Σύνδεση συνδρομητών

O K.Θ. Δημαράς και οι νεοελληνικές έρευνες

Κυριακή, 12 Δεκεμβρίου 2021 10:07
1980. Επίδοση τιμητικού τόμου αφιερωμένου στον Κ.Θ. Δημαρά από τη διάδοχό του στη διεύθυνση του ΚΝΕ-ΕΙΕ (1980-1995) Λουκία Δρούλια (1913-2019).
Αρχείο Τριαντάφυλλου Ε. Σκλαβενίτη
1980. Επίδοση τιμητικού τόμου αφιερωμένου στον Κ.Θ. Δημαρά από τη διάδοχό του στη διεύθυνση του ΚΝΕ-ΕΙΕ (1980-1995) Λουκία Δρούλια (1913-2019).

Η βιωματική σχέση του Κ.Θ. Δημαρά με την έρευνα και η αφοσίωσή του στη διατύπωση, την εκλέπτυνση και την τήρηση των κανόνων της, κατά τη μακρά και γόνιμη θητεία του στη λογιοσύνη, είναι ομολογημένη και μαρτυρημένη. Μάρτυρες τα σώματα των δημοσιευμάτων του, με τις διαδοχικές βελτιώσεις και προσθήκες, από δημοσίευση σε δημοσίευση, οι υποσημειώσεις / επισημειώσεις των μελετών του, η επισήμανση και η υπομνηματισμένη έκδοση σημαντικών κειμένων και τεκμηρίων.

Οι μεθοδολογικές του προσεγγίσεις στηρίζονταν στη θεωρητική του κατάρτιση, που απέκτησε ως ισόβιος μαθητής, διδασκόμενος και αυτοδιδασκόμενος, με παραδοχές και αναθεωρήσεις και κάποτε απαρνήσεις βιοθεωρίας και «ποιητικής», που αποτέλεσαν τομές στην πνευματική του βιογραφία. Η μέθοδος των αναλύσεών του, «εφαρμογή των κανόνων της ηθικής και της λογικής», όπως σημείωνε[1], εκφράστηκε στο ξετύλιγμα των ερευνητικών του προτάσεων και σχεδιασμών, προς την επιστημονική κοινότητα και τη νεοελληνική κοινωνία, για διαχρονικά ελληνικά προβλήματα, με θαυμαστή υπομονή και επιμονή. Πολλές από τις μελέτες του είναι απαντήσεις σε κάποιες από αυτές τις ερευνητικές προτάσεις.

Τις έρευνές του στήριξε η πολυδύναμη βιβλιοθήκη που συγκρότησε, με εκδόσεις κειμένων, τεκμηρίων, μελετών, εγχειριδίων και βοηθημάτων κάθε λογής. Βιβλία και φυλλάδια, περιοδικά, ελληνικά και ξένα, με σχεδόν εξαντλητικές πυκνώσεις πληρότητας για τα αντικείμενα με τα οποία ασχολήθηκε ιδιαίτερα. Κοντά στα έντυπα προστέθηκαν κάποιες αρχειακές μονάδες που απέκτησε και τις αξιοποίησε στα δημοσιεύματά του ή τις παραχώρησε σε πρόσωπα ή ιδρύματα για μελέτη και δημοσίευση. Τώρα η βιβλιοθήκη του ανήκει στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη και ο ηλεκτρονικός της κατάλογος είναι προσιτός στο διαδίκτυο: https://opac.laskaridisfoudation.org Στα αντίτυπά της υπάρχουν τα σημάδια των αναγνώσεών του και των επισημάνσεων στοιχείων που τον ενδιέφεραν και τα αποδελτίωνε ή κατέγραφε σε φύλλα χαρτιού στη γραφομηχανή του κριτικές περιλήψεις τους, με υπογράμμιση των πρωτότυπων στοιχείων που κόμιζαν, καθώς ήθελε να αποκτήσει συνοπτική εικόνα των δεδομένων της βιβλιογραφίας και των προηγούμενων «αναγνώσεων» για το θέμα, που ερευνούσε. Οι έρευνές του φυσικά επεκτείνονταν και σε άλλες βιβλιοθήκες και αρχεία και από πολύ νωρίς χρησιμοποίησε τη φωτογραφική μηχανή στα ερευνητικά του ταξίδια και κάλυπτε τα ζητούμενά του με παραγγελίες φωτογραφιών και μικροταινιών από ποικίλες πηγές, με οδηγούς βιβλιογραφίες και καταλόγους, αλλά και αναφορές, μαρτυρίες και πληροφορίες για τα τεκμήρια που αναζητούσε.

