Σύνδεση συνδρομητών

Ο Μπαχτίν για το καρναβάλι

Κυριακή, 01 Ιανουαρίου 2023 23:40
Ο Καραγκιόζης και ο Μπαρμπαγιώργος, φιγούρες του καραγκιοζοπαίχτη Γιώργου Χαρίδημου. Ο κεντρικός ήρωας του θεάτρου σκιών, που άνθισε στη νεότερη Ελλάδα, είναι συνήθως μια χάρτινη μάσκα. Ένας καθαρός μασκαράς που, καθώς δεν υπάρχει έξω από τη μάσκα του, πετυχαίνει να ταυτιστεί απόλυτα με τον εκάστοτε ρόλο της ώστε να ενσαρκώσει πειστικά άλλοτε ένα πάμφτωχο και πεινασμένο άτομο, άλλοτε τον κατεργάρη της πιάτσας, άλλοτε τον ηλίθιο του χωριού και άλλοτε τον πανέξυπνο άνθρωπο του λαού και, κάποτε, ολόκληρο το συλλογικό σώμα.
Γιώργος Χαρίδημος
Ο Καραγκιόζης και ο Μπαρμπαγιώργος, φιγούρες του καραγκιοζοπαίχτη Γιώργου Χαρίδημου. Ο κεντρικός ήρωας του θεάτρου σκιών, που άνθισε στη νεότερη Ελλάδα, είναι συνήθως μια χάρτινη μάσκα. Ένας καθαρός μασκαράς που, καθώς δεν υπάρχει έξω από τη μάσκα του, πετυχαίνει να ταυτιστεί απόλυτα με τον εκάστοτε ρόλο της ώστε να ενσαρκώσει πειστικά άλλοτε ένα πάμφτωχο και πεινασμένο άτομο, άλλοτε τον κατεργάρη της πιάτσας, άλλοτε τον ηλίθιο του χωριού και άλλοτε τον πανέξυπνο άνθρωπο του λαού και, κάποτε, ολόκληρο το συλλογικό σώμα.

Δοξολογώντας το κάτω μέρος του ανθρώπινου σώματος, το καρναβάλι δοξολογεί αξεδιάλυτα, σύμφωνα πάντα με τον Μπαχτίν, και το κοινωνικό «κάτω», δηλαδή το σώμα του λαού. Κι αυτό δίνει στο μεσαιωνικό ξεφάντωμα ένα εκρηκτικό και δυνάμει ανατρεπτικό περιεχόμενο. Αναδημοσίευση από το τεύχος 136, Νοέμβριος 2022.

1.

Το έργο του Μπαχτίν δεν χωράει σε κανέναν ορισμό. Κινείται στο μεταίχμιο πολλών επιστημονικών κλάδων: ιστορία της λογοτεχνίας, θεωρία του μυθιστορήματος, μελέτη της γλώσσας, κοινωνική ανθρωπολογία, ιστορία του πολιτισμού – στο τέλος της ζωής του ο ίδιος θα μιλήσει για φιλοσοφική ανθρωπολογία. Έτσι συγκροτήθηκε ένα έργο εν προόδω που υπερβαίνει τα ακαδημαϊκά στεγανά πολύ πριν οι ανθρωπιστικές σπουδές στη Δύση στραφούν προς τη διεπιστημονικότητα. Για τον Μπαχτίν, τα πιο σημαντικά γεγονότα της ανθρώπινης ύπαρξης συντελούνται πάντα σ’ ένα σύνορο: ανάμεσα σε δύο συνειδήσεις, δύο λόγους, δύο πολιτισμούς, ακόμα και ανάμεσα σε δύο σώματα· εκεί δηλαδή όπου το ίδιο επικοινωνεί με το άλλο, γονιμοποιούμενα αμοιβαία με το διάλογο – μια λέξη κλειδί στο μπαχτινικό έργο. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί ανορθόδοξη από τη σκοπιά της επιστημονικής ορθότητας· κι αυτή η κριτική ίσως να ευσταθεί, καθώς οι υποθέσεις του Μπαχτίν είναι συχνά παράτολμες, η ορολογία του ρευστή, χωρίς να παραβλέψουμε ότι το έργο του έμεινε ηθελημένα ημιτελές και ανολοκλήρωτο. Αυτά όμως αντισταθμίζονται τόσο από την απίστευτη ευρυμάθεια του συγγραφέα όσο και προπαντός από τις ιδιοφυείς και πρωτοποριακές διαισθήσεις του που τον καθιστούν έναν μείζονα κριτικό στοχαστή της λογοτεχνίας και του πολιτισμού.

 

2.

Έρχομαι στο καρναβάλι. Ο Μπαχτίν δεν καταγράφει έθιμα ούτε αναζητεί την καταγωγή του καρναβαλιού. Επιχειρεί κάτι, θαρρώ, πιο ενδιαφέρον. Δείχνει πώς τα σπέρματα πανάρχαιων τελετών οι ρίζες των οποίων χάνονται στα βάθη της προϊστορίας, αλλά είναι ευδιάκριτες στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη –λόγου χάρη, στις διονυσιακές γιορτές, τις φαλλικές πομπές, τον Αριστοφάνη, τα Σατουρνάλια κ.λπ.– και σε πολλούς ακόμα πολιτισμούς, πώς, λέω, αυτά τα σπέρματα ξαναβλασταίνουν αδιάκοπα στην Ιστορία, γεννώντας νέους πρωτόγνωρους καρπούς που μεταμορφώνουν το νόημα αυτών των τελετών χωρίς να καταστρέφουν τον σκληρό πυρήνα τους. Και συνδέοντας αυτή την ευρύτατη πολιτισμική περιοχή με την προαιώνια κουλτούρα του ομαδικού γέλιου, την ονομάζει «καρναβάλι», εννοώντας μάλλον μιαν ιδιαίτερη κωμική γλώσσα που δίνει μορφή στην καρναβαλική αντίληψη του ανθρώπου και του κόσμου. Με βαθιά ενσυναίσθηση του πρωτόγονου αγροτικού καρναβαλιού –του δεσμού του με τη γονιμότητα της φύσης και της ζωής, του μαγικού και ευετηριακού του χαρακτήρα, της σύνδεσής του με το θάνατο του παλιού και τη γέννηση του νέου, όπως αυτά αποτυπώνονται στα δρώμενα που παρασταίνουν τη γέννηση, το θάνατο και την ανάσταση σε ένα ενιαίο δράμα– αποκαλύπτει τη διαρκή του φόρτιση με νέες σημασίες και τη δραστική του μεταμόρφωση σε μια συγκεκριμένη εποχή: στα τέλη του Μεσαίωνα και την αυγή της Αναγέννησης στη μεσαιωνική Ευρώπη. Στόχος του δεν είναι η εθνογραφική έρευνα, αλλά ο κριτικός αναστοχασμός της λογοτεχνικής ιστορίας: να δείξει πώς αυτή η λαϊκή κωμική κουλτούρα διαπότισε ώς τις παραμικρές πτυχές του το μυθιστόρημα του Ραμπελαί και, γενικότερα, την αναγεννησιακή λογοτεχνία· πώς άνοιξε έτσι νέους δρόμους για την καλλιτεχνική εξερεύνηση του ανθρώπου και του κόσμου. Φωτίζοντας, όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο, τη λογοτεχνία φωτίζει ταυτόχρονα το καρναβάλι και στη διαχρονία και στους ιστορικούς του μετασχηματισμούς. Αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει εδώ.

 

3.

Ποια είναι λοιπόν η γλώσσα του μεσαιωνικού καρναβαλιού, όπου ο λόγος συνυφαίνεται με δρώμενα, θεάματα, μεταμφιέσεις, κινήσεις και χειρονομίες; Αφετηρία του Μπαχτίν είναι η αναπαράσταση του σώματος στο καρναβαλικό γκροτέσκο. Πρόκειται, λέει, για ένα σώμα αλληλένδετο με τη φύση και την ύλη του κόσμου, το οποίο όχι μόνο δεν είναι απομονωμένο, αύταρκες, καθαρά ατομικό, αλλά γυρεύει επίμονα να ξεπεράσει τα όριά του, να σμίξει με ένα άλλο σώμα. Εξ ου ο υπερβολικός τονισμός των προεξοχών και των ανοιγμάτων του –γεννητικά όργανα, κοιλιά, καμπούρα, μύτη, στόμα– και των βιολογικών αναγκών και λειτουργιών του – τροφή, αφόδευση, συνουσία· εξ ου η θεατροποίηση του κύκλου της ζωής –γέννηση, γάμος, θάνατος, αναγέννηση– σε δρώμενα που σ’ εμάς θυμίζουν τον Καλόγερο της Θράκης· εξ ου οι τελετουργικές αισχρολογίες και βωμολοχίες στις οποίες η σεξουαλικότητα έχει πάντα και γονιμική σημασία· εξ ου τα διπλά σώματα στις καρναβαλικές μεταμφιέσεις – η γριά του σλοβένικου καρναβαλιού από την πλάτη της οποίας ξεφυτρώνει ένα νέο αγόρι, το ποντιακό Δίκωλον που κουβαλάει στη ράχη τον νεκρό του αδερφό… Όλα τούτα παίρνουν όμως ένα καινούργιο νόημα στα μεγάλα αστικά καρναβάλια του Μεσαίωνα, γιατί είναι αναπόσπαστα από το συλλογικό υποκείμενο που ζωντανεύει τη γιορτή και τη βιώνει στον ανοιχτό χώρο της αγοράς: το αναρίθμητο πλήθος ιδωμένο ως δημιουργός ενός πελώριου θεάτρου στο οποίο όλοι είναι ταυτόχρονα πρωταγωνιστές και θεατές, συναποτελώντας ένα ενιαίο σώμα, όπως το βεβαιώνουν πάμπολλοι αυτόπτες μάρτυρες, τουλάχιστον ώς τον 18ο αιώνα. Στην εορταστική αγορά, γράφει ο Μπαχτίν, ο «λαός» αποκτά τη βαθιά αίσθηση όχι μόνο της ενότητας και της ταυτότητάς του, αλλά της γήινης αθανασίας του όπως τη νιώθει να ενσαρκώνεται στον οιονεί γαργαντουικό βασιλιά Καρνάβαλο, ο οποίος εκθρονίζεται κάθε χρόνο από τη βασιλεία του για να ενθρονιστεί και πάλι τον επόμενο. Σ’ ετούτο το φανταστικό, ουτοπικό βασίλειο, ζωή και θάνατος δεν είναι παρά οι κρίσιμες στιγμές μιας ακατάπαυστα αναγεννώμενης ύπαρξης.

Δοξολογώντας, λοιπόν, το κάτω μέρος του ανθρώπινου σώματος, το καρναβάλι δοξολογεί αξεδιάλυτα, σύμφωνα πάντα με τον Μπαχτίν, και το κοινωνικό «κάτω», δηλαδή το σώμα του λαού. Κι αυτό δίνει στο μεσαιωνικό ξεφάντωμα ένα εκρηκτικό και δυνάμει ανατρεπτικό περιεχόμενο· λέω δυνάμει, γιατί όλοι βέβαια γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται παρά για μια προσωρινή διακοπή της «κανονικής» ζωής με τις αυστηρές απαγορεύσεις της που είναι αφόρητα καταπιεστικές στον μεσαιωνικό κόσμο. Αδιάφορο: σ’ αυτή την ανάπαυλα γεννιέται μια νέα γλώσσα που γελοιοποιεί τους πάντες και τα πάντα: εξουσίες –θρησκευτικές και κοσμικές–, δόγματα, επίσημα θέσφατα, ακόμα και τη χριστιανική λατρεία, με την οποία είναι ωστόσο ζυμωμένες οι κωμικές τελετές που την παρωδούν: Γιορτή των Τρελών όπου διάκοι και παπαδοπαίδια ανακηρύσσονται πάπες, βωμολοχικές παρωδίες της θείας λειτουργίας, λειτουργία των μπεκρήδων, των χαρτοπαιχτών, του χρήματος κ.τ.λ.

Έτσι, μέσα στο φαγοπότι και το ξεφάντωμα, το σώμα απελευθερώνεται από την καθημερινή του καταπίεση – τη νηστεία, τη σεξουαλική αποχή, την αγόγγυστη υποταγή στον αφέντη. Και, μαζί με αυτό, απελευθερώνεται και ο λόγος: λόγος ευφάνταστος, τολμηρός, συχνά θεοπάλαβος και άκρατος, καθώς είναι παιδί της κρασοκατάνυξης, που κατορθώνει έτσι συχνά να ξεσκεπάσει το ψέμα και την υποκρισία των αφεντάδων και της επίσημης φεουδαρχικής αλήθειας. Στήνοντας κυριολεκτικά έναν κόσμο από την ανάποδη, αυτός ο λόγος συνδέει υπερρεαλιστικά τα ασύνδετα και ταυτίζει επίμονα τα αντίθετα: το κάτω με το πάνω, το όνειρο με την πραγματικότητα, την τρέλα με τη σοφία κ.ο.κ. Όποιος είναι τρελός είναι σοφός, διαβεβαιώνει η επιγραφή ενός θιάσου γελωτοποιών της εποχής. Αυτή η πρόσκαιρη αλλά ευεργετική τρέλα μπόλιασε γόνιμα, υποστηρίζει ο Μπαχτίν, τη νέα αναγεννησιακή εικόνα του κόσμου που χειραφέτησε βαθμιαία τους ανθρώπους από τους κάθε λογής σκοταδισμούς. Το γέλιο, γράφει όχι δίχως κάποια υπερβολή, στάθηκε πάντα ένα όπλο ελευθερίας στα χέρια του λαού. Για μένα, πάντως, μένει παντοτινά επίκαιρο το θεμελιακό καρναβαλικό μήνυμα: Οτιδήποτε κάποτε ενθρονίζεται πρέπει μια μέρα να εκθρονιστεί. Μήνυμα όχι στενά πολιτικό και κοινωνικό, αλλά ανθρωπολογικό και οντολογικό.

Δεν ξέρω ώς ποιο βαθμό αυτές οι αναλύσεις επιβεβαιώνονται από την ιστορική έρευνα. Ξέρω, ωστόσο, ότι χωρίς μια τέτοια πρωτοποριακή ανάγνωση της γλώσσας του καρναβαλιού δεν θα διαβάζαμε ποτέ τόσο αποκαλυπτικά ούτε την αναγεννησιακή λογοτεχνία ούτε ένα σημαντικό μέρος της μυθιστορηματικής τέχνης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπαχτίν «ανακαλύφθηκε» στη Δύση μετά τα κινήματα κοινωνικής και πολιτισμικής χειραφέτησης του τέλους της δεκαετίας του 1960. Με τη διαφορά ότι ο κόσμος που αναδύθηκε ύστερα από αυτά τα κινήματα απέχει παρασάγγας από την Αναγέννηση. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

 

4.

Υπαινίχθηκα ότι η θεωρητική προσέγγιση του Μπαχτίν έχει γίνει αντικείμενο ποικίλων κριτικών. Σίγουρα κάποιες είναι βάσιμες. Πιστεύω, όμως, ότι η εσωτερική αξία μιας θεωρίας κρίνεται πάνω απ’ όλα από τους καρπούς που αποφέρει όταν δοκιμάζεται στην πράξη. Κι εδώ θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ στη δουλειά μου. Γιατί κανένα από τα πολλά συγγράμματα που έχω μελετήσει δεν φώτισε, στα μάτια μου, όπως το έργο του Μπαχτίν το καρναβάλι τόσο στον σκληρό διαχρονικό πυρήνα του όσο και σε διάφορες ιστορικές του ενσαρκώσεις. Χάρη σ’ αυτό κατανόησα καλύτερα (όσο μπόρεσα να κατανοήσω) τη μετάβαση από τις αρχαϊκές αγροτικές τελετουργίες στα αστικά καρναβάλια διευρύνοντας τη ματιά της λαογραφίας. Προπάντων, όμως, το έργο αυτό μου επέτρεψε να ανακαλύψω το καρναβαλικό θεμέλιο του γέλιου στον νεοελληνικό Καραγκιόζη. Θα εξηγηθώ με κάποια παραδείγματα, ξεκινώντας από τα πιο ασήμαντα, μολονότι ολωσδιόλου προφανή, και προχωρώντας λίγο πιο βαθιά. Ποια λαογραφική μελέτη εντόπισε άραγε ποτέ –και πώς θα μπορούσα εγώ να διανοηθώ, χωρίς τη μεσιτεία του Μπαχτίν– ότι το τυπικό και φαινομενικά κακόγουστο καλαμπούρι του Καραγκιόζη που συγχέει δήθεν τα κουφέτα με τα κόλλυβα, ριζώνει στην άρρηκτη σύνδεση γάμου και θανάτου την οποία επιτελούν τόσα αποκριάτικα δρώμενα. Κι όμως ο ίδιος ο Καραγκιόζης δηλώνει πως εκτός από το «αποκριάτικο» όνομά του, το Καραγκιόζης Καραγκιοζόπουλος, έχει κι ένα σαρακοστιανό, το Ρεβυθοφασουλοκολοκυθομελιτζανόπουλος (προσθέστε κατά βούληση όσες συλλαβές ταιριάζουν). Όταν ονομάζει Μαρία τον… πατέρα του και Λάμπρο τη… μητέρα του, αναγκάζοντας τους άλλους να παρατηρήσουν πως «τα λέει ανάποδα» κι εκείνος αποκρίνεται «ανάποδα βγαίνει ο ήλιος στο χωριό μου», αυτό δεν μας θυμίζει τάχα ότι ο καρναβαλικός «κόσμος από την ανάποδη» είναι ο μόνος δικός του κόσμος, η μόνη δική του αλήθεια; Απλά επιβιώματα; Όχι μόνο. Στην ηρωική παράσταση του Αθανασίου Διάκου, λόγου χάρη, ο Καραγκιόζης καντηλανάφτης καμώνεται έξαφνα τον… μητροπολίτη κι όταν ο Διάκος τον αποπαίρνει εκείνος του απαντά ατάραχος: «Το ίδιο είναι· ή μητροπολίτης ή καντηλανάφτης ένα και το αυτό». Τι άλλο κάνει εδώ αν όχι να καταργεί ευθέως την όποια ιεραρχία, όπως τα Σατουρνάλια ή η Γιορτή των Τρελών; Προχωράω παραπέρα. Στο ίδιο έργο, βλέπουμε τον Καραγκιόζη να τρώει τον περίδρομο την ώρα που τα παλικάρια σφάζονται στη μάχη· και μετά τη νίκη περηφανεύεται ότι κι αυτός πολέμησε γενναία, αφού «σκότωσε» τον Καπετάν Ψητό, τον Καπετάν Τυρή, τον Καπετάν Κουραμάνα και μύριους άλλους. Έχουμε άραγε εδώ τη ρεαλιστική αναπαράσταση ενός θρασύδειλου και κυνικού ατόμου που κρύβεται στην κουζίνα για να γλιτώσει το θάνατο και να ικανοποιήσει την κοιλιοδουλία του; Όχι βέβαια. Προσωπικά βλέπω μιαν εντυπωσιακή ενσάρκωση του μπαχτινικού σωματικού κάτω με την ακόρεστη πείνα του και παραπέρα του κοινωνικού κάτω, δηλαδή του λαϊκού σώματος: εκείνου που μέσα στη δίνη της Επανάστασης δεν παύει να ικανοποιεί τις ζωτικές του ανάγκες, να αντιστέκεται και να επιβιώνει. Να γιατί όλοι –καπεταναίοι του θεάτρου σκιών και θεατές– γελούν με την καρδιά τους με τον Καραγκιόζη, μ’ ένα γέλιο χαρούμενο, καθαρτήριο, που αναγγέλλει τη νίκη της ζωής επί του θανάτου και τον τελικό θρίαμβο του Αγώνα. Αυτός είναι ο εθνικός μας γελωτοποιός: όχι ένας ηθογραφικός ή κοινωνικός τύπος, αλλά ένα κωμικό πλάσμα του μύθου που αλλάζει συνεχώς προσωπείο, συμβολίζοντας ένα πλήθος νέες όψεις της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας από την οποία αναδύεται, όπως την αντιλαμβάνεται ο λαϊκός (ανα)δημιουργός του. Όχι ακριβώς ένας ηθοποιός, αλλά μια χάρτινη μάσκα, ένας καθαρός μασκαράς που, καθώς δεν υπάρχει έξω από τη μάσκα του, πετυχαίνει να ταυτιστεί απόλυτα με τον εκάστοτε ρόλο της ώστε να ενσαρκώσει πειστικά άλλοτε ένα πάμφτωχο και πεινασμένο άτομο, άλλοτε τον κατεργάρη της πιάτσας, άλλοτε τον ηλίθιο του χωριού και άλλοτε τον πανέξυπνο άνθρωπο του λαού και, κάποτε, ολόκληρο το συλλογικό σώμα. Έτσι, τούτο το τυπικό δημιούργημα του καινούργιου λαϊκού πολιτισμού που αναπτύχθηκε στην αστικοποιούμενη Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού μπορεί, π.χ., να συναντιέται ετεροχρονισμένα με τους κλέφτες του βουνού του ’21, δηλώνοντάς τους «συνάδελφος, κλέφτης στην πόλη»! Να γελοιογραφεί σπαρταριστά τις εκλογικές αναμετρήσεις του καιρού του με γνήσια αποκριάτικες παραστάσεις. Και να διακωμωδεί, με τον τρόπο της παρωδίας, τα πάντα, δίνοντας στο καρναβαλικό γέλιο την ευκαιρία να αναβλύσει πάλι πηγαία, εμπνεόμενο από τις πιο τραγελαφικές όψεις της νεοελληνικής ζωής.

Έτσι μπόρεσα να ξεπληρώσω ένα μέρος του χρέους μου προς τον Μπαχτίν, ανταποκρινόμενος στην έκκληση που διατυπώνει στο δοκίμιό του «Μορφές του χρόνου και του χρονότοπου στο μυθιστόρημα» να μελετήσουμε τις αναρίθμητες εθνικές και τοπικές διαφοροποιήσεις της εικόνας του γελωτοποιού και τον ιδιαίτερο ρόλο τους στην αυτοσυνειδησία του λαού. Το υπόλοιπο μέρος αυτού του χρέους το ξεπλήρωσα, όσο το κατάφερα, με το λογοτεχνικό γράψιμο. Αλλά αυτό είναι επίσης μια άλλη ιστορία.

*Το παρόν κείμενο είναι η παρέμβαση του Γιάννη Κιουρτσάκη στη διαδικτυακή συζήτηση με θέμα «Το καρναβάλι στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες» που διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, το περιοδικό Τα Ιστορικά και τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης στις 9 Μαρτίου 2021 με συντονισμό του Νίκου Ποταμιάνου.

 

Γιάννης Κιουρτσάκης

Νομικός, συγγραφέας. Ύστερα από μια σειρά μελέτες για τον Σεφέρη, τον Καραγκιόζη, την προφορική παράδοση και τον λαϊκό πολιτισμό, δούλεψε, μεταξύ 1995-2007, την τριλογία Το ίδιο και το άλλο. Άλλα, πιο πρόσφατα βιβλία του: Το ζητούμενο του ανθρώπου (2012), Ο νεοελληνικός διχασμός και το μυστήριο της τέχνης (2014), Ελληνισμός και Δύση στο στοχασμό του Σεφέρη (2014), Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου (2015), Ο Παπαδιαμάντης, η Ελλάδα και ο κόσμος μας (2018), Ένα αστόπαιδο στο σχολείο του Καραγκιόζη (2019), Το θαύμα και η τραγωδία (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.