Ο κόσμος βρέθηκε απέναντι σε μια μεγάλης κλίμακας πολεμική εισβολή σε μια χώρα που, κατά τον ενορχηστρωτή της Ρώσο Πρόεδρο, δεν έχει λόγο ύπαρξης ως άξια λόγου εθνική και πολιτική ταυτότητα. Ξεκινώ με αυτό γιατί νομίζω πως δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία στο στόρι που εκφώνησε ο Πούτιν για την ανάδυση και τη συγκρότηση της Ουκρανίας. Έχει γίνει πολύς λόγος για αναθεωρητισμό. Λάθος. Ο Πούτιν δεν αρκείται στο να αναθεωρεί διακρατικές και διεθνείς συνθήκες και τα κεκτημένα της διεθνούς έννομης τάξης. Είδαμε εδώ εξαρχής κάτι περισσότερο και διαφορετικό από μια απλή αναθεωρητική αφήγηση: είδαμε έναν αρχηγό κράτους που αρνείται κατ’ ουσία την ύπαρξη μιας χώρας. Ακόμα και αν είχε και έχει ακόμα στο μυαλό του μια άλλη κυβέρνηση και τυπικώς ένα πιο «φιλικό» στη Ρωσία κράτος, δεν αναγνωρίζει το ουκρανικό έθνος και επίσης την έννοια ενός κυρίαρχου ουκρανικού κράτους. Αυτή η άρνηση μιας Ουκρανίας ικανής να έχει τη δική της θέση στον κόσμο είναι κάτι ξεχωριστό στον τερατώδη κυνισμό του. Δεν πρόκειται δηλαδή απλώς για απαίτηση αλλαγής κυβέρνησης, ούτε για αυτό που ειπώθηκε συχνά αυτές τις βδομάδες, μια προσπάθεια της Ρωσίας να ασφαλίσει τμήματα της ανατολικής Ουκρανίας διώχνοντας τους κατ’ αυτήν «ουκρανο-ναζί». Αυτές οι εκδοχές είναι επιμέρους σενάρια τα οποία συσκοτίζουν τις αφετηρίες του πολέμου: μια θεώρηση για τον κόσμο σύμφωνα με την οποία ο Πούτιν δηλώνει πως δεν υφίσταται στ’ αλήθεια Ουκρανία, πως το ουκρανικό έθνος είναι ένα κατασκευαστικό λάθος που τώρα πρέπει να διορθωθεί. Αυτή είναι η ιδέα την οποία πρόβαλε ανοιχτά ο Ρώσος Πρόεδρος και από την ιδέα αυτή ξεκινάει η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» που, όπως βλέπουμε, ήταν και είναι ένας βάρβαρος πόλεμος, μια σαφής (και μ’ όλα τα κριτήρια ως προς την ορθή χρήση των λέξεων), ιμπεριαλιστική επέμβαση.
Περιφερειακός πόλεμος ή κάτι ευρύτερο;
Και η Δύση; Και εμείς στην Ελλάδα που πολλοί θεωρούν ότι αν πεις πως είσαι μέρος της Δύσης χάνεις τη ψυχή σου ή, εν πάση περιπτώσει, μπλέκεσαι σε κάτι διαβολικό που σε αλλοτριώνει; Φυσικά, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι μια μεταφυσική αναμέτρηση της Δύσης με τη Ρωσία. Είναι πρωτίστως μια εισβολή και η άμυνα μιας χώρας στον εισβολέα, ένας πατριωτικός πόλεμος δηλαδή. Την ίδια ώρα όμως έλαβε αναπόφευκτα ευρύτερη σημασία και γίνεται απάντηση της Δύσης ως ενός συνόλου θεσμών, πολιτειακών οντοτήτων και βασικών κανόνων που έχουν κάποια θεμελιώδη κοινά: απάντηση λοιπόν σε έναν αυτοκρατορικό μεγαλοϊδεατισμό ο οποίος βλέπει (τρελά) οράματα για την ανατολική Ευρώπη εν συνόλω και όχι μόνο για την Ουκρανία. Με αυτή την έννοια, είμαστε μέρος της Δύσης, όχι επειδή πρέπει να υιοθετούμε πάντα τις επιμέρους κρατικές και πολιτικές επιλογές των Αμερικανών, των Γάλλων κ.λπ., ούτε απλώς και μόνο επειδή ανήκουμε σε συμμαχίες όπου η ένταξή μας έχει κάποιους όρους, άτυπες και τυπικές υποχρεώσεις. Είμαστε Δύση πολιτικά και ως προς τους άξονες προσανατολισμού της κοινωνίας μας. Στο συγκεκριμένο, όμως, και για έναν άλλο, πολύ σημαντικό λόγο: σε αυτή την εισβολή, οι συντριπτικά περισσότερες χώρες της Ευρώπης, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και πλήθος άλλων χωρών που δεν ανήκουν γεωγραφικά και πολιτικά στον δυτικό κύκλο έθεσαν με σωστό τρόπο το πρόβλημα της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία ως μεγάλο ζήτημα αδικοπραγίας. Η Δύση, σε αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας, κατόρθωσε να αντιπροσωπεύσει κάτι σαν το γενικό συμφέρον της ανθρωπότητας. Με όλες τις ιδιοτέλειες, τα παίγνια συμφερόντων, τις γεωπολιτικές και άλλες της ανεπάρκειες, με όλους τους ποταπούς Σρέντερ και άλλους εξαγορασμένους που έχει στην πλάτη της, η Δύση μίλησε μια γλώσσα οικουμενικού δικαίου. Σε αυτό το οικουμενικό δίκαιο θα είχε τη θέση της και η Ρωσία, αν δεν είχε οδηγηθεί στο δρόμο μιας οιονεί δικτατορίας.
Και η σχέση με τον ρωσικό πολιτισμό;
Και ενώ βλέπουμε τις πολιορκίες μεγάλων και μικρών πόλεων, τις εικόνες καταστροφής αστικών υποδομών αλλά και της καθημερινότητας των ανθρώπων στην Ουκρανία που φεύγουν κατά κύματα, ενώ το μεγάλο θέμα είναι η διά των όπλων επιχείρηση κατάκτησης ή κατάτμησης μιας χώρας, σε ορισμένους έγιναν κυρίαρχο ζήτημα οι κυρώσεις των κυβερνήσεων –και της δικής μας– κατά του ρωσικού κράτους και ιδίως το πάγωμα ορισμένων πολιτισμικών και καλλιτεχνικών ανταλλαγών. Ακούμε για «αντιρωσικό ρατσισμό» ή για παραβίαση του πνεύματος της τέχνης που είναι, όπως ειπώθηκε, ακριβώς ένα πνεύμα υπέρβασης των σκοπών και των θεωρήσεων του κράτους και της πολιτικής. Και τέλος, επανέρχεται μια φιλολογία γύρω από την ελληνική θέση που δεν μπορεί να είναι «στη Δύση» αλλά, τρόπον τινά, να ελίσσεται σαν ένας οικουμενικός εκλεκτισμός, σαν μια χορογραφία που πάει πότε στον ένα και πότε στον άλλο πόλο. Κάτι ανάλογο με αυτό που επιχειρεί να παίξει η Τουρκία του Ερντογάν, γίνεται πρόταση πολιτικής από ανθρώπους που λένε και διατρανώνουν μια αριστερή προσέγγιση στα διεθνή και εσωτερικά θέματα.
Πολλές όμως από αυτές τις φωνές, πέραν των άλλων, ξεχνούν κάτι που αφορά το πολιτικό σύστημα και τη σχέση του με την κοινωνία. Στη Ρωσία, παρά τις δεκαετίες που έχουν περάσει από την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος, η σφαίρα του πολιτισμού (τουλάχιστον στις συμβατικές σκηνές και στις προστατευόμενες καλλιτεχνικές δράσεις) δεν είναι μια σφαίρα «εκτός κράτους» και ανεξάρτητη από την κυβέρνηση. Υπάρχουν φυσικά εναλλακτικές δραστηριότητες, μικρές, αιρετικές και ανεξάρτητες παραγωγές στη μουσική, στο σινεμά, στο θέατρο κ.λπ. Ωστόσο, ο μηχανισμός του πουτινικού καθεστώτος έχει καταφέρει να ελέγξει τα κεντρικά όργανα της κουλτούρας και ασκεί τεράστιες πιέσεις στον Τύπο έχοντας δολοφονήσει ενοχλητικές φωνές ή εξαναγκάζοντας άλλες φωνές στη σιωπή. Παρότι, όντως, υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που ως ατομικές φωνές και προσωπικές συνειδήσεις είναι κατά του Πούτιν και πιθανότατα κατά αυτού του πολέμου, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας δεν μπορεί προφανώς να έχουν κατά νου αυτή τη διάσταση. Σε χώρες όπου υφίσταται μεγάλος έλεγχος της πολιτιστικής ζωής από τους μηχανισμούς της εξουσίας ή ακόμα και των υπηρεσιών ασφαλείας, η οποιαδήποτε διεθνής κύρωση ακουμπά, αναπόφευκτα, και την κοινωνία, όχι απλώς τις κορυφές του κράτους και των ελίτ.