Όλα αυτά για τις προσωπικές του έρευνες. Χάρη στη γενναιοδωρία του ευεργετήθηκαν με το συγκεντρωμένο και μελετημένο υλικό οι ερευνητές που συνεργάστηκαν μαζί του, με όποιο τρόπο, και η επιστημονική έρευνα ευρύτερα, αφού στις μελέτες του δήλωνε την προέλευση των τεκμηρίων που χρησιμοποιούσε και δεν αρνιόταν να επιτρέψει τη χρήση τους, όπως και εκείνος δεν δίσταζε να ζητήσει συναδελφική βοήθεια από πρόθυμους «συνδρομητές» των ερευνών του.

Αυτό το οργανωμένο ερευνητικό εργαστήριο ικανοποιούσε τις περιέργειες και τις αναζητήσεις του, με τα στοχευμένα και τα ελεύθερα διαβάσματα και την αναζήτηση μαρτυριών-απαντήσεων στις υποθέσεις εργασίας και τα ερωτήματά του, που ξετύλιγε, για να ακολουθήσουν διαρκείς έλεγχοι των επιμέρους συμπερασμάτων, πριν φτάσει στην τελική διατύπωση κάθε κειμένου του, από τις επιφυλλίδες της εβδομαδιαίας παρουσίας του μέχρι τις μελέτες και τα βιβλία του.

Από τα βιογραφικά του γνωρίζουμε ότι ευτύχησε να γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους, πρεσβύτερους και νεότερους, ως δασκάλους συναδέλφους και μαθητές και να ζήσει σε καλά και δημιουργικά περιβάλλοντα, ανθρώπινα και θεσμικά και να πυργώσει το μεγάλο ερευνητικό και συγγραφικό του έργο, αλλά και να πάρει μέρος στην ίδρυση, στην οργάνωση και την αποτελεσματική λειτουργία θεσμών παιδείας και έρευνας.

 

Αναζητώντας δασκάλους, συλλογικότητες και φορείς έρευνας

Ο σημαντικότερος δάσκαλος του Κ.Θ. Δημαρά στην επιστήμη του νέου ελληνισμού ήταν ο Κωνσταντίνος Άμαντος (Χίος 1874 - Αθήνα 1960) καθηγητής της βυζαντινής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1925-1939) και ακαδημαϊκός από το 1926, αλλά και νεοελληνιστής και μελετητής του βίου και του έργου του Αδαμαντίου Κοραή[2].

Πρέπει να σημειωθεί εδώ η στενή σχέση των νέων ανθρώπων του Μεσοπολέμου, αλλά και της επόμενης δεκαετίας, με τον δάσκαλό τους, τον Κ. Άμαντο, εκείνων που στόχευαν και είχαν την τύχη να δουν να πραγματοποιείται η ανάδειξη των νεοελληνικών σπουδών σε διακριτό αντικείμενο, έναντι της βυζαντινολογίας και της αρχαιογνωσίας, προκειμένου να φωτιστούν οι συνιστώσες του νέου ελληνισμού, όχι μόνο από την ιστορία των προγόνων αλλά και από τις άλλες συνιστώσες του, που προήλθαν από την επικοινωνία και τις σχέσεις του με τους άλλους λαούς και πολιτισμούς, τους γειτονικούς αλλά και τους μακρινότερους που γνώρισε, άμεσα ή έμμεσα, μέσω και της παγκόσμιας διασποράς του –μονιμότερης ή προσωρινής– τις λογής πραμάτειες που αποκόμισε και μπόλιασε στην κοινωνία του.

Μία από τις θεσμικές εκφράσεις αυτής της αναζήτησης στηρίχθηκε στον μετασχηματισμό μιας δράσης με καλούς καρπούς, που πραγματοποιήθηκε από τον Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων από το 1927 ώς το 1939. Πρόκειται για την εκδοτική σειρά «Ιστορική και Λαογραφική Βιβλιοθήκη» με 15 βιβλία, αλλά και η έκδοση του περιοδικού Ελληνικά, με 9 τόμους από το 1928 ώς το 1936. Χορηγός της όλης προσπάθειας ήταν ένας ανώνυμος, που αργότερα έγινε γνωστό ότι ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος παλαιότερα ήταν χορηγός του Εκπαιδευτικού Ομίλου, και συμπληρωματικά η Εθνική Τράπεζα για το περιοδικό, μέσω του διοικητή της Αλεξάνδρου Ν. Διομήδη (1875-1950). Διευθυντές της σειράς ήταν ο Κωνσταντίνος Άμαντος, ο Σωκράτης Κουγέας (1877-1966) και ο Στίλπων Π. Κυριακίδης (1887-1964). Του περιοδικού διευθυντές ήταν οι δύο πρώτοι.

