπάγονταν, φυσικά, τεράστιο κόστος για την άρση αυτών των εμποδίων, αλλά και πρωτοπόρους μηχανικούς.

Όταν ο Λουδοβίκος Α΄, ο οποίος ήταν τοποθετημένος ξεκάθαρα υπέρ της επιλογής της Αθήνας ως πρωτεύουσας, πληροφορήθηκε τα σχετικά με τη μελέτη του Σίνκελ, αξίωσε στις 3 Απριλίου 1834 από τον Όθωνα το εξής: «Μην οικοδομήσεις στην Ακρόπολη το ανάκτορό σου, κατ’ εμέ δεν  πρέπει να οικοδομηθεί τίποτε στη θέση αυτή». Το ευφυές επιχείρημα ότι, δηλαδή, η ανάμειξη των διαπρεπών μνημείων της αρχαιότητας με τα νέα κτίσματα θα ήταν ζημιογόνος και για τα δύο οφείλεται πιθανόν στην επιρροή του άλλου μεγάλου κλασικιστή αρχιτέκτονα και μυστικοσυμβούλου στη βαυαρική Αυλή του Λουδοβίκου, Λέο φον Κλέντσε (Leo von Klenze, 1784-1864), γνωστού μας από τις ανατροπές που επέφερε στο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας των ρομαντικών κλασικιστών αρχιτεκτόνων και μαθητών του Σίνκελ, Εδουάρδου Σάουμπερτ (Eduard Schaubert) και Σταμάτη Κλεάνθη το 1832, εξαιτίας προβλημάτων που ανέκυψαν από  τις αποζημιώσεις των ρυμοτομούμενων ιδιωτικών εκτάσεων.

 

H ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ LEO VON KLENZE

Λίγοι ίσως είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι ο Κλέντσε υπήρξε επίμονος μελετητής της κλασικής αρχιτεκτονικής και θεωρούσε αναπόφευκτη όσο και αναγκαία τη διατήρηση των αρχαίων μνημείων επάνω και γύρω από την Ακρόπολη, όσο και την απελευθέρωσή τους από μεσαιωνικά και σύγχρονα κτίρια και ερείπια που τα περιέβαλαν, μεταξύ άλλων του οθωμανικού τεμένους μέσα στον σηκό του Παρθενώνα, του μιναρέ και των ασήμαντων κτισμάτων της τουρκικής φρουράς («εκκαθάριση» της Ακρόπολης, σύμφωνα με αναχρονιστικές αντιλήψεις «μεταμοντέρνων» οπαδών της εξίσωσης των πολιτισμικών καταλοίπων ανά τους αιώνες).

Την παράδοξη έμπνευση των δύο ηγεμόνων για ένα ανάκτορο πάνω στην Ακρόπολη θεμελίωνε  πράγματι η νεωτερική σύνδεση με τον μυθικό βασιλιά Κέκροπα, ένα αξιόπιστο γι’ αυτούς έμβλημα αναγέννησης της Ελλάδας: ένα «χαριτωμένο όνειρο θερινής νύχτας ενός μεγάλου αρχιτέκτονα», ήταν η απόφανση του φθονερού, αν και γοητευμένου από την ιδιοφυΐα του, έξοχου αρχιτέκτονα, Kλέντσε, ο οποίος έσφαξε με το μπαμπάκι την πρόταση του μεγαλοφυούς Σίνκελ, με μοναδικό επιχείρημα την έλλειψη  μεγαλοπρέπειας για σύγχρονη Αυλή. Πάντως ήταν «ελκυστικές και πανέμορφες εικόνες» για τον νεαρό Όθωνα που ζητούσε την εφαρμογή τους στον πραγματικό κόσμο, μέχρι να πειστεί ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.

