Σύνδεση συνδρομητών

Ο Καστοριάδης και η Μαντόνα

Τρίτη, 30 Αυγούστου 2022 08:53
 Στο ορφανό σχόλιο του Καστοριάδη, σουτιέν της Μαντόνας (στη φωτογραφία, από το 1987 και τη συναυλία της στο στάδιο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου) και συνολική αντίληψη του κόσμου συγκατοικούν στην ίδια πρόταση.
George Bekker  
Στο ορφανό σχόλιο του Καστοριάδη, σουτιέν της Μαντόνας (στη φωτογραφία, από το 1987 και τη συναυλία της στο στάδιο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου) και συνολική αντίληψη του κόσμου συγκατοικούν στην ίδια πρόταση.

O φιλόσοφος μπροστά στα Υλικά Κορίτσια και Αγόρια του MTV. Αναημοσίευση από το τχ. 131.

             

Ορφανό σχόλιο

Τελειώνοντας το Η Δύση και ο Τρίτος Κόσμος, ο Κορνήλιος Καστοριάδης ανέφερε το εξής:

Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί κανείς να εκτοπίσει τη βραχμανική θρησκεία ούτε το Κοράνι με βιντεοκλίπ που δείχνουν μισόγυμνες κοπέλες και αγόρια που χαζοχορεύουν και ουρλιάζουν. Τα σουτιέν της Μαντόνας δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα μιας συνολικής αντίληψης του κόσμου.

Το κείμενο που ξεκίνησε σαν ομιλία –17 σελίδες κλασικού Καστοριάδη– περιέχεται στον Θρυμματισμένο κόσμο[1].

***

Από τότε που ανακάλυψα τον Κορνήλιο στο Επαναστατικό πρόβλημα σήμερα, με την τζιακομετική φιγούρα στο άσπρο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης, έγινα αφοσιωμένος ακόλουθός του. Με μαγνήτιζαν το στυλ, οι λέξεις, οι βεβαιότητες, τα ειρήσθω εν παρόδω, η παντογνωσία, ο κοσμοπολιτισμός του. Θαύμαζα και ζήλευα την άνεση με την οποία τα γραπτά του χοροπηδούσαν ανάμεσα σε Γαλλία, Ελλάδα και ΗΠΑ. Κατακοκκίνιζα τα βιβλία του με διπλές, τριπλές υπογραμμίσεις και σχόλια. Ο Καστοριάδης σόκαρε και σκανδάλιζε τη μεταπολιτευτική αριστεροσύνη μου με σαρωτικές κριτικές του μαρξισμού και των κομμουνιστικών κομμάτων. Σαν φοιτητής στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μάζευα τις πολυγραφημένες μεταφράσεις του Βασίλη Τομανά με γενικό τίτλο Κορνήλιου Καστοριάδη Κείμενα που φιγουράριζαν σε πάγκους αναρχοαυτόνομων στο ΑΠΘ. Μαζί με τις εξαιρετικές μεταφράσεις του Βασίλη, τα λιτά τευχίδια ξεχώριζαν με τα art ασπρόμαυρα εξώφυλλά τους.  

Σε μια έξαρση νεανικού μιμητισμού έγραψα ένα βαρύγδουπο κείμενο με τίτλο «Σημειώσεις για μια ενοποιητική θεωρία της Ιατρικής». Είχα ξεπατικώσει Το πρόβλημα της ενοποίησης των κλάδων γνώσης (διαβασμένο τόσες φορές ώστε μπορούσα να το απαγγείλω) και, μετά, το παραγέμισα με μπανάλ ξερολισμό. Ευτυχώς, δεν δημοσιεύθηκε, το είδαν ελάχιστοι και μπορώ να προσποιούμαι ότι δεν υπήρξε ποτέ αλλά ήταν ενδεικτικό της influence formatrice που ασκούσε εν αγνοία του και χωρίς να ευθύνεται ο διανοητής της αυτονομίας και του λόγον διδόναι.

Όταν έφυγα, το καλοκαίρι του 1991, τον είχα στις αποσκευές μου και, δίκην μετουσιωμένης νοσταλγίας, τον έψαχνα στα ράφια βιβλιοπωλείων σε Νέα Υόρκη, Βαλτιμόρη, Ρότσεστερ και DC. Με τον καιρό βρήκα The Imaginary Institution of Society (έκδοση MIT) και The Castoriadis Reader σε μετάφραση του David Ames Curtis, στον οποίο χρωστάμε τον αγγλόφωνο Καστοριάδη. Έχω το αφιέρωμα του New Politics σε Γκλάσνοστ και Περεστρόικα με τίτλο “The Interlude” – ο τίτλος ήταν τέλειος για διήγημα επιστημονικής φαντασίας αλλά το κείμενο προφήτευε το τέλος της Κόκκινης Αυτοκρατορίας.

Κουβαλάω σαν ανίατο νόσημα το αφιέρωμα του Thesis Eleven στον Castoriadis (Μάιος 1997, και αυτό επιμέλεια του DAC – David Ames Curtis). Και κάθε φορά που βλέπω τα δάση και τα κοκκινωπά πετρώματα της Πενσυλβάνια θυμάμαι τις «διαστρωματώσεις τού είναι» και την αινιγματική παράγραφο με την οποία άρχιζε η Νεοτερική Επιστήμη και Φιλοσοφική Ερώτηση:

Αυτό που με ενδιαφέρει, είπε ο φιλόσοφος, δεν είναι οι πέτρες και τα δένδρα, αλλά οι άνθρωποι μέσα στην πόλιν. Δεν μπόρεσε να μείνει πιστός στη δήλωση αυτή ώς το τέλος. Ο στοχασμός του για τους ανθρώπους μέσα στην πόλιν τον οδήγησε να τους αποδώσει έναν τόπο στον κόσμο και μια συγγένεια υπόστασης με τις πέτρες και τα δένδρα.

Ακόμα και όταν διαφωνούσα μάθαινα κάτι. Για παράδειγμα, οι ψυχαναλυτικές του αναζητήσεις ποτέ δεν μου φάνηκαν πειστικές, ενώ οι διαγνώσεις περί υποτιθέμενης απάθειας των σύγχρονων κοινωνιών δεν ταίριαζαν με αυτά που έβλεπα και ζούσα. Όμως, είτε συμφωνούσα είτε όχι, περίμενα το επόμενο κείμενο. Τον ακολουθούσα με κλειστά μάτια και χανόμουν στους τόπους και τα σταυροδρόμια των διερωτήσεων και élucidations. Ήταν λαβύρινθος και μίτος. Αλλά όταν άκουσα και κατόπιν διάβασα την κοροϊδευτική ατάκα για «βιντεοκλίπ με κοπέλες και αγόρια που χαζοχορεύουν και ουρλιάζουν» και «σουτιέν της Μαντόνας» (sic), για πρώτη φορά κάτι κλώτσησε και άρχισε να σιγοβράζει μέσα μου.

Υπερβολικό και ανεξήγητο: Γιατί να με πειράζει μία προτασούλα plus insignifiante που κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα; Ήταν άσχετη με το opus και δεν έπρεπε να την έχω προσέξει. Σε όσο Castoriadology έχω ψάξει είναι αόρατη και ασχολίαστη. Στο Ψυχή, Λόγος, Πόλις, μια συλλογή γραμμένη από γνώστες και γνώστριες του oeuvre (όχι ευκαιριακούς ερασιτέχνες της αυτονομίας και χασομέρηδες των μαγμάτων όπως εγώ), η συνάντηση του Καστοριάδη με το μουσικό βίντεο και τη Μαντόνα είναι ανάξια λόγου, σαν να μην έγινε ποτέ[2]. Η ίδια απουσία διαπερνά λεπτομερείς σχολαστικές και ευλαβικές αρχειοθετήσεις του καστοριαδικού έργου στο διαδίκτυο. Χρειάζεται να καταφύγουμε στον «Μικρό Περίπλου» της εργογραφίας που περιέχουν οι Νέοι δρόμοι για τη δημοκρατική πολιτική σκέψη του Νίκου Ηλιόπουλου για μια τηλεγραφική αναφορά στο On nattaque pas le Coran avec des clips de Madonna[3]. Σαν ghost, η παρουσία-φάντασμα της Μαντόνα στο Η Δύση και ο Τρίτος Κόσμος είναι ορφανό σχόλιο (orphan commentary) και η ετυμηγορία των ειδικών γι’ αυτό που εγώ δεν μπορούσα να χωνέψω ήταν προφανής. Προς τι λοιπόν ο πόνος και το υπερευαίσθητο angst για ασήμαντες κουβέντες προορισμένες να ξεχαστούν αμέσως μόλις ειπώθηκαν;

Ακόμη χειρότερα, δεν ήξερα τι ακριβώς με πείραζε και γιατί. Το θέμα δεν ήταν αν εκείνα τα βιντεοκλίπ έπαιρναν έγκριση από τον Padre Padrone – who cared? Εξάλλου, η εν λόγω ατάκα ήταν 100% Κορνήλιος, που ταίριαζε και ικανοποιούσε τις προσδοκίες του καστοριαδικού κοινού. Τι περίμενα; Να χορεύουν μισόγυμνοι στο Isla Bonita; Κάτι τέτοιο θα ήταν illogical όπως λένε στον Πλανήτη της Λογικής.

Επιπρόσθετο παράδοξο: ενώ διάβαζα οτιδήποτε έγραφε ο Καστοριάδης και είχα τα βιβλία του σε δύο γλώσσες μαζί με δυσεύρετα κείμενα-φετίχ paraphernalia, δεν ήμουν φαν της Μαντόνα. Βεβαίως άκουγα τα τραγούδια της τα οποία ήταν στον αέρα που αναπνέαμε, έβλεπα τα βίντεο που ήταν παντού και επειδή μου άρεσε το Dress you up πήγα στο σινεμά για το Desperately Seeking Susan, αλλά ποτέ δεν αγόρασα βινύλιο ή CD τής Ως Παρθένου ούτε ενδιαφέρθηκα να την δω live – σε αντίθεση με τον Κορνήλιο τον οποίο είδα αρκετές φορές. Και εάν το πιστόλι-στον-κρόταφο ρωτούσε Καστοριάδης ή Μαντόνα; η απάντηση ήταν προφανής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχα ισχυρές γνώμες ή κόκκινες γραμμές για τη μουσική. Αν ο Κορνήλιος είχε διανοηθεί να κάνει αρνητικό σχόλιο για Joy Division, Nick Cave, Νεκρούς Κέννεντυ, Husker Du ή κάποιο άλλο από τα εναλλακτικά μου είδωλα δεν θα δίσταζα να τον αποκηρύξω μαζί με όλας τας παραφυάδας αυτού. Στην Αγία Οικογένεια είχαν γίνει διασπάσεις, μεγάλοι διχασμοί και εμφύλιοι για πολύ πιο ασήμαντες αφορμές. Αλλά για τη Μαντόνα;

Όμως παρά τη θέλησή μου το σχόλιο δεν έπαψε να τσιγκλάει, να χαζοσιγοβράζει και, αφού πέρασαν 30 χρόνια περιμένοντας εις μάτην κάποιος, κάποια να γράψει γι’ αυτό, αποφάσισα να το ξεφορτώσω, να το ανοίξω και να το βάλω στο μικροσκόπιο για μια καθυστερημένη και ληξιπρόθεσμη πατροκτονία με αφορμή το Material Girl.

 

We wanted our MTV

Εάν η βραδυφλεγής ένωση μουσικής, εικόνας και αφήγησης έχει μακρύ και εν πολλοίς αδιατάρακτο παρελθόν –περιφορές Επιταφίου, Καραγκιόζης, όπερα, μιούζικαλ–, η βιντεοποίηση τραγουδιών στο MTV ήταν ξαφνικό εκτυφλωτικό οθονικόν πυρ. Εκτός από άφθονο neon on our naked skin, τα cool στέκια στο δεύτερο μισό των 1980s είχαν επιβλητικές τηλεοπτικές στήλες: καρέ από μεγάλες οθόνες ήταν στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη και όταν έπαιζαν το ίδιο βίντεο μεταμορφώνονταν σε πολύχρωμες ρυθμικές σκακιέρες. Ηλέκτρικ μπλε, Κραφτβερτικά κόκκινα, Γκριζωπές εξαφανίσεις, Ροζ πιόνια και Βουργουνδικές καρέκλες που χόρευαν μια νύχτα στην Μπανγκόκ.

Σαν κατεξοχήν επιδραστική τέχνη και τεχνολογία της στιγμής, το μουσικό βίντεο έδωσε στα 1980s το δικό τους structure of feeling (όρος του Raymond Williams). Δεν ήταν μόνο ότι ο ήλιος πάντα έλαμπε στην τηλεόραση όπως τραγουδούσαν οι A-ha, το εκ Νορβηγίας χτυποκαρδικό boy-trio και two-hit wonder. Το MTV εισέβαλε με μεγατόνους shock-and-awe, όπως ταιριάζει σε πολυεθνική, με δικτατορικά playlists, βίντεο μαρκαρισμένα με το brand του ιδιοκτήτη και μουσική “24-ώρες-το-24ωρο” σαν analog προπομπός του ενδοφλέβιου 21ου αιώνα. Οι haute κριτικές κλαψούριζαν για εμπορευματοποιημένη ποπ και ξεπουλημένο ροκ, αλλά ήταν αδύνατο να αγνοήσεις ότι είχε έλθει κάτι ανεξέλεγκτο που αποσταθεροποιούσε το τρίγωνο Πομπός-Περιεχόμενο-Δέκτης. Πριν το MTV, η celluloid οπτικοποίηση της μουσικής ήταν ανεπεξέργαστο footage και επώδυνο ντοκιμαντέρ. Με το MTV, το video άνοιγε καινούργιους χώρους μουσικών εμπειριών και εκφράσεων. Σαν Τομ-και-Τζέρι προκαλούσε και ταυτόχρονα ξέφευγε από ερμηνευτικές αυθεντίες. Δεν είχαμε λέξεις για να το εκφράσουμε ούτε έννοιες ή θεωρίες για να το καταλάβουμε, αλλά ήταν εκεί φαρδιά πλατιά μπροστά μας. Τα βίντεο στις οθόνες άλλαζαν το flatness σα συνθήκη κατανάλωσης μαζικής τέχνης σε κάτι ενεργό, βαθύτερο και μονιμότερο από περαστική μόδα. Δημιουργούσαν νέους τύπους θεατών με χώρους, επικοινωνίες, ταυτίσεις, χάσματα και τριβές ανάμεσα σε περφόρμερ, τραγούδια, ακροάτριες και τον κόσμο που δεν υπήρχαν στην εποχή του πικάπ και του κασετόφωνου. Οι Πανδώρες είχαν ανοίξει καινούργια κουτιά.

 

Grèce profonde

Αν και έκανε πρεμιέρα το 1981, το MTV ήλθε με την καθιερωμένη ελληνική καθυστέρηση στο δεύτερο μισό των 1980s καθώς κλονιζόταν το μονοπώλιο της κρατικής τηλεόρασης και κατέρρεε άλλο ένα τείχος ναφθαλίνης που μας προστάτευε από τον έξω κόσμο. Κοιτάζοντας τα πρώτα μουσικά βίντεο, οι υπερπολιτικοποιημένοι προοδευτικοί αμφιβληστροειδείς μας αντιδρούσαν με την ελληνική παβλοφιανή φοβία και λαγνεία της Δύσης, σερβιρισμένες μέσα από χορταστικές δόσεις μουχλιασμένης Διαλεκτικής του Διαφωτισμού.

Σύμφωνα με τις τότε δοξασίες, ροκ και ποπ αποσκοπούσαν στην αλλοτρίωση της νεολαίας, τη διάδοση του αμερικάνικου τρόπου ζωής και στον αποπροσανατολισμό από πραγματικά προβλήματα. «Αποσκοπούσαν» ήταν κρίσιμο ρήμα: η φολκλορική καχυποψία προσέδιδε intentionality στην ποπ μουσική η οποία είναι ανεξέλεγκτη, δεν έχει κέντρο, σκοπιμότητες ή ιδιοκτήτες.

Εν μέρει ο φόβος του ροκ απέρρεε από τις ελληνορθόδοξες ρίζες μας. Στα 1970s πολλοί πιστοί είχαν θορυβηθεί από την προβολή του Jesus Christ Superstar στα αθηναϊκά σινεμά. «Τι ξέρουν αυτοί για τον Χριστό;» ρώτησε με πονεμένο πρόσωπο ο σεβάσμιος πάτερ ένα Σάββατο μετά το Κατηχητικό, όταν μας εξήγησε γιατί δεν έπρεπε να δούμε την ταινία. Την εύλογη απάντηση τη δώσαμε μόνοι μας: «Τίποτα». Η απωθημένη υποσημείωση εξέφρασε γνήσιο αποτροπιασμό για την υφαρπαγή και το βανδαλισμό του στόρι της Μεγάλης Εβδομάδας από τη Μηχανή του Big Time Θεάματος ενώ υπενθύμιζε το χάσμα ανάμεσα στην ανάδελφη χώρα και τους δήθεν χριστιανούς της Δύσης. Όμως, εκτός από την θεογεωπολιτική απόρριψη ήταν αδύνατον να αγνοήσουμε ότι η ύβρις του Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Άστρο είχε μορφή ροκ. Κάποιες ξένες μουσικές ήταν πιο ξένες από άλλες.

Αλλά, κύρια συνιστώσα της αντίδρασης στο MTV ήταν ο ηφαιστειακός αντιαμερικανισμός που μας είχε κληροδοτήσει η μεταπολίτευση. Η κεκτημένη ταχύτητα του φαινομένου διαπέρασε τα 1980s σε σημείο που ακόμα και φιλοαμερικανοί συμφοιτητές μας τραγουδούσαν Born in the USA –την καταδίκη της Αυτοκρατορίας των Ναπάλμ και to go and kill the yellow man– νομίζοντας ότι είναι ύμνος στον Ρέιγκαν. Tο ίδιο υποστήριζε η Αριστερά. Το τραγούδι του Σπρίνγκστιν, ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 1984-85, έγινε lost in translation. Είτε με φιλελεύθερα ρούχα είτε με επαναστατικά τζάκετ, ο αντιαμερικανισμός ήταν στο DNA της Ελληνικής Ιδεολογίας.

Η εχθρότητα και η απέχθεια της βαθιάς Ελλάδας για MTV και Μαντόνα ολοκληρωνόταν με τα πυρά της άγριας καταληψιακής Αριστεράς. Στο Mass Media, δεύτερο τραγούδι από το ντεμπούτο τους Motorpsycho (Hitch-Hyke Records, 1990), οι Deus X Machina δε μασούσαν τους στίχους τους:

MTV poison 24 hours a day. Tracks your brain Like a train.

Madonna talks about Jesus Christ. Jackson talks about Pepsi Christ.

Πάνω απ’ όλα, τα ξενόφερτα και ανεπιθύμητα βίντεο είχαν τη ρετσινιά του χαζού. Με τη μουσική και τα βίντεο του MTV, το ελληνικό δίπολο χαζό/σοβαρό εύρισκε καινούργιες συντεταγμένες και διαχωριστικές γραμμές.

Για να είμαστε δίκαιοι, η αλλεργία και η ενστικτώδης απόρριψη της νέας μουσικής τηλεόρασης δεν ήταν αβάσιμες. Ο Κάρμα Χαμαιλέοντας Boy George δεν ταίριαζε με τα προϊόντα του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, τις διδαχές της Εκκλησίας, τις αποφάσεις των Κεντρικών Επιτροπών, την αγωνιστική, ταξική, πατριωτική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, τον ιερό αντιεξουσιασμό των Εξαρχείων και την πανταχού παρούσα ασφυκτική ελληνοσοβαρότητα. Αν όχι ανθελληνικό, το 24ωρο δηλητήριο του MTV ήταν σαφώς μη ελληνικό με τον τρόπο που καταλάβαινε τον εαυτό της La Grèce profonde. Όμως το πρόβλημα δεν ήταν έξωθεν δορυφορικά δηλητήρια ούτε η Πέπσι. Η σύγκρουση και το πρόβλημα ήμασταν εμείς.

Παρά τα φιλότιμα υγειονομικά απολυμαντικά μέτρα ενάντια στα καινά δαιμόνια, και παρά την αυτολογοκρισία μας (της οποίας το τεράστιο πολιτικό δυναμικό παραμένει υποδόριο και ανεξιχνίαστο), τα μάτια μας δεν ξεκολλούσαν από τη Χρυσή ελαφρότητα των Spandau Ballet, τα καμώματα των Duran Duran στο Ρίο, τις επωμίδες της Cherrie Cherrie Lady, το τοπμοντελικό lip-sync των Milli Vanilli και τα κατά Κορνήλιον μισόγυμνα κορίτσια και αγόρια που χαζοχόρευαν και ούρλιαζαν. Άγνωστο γιατί, ο πατέρας της αυτονομίας παρέλειψε τα Rebel Rebel αγοροκόριτσα. Ίσως ήταν δέσμιος του binary φαντασιακού;

 

Η στιγμή της Μαντόνα

Η τρισύλλαβη βόμβα Μαντόνα εξερράγη το 1983-84 με ένα αναγνωρίσιμο και ταυτόχρονα μοναδικό μείγμα χορευτικών ρυθμών, τσιχλοφουσκικού ροκ και upbeat συνθετικών ντραμς που ενσωμάτωναν ελαφριά ανέμελη ποπ και ρυθμούς disco. Η ειρωνική φωνή, γεμάτη αυτοπεποίθηση και generic τόνους, παιχνίδιζε με αποξένωση και απροκάλυπτη in your face σεξουαλικότητα, ενώ τραγούδια όπως Papa don’t preach έστελναν τις πατρικές νουθεσίες στο σκουπιδοτενεκέ.

Μαζί με το MTV, το άλλο ρήγμα και structure of feeling των 1980s ήταν μια καινούργια και απότομη μετάλλαξη γυναικείων conditions of being. Η Μαντόνα και οι πραιτωριανές της δεν είχαν έλθει για διαπραγματεύσεις αλλά για να διατάξουν Get into the Groove. Δεν είχαν αιτήματα ούτε ενδιαφέρονταν για Επιτροπές Χειραφέτησης και Ποσοστώσεις Εκπροσώπησης, ενώ η σχέση τους με την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας και τους φεμινιστικούς Αγίους Τόπους ήταν παραπλήσια με τη σχέση των Ramones με το βιβλίο: μάλλον ανύπαρκτη.

Με συνοπτικό Αποφασίζομεν-και-Διατάσσομεν ανήγγειλαν καινούργιο καθεστώς και η μόνη επιλογή ήταν να συμμορφωθούμε. Από Pat Benatar/Love is a Battlefield, την τόσο-παράξενη Cindy Lauper/Girls just want to have fun, την προσταγή της Debbie Harris/Call me! (μετά το Rip her to shreds), μέχρι τις ακατάληπτες ψαλμωδίες της Φωνής-του-Κυρίου Liz Frazer, την εξωτικοποίηση και υποδούλωση της Δύσης στο ρυθμό της Grace Jones, τα σαδιστικά αποφθέγματα της Annie Lennox/Some of them want to be abused και τη Θεία Τιμωρία της Diamanda Galas οι κανόνες άλλαξαν εν μια νυκτί. Και όπως συμβαίνει με κάθε πραξικόπημα που σέβεται τον εαυτό του, όλα αυτά μας έπιασαν στον ύπνο.

Εξ επαγωγής, η απότομη αλλαγή έστελνε και το τεστοστερονικό ροκ στο αναμορφωτήριο. Συγκρίνοντας το απόγειο αυτού που σήμερα αποκαλούν ροκισμό (Led Zeppelin, Deep Purple, Rainbow) με τις hair bands των 1980s (Whitesnake και το βίντεο του Still of the night, 1987), φαίνεται αμέσως το υπαρξιακό-περφορμικό αδιέξοδο του ροκ τραγουδιστή στο δεύτερο μισό των 1980s. Στην εποχή του MTV, ο άνδρας lead singer της συμβατικής ροκ μπάντας δεν ήξερε τι να κάνει με τη φωνή του, με το μικρόφωνο, με το σώμα του, με τα μακριά υπέροχα φορμαρισμένα μαλλιά του ή με το ματσιλίκι του. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι το κλάσικ ροκ μακντοναλντοποιήθηκε σε αλυσίδες τουριστικών εστιατορίων τύπου Hard Rock Café, ώστε τουλάχιστον να μείνει κάτι σαν μουσική φαστφουντική παρακαταθήκη για τις νεότερες γενιές.

Η Μαντόνα ήταν πειραματόζωο, σπινθήρας και προχωρημένη δύναμη κρούσης στη διπλή γένεση του μουσικού βίντεο σαν αισθητική και πολιτική δύναμη, και της νεανικής κατάστασης των 1980s με όχημα ένα unapologetic ξαναγράψιμο των κανόνων. Χρησιμοποιώ τη λέξη Μαντόνα σαν τεχνικό όρο, σύμβολο, αποπροσωποποιημένη μάρκα (brand name), τόπο, πολύσημο αντιφατικό κείμενο, κοινωνιολογικό πράγμα και projection: με άλλα λόγια, σαν δομικό στοιχείο και ενέργεια καινούργιας δημιουργίας.

Ένα μεγάλο κομμάτι Μαντονολογίας –γραψίματος και κριτικού σχολιασμού για αυτό που ξεκίνησε με παρθενογένεση Like a Virgin– μπέρδεψε το σήμα (αυτοεκφράσεις, αποξενώσεις, δημιουργία χώρων, σωματικές, ιδεολογικές χειρονομίες, καταναλωτικές κινήσεις και επιλογές μέσω των τραγουδιών του Corporation-Madonna που διοχέτευσαν και εξέφρασαν τρόπους του είναι στο δεύτερο μισό των 1980s), με σελεμπριτικό θόρυβο και τους ρύπους του λάιφ-στάιλ. Σε μία κουτσομπολίστικη παρουσίαση ενός σκανδαλοθηρικού βιβλίου με τίτλο Madonna Unauthorized στο London Review of Books το 1992 (ίδια περίπου εποχή του Η Δύση και o Τρίτος Κόσμος), η Χίλαρι Μαντέλ κατέληγε περιφρονητικά:

She is a commentary on something, but God knows on what. [Η Μαντόνα] είναι σχόλιο σε κάτι αλλά ένας Θεός ξέρει σε τι[4].

Το sign και signifier Madonna ήταν ένας από τους τόπους όπου οι αυτοσχολιασμοί και οι αδιάκοπες αυτοαλλοιώσεις εμπορευμάτων και θεαμάτων μάς διηθούσαν ενώ γύρω αναβόσβηναν επιγραφές, simulacra, εικόνες, διαφημίσεις. Αντί να γίνεται defined από πατριαρχικούς όρους ή τον μπαμπούλα του male gaze, το Κακό Κορίτσι υφάρπαξε το θρόνο και έγινε αυτή η definer. Επειδή οι καλές πράξεις δεν μένουν ατιμώρητες, η Μαντόνα μετουσιώθηκε σε σημειωτικό αλεξικέραυνο στο οποίο εκτοξεύθηκαν μεγαβάτ οργισμένου σεξισμού, κοροϊδίας, παρανόησης, μίσους, ιερής Καθολικής αγανάκτησης μαζί με αδελφά μεταφεμινιστικά βέλη και τον απαραίτητο αφ’ υψηλού σνομπισμό. Δεν υπάρχει κατηγορία υπό τον ήλιον που δεν απαγγέλθηκε εναντίον της: πορνοστάρ, βαμπιροειδές, εμπορική, χυδαία πλασιέ του εαυτού της, κλέφτρα, αντιφεμινίστρια, κενή, χειρότερη ηθοποιός που υπήρξε ποτέ (αυτό μάλλον σωστό). Σε ένα από τα πιο θυμωμένα κείμενα, η bell hooks κατηγόρησε τη Μαντόνα ότι ήθελε να καταστρέψει τη μαύρη κουλτούρα και ότι εκπροσωπούσε τη φαλλική εξουσία[5]. Αλλά η βαρύτερη κατηγορία ήταν ότι δεν είναι σοβαρή και ότι τα τραγούδια της αποτελούν ασήμαντη φτηνή σαχλή διασκέδαση για επιπόλαια χαζοχαρούμενα κορίτσια και αγόρια που ουρλιάζουν.

 

Σήμα

Άλλοι είδαν διαφορετικά τη Μαντόνα και δε δίστασαν να το πουν. Όντας κάτι παραπάνω από άλλο ένα shiny and new γυαλιστερό και καινούργιο πράγμα, η Ξανθιά Φιλοδοξία έγινε ανάρπαστη από Media Studies και Critical T/theory. Λεγεώνες πανεπιστημιακών παρήγαγαν σε βιομηχανικούς ρυθμούς αμμόλοφους από διδακτορικά γεμάτα αποδιαρθρωτικές αναγνώσεις για το Mαντονικό έργο. Λαχανιασμένα Προγράμματα Σπουδών και καταϊδρωμένες φοιτητικές σημειώσεις (Syllabi) ανέτεμναν και εξέταζαν κάθε της κίνηση, πόζα, αμφίεση, δήλωση, crotch grab, βίντεο, publicity event και σουτιέν του Jean Paul Gaultier. Η Μαντόνα είχε γίνει γνωστικό αντικείμενο.

Στο Mastering Madonna (Σπουδάζοντας Μαντόνα) η Elizabeth Tippens κατέγραψε το πώς Αυτή που Τραγούδησε Vogue παρεισέφρησε σε ελίτ κολέγια και πανεπιστήμια – Dartmouth, Harvard, Rutger, Princeton, UCLA:

Teaching students how to read popular culture critically is as important as teaching them to read high art. Madonna is dedicated to breaking down hierarchies of race, class and gender. Η κριτική ανάγνωση της ποπ κουλτούρας είναι σημαντική όσο και η εκμάθηση υψηλής τέχνης. Η Μαντόνα σπάζει ιεραρχίες φυλής, τάξης, γένους[6].

Η Camille Paglia, dissident professor στο University of Arts in Philadelphia, το έθεσε εσενσιαλιστικά και χωρίς περιστροφές:

Madonna is modern American womanhood. Η Μαντόνα είναι η σύγχρονη αμερικανική γυναικότητα.

Αλλά το ρηξικέλευθο κείμενο γι’ αυτό που συζητάμε εδώ γράφτηκε από τη Susan McClary στο Living to Tell: Madonna’s Resurrection of the Fleshly, το οποίο ανέδειξε τη σημασία της μουσικής της Μαντόνα και όχι απλώς ούτε μόνο του image της (εάν υποθέσουμε ότι τα δύο είναι διαχωρίσιμα). Η πρωτοποριακή φεμινιστική μουσικολογία της McClary είναι required reading για την αποδόμηση και την επαναδιαπραγμάτευση γυναικείων, ανδρικών και άλλων gender στερεοτύπων – από κλασική μουσική και όπερα μέχρι Λώρη Άντερσον και Μαντόνα. Αναλύοντας τη μουσική δομή των “Live to Tell”, “Open Your Heart” και “Like a Prayer”, η McClary κατέληξε σε κάτι που είναι δύσκολο να αγνοηθεί:

Madonna is engaged in rewriting some very fundamental levels of Western thought. Η Μαντόνα ξαναγράφει θεμελιώδεις πλευρές της δυτικής σκέψης[7].

Με τον προφεσσορικό τόνο της McClary, Μαντόνα και Δύση ξανασυναντιούνται στην ίδια πρόταση για να υποστηρίξουν τον αντίποδα των περιφρονητικών σχολίων Καστοριάδη, Mαντέλ και λοιπών.

Οι παραπάνω συγγραφείς δεν ήταν οι μόνες που είδαν βάθος στη Μαντόνα. Στο Madonna, fashion, and image, ο Douglas Kellner («τρίτη» γενιά κριτικής θεωρίας post-Φρανκφούρτη και Μπίρμιγχαμ) έγραψε:

Open your heart”, “Like a prayer”, “Express yourself”, “Justify my love” and “Vogue” are modernist masterpieces of video art. Breaking the rules of music videos which deploy expressive images to illustrate the lyrics, Madonna’s best music videos contain a multilayered structure of images that require an active viewer to generate the sometimes complex meanings proliferating in the play of the music, lyrics and images. Or, à la postmodernism, one can simply view her videos as a dazzling stream of images…Madonna employs both modernist and postmodern aesthetic strategies. “Open your heart”, “Like a prayer”, “Express yourself”, “Justify my love” και “Vogue” είναι μοντερνιστικά αριστουργήματα έντεχνου βίντεο. Υπερβαίνοντας τη χρήση εικόνων που δείχνουν τους στίχους, τα καλύτερα βίντεο της Μαντόνα περιέχουν πολλαπλά επίπεδα που απαιτούν ενεργό θεατή για τα πολυσύνθετα νοήματα που επιτείνει η αλληλεπίδραση μουσικής, στίχων και εικόνων. Για όσους προτιμούν μεταμοντέρνες αναγνώσεις, τα βίντεό της είναι εκτυφλωτικές ροές εικόνων… Οι αισθητικές στρατηγικές της Μαντόνα είναι μοντερνιστικές και μεταμοντερνιστικές[8].

Το 1991 η Μαντόνα βρισκόταν στο δημιουργικό ζενίθ της[9]. Συνώνυμη με το πνεύμα των καιρών, είχε την πολυσημία να είναι ό,τι θέλαμε να είναι, σαν ανεστραμμένο Panopticon εσχάτου ποπ στάτους. Το κοινό της τη λάτρευε. Για τους ροκάδες ήταν αόρατη. Για αναρχικούς ήταν δηλητήριο του MTV. Κάποιοι ποστ-πανκ την άκουγαν με συγκατάβαση και τις απαραίτητες ενοχές. Για βέρους αριστερούς ήταν πολιτιστικός ιμπεριαλισμός. Κριτικοί που έγραφαν το όνομά τους με μικρά γράμματα τη θεωρούσαν Πέμπτη Φάλαγγα της φαλλοκρατίας. Το Βατικανό την είχε αποκηρύξει. Για τους γκέι ήταν Αγία Βαρβάρα. Για τον Καστοριάδη ασημαντότητα. Για άλλους ξαναέγραφε θεμελιώδεις πλευρές της δυτικής σκέψης. Στο Forbes ήταν η «εξυπνότερη μπιζνεσγούμαν της Αμερικής». Και ούτω καθεξής. Μαζί με γνωστικό αντικείμενο είχε γίνει Rorschach test.

Break, break down, undercut, subvert, transgress, offend, provoke: ανατρεπτικά και υπονομευτικά ρήματα συνδυασμένα με ένα από τα διεισδυτικότερα και πλέον κερδοφόρα μάρκετινγκ στην πολιτική οικονομία της ποπ, επανέρχονται στις αναλύσεις εκείνων των τραγουδιών-βίντεο που λειτούργησαν σαν καταλύτες ενεργητικών θεατών (active viewers) και ήταν η πραγματικότητα των 1980s. Επρόκειτο για δημιουργίες-ρήγματα που, μεταξύ πολλών άλλων, επήλθαν μέσω του MTV και μισόγυμνων κοριτσιών και αγοριών τα οποία χαζοχόρευαν και ούρλιαζαν. Ταυτόχρονα, ήταν τυφλό σημείο σοβαρών διανοουμένων.

 

Γιατί;

Σύμφωνα με την αγιογραφία, ο Κορνήλιος ήταν από τους πρώτους που κατάλαβαν τη σημασία νέων υποκειμένων τα οποία άλλαζαν τα τοπία της αμφισβήτησης και τον κόσμο. Στη «συνέντευξη που δεν δημοσιεύθηκε» (πρώτο μέρος στο Επαναστατικό πρόβλημα σήμερα), έκανε την ακόλουθη διάγνωση:

Σε πολλές κοινότητες νέων δεν ακούει κανείς «Αυτό το πουκάμισο είναι δικό μου και αυτό είναι δικό σου». Είναι ένα πουκάμισο εκεί ή ένα πουλόβερ. Κρυώνεις; Το φοράς. Ποιανού είναι; Το ζήτημα δεν τίθεται. Αυτό το θεωρώ πολύ σοβαρό… γιατί μέσα σε αυτή τη συμπεριφορά εκφράζεται μια νέα σημασία, που αντιστοιχεί σε μια τελείως διαφορετική νοοτροπία και αντίληψη της κοινωνικής ζωής: τα πράγματα δεν υπάρχουν γι’ αυτόν που τα «έχει» αλλά γι’ αυτόν που τα χρειάζεται[10].

Εκτός από χριστιανομαρξιστικό άρωμα («Ο έχων δύο χιτώνας» + «Στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του»), το post-soixante-huitard απόσπασμα έχει ενδιαφέρον για το πώς λειτουργεί. Από τον επιστημολογικό του άμβωνα ο στοχαστής ορίζει τι είναι σωστό: τα πράγματα υπάρχουν για όσους τα χρειάζονται. Σε πολιτικό επίπεδο, αξιολογεί θετικά όποιους συμπεριφέρονται αναλόγως. Και με μπιχεβιοριστική καθαρότητα ανταμείβει την καλή διαγωγή με το υπέρτατο πατρικό compliment: αυτό που κάνουν είναι «πολύ σοβαρό».

Αλλά τι γίνεται όταν οι νέες και οι νέοι δεν είναι σοβαρές και σοβαροί και συμπεριφέρονται απρεπώς; Όταν εκφράζονται, χορεύουν ή γδύνονται με τρόπους που δεν προβλέπει ούτε εγκρίνει η διαλεύκανση (διαδικτυακή μετάφραση του élucidation); Όταν δεν θέλουν τα πουκάμισα που τους περιμένουν για να φορεθούν; Τι γίνεται όταν βρίσκονται σε ασήμαντα αλλού και όχι στα σημαντικά εκεί όπου θέλει η ανάλυση; Και τι να κάνουμε όταν είναι μισόγυμνοι; Επρόκειτο για πραγματική ημιγυμνότητα ή μεταφορικό σχήμα λόγου; Μήπως έπρεπε να βάλουν χιτζάμπ για να ξεγελάσουν το Κοράνι, ώστε Η Δύση σαν Δούρειος Ίππος να αλώσει τις τζιχάντ εκ των ένδον; Ή ήταν συμβολικά ημίγυμνοι χωρίς αξίες και ιδανικά, ετερόνομοι, χαμένοι, επιπόλαιοι; Αποχαυνωμένα απολωλότα πρόβατα, ανάξια για τα πουλόβερ της αυτονομίας; Ακόμη χειρότερα, τι γίνεται αν δεν ενδιαφέρονται να εκτοπίσουν θρησκείες ούτε τους απασχολεί η συνολική αντίληψη του κόσμου;

Όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε γιατί κάποιος είπε κάτι, ελλοχεύει η παγίδα του ψυχολογισμού (psychologizing) που αναζητά απώτερα και, συνήθως, «υποσυνείδητα» κίνητρα για να εξηγήσει αυτό που κριτικάρει. Για παράδειγμα, η McClary δεν αποφεύγει τον πειρασμό να αποδώσει «αρσενικές» επιθέσεις κατά της Μαντόνα σε ασυνείδητο αρρενοτρόμο επειδή δεν βρισκόταν υπό μασκουλινιστικό έλεγχο[11]. Δυστυχώς το πρόβλημα με υποσυνείδητα αίτια είναι ότι δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν ούτε να διαψευσθούν. Εάν αγνοώ τα δικά μου, πως μπορώ να ξέρω τα υποσυνείδητα κίνητρα άλλων; Ανεξαρτήτως φροϋδοφεμινιστικών κλισέ, αμφιβάλω ότι ο Καστοριάδης ενδιαφερόταν εάν η Μαντόνα είχε ξεφύγει από την μπότα του patriarchy.

Επειδή το Zeitgeist είναι Νευτώνειο, η απαξίωση της Μαντόνα ήταν αναμενόμενο αρνητικό αποτύπωμα της τεράστιας δημοτικότητάς της. Τελειώνω την πατροκτονία μου με ατάκτως ερριμμένες εικοτολογίες και υποθέσεις εργασίας για το ορφανό σχόλιο, χωρίς να επιδιώκω κάποιο οριστικό συμπέρασμα.

Πρώτη πιθανότητα για την περιρρέουσα περιφρόνηση της Μαντόνα είναι ότι η απατηλά απλή μουσική της ήταν χορευτική. Σύμφωνα με τη McClary, στην ιστορία της «σοβαρής» μουσικής υποβόσκει η αντίθεση ανάμεσα στο physicality του χορού που θεωρείται υποδεέστερος του εγκεφαλικού listening. Στην ποπ μουσική αυτό εκφράσθηκε με την υποτίμηση της ντίσκο από το ροκ που υποτίθεται ήταν αυθεντικό, έκανε κριτική στο «σύστημα» και είχε τραγούδια με νόημα.

Με την ανεμελιά του το χορευτικό ξελογιάζει και αποπροσανατολίζει. Είναι δύσκολο να φαντασθούμε το Love to love you baby της Donna Summer, τη Λαίδη Μαρμελάδα των Labelle, το ορμονικό You make me feel (mighty real) του Sylvester ή το Lets get physical της Olivia να τραγουδιούνται σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις, σε συλλαλητήρια για την κλιματική αλλαγή, Occupy Wall Street και παρόμοιες συνοφρυωμένες εξεγέρσεις. Από την άλλη μεριά, το Born in the USA ήταν αδύνατον να είναι disco. Με το να ιδιοποιείται και να επαναπροβάλλει χορευτικά βίντεο στις οθόνες, το MTV πατούσε τα κουμπιά των σοβαρών στοχαστών – εξ ου και ο σνομπισμός και τα σκωπτικά «χαζοχορεύουν και ουρλιάζουν».

Δυστυχώς, το καστοριαδικό σχόλιο αποτυγχάνει και σαν λογοπαίγνιο. Τα βιντεοκλίπ δεν ενδιαφέρονταν για θρησκείες ή τον εκτοπισμό τους, ούτε η Μαντόνα πρότεινε τα εσώρουχά της σαν υποκατάστατο συνολικής αντίληψης του κόσμου. Το «δεν μπορεί κανείς να εκτοπίσει τη βραχμανική θρησκεία ούτε το Κοράνι με βιντεοκλίπ» είναι απροσδόκητο non sequitur από έναν διανοητή του οποίου το γράψιμο έκοβε σα νυστέρι λέιζερ. Ειρήσθω εν παρόδω, το αναπόφευκτο ερώτημα που ανακινείται από το «χαζοχορεύουν» αιωρείται αναπάντητο. Ποιοι είναι μη χαζοί τρόποι να χορεύουμε;

Το «ουρλιάζουν» δείχνει το συγγραφέα της Φαντασιακής Θέσμισης αδιάβαστο. Παρά τις περφορμικές καινοτομίες των βίντεο, το επιχειρηματικό μοντέλο του MTV ήταν συντηρητικό που έπαιζε συμβατικές μελωδίες στους ρυθμούς και προβλεψιμότητες του τρίλεπτου χιτ. Το MTV απέφευγε αισθητικά ρίσκα και στα βίντεο δεν υπήρχαν ουρλιαχτά. Αλλά ας υποθέσουμε ότι ούρλιαζαν. Πώς είναι δυνατόν κάποιος σαν τον Καστοριάδη, που αφιέρωσε χρόνο και πρακτικοποιητική δραστηριότητα σε Ψ/ψυχή και ψυχαναλυτικά προτάγματα, να μην ενδιαφέρεται για τις πολλαπλές διαστάσεις (απεικονιστικές, μουσικές, εκτονωτικές, θεραπευτικές, εκφραστικές και άλλες) των ουρλιαχτών; Από την Κραυγή του Μουνκ μέχρι το Primal Scream therapy, το Twist and Shout και τα πιθηκίσια αλιχτίσματα του Ίγκι Κάτω στο δρόμο, τα ουρλιαχτά επιβάλλουν ελισιντασιόν αντί για δογματική υπεροπτική απόρριψη.

Επιπρόσθετος παράγων ίσως ήταν το ηλικιακό χάσμα (generational gap). Ένας από τους λόγους που κορόιδευαν τη Μαντόνα ήταν επειδή «τα τραγούδια της και τα βίντεο ήταν για 14χρονα», άλλο ένα σημείο που θίγει η McClary στο κείμενό της. Αν και εν πολλοίς ανεξερεύνητο, σήμερα ξέρουμε ότι το χάσμα ανάμεσα σε ανθρώπους που τους χωρίζουν κάμποσες δεκαετίες είναι φαινομενολογικό ναρκοπέδιο. Από αυτή την άποψη, το MTV ήταν δίκοπο μαχαίρι. Τα βίντεο στα οποία οι νέοι έκαναν αυτά που τους διαφοροποιούσαν από τις προηγούμενες γενιές, ταυτόχρονα, ενεργοποιούσαν τα αντανακλαστικά των μεγαλυτέρων οι οποίοι περιφρονούν αυτά που κάνουν οι νεότεροι. Η συλλήβδην καταδίκη των βιντεοκλίπ είναι ενδεικτική αυτού που σήμερα αποκαλείται μπουμερισμός. Όταν δημοσιεύθηκε Η Δύση και ο Τρίτος Κόσμος είχαν ήδη εμφανισθεί πρωτοποριακά βίντεο –Ashes to Ashes (David Bowie, 1980) και Losing my Religion (REM, 1991) ήταν από τα σημαντικότερα–, αλλά κανένα κείμενο του Κορνήλιου δεν ασχολείται με το μουσικό βίντεο σαν καινούργια μορφή τέχνης και πολιτικής έκφρασης.

Ο Καστοριάδης ειρωνευόταν τα βιντεοκλίπ επειδή δεν εκτοπίζουν θρησκείες αλλά αγνοούσε τους REM ή τις επιθέσεις της Καθολικής Εκκλησίας ενάντια στη Μαντόνα. Μια άλλη ένδειξη μπουμερισμού ήταν ο παρακμιακός τόνος του Η Δύση και ο Τρίτος Κόσμος που διαπίστωνε «κρίση και έκλειψη […] του ελευθερωτικού κινήματος», «νέες μορφές αλλοτρίωσης» και «απάθεια» που υποτίθεται χαρακτήριζαν την abstractio-Δύση, παρότι στα 1990s οι εμπειρικές Δύσεις έμπαιναν σε περιόδους καινούργιων ελευθεριών, δημιουργικότητας και αυτονομίας.

Αλλά ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα βρισκόταν στη «συνολική αντίληψη του κόσμου» (στον Καστοριάδη δεν άρεσε η λέξη θεωρία), η οποία, ήδη από τα τέλη των 1980s, αν όχι νωρίτερα, ήταν εξαντλημένο υπόλειμμα και απολίθωμα σε έναν πολύπλοκο, πολυδιασπασμένο, ετερογενή, άναρχο, μη προβλέψιμο και επιταχυνόμενο κόσμο που άλλαζε διαρκώς. Από αυτή την άποψη, το αγνοημένο μαντονικό σχόλιο στο περιθώριο του καστοριαδικού έργου θυμίζει τα anomalies που περιέγραψε ο Tόμας Κουν στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων: τις «χωρίς νόημα εξαιρέσεις» και τις ασήμαντες παρατηρήσεις σε κατά τα άλλα συνεκτικά paradigms. Αν και ο Kουν αναφερόταν στην ιστορία της επιστήμης, εντός ορίων η προσέγγισή του είναι χρήσιμη και σε περιγραφικά αξιολογικά narratives όπως η αυτοθέσμιση της κοινωνίας, η ανάδυση της απεριόριστης επέκτασης της ορθολογικής κυριαρχίας ή η παρακμή της Δύσης με τα οποία ο Κορνήλιος έβλεπε τον κόσμο.

Στην αρχή, οι ασήμαντες εξαιρέσεις αγνοούνται διότι, πράγματι, από τη σκοπιά του παλιού they do not make sense, δεν έχουν νόημα. Αλλά καθώς ασήμαντα πράγματα και ανόητα φαινόμενα συσσωρεύονται, από ένα σημείο και μετά είναι αδύνατο να αγνοηθούν. Παλιά paradigms μπαίνουν σε κρίση και αντικαθίστανται από επόμενα consensus – ή την έλλειψη consensus. Εδώ κρύβεται επιπρόσθετη ειρωνεία. Στην καστοριαδική συνολική αντίληψη του κόσμου, το πολιτικό είχε προνομιακή μεταχείριση. Με το βαθύτατο αισθητήριό του, την ασύγκριτη παιδεία του, τις μοναδικές εμπειρίες του και το πλεονέκτημα να βρίσκεται σε δύο κουλτούρες, ο Καστοριάδης είδε την εξασθένιση και την αποκαθήλωση του πολιτικού στις σύγχρονες κοινωνίες. Όμως ταύτισε την αποδυνάμωση του πολιτικού στοιχείου –θετική εξέλιξη– με απάθεια. Ταυτόχρονα αγνοούσε καινούργιες ελευθερίες, μορφές αυτονομίας και μεταλλάξεις του πολιτικού έξω από ξεπερασμένα αφυδατωμένα μοντέλα – κόμματα, οργανώσεις, εκλογές, επαναστάσεις. Είναι κρίμα που δεν έδωσε περισσότερη προσοχή στα βιντεοκλίπ γιατί οι REM, αφού έχασαν τη θρησκεία τους, τραγουδούσαν Withdrawal in disgust is not the same as apathy. Απόσυρση από αηδία δεν σημαίνει απάθεια. Εκτός από σάουντρακ των 1980s, το MTV ήταν συστατικό καινούργιου παραδείγματος που κονιορτοποιούσε συνολικές αντιλήψεις και θρυμμάτιζε τον κόσμο. Με το απαξιωτικό του σχόλιο για Μαντόνα και βιντεοκλίπ, ο Καστοριάδης έδειχνε καθηλωμένος στο χθες, όπως οι στρατηγοί που πολεμούν τους πολέμους του παρελθόντος. Generals always fight the last war και ο Κορνήλιος δεν μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Στο τέλος αυτό μάλλον συμβαίνει σε όλους μας.

Η μουσική μάς συνεπαίρνει με τρόπους που δεν καταλαβαίνουμε ούτε ελέγχουμε. Εξίσου παράξενες και απροσδόκητες είναι οι μορφές με τις οποίες αναδύονται τα εκάστοτε καινούργια, όπως έγινε τότε στα μουσικά βίντεο με μισόγυμνες κοπέλες και αγόρια που χαζοχόρευαν και ούρλιαζαν.

 

[1] Κορνήλιος Καστοριάδης, Ο θρυμματισμένος κόσμος, Ύψιλον/βιβλία, 1992.

[2] Ψυχή, Λόγος, Πόλις. Αφιέρωμα στον Κορνήλιο Καστοριάδη, Ύψιλον/βιβλία, 2007.

[3] Νίκος Ηλιόπουλος, Νέοι δρόμοι για τη δημοκρατική πολιτική σκέψη, Θεμέλιο, 2005, σ. 303.

[4] Hilary Mantel, “Plain Girl’s Revenge Made Flesh”, βιβλιοπαρουσίαση του Madonna Unauthorized του Christopher Andersen, London Review of Books, 23 Απριλίου 1992.

[5] bell hooks, “Madonna: Plantation Mistress or Soul Sister?”. Περιέχεται στη συλλογή, Rock She Wrote: Women Write About Rock, Pop, and Rap, Plexus, London 1995.

[6] Elizabeth Tippens, “Mastering Madonna. The pop icon becomes part of the syllabus in universities across the country”, Rolling Stone, 17 Σεπτεμβρίου 1992.

[7] Susan McClary, Feminine endings. Music, Gender, and Sexuality, University of Minnesota Press, πρώτη έκδοση 1991, δεύτερη έκδοση με νέα εισαγωγή 2002.

[8] Douglas Kellner, “Madonna, fashion and image”, στο: Media Culture: Cultural studies, identity and politics between the modern and postmodern, Routledge 1995, σ. 263-296.

[9] Quinn Roberts, “The Death and Life of Blond Ambition. Madonna’s Entrancing Contradictions”, Los Angeles Book Review, 16 Απριλίου 2020.

[10] Κορνήλιος Καστοριάδης, Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα, Ύψιλον/βιβλία, δεύτερη έκδοση: Αθήνα 1984, σ. 34.

[11] “Many male attacks on Madonna unself-consciously locate their terror in the fact that she is not under masculine control”: Feminine endings, σ. 152.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.