Σύνδεση με την Ελληνική Επανάσταση
Η διασπορά και η οικονομική εξαθλίωση των Σουλιωτών θα ανακοπούν το 1820, όταν θα εμπλακούν στη σύγκρουση μεταξύ του αποστάτη Αλή πασά των Ιωαννίνων και των σουλτανικών στρατευμάτων, τα οποία έχουν στραφεί εναντίον του.
Τoν Ιούλιο του 1820, ο σουλτάνος εκδίδει φιρμάνι (χάτι σερίφ) με το οποίο κηρύσσει τον Αλή πασά «φιρμανλή», ένοχο δηλαδή εσχάτης προδοσίας και αποστάτη. Ταυτόχρονα, κινεί μεγάλη στρατιωτική δύναμη εναντίον του, με επικεφαλής τον Ισμαήλ πασά, γνωστό και ως Πασόμπεη. Παράλληλα, εκδίδεται άλλη σουλτανική διαταγή, με την οποία καλούνταν όλοι οι μουσουλμάνοι και χριστιανοί υπήκοοι, όσοι είχαν καταδιωχτεί, εξοριστεί και χάσει τις περιουσίες τους από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων, να προσχωρήσουν στα σουλτανικά στρατεύματα με αντάλλαγμα την απόδοση των περιουσιών και των χωριών τους. Από τους πρώτους που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα ήταν οι Σουλιώτες της Κέρκυρας.
Ο Ισμαήλ Πασάς δέχθηκε, καταρχάς, με ευμένεια το αίτημά τους. Ωστόσο, φοβούμενος την επιστροφή των επίφοβων Σουλιωτών πολεμιστών στον φυσικά οχυρό τόπο τους, το Σούλι, δεν θα τηρήσει την υπόσχεσή του απέναντί τους και, κωλυσιεργώντας, δεν θα τους επιτρέψει την επάνοδο στον τόπο τους.
Στο σουλτανικό στρατόπεδο των Ιωαννίνων έχει προσχωρήσει και ο Μάρκος Μπότσαρης, καθώς και όσοι Σουλιώτες ήταν διεσπαρμένοι στην Ήπειρο. Μετά από τέσσερις μήνες παραμονής τους στο στρατόπεδο, συνειδητοποιώντας ότι οι υποσχέσεις του Ισμαήλ πασά δεν τηρούνται, αποφασίζουν να αλλάξουν στρατόπεδο. Στα τέλη Νοεμβρίου 1820, αρχίζουν μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Αλή πασά. Οι Σουλιώτες θέτουν ως αδιαπραγμάτευτο όρο για μια ενδεχόμενη συμφωνία με τον Αλή την επιστροφή και εγκατάσταση στον τόπο τους. Σε ανταπόδοση, δεσμεύονταν να συμπράξουν με τον Αλή εναντίον των σουλτανικών στρατευμάτων. Στρατηγικός στόχος τους, η λύση της πολιορκίας και η απελευθέρωση του πασά. Έτσι, μια «ανίερη» συμμαχία συνομολογείται μεταξύ των δύο πρώην άσπονδων εχθρών, τους οποίους επί δύο σχεδόν δεκαετίες χώριζε αβυσσαλέο μίσος, ποταμοί αίματος και η απώλεια μιας πατρίδας. Μπροστά στον έσχατο κίνδυνο και την αμείλικτη πραγματικότητα και οι δύο πλευρές υιοθετούν μια ρεαλιστική πολιτική.
Οι Σουλιώτες επανερχόμενοι στον τόπο τους έχουν πλήρη επίγνωση ότι αυτό που κάποτε έχασαν δεν πρέπει και δεν οφείλουν να το ξαναχάσουν. Ο Μάρκος Μπότσαρης ενστερνίζεται πλήρως αυτή την επιλογή. Ο Μάρκος θέλει οι Σουλιώτες να κρατήσουν το Σούλι. Η μοναδική, προς το παρόν, στρατηγική για την εξυπηρέτηση αυτού του στόχου έπρεπε να αποβλέπει στη λύση της πολιορκίας του Αλή πασά και την απελευθέρωσή του. Προς ενίσχυση αυτού του σκοπού είχαν καταφθάσει άλλωστε στο Σούλι και οι αληπασαλήδες τουρκαλβανοί αγάδες σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας. Από τη λύση της πολιορκίας του Αλή εξαρτάται επίσης και η απελευθέρωση της οικογένειας του Μάρκου καθώς και των υπόλοιπων Σουλιωτών αρχηγών, οι οποίες κρατούνται ως όμηροι στα Ιωάννινα.
Οι Σουλιώτες, εμπλεκόμενοι στην ενδο-οθωμανική σύγκρουση, με μοναδικό κίνητρο την ανάκτηση των βουνών τους, θα συνδεθούν, έτσι, στην αυγή του 1821, με την υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης.
Από τις 24 Φεβρουαρίου 1821 έχει ξεκινήσει ο Αγώνας της Ελληνικής Ανεξαρτησίας υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στη Μολδοβλαχία. Μέσα στον Μάρτιο ξεσπάει η επανάσταση στην Πελοπόννησο και εξαπλώνεται γρήγορα στη Ρούμελη και τα νησιά. Τα νέα μηνύματα θα φέρει στο Σούλι ο Χριστόφορος Περραιβός, ο οποίος φθάνει εκεί στα τέλη Μαρτίου 1821. Ο Φιλικός Περραιβός γνωρίζει τους Σουλιώτες από παλιά, αλλά έχει ζήσει μαζί τους και στα Επτάνησα. Ο Περραιβός θα φθάσει στο Σούλι συνοδευόμενος από τον Σουλιώτη Φωτομάρα, ο οποίος, από το 1820 βρίσκεται στη Μάνη, ενδεχομένως μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Το όνομα Νάσης Φωτομάρας είναι το μοναδικό όνομα Σουλιώτη που περιέχει ο κατάλογος των μελών της Φιλικής Εταιρείας του Φιλήμονος, ενώ απουσιάζει από τον κατάλογο του Σέκερη. Ωστόσο, ούτε ο Μάρκος Μπότσαρης ούτε και οι υπόλοιποι Σουλιώτες φαίνεται να γνωρίζουν την Φιλική Εταιρεία ή το όραμα και τους στόχους του ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Το μόνο που γνωρίζουν είναι η επιθυμία και η εκφρασμένη βούλησή τους να ξανακερδίσουν τον τόπο τους και να παραμείνουν σε αυτόν. Όπως επισημαίνει ο Περραιβός : «Οι Σουλιώται, αγκαλά και έλαβαν τα όπλα εις χείρας οκτώ μήνας προ των άλλων Ελλήνων, δεν είχαν όλως ακόμη τα μεταχειρισθή υπέρ της κοινής του Έθνους ελευθερίας· αλλ’ εν πρώτοις υπέρ του Σουλτάνου κατά του Αλή Πασά και έπειτα υπέρ του Αλή Πασά κατά του Σουλτάνου, ως κατωτέρω ρηθήσεται· διότι δεν ήτο τις εξ αυτών κατηχημένος από την Εταιρείαν, ούτ’ εγνώριζαν έτι τα κινήματα των Εταιριστών, με το να διέτριβαν εις Κορφούς, όπου ο φόβος των Άγγλων και η ένδειά των δεν τους εσυγχωρούσαν να φρονώσι κοινωνικώτερα πράγματα, ειμή μόνον διά την ιδίαν αυτών πατρίδα, το οποίον και επέτυχον…». Για να συνεχίσει παρακάτω: «Εισελθών ο Περραιβός εις το Σούλιον […] δεν ετόλμησε να εκφρασθή παρρησία τα περί του έθνους πράγματα, αλλά κατά μέρος και εις τους σημαντικοτέρους των οικογενειών εξωμολογήθη τον μέγαν σκοπόν του έθνους και τας οποίας σταθεράς ελπίδας τρέφει προς αυτούς» (Χριστ. Περραιβός, Πολεμικά Απομνημονεύματα, Μάχες του Σουλίου και Ανατολικής Ελλάδας 1820-1829, Αθήνα 1997 (ανατύπωση έκδοσης 1836), σ. 25, 34).
Στη δεδομένη συγκυρία, οι στόχοι, τα οράματα και η πολεμική στρατηγική Σουλιωτών και Ελλήνων επαναστατών διαφέρουν ουσιαστικά. Για τους Έλληνες επαναστάτες, η διατήρηση της πολιορκίας του Αλή πασά από τα σουλτανικά στρατεύματα είναι μείζονος και κεφαλαιώδους σημασίας για την εξέλιξη της δικής τους υπόθεσης, καθώς καθηλώνει τα πολυάριθμα σουλτανικά στρατεύματα στην Ήπειρο και τα εμποδίζει να προωθηθούν στη νότια Ελλάδα. Είναι ανάγκη, λοιπόν, να στηριχθεί το κίνημα των Σουλιωτών εναντίον των σουλτανικών στρατευμάτων, όχι όμως με στόχο τη άμεση λύση της πολιορκίας του Αλή πασά, αλλά την παράτασή της, προκειμένου οι ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις να κερδίσουν χρόνο για τη συσπείρωση, την εδραίωση και την επέκταση της επανάστασης στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Φιλικός Περραιβός θα προσπαθήσει να εξυπηρετήσει αυτόν ακριβώς τον στόχο: τη σύνδεση της πολεμικής δράσης των Σουλιωτών και των συμμάχων τους Τουρκαλβανών με τα συμφέροντα του ελληνικού Αγώνα. Θα προσπαθήσει, επίσης, να μην υποπέσουν στην αντίληψη των Τουρκαλβανών αυτά τα σχέδια, αφού το μόνο που ενδιέφερε τους τελευταίους ήταν η λύση της πολιορκίας του Αλή πασά.
Ο νέος αρχιστράτηγος, Χουρσίτ πασάς, είχε άμεση προτεραιότητα τη σύσφιξη του πολιορκητικού κλοιού γύρω από τον Αλή μέσα στα Ιωάννινα. Εκτιμούσε ότι, αν πέσει γρήγορα ο Αλής, όλα τα άλλα αντιμετωπίζονταν. Ο ίδιος ο Αλής, κλεισμένος στο φρούριο των Ιωαννίνων, δεν αρκείται στον αντιπερισπασμό των Σουλιωτών και των Αληπασαλήδων αγάδων. Καταβάλλει λοιπόν έντονες προσπάθειες συνεννόησης με τις νέες αρχές, οι οποίες αναδεικνύονται στο χώρο των επαναστατών, καλώντας ταυτόχρονα σε βοήθεια.
Στις 21 Ιουλίου, αποβιβάζεται στο Μεσολόγγι ο φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, έχοντας σκοπό να γίνει ο ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων και στρατιωτικών εξελίξεων στην περιοχή. Ο Μαυροκορδάτος έρχεται σε επαφή με τον απεσταλμένο του Αλή πασά, Αλέξη Νούτσο, που μεταφέρει προτάσεις του Αλή για σύμπραξη εναντίον των σουλτανικών στρατευμάτων. Ο Μαυροκορδάτος αποφασίζει τη συνεργασία με τον Αλή, προκειμένου να ενωθούν, εκατέρωθεν, οι δυνάμεις εναντίον των σουλτανικών. Τα πρώτα βήματα έχουν, άλλωστε, γίνει με τη συνεργασία του Μάρκου Μπότσαρη, από τις αρχές του καλοκαιριού, με τους οπλαρχηγούς της δυτικής Στερεάς.
Οι κινήσεις αυτές κατέληξαν στην υπογραφή, την 1η Σεπτεμβρίου 1821, στο Πέτα, της συνθήκης μεταξύ Σουλιωτών, Αλβανών αγάδων και Ακαρνάνων. Το κείμενο υπογράφουν οι αληπασαλήδες Τουρκαλβανοί μπέηδες, οι Σουλιώτες αρχηγοί, με πρώτο τον Νότη Μπότσαρη, και οι Ακαρνάνες οπλαρχηγοί (Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, Ακαδημία Αθηνών, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, εν Αθήναις 1963-1971, τ. Ε΄, τχ. Ι, αρ. 42, σ. 61-62).
Ο Αλής στηρίζει όλες τις ελπίδες του για την άμεση λύση της πολιορκίας στα Ιωάννινα στην εκστρατεία εναντίον της Άρτας. Η κατάληψη της πόλης είναι μείζονος σημασίας για τον Αλή, τους αλβανούς αγάδες και τους Σουλιώτες αλλά και για τον Μαυροκορδάτο και τους ακαρνάνες οπλαρχηγούς, η κάθε πλευρά για διαφορετικούς δικούς της λόγους. Ωστόσο, ο Μαυροκορδάτος προωθεί ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας τη σύγκληση συνέλευσης στο Μεσολόγγι για την ψήφιση κεντρικού συστήματος διακυβέρνησης. Στις 21 Οκτωβρίου στέλνει, με γραπτές οδηγίες, τον στενό συνεργάτη του, Γ. Πραΐδη, στο Βραχώρι (Αγρίνιο), προκειμένου να συζητήσει τη σχεδιαζόμενη συνέλευση με τους προκρίτους και οπλαρχηγούς. Το ζήτημα είναι αρκούντως λεπτό. Μόλις είχε υπογραφεί η ελληνοαλβανική συμμαχία και οι ακαρνάνες πρόκριτοι και οπλαρχηγοί δεν αγνοούσαν ότι η επικράτηση της επανάστασης στον τόπο τους συνδέεται άμεσα με την έκβαση της οθωμανικής επίθεσης εναντίον του Αλή. Ο Πραΐδης έπρεπε να τους πείσει ότι, χωρίς να αμελήσουν την εκστρατεία εναντίον της Άρτας, έπρεπε να ασχοληθούν, συγχρόνως, με την υπόθεση της συνέλευσης, στην οποία θα ψηφιζόταν ένα σύστημα διακυβέρνησης «διότι άνευ αυτού ούτε έθνος λογιζόμεθα, ούτε αναγνωριζόμεθα από τας άλλας δυνάμεις, ούτε δάνεια ευρίσκομεν, ούτε πρεσβείας ημπορούμεν να στείλωμεν εις το κογκρέσσον, οπού συγκροτείται εις Βιέννην». Ο Μαυροκορδάτος τονίζει στον Πραΐδη να είναι πολύ προσεκτικός μαζί τους και να μην τους μιλήσει εναντίον του Αλή πασά. Ο Μαυροκορδάτος ήταν, επίσης, πολύ επιφυλακτικός απέναντι στους Σουλιώτες. Γνώριζε ότι για τους Σουλιώτες αυτό που προείχε ήταν η εδραίωση στον τόπο τους, το Σούλι. Ήταν μάλιστα ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στον Μάρκο Μπότσαρη (Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, στο ίδιο, τχ. Ι, αρ. 47, σ. 66).
Η στιγμή ήταν, χωρίς αμφιβολία, δύσκολη. Επρόκειτο, στην ουσία, για τη μύηση των αυτόνομων και αυτεξούσιων αλβανόφωνων Σουλιωτών στους στόχους και τα οράματα μιας εθνικής ελληνικής υπόθεσης, η οποία δεν ήταν ακόμη δική τους. Ο Μαυροκορδάτος τόνισε στον Πραΐδη να μην αποκαλύψει τίποτα στους Σουλιώτες και τους αγάδες. Φαίνεται ότι ο Πραΐδης χειρίστηκε με επιδεξιότητα την υπόθεση, αφού, στις 29 Οκτωβρίου, συγκεντρώνονται στο Πέτα οι σουλιώτες καπετάνιοι, οι αλβανοί αληπασαλήδες αγάδες και οι οπλαρχηγοί της Ακαρνανίας με σκοπό την εκλογή αντιπροσώπων τους για τη συνέλευση που θα συγκληθεί στο Μεσολόγγι. Εκεί ανανεώνουν τους όρκους φιλίας και συμμαχίας και στέλνουν επιστολή προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο: « […] διά να λείψη εις το εξής η ακαταστασία και η ασυμφωνία, όλοι μας Τούρκοι και Ρωμαίοι, οι κάτωθεν σημειωμένοι και πάντες οι μεθ’ ημών εδέθημεν πρώτον με τον αδιάλυτον δεσμόν της αδελφότητος […] και διαφορά άλλη να μην είναι εν τω μέσω μας, παρά μόνον εκείνη της θρησκείας, τα δε άλλα πάντα να είναι όμοια και ίσα τόσον διά Τούρκους ωσάν και διά Χριστιανούς (στο ίδιο, τχ. Ι, αρ. 57, σ. 75-76).
Μέσα από αυτές τις διαδικασίες, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, επιτεύχθηκε η συνεργασία των δύο πλευρών. Οι σουλιώτες και οι αλβανοί αγάδες αποδέχτηκαν την κεντρική εξουσία που συγκροτήθηκε στο Μεσολόγγι, έναντι της βοήθειας που θα πρόσφεραν οι επαναστατικές δυνάμεις στην υπόθεση της Άρτας.
Η Άρτα ήταν μεγάλο στρατιωτικό-διοικητικό κέντρο και επείχε θέση κόμβου στην επικοινωνία με τα Ιωάννινα. Δεν ήταν δυνατόν να την αφήσει ο Χουρσίτ στα χέρια των εξεγερμένων Ελλήνων και των συμμάχων του Αλή. Κρίνει ότι άμεσης προτεραιότητας ζήτημα είναι η διάλυση της ελληνοαλβανικής συμμαχίας, η οποία είχε ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων στα νώτα του. Για τον σκοπό αυτό στέλνει τον, επίσης Αλβανό, Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος έρχεται σε μυστικές διαπραγματεύσεις με όλους τους συντελεστές της συμμαχίας, καλώντας τους να προσκυνήσουν, έναντι ανταλλαγμάτων. Στα μέσα Δεκεμβρίου, ο ευφυής Άγος Μουχουρδάρης προσχωρεί πρώτος στη σουλτανική παράταξη και καλεί τους υπόλοιπους αγάδες να τον ακολουθήσουν. Ο Άγος έχει προ πολλού συνειδητοποιήσει ότι ούτε ο αγώνας των Ελλήνων ούτε αυτός των Σουλιωτών ήταν ο δικός τους αγώνας. Ήταν εμφανές ότι οι Έλληνες δεν μάχονταν για την απελευθέρωση του Αλή πασά, αλλά για τη δική τους απελευθέρωση και ανεξαρτησία. Αυτά που είδαν, επίσης, οι αλβανοί αγάδες στο δρόμο από το Μακρυνόρος έως το Μεσολόγγι, αλλά και μέσα στην πόλη, όπου οι μιναρέδες είχαν κατεδαφιστεί και οι σημαίες του ελληνικού αγώνα κυμάτιζαν παντού, προσέβαλλαν τη μουσουλμανική πίστη τους, ενεργοποιώντας το πρώτο κίνητρο για την αναίρεση των όρκων που είχαν δοθεί στη συνέλευση της 29ης Οκτωβρίου, και είχαν αποτυπωθεί με τη φράση «διαφορά άλλη να μην είναι εν τω μέσω μας, παρά μόνον εκείνη της θρησκείας». Έτσι, λόγοι θρησκευτικοί και πολιτικοί ωθούν τους αλβανούς αγάδες να επιλέξουν την επιστροφή τους στο Δοβλέτι, την υποταγή τους στον Χουρσίτ πασά και στον Σουλτάνο και τη διάλυση της συμμαχίας με τους άπιστους και τους αποστάτες της βασιλείας.
Χωρίς αντιπερισπασμούς πλέον, ο αρχιστράτηγος Χουρσίτ περισφίγγει τον κλοιό γύρω από τον αποστάτη πασά, ο οποίος συλλαμβάνεται τελικά στις 20 (ή 25) Ιανουαρίου 1822 και την ίδια ημέρα αποκεφαλίζεται. Με το θάνατο του Αλή έρχονται στα χέρια του Χουρσίτ και όλοι οι σουλιώτες όμηροι μαζί με την οικογένεια του Μάρκου, την οποία για ασφάλεια ο Χουρσίτ στέλνει στη Λάρισα. Μετά την πτώση του Αλή, όλη η Ήπειρος υποτάσσεται. Ο αρχιστράτηγος αποφασίζει, πριν περάσει στη Θεσσαλία, να εξουδετερώσει ένα άλλο κέντρο αποστασίας: το πολεμικό Σούλι, διπλά άπιστο, αφού μέχρι τότε ήταν σύμμαχο με τον αποστάτη Αλή και τώρα σε συμμαχία με τις ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις.
Οι Σουλιώτες συνειδητοποιούν ότι η μόνη αναμενόμενη βοήθεια θα προέλθει από την επαναστατημένη Ελλάδα και την κυβέρνησή της. Στις 15 Ιανουαρίου 1822, με θέσπισμα της Εθνικής Συνέλευσης. εκλέχτηκε πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο τελευταίος, σε μια προσπάθεια να δεσμεύσει τους εμπειροπόλεμους Σουλιώτες στην εθνική υπόθεση, ορίζει ως Μινίστρο Πολέμου τον Νότη Μπότσαρη. Όμως, ο γηραιός Νότης προτιμά να είναι αρχηγός πολέμου στον δικό του τόπο, το Σούλι, το οποίο απειλείται πλέον άμεσα από τον Χουρσίτ.
Μάρκος Μπότσαρης
Ωστόσο, ένας άλλος Μπότσαρης, ο ανιψιός του Νότη, ο Μάρκος, θα έλθει στο προσκήνιο, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του συνδετικού κρίκου με τη νέα κατάσταση πραγμάτων στην επαναστατημένη Ελλάδα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Μάρκος δεν ακολούθησε τους υπόλοιπους Σουλιώτες στην ανασύνταξή τους στα βουνά του Σουλίου. Παρέμεινε στην επαναστατημένη Ελλάδα, διότι αυτή τη φορά αποβλέπει σε κοινή επιχείρηση Σουλιωτών και επαναστατικών δυνάμεων εναντίον του Χουρσίτ πασά. Βέβαια, εξίσου σημαντικός λόγος είναι η τύχη της οικογένειάς του, η οποία βρίσκεται τώρα αιχμάλωτη στα χέρια του Χουρσίτ. Έχει μάθει ότι στην Κόρινθο, όπου έχει μεταφέρει τις εργασίες της η Διοίκηση, έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή ελλήνων αιχμαλώτων με τα χαρέμια του Χουρσίτ, τα οποία αιχμαλωτίστηκαν στην άλωση της Τριπολιτσάς. Προσδοκά, λοιπόν, συμμετοχή και της δικής του οικογένειας στην ανταλλαγή.
Από τις αρχές Μαΐου, ο Μάρκος Μπότσαρης αφοσιώνεται στην εξασφάλιση της διάσωσης του Σουλίου. Με μια κρίσιμη διαφορά. Την υπόθεση του Σουλίου την εντάσσει, πλέον, μέσα στην υπόθεση της ελληνικής επανάστασης και ζητάει την κατοχύρωσή της από τις επαναστατικές διοικητικές αρχές. Έτσι, εγκρίνεται η ένταξη των σουλιωτών ενόπλων στις στρατιωτικές δυνάμεις της Διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας, ενώ ο Μάρκος Μπότσαρης, σταθμίζοντας τα νέα δεδομένα, θα επιχειρήσει να συσφίξει τις σχέσεις του με τον Μαυροκορδάτο, εκπρόσωπο της Διοίκησης στη δυτική Ελλάδα.
Στις 15 Μαΐου 1822, στράτευμα του Χουρσίτ αποτελούμενο από δεκαπέντε χιλιάδες άνδρες και τους Τσάμηδες αγάδες ανεβαίνει προς το Σούλι. Οι σουλιώτες πολεμιστές, περίπου δύο χιλιάδες μαζί με τους ενόπλους από τα γύρω χωριά, έχουν ήδη αναπτυχθεί και ταμπουρωθεί στα επιλεγμένα σημεία άμυνάς τους, που είναι τα περάσματα προς τα τέσσερα σουλιοτοχώρια. Τα γεγονότα εξελίσσονται με εξαιρετική ταχύτητα και τραχύτητα. Ωστόσο, η επίθεση μεγάλης και οργανωμένης στρατιωτικής δύναμης στο ορεινό Σούλι θα αποδειχθεί αναποτελεσματική, όπως άλλωστε είχε συμβεί το 1792 και το 1803. Ο Χουρσίτ πασάς λαμβάνει, στις 18 Ιουνίου, διαταγή από την Πύλη να αναχωρήσει για την Πελοπόννησο. Αποχωρεί λοιπόν από το Σούλι, αφού οργανώσει πολιορκητικό κλοιό γύρω από την περιοχή, επικεφαλής του οποίου θέτει τον Ομέρ Βρυώνη.
Οι αλλεπάλληλες εκκλήσεις των Σουλιωτών για βοήθεια, αλλά και η γενικότερη κατάσταση στη Στερεά και την Ήπειρο, είχαν πείσει τη Διοίκηση για την αναγκαιότητα της εκστρατείας στη Δυτική Στερεά και την Ήπειρο. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος αναλαμβάνει την αρχηγία της εκστρατείας. Στόχος της επιχείρησης είναι η κατάληψη της Άρτας, η οποία θα επέφερε την άμεση λύση της πολιορκίας του Σουλίου, την ενίσχυση του ελληνικού στρατοπέδου με τις απελευθερωμένες σουλιωτικές δυνάμεις και την απομάκρυνση του κινδύνου της άμεσης καθόδου των οθωμανικών στρατευμάτων για την καταστολή της επανάστασης στη Ρούμελη. Ωστόσο, η επιχείρηση δεν είχε επιτυχή έκβαση αφού, στις 4 Ιουλίου 1822, οι ελληνικές δυνάμεις υφίστανται συντριπτική ήττα στο Πέτα, όπου δέχτηκαν την επίθεση επτά-οκτώ χιλιάδων Οθωμανών και ισχυρών δυνάμεων ιππικού.
Mετά την καταστροφή στο Πέτα, οι Σουλιώτες έχουν «τρυπώσει στα λιθάρια τους», με την πείνα, τον χειρότερο όλων των εχθρών, να τους περιζώνει απειλητικά. Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επιτυχία της εκστρατείας της Άρτας και τον απεγκλωβισμό των Σουλιωτών από τα βουνά τους. Πέρα από την εισφορά της ίδιας της ζωής του, την οποία παρά λίγο να αφήσει στα ταμπούρια της Πλάκας και του Πέτα, γενναία μαχόμενος, είχε δανείσει ακόμη και χρήματα για τη διεξαγωγή της εκστρατείας, επειδή το ταμείο της Διοίκησης ήταν τότε άδειο. Θα καταβάλει επίσης άοκνες και εναγώνιες προσπάθειες για να βρει και να στείλει στο Σούλι τροφές και πολεμοφόδια. Ωστόσο, οι προσπάθειές του είναι απέλπιδες. Αφού το Σούλι δεν μπορεί να σωθεί πρέπει οι Σουλιώτες να επιτύχουν μια συνθηκολόγηση υπό ευνοϊκούς όρους. Ο Μάρκος θα στρέψει πλέον όλες του τις προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση.
Στις 27 Ιουλίου/8 Αυγούστου ο Μάρκος συναντιέται μυστικά στο Μεσολόγγι, στο Βασιλάδι, με τον άγγλο πρόξενο στην Πρέβεζα, Γ. Μέγερ. Όπως αποκαλύπτει ο τελευταίος, στην έκθεσή του της 31ης Ιουλίου/12ης Αυγούστου 1822: «Ο καπετάνιος Μάρκος Μπότσαρης είχε μαζί του περίπου 20 άνδρες. Τον βρήκα απόλυτα συγκεντρωμένο και με το μυαλό του έτοιμο να φτάσει στα άκρα […] Φαινόταν να έχει συλλάβει τρεις ξεχωριστές προτάσεις στο μυαλό του. Όσον αφορά την πρώτη μού έδωσε να καταλάβω ότι ενεργούσε σε συνεννόηση με τον Πρόεδρο Μαυροκορδάτο. Επρόκειτο ουσιαστικά για τα εξής: ʺΌτι εάν η Αγγλία επέκτεινε τώρα την προστασία της στην Ελλάδα, ολόκληρο το έθνος θα έθετε το πεπρωμένο του στα χέρια της και ότι καμία σωτηρία δεν περίμενε το έθνος αν στερείτο την ισχυρή προστασία τηςʺ. Ο καπετάν Μάρκος Μπότσαρης φαινόταν, ωστόσο, να κάνει αυτήν την πρόταση αφηρημένα, και περισσότερο προκειμένου να αποφορτισθεί από αυτό που αισθανόταν γενικά ως υπέρτατο χρέος του απέναντι στο ελληνικό έθνος, παρά ότι απέβλεπε σε κάποιο άμεσο όφελος από την πρόταση αυτή […]. Το αντικείμενο που έμοιαζε να απασχολεί περισσότερο την προσοχή του ήταν η τύχη των συμπατριωτών του, των Σουλιωτών και των γενέθλιων βράχων τους. Προκειμένου να τους σώσει από την επικείμενη καταστροφή εκλιπάρησε για την προστατευτική χείρα της Αγγλίας. Ήλπιζε ότι με τη μεσολάβησή της αυτή η γενναία κοινότητα, τώρα μειωμένη σε περίπου χίλιες ψυχές, θα μπορούσε να σωθεί, αφού τίποτα περαιτέρω δεν μπορούσε να γίνει για την υπεράσπιση του τόπου της. Αυτή ήταν η ουσία της δεύτερης πρότασής του. Παρατήρησε ότι δεν περίμενε πλέον ότι θα ανέβαινε ξανά στο Σούλι […] Αποτυγχάνοντας στις δύο προηγούμενες προτάσεις, παρακάλεσε για τη διαμεσολάβηση της Αγγλίας προκειμένου να επιτευχθεί η απελευθέρωση μερικών μελών της οικογένειάς του που βρίσκονταν τώρα όμηροι στα χέρια του Χουρσίτ πασά, με την άδεια να μεταφερθούν σε κάποια ξένη χώρα» (μ.σ.) (Ε. Πρεβελάκης, Κάλλια Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου (επιμ.), Η Ήπειρος, ο Αλή πασάς και η Ελληνική Επανάσταση, Προξενικές εκθέσεις του William Meyer από την Πρέβεζα, Ακαδημία Αθηνών, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας-12, Αθήνα 1996, τ. Β΄, αρ. 406, σ. 202-203).
Η παράδοση του Σουλίου υπογράφηκε στις 28 Ιουλίου, στο αγγλικό προξενείο της Πρέβεζας, με την εγγύηση του άγγλου προξένου Γ. Μέγερ. Έγινε δεκτό να αποχωρήσουν οι Σουλιώτες με τα όπλα τους και την κινητή τους περιουσία. Στις 28 Ιουλίου, ημέρα της συνθηκολόγησης των Σουλιωτών, αναχώρησε και η οικογένεια του Μάρκου Μπότσαρη για την Αγκόνα. Τον προορισμό της οικογένειας του Μάρκου θα σχολιάσει πικρόχολα ο άγγλος πρόξενος Μέγερ στις 12 Αυγούστου: «Αυτό βέβαια αποτελεί την πιο ισχυρή ένδειξη ότι δεν θεωρεί πλέον [ο Μάρκος Μπότσαρης] κανένα σημείο της Ελλάδας αρκετά ασφαλές για καταφύγιό τους ή άσυλο! Και αν η οικογένεια του καπετάν Μάρκου Μπότσαρη, του αρχηγού των Σουλιωτών, είναι υποχρεωμένη να μεταναστεύσει, ποιος μπορεί να περιμένει ότι θα βρεί κάπου ασφάλεια;» (μ. σ.) (Στο ίδιο, τ. Β΄, αρ. 406, σ. 203).
Τέλος, στις 2 Σεπτεμβρίου 1822, οι Σουλιώτες θα επιβιβασθούν σε επτανησιακά πλοία και θα αναχωρήσουν από τη Σπλάντζα, με κατεύθυνση την Άσσο της Κεφαλονιάς. Δύο σχεδόν χρόνια μετά την επάνοδο στις εστίες τους, αναγκάζονται, για δεύτερη φορά, να ξεριζωθούν από τον τόπο τους. Οριστικά αυτή τη φορά. Ωστόσο, στα έρημα βουνά που άφησαν πίσω τους και στα ερείπια του τόπου της άλλοτε δυναμικής και κάποτε πανίσχυρης παρουσίας τους έμεινε η εδραίωση ενός εξίσου ζωηρού εθνικού μύθου.
Ο Μάρκος Μπότσαρης δεν ακολούθησε τους υπόλοιπους Σουλιώτες και τα μέλη της φάρας του στα Επτάνησα. Στη νέα συγκυρία, βλέπει τους παλαιούς στόχους περί επανάκτησης και επιστροφής στο Σούλι να μην είναι πλέον εφικτοί. Παρέμεινε λοιπόν μόνος στην Ακαρνανία, με τον Μαυροκορδάτο μοναδικό πολιτικό και στρατιωτικό στήριγμά του μέσα στην επαναστατημένη Ελλάδα. Σε αυτή τη συγκυρία, οι σχέσεις του Μάρκου με τον Μαυροκορδάτο γίνονται στενότερες. Τους συνδέει, άλλωστε, μια κοινή ήττα. Ο Μαυροκορδάτος δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τη συντριβή των ελληνικών δυνάμεων στο Πέτα και ο Μάρκος τη συνθηκολόγηση των Σουλιωτών στην Κιάφα. Τους συνδέει και μια κοινή ανάγκη. Να αποτρέψουν την εχθρική προέλαση, σώζοντας τη δυτική Ελλάδα και τις δικές τους στοχεύσεις από την καταστροφή. Τους συνδέουν επιπρόσθετα κοινά και ζωτικά συμφέροντα. Είναι και οι δύο ξένοι στην Ακαρνανία, ετερόχθονες. Δεν έχουν τοπικά ερείσματα, όπως οι ντόπιοι, πρόκριτοι και οπλαρχηγοί, οι οποίοι αντλούν προσωπική πολιτική δύναμη και προσόδους από τις επαρχίες τους. Ο Μαυροκορδάτος, στην εναγώνια πορεία του προς την κεντρική εξουσία, χρειάζεται απαραίτητα ένα τοπικό έρεισμα, για να αντλήσει πολιτική και στρατιωτική ισχύ. Δεν ελέγχει όμως ακόμη τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης, και ιδιαιτέρως τους Βαρνακιώτη, Καραϊσκάκη και Μπακόλα. Ο Μάρκος Μπότσαρης, ευφυής, ικανός, σώφρων άνδρας και γενναίος πολεμιστής, είναι ο κατάλληλος και επαρκής ιμάντας για τον έλεγχο των στρατιωτικών πραγμάτων της περιοχής του.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, μετά την καταστροφή στο Πέτα και την πτώση του Σουλίου, δεν έχει πολλές διεξόδους. Έχει χάσει τον τόπο του, την πατρίδα του, μετά από τον λυσσαλέο αγώνα που έδωσε για να τη διασώσει. Ωστόσο, ο αγώνας αυτός τον συνέδεσε με έναν ευρύτερο τόπο, την Ελλάδα, τους στόχους και τα οράματά της. Έχει ήδη προσφέρει πολλές υπηρεσίες σε αυτή τη νέα πατρίδα και είναι διατεθειμένος να επενδύσει περισσότερα σε αυτήν, για τον ίδιο, τη φάρα του και τους υπόλοιπους Σουλιώτες. Προικισμένος με διορατικό, στρατηγικό νου και οξυδέρκεια, αποφασίζει, στη νέα συγκυρία να γίνει το στήριγμα του Μαυροκορδάτου. Η φιλία του Μάρκου Μπότσαρη με τον Μαυροκορδάτο δεν θα περάσει απαρατήρητη. Γράφει ο συμπολεμιστής και βιογράφος του Μάρκου, Γ. Γαζής: «εις την δόξαν του Μάρκου συνέτρεξαν τέσσερα αίτια: ευγένεια, φρόνησις, ανδρεία και προ πάντων του Μαυροκορδάτου η φιλία, ήτις παντοίοις τρόποις ύψωσε τον έπαινον και την φήμην αυτού παρά πάσιν ανθρώποις» (Γ. Γαζής, Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη, Αίγινα 1828, σ. 90).
Ο Μαυροκορδάτος δεν θα αργήσει να κάνει τις επιλογές του. Από την 1η Οκτωβρίου έχει δώσει εντολή στον αντιπρόεδρο του Εκτελεστικού: «Ο καπετάν Μάρκος Μπότζαρης να ονομασθή στρατηγός από την Διοίκησιν, και να δοθή εις αυτόν η διεύθυνσις όχι μόνον τούτου του σώματος, αλλά και όλων των ενταύθα στρατιωτικών επιχειρημάτων…» (Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Ιστορικόν Αρχείον Αλ. Μαυροκορδάτου, Ακαδημία Αθηνών, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, εν Αθήναις 1963-1971 τ. Ε΄, τχ. ΙΙ, αρ. 317, σ. 357).
Στις 25 Οκτωβρίου, ο Κιουταχής, ο Ομέρ Βρυώνης και ο Ισμαήλ πασάς Πλιάσα φθάνουν έξω από το Μεσολόγγι. Ο στρατηγός Μάρκος θα αναλάβει με επιτυχία την άμυνα του Μεσολογγίου στην πρώτη αυτή πολιορκία, η οποία λύθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1822, όταν ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης αποχώρησαν τελικά στο Βραχώρι.
Την ίδια σχεδόν εποχή οι Σουλιώτες των Επτανήσων θα επιδιώξουν να περάσουν στην «αντίπερα ξηράν», αφού η παραμονή τους στα Επτάνησα δεν τους παρέχει πλέον τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους ούτε έναντι παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών. Καταθέτουν λοιπόν υπόμνημα στην αγγλική διοίκηση προκειμένου να τους επιτραπεί η έξοδος από τα Επτάνησα, στο οποίο τονίζουν: «Επειδή ούτε τέχνας εξεύρομεν, ούτε πραγματείας ιδέαν, αλλ’ ούτε υποστατικά έχομεν διά να ζήσωμεν εδώ εις τας νήσους‧ παρά να απεράσωμεν εις την αντικρύ ξηράν όπου θέλομεν πασχίσει να εύρωμεν καμμίαν τοποθεσίαν, ήτις να είναι ασφαλής και ικανή να θρέψη και ημάς και τας αδυνάτους οικογενείας μας […]. Παρακαλούμεν ακόμη, επειδή εις την αντίπερα ξηράν τρέχουν πόλεμοι και ακαταστασίαι και άνοπλός τις εκεί να περιέλθη κινδυνεύει […] να διατάξετε να μας δοθώσι [τα όπλα μας]» (Χρ. Περραιβός, Πολεμικά Απομνημονεύματα, Αθήνα 1997, σ. 182).
Ήδη από τα Χριστούγεννα του 1822, πριν ακόμη λυθεί η πολιορκία του Μεσολογγίου, είχαν ξεκινήσει οι πρώτες ενέργειες για να επιτραπεί από τους Άγγλους η έξοδος των Σουλιωτών από τα Επτάνησα και η προσέλευσή τους στο Μεσολόγγι. Γράφουν, στις 30 Δεκεμβρίου 1822, από την Κεφαλονιά, στον Ιω. Παπαδάκη στο Μεσολόγγι: «Τους ανδρείους Σουλιώτας ελπίζομεν εντός ολίγου να σας τους στείλωμεν όλους αυτού, από τους οποίους θέλετε μάθει οπού η εδώ διοίκησις τους έδωσε τα άρματα αναφανδόν και έρχονται αυτού ανεμποδίστως» (Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, Ακαδημία Αθηνών, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας 1963-1971, τ. Ε΄, τχ. Ι, αρ. 277, σ. 358). Ο ίδιος ο Μάρκος Μπότσαρης ενδιαφέρεται, κυρίως, να έρθει το ταχύτερο δυνατόν στο Μεσολόγγι το «ταράφι» του, δηλαδή οι Σουλιώτες καπετάνιοι, οι οποίοι από παράδοση συμπολεμούν με τη φάρα του. Στις 14 Ιανουαρίου στέλνουν επιστολή «προς τους εν Κεφαλληνία ευρισκομένους καπιτάνους Σουλιώτας Νότην Μπότζαρην, Τούσα Ζέρβαν και Γιώτην Νταγκλήν […] ότι ο Μάρκο Μπότζαρης στρατηγός ευρίσκεται εις Καλύβια Κερασόβου και παρακίνησίς του να έβγουν έξω μίαν ώρα πρωτύτερα» (Στο ίδιο, τ. Ε΄, τχ. ΙΙ, αρ. 1777, σ. 313).
Ο Μάρκος είναι, αναμφισβήτητα, ο κύριος συντονιστής, υπό τη σκέπη του Μαυροκορδάτου, της προσέλευσης των Σουλιωτών στο Μεσολόγγι. Αυτός έχει συντάξει τον κατάλογο των πολεμιστών που πρέπει να κατέβουν, αφού αυτός «γνωρίζει τας ανάγκας και αξίαν εκάστης φαμιλίας» (Στο ίδιο, τχ. ΙΙΙ, αρ. 412, σ. 59). Στις δικές του καλές συστάσεις θα εξαναγκαστεί να καταφύγει και η παλαιόθεν αντίπαλη φάρα των Τζαβελαίων, στην προσπάθειά της να κατέβει και αυτή στο Μεσολόγγι (στο ίδιο, τ. Ε΄, τχ. ΙΙΙ, αρ. 472, σ. 115-116).
Η επαναστατημένη Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως τους σκληροτράχηλους σουλιώτες πολεμιστές. Ιδιαιτέρως η δυτική Στερεά, η οποία απειλείται, με τον ερχομό της άνοιξης, από νέα εχθρική εισβολή. Ο Μαυροκορδάτος προσπαθεί να επισπεύσει τις διαδικασίες εξόδου τους από τα Επτάνησα. Δεν απουσιάζει, ωστόσο, και ο αντίλογος, ως προς τη σκοπιμότητα, εντέλει, της καθόδου των Σουλιωτών στο Μεσολόγγι. Έρχονται πληροφορίες ότι ορισμένοι βρίσκονται σε συνεννοήσεις με τους Τούρκους ή προκαλούν μεγάλα προβλήματα με τις αντιζηλίες τους και τις υπερβολικές απαιτήσεις για τους μισθούς τους. Γράφει ο Βιάρος Καποδίστριας προς τον Αλ. Μαυροκορδάτο στις 27 Μαρτίου: «Το όπερ φρονείτε περί των Σουλιωτών, ήγουν των πρωτευόντων εις αυτούς, είναι ορθότατον […]Αλλά τί να είπω, πλήν του αδελφού του Μάρκου και ολίγων άλλων, επροτιμούσα να μην έλθη ουδείς». (Στο ίδιο, τ. Ε΄, τχ. ΙΙΙ, αρ. 567, σ. 202-203).
***
Τους πρώτους μήνες του 1823, η δυτική Στερεά δοκιμάζεται από τις αντιζηλίες και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των οπλαρχηγών, των προκρίτων και του Μαυροκορδάτου. Ο τελευταίος, προωθεί τους δικούς του ανθρώπους, προκαλώντας την αντιζηλία και την έχθρα των αντιθέτων. Παλαιοί αρματολοί και νεότεροι οπλαρχηγοί διεκδικούν, κατά την περίσταση, είτε από τους Οθωμανούς είτε από την ελληνική Διοίκηση, τα αρματολικά κόλια. Οι Σουλιώτες Τζαβελαίοι που αρχίζουν να καταφθάνουν στη δυτική Ελλάδα, διεκδικώντας ζωτικό χώρο, στρέφονται καταρχάς εναντίον του Καραϊσκάκη στα Άγραφα, για να συμπράξουν στη συνέχεια μαζί του. Οι φιλοδοξίες στη δυτική Στερεά έχουν ανάψει, τα παλαιά τζάκια των οπλαρχηγών ερίζουν με τα νέα, νέες συμμαχίες δημιουργούνται για τη νομή της εξουσίας, μερίδιο της οποίας διεκδικούν πλέον και οι σκληροτράχηλοι και επίφοβοι σουλιώτες πολεμιστές.
Οι αντιπαλότητες παίρνουν διαστάσεις και οι στερεοελλαδίτες οπλαρχηγοί επιλύουν μόνοι τις διαφορές τους, παραμερίζοντας τον στρατηγό Μπότσαρη. Μέσα στο Μεσολόγγι η κατάσταση είναι έκρυθμη. Το ταμείο της Διοίκησης είναι άδειο και τη σίτιση των ενόπλων έχουν αναλάβει οι πολίτες, με αποτέλεσμα να προκαλούνται καθημερινά ταραχές και συγκρούσεις. Η απόφαση επίσης της κυβέρνησης να εκχωρήσει εθνική γη στο Ζαπάντι, χωριό κοντά στο Βραχώρι, για τον συνοικισμό των ανέστιων Σουλιωτών, προκάλεσε την έντονη αντίδραση των οπλαρχηγών και των πολιτών, και ταραχές ακόμη. Η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να αποσοβήσει την κοινωνική και πολιτική ένταση στην περιοχή, διόρισε στις 6 Ιουνίου γενικό έπαρχο της Αιτωλοακαρνανίας τον κεφαλονίτη, Κωνσταντίνο Μεταξά, ο οποίος προήγαγε το σύνολο σχεδόν των στερεοελλαδιτών οπλαρχηγών σε στρατηγούς. Σε στρατηγό προήχθη και ο νεοαφιχθείς από τα Επτάνησα Σουλιώτης, Ζυγούρης Τζαβέλας.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, ως υπερήφανος πολέμαρχος και διακεκριμένος στρατηγός, αξιώνει την αναγνώριση της ηγετικής του θέσης. Γνωρίζει ότι τη στρατηγία την έχει κερδίσει με την αξία του, στο πεδίο της μάχης, και όχι μόνο χάρη στην εύνοια του Μαυροκορδάτου. Η Ρούμελη δεν εννοεί να το καταλάβει. Δεν αποδέχτηκε ποτέ τον ίδιο και το σόι του. Δολοφόνησε τον πατέρα του και απαξίωσε τον ίδιο. Απάντηση σε όλα αυτά έδωσε ο στρατηγός Μάρκος Μπότσαρης αποφασίζοντας να σκίσει το δίπλωμα της στρατηγίας του ενώπιον όλων.
Από τις αρχές Ιουνίου, είχαν φθάσει ειδήσεις στο Μεσολόγγι ότι ο Μουσταφά πασάς της Σκόδρας ξεκίνησε από την Αυλώνα με δέκα χιλιάδες στράτευμα και στόχο την καθυπόταξη της δυτικής Ρούμελης. Ο έπαρχος Μεσολογγίου, Κ. Μεταξάς, ο Μάρκος Μπότσαρης και οι στερεοελλαδίτες καπετάνιοι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τα οθωμανικά στρατεύματα σε δύο σημεία. Τα σώματα των Σουλιωτών, του Καραϊσκάκη, του Γιολδάση, του Σιαδήμα, του Κίτσου και άλλων θα συγκεντρώνονταν στο Καρπενήσι, ενώ οι Ίσκος, Ράγκος, Μακρής και Τσόγκας θα έπιαναν θέσεις στο Μακρυνόρος. Η προφυλακή του Μουσταφά πασά έφθασε στο Καρπενήσι στις 5 Αυγούστου, αποτελούμενη από πέντε χιλιάδες πεζούς και ιππείς υπό τον Τζελαλεντίν μπέη, ο οποίος στρατοπέδευσε στη θέση Κεφαλόβρυσο. Έξι ημέρες πριν, είχαν βγει από το Μεσολόγγι και βάδιζαν προς το Καρπενήσι, σύμφωνα με το σχέδιο, οι στερεοελλαδίτες και σουλιώτες καπετάνιοι με χίλιους διακόσιους άνδρες.
Μπροστά στις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις ο Μάρκος θέλησε να αξιοποιήσει τη σουλιωτική πολεμική εμπειρία. Οι Σουλιώτες, μικρή πάντα αριθμητικά δύναμη, μαχόμενοι εναντίον υπέρτερων δυνάμεων, συνήθιζαν να επιλέγουν τον αιφνιδιασμό και τη νυκτομαχία ως πολεμική τακτική. Τη νύχτα της 8ης προς 9η Αυγούστου, ο Μάρκος Μπότσαρης με σώμα τριακοσίων πενήντα Σουλιωτών ντυμένων όπως οι Τουρκαλβανοί, φέροντας τα ίδια όπλα και μιλώντας την ίδια γλώσσα, διείσδυσε στο εχθρικό στρατόπεδο. Στη μάχη όμως που επακολούθησε βρέθηκε ολομόναχος. Οι στερεοελλαδίτες οπλαρχηγοί δεν τον υποστήριξαν, σύμφωνα με το σχέδιο. Μόνο ένας καπετάνιος έδωσε το παρών στη μάχη, και αυτός ήταν ένας Σουλιώτης αντίπαλης φάρας: ο Κίτσος Τζαβέλας. Όπως εξιστορεί ο σύγχρονος των γεγονότων, Σπυρίδων Τρικούπης: « […] δοθέντος διά της σάλπιγγος του συνθήματος της επιθέσεως, επάτησαν πρώτοι το εχθρικόν στρατόπεδον εν τέταρτον μετά την ορισθείσαν ώραν, και ευρόντες τους εχθρούς κοιμωμένους περιεφέροντο φονεύοντες· αλλά μόνον ολίγοι υπό τον Κίτσον Τζαβέλλαν επέπεσαν εκ του ετέρου μέρους, των πολλών απειθησάντων […]. Εν μέσω δε της αλληλομαχίας ταύτης ο Μάρκος επληγώθη κατά τον δεξιόν βουβώνα, αλλά […] προχωρών μετά τινων των περί αυτόν έφθασεν εις τι χωράφιον τοιχόκλειστον, όπου ήσαν πολλοί εχθροί εσκηνωμένοι· ήτο δε ο τοίχος ανδρομήκης. Ο Μάρκος ύψωσε την κεφαλήν του υπεράνω του τοίχου προς παρατήρησιν, και σφαιροβληθείς εν τω άμα επί του μετώπου κατά τον δεξιόν οφθαλμόν έπεσε νεκρός […]. Την δε 10 Αυγούστου μετεκομίσθη ο νεκρός του Μάρκου εις Μεσολόγγι όπου εκηδεύθη λαμπρώς· μέγα δε πένθος καθ’ όλην την Ελλάδα διήγειρεν ο θάνατός του, θεωρηθείς δικαίως εθνικόν δυστύχημα» (Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1888, τ. Γ΄, σ. 48).
Ο Μάρκος είχε ένα τέλος που δικαίωνε την αναγνώριση φίλων και εχθρών. Ως υπερήφανος στρατηγός της δυτικής Ρούμελης έδωσε, όπως είχε υποσχεθεί, τον υπέρ πάντων αγώνα. Ενάμιση μήνα αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου 1823, γράφει η χήρα του, η νεαρή Χρυσούλα, από τη μακρινή Αγκόνα, στον Μητροπολίτη Ιγνάτιο: «Αξιοσέβαστε πάτερ της ορφανής οικογενείας του καπ. Μάρκου ανδρός μου. Εφονεύθη τέλος πάντων, καθώς το προείδε, και ως έγραψεν ο ίδιος προλαβόντως τη υμετέρα σεβασμιότητι, ότι πρέπει να τον λογίζη μάλλον αποθαμένον παρά ζώντα […]» ( Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης (επιμ.), Ιγνάτιος Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας (1776-1828), Ακαδημία Αθηνών, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, τ. Δ΄, τχ. ΙΙ, σ. 163, Αθήνα 1961).
Ο Μάρκος Μπότσαρης αποκτά ήδη ηρωικές διαστάσεις, αναγνωριζόμενος ως άξιος απόγονος των λαμπρών ελλήνων προγόνων. Την ίδια σχεδόν εποχή, ο Ν. Μανιάκης, τον εκθειάζει στον Αθ. Ψαλίδα: «καθώς και εις το Καρπενήσι της Αιτωλίας νίκη του ηρωικώς αποθανόντος Μάρκου Βόζαρη· ο κόσμος όλος εθαύμασε την ανδρείαν του και τον πατριωτισμόν του, ου μην αλλά και την πολιτικήν του σύνεσιν, διότι ως ακούομεν, αυτός μόνος των πολεμικών ανδρών ενόησεν ότι η διχόνοια έστι θανατηφόρος πολιτική ασθένεια και ότι φθείρει ως η φθίσις τα σώματα ως και αυτών των κραταιοτάτων πολιτειών. Το όνομά του έμεινεν αθάνατον, εις τούτο απεδείχθη ότι οι Έλληνες έχουσιν άνδρας αξίους των λαμπρών προγόνων των» (στο ίδιο, τ. Ε΄, τχ. ΙV, αρ. 1242, σ. 203).
Η φήμη του παράτολμου εγχειρήματος του Μάρκου θα διατρέξει σύντομα όλη την Ευρώπη. Τα φιλελληνικά κομιτάτα θα αδράξουν την ευκαιρία να υπερασπιστούν, απέναντι στις συντηρητικές κυβερνήσεις των χωρών τους, τα δίκαια του ελληνικού αγώνα, αναδεικνύοντας με κάθε τρόπο τον άθλο του Μάρκου. Όπως αναφέρει ο Αθ. Ψαλίδας, στις 18 Ιανουαρίου 1824, σε επιστολή του προς τον Αλ. Μαυροκορδάτο: «όλες οι αρχόντισσες της Αγγλίας και Φράνσας τον φορούν κρεμασμένον με χρυσήν άλυσσον στα στήθη τους ως εγκόλπιον, πράγμα οπού κανένας στρατηγός ακόμη δεν το αξιώθηκε και οι σοφοί Γάλλοι και Άγγλοι ραψωδούν» (στο ίδιο, τ. Ε΄, τχ. ΙV, αρ. 1135, σ. 86).
Τα χρόνια που θα έλθουν και μέχρι τις ημέρες μας, το ιστορικό πρόσωπο του Σουλιώτη Μάρκου Μπότσαρη θα περάσει αβίαστα στη σφαίρα του θρύλου, καταλαμβάνοντας περίοπτη θέση στο πάνθεον των εθνικών ηρώων. Γεννήθηκε Αρβανίτης, ένας Σουλιώτης. Πέθανε αναγνωριζόμενος ως Έλληνας και εθνικός ήρωας.
Σουλιώτες: ένοπλα σώματα στην υπηρεσία της Ελληνικής Επανάστασης
Οι δύο πασάδες έλυσαν την πολιορκία στις 19 Νοεμβρίου και αποχώρησαν. Λίγο αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου, έφθασε και ο Μαυροκορδάτος στο Μεσολόγγι ως Γενικός Διευθυντής της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος και, έναν σχεδόν μήνα αργότερα, στις 24 Δεκεμβρίου, κατέφθασε στο Μεσολόγγι και ο λόρδος Βύρων, ένθερμος φίλος της Ελλάδας και εκπρόσωπος της Ελληνικής Εταιρείας του Λονδίνου. Είναι επίσης ο διαχειριστής των δανείων, τα οποία είχαν μόλις συναφθεί με χρηματιστικούς κύκλους στο Λονδίνο. Μαζί του έφερνε 20.000 τάλληρα.
Ο λόρδος Βύρων είναι καλά ενημερωμένος. Θαυμάζει τον ηρωισμό του Μάρκου και την περιλάλητη αντρειοσύνη των Σουλιωτών. Για τον λόγο αυτό συγκροτεί, τον Ιανουάριο του 1824, στο Μεσολόγγι, ένα σώμα ενόπλων από πεντακόσιους Σουλιώτες. Ο λόρδος δεν άργησε ωστόσο να διαπιστώσει, με δυσαρέσκεια είναι αλήθεια, τα προβλήματα επικοινωνίας που δημιουργούσε ο συγχρωτισμός με τους άξεστους ορεσίβιους Σουλιώτες. Ιδιαιτέρως τον ενοχλούσε η καθημερινή απαίτηση χρημάτων και μισθών. Η δυσαρέσκεια του ευγενούς Βύρωνα γρήγορα μεταβλήθηκε σε απογοήτευση και οργή, όταν ο αψύς χαρακτήρας των απείθαρχων ορεσίβιων πολεμιστών έγινε αιτία να φονευθεί ο σουηδός φιλέλληνας, Α. Σας (Sass), και να απειληθεί το οπλοστάσιο και η ίδια η κατοικία του λόρδου. Ο Βύρων απειλεί ότι, αν δεν φύγουν οι Σουλιώτες από το Μεσολόγγι, θα αναχωρήσει αμέσως ο ίδιος για τα Επτάνησα. Συγχρόνως, απολύει όλους τους Σουλιώτες, διαλύει το σώμα και συγκροτεί νέο, αποτελούμενο από ενόπλους διαφόρων περιοχών. Οι διαπιστώσεις του Μαυροκορδάτου, στις 7 Απριλίου 1824, ημέρα του θανάτου του λόρδου Βύρωνα είναι εύγλωττες: «εις τας 11 ώρας εξεψύχησεν ο Λόρδος και μας άφησεν εις λύπην απαρηγόρητον […]. Ο Λόρδος είχε πειραχθεί πολύ και έγραψε προ ημερών τα δέοντα και προς τον Στανχόπ και προς την Εταιρείαν της Λόνδρας. Αι ζητήσεις των Σουλιωτών είναι ανοικονόμητοι· παλαιά και νέα συμποσούνται 150 χιλ. γρόσια και πόθεν να οικονομήσω· αφήνω τα καθημερινά έξοδα των τροφών οπού υπερβαίνουν τας 4.000 γρ.» (στο ίδιο, τχ. ΙV, αρ. 1362, σ. 320).
Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η ανάγκη βιοπορισμού των Σουλιωτών δικαιολογούσε εν μέρει την «ανοικονόμητη» συμπεριφορά τους. Τα δίκαια των Σουλιωτών θα αναγνωρίσει, ήδη από τον Σεπτέμβριο 1823, ο Ν. Κομπότης, σε επιστολή του προς τον Μαυροκορδάτο: «Των Σουλιωτών το σώμα είναι πολλά σεκλετισμένον διά τους λουφέδες τους, […] διατί γνωρίζεις οπού και αυτοί έχουν τας χρείας των, ξεχωριστά εκείνο των φαμελιών των, οπού εις τα Ιονικά νησία, ως γνωστόν σας, θέλουν τάλλαρα διά να εξοδεύουν» (στο ίδιο, τχ. ΙΙΙ, αρ. 777, σ. 455).
Η παραμονή των Σουλιωτών στο Μεσολόγγι και το Ανατολικό έχει αρχίσει να ενοχλεί εξαιρετικά τον Μαυροκορδάτο, ιδιαιτέρως αυτή των Τζαβελαίων, οι οποίοι είναι ανεξέλεγκτοι. Ο Μαυροκορδάτος δεν χρειάζεται πλέον τους Σουλιώτες, οι οποίοι με την τραχύτητα και την «αρβανίτικη φιλοχρηματία» που τους διακρίνει είχαν προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στον ίδιο και την περιοχή. Θέλει να απαλλαγεί από την παρουσία τους στη δυτική Στερεά, ακόμη και των Μποτσαραίων.
Από τις αρχές Νοεμβρίου 1824 είχε αρχίσει ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο. Στις 3 Δεκεμβρίου αποβιβάζεται, κοντά στο Αίγιο, δύναμη τριών χιλιάδων ενόπλων, αποτελούμενη από ρουμελιώτικα και σουλιώτικα σώματα, υπό τις οδηγίες των Καραϊσκάκη, Α. Ίσκου, Γ. Βαλτινού, Κ. Τζαβέλα, Λ. Βέικου, Τ. Ζέρβα και άλλων σουλιωτών αρχηγών από το στρατόπεδο των Σαλώνων. Ο Κώστας Μπότσαρης δεν εμφανίζεται να λαμβάνει μέρος στις βιαιοπραγίες και τις διαρπαγές περιουσιών, οι οποίες διαπράχθηκαν από τους Ρουμελιώτες και τους Σουλιώτες, όλο αυτό το διάστημα, στην Πελοπόννησο.
Η ένταξη των Σουλιωτών στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης συμπορεύθηκε με την οργάνωσή τους σε γένη. Ο συνεχιζόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των γενών κατηύθυνε και τις επιλογές ένταξης σε σώματα αντίπαλων οπλαρχηγών ή αντιμαχόμενων πολιτικών μερίδων. Έτσι, ο ανταγωνισμός Μποτσαραίων-Τζαβελαίων συνεχίστηκε και μέσα στο πλαίσιο του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ενώ τα συμπράττοντα μαζί τους γένη αρνούνταν να πολεμήσουν κάτω από τις διαταγές αρχηγών του αντίπαλου «ταραφιού». Εύγλωττη είναι και η δήλωση των Σουλιωτών Γιώργη Ντότα και Λούσα Νικολού, τον Δεκέμβριο του 1824: «Εκλαμπρότατε! […] Παρακαλώμεν την εκλαμπρότητά σας να μας διατάξετε υπό την οδηγίαν του στρ. Διαμάντη Ζέρβα επειδή ηξεύρετε ότι εις ημάς τους Σουλιώτας σώζονται ακόμη τα ταράφια από την πατρίδα μας και με τον γενναιότατον στρατηγόν Λάμπρον Βέικον ποτέ δεν είχομεν καμίαν σχέσιν και πάλιν όπως είναι ορισμός σας» (ΓΑΚ, Συλλογή Γ. Βλαχογιάννη, κατάλ. ΣΤ΄, κ. 2, δελτίο 510).
Αν η συνείδηση της αυτονομίας του γένους και οι εγγενείς αντιπαλότητες υπήρξαν στο παρελθόν τα ευάλωτα σημεία της κοινωνικής οργάνωσης των Σουλιωτών, οι ίδιες αυτές αιτίες υπονομεύουν, και στις παρούσες περιστάσεις, όχι μόνο τον αγώνα που δίνουν κάτω από τις νέες συνθήκες, αλλά και την ίδια την επιβίωσή τους. Στις 25 Ιουνίου 1824, ο Λ. Βάιας γράφει στον Ιω. Κωλέττη: «Εν γένει οι Σουλιώτες είναι τόσον διαμερασμένοι, οπού την ίδιαν καρδιά τους δεν έχουν ενωμένη. Καλόν ήτον να οργανισθή να ενωθούν όλες οι λεγόμενες φάρες τους τόσον διά την Υπερτάτην Διοίκησιν όσον διά την θερμήν μας επιθυμίαν οπού θρέφομεν διά την δυστυχισμένην μας πατρίδα. Ν’ απειμένετε εις αυτήν την γνώμην μας, ειδέ το εναντίον, από τουφέκι σουλιώτικο να μην ελπίζης – αχ! να μην ελπίζης, διατί διαμερασμένοι εχάθηκαν, εσφάσθηκαν. Περισσότερα δεν σας γράφω» (Β. Πλαγιαννάκου-Μπεκιάρη - Α. Στεργέλλης (επιμ.), Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη, Ακαδημία Αθηνών, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας-13, τ. Α΄, μέρος πρώτο, σ. 550-551, Αθήνα 1996).
Ωστόσο, οι σουλιώτες πολεμιστές παραμένουν πάντα δεινοί και ανδρείοι μαχητές. Η πολεμική τους πείρα και γενναιότητα αναγνωρίσθηκε και από την Διοίκηση, η οποία έκρινε ότι οι στρατιωτικές υπηρεσίες των Σουλιωτών χρήζουν υψηλού αντιτίμου ( ΓΑΚ, Συλλογή Γ. Βλαχογιάννη, κατάλ. ΣΤ΄, φακ. 18α, δελτίο 792).
Οι Σουλιώτες θα είναι παρόντες σε όλες τις μάχες που θα δοθούν έκτοτε με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου. Ήδη από τις 15 Απριλίου 1825 είχε αρχίσει και η πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Κιουταχή. Μέσα στο Μεσολόγγι βρίσκονται, ήδη, οι Νότης Μπότσαρης, Κίτσος Τζαβέλας, Λάμπρος Βέικος, Νικόλαος Ζέρβας, Χρήστος και Λαμπρούσης Φωτομάρας και Φώτος Μπόμπορης μαζί με πολλούς ρουμελιώτες οπλαρχηγούς. Η γενικότερη όμως κατάσταση στην Ελλάδα δείχνει προϊούσα φθορά και διάλυση. Το ταμείο είναι κενό, τα στρατόπεδα σχεδόν διαλυμένα από έλλειψη των αναγκαίων, και η Διοίκηση προσπαθεί, ανεπιτυχώς, να συγκροτήσει Εθνική Συνέλευση. Ο πολιορκητικός κλοιός έχει στενέψει στο Μεσολόγγι, όπου οι πολίτες μαζί με τη Φρουρά, πεινασμένοι και εξαντλημένοι από την πολύμηνη πολιορκία, δίνουν τον ύστατο αγώνα. Στις 22 Μαρτίου 1826 η Διοίκηση διορίζει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη επικεφαλής όλων των οπλαρχηγών της δυτικής Στερεάς Ελλάδας, προκειμένου να συγκροτήσει στρατόπεδο έξω από το Μεσολόγγι και να κτυπήσει τον εχθρό από τα νώτα, ελπίζοντας ότι θα δώσει μια ανάσα στους πολιορκημένους (Δ. Οικονόμος, Αρχείον στρατηγού Κ. Μπότσαρη, Αθήνα 1934, αρ. 16, σ. 81-82).
Στο Μεσολόγγι έχουν ήδη αποφασίσει, στις 30 Μαρτίου, την έξοδο. Έγραψαν στους έξω ότι δεν αντέχουν άλλο την πείνα και, αν δεν περάσουν τροφές μέσα, σκοπεύουν να βγουν. Η βοήθεια όμως «από έξω» δεν έφθασε ούτε το βράδυ της ηρωικής και πολύνεκρης εξόδου των υπερασπιστών του Μεσολογγίου. Έτσι, όταν το βράδυ της 10ης Απριλίου προς το πρωί της 11ης, Κυριακής των Βαΐων, ξεχύθηκαν όλοι οι πολιορκημένοι, ένοπλοι και γυναικόπαιδα, μέσα στη φωτιά της μάχης, με κατεύθυνση τον Ζυγό, εκεί βρέθηκαν ελάχιστες δυνάμεις από τα έξω στρατόπεδα για να τους βοηθήσουν. Όπως εξιστορεί ο Αρτ. Ν. Μίχος: «αφού έπεσαν εκεί θύματα εις τον βωμόν της φιλτάτης πατρίδος υπέρ τους 500, έφθασαν τέλος οι διασωθέντες με τα ξίφη εις τας χείρας εις την κορυφήν του όρους και συνήντησαν εκεί τους σωματάρχας Γεώργιον και Αθανάσιον Δράκου μεθ’ εκατόν αξιωματικών και στρατιωτών, οίτινες ελκύσαντες τότε τα ξίφη και εκβαλόντες την συνήθη παρά Σουλιώταις πολεμικήν κραυγήν “Ώ ντέρα! ώ μπούρα! μπιτάα!” ώρμησαν κατά των εχθρών και έτρεψαν αυτούς εις τα οπίσω» (Αρτ. Ν. Μίχος, Απομνημονεύματα της δευτέρσα πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825-1826), Αθήνα 1883, σ. 87).
Οι Σουλιώτες θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα του Καραϊσκάκη για συμμετοχή στην εκστρατεία για τη διάλυση της πολιορκίας των Αθηνών (Δ. Οικονόμος, Αρχείον Στρατηγού Κώστα Μπότσαρη, Αθήνα 1934, αρ. 1, σ. 118). Ωστόσο, μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη, η πολεμική τακτική της κατά μέτωπον επίθεσης που υιοθέτησαν οι άγγλοι αξιωματικοί, Κόχραν και Τσωρτς, οι οποίοι είχαν πρόσφατα εκλεγεί ως αρχηγοί των ελληνικών δυνάμεων, είχε συνέπεια οι σουλιώτες πολεμιστές, μαθημένοι να πολεμούν σε ταμπούρια, να υποστούν στη μάχη του Ανάλατου πραγματική σφαγή από τη σφοδρή επίθεση του οθωμανικού ιππικού. Οι σουλιωτικές φάρες κατέβαλαν στη μάχη του Ανάλατου βαρύ τίμημα αίματος. Οι Μποτσαραίοι, οι Τζαβελαίοι αλλά και οι Ζερβάτες έχασαν πολλούς συγγενείς τους και τους καλύτερους αξιωματικούς τους. Σκοτώθηκαν, επίσης, οι σουλιώτες αρχηγοί Λάμπρος Βέικος και Φωτούσης Φωτομάρας, ενώ αιχμαλωτίστηκε ο Γ. Δράκος.
«Μωρέ Κίτζο εγώ σε ηξεύρω Αρβανίτην ωσάν εμένα, εσύ πού στον διάβολο τα έμαθες αυτά τα ελληνικά και εγώ δεν το ξέρω».
Η σταδιακή ενσωμάτωση στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, τους πολιτικο-στρατιωτικούς στόχους και το εθνικό της όραμα, αποτελούν τη νέα πραγματικότητα στην οποία εντάσσονται πλέον οι Σουλιώτες. Τη μεταλλαγή αυτή θα επισημάνει πικρόχολα ο δερβέναγας Κραβάρων, Αχμέτ Νεπρεβίστα, στην απάντησή του, στις 8 Σεπτεμβρίου 1828, στον Κίτσο Τζαβέλα, χιλίαρχο και αρχηγό της εκστρατείας κατά Λιδορικίου και Μαλανδρίνου. Όταν ο τελευταίος τον καλεί να παραδοθεί και να εγκαταλείψει τον τόπο, του γράφει: «πολλά λόγια δεν σου λέγω‧ σύρε από εκεί όπου ήλθες ορφανέ, ότι σας λυπούμαι όπου εμείνατε τρεις Σουλιώται και θα χαθήτε όλοι. Και διά τόπον ελληνικόν όπου τον λέγεις, εδώ τόπος είμαι εγώ και νισαλά θέλεις με γνωρίσης ογλήγωρα. Μωρέ Κίτζο εγώ σε ηξεύρω Αρβανίτην ωσάν εμένα, εσύ πού στον διάβολο τα έμαθες αυτά τα ελληνικά και εγώ δεν το ξέρω» ( ΓΑΚ, Αρχείο περιόδου Καποδίστρια, Γενική Γραμματεία, φάκ. 129, αρ. 110).
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, η Διοικητική Επιτροπή εξέλεξε τριμελή επιτροπή, από μέλη επιφανών οικογενειών της Ελλάδας, προκειμένου να μεταβούν στη Βαυαρία και να δηλώσουν την αφοσίωση του ελληνικού έθνους στο πρόσωπο του νεοεκλεγέντα βασιλιά Όθωνα. Μέλη της επιτροπής ορίστηκαν ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Κώστας Μπότσαρης και ο Δημ. Πλαπούτας, εκπροσωπώντας προφανώς τις τρεις μεγάλες περιοχές που εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος, τη νησιωτική χώρα, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο.
Στις 20 Ιανουαρίου/1 Φεβρουαρίου 1833 αποβιβάζεται, στο Ναύπλιο, ο βασιλιάς Όθων. Συνοδεύεται από τα μέλη της Αντιβασιλείας και βαυαρικά στρατεύματα. Στη συνοδεία του βρίσκεται, επίσης, ως διαγγελεύς, και ο νεαρός Δημήτριος Μπότσαρης, ο γιος του Μάρκου, ο οποίος από το 1827 σπούδαζε στο Μόναχο ως υπότροφος του βασιλιά της Βαυαρίας. Μαζί του είναι και ο θείος του, στρατηγός Κώστας Μπότσαρης, με τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής, η οποία είχε αποσταλεί στη Βαυαρία.
Έτσι, ο προσωπικός αγώνας ενός σουλιώτη πολεμιστή, του Μάρκου Μπότσαρη, καταξιώνεται μέσα από την ανάδειξη των μελών της οικογένειάς του στα ανώτατα αξιώματα ενός έθνους κράτους, της Ελλάδας. Ο ίδιος πολέμησε για την επάνοδο στον τόπο του, το Σούλι. Στη συνέχεια ενέταξε τις επιδιώξεις του στον σκοπό της ελληνικής επανάστασης. Κατέληξε να γίνει το έμβλημά της. Καθώς εγκαθίσταται το νέο πολιτειακό καθεστώς του απελευθερωμένου έθνους, οι απόγονοι του Μάρκου θα τεθούν στην υπηρεσία του.
***
Οι πολεμικοί αγώνες των Σουλιωτών για την επιτυχία της ελληνικής επανάστασης συμπορεύονταν με τους πεισματικούς αγώνες τους για την επικύρωση, από τα ελληνικά πολιτικά σώματα, μόνιμου τόπου εγκατάστασής τους σε απελευθερωθέντα εδάφη. Ωστόσο, τα συνεχή αιτήματά τους προσέκρουαν συχνά στην άρνηση των «αυτοχθόνων» να μοιραστούν τη γη τους με τους «ετερόχθονες» Σουλιώτες. Εντέλει, μετά τη λήξη της Επανάστασης, ψηφίστηκε στην Ε΄ Εθνοσυνέλευση, το 1832, η δωρεάν παραχώρηση τόπου εγκατάστασης των Σουλιωτών επί εθνικών γαιών στο Βραχώρι (Αγρίνιο) και τη Ναύπακτο, στην απελευθέρωση της οποίας είχαν, άλλωστε, ουσιαστικά συμβάλει τα σουλιωτικά σώματα.
Οι περισσότεροι από τους εγκατασταθέντες στη Ναύπακτο και το Βραχώρι θα συνεχίσουν τη στρατιωτική ζωή, εντασσόμενοι στα νέα στρατιωτικά σώματα, τα οποία συγκροτούνται στο νεοσύστατο κράτος: στα Ελαφρά Ελληνικά Τάγματα, την Εθνοφυλακή και τη Φάλαγγα. Αρχηγοί επώνυμων σουλιωτικών γενών θα ανέλθουν στις ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και θα καταλάβουν θέσεις και αξιώματα στις εκάστοτε κυβερνήσεις και στα Ανάκτορα. Παράλληλα, οι θυγατέρες αγωνιστών, οι οποίοι ήδη τιμώνται ως ήρωες, όπως η κόρη του Μάρκου Μπότσαρη, προικοδοτούμενες γενναία από το ελληνικό κράτος, πλαισιώνουν ως κυρίες των τιμών τη βασίλισσα Αμαλία.
Αν ο 18ος αιώνας είχε βρει τους Σουλιώτες, οργανωμένους σε ισχυρά και αυτεξούσια γένη, να μάχονται για τη διατήρηση της άτυπης τοπικής ηγεμονίας τους στον τόπο τους, το Σούλι, ο 19ος αιώνας τους βρίσκει όχι πλέον ως οργανωμένα αυτεξούσια γένη αλλά ως μέλη και στελέχη ενός έθνους κράτους: του ελληνικού.