Ο Σίνκελ πάλι θα υπερασπιζόταν την ελεύθερη και οργανική ανάπτυξη μιας αρχιτεκτονικής που δεν επαναλαμβάνει δουλικά ό,τι παρέλαβε από την Ιστορία, η οποία μοιραία «είχε κάνει πια τον κύκλο της». Με άλλα λόγια, καταργούσε τις αρχές της κυρίαρχης γαλλικής τυπολογίας η οποία τόσο «έχει παρεξηγήσει τον όρο συμμετρία, που μόνο ανία προκαλεί». Κι αντίθετα, άνοιγε νέους δρόμους για την πραγματική συνέχιση της ιστορίας, αναζητώντας συνειδητά όχι την αντιπαράθεση με τα αρχαία μνημεία, αλλά μια δικής του έμπνευσης σύγχρονη ολοκλήρωσή τους. Επρόκειτο για σύγχρονη ματιά, με ζητούμενο την εποχή εκείνη την «οικοδόμηση σε αρχαιολογικούς χώρους» από εκπαιδευμένους στο κλασικό συντακτικό και τη γραμματική της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Σύμφωνα με την πρόταση Σίνκελ, κανένα από τα νέα κτίσματα δεν θα ξεπερνούσε –από ευλάβεια– το ύψος του Παρθενώνα.  

Εύγλωττο είναι το παρεμβατικό σχόλιο ενός πρώην διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αθήνας, με το οποίο θίγει ένα από τα σημαντικά προβλήματα που αφορούν σύγχρονα πολεοδομικά ζητήματα με κεντρικό αυτό τον περιορισμό της σύγχρονης πόλης σε βάρος των αρχαιοτήτων και το αντίστροφο:

Σήμερα μάλλον δεν υπάρχει κανείς που να μην ευγνωμονεί την καλή μας μοίρα η οποία μας προφύλαξε από το ανάκτορο του Σίνκελ στην Ακρόπολη. Ωστόσο, ας μην παραγνωριστεί το γεγονός ότι πρόκειται για το τελευταίο εγχείρημα ένταξης ενός κλασικού μνημείου σε ένα ζωντανό αρχιτεκτονικό σύνολο της νεότερης εποχής: ένα ρομαντικό εγχείρημα, που αντίκειται στο ουσιαστικό ιδεώδες της ελληνικής τέχνης, πάντως τον τελευταίο κρίκο μιας αλυσίδας που διατηρήθηκε για πάνω από μιάμιση χιλιετία.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επισήμανση το υπαρκτό αδιέξοδο σε ό,τι αφορά τη συνύπαρξη σύγχρονων πολυκατοικιών σε απόσταση αναπνοής με «τα αρχαία», που υποτιμημένα φαίνεται να «ενοχλούν» πλέον τη συνεχή δόμηση πολυώροφων πολυκατοικιών οι οποίες τους παίρνουν όσον αέρα απομένει. Ας αναλογιστούμε για μια ακόμη φορά ότι η Ακρόπολη, που την εποχή εκείνη ήταν ακόμη οχυρό, θα παρέμενε μνημείο χάρη στις πρωτοβουλίες του Κλέντσε.

 

Η ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ SCHINKEL

O Σίνκελ τοποθέτησε τους όγκους του στο ανατολικό τμήμα του ισοπεδωμένου πλατώματος (με όσες καταστροφές στο μη ανασκαμμένο ακόμη έδαφος αυτό θα συνεπαγόταν), συνθέτοντας ένα «γραφικό», κατακερματισμένο σε αυτόνομες κτιριακές ενότητες συγκρότημα, ανάμεσα και πίσω από τα μνημεία, τον Παρθενώνα και το Ερεχθείο. Με δεξιοτεχνική ακρίβεια, ένας αμαξητός δρόμος οδηγεί μέσα  από τα αναστηλωμένα Προπύλαια σε ένα πλάτωμα, διαμορφωμένο  με κήπους, παρτέρια, εξώστες, σκάλες και σιντριβάνια. Μπροστά από το Ερεχθείο στήνει –ως άλλος Φειδίας– μια κολοσσιαία Αθηνά Πρόμαχο, ενώ ο περίβλεπτος Παρθενώνας αναδεικνύεται, στηριγμένος σε νέα κρηπίδα, σε ελεύθερη θέα. Ένα ιπποδρόμιο ανοίγει τη διέλευση προς τα «Νέα Προπύλαια» του ανακτόρου. Μονώροφοι, σαν «οίκοι της Πομπηίας», στοιχίζονται ελεύθερα κατά πτέρυγες γύρω από τέσσερις αυλές με σκιερά περιστύλια, προσαρμοσμένα στον μεσογειακό τρόπο ζωής. Πίσω διαγωνίως από τον Παρθενώνα, προς βορρά,  τοποθέτησε τη διώροφη Αίθουσα του Θρόνου και τις δύο νότιες περίστυλες αυλές, οι οποίες κλείνουν με το ιδιωτικό κηπάριο της βασίλισσας. Στη νοτιοανατολική απόληξη σχεδιάζει έναν κυλινδρικό πύργο σε μορφή αρχαίου θόλου, την «Αίθουσα της βασίλισσας» με τα δώματά της, ενώ στα νοτιοδυτικά το παρεκκλήσιο του ανακτόρου. Ανάμεσά τους εκτείνεται η διαδοχή των υπόλοιπων ιδιωτικών διαμερισμάτων, μπροστά, μια μακρά ανοιχτή στοά με κιονοστοιχία που καταλήγει σε μια εξέδρα-βεράντα, την οποία σκιάζει πάνινη τέντα, και εξασφαλίζει τη θέα προς τον Σαρωνικό και στα αττικά βουνά. Μικροκτίσματα, παγκάκια και αγάλματα αποπνέουν τις ιδιότητες αρχαίων επαύλεων, ανάλογες με εκείνες που περιγράφει ο Πλίνιος στην Τοσκάνη (3ος - 2ος αι. π.Χ.). Τα ιδιωτικά διαμερίσματα και οι χώροι υποδοχής βρίσκονταν σε υπερυψωμένο ισόγειο, το οποίο θα περιελάμβανε τους χώρους οικονομίας και του υπηρετικού προσωπικού. Είχαν προβλεφθεί επίσης αίθουσα για τους ξένους πρεσβευτές, αίθουσα δεξιώσεων, προθάλαμος υποδοχής και ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλιά, χώροι κατοικίας των κυριών της Αυλής, καθώς και μεγαλόπρεπη αυλή με την κύρια πρόσοψη της «Μεγάλης Αίθουσας» και το εσωτερικό της «Αίθουσας Δεξιώσεων».

Ο πρώσος αρχιτέκτων  συνθέτει έναν πραγματικά ασυνήθιστο τόπο και τρόπο διαβίωσης σε ανάκτορο για έναν βασιλιά, που φαντασιωνόταν τον πρώτο μυθικό βασιλιά της Αθήνας, τον Κέκροπα. Ήταν μια λαμπρή αρχιτεκτονική ιδέα, η οποία εντάσσεται σε μια λίστα με πάμπολλες αρχιτεκτονικές ουτοπικές συνθέσεις μεγάλων αρχιτεκτόνων, που άφησαν εποχή και έγιναν παρακαταθήκη για τους αρχιτέκτονες οι οποίοι αντιλήφθηκαν τη σημασία τους.

Τα πρωτότυπα σχέδια κατέληξαν, από τα κατάλοιπα του βασιλιά Όθωνα –μετά την εκθρόνισή του– στην Κρατική Συλλογή Σχεδίων του Μονάχου. Μια δεύτερη σειρά σχεδίων, που χρησίμευσε ως πρότυπο για τη δημοσίευση του «Προγράμματος Σίνκελ» (1840 κ. εξ.), είχε κατατεθεί στο Μουσείο του Σίνκελ στο Βερολίνο, η κάτοψη όμως και οι όψεις των εσωτερικών χώρων χάθηκαν στον πόλεμο.