Ενώ όμως γίνεται βασικό θέμα η αδικία που υφίσταται ο ένας ή ο άλλος καλλιτέχνης της Ρωσικής Ομοσπονδίας (όταν εμποδίζεται να δώσει παραστάσεις στη χώρα μας ή σε άλλες χώρες της Δύσης), δεν βλέπουμε το παραμικρό ενδιαφέρον, την οποιαδήποτε μέριμνα για τις καταστροφές των ουκρανικών σκηνών, της ουκρανικής πολιτιστικής ζωής. Στην μια περίπτωση έχουμε μια δυσάρεστη αλλά προσωρινή άρση των καλλιτεχνικών ανταλλαγών, της πολιτισμικής κανονικότητας. Στην περίπτωση της χώρας που δέχεται την πολεμική επίθεση έχουμε εκατομμύρια πρόσφυγες, θάνατο και καταστροφή βασικών υποδομών. Έχουμε πολιτισμική διάλυση. Το Eθνικό Πανεπιστήμιο Karazin στο Χάρκοβο που υπέστη ανηλεή βομβαρδισμό περιμένει ακόμα τα ψηφίσματα αλληλεγγύης από τα πανεπιστήμια της χώρας μας. Όπως και όλοι εκείνοι οι δημιουργοί τέχνης που έτυχε να βρεθούν σε πόλεις οι οποίες περικυκλώνονται και καταστρέφονται.
Σε αυτή, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, το πιο σημαντικό είναι η ιεράρχηση των δεινών. Αν είναι λυπηρή η αναστολή ή η διακοπή πολιτισμικών σχέσεων με τη Ρωσία, πρόκειται πάντως για το τίμημα μιας ιδιαίτερης συνθήκης, για το κόστος μιας κατάστασης όπου η διεθνής κοινότητα (όσο νόημα κι αν έχει ο όρος) οφείλει να στέλνει καθαρά μηνύματα σε έναν εισβολέα. Και επειδή η Δύση έχει πάρει την απόφαση να μην πολεμήσει με τους Ουκρανούς –γιατί έκρινε ότι αυτό θα μετατρέψει τον πόλεμο σε γενικευμένη σύρραξη–, η τιμωρία της συμπεριφοράς της ρωσικής κυβέρνησης θα ήταν αδύνατο να αφήσει άθικτη την κοινωνία της Ρωσίας και τους άλλους θεσμούς της.
Είμαστε όλοι φίλοι της ειρήνης;
Μέσα σε λίγες μέρες αυτός ο πόλεμος έφερε όλα όσα συνδέονται με τους πολέμους: πρόσφυγες, ανθρωπιστική και περιβαλλοντική καταστροφή. Το μήνυμα είναι επομένως να «σταματήσει ο πόλεμος» και «να στηριχτεί η ειρήνη». Προφανώς. Αν είχε εξάλλου μια βαθύτερη σημασία η μεταπολεμική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, παρά τις ελλείψεις και τις αδυναμίες της, ήταν ότι ανταποκρινόταν στην αυτοσυνείδηση μιας ειρήνευσης, πολιτικής, στρατιωτικής και, σε ένα βαθμό, κοινωνικής. Αλλά για να έλθουμε στο συγκεκριμένο, ο πόλεμος δεν είναι μια ουδέτερη, φυσική, καιρική κατάσταση. Δεν είναι μια διαδικασία δίχως υποκείμενα και ευθύνες. Δεν λέμε να σταματήσει ο πόλεμος όπως θα λέγαμε να σταματήσει επιτέλους η βροχή και να βγει ο ήλιος. Μπορεί βέβαια στη συναισθηματικά εύκολη στιχουργία να βλέπουμε τον πόλεμο και ως θύελλα και συννεφιά – άλλωστε, κάποτε, τα επιτελεία των ΗΠΑ έναν άλλο πόλεμο τον είχαν ονομάσει «Καταιγίδα της Ερήμου».