Το 1936 ιδρύεται η Εταιρεία Ιστορικών Μελετών (αναγνωρίστηκε το 1937), με πρωτοβουλία του Άμαντου και σκοπό τη «θεραπεία των ιστορικών μελετών και των συναφών προς αυτάς, των αναφερομένων εις την Ελλάδα, μάλιστα δε την νεωτέραν (1204 και εξής) και τας σχέσεις αυτής προς τους γειτονικούς λαούς». Πρόεδρος του Δ.Σ. ορίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης (1881-1949), Αντιπρόεδροι ο Διομήδης και ο Κουγέας, Γραμματέας ο Άμαντος, Ταμίας ο Νικόλαος Μαυρής και Βιβλιοθηκάριος ο Δημήτριος Σ. Γκίνης. Ανάμεσα στα μέλη του Δ.Σ. ήταν ο Κ.Θ. Δημαράς και άλλοι, όλοι γνωστοί, μέλη της πνευματικής ηγεσίας της πρωτεύουσας. Ο Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων παραχώρησε το περιοδικό Ελληνικά στη νέα εταιρεία, η οποία με την ίδια διεύθυνση εξέδωσε τους τόμους 10 (1937-1938) και 11 (1939). Οργανώθηκε από τον Γκίνη η βιβλιοθήκη της Εταιρείας και αντίτυπά της καταγράφηκαν για την Ελληνική Βιβλιογραφία 1800-1863, ενώ ο εκ των νεοτέρων Νίκος Γ. Σβορώνος (1911-1989) ανέλαβε τη σύνταξη του Ευρετηρίου του περιοδικού. Ο πόλεμος όμως τα άλλαξε όλα. Ο κατοχικός στρατός κατέστρεψε τα αρχεία και τη βιβλιοθήκη, όπως και τα αντίτυπα του τόμου 11 που φυλάσσονταν στα γραφεία της οδού Αμερικής 16.

Το 1952 το περιοδικό περνάει στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών με διευθυντές τον Στίλπωνα Π. Κυριακίδη και τον Λίνο Πολίτη (1906-1982), και γίνεται περισσότερο φιλολογικό και διαχρονικό. Κάποια από τα μέλη της διαλυμένης Εταιρείας Ιστορικών Μελετών συνεχίζουν να δημοσιεύουν, καθώς το 1948 ήταν η τελευταία χρονιά που συνεργάστηκαν στο περιοδικό της Επιστημονικής Εταιρείας, την Αθηνά, και μάλιστα στο αφιέρωμά της στον Αδαμάντιο Κοραή. Η αντίδραση των συντηρητικών μελών της Εταιρείας οδήγησε στην καταψήφιση του Προέδρου και Διευθυντή του περιοδικού Κ. Άμαντου και αυτό σήμαινε διακοπή συνεργασίας των μελών της Εταιρείας Ιστορικών Μελετών, που στράφηκαν προς την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση (1945-1955) και άλλα περιοδικά. Ο Δημαράς και οι μαθητές του προχωρούν στον σχεδιασμό της έκδοσης της Αλληλογραφίας του Κοραή, η οποία θα πραγματοποιηθεί από το 1964 ώς το 1984 σε 6 τόμους με τη συνεργασία και νεότερων συνεργατών, στην εκδοτική σειρά του Ομίλου Μελέτης Ελληνικού Διαφωτισμού, Νέα Ελληνικά Κείμενα και στη σταδιακή έκδοση του τόμου Έρανος εις Αδαμάντιον Κοραήν με 10 μελέτες που κυκλοφόρησαν σε ανάτυπα από το 1952 ώς το 1965 με έξοδα της Επιτροπής Ανεγέρσεως Ανδριάντος Κοραή εν Χίω. Ανάμεσα στις μελέτες βρίσκεται και εκείνη του Δημαρά, που επιμελήθηκε τον τόμο. Από τον ίδιο εκδόθηκαν επίσης η Εκλογή Επιστολών Αδαμαντίου Κοραή, το 1952 και Αδαμαντίου Κοραή Τρεις Διάλογοι, το 1960, στην ίδια σειρά της Επιτροπής.

Το πρόβλημα απόκτησης περιοδικού, για τον Δημαρά και την ομάδα του, η οποία μεγάλωσε καθώς νεότεροι μελετητές την πλαισίωναν, λύνεται με την έκδοση του περιοδικού Ο Ερανιστής του Ομίλου Μελέτης Ελληνικού Διαφωτισμού το 1963 και δευτερευόντως με τις Εποχές (1963-1967), όπου δημοσιεύτηκαν μελέτες σε κύκλους, σχεδιασμένους από τον ίδιο. Και τα δύο τούς επέτρεπαν εν μέρει αυτονομία και αποφυγή των εξαρτήσεων από βουλήσεις άλλων.

Προς την άλλη κατεύθυνση της δημιουργίας ερευνητικού και εκδοτικού φορέα ο Δημαράς, πλαισιωμένος από τους συνοδοιπόρους του, πρεσβύτερους, συνομήλικους και νεότερους, δεν ξέχασε τον στόχο, που δειλά και συμβιβαστικά εξέφρασε η Εταιρεία Ιστορικών Μελετών, αλλά και ο ίδιος περιέγραψε ξετυλίγοντας ένα πρόγραμμα νεοελληνικών φιλολογικών ερευνών (1942) και, όταν βρέθηκε τρόπος, σχεδίασε μια εκδοτική σειρά νεοελληνικών κειμένων με τίτλο «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη» (1943), με πρώτη και μόνη έκδοση εκείνη της Χριστίνας του Ιωάννη Ζαμπέλιου, με επιμέλεια του Γιάννη Σιδέρη. Τον ίδιο χρόνο, για να κρατιέται το καντήλι αναμμένο, δίδαξε Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σε ιδιωτικό κύκλο ακροατών. Ύστερα πρωταγωνίστησε στη δημιουργία σωματείου για την οργάνωση ελεύθερου προγράμματος σπουδών, το Αθήναιον, με λαμπρή παρουσία από το 1946 ώς το 1967, όπου παρουσίαζε έρευνες και συγγραφές του, στο γίγνεσθαι, για την παιδεία του νέου ελληνισμού και την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που κυκλοφόρησε το 1948-1949. Η θεωρία του για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, που διατυπώθηκε το 1945, έδωσε νέα πνοή στις νεοελληνικές σπουδές, στις περιπτώσεις που μπόρεσαν να την ενσωματώσουν, ξεπερνώντας στατικά σχήματα και απαριθμήσεις.

 

Οι θητείες του σε δημόσιους φορείς παιδείας και έρευνας

Ο Κ.Θ. Δημαράς διορίστηκε την 1η Ιουνίου 1951 Γενικός Διευθυντής στο νεοϊδρυμένο Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ). Υπουργός Παιδείας ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος είχε συζητήσει για τους σκοπούς και το πρόγραμμα του ΙΚΥ με τον Κ.Θ. Δημαρά, του οποίου η θητεία ήταν επιτυχής καθώς οργάνωσε το ΙΚΥ αποτελεσματικά και μπόρεσε να το κρατήσει μακριά από φατριασμούς και επεμβάσεις των διαφόρων εξουσιών. Η έκδοση ετήσιας Επετηρίδας του ΙΚΥ, με πλήρη στοιχεία για τις υποτροφίες που δίνονταν και τους μηχανισμούς επιλογής τους, με τα ονόματα των υποτρόφων και των κριτών, δείχνουν μια εικόνα εγκυρότητας για τη λειτουργία του και τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην ποιοτική αναβάθμιση της ελληνικής παιδείας. Η εμπειρία ήταν σημαντική και για τον Κ.Θ. Δημαρά, καθώς γνώρισε στην πράξη τα αιτούμενα όλων των κλάδων της Εκπαίδευσης και των υπότροφων επιστημόνων και μάλιστα του προβλήματος υποδοχής και σταδιοδρομίας τους μετά την επιστροφή τους στην πατρίδα.

Η δικτατορία τον έθεσε σε διαθεσιμότητα στις 4 Μαΐου 1967 και τον απέλυσε στις 8 Δεκεμβρίου 1967. (Οι πράξεις αυτές ανακλήθηκαν στις 14 Οκτωβρίου 1974 αλλά ο Κ.Θ. Δημαράς θεωρήθηκε απολυμένος από τις 31 Δεκεμβρίου 1969, όταν συμπλήρωσε το όριο ηλικίας). Συνέπεια αυτής της απόλυσης του 1967 ήταν και η αφαίρεση του υπηρεσιακού διαβατηρίου, το 1970 (το οποίο διατηρούσε ως Διευθυντής του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Βασιλικού Ιδρύματος Ερευνών, 1963-1972), και η άρνηση έκδοσης κοινού διαβατηρίου, με τελευταία δικαιολογία ότι έπρεπε να υπάρχει έγκριση του ΒΙΕ[3]. Η συνεδρίαση της 20ής Απριλίου 1970 της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΒΙΕ οικονόμησε τα πράγματα, με εισήγηση του Α´ Αντιπροέδρου του ΒΙΕ καθηγητή και ακαδημαϊκού Καίσαρα Αλεξόπουλου, παρουσία και του Β´ Αντιπροέδρου καθηγητή Χ. Φραγκίστα, διακείμενου και αυτού φιλικά προς τον Κ.Θ. Δημαρά. Παραθέτω από τα Πρακτικά τη γνώμη του Κ. Αλεξόπουλου και των άλλων συμβούλων:

Εκφράζω την γνώμην ότι η απόφασις του κ. Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Παιδείας ελήφθη κατόπιν εσφαλμένης εισηγήσεως. Γνωρίζω εξ ιδίας αντιλήψεως το έργον του κ. Κ. Δημαρά εν τω ΙΚΥ παρακολουθήσας την αποστολήν παμπόλλων μαθητών μου εις το εξωτερικόν. Η μέθοδος της επιλογής των υποτρόφων ήτο η ενδεδειγμένη και ουδένα φατριασμόν αντελήφθην κατά την πέραν της δεκαετίας δράσιν του. Επίσης από οργανωτικής πλευράς το ΙΚΥ ελειτούργει κατ᾽ άμεμπτον τρόπον. Εν προκειμένω καλούμεθα να κρίνωμεν μόνον την εν τω ΒΙΕ πολιτείαν του. Το ΒΙΕ ιδρύθη κυρίως ενεργείαις του κ. Κ. Δημαρά η δε επιλογή των μελών του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου ουδόλως δύναται να χαρακτηρισθή ως φατριαστική. Προς τούτοις επέδειξεν τοιαύτην οργανωτικήν ικανότητα ως ο πρώτος Διευθύνων Σύμβουλος ώστε σήμερον, μετά τόσα έτη, ουδεμία μεταβολή οργανώσεως να έχη κριθή αναγκαία. Συνεπώς όσον αφορά εις το ΒΙΕ ουδέν το επιβαρυντικόν ανέκυψε, τουναντίον δε απολαμβάνει της γενικής εκτιμήσεως.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος κ. Κ. Νιαβής εις επίρρωσιν των λεχθέντων υπό του κ. Α´ Αντιπροέδρου λέγει ότι από την πείραν του εις τον τομέα του τουλάχιστον είχε σχηματίσει την πεποίθησιν περί της πλήρους αντικειμενικότητος του κ. Δημαρά εις το ΙΚΥ. Περαιτέρω νομίζει ότι το γεγονός ότι ο κ. Δημαράς είναι πρόσωπον με μεγάλην κοινωνικήν και λογοτεχνικήν προβολήν, δια τον οποίον ουδέποτε ήκουσε ότι ήτο αριστερών τάσεων, δεν θα ήτο και ορθόν και σκόπιμον να απολυθή από συμβούλιον του οποίου προεδρεύει ο κ. Πρωθυπουργός.

Επί των ανωτέρω η Εκτελεστική Επιτροπή διατυπώνει την γνώμην ότι δεν υφίσταται θέμα νομιμοφροσύνης διά τον κ. Δημαρά, αναθέτει δε εις τον εκ των μελών αυτής κ. Π. Δημόπουλον όπως επιληφθή της ρυθμίσεως του δημιουργηθέντος θέματος [της εκδόσεως διαβατηρίου][4].

Η επιτυχημένη θητεία τοῦ Κ.Θ. Δημαρά, ως Γενικού Διευθυντή στο ΙΚΥ, σε συνδυασμό με τη φήμη του ως λογίου και συγγραφέα της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και γενικότερα η κοινωνική του θέση και οι συνεργασίες του τον κατέστησαν δυνάμει υποψήφιο συμμετοχής στην ίδρυση και στην οργάνωση ενός ιδρύματος επιστημονικών ερευνών, του οποίου η έλλειψη ήταν θέμα συζητήσεων των διανοουμένων της δεκαετίας του 1950, στο πλαίσιο του οράματος της εθνικής ανασυγκρότησης.

Το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ) ιδρύθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1958 με την επωνυμία «Βασιλικόν Ίδρυμα Ερευνών» (ΒΙΕ) με Βασιλικό Διάταγμα της 9ης Οκτωβρίου 1958 «προς ενίσχυσιν των εν τη Χώρα επιστημονικών ερευνών και εξασφάλισιν συν τω χρόνω περισσοτέρων ευκαιριών δημιουργικής απασχολήσεως εις ικανούς έλληνας επιστήμονας, ως και προς ενθάρρυνσιν των νεωