Σύνδεση συνδρομητών

Στο βιβλιοπωλείο

Τρίτη, 04 Ιανουαρίου 2022 12:51
21 Μαΐου 2017. Slowing up at Barnes and Noble, Berwyn, Pennsylvania.
Γιώργος Ζώταλης
21 Μαΐου 2017. Slowing up at Barnes and Noble, Berwyn, Pennsylvania.

Τα Books, τα Non-Book Books, τα Ephemera. Μια μέρα στο Barnes and Noble. ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΒOOKS' JOURNAL, τχ. 80, Σεπτέμβριος 2017 

1.

Οι κυλιόμενες σκάλες που μεταφέρουν τους πελάτες του Barnes and Noble από το ισόγειο στον πρώτο όροφο του βιβλιοπωλείου, και από τον πρώτο όροφο πάλι κάτω, κινούνται με έναν αργόσυρτο, σχεδόν ανεπαίσθητο ρυθμό. Αυτή η βραδύτητα προσφέρει ένα φαινομενολογικό αντίβαρο στις ιλιγγιώδεις ταχύτητες της καθημερινότητας στις ΗΠΑ, μιας καθημερινότητας που κινείται γύρω από δύο θεμελιώδεις συμβάσεις – speed και efficiency. Όλα, ή σχεδόν όλα, γίνονται ώστε να γίνονται όλο-και-πιο-γρήγορα σε σημείο που το accelerationism μετατρέπεται σε έναν από τους δεσποτικότερους “-ισμούς.” Εάν ο Καντ είχε επισκεφθεί με μια μηχανή του χρόνου τη Νέα Χώρα στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, μάλλον θα είχε συμπληρώσει τη δεύτερη Kritik του με την Επιταχυντική Προσταγή της Αμερικής.

Slowing up at Barnes and Noble, Berwyn, Pennsylvania. 21 Μαϊου 2017

Σε σύγκριση με τον ever faster αιθέρα του “όλο-και-πιο-γρήγορα” στον οποίο κολυμπάμε και τον οποίο αναπνέουμε, το νωχελικό ανεβοκατέβασμα των escalators που μας μεταφέρουν πάνω και κάτω σαν ιμάντες μεταβίβασης είναι μπηχαιηβιοριστική προετοιμασία. Υποβάλλοντας το σώμα στο παράδοξο της στατικής κίνησης έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, οι κυλιόμενες σκάλες επιβραδύνουν μυαλό και πνεύμα. Με την αργή σιωπηλή διαδρομή, slow up, slow down, τα μεταλλικά σκαλοπάτια προετοιμάζουν –χέρια, μάτια, νου– για ξεφύλλισμα, διάβασμα, χάζεμα, περισυλλογή.

Matter over Mind. Το σημαντικότερο εμπόρευμα και σοφτγουέαρ της ιντερνετικής φαντασμαγορίας παραμένει η προσοχή –το μοριακό, νευρωνικό, και συναισθηματικό μυστήριο εγκιβωτισμένο στην απειροελάχιστη απόσταση μεταξύ αμφιβληστροειδούς και επιθυμητικού φλοιού–, εξ ου και ο όρος Attention Economy ως συνώνυμο του Νέου Πνεύματος του Καπιταλισμού και οι συνοδοί αλγόριθμοι που αγκομαχούν πασχίζοντας να μαντέψουν το επόμενο καπρίτσιο του Βασιλιά Καταναλωτή. Αλλά το σώμα and its bodily truths παραμένουν το όριο που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το inertia του Körperlichkeit, η αδράνεια της σωματικότητας συνιστά υποδόριο κόστος που, αν και δεν φαίνεται, πρέπει να διαπραγματευθεί. Είναι ένα από τα διόδια που επιβάλλει η ανθρώπινη κατάσταση (εκ φύσεως slow και inefficient), ώστε να συνεχίζονται, να επεκτείνονται και να πυκνώνουν παραγωγικές, μεταφορικές και καταναλωτικές ροές. Όμως, εκτός από κόστος, η παγίδευση (εάν αυτή είναι η σωστή λέξη, που μάλλον δεν είναι) της προσοχής μέσα στους ιστούς του σώματος, δίκην Ghost-In-The-Body, είναι και ευκαιρία. Ergo οι αργές κυλιόμενες σκάλες.

Φθάνοντας στον επάνω όροφο με περιμένει μια ευχάριστη έκπληξη.

Ανάμεσα σε ένα συνωστισμό βιβλίων μαγειρικής (όλοι θέλουν να γίνουν σελέμπριτι-σεφ την σήμερον;), υγιεινής διατροφής και αδυνατίσματος, η πινακίδα διαφημίζει “Realistic Fiction (for teens)” και είναι αδύνατο να μην το δω σαν “Ρεαλιστική Λογοτεχνία” (για εφήβους). Ο όρος Realistic Fiction σηματοδοτεί ένα ημι-oxymoron για το οποίο οι sticklers θα τσακώνονται επ’ άπειρον, αλλά το emporium δεν πολυσκοτίζεται για διλήμματα Λογικής. Στον αμαλθειακό κατακλυσμό νέων τίτλων, επανεκδόσεων και κάθε λογής προϊόντων που σχετίζονται με διάβασμα, γράψιμο και σχόλη, το Barnes & Noble είναι κιβωτός που ταξινομεί το χάος, βρίσκει τα βιβλία που ψάχνουν οι πελάτες-έφηβοι πάσης νόσου και ηλικίας, και τα κάνει ντηλίβερυ. «Όλο-και-πιο-γρήγορα».

Θεωρητικά, η λογοτεχνία δεν χρειάζεται προσδιοριστικά επίθετα: fiction is fiction is fiction. Κάποτε, όταν μας έλεγαν «διάβασα ένα μυθιστόρημα» λίγο-πολύ καταλαβαίναμε τι εννοούσαν. Και, για δεκαετίες, το Science Fiction ήταν η πιο γνωστή εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα. Η επιπρόσθετη επεξηγηματική ετικέτα “Επιστημονική Φαντασία” (αποφεύγω τις διαμάχες ανάμεσα σε Science Fiction και Fantasy) σηματοδοτούσε ένα λογοτεχνικό γκέτο, σαν το κακόφημο σινεμά ή τη γειτονιά με πολλά κόκκινα φανάρια στην οποία δεν ήθελες να σε δουν: διαστημόπλοια, εξωγήινοι, ρομπότ, σπαθιά-λαίηζερ, μηχανές του χρόνου, πλανήτες πιθήκων, εναλλακτικά παρελθόντα, πολλαπλά μέλλοντα, ρέπλικες, σοφτγουέαρ-βουντού, αστρικοί πόλεμοι και γαλαξιακές αυτοκρατορίες δεν αποτελούσαν σοβαρά θέματα για την καθώς-πρέπει λογοτεχνία που περιπολούσε και αστυνόμευε το πραγματικό.

Αλλά τώρα ζούμε στην εποχή της εξειδίκευσης (υποεξειδίκευσης και υπερεξειδίκευσης) και η ταμπέλα “λογοτεχνικό βιβλίο” (το παλαιό νέτο-σκέτο fiction) δεν αρκεί για τις ταξινομητικές και λειτουργικές ανάγκες των σημερινών βιβλιοπωλείων-μαμούθ. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Barnes (όπως το αποκαλούμε οι εξαρτημένοι επισκέπτες του) που, σαν το φως το αληθινόν, έχει δυαδική υπόσταση. Αφ’ ενός είναι online επιχείρηση που παρέχει πρόσβαση σε αχανείς μάζες βιβλίων, περιοδικών, CDs, DVDs, παιχνιδιών, δώρων και ειδών γραφικής ύλης. Αφ’ ετέρου, είναι και εμπειρικό (πραγματικό;) μαγαζί, με τη δική του αρχιτεκτονική προσωπικότητα, τούβλα, τσιμέντο, τοίχους, θεόρατες τζαμαρίες και κυλιόμενες σκάλες, στο οποίο μπαίνεις, περπατάς, παίρνεις εσπρέσσο, χαζεύεις, αναρωτιέσαι προς τα πού να στρίψεις, τι να πρωτοκοιτάξεις και, εάν είσαι τυχερός, χάνεσαι. Ίσως το πιο Realistic Fiction που προσφέρουν μέρη σαν το Barnes σήμερα είναι το αβέβαιο, εύθραυστο, real fiction του μαγαζιού.

Έτσι κλείνει ο κύκλος που μας ξαναπροσγειώνει στην τριπλή σωματικότητα. Εκτός από τη σωματικότητα του πελάτη, έχουμε τον τσιμεντένιο-ατσάλινο-γυάλινο σκήνον του βιβλιοπωλείου και το χάρτινο soma του βιβλίου. Τρία corporalities/corporealities που όχι απλώς άντεξαν τον κατρινικό e-τυφώνα του διαδικτυακού εμπορίου, αλλά με τη διαπλοκή τους γίνονται προνομιακός κόμβος και success-story της “παλιάς” πραγματικότητας.

Πριν από λίγα μόλις χρόνια, γύρω στο 2010 για να ακριβολογούμε, οι technophiliac Κασσάνδρες προφήτευαν (με το matter-of-factness με το οποίο οι γιατροί βάζουν μια τζίφρα και κάνουν pronounce έναν θάνατο) την Ανάληψιν του “φυσικού” βιβλίου στα ουράνια του digital metamorphosis. Tα πάλαι ποτέ έντυπα βιβλία που κρατούσες στα χέρια σου θα γίνονταν ψηφιακά files και οι αναγνώστες θα περπατούσαμε με e-readers, τα ακούραστα μεταβιομηχανικά μηχανάκια που προσφέρουν αμέτρητες επιλογές και ψάχνουν διαρκώς για το «επόμενο βιβλίο που μπορεί να μας αρέσει». Το bookscape κατευθυνόταν, «όλο-και-πιο-γρήγορα», προς ένα ζαμιατινικό near-future-Εμείς όπου τα πλοκάμια τεχνητών «όλο-και-πιο-έξυπνων» νοημοσύνων θα ικανοποιούσαν τις αναγνωστικές-μας ανάγκες πριν-από-μας, για-μας. Συσκευές όπως το Αμαζόνειον Kindle και το Nook+ του Barnes & Noble θα διακτίνιζαν τον επόμενο Πάρρυ Χόττερ στις οθόνες μας χωρίς να κουράζουμε το δαχτυλάκι ή τη φαιά ουσία μας. Θα μας έφερναν το καινούριο Τατουάζ Δράκου με το Κορίτσι, τη συνέχεια των Πενήντα Γκρίζων Αποχρώσεων του Σκότους, ή τη σήκουελ της Ουελλμπεκικής Σουμισιόν.

Αλλά πριν οι Κασσάνδρες λαλήσουν τρις, το φυσικό βιβλίο ανέστη εκ νεκρών. Το e-book μπορεί να άλλαξε το τοπίο του βιβλίου και της ανάγνωσης αλλά ταυτόχρονα έθεσε σε κίνηση μιαν απροσδόκητη αναγεννητική όσμωση που λειτουργεί σαν τονωτική ένεση για τον μεγαλύτερο αδελφό του, το π-book (π for “πραγματικό”, “παλιό”, printed ή physical-book), και τα τελευταία 3-4 χρόνια οι πωλήσεις των έντυπων ξαναπήραν ανοδική τροχιά. Αν και είναι δύσκολο να βρεις αξιόπιστα στοιχεία, φαίνεται ότι το 2016 ήταν η δεύτερη συνεχής χρονιά όπου ελαττώθηκαν οι πωλήσεις e-books ενώ αυξήθηκαν οι πωλήσεις τυπωμένων. Το “αληθώς ανέστη” και ευχάριστη έκπληξη είναι ότι η αύξηση οφείλεται κυρίως στις νέες ηλικίες που προτιμούν να κρατούν ένα πραγματικό βιβλίο στα χέρια τους όταν βαριούνται την πανταχού παρούσα digitalized οθονοκρατούμενη ρουτίνα τους. “I like to hold the product: Μου αρέσει να το κρατάω στα χέρια-μου”, είναι η πιο συχνή εξήγηση που δίνουν τα παιδιά για αυτή την προτίμηση (“Ebook sales continue to fall as younger generations drive appetite for print”, The Guardian, 14 Μαρτίου 2017).

“Μου αρέσει να το κρατάω στα χέρια μου”. Η λέξη manual (εγ-χειρ-ίδιο) υπενθυμίζει τον πανίσχυρο δεσμό ανάμεσα σε χέρι/αφή και βιβλίο (unbreakable όσο και η έλξη ανάμεσα σε όραση και βιβλίο) που απροσδόκητα ανασύρει στην επιφάνεια η Ψηφιακή Στροφή. Το immateriality, η othonic α-ϋλότητα του e-book γίνεται μπούμερανγκ και, από το στρατοσφαιρικό cloud, το βιβλίο ξαναπέφτει στα χαμηλά προκειμένου να προσγειωθεί στα ράφια των βιβλιοπωλείων και στα χέρια μας.

Βιτρίνες, ράφια και τραπέζια είναι τοπία δαρβινικού δράματος. Ο ανταγωνισμός για τα “products” που θα μοστραριστούν στο βιβλιοπωλείο είναι αμείλικτος και, σε κάθε βιβλίο που φτάνει στα ράφια, αναλογούν χιλιάδες που, αντί για την αύρα τού εκτίθεσθαι, ακολουθούν τις υπόγειες διαδρομές μεταμοντέρνων e-σαμιζντάτ. Αλλά και εδώ, νέες τεχνολογίες δίνουν σε ένα διευρυνόμενο σύμπαν εκδοτικής δραστηριότητας που δεν επέζησε στη ζούγκλα του ραφιού τη δυνατότητα να φθάσει στους αναγνώστες με τρόπους παλιούς και καινούργιους.

Τα public libraries, οι δημόσιες βιβλιοθήκες –θεσμός που βρίσκεται στην καρδιά του american experiment– όχι απλώς επέζησαν από την εισβολή του ψηφιακού αλλά σήμερα βρίσκονται σε ένα Renaissance (e-naissance;) και προσφέρουν δωρεάν ανεξάντλητες ποικιλίες π-books, e-books και audio-books στα οποία οι αναγνώστες έχουν πρόσβαση με τα εξυπνόφωνα. Από την άλλη μεριά, καινοτομίες όπως το self-publishing ή το EBM, το Espresso Book Machine, τυπώνουν τα αριστουργήματά-μας on demand. Το New York Review of Books και το μηνιαίο The Writer (δύο περιοδικά που γράφουν για τα συγγραφικά και εκδοτικά γίγνεσθαι –υπάρχουν εκατοντάδες άλλα, έντυπα και online) έχουν πολυσέλιδες διαφημίσεις self-published βιβλίων τα οποία παρακάμπτουν την παραδοσιακή πασαρέλα του βιβλιοπωλείου. Προφανώς, κάποιοι και κάποιες τα αγοράζουν, και μάλιστα σε αριθμούς ικανούς να στηρίζουν εναλλακτικές αγορές.

Για να το θέσουμε με όρους νευτώνειας δράσης-αντίδρασης, ο ψηφιακός επεκτατισμός καταλήγει να ενισχύει μορφές pre-digital έκφρασης που μεθίστανται αναζωπυρωμένες τριγύρω μας. Πείτε το Εκδίκηση του Γουτεμβέργιου, «Μου αρέσει να το κρατάω στα χέρια μου», Book Lazarus, ή όπως αλλιώς θέλετε, αλλά οι φήμες για το θάνατο των π-βιβλίων ήταν άκρως υπερβολικές.

 

2.

Ο γρίφος του Realistic Fiction ανακινεί μία επιπρόσθετη εξελικτική προσαρμογή και συνακόλουθη επαναβεβαίωση του Πραγματικού στον αχό της ψηφιακής επανάστασης. Ή, για να παραφράσω τον Καστοριάδη που έγραψε ότι «το υποκείμενο δεν επιστρέφει, επειδή δεν έφυγε ποτέ. Ήταν πάντα εδώ» (Κατάσταση του υποκειμένου σήμερα, 1986), έχουμε την επιστροφή του Πραγματικού που δεν είχε φύγει ποτέ.

Υποψιάζομαι ότι η ταμπέλα Realistic Fiction (for teens και όχι μόνον) δεν απηχεί απλώς ταξινομητικές, διαχειριστικές και λογιστικές ανάγκες μιας επιχείρησης, ούτε το αέναο άγχος του μάνατζμεντ που θέλει να ελέγχει κάθε σπιθαμή χώρου και χρόνου. Δεν χρειάζεσαι μεταπτυχιακό στο μάρκετινγκ για να ξέρεις ότι κάθε ταμπέλα σε ένα μαγαζί σαν το Barnes αποσκοπεί στο να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες ώστε ο επισκέπτης να αγοράσει κάτι – οτιδήποτε. Άρα κάποιοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι με το να πλασάρουν ένα προϊόν σαν “ρεαλιστικό” αυξάνουν τις πιθανότητες να τραβήξουν την προσοχή και να πουλήσουν, ιδιαίτερα στις εφηβικές ηλικίες για τις οποίες το “πραγματικό” είναι αχίλλειος πτέρνα και δημοφιλέστερο γλειφιτζούρι.

Εκτός από συμβολικούς καθρέφτες, για εφήβους και όχι μόνο, το Real και σύμπασες οι παραφυάδες αυτού προσφέρουν αποκούμπι για να πάρουμε ανάσα από τις αδιάκοπες ανατροπές, αναταραχές, αλλαγές και αβεβαιότητες των καιρών μας. Το Πραγματικό προσλαμβάνει διαστάσεις Αρχιμηδικού “πα στω”, αλλά o στόχος δεν είναι να κινήσουμε “ταν γαν”, η οποία έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν χρειάστηκε τα παιχνιδάκια μας για να ακολουθεί την τροχιά της. Tο πρόβλημα είμαστε εμείς. Καθώς τα βαγόνια του Π/πραγματικού κινούνται με υπερβολική και υπερβολικά αυξανόμενη ταχύτητα, ψάχνουμε την ουτοπία μιας ολιγόλεπτης στάσης – “τάιμ άουτ” από το τώρα που παρελθoντοποιείται πριν αλέκτορα φωνήσαι άπαξ. Όπως και ο Όργουελ αναζητούμε κάποιο “solidity”, έστω και εάν είναι το κυλιόμενο solidity των σκαλοπατιών στα μεταμοντέρνα πολυκαταστήματα.

Το Πραγματικό μεταμορφώνεται, μεταλλάσσεται, μετατοπίζεται, αλλά αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι η ανάγκη να το εφευρίσκουμε. Εξ ου και ο πληθωρισμός αναφορών, εκκλήσεων, υποσχέσεων (και πινακίδων) με ρεαλιστικές ανταύγειες.

Εφημερίδες που κυριάρχησαν στον εικοστό αιώνα τώρα εκπέμπουν SOS διαφημίζοντας “real news”. Επιχειρήσεις χτίζουν πραγματικά καταστήματα στα οποία οι πελάτες πηγαίνουν μόνο και μόνο για να παραλάβουν προϊόντα που παρήγγειλαν μέσω του internet – ώστε να έχουν και real shopping experience. Πολιτικοί διαλαλούν ότι θα ξανακάνουν τις χώρες τους μεγάλες και τρανές – τι πιο αυθεντικό από το fiction-Πατρίς; Τα διαφημιστικά σποτ γυρίζονται με “πραγματικούς” πελάτες (“real customers”) και όχι ηθοποιούς. Βιβλία και ταινίες «βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα». Ακόμη και οι τουρίστες δεν θέλουν πλέον να είναι τουρίστες και πληρώνουν έξτρα για να ζήσουν «αυθεντικές εμπειρίες». Το Πραγματικό εξωτικοποιείται, και το εξωτικό γίνεται e-οικείο στην εκδημοκρατισμένη Bulimia Nervosa για “αυθεντικότητα”.

Σε ένα περσινό blog, η Alice Spawls, εκ των editors του London Review of Books, διαμαρτυρόταν για τα «βιβλία που δεν είναι βιβλία» (“The Rise of the Non-Book Book”, 6 Απριλίου 2016). Περπατώντας στο βιβλιοπωλείο μια Κυριακή του Πάσχα (δυστυχώς τα μαγαζιά είναι ανοικτά την ημέρα του Κυρίου στην αλλοτριωμένη αν-Ορθόδοξη Δύση) καταγράφει τα “μη-βιβλία”, τα εμπορεύματα, δώρα κ.λπ, που καταλαμβάνουν τόσο χώρο όσο και τα βιβλία. Τα “ephemera”, όπως αποκαλεί συλλήβδην όλα όσα πουλιούνται στο bookshop χωρίς να είναι books –φω αντίκες, κάρτες και χάρτες, είδη χειροτεχνίας, παιχνίδια με τα οποία χρωματίζεις, επιτραπέζια παιχνίδια, είδη γραφείου, κούπες, τσάντες, μολύβια, ημερολόγια κ.ο.κ.–, επισκιάζουν τα βιβλία αλλά και την άνοδο του μη-βιβλίου βιβλίου (“…the ephemera isn’t only disguising the books, it’s disguising the rise of the non-book book”).

Το κείμενο της Spawls τράβηξε την προσοχή μου όχι μόνον επειδή το βλέμμα της, καθώς περιηγείται τα “bookshops”, έχει κάτι από Κουλτούρ Κομισσάριο του 1919 (όταν η επανάσταση διατηρούσε ακόμη την έπαρση “αγνής” αβανγκάρντ), κάτι από Επιθεωρήτρια Υγιεινής που ψάχνει για σάπια κρέατα στην αγορά και κάτι από αστυνομικό όργανο που κάνει αιφνιδιαστικούς ελέγχους προστασίας της δημοσίας αιδούς. Ούτε μόνον επειδή δίνει στη λέξη “ephemera” μια πολύ πιο περιφρονητική αιχμή σε σύγκριση με το πώς ακούγεται το “εφήμερα” στα ελληνικά (αν και το κείμενό της αξίζει να διαβαστεί και μόνο για αυτό το λόγο).

Ο κύριος λόγος που τράβηξε την προσοχή μου είναι ότι στην εποχή μας, μια εποχή που κατηγορείται για ισοπέδωση των πάντων, η συγγραφέας τού “The Rise of the Non-Book Book” δεν διστάζει να ξανασηκώσει σημαίες, πανώ και οδοφράγματα προκειμένου να υπερασπισθεί τα “πραγματικά” βιβλία, αλλά σε αντίθεση με μένα, όταν λέει πραγματικά βιβλία, εννοεί Πραγματικά Βιβλία. Το Σιδηρούν Παραπέτασμά της χωρίζει από δω τους Σαίξπηρ, Όργουελ, Χομπσμπάουμ, Μπλουμ και όλους όσους και όσες γράφουν και εκδίδουν Πραγματικά Βιβλία, και από κει το Non-Book: τα λάιτ φληναφήματα, τις ανούσιες φλυαρίες, το θόρυβο του λάιφ-στάιλ, τους/τις σελέμπριτυ σεφ, τα βιβλία αδυνατίσματος, κάθε λογής “οδηγούς” για το πώς να γίνουμε ο εαυτός μας – και όλο το ανυπόφορο μπλα-μπλα-μπλα της επιδημίας του μεμουάρ.

Iδού πώς τελειώνει τον δηκτικό φιλιππικό-της: “But physical books aren’t the same as real books. […] Putting something between two covers doesn’t make it a book, and putting them on shelves doesn’t make a bookshop”.[1]

Fair enough. Αλλά εκτός από ισοπέδωση, η εποχή προσφέρει και Το Μεγάλο Ανακάτωμα. Όταν περπατάω στο βιβλιοπωλείο, και όχι μόνο στο Βarnes, αυτό που βλέπω είναι το ασίγαστο osmosis ανάμεσα στο σοβαρό και στο φληνάφημα, ανάμεσα στον Σαίξπηρ και τις διαβητικές δίαιτες, τον Όργουελ και τα πονήματα που καταγγέλλουν αλκοολικές μανάδες και καταπιεστικούς πατεράδες, ανάμεσα στο KL του Nikolaus Wachsmann και τα σκανδαλοθηρικά μεμουάρ που “τα βγάζουν όλα στη φόρα”, ανάμεσα στο τραγικό και στο κωμικό, ανάμεσα στον βαρύ τριπλό εσπρέσσο και τις ντεκαφεϊνέ ιμιτασιόν του.

Μάλλον χρειαζόμαστε και τα δύο επίπεδα – με όλες τις ενδιάμεσες υβριδιακές παραλλαγές και συμβιωτικές ποικιλίες τους. Ποιος μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει ότι ο Τζόκερ είναι ένας χαρακτήρας λιγότερο σημαντικός από τον Άμλετ;

Με όλο το σεβασμό στην Άλις Σπωλς, δεν έχω πεισθεί ότι τα “Books” απειλούνται από τα “Non-Book Books.” Ας ανθίσουν εκατοντάδες λουλούδια μαζί με τα ζιζάνια και όλα τα αγριόχορτα –βιβλία πραγματικά και μη, έντυπα και ψηφιακά φαντάσματα–, και όσο γίνεται περισσότερα.

Και μαζί με όλα αυτά, χρειαζόμαστε τις κυλιόμενες σκάλες να μας ανεβοκατεβάζουν, όλο και πιο αργά, από το ένα επίπεδο στο άλλο.

[1] «Αλλά τα φυσικά βιβλία δεν είναι τα ίδια με τα πραγματικά βιβλία. [...] Βάζοντας κάτι ανάμεσα σε δύο καλύμματα,  αυτό δεν φτιάχνει ένα βιβλίο, και η τοποθέτησή τους σε ράφια δεν φτιάχνει ένα βιβλιοπωλείο».

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.