Αλλά «όχι στον πόλεμο στην Ουκρανία» σημαίνει ότι πρέπει να αποχωρήσουν από τη χώρα τα ρωσικά στρατεύματα. Να αποχωρήσουν και από το κέντρο, και από τον Νότο και από τις ανατολικές περιοχές όπου έχουν δημιουργήσει από χρόνια τις παράνομες, αποσχιστικές «λαϊκές δημοκρατίες». Πώς μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε σοβαρή ειρήνη πάνω στη συντριβή εκείνου που δέχτηκε την άδικη επίθεση; Η άποψη πως για να σταματήσει ο πόλεμος πρέπει να συνθηκολογήσει ατάκτως ο Ζελένσκι, να αποδεχτεί δηλαδή την απόσπαση σημαντικού μέρους της επικράτειας ή την ηθική ακύρωση της χώρας του από όρους που θα επιβεβαίωναν το ρωσικό σχέδιο, δεν είναι φιλειρηνική. Μοιάζει περισσότερο με παράδοση της Ουκρανίας στη Ρωσία, παράδοση που μπορεί, όπως καταλαβαίνουμε, να πάρει διάφορες μορφές αλλά δεν οδηγεί στην ειρήνη, γιατί ανοίγει την όρεξη για καινούργια κεφάλαια επέκτασης.
Είμαστε τώρα στο σημείο που πρέπει να αναρωτηθούμε: πώς μπορεί να σταματήσει ο πόλεμος δίχως να ακρωτηριαστεί η Ουκρανία και δίχως να έχουν ήδη παραβιαστεί βάναυσα βασικοί κανόνες της διεθνούς έννομης τάξης; Ίσως η νίκη των Ουκρανών να είναι μια ουτοπία, με δεδομένο τον ασφυκτικό συσχετισμό δυνάμεων και το όριο που έχει θέσει στον εαυτό της η Δύση για την εμπλοκή της σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Όταν έχει δημοσιευτεί αυτό το κείμενο, ενδεχομένως το Κίεβο να έχει πέσει, ο Ζελέσνκι και η κυβέρνησή του να μην υπάρχουν πλέον, ο Πούτιν να έχει βρεθεί –με σημαντικές απώλειες και με τεράστια διεθνή απομόνωση– στον αιματοβαμμένο θρόνο του «νικητή». Αυτή η «νίκη» του θα είναι πραγματική και συγχρόνως ψευδής. Σαν εκείνα τα διαλεκτικά παράδοξα που έβρισκε κανείς στα βιβλία μαρξισμού-λενινισμού., η νίκη του Πούτιν θα είναι συγχρόνως νίκη και μη νίκη. Καμία «λύση του ουκρανικού ζητήματος» δεν είναι δυνατή σήμερα με τους βάρβαρους όρους των παλιών ολοκληρωτισμών. Και παρά την ώθηση που πήραν τα τελευταία χρόνια οι ιδέες ενός αυταρχικού κρατικού καπιταλισμού που φιλοδοξεί να υποκαταστήσει τις «παρακμιακές» φιλελεύθερες δημοκρατίες, η πουτινική εκδοχή μοιάζει ήδη απαξιωμένη και απεχθής. Η Κίνα, πολύ πιο έξυπνη στις χορογραφίες της, παίρνει μαθήματα από τα λάθη του Πούτιν, αν και ποτέ κανείς δεν ξέρει με δυνάμεις όπου συνδυάζονται κυνισμοί του καπιταλισμού και κουλτούρες του κρατικού αυταρχικού σοσιαλισμού.
Η Ουκρανία που καταφάσκει στον εαυτό της. Οι μεταμορφώσεις ανθρώπων και θέσεων
Παρατηρώ τις εικόνες που παράγει ο πόλεμος. Τις εικόνες των νέων με τα οικεία τους ντυσίματα, τις κουκούλες, τα μπουφάν και τα skinny παντελόνια τους που φωτογραφίζονται με τα καλάσνικοφ. Την εικόνα των γυναικών που, ως εργάτριες σε κάποιο εργοστάσιο εμφιάλωσης, κάθονται στη «γραμμή παραγωγής» φτιάχνοντας βόμβες μολότοφ. Εικόνες ενός άλλου εθελοντισμού, δύσκολου και ηθικά μεστού. Και βέβαια εικόνες μεγάλης αξιοπρέπειας και αυτοθυσίας, γιατί, ξέρουμε, πως ούτε τα καλάσνικοφ ούτε οι μολότοφ μπορούν να τα βάλουν με πυραύλους και βόμβες.
Γράφτηκε αυτές τις μέρες ότι ο Πούτιν δεν περίμενε την αντίσταση –ιδίως στην ανατολική Ουκρανία–, διότι είχε πειστεί απόλυτα από την ιδέα ότι ο ουκρανικός λαός είναι μια «κατασκευή» και πως θα διαλυόταν στην πρώτη συνάντηση με το φόβο, την υπεροπλία αλλά και την εγγύτητα του ρώσου στρατιώτη. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν στέκουν τέτοιες υποθέσεις. Το βέβαιο είναι πως η πολεμική προσβολή της πατρίδας τους έκανε τους σύγχρονους Ουκρανούς να ανακτήσουν την ιδέα μιας μαχόμενης συλλογικότητας: νέα παιδιά που ανήκουν προφανώς στις δυτικές και παγκοσμιοποιημένες μόδες και προφανώς δεν διανοούνταν έναν τέτοιας κλίμακας πόλεμο, μεταμορφώνονται μέσα στην ίδια την εμπειρία. Σε σύντομο χρόνο. Όπως ο Πρόεδρός τους, μια φιγούρα της δημοφιλούς κουλτούρας και της χοντρής κωμωδίας, ένας νέος «απολιτικός» άνθρωπος, μεταμορφώθηκε σε εθνική φυσιογνωμία και ηγέτη. Όσο και αν παρεμβαίνει η τεχνολογία της επικοινωνίας στις δημόσιες εικόνες, είναι τέτοιος ο καταιγισμός των γεγονότων και η δραματικότητα της περίστασης που αυτές οι μεταμορφώσεις δεν μπορεί να είναι ψευδείς. Η εμπειρία αυτής της επίθεσης, που είναι σαν υπαρξιακή απειλή, οδηγεί στην επανεπινόηση πολλών ταυτοτήτων, μέσα και έξω από την Ουκρανία. Οι απλοί άνθρωποι γίνονται ένοπλοι πολίτες της Δημοκρατίας, ο Ζελένσκι γίνεται πρώτος πολίτης μιας αμυνόμενης χώρας, η «Δύση» βγαίνει (προσωρινά;) από την ξεθυμασμένη, αποσυσπειρωμένη, κουρασμένη της φάση για να αντικρίσει τα σχήματα ενός κόσμου σκληρών προκλήσεων που απειλούν πραγματικά τη μορφολογία του διεθνούς συστήματος. Και η ίδια η μεγάλη χώρα Ρωσία γίνεται όμηρος της πουτινικής εγκληματικής ιδεολογίας και των στηριγμάτων της. Κάποιοι/ ες ρώσοι πολίτες και καλλιτέχνες αντιδρούν, απειθαρχούν και μεταμορφώνονται αξιοθαύμαστα στους αντιφρονούντες της νέας περιόδου, στους εχθρούς του πολέμου. Πολλοί όμως υιοθετούν το μυστηριώδες Ζ της εισβολής και ντύνονται στα μαύρα, όπως οι μισθοφόροι της Wagner. O πόλεμος κατά των «ναζιστών» της Ουκρανίας μεταμορφώνει εντέλει σε αληθινούς φασίστες και ναζί τους οπαδούς του Πούτιν και τους θιασώτες του δίκιου της Ρωσίας.
Όλες αυτές οι μεταμορφώσεις πυκνώνουν και βιάζουν τον ήδη κορεσμένο από κρίσεις ιστορικό μας χρόνο. Πού βαδίζουμε; Πώς θα μεταμορφωθούμε κι εμείς με τη σειρά μας, ανήμποροι θεατές του δράματος; Προς το παρόν, μπορούμε απλώς να σταθούμε στη σωστή πλευρά του μετώπου και, απ’ όσο φαίνεται, οι περισσότερες χώρες και οι περισσότεροι λαοί εκεί στέκονται ήδη.