Είναι χαρακτηριστικό ότι ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Υβ Λεντριάν, μόλις 10 ημέρες πριν από την εισβολή, υποστήριζε ότι δεν έχει ενδείξεις μιας επικείμενης επέμβασης της Ρωσίας. Δήλωνε ότι «άραγε, ο πρόεδρος Πούτιν πήρε τις αποφάσεις του σχετικά με μια επιχείρηση ή όχι; Κατά τη γνώμη μου, τίποτα δεν το υποδεικνύει αυτό σήμερα»[1]. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, στις 15 Φεβρουαρίου, υποδεχόταν, με κάποιες επιφυλάξεις, ως καλοδεχούμενη την είδηση της απομάκρυνσης των ρωσικών στρατευμάτων από τα σύνορα με την Ουκρανία[2].
Ολόκληρος ο δυτικός κόσμος, με ελάχιστες εξαιρέσεις, θεωρούσε ότι ο Πούτιν δεν θα τολμούσε να εισβάλει στην Ουκρανία. Περισπούδαστες αναλύσεις, με ισχυρά επιχειρήματα, έτειναν στο συμπέρασμα ότι δεν συνέφερε τον Πούτιν μια ευρείας κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια κοινή συνέντευξη που έδωσαν (πριν από την εισβολή) οι βραβευμένες με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφείς Χέρτα Μύλλερ (2009) και Σβετλάνα Αλεξίεβιτς (2015) στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel διαφώνησαν στο αν επίκειται ρωσική εισβολή, με την Αλεξίεβιτς να υποστηρίζει ότι «για οποιονδήποτε λόγο, όμως, οι περισσότεροι έχουν την αίσθηση πως δεν θα γίνει πόλεμος, αν και κάποιοι έχουν ήδη αρχίσει να μαζεύουν αλεύρι και σπίρτα. Νομίζω πως θα γίνει ακόμα μια συνάντηση μεταξύ του αμερικανού και του ρώσου προέδρου, και αυτό είναι που επιδιώκει ο Βλαντίμιρ Πούτιν στην πραγματικότητα. Θέλει να είναι στο επίκεντρο της προσοχής». Η Χέρτα Μύλλερ διαφώνησε ριζικά και αναρωτήθηκε: «Πιστεύεις πραγματικά, Σβετλάνα, ότι συγκεντρώνει τα στρατεύματά του μόνο και μόνο για να πετύχει κάτι τέτοιο;»[3]
Αυτή την ατμόσφαιρα του εφησυχασμού περιγράφει παραστατικά η Ανν Απλμπάουμ αποκαλύπτοντας ότι «[ή]μουν σε μια γερμανική τηλεοπτική εκπομπή πριν από δύο εβδομάδες, μαζί με τρεις γερμανούς πολιτικούς, οι οποίοι, ακόμη και τότε, υποστήριζαν ότι –παρά τα χιλιάδες στρατεύματα και τεθωρακισμένα οχήματα που συγκεντρώνονται στα σύνορα της Ουκρανίας– η μόνη πιθανή λύση είναι ο διάλογος»[4].
Μετά την 24η Φεβρουαρίου, είναι σαφές ότι όλες αυτές οι αναλύσεις (μας) έπεσαν έξω. Διαψεύσθηκαν πανηγυρικά. Οι αυταπάτες τελείωσαν. Τα αναλυτικά μας εργαλεία αποδείχτηκαν ανεπαρκή. Δεν μας βοήθησαν να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη φύση του φαινομένου Πούτιν. Είναι επείγουσα ανάγκη να αναστοχαστούμε, να δούμε από μια άλλη οπτική γωνία την περίπτωση Πούτιν που συνιστά ακραία απειλή για τον δυτικό πολιτισμό και τις φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Σε όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, πρέπει να επισημάνουμε μια ηχηρή εξαίρεση: Ο πρόεδρος Μπάιντεν και η αμερικανική διπλωματία, από την πρώτη στιγμή που άρχισε η συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία, δήλωναν ότι στόχος του Πούτιν ήταν η εισβολή. Πολλοί θεωρήσαμε ότι αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο ενός προπαγανδιστικού πολέμου. Εκ του αποτελέσματος, ο Μπάιντεν είχε δίκιο και εμείς πέσαμε έξω στις προβλέψεις μας.
Η Realpolitik
Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό τον αναστοχασμό είναι να επισκοπήσουμε τη στάση του δυτικού κόσμου απέναντι στη Ρωσία μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε τι έφταιξε και φτάσαμε να βιώνουμε έναν μεγάλο πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης, 77 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η έννοια-κλειδί για να κατανοήσουμε τη στάση της Δύσης απέναντι στη Ρωσία είναι η realpolitik. Σύμφωνα με την Britannica[5], realpolitik είναι «πολιτική βασισμένη σε πρακτικούς στόχους και όχι σε ιδανικά. Η λέξη δεν σημαίνει “αληθινή” με την αγγλική έννοια, αλλά μάλλον υποδηλώνει “πράγματα” – επομένως μια πολιτική προσαρμογής στα πράγματα όπως είναι. Η realpolitik υποδηλώνει έτσι μια πραγματιστική, λογική άποψη και μια περιφρόνηση των ηθικών εκτιμήσεων. Στη διπλωματία συνδέεται συχνά με την αδυσώπητη, αν και ρεαλιστική, επιδίωξη του εθνικού συμφέροντος».
Η Δύση ακολούθησε, στην περίπτωση της Ρωσίας, επακριβώς τη φιλοσοφία μιας ρεαλιστικής πολιτικής. Ίσως περισσότερο από όλους να την ενσάρκωσε η Άνγκελα Μέρκελ η οποία πολέμησε κατά της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ενέκρινε στρατιωτικές συμβάσεις με τη Ρωσία το 2011, ενέκρινε τον Nord Stream 2 εντός ενός έτους από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2014. Ακολούθησε με συνέπεια μια πολιτική προσέγγισης, βάζοντας το κεφάλι της στον πάγκο του χασάπη, υλοποιώντας μια πολιτική που οδήγησε σε ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία κατά 40%. Η Μέρκελ έχει ιδιαίτερα επικριθεί γι’ αυτή της τη στάση που, εκ του αποτελέσματος, αποδείχτηκε λανθασμένη. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Γκάρι Κασπάροφ, «[η] κενότητα των διαψεύσεων της Μέρκελ και της φράσης “διαχωρίστε τις επιχειρήσεις από την πολιτική” αποκαλύφθηκε σήμερα. Το να κάνεις δουλειές με εγκληματικά καθεστώτα ΕΙΝΑΙ πολιτική».
Πριν ρίξουμε το ανάθεμα στη Μέρκελ, αλλά και στους άλλους ευρωπαίους και αμερικανούς αξιωματούχους που την ακολούθησαν σε αυτή την πολιτική, ας προσπαθήσουμε, με όρους σκακιστικής στρατηγικής, να κατανοήσουμε τη στάση της. Θυσίασε έναν αξιωματικό (ενεργειακή εξάρτηση) για να οδηγήσει την παρτίδα σε φορσέ ισοπαλία, ένα πατ όπου η παρτίδα λήγει αμέσως με ισοπαλία. Στρατηγικά, ακούγεται ευφυές. Όλοι είναι κερδισμένοι, υπό μία προϋπόθεση: ότι οι εμπλεκόμενοι είναι ορθολογικά δρώντες και συμμετέχουν στην παρτίδα γνωρίζοντας και αποδεχόμενοι τους κανόνες του παιγνιδιού.
Γνωρίζουμε τώρα ότι ο Πούτιν αρνήθηκε τους κανόνες και επιχειρεί να αρπάξει τη σκακιέρα και να φύγει. Ελάχιστοι το περίμεναν, ελάχιστοι ήταν προετοιμασμένοι γι’ αυτό το ενδεχόμενο.
Προειδοποιήσεις
Παράλληλα με τη ρεαλιστική πολιτική, υπήρχαν και κάποιες άλλες φωνές, περιθωριακές έως πρόσφατα, που υποστήριζαν ότι η ίδια η φύση του καθεστώτος Πούτιν επέβαλλε μια διαφορετική, περισσότερο «ιδεολογική» και λιγότερο «πραγματιστική», αντιμετώπιση. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει η φωνή του Γκάρι Κασπάροφ που, από το 2015, μετά τη ρωσική εισβολή στην Κριμαία, υποστήριζε πως «η πεποίθηση ότι το ανακοινωθέν όραμά του για μια “Μεγάλη Ρωσία” θα αρκεστεί μόνο στην Ανατολική Ουκρανία είναι αβάσιμη. Οι δικτάτορες σταματούν μόνο όταν τους σταματήσει κάποιος άλλος. Έτσι, κατευνάζοντας τον Πούτιν με την Ουκρανία το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να τροφοδοτείται η όρεξή του για περισσότερες κατακτήσεις. Η Ουκρανία είναι μόνο μια μάχη την οποία ο ελεύθερος κόσμος πρέπει να δώσει. Η Ιστορία δεν έχει τέλος. Κάνει κύκλους. Η αποτυχία της Δύσης να υπερασπιστεί την Ουκρανία σήμερα ισοδυναμεί με την αποτυχία των Συμμάχων να υπερασπιστούν την Τσεχοσλοβακία το 1939. Ο κόσμος πρέπει να αντιδράσει τώρα ώστε η Πολωνία να μην κληθεί το 2015 να παίξει τον ρόλο που έπαιξε το 1939»[6].
Στο μεταξύ, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται η ιδεολογία της Ρωσίας ως μεγάλου κράτους που ασφυκτιούσε στα υφιστάμενα σύνορά του. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Αρκάντι Οστρόφσκι[7], «στην πραγματικότητα, ούτε ο Γιέλτσιν ούτε ο Πούτιν έβλεπαν τη Ρωσία ως μια νέα χώρα, αλλά ως συνέχεια της παλιάς. Αλλά ενώ ο Γιέλτσιν και οι ιδεολόγοι του έψαχναν για σύμβολα της ρωσικής κρατικής υποστάσεως στην προεπαναστατική εποχή, απορρίπτοντας τη σοβιετική περίοδο ως κάτι ιδεολογικά ξένο, ο Πούτιν έκανε το επόμενο λογικό βήμα: ενσωμάτωσε το σοβιετικό παρελθόν στο αφήγημα της Ρωσίας ως μεγάλου κράτους… Έτσι, την παραμονή της νέας χιλιετίας και της δέκατης επετείου της σοβιετικής κατάρρευσης, η χώρα τσούγκριζε ποτήρια υπό τον ήχο του σοβιετικού εθνικού ύμνου».
Ο Μπιλ Μπράουντερ, που ο Πούτιν επιχείρησε αρκετές φορές να δολοφονήσει, υποστηρίζει ότι «[θ]α μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι, καθώς η Ρωσία εισήλθε στον 21ο αιώνα, η κυβέρνηση θα είχε σταματήσει αυτού του είδους τη συμπεριφορά. Αλλά όταν ο Βλαντίμιρ Πούτιν ήρθε στην εξουσία το 2000, αντί να διαλύσει αυτή τη μηχανή ψεύδους και χάλκευσης, την τροποποίησε και την έκανε ακόμη πιο ισχυρή. Η δολοφονία του Σεργκέι Μαγκνίτσκι θα γινόταν το κορυφαίο παράδειγμα αυτής της προσέγγισης, και είχαμε μια μοναδική ευκαιρία να δούμε πώς λειτουργούσε κάθε γρανάζι και έμβολο αυτής της μηχανής»[8].
Στις 30 Δεκεμβρίου 1999, δύο μέρες πριν ο Πούτιν αναλάβει τα ηνία της Ρωσίας, δημοσίευσε το μανιφέστο «Η Ρωσία στο κατώφλι της νέας χιλιετίας», κείμενο που, όπως επισημαίνει ο Οστρόφσκι, «εξύψωνε το κράτος ως βασικό παράγοντα για την επιτυχία της Ρωσίας και ως δύναμη συσπείρωσης. Η Ρωσία δεν χρειαζόταν κρατική ιδεολογία, υποστήριζε το μανιφέστο. Η ιδεολογία και η εθνική ιδέα της ήταν το κράτος. Τα ατομικά δικαιώματα της ελευθερίας ναι μεν ήταν καλά, αλλά δεν μπορούσαν να προσφέρουν δύναμη και ασφάλεια στο κράτος. Η Ρωσία, ισχυρίστηκε, δεν θα γινόταν ποτέ μια δεύτερη έκδοση της Βρετανίας ή της Αμερικής, όπου οι φιλελεύθερες αξίες είχαν βαθιές ιστορικές ρίζες. Η Ρωσία είχε τις δικές της παραδοσιακές και βασικές αξίες. Αυτές ήταν ο πατριωτισμός, ο κολεκτιβισμός, το derzhavnost –η παράδοση της μεγάλης γεωπολιτικής κρατικής δύναμης που επιβάλλει το σεβασμό σε άλλες χώρες– και το gosudarstvennichestvo, η πρωτοκαθεδρία δηλαδή του κράτους»[9].
Η Μάσα Γκέσεν κάνει την εύστοχη διαπίστωση ότι «όπως και τόσα άλλα μέλη της γενιάς του, ο Πούτιν αντικατέστησε την πίστη στον κομμουνισμό, που δεν φαινόταν πια να είναι εύλογη ή έστω εφικτή, με την πίστη στους θεσμούς. Ήταν πιστός στην KGB και στην αυτοκρατορία που αυτή υπηρετούσε και προστάτευε: την ΕΣΣΔ»[10]. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη δήλωση Πούτιν, το 2007, πως η κατάρρευση της ΕΣΣΔ ήταν η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα.
Ο αναθεωρητικός εθνικισμός του Πούτιν πέρασε κάτω από το ραντάρ των αναλυτών και όσων ήταν υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής, των «ρεαλιστών». Υποτιμήθηκε ως ρητορεία για εσωτερική κατανάλωση. Το τέρας εκκολαπτόταν και ελάχιστοι έδιναν σημασία. Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 θεωρήθηκε ένα τοπικό επεισόδιο που αντιμετωπίστηκε με ελάσσονες κυρώσεις. Ο αυτοπροσδιορισμός της Ρωσίας ως εχθρού της φιλελεύθερης δημοκρατίας, το μίσος για τον δυτικό πολιτισμό είχε ήδη συντελεστεί.
Η αφύπνιση της Δύσης
Το ιδεολογικό οικοδόμημα της «ρεαλιστικής» σχολής κατέρρευσε στις 21 Φεβρουαρίου 2022, ημέρα που ο Πούτιν έκανε ένα διάγγελμα για να ανακοινώσει την αναγνώριση των δύο περιοχών της Ανατολικής Ουκρανίας που είχαν αποσχισθεί από τη χώρα και έλαβε τη χαριστική βολή με τη ρωσική εισβολή στις 24 Φεβρουαρίου. Σ’ ένα βαθύτατα ιδεολογικό μήνυμα, ο Πούτιν αμφισβήτησε την εθνική υπόσταση των Ουκρανών, λέγοντάς τους ότι είναι Ρώσοι. Η ρητορεία του για την Ουκρανία ήταν ακριβώς η ίδια με όσα είχε πει για την Πολωνία ο Χίτλερ το 1939. Επιβεβαίωσε τον Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι που είχε υποστηρίξει ότι «χωρίς την Ουκρανία η Ρωσία είναι μια απλή χώρα, με την Ουκρανία είναι αυτοκρατορία». Ο ρώσος πρόεδρος είπε ότι «η Ανατολική Ουκρανία είναι αρχαία ρωσική γη», υποστηρίζοντας πως «η μοντέρνα Ουκρανία είναι δημιούργημα της κομμουνιστικής Ρωσίας. Ο αρχηγός των μπολσεβίκων Βλαδίμηρος Λένιν προκάλεσε βλάβη στη Ρωσία, δημιουργώντας το κράτος της Ουκρανίας. Ο Λένιν παρέδωσε το Ντόνμπας στη δικαιοδοσία της Ουκρανίας». Ακολούθησε, ύστερα από τρεις ημέρες, η εισβολή στην Ουκρανία.
Πρόκειται για πρωτοφανή διαστρέβλωση της Ιστορίας, όπως έχει τεκμηριώσει ο Γιώργος Σιακαντάρης, που υποστηρίζει ότι «στην Ουκρανία δεν συγκρούονται η Δύση με τη Ρωσία, αλλά η λαχτάρα για μια καλύτερη και πιο δημοκρατική ζωή με τον “τσαρικό” και “μπολσεβίκικο” δεσποτισμό του Πούτιν. Ρωσία και Ουκρανία βρίσκονται γεωγραφικά στην Ανατολή, αλλά πολιτισμικά και ιστορικά είναι στη Δύση»[11].
Το διάγγελμα Πούτιν και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έστειλαν ένα μήνυμα σε πολλούς αποδέκτες. Ο Πούτιν μάλλον πίστευε ότι η Ουκρανία θα παραδιδόταν αμαχητί και ότι η ανίσχυρη και διστακτική Δύση θα αντιδρούσε με ελάσσονες κυρώσεις. Έκανε λάθος και στις δύο προσδοκίες του[12]. Η Ουκρανία, με επικεφαλής τον πρόεδρο Ζελένσκι, αντιστάθηκε σθεναρά και προκάλεσε ένα διεθνές κύμα αλληλεγγύης και υποστήριξης. Οι εικόνες με άοπλους πολίτες να εμποδίζουν τανκς του ρωσικού στρατού να εισβάλουν στις πόλεις τους μας θυμίζουν πόσο πολύτιμα είναι τα αγαθά της ελευθερίας και της δημοκρατίας, κάτι που τείνουμε πολλές φορές να ξεχνάμε.
Εξίσου εντυπωσιακή ήταν η αφύπνιση της Ευρώπης. Λίγες ημέρες πριν από την εισβολή, η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν διχασμένη για το εύρος των κυρώσεων, με τη Γερμανία να αρνείται τον αποκλεισμό των ρωσικών τραπεζών από το διατραπεζικό σύστημα SWIFT. Η εισβολή λειτούργησε ως καταλύτης για τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συμφώνησαν ταχύτατα σε πολύ αυστηρές κυρώσεις, απέκλεισαν την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας και πολλές ρωσικές τράπεζες από το σύστημα SWIFT, κάτι που οδηγεί σε αδυναμία ρευστοποίησης των διαθεσίμων 600 δισ. που έχει η Ρωσία, ενίσχυσαν με οπλισμό την Ουκρανία και η Γερμανία, πέραν του παγώματος του North Stream 2, πήρε μια απόφαση που μπορεί να θεωρηθεί game changer: θα δαπανήσει, εντός του 2022, 100 δισ. ευρώ σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της.
Με βάση τα παραπάνω, η εισβολή στην Ουκρανία έχει ήδη αποκτήσει μια ευρύτερη διάσταση, που υπερβαίνει την Ουκρανία. Είναι μετωπική σύγκρουση του δυτικού πολιτισμού με τη βαρβαρότητα του καθεστώτος Πούτιν. Ίσως αυτό να είναι κάτι που επιδίωκε ο Πούτιν. Η Δύση σήκωσε το γάντι και ετοιμάζεται πυρετωδώς για αυτή τη σύγκρουση. Στο όνομα των αρχών της, των ιδανικών της, της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Σκιαγραφώντας τον εχθρό
Όσο η σύγκρουση θα εκτυλίσσεται πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά, είναι απαραίτητο να δοθεί η μάχη στον τομέα της ιδεολογίας. Πρέπει να σκιαγραφήσουμε τον εχθρό για να αποφασίσουμε πώς τον αντιμετωπίζουμε.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Νικόλας Σεβαστάκης, «τον πόλεμο τον κηρύσσουν και οι ιδέες και όχι μόνο τα υλικά συμφέροντα», υποστηρίζοντας ότι «ο πουτινισμός, που πήγε να γίνει εμπόλεμη δύναμη, “βοηθάει” τη Δύση να ανασυγκροτήσει μέτωπα και να ανανεώσει τη δική της φιλοσοφία. H πουτινική Ρωσία δεν είναι κομμουνιστική αλλά ένας σοβιετισμός και τσαρισμός μαζί που έχουν αναβαπτιστεί στην πιο κραταιά ιδέα της νεωτερικής εποχής: τον εθνικισμό. Αυτό που μας μαθαίνει με τον βάναυσο τρόπο του ο Βλαδίμηρος Πούτιν είναι ότι η ειρήνη χρειάζεται μάχες, έχει τίμημα, έχει τους δικούς της πόνους. Δεν είναι μια flower power πολύχρωμη σημαία αλλά κάτι πολύ πιο απαιτητικό και δύσκολο»[13].
Στη διεθνή συζήτηση για την ιδεολογική υφή του Πούτιν, αναμετρώνται δύο σχολές σκέψης. Η πρώτη υποστηρίζει ότι ο Πούτιν είναι παρανοϊκός. Η δεύτερη το αντίθετο, υποστηρίζοντας ότι ο Πούτιν έχει μια ξεκάθαρη μεγαλορωσική ιδεολογία που καθοδηγεί όλα τα βήματά του.
Το κύριο επιχείρημα για την παράνοια του Πούτιν προέρχεται, παραδόξως, από την Άνγκελα Μέρκελ. Όπως γράφει ο Ιβάν Κράστεφ, σε άρθρο του στους New York Times, «μετά την κατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, η Άνγκελα Μέρκελ, τότε καγκελάριος της Γερμανίας, μίλησε με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν και ανέφερε στον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα ότι, κατά την άποψή της, ο κ. Πούτιν είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Ζούσε, είπε, σε έναν “άλλο κόσμο”»[14].
Πρόσφατα, η Άννα Μακάντζου, πρώην διευθύντρια για τη Ρωσία στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ επί προεδρίας Ομπάμα, υποστήριξε ότι «στην πραγματικότητα ο Πούτιν πιστεύει ότι είναι σαν τους τσάρους, πιθανώς κλήθηκε από τον Θεό για να ελέγξει και να αποκαταστήσει τη δόξα της ρωσικής αυτοκρατορίας»[15].
Την αντίθετη άποψη εκφράζει ο Τζόναθαν Στιλ που υποστηρίζει ότι «[υ]πάρχει σαφής στρατηγική εδώ. Το προπύργιό του ενάντια στο ΝΑΤΟ είναι να δημιουργήσει μια “παγωμένη σύγκρουση”, όπως αυτές στη Γεωργία και τη Μολδαβία. Όλο και περισσότεροι πολιτικοί και αναλυτές των μέσων ενημέρωσης υποστηρίζουν ότι ο Πούτιν μπορεί να είναι ψυχικά ασταθής ή ότι είναι απομονωμένος σε μια φούσκα από yes-men που δεν τον προειδοποιούν για τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Πολλοί σχολιαστές λένε ότι προσπαθεί να αποκαταστήσει τη Σοβιετική Ένωση ή να αναδημιουργήσει μια ρωσική σφαίρα επιρροής στα σύνορα της χώρας του και ότι η εισβολή αυτής της εβδομάδας στην ανατολική Ουκρανία είναι το πρώτο βήμα προς μια ολοκληρωτική επίθεση στο Κίεβο για να ανατρέψει την κυβέρνησή του και να κινηθεί ακόμη και εναντίον των κρατών της Βαλτικής. Κανένας από αυτούς τους ισχυρισμούς δεν είναι απαραίτητα αληθινός. Ο Ρώσος πρόεδρος είναι ένας λογικός άνθρωπος με τη δική του ανάλυση της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας»[16].
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτές οι δύο σχολές σκέψης δεν είναι, κατ’ ανάγκη, αντιτιθέμενες. Ο Πούτιν έχει μια σαφή ιδεολογική στάση για τα πράγματα. Αυτή του όμως η ιδεολογία έχει στοιχεία παράνοιας. Είτε επιθυμεί μια ανασύσταση της Σοβιετικής Ένωσης (σε μικρότερη εκδοχή, με Ουκρανία και Λευκορωσία), είτε ονειρεύεται ανασύσταση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας του 19ου αιώνα, είτε επιθυμεί να συντρίψει τις φιλελεύθερες δημοκρατίες και τη Δύση, ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι μια παρανοϊκή ιδεολογία αναθεωρητισμού που θέτει σε κίνδυνο όλο το σύστημα ασφάλειας το οποίο έχει οικοδομηθεί τη μεταψυχροπολεμική εποχή. Όπως είχε παρατηρήσει ο Βάτσλαβ Χάβελ, «[ν]ομίζω ότι υπάρχει ένα είδος ρωσικού προβλήματος εδώ και πολλούς αιώνες – ότι η Ρωσία δεν ξέρει ακριβώς πού αρχίζει και πού τελειώνει... Γνωρίζοντας τα ιστορικά της σύνορα, είτε αυτά προέρχονται από την τσαρική είτε από τη σοβιετική περίοδο, εξακολουθεί να τα θεωρεί δικά της».
Τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, μας επιτρέπουν να σκιαγραφήσουμε ιδεολογικά τον Πούτιν ως τον χαρακτηριστικό ανθρωπότυπο του λενινιστικού κληροδοτήματος. Όπως έχουν επισημάνει πολλοί μελετητές, το λενινιστικό κληροδότημα στις μετακομμουνιστικές κοινωνίες ήταν ένα υβρίδιο που συνδύαζε τον κομμουνισμό με τον υπερεθνικισμό. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ρόμπερτ Ζουζόφσκι: «ο κομμουνισμός σε συνδυασμό με την απλή ιδέα του εθνικισμού, κατανοητός και πειστικός σε όλους, έγινε μια αποτελεσματική πολιτική δύναμη για κάποιο διάστημα. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, η εσωτερική του αντίφαση δεν μπορούσε να διατηρηθεί και έμοιαζε με ένα “μπουκάλι με λάθος ετικέτα: το περιεχόμενο διέφερε από αυτό που έγραφε η ετικέτα”»[17]. Ιδιαίτερα εύστοχη είναι και η επισήμανση του Πίτερ Μερκλ που υποστηρίζει ότι «τα υπερεθνικιστικά αισθήματα επέστρεψαν εκδικητικά, σαν τα τζίνι που βγήκαν από το μπουκάλι στο οποίο ήταν κλεισμένα για καιρό»[18].
Όπως αναφέρει η Άνν Απλμπάουμ[19], «αποτελούν την ιδεολογική απάντηση στο τραύμα που βίωσαν ο Πούτιν και η γενιά των αξιωματικών της KGB το 1989. Αντί για τη δημοκρατία, προωθούν την απολυταρχία, αντί για την ενότητα προσπαθούν συνεχώς να δημιουργούν διχασμό, αντί για τις ανοιχτές κοινωνίες προωθούν την ξενοφοβία. Αντί να αφήνουν τους ανθρώπους να ελπίζουν σε κάτι καλύτερο, προωθούν τον μηδενισμό και τον κυνισμό... Η προσκόλληση του Πούτιν στην παλιά ΕΣΣΔ έχει σημασία και από μια άλλη άποψη. Αν και μερικές φορές περιγράφεται εσφαλμένα ως ρώσος εθνικιστής, στην πραγματικότητα είναι αυτοκρατορικός νοσταλγός. Η Σοβιετική Ένωση ήταν μια ρωσόφωνη αυτοκρατορία και φαίνεται κατά καιρούς να ονειρεύεται την αναδημιουργία μιας μικρότερης ρωσόφωνης αυτοκρατορίας εντός των συνόρων της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης»[20].
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Πούτιν υιοθέτησε υπερεθνικιστικές δοξασίες, όπως έχει επισημάνει σ’ ένα έξοχο άρθρο του ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, εντοπίζοντας στις απόψεις των Τσιμπούρσκι, Γκουμιλιόφ και Ιλίτς τη θεμελίωση αντιλήψεων για την ύπαρξη «ενός ιδιαίτερου πολυεθνικού υπερέθνους, του ευρασιατικού, στο οποίο ανήκουν και οι Ρώσοι» (Γκουμιλιόφ) και για την αποστολή του ρωσικού έθνους, η οποία δεν είναι άλλη από την «ηθική αναγέννηση της παρηκμασμένης και αμαρτωλής ανθρωπότητας» (Ιλίτς)[21].
Στον ιδιαίτερο ρόλο του Ιλίτς ως θεωρητικού του Πούτιν αναφέρεται και ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος επισημαίνοντας τις φιλοφασιστικές ιδέες του και την ολοκληρωτική αντίληψή του περί κράτους[22].
Ο ρώσος συγγραφέας Βλαντιμίρ Σορόκιν, σημαντική προσωπικότητα των γραμμάτων, σε άρθρο του που φιλοξενούν η Guardian και η Sueddeutsche Zeitung υποστηρίζει ότι «o τελικός στόχος του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είναι η Ουκρανία, αλλά ο δυτικός πολιτισμός, καθώς φουντώνει το μίσος του από το μαύρο γάλα που ήπιε από τη θηλή της KGB […] αν κρίνουμε από τις τελευταίες εξελίξεις ο Πούτιν έχει καταληφθεί από την έμμονη ιδέα της ανασύστασης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η ιδεολογία του πουτινισμού είναι αρκετά εκλεκτική καθώς σε αυτήν ο σεβασμός για τα Σοβιέτ πορεύεται παράλληλα με τη φεουδαρχική ηθική, ο Λένιν μοιράζεται το κρεβάτι με την τσαρική Ρωσία και τον Ρωσικό Ορθόδοξο Χριστιανισμό», αναφέρει εξηγώντας ότι «ο αγαπημένος φιλόσοφος του Πούτιν είναι ο φιλομοναρχικός, Ρώσος εθνικιστής, αντισημίτης Ιβάν Ιλίτς, που τον εξόρισε ο Λένιν από τη σοβιετική Ρωσία το 1922»[23].
Ο Πούτιν είναι η ενσάρκωση αυτού του υβριδίου, του κομμουνισμού και του υπερεθνικισμού. Ένα υβρίδιο που απεχθάνεται τη φιλελεύθερη δημοκρατία, που διαρκώς επινοεί εχθρούς και που υπαγορεύει στη ρωσική κοινωνία το αίσθημα της απειλής από τη Δύση και της θυματοποίησης. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ενισχύει, εμφανώς και αφανώς, ακροδεξιά κόμματα στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία και την Ισπανία, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει πλήγματα στις δυτικές δημοκρατίες.
Οι παράπλευρες απώλειες
Ας επιχειρήσουμε τώρα να συνοψίσουμε τις παράπλευρες απώλειες αυτής της ιδεοληπτικής πολιτικής που έχει κοστίσει δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, αμέτρητους τραυματίες και ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές.
Η πρώτη είναι η σφυρηλάτηση της ουκρανικής εθνικής ταυτότητας, ex negativo προς την εχθρική Ρωσία. Η γκρίζα ζώνη στην οποία εντοπίζονταν πολλοί πολίτες της Ουκρανίας με επάλληλες εθνικές ταυτότητες (ουκρανική και ρωσική, είτε λόγω ιδεολογίας είτε λόγω μεικτών γάμων) μοιάζει να έχει εκμηδενιστεί.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γιουβάλ Νώε Χαράρι, «τα έθνη τελικά χτίζονται πάνω σε ιστορίες. Κάθε μέρα που περνά προσθέτει περισσότερες ιστορίες που θα διηγούνται οι Ουκρανοί, όχι μόνο στις σκοτεινές μέρες που έρχονται, αλλά στις δεκαετίες και τις επόμενες γενιές. Ο πρόεδρος που αρνήθηκε να φύγει από την πρωτεύουσα, λέγοντας στις ΗΠΑ ότι χρειάζεται πυρομαχικά και όχι φυγάδευση, οι στρατιώτες από το Φιδονήσι που είπαν σε ένα ρωσικό πολεμικό πλοίο “να γαμ@@@”, οι άμαχοι που προσπάθησαν να σταματήσουν τα ρωσικά τανκς καθισμένοι οκλαδόν στο πέρασμά τους: αυτό είναι το υλικό από το οποίο χτίζονται τα έθνη. Μακροπρόθεσμα, αυτές οι ιστορίες μετρούν περισσότερο από τα τανκς»[24]. Φαίνεται όλο και πιο πιθανό πως ο Βλαντιμίρ Πούτιν οδεύει προς μια ιστορική ήττα, υποστηρίζει ο Γιουβάλ Νώε Χαράρι. «Μπορεί να κερδίσει όλες τις μάχες αλλά να χάσει τον πόλεμο… Όπως έμαθαν οι Αμερικανοί στο Ιράκ και οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν, είναι πολύ πιο εύκολο να κατακτήσεις μια χώρα παρά να την κρατήσεις». Ο ρώσος πρόεδρος υποτίμησε το πώς πολεμούν οι άνθρωποι όταν πρόκειται για την πατρίδα τους.
Αυτήν ακριβώς τη διάσταση, που δείχνει το αδιέξοδο του Πούτιν, επισημαίνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος ο οποίος υποστηρίζει: «Ας υποθέσουμε ότι την κατακτά την Ουκρανία. Είναι μία χώρα με τεράστια έκταση, με έναν πληθυσμό που ανθίσταται, με εθνικό αίσθημα πλέον, με αίσθημα ταυτότητας και υπερηφάνειας, αναζωπυρώνονται πολύ βαθιές και περίεργες ιστορικές μνήμες. Πώς θα τη διαχειριστεί τη χώρα αυτή; Και μόνον η κατοχή της είναι ένα τεράστιο, δυσβάστακτο οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα. Και μιλάμε για μια νέα κατάσταση, δεν πρόκειται αυτό να τελειώσει σήμερα-αύριο, μιλάμε για μια νέα φάση της ιστορίας… Εγώ σας λέω ότι επιτυγχάνει –η Ρωσία– τους στόχους και ότι σταματά ή κάμπτεται η αντίσταση και ότι έχει τον έλεγχο των πόλεων. Πώς θα ελέγξεις όλη αυτή την τεράστια επικράτεια, πώς θα ελέγξεις εστίες αντίστασης οι οποίες δεν έχουν τακτικό χαρακτήρα; Δεύτερον, αντιλαμβάνεστε ότι η σκέψη πως θα έφευγε ο Πρόεδρος Ζελένσκι και θα έβαζαν μία κυβέρνηση ρωσόφιλη υπό τον απόλυτο έλεγχό τους, για παράδειγμα μία επιστροφή του Προέδρου Γιανουκόβιτς, δεν είναι πια εφικτή, κατά τη γνώμη μου, διότι δεν θα αναγνωρισθεί διεθνώς, δεν νομίζω ότι μπορεί να επανέλθει η Ουκρανία»[25].
Η δεύτερη είναι ο τεράστιος κίνδυνος κατάρρευσης της ρωσικής οικονομίας. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν υποστηρίζει ότι «ο Πούτιν τρέφει αυταπάτες μεγαλείου αλλά η χώρα του είναι ακόμη πιο αδύναμη απ’ ό,τι έχουν αντιληφθεί οι περισσότεροι. Η οικονομία της είναι λίαν ευάλωτη στις κυρώσεις που προκαλούν αναταράξεις σε αυτό το εμπόριο, όπως φάνηκε και από τον καταποντισμό του ρουβλίου και τις προσπάθειες να μπει φρένο στη φυγή κεφαλαίων. Η χώρα του «αποκαλύπτεται πλέον ως “υπερδύναμη Ποτέμκιν” με πολύ λιγότερη πραγματική ισχύ απ’ όσο δείχνει»[26].
Η τρίτη είναι η ευρωπαϊκή αντίδραση, την οποία έχουμε περιγράψει ανωτέρω. Όπως υποστηρίζει ο Παύλος Τσίμας, «δεν εκτίμησε, προπάντων, την πιθανότητα το Βερολίνο να κάνει, ξαφνικά, μια ιστορικών διαστάσεων στροφή, να θρυματίσει τα δύο ισχυρότερα μεταπολεμικά γερμανικά ταμπού: Να εξαγγείλει, για πρώτη φορά από το 1945, μια θεαματική αύξηση αμυντικών δαπανών και να συμπέσει με την πολιτική Μακρόν για “αμυντική αυτονομία” της Ευρώπης. Και να εγκαταλείψει, με διακομματική συναίνεση μάλιστα, την παραδοσιακή, από τα χρόνια του Μπίσμαρκ, γερμανική “οστ-πολιτίκ”, την ειδική σχέση με τη Ρωσία, και να προσυπογράψει κυρώσεις που όλοι προεξοφλούσαν ότι το Βερολίνο θα έκανε τα πάντα για να μπλοκάρει»[27].
Το επιχείρημα συνόψισε σε τηλεοπτική συνέντευξή του ο Στέλιος Ράμφος: «Ο Πούτιν έχει χάσει, ό,τι κι αν συμβεί από δω και πέρα. Ακόμα και να τους λιώσει αύριο, θα έχει χάσει. Γιατί; Γιατί έχει αφυπνιστεί η Δύση».
Τέταρτη απώλεια για τον Πούτιν είναι η νεκρανάσταση του ΝΑΤΟ.
Όπως υποστηρίζει ο Γιάννης Πρετεντέρης, «καλά πάει του Πούτιν έως τώρα. Μέσα σε πέντε μέρες εισβολής στην Ουκρανία κατάφερε:
– Να ανοίξει την αγκαλιά της Δύσης και της Ευρώπης στην Ουκρανία – αυτό ακριβώς που ο Πούτιν δεν ήθελε... Εγώ ο ίδιος αναρωτιόμουν εδώ πριν από δεκαπέντε μέρες “τι δουλειά έχει το ΝΑΤΟ στην Ουκρανία;” Άντε τώρα να της αρνηθείς το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση!
– Να καταστήσει μονόδρομο το ΝΑΤΟ ακόμη και για χώρες που δεν θεωρούσαν τη Ρωσία απαραιτήτως απειλή αλλά τώρα τη θεωρούν, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία»[28].
Υπάρχει μια σειρά από επιπρόσθετες παράπλευρες απώλειες της ρωσικής εισβολής που καταγράφονται στα κείμενα στα οποία παραπέμπουμε. Αξίζει τον κόπο να τις αναζητήσει κανείς για μια πληρέστερη ενημέρωση. Δεν αναλύονται στο παρόν κείμενο για λόγους οικονομίας.
Κοινωνία και Εκκλησία
Παράλληλα με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, ο Πούτιν συνεχίζει να έχει ισχυρά χαρτιά στα χέρια του, πέρα από τη στρατιωτική υπεροπλία.
Πρόκειται για την ιδεολογική ηγεμονία στη ρωσική κοινωνία, στη βάση ενός ακραίου υπερεθνικισμού, και για την ολόπλευρη υποστήριξη από τη ρωσική Εκκλησία. Αυτό το δίπολο υποστήριξης κοινωνίας και Εκκλησίας τον καθιστά πανίσχυρο στο εσωτερικό της χώρας του, παρά τις κάποιες ρωγμές που έχουν εμφανιστεί τόσο σε κοινωνικό όσο και σε εκκλησιαστικό επίπεδο.
Για τις αντιλήψεις που ηγεμονεύουν στη ρωσική κοινωνία, η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς διαπιστώνει, στη συνέντευξη που προαναφέραμε, ότι «μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι άνθρωποι δεν ήξεραν πώς να δώσουν ζωή στη δημοκρατία. Είχαμε την αποφασιστικότητα, αλλά δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα για το πώς να το κάνουμε, πώς να είμαστε ελεύθεροι. Δεν είχαμε την κατάλληλη πολιτική κουλτούρα».
Οι διαπιστώσεις αυτές είναι ακόμα πιο έντονες στο σημαντικό βιβλίο της, Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου:
Όλα αυτά τα χρόνια που έλειπα, οι φίλοι μου τα πέρασαν μέσα σε μια ευφορία: η επανάσταση είχε πετύχει! Ο κομμουνισμός είχε πέσει! Για κάποιο λόγο ήταν όλοι πεπεισμένοι πως όλα θα πήγαιναν καλά, επειδή στη Ρωσία υπήρχαν πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι. Επειδή η Ρωσία ήταν μια πάμπλουτη χώρα. Αλλά και το Μεξικό πλούσιο είναι… Δεν αγοράζεται όμως η δημοκρατία με αέριο και πετρέλαιο, δεν την εισάγεις όπως τις μπανάνες και την ελβετική σοκολάτα. Δεν την επιβάλλεις με προεδρικό διάταγμα… Χρειάζονται ελεύθεροι άνθρωποι και αυτοί έλειπαν. Και τώρα λείπουν. Στην Ευρώπη των τελευταίων διακοσίων χρόνων τη δημοκρατία τη φροντίζουν με την προσοχή που φροντίζουν το γκαζόν[29].
Για το ρόλο της Εκκλησίας, είναι χαρακτηριστικές οι διαπιστώσεις της Άννα Πολιτόφσκαγια, της δημοσιογράφου που δολοφονήθηκε από όργανα του καθεστώτος Πούτιν:
Ο Πούτιν έδωσε εντολή στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία να εξειδικεύσει αυτό για το οποίο μιλούσε στην ομιλία του προς την Ομοσπονδιακή Συνέλευση, να αντικαταστήσει τη «δυτική» υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την «Ορθόδοξη» υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Προκειμένου να αποδείξει για άλλη μια φορά την αφοσίωσή της στις αρχές, και σε αντάλλαγμα για το ότι έγινε η κύρια κρατική θρησκεία υπό τον Πούτιν, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία συμφώνησε. Ο μητροπολίτης Κύριλλος εκφώνησε μια βαθιά συναισθηματική ομιλία για την ανάγκη να βρεθούν νέοι ηγέτες για το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων «που να αγαπούν τη χώρα μας». Φαίνεται να μην έχει ιδέα ότι «η εξεύρεση νέων ηγετών για το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» είναι απλώς αδύνατη. Είτε υπάρχουν, γεννημένοι από την ίδια τη ζωή, είτε δεν υπάρχουν[30].
Αντιμετωπίζοντας την τυραννία
Επιχειρήσαμε στο κείμενο αυτό να σκιαγραφήσουμε τις ιδεολογικές παραμέτρους του καθεστώτος και το ιδεοσύστημα του ρώσου Προέδρου. Εντοπίσαμε το ατελέσφορο της «ρεαλιστικής πολιτικής» και την ανάγκη για μια νέα ιδεολογική στρατηγική. Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε τα βασικά στοιχεία μιας άλλης πολιτικής.
Ξεκινούμε από τη διαπίστωση, που είναι πλέον πασιφανής, ότι ο Πούτιν εχθρεύεται βαθιά, κυτταρικά, τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Δεν το κρύβει, δεν κρατά καν τα προσχήματα. Σε συνέντευξη που έδωσε στις 27 Ιουνίου 2019, στους Financial Times, υποστήριξε ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι «ξεπερασμένη». Με τα δικά του λόγια:
Αυτή η φιλελεύθερη ιδέα προϋποθέτει ότι δεν χρειάζεται να γίνει τίποτα. Ότι οι μετανάστες μπορούν να σκοτώνουν, να λεηλατούν και να βιάζουν ατιμώρητοι, επειδή τα δικαιώματά τους ως μετανάστες πρέπει να προστατεύονται... Κάθε έγκλημα πρέπει να έχει την τιμωρία του. Η φιλελεύθερη ιδέα έχει ξεπεραστεί. Έχει έρθει σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού[31].
Μια άλλη πολιτική απέναντι στον Πούτιν και τους κάθε είδους δικτάτορες δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει ένα ισχυρό ΝΑΤΟ, μια ενωμένη Ευρώπη, με ενιαία εξωτερική πολιτική και ευρωπαϊκό στρατό. Το πρόταγμα μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης είναι πλέον στο τραπέζι. Λίγες εβδομάδες πριν, αυτό θα ακουγόταν ουτοπικό και μη ρεαλιστικό. Όμως, τώρα πολλά έχουν αλλάξει. Η Ευρώπη αφυπνίστηκε μπροστά στην επιστροφή της βαρβαρότητας και αντέδρασε αστραπιαία, για τα δικά της δεδομένα. Είχε προηγηθεί η επιτυχημένη παρέμβασή της στην οικονομική κρίση και την πανδημία. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι.
Ενωμένη Ευρώπη, με το δικό της στρατό, με ισχυρό ΝΑΤΟ είναι η απάντηση στους βαρβάρους που ονειρεύονται την ανασύσταση αυτοκρατοριών.
Είναι καιρός να υπερασπιστούμε δυναμικά τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι εχθροί της πρέπει να συντριβούν. Το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο πρέπει να ηγεμονεύσει σε ολόκληρο τον πλανήτη, όχι ως εξαγωγή δημοκρατίας αλλά ως παράδειγμα προς μίμηση. Ιστορικά, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες πάντα νικούσαν στην αναμέτρηση με τους ολοκληρωτισμούς. Το ζήσαμε στον 20ό αιώνα με τη νίκη επί του φασισμού και του κομμουνισμού. Πρέπει να σταματήσουν οι ψευδαισθήσεις της «ρεαλιστικής» σχολής σκέψης ότι μόνο με την οικονομική πρόοδο εξασφαλίζεται η ειρηνική συνύπαρξη. Οι δικτάτορες δεν καταλαβαίνουν τίποτα απ’ όλα αυτά, τα έχουν γραμμένα στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Το μόνο που αντιλαμβάνονται είναι η γλώσσα της ισχύος. Ο κύβος ερρίφθη, έχουμε πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα. Να είμαστε προετοιμασμένοι ότι μια τέτοια πολιτική συνεπάγεται και κάποιες θυσίες στον τρόπο ζωής μας. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αναδεχτούμε το τίμημα.
Για να γίνουν όλα αυτά, χρειάζεται να θυμηθούμε και πάλι την έννοια της μαχόμενης δημοκρατίας[32]. Μιας δημοκρατίας που αγωνίζεται ειρηνικά, αν χρειαστεί ακόμα και με τα όπλα, στο εσωτερικό της αλλά και στο εξωτερικό, για τα ιδανικά της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ισότητας, της προστασίας των δικαιωμάτων, της διαφορετικότητας, του σεβασμού του αυτοπροσδιορισμού.
Οι επισημάνσεις αυτές έχουν ένα ιδιαίτερο βάρος για την Ελλάδα, που είναι σε μεγάλο βαθμό δέσμια μιας δυσεξήγητης πουτινολατρίας. Όσο γράφω αυτές τις γραμμές περνούν από τα μάτια μου οι εικόνες από τις τεράστιες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά της ρωσικής εισβολής, σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Αλλά γι’ αυτά ίσως χρειαστεί ένα άλλο κείμενο.
[1] https://www.ertnews.gr/eidiseis/diethni/kosmos/ola-ta-stoicheia-syntrechoyn-gia-mia-sfodri-epithesi-tis-rosias-symfona-me-ton-gallo-ypex/
[2] https://www.iefimerida.gr/kosmos/poytin-den-theloyme-polemo-stin-eyropi-solts-elpida
[3] https://bookpress.gr/sinenteuxeis/xenoi/15059-stin-anatoliki-evropi-oloi-prepei-na-fovoyntai-ton-poytin-xerta-miler-kai-svetlana-aleksievits-miloyn-gia-tin-krisi-stin-oukrania
[4] Anne Applebaum, ‘The Impossible Suddenly Became Possible When Russia invaded Ukraine, the West’s assumptions about the world became unsustainable’. The Atlantic, 2 Μαρτίου 2022,
https://www.theatlantic.com/ideas/archive/2022/03/putins-war-dispelled-the-worlds-illusions/623335/
[5] https://www.britannica.com/topic/realpolitik
[6] Γκάρι Κασπάροφ, Έρχεται χειμώνας – Γιατί πρέπει να αντιταχθούμε στον Βλαντιμίρ Πούτιν και στους εχθρούς του ελεύθερου κόσμου, Επίκεντρο, 2018.
[7] Αρκάντι Οστρόφσκι, Η επινόηση της σύγχρονης Ρωσίας – Η διαδρομή από την ελευθερία του Γκορμπατσόφ έως τον πόλεμο του Πούτιν, Επίκεντρο, 2017, σελ. 307-8.
[8] Bill Browder, Red Notice: How I Became Putin’s No. 1 Enemy. Bantam Press, 2015, σελ. 266.
[9] Οστρόφσκι, ό.π., σελ. 302.
[10] Masha Gessen, Βλαντιμίρ Πούτιν: Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο. 2η έκδοση. Εκδόσεις Πατάκη, 2020, σ. 179.
[11] Γιώργος Σιακαντάρης, «Ο Πούτιν αναθεωρεί την Ιστορία», Το Βήμα, 3 Μαρτίου 2022.
[12] Παύλος Τσίμας, «Η ουκρανική ετερογονία των σκοπών», Τα Νέα, 4 Μαρτίου 2022, https://www.tanea.gr/print/2022/03/04/opinions/i-oukraniki-eterogonia-ton-skopon/
[13] Νικόλας Σεβαστάκης, «Τον πόλεμο τον κηρύσσουν και οι ιδέες και όχι μόνο τα υλικά συμφέροντα», Lifo, 28/2/2022,
[14] Ivan Krastev, ‘We Are All Living in Vladimir Putin’s World Now’, 27/2/2022,
[15] https://www.iefimerida.gr/kosmos/amerikanida-eidikos-poytin-pisteyei-einai-san-tsaroys
[16] Jonathan Steele, “Understanding Putin’s narrative about Ukraine is the master key to this crisis”, The Guardian, 23 Φεβρουαρίου 2022, https://www.theguardian.com/commentisfree/2022/feb/23/putin-narrative-ukraine-master-key-crisis-nato-expansionism-frozen-conflict
[17] R. Zuzowski, “Nationalism and Marxism in Eastern Europe”, Politikon 33 (1), 2006, σελ. 71-80.
[18] P. H. Merkl, “Why are they so strong now? Comparative reflections on the revival of the radical right in Europe”, στο P. H. Merkl & L. Weinberg (επιμ.), The revival of right-wing extremism in the nineties, London: Cass, 1997, σελ. 17-46.
[19] Αξίζει τον κόπο να δει κανείς μια εξαιρετική συζήτηση για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανάμεσα στους Yuval Noah Harari, Timothy Snyder και Anne Applebaum,
[20] Anne Applebaum, “The Reason Putin Would Risk War. He is threatening to invade Ukraine because he wants democracy to fail—and not just in that country”, The Atlantic, 3 Φεβρουαρίου 2022, https://www.theatlantic.com/ideas/archive/2022/02/putin-ukraine-democracy/621465/
[21] Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, «Από τη “Ρωσία-νησί” στη “Ρωσία-οχυρό”», Τα Νέα, 1 Μαρτίου 2022.
[22] Δημήτρης Σωτηρόπουλος, «Οι φιλοφασιστικές ιδέες που διαμόρφωσαν τον Πούτιν. Ο θεωρητικός του Ρώσου προέδρου Ιβάν Ίλιν και η ολοκληρωτική αντίληψη περί κράτους», Lifo, 3 Μαρτίου 2022,
[23] Vladimir Sorokin, “Vladimir Putin sits atop a crumbling pyramid of power”, The Guardian, 27 Φεβρουαρίου 2022, https://ru-sorokin.livejournal.com/565737.html
[24] Yuval Noah Harari, “Why Vladimir Putin has already lost this war”. The Guardian, 28 Φεβρουαρίου 2022, https://www.theguardian.com/commentisfree/2022/feb/28/vladimir-putin-war-russia-ukraine
[25] Συνέντευξη στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ στην εκπομπή του Παύλου Τσίμα, 2 Μαρτίου 2022,
https://vimeo.com/683746260?fbclid=IwAR1DDsyhsW9v0ledWwv064jdlViTFiIXEt1hJVT7LkLlt2-me_e1Ba9Uj1Y
[26] Paul Krugman, “Russia Is a Potemkin Superpower”, New York Times, 28 Φεβρουαρίου 2022, https://www.nytimes.com/2022/02/28/opinion/putin-military-sanctions-weakness.html
[27] Τσίμας Παύλος, όπ. παρ.
[28] Γιάννης Κ. Πρετεντέρης, «Κέρδη», Τα Νέα, 1 Μαρτίου 2022, https://www.tanea.gr/print/2022/03/01/opinions/kerdicr/
[29] Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου. Πατάκη, 2016, σελ. 558.
[30] Anna Politkovskaya, A Russian Diary. Vintage Books, 2008, σελ. 124.
[31] “Vladimir Putin says liberalism has ‘become obsolete’ - In an exclusive interview with the FT, the Russian president trumpets growth of national populism”, Financial Times, 27 Ιουνίου 2019, https://www.ft.com/content/670039ec-98f3-11e9-9573-ee5cbb98ed36?fbclid=IwAR38GAZIopiOz8z4l8aqkUk-Kg_mpGqpZzE1cEXBG3erCcz9A3nNaejEcu4
[32] Για τις διαφορές ανάμεσα στη μαχόμενη και τη διαδικαστική δημοκρατία, δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Η υπονόμευση της Δημοκρατίας 2015-2017, Επίκεντρο, 2020, σελ. 105-7.