Σύνδεση συνδρομητών

O Ρούφος, ο Πεπονής και μια άγνωστη πτυχή του Κυπριακού

Τετάρτη, 26 Οκτωβρίου 2022 23:26
1965. O Αναστάσιος Πεπονής με τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Αρχείο οικογένειας Πεπονή  
1965. O Αναστάσιος Πεπονής με τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Ο Ρόδης Ρούφος και ο έργω εκσυγχρονιστής πολιτικός Αναστάσης Πεπονής (1924-2011) γνωρίστηκαν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η κατοχική θητεία κατά τα φοιτητικά θρανία υπήρξε ολιγόμηνη. Από τον Οκτώβριο του 1942 έως τον Απρίλιο του 1943. Η φιλία τους, όμως, που ξεκίνησε εκείνη την εποχή και σφυρηλατήθηκε μέσα από τις κοινές αγωνίες και τα όνειρα της γενιάς τους –δηλαδή τους αγώνες, τις θυσίες αλλά και τις ήττες και τις απογοητεύσεις στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, του εμφυλίου, της μετεμφυλιακής περιόδου και, στο τέλος, της δικτατορίας των συνταγματαρχών– κράτησε ώς το τέλος, δηλαδή ώς τον πρόωρο, δυστυχώς, θάνατο του Ρούφου, το 1972.

Ο Πεπονής περιέγραψε γεγονότα και βιώματα της περιόδου 1941-1952, που καλύπτει την κατοχή και τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια, στην Προσωπική Μαρτυρία. Πρόκειται για βιβλίο που πρωτοεκδόθηκε  το 1970 και το χαρακτηρίζει το δωρικό ύφος της γραφής και η προσπάθεια για μια κατά το δυνατόν αντικειμενική εξιστόρηση μιας εποχής που, παρά τις τεράστιες δυσκολίες της, αφορούσε μια νεολαία φλογισμένη από υψηλά ιδανικά και διάθεση για πολιτική, κοινωνική και εθνική δράση.[1] Ο Ρούφος αφιέρωσε στην Προσωπική Μαρτυρία του Πεπονή μια επιφυλλίδα στο Βήμα, τον Οκτώβριο του 1970, με τον εύγλωττο τίτλο: «Έξαρση και πίκρα μιας γενιάς».[2] Πρόκειται για κείμενο το οποίο συμπεριέλαβε στη συλλογή δοκιμίων του, Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια.[3]

Ο Νίκος K. Αλιβιζάτος, στην εισαγωγή του στην επανέκδοση του προαναφερθέντος βιβλίου, εύστοχα επισημαίνει ότι ο Ρούφος στο κείμενό του για το χρονικό του Πεπονή αναφέρεται ειδικά στο καταληκτήριό του έτος, δηλαδή το 1952, τότε που ο Παπάγος κερδίζει θριαμβευτικά τις εκλογές, γεγονός που σηματοδοτεί «μια χαμένη ευκαιρία να εγκαθιδρυθεί και στην Ελλάδα μια μοντέρνα φιλελεύθερη δημοκρατία».[4] Σύμφωνα με τον Ρούφο, τότε

διαλύθηκαν τα όνειρα για μια γρήγορη πραγμάτωση των προοδευτικών ιδανικών που είχαν εμπνεύσει μερικούς από τους εκλεκτότερους της Κατοχικής Γενιάς, και οριστικοποιήθηκε η νίκη του παρελθόντος πάνω στο μέλλον, της «σκοπιμότητας» πάνω στην άτεγκτη δημοκρατική συνέπεια, της «εθνικοφροσύνης σαν κομματικού συνθήματος πάνω στον απλό πατριωτισμό όλων των Ελλήνων.[5]

Η ήττα των ιδανικών, όμως, που μπορεί να είναι προσωρινή ή και οριστική, συνεπάγεται και ήττα των φορέων τους. Που κι αυτή ενδέχεται να είναι προσωρινή ή και οριστική. Ήττα ιδανικών και προσώπων, που έχει συνέπειες για το ποιες «αξίες», ατομικές και συλλογικές, τελικώς επικρατούν κοινωνικά και αποτυπώνονται και θεσμικά κατά τη συγκρότηση της πολιτείας.

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, μόλις εκδηλώθηκε η δικτατορία, ο Ρούφος πρότεινε στους συναδέλφους του του διπλωματικού σώματος να παραιτηθούν ομαδικά. Σχεδόν αναμενόμενο ήταν, όμως, το αποτέλεσμα αυτής της έκκλησης. Γράφει ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος γι’ αυτό το θέμα:

Φαίνεται πως κανείς δεν ανταποκρίθηκε. Έτσι και ο ίδιος προτίμησε, αντί να παραιτηθεί, να ζητήσει εξάμηνη άδεια. Τελικά η χούντα τον απέλυσε το 1969 «λόγω αυτογνωμόνου απουσίας εκ της υπηρεσίας». Ώς τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1972, δεν επανήλθε στο διπλωματικό σώμα, όπου, βέβαια, οι συνομήλικοί του είχαν στο μεταξύ προαχθεί στον πρεσβευτικό βαθμό.[6]

Η πατρίδα μας, όμως, είχε χάσει και νωρίτερα, το 1964, την ευκαιρία –ίσως μία από πολλές άλλες– να αξιοποιήσει τις εξαιρετικές γνώσεις, την επαγγελματική εμπειρία και το υψηλό πατριωτικό φρόνημα του Ρούφου, σε μια κρίσιμη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις περίοδο. Πρόκειται για αξιολογική κρίση συναγομένη εκ του αποτελέσματος, καθώς το 1964 απορρίφθηκε το δεύτερο σχέδιο Άτσεσον και έτσι χάθηκε μια καλή (ενδεχομένως) ευκαιρία για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος.

 

Σωσσίδης αντί του Ρούφου

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, μετά την εκλογική του νίκη το 1964, επέλεξε για το διπλωματικό του γραφείο τoν Τζον Σωσσίδη, αντί για τον Ρόδη Ρούφο. Την πρόταση για τον Ρούφο στον τότε πρωθυπουργό την είχε κάνει ο Αναστάσης Πεπονής, που διατηρούσε, μαζί με τον Λουκή Ακρίτα και τη σύζυγό του Σύλβα, και κοινωνικές, πέραν των πολιτικών, σχέσεις με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο τελευταίος τους προσκαλούσε συχνά στο σπίτι του, στο Καστρί. Ο Αναστάσης Πεπονής στο βιβλίο του, 1961-1981: Τα γεγονότα και τα πρόσωπα, αναφέρει τα ακόλουθα για την πρωτοβουλία του να μιλήσει στον Γεώργιο Παπανδρέου για τον Ρόδη Ρούφο:

Στα χρόνια που βρέθηκα κοντά στον Γεώργιο Παπανδρέου, από το 1964 και ως συνεργάτης του, δύο φορές μου μίλησε αυστηρά. Η πρώτη ήταν τις παραμονές των εκλογών του Φλεβάρη του 1964. […] Το ίδιο βράδυ λοιπόν μας είπε ότι για το διπλωματικό του γραφείο προόριζε τον Τζον Σωσσίδη. Είχα ακούσει χρόνια πριν γι’ αυτόν από συναδέλφους του. Οι κρίσεις δεν άγγιζαν την επαγγελματική του επάρκεια. Αναφέρονταν στη νοοτροπία του, στη δεξιά τοποθέτησή του. Αυθόρμητα του μίλησα για τον Ρόδη Ρούφο, για τον ακέραιο χαρακτήρα του, για την προσήλωσή του στη δημοκρατική νομιμότητα, για την παιδεία του. Του πρότεινα να τον γνωρίσει πριν οριστικοποιήσει την επιλογή του. Έδειξε πως δεν ήθελε να δοθεί συνέχεια σε αυτό το θέμα. Όμως εγώ επανήλθα, συγκρίνοντας τον Ρούφο με τον Σωσσίδη και αφήνοντας αιχμές για τον δεύτερο. Η αντίδρασή του κοφτή, σε ύφος ψυχρό: «Ελπίζω να αποδέχεσθε, κύριε Πεπονή, ότι ο πρωθυπουργός της χώρας δικαιούται να επιλέγει τους συνεργάτες του». Αισθάνθηκα άσχημα. Δεν πρόσεχα πια τι λεγόταν. Αδημονούσα να τελειώσει η βραδιά και να φύγουμε. Σε επόμενες συναντήσεις ήταν ξανά εγκάρδιος. Είχαν ίσως μεσολαβήσει η Σύλβα και ο Λουκής.

Δεοντολογικά, ο Παπανδρέου είχε δίκιο. Δεν είχα καμία κομματική ή άλλη ιδιότητα. Εκμυστηρευόταν τις σκέψεις του μπροστά μου με εμπιστοσύνη, αλλά δε ζητούσε τη γνώμη μου για τις επιλογές του. Η δικαίωση εκείνης της βιαστικής αντίδρασής μου ήρθε αργότερα, σταδιακά και καθυστερημένα.[7]

Η ιστορική συγκυρία υπήρξε τέτοια ώστε ο Πεπονής, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ως γενικού διευθυντή του Ε.Ι.Ρ. (Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας) αλλά και πέραν αυτών (πάντοτε, όμως, ύστερα από εντολή του τότε πρωθυπουργού, Γεωργίου Παπανδρέου), άγγιξε το κυπριακό ζήτημα. Γράφει, κάνοντας και πάλι αναφορά στον Ρόδη Ρούφο:

To ζήτημα της Κύπρου με συγκινούσε από τα νεανικά μου χρόνια. Το είχα παρακολουθήσει  ως φίλος του Λουκή Ακρίτα, κάνω κάποιες αναφορές στην Προσωπική Μαρτυρία. Ορισμένες κρίσιμες φάσεις της πρώτης αγωνιστικής περιόδου, τότε που συνυπήρχαν αγωνιστικά Μακάριος και ΕΟΚΑ, συνδέθηκαν με την έξοχη δράση ως προξένου στην αγγλοκρατούμενη Κύπρου ενός άλλου αξέχαστου φίλου, του Ρόδη Ρούφου-Κανακάρη. Στο σπίτι του πρωτοσυνάντησα τον Μακάριο, με τον Νίκο Κρανιδιώτη δίπλα του, λίγες μέρες μετά τη διακοπή της εξορίας τους στις Σεϊχέλες.[8]

Ο Πεπονής περιγράφει πώς τα κατάφερε να χειριστεί με νηφαλιότητα και σύνεση, χωρίς «πατριωτικές κορώνες», τη μετάδοση από το Ε.Ι.Ρ. των τραγικών γεγονότων που έλαβαν χώρα από την 6η έως την 9η Αυγούστου 1964 στην Κύπρο, όταν κορυφώθηκαν οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων (για να δεχθεί επικρίσεις από τη φιλοκυβερνητική εφημερίδα, Αθηναϊκή, για αδράνεια γι’ αυτή του τη στάση).

 

Πώς δεν έγινε δεκτό το σχέδιο Άτσεσον

Πιο σημαντική, όμως, είναι η αφήγηση που κάνει για μια πτυχή του κεφαλαίου του Κυπριακού που, όπως προανέφερα, αφορά το δεύτερο σχέδιο του Άτσεσον και, συγκεκριμένα, το πώς η αρχικώς διαφανείσα αποδοχή του από τον Γεώργιο Παπανδρέου και την κυβέρνησή του ναυάγησε. Παραθέτω αυτολεξεί ολόκληρο το σχετικό μακροσκελές απόσπασμα:

Για το σχέδιο λύσης του Κυπριακού του πρώην υπουργού  Εξωτερικών των Η.Π.Α. Ντιν Άτσεσον, για αποδοχή αυτού του σχεδίου από τον Γεώργιο Παπανδρέου και για ματαίωσή του από τον ίδιο τον Μακάριο, με τη συνδρομή του Ανδρέα Παπανδρέου, έχουν γράψει και έχουν μιλήσει πολλοί. Έζησα από κοντά μια προσπάθεια να αποδεχθεί το σχέδιο η Κύπρος και μια απότομη εγκατάλειψή της. Η αφήγησή της αποκαλύπτει  μια πτυχή αυτού του κεφαλαίου του Κυπριακού έως σήμερα, νομίζω, άγνωστη. Αφορά στο δεύτερο σχέδιο του Άτσεσον, αυτό που πράγματι έτεινε να το δεχθεί ο Γεώργιος Παπανδρέου. Οι σχετικές διαπραγματεύσεις διεξάγονταν στη Γενεύη από τον πρέσβη Δημήτρη Νικολαρεΐζη και από δίπλα του τον Σωσσίδη ως διπλωματικό σύμβουλο του πρωθυπουργού, με τον πρόσθετο ρόλο του συνδέσμου μαζί του.

Με ειδοποίησε ο Λουκής Ακρίτας πως μας καλούσε για το ίδιο βράδυ ο πρωθυπουργός στο Καστρί. Ανεβήκαμε με το δικό μου υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Το μεσημέρι είχε συνέλθει το Υπουργικό Συμβούλιο για να ενημερωθεί από τον πρωθυπουργό. Οι θετικές εκτιμήσεις του πρωθυπουργού για το σχέδιο είχαν γίνει αποδεκτές, εξουσιοδοτήθηκε για τους παραπέρα χειρισμούς. Το σχέδιο προέβλεπε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με την παραχώρηση όμως στην Τουρκία, υπό μορφή μίσθωσης όπως λέχθηκε, μιας ζώνης στο βόρειο τμήμα, στην περιοχή της Καρπασίας. Προέβλεπε, επίσης, ειδικές ρυθμίσεις για επαρχίες της Κύπρου όπου υπερείχε αριθμητικά η τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η συνεδρίαση εκείνη του Υπουργικού Συμβουλίου χαρακτηρίστηκε από όσους την αναφέρουν «πανηγυρική» (βλ. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, τόμ. Ε′, σελ. 52-53, και Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η Ταραγμένη Εξαετία, τόμ. Α′, σελ. 207). Ο Λουκής μου είπε κατά τη διαδρομή ότι του είχε υποδείξει ο Παπανδρέου να μην πάρει το λόγο κατά τη συνεδρίαση εκείνη, ότι θα τα λέγανε το βράδυ.

Στο Καστρί, μόνο το ζεύγος Ακρίτα κι εγώ. Ο πρωθυπουργός εξηγούσε το σκεπτικό του, δε συγκρατώ λεπτομέρειες. Με το δεδομένο γεωστρατηγικό συσχετισμό, το κράτος της Κύπρου ήταν όμηρος της Τουρκίας. Ήθελε να πάει ο Λουκής στην Κύπρο, να είμαι και εγώ μαζί, «ως φίλος σου και της εμπιστοσύνης μου», πρόσθεσε απευθυνόμενος στον Λουκή. Αποστολή του Ακρίτα, να πείσει τους παράγοντες της Κύπρου να αποδεχθούν τη λύση του δεύτερου σχεδίου Άτσεσον. Τόνισε ότι δεν αντιλαμβανόταν μια ένωση που θα έθετε τους Κυπρίους υπό τη γραφειοκρατία του ελληνικού δημοσίου, ότι απέβλεπε σε μια ένωση που θα καθιστούσε την Κύπρο τμήμα της Ελλάδας ως προς τη διεθνή υπόσταση και ως προς την άμυνά της. Αυτό τον ενδιέφερε. «Δεν θα τους στείλω από εδώ υπαλλήλους να τους διοικήσουν». Ο Λουκής, αφού του μίλησε για την Καρπασία, δηλαδή την περιοχή που θα μισθωνόταν από την Τουρκία για να εγκαταστήσει εκεί στρατό, αναφερόμενος στην ελληνικότητα και στην ιστορία της, εξέφρασε κάποια ανησυχία για τις διαπραγματεύσεις στη Γενεύη. Προσφέρθηκε να πάει στην Κύπρο, αλλά περνώντας πρώτα από τη Γενεύη. Με σεβασμό και ευγένεια, έδειξε να το θέτει ως προϋπόθεση. Δεν αναφέρθηκε στον Νικολαρεΐζη αλλά, με κάποια διαφαινόμενη ανησυχία, στον Σωσσίδη.

Επακολούθησε τηλεφωνική επικοινωνία με τη Γενεύη. Είχε καλέσει ο Σωσσίδης. Χωρίς να έχει απαντήσει στον ίδιο τον Λουκή, άρχισε να λέει στον Σωσσίδη ότι έκρινε σκόπιμο πριν πάει ο Λουκής στην Κύπρο να περάσει από τη Γενεύη. Στη συνέχεια ο Παπανδρέου σιώπησε, άκουγε και ξαφνικά παρακολουθήσαμε μια έκρηξή του: «Τι είμαι που θα πω πρώτος στους Τούρκους ότι δέχομαι το σχέδιο; Να διακόψεις». Έκλεισε το τηλέφωνο οργισμένος. Γύρισε κοντά μας και μας μετέφερε πως οι Τούρκοι επιφυλάσσονται  να απαντήσουν αφού πρώτα ο Παπανδρέου θα δήλωνε την αποδοχή του σχεδίου. «Δεν θα πάτε τώρα», πρόσθεσε.

Δεν έχω άμεση αντίληψη γι’ αυτά που είχαν προηγηθεί, ούτε για όσα ακολούθησαν, πέρα από εκείνα που γράφανε οι εφημερίδες ή που διάβασα αργότερα –και έως σήμερα– σε βιβλία. Περιορίστηκα ξανά στα καθήκοντά μου. Ο Μακάριος είχε αργότερα δηλώσει ότι χάρη στην αντίδρασή του «ο εκ του Άτσεσον μέγας εθνικός κίνδυνος απεσοβήθη». Εάν ο εθνικός κίνδυνος «απεσοβήθη» το έχει αντιληφθεί ο ελληνισμός από το 1974. Προσωπικά πιστεύω ότι, εάν ο Παπανδρέου δήλωνε αποδοχή του σχεδίου, η Άγκυρα θα κρατούσε αυτή την αποδοχή για να ζητήσει πιεστικά και άλλα, όπως την πλήρη προσάρτηση αντί της μίσθωσης. Είναι η τακτική της τουρκικής διπλωματίας.[9]

 

Η πολυπλοκότητα του Κυπριακού

Προτού ολοκληρωθεί το παρόν κείμενο, είναι χρήσιμο να προστεθούν δύο ακόμη κρίσιμης σημασίας παρατηρήσεις για την πολυπλοκότητα του κυπριακού προβλήματος.

Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι οι προϋποθέσεις που έθετε ο Μακάριος για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα –εάν υποθέσουμε ότι υπήρξαν ειλικρινείς– σκόνταφταν σε ανυπέρβλητες διεθνοπολιτικές δυσκολίες, που προέκυπταν από μη συμβατές γεωστρατηγικές αντιλήψεις των εμπλεκομένων μερών. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τη συζήτηση που είχε ο Πεπονής με τον Μακάριο, όταν ο δεύτερος τον υποδέχθηκε στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, το πρωί της 29ης ή της 30ής Οκτωβρίου 1964, κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης του πρώτου στην Κύπρο. Ο Μακάριος λέει, τότε, στον Πεπονή απερίφραστα ότι θα αποδεχόταν την ένωση υπό την προϋπόθεση ότι η Κύπρος δεν θα υπαγόταν στο ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα να είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η Κύπρος όχι, αυτή υπήρξε η θέση του. Ο Πεπονής απαντά ότι η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ είναι δεδομένη από το 1952 και τον ερωτά εάν πιστεύει ότι, με επίσης δεδομένες τις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο και τη συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας στο ΝΑΤΟ, πιστεύει ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης  των δύο συνασπισμών, η Μεγάλη Βρετανία θα εξαιρούσε  αυτές τις βάσεις από την υπαγωγή στο ΝΑΤΟ. Ο Μακάριος δεν απάντησε.[10]

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τη στάση της τότε ΕΣΣΔ απέναντι στο ενδεχόμενο της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Σε γεύμα του Πεπονή με τον πρεσβευτή αυτής της χώρας στην πρεσβεία της στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 1964, ο ξένος διπλωμάτης μίλησε απερίφραστα κατά της προοπτικής της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, θεωρώντας την ως κίνηση για ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Ο Πεπονής του απάντησε: «Το γεγονός ότι εσείς οι Μεγάλοι δεν καταφέρνετε να εξασφαλίσετε την ειρήνη και να ξεπεράσετε την πόλωση μεταξύ των δύο συνασπισμών δεν μπορεί να στερήσει από ένα λαό το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης».[11] Το «πρόβλημα», όμως, παρέμεινε «ανοικτό», ασφαλώς, και συνίστατο στην αρνητική διάθεση και στάση των Σοβιετικών απέναντι στην προοπτική της ένωσης, που έχει επιβεβαιωθεί και από πολλά επόμενα επεισόδια στην ιστορία του κυπριακού ζητήματος. Επιπλέον, μια πρόσφατη μελέτη, του Γιαν Κόουρα, με τίτλο, Διχοτομημένη Νήσος – Ψυχρός Πόλεμος και Κυπριακό την περίοδο 1960-1974,[12] αποκαλύπτει ότι όχι μόνον η Σοβιετική Ένωση αλλά και η Τσεχοσλοβακία έπαιξαν ρόλο, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, στην προσπάθεια διαμόρφωσης του πολιτικού πεδίου στο εσωτερικό της Κύπρου κατά τέτοιον τρόπο, ώστε αυτή να παραμείνει «αδέσμευτη» και μακριά από οποιαδήποτε καθοριστική αμερικανική επιρροή.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι, όπως σε όλα τα σημαντικά γεωπολιτικά παίγνια, έτσι και στο κυπριακό ζήτημα οι δρώντες υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι πολλοί, εκπροσωπώντας αντίστοιχα πολιτικοστρατιωτικά και οικονομικά συμφέροντα. Για την έκβαση αυτών των παιγνίων, κρίσιμης σημασίας είναι όχι μόνον οι υλικοί παράγοντες (γεωπολιτική θέση, στρατιωτική ισχύς, φυσικοί πόροι της χώρας, κ.λπ.) που έχει στη διάθεσή του ο κάθε δρων, ο κάθε «παίκτης», αλλά και οι ιδέες και οι αξίες που σχετίζονται με την ταυτότητά του. Επίσης, σημαντικό ρόλο κατά τη διαμόρφωση και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής παίζουν οι θεσμοί στο εσωτερικό της χώρας και τα πρόσωπα τα οποία τους ενσαρκώνουν, δηλαδή η ποιότητά τους.

Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε πάντοτε, και τότε και τώρα, πρόσωπα σαν τον Ρόδη Ρούφο, που, όπως παρατήρησε ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, τον χαρακτήριζε η πολιτική εντιμότητα και το λεπτό πολιτικό αισθητήριο.[13] Αλλά κι ένας κοσμοπολιτικός πατριωτισμός, που συνοδευόταν από την πίστη του, παρόμοια με αυτή του Γιώργου Θεοτοκά, ότι η νεοελληνική ιδεολογία πρέπει να στηριχθεί όχι μόνον στο ένδοξο παρελθόν της κλασικής αρχαιότητας, αλλά και σε ό,τι η σημερινή Ελλάδα και ο νεότερος πολιτισμός της εκπροσωπούν μέσα στη Δύση[14] αλλά και στον ευρύτερο κόσμο. Η ανάδειξη της νεοελληνικής ταυτότητας ως ισχυρής απόδειξης για την αξιοπρόσεκτη πολιτισμική και πολιτική παρουσία και ισχύ της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο αποτελεί ένα στοίχημα, ένα κρίσιμο διακύβευμα, για τον πολιτική και πνευματική ηγεσία του τόπου μας. Και, κατά τούτο, η πολιτική σκέψη του Ρόδη Ρούφου είναι εξαιρετικά επίκαιρη!

 

[1] Η Προσωπική Μαρτυρία εκδόθηκε από τον Κέδρο, το 1970, και επανεκδόθηκε από το Προσκήνιο – Εκδόσεις: Άγγελος Σιδεράτος, το 2001.

[2] Η εν λόγω επιφυλλίδα δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 2/10/1970.

[3] Το βιβλίο, Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια, πρωτοεκδόθηκε από τον Ίκαρο, το 1971. Το 2018 επανεκδόθηκε από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

[4] Βλ. την Εισαγωγή του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου, «Ο Ρόδης Ρούφος και η κριτική της μεταπολεμικής ιδεολογίας», στο Ρόδης Ρούφος, Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2018, σελ. 11.

[5] Ρόδης Ρούφος, «Έξαρση και πίκρα μιας γενιάς», στο Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια, ό.π., σελ. 208-209.

[6] Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, «Αναστοχασμοί και δράση ενός φιλελεύθερου μαχητή – Ο Ρόδης Ρούφος επί χούντας», Νέα Εστία, τόμος 172ος, τεύχος 1856, Δεκέμβριος 2021, σελ. 33.

[7] Αναστάσης Πεπονής, 1961-1981: Τα γεγονότα και τα πρόσωπα, δεύτερη έκδοση, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2002, σελ. 14-15. Η έμφαση (italics) στην τελευταία πρόταση του παρατιθέμενου κειμένου είναι του γράφοντος (όχι του Πεπονή).

[8] Ό.π., σελ. 78.

[9] Ό.π., σελ. 82-85.

[10] Ό.π., σελ. 88-89.

[11] Ό.π., σελ. 90.

[12] Γιαν Κόουρα, Διχοτομημένη Νήσος – Ψυχρός Πόλεμος και Κυπριακό την περίοδο 1960-1974, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2021.

[13] Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, «Αναστοχασμοί και δράση ενός φιλελεύθερου μαχητή – Ο Ρόδης Ρούφος επί χούντας», ό.π., σελ. 41.

[14] Βλ. την Εισαγωγή του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου, «Ο Ρόδης Ρούφος και η κριτική της μεταπολεμικής ιδεολογίας», στο Ρόδης Ρούφος, Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», ό.π., σελ. 20-21.

Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος

Καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας και διεθνών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Βιβλία του: Καστοριάδης και σύγχρονη πολιτική θεωρία (2009), Μαθηματικά και φυσική (2010), Μαθηματικά, θεωρητική ή πρακτική επιστήμη, εντέλει; (2016), Ένας αιώνας διεθνών σχέσεων 1919-2019 (επιμ. με τον Ανδρέα Γκόφα και τη Μαριλένα Κοππά, 2020), Κρίσιμες οντολογικές έννοιες στο έργο του Καστοριάδη (2022), Θεωρητικές και θετικές επιστήμες. Οι δύο κουλτούρες και οι διατομές τους (2022), Παναγιώτης Κονδύλης και Alexandre Kojève (2023).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.