 

ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ

Η περιπέτεια ανέγερσης ανακτόρου για τον Όθωνα συνεχίζεται. Το 1834, ο μυστικοσύμβουλος και επίσημος αρχιτέκτων στην Αυλή του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, Λέο φον Κλέντσε, μετέφερε με εντολή του το ανακτορικό συγκρότημα στη θέση του λόφου του Αγίου Αθανασίου στον Κεραμεικό, στην παλαιά είσοδο της πόλης από την οδό Πειραιώς, ώστε στην αρχική του θέση, σύμφωνα με τον σχεδιασμό των Κλεάνθη - Σάουμπερτ, να προκύψει η πλατεία Όθωνος (σήμερα Ομονοίας). Για το λόγο αυτόν φιλοτέχνησε ελαιογραφία φιλοτεχνημένη με εξαιρετική ακρίβεια, προκειμένου να υποστηρίξει τη δική του, εξίσου  δαπανηρότατη, όσο και ανεφάρμοστη «Πρόταση για ένα βασιλικό ανάκτορο στην Αθήνα» (λάδι σε καμβά, 83.5 x 126 εκ., σήμερα στις αυτοκρατορικές συλλογές του Μουσείου Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης). Προτείνει την ανέγερση του ανακτόρου ενταγμένο στο κλασικότερo από τα αθηναϊκά αρχαιολογικά τοπία, τον Κεραμεικό, πλαισιωμένο από την Ακρόπολη και το Θησείο.  Με τη δημιουργία εντυπώσεων «γραφικότητας» και δήλωσης συνέχειας μεταξύ αρχαίας και «σύγχρονης» αρχιτεκτονικής, όπως ακριβώς ο Σίνκελ, στόχευε στη θετική επιρροή που ούτως ή άλλως ασκούσε στον βαυαρό βασιλιά. Αλλά και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε, κρίθηκε πάντως ως σπουδαία αρχιτεκτονική δημιουργία της ρομαντικής έμπνευσης, μια σύνθεση σε ποικιλία όγκων και με κλιμακωτές διατάξεις. Στα ελαττώματα σημειώθηκαν ο τεράστιος όγκος της βάσης του κτιρίου και οι ατέλειωτες επιφάνειες που απαιτούσαν οι ράμπες, οι ελεύθερες σκάλες, οι οποίες «βέβαια θα έπρεπε να υλοποιούνταν με το καλύτερο δομικό υλικό της Ελλάδας, το πεντελικό μάρμαρο». Αν γίνονταν έτσι, από μόνα τους θα καταβρόχθιζαν κολοσσιαία ποσά, θα αποδεικνυόταν δηλαδή το σχέδιο του Λέο φον Κλέντσε μια  πέρα για πέρα ανέφικτη για τις δυνατότητες του νεοπαγούς βασιλείου επιλογή. Αποτελεσματικότερες ήταν, όπως φάνηκε, οι αυλικές ίντριγκες που επισήμαναν πως η θέση στον Κεραμεικό, κοντά στον Κηφισό, με λιμνάζοντα νερά, θα δημιουργούσε ένα ανθυγιεινό περιβάλλον για τους βασιλείς, οπότε καταλογίστηκε  στον Κλέντσε απρονοησία, όσο ρομαντικές υποσχέσεις να έδινε η θέα από τους εξώστες του κτιρίου του.

Όσο η μελέτη του Σίνκελ αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού και αξιολογήθηκε ως επίτευγμα του ρομαντικού κλασικισμού, άλλο τόσο απορρίφθηκε η φαινομενικά ρεαλιστικότερη πρόταση του Κλέντσε για ένα βασιλικό ανάκτορο στο λόφο του Αγίου Αθανασίου, στον Κεραμεικό.

Επρόκειτο, πάντως, για μια μελέτη που αποτελούσε δυνητικά την ανταγωνιστική απάντηση αρχιτέκτονα παρόμοιων ικανοτήτων, για μια εν δυνάμει πρόκληση απέναντι στην πρόταση του Σίνκελ, με την οποία εντέλει ο Κλέντσε βρίσκεται σε στενή συνάφεια. Άλλωστε, ήταν φανερός ο σκοπός του να επισκιάσει στα μάτια του Λουδοβίκου τον σχεδόν συνομήλικο αντίπαλό του για την ανάληψη του έργου. Εν ολίγοις, η μοίρα επεφύλαξε στον Κλέντσε την ίδια κακή τύχη με την τύχη του Σίνκελ και των σχεδίων του για το ανάκτορο στην Ακρόπολη.

 

Η ΤΕΛΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΚΤΟΡΟΥ

Πάντως, όπως είναι πλέον γνωστό, η πιο προσγειωμένη στην πραγματικότητα μελέτη, η οποία έμελλε άλλωστε να παραμερίσει τα δύο άλλα ουτοπικά και ρηξικέλευθα σχέδια, ήταν η μορφή του βασιλικού ανακτόρου που έλαβε από τον διακεκριμένο αρχιτέκτονα της Αυλής του Λουδοβίκου Α΄ –και δημιουργού της Ludwigstrasse του Μονάχου– Φρίντριχ φον Γκέρτνερ (Friedrich von Gärtner, 1791-1847) το σημερινό κτίριο του Κοινοβουλίου, τα Παλαιά –σήμερα– Ανάκτορα. Με τον οριστικό σχεδιασμό του ανακτόρου διευθετήθηκε και κήπος που το συνόδευε, όπως και η συνολική ρυμοτομία της πλατείας Συντάγματος. Η κατασκευή του επιβλητικού οικοδομήματος που υλοποιήθηκε με ταχύτατους ρυθμούς (1836-1843) υπήρξε ένα υπερβολικό σε μέγεθος και κόστος έργο, ενώ για τη ρυθμολογική ολοκλήρωση του νεοκλασικού μεγάρου άνοιξαν ξανά, για πρώτη φορά από την αρχαιότητα, τα λατομεία μαρμάρου της Πεντέλης. Από το 1927 και μετά, το κτίριο έπαυσε να στεγάζει τους βασιλείς, γι’ αυτό έκτοτε ονομάστηκε Παλαιά Ανάκτορα. Η πυρκαγιά, που από το 1909 κατέστρεψε την κεντρική πτέρυγα, συνετέλεσε στην παρακμή του κτιρίου και στη μεταφορά της βασιλικής οικογένειας στο Ανάκτορο του Διαδόχου, έργο του Τσίλερ, στην οδό Ηρώδου του Αττικού. Η τελευταία και οριστική χρήση των Παλαιών Ανακτόρων ως Βουλής των Ελλήνων συνετελέσθη το 1934, με την απαραίτητη μετασκευή από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, ενώ την ίδια εποχή υποβιβάσθηκε το επίπεδο της μπροστινής πλατείας για να εγκατασταθεί εκεί το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου με αρχιτέκτονα τον Μανώλη Λαζαρίδη.

Στην ιστορία του κτιρίου της Βουλής των Ελλήνων, η οποία από ανάκτορο μετατράπηκε (ως μοναδικό ευρωπαϊκό φαινόμενο) σε Κοινοβούλιο, δεν γίνεται καμία αναφορά στον ιδρυτή και πρώτο ιδιοκτήτη, που δεν ήταν άλλος από τον Όθωνα, τον πρώτο βασιλιά των Ελλήνων, με καταγωγή από τον βαυαρικό οίκο των Wittelsbach. Είναι μια φανερή έλλειψη, η οποία ενδέχεται κάποτε να καλυφθεί, δεδομένων των άφθονων υπαρκτών τεκμηρίων. 

 

ΠΗΓΕΣ

Αθήνα-Μόναχο, Τέχνη και Πολιτισμός στη Νέα Ελλάδα. Κατάλογος έκθεσης, επιμέλεια: Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη, Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλ. Σούτζου, Αθήνα 2000

Heinz Johannes, Κώστας Μπίρης, Αι Αθήναι του Κλασσικισμού, σχολιασμένη επανέκδοση, επιμέλεια: Μάνος Μπίρης, Αθήνα 2009

 

klenze

Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης

Leo von Klenze, Πρόταση για ένα βασιλικό ανάκτορο στην Αθήνα (στον Κεραμεικό), λάδι σε καμβά, 83,5 x 126 εκ.

anaktoro syntagmatos

Εθνικό Ιστορικό Μουσείο - Συλλογή σχεδίων

Friedrich von Gärtner, Το ανάκτορο του Όθωνα στην πλατεία Συντάγματος, 1836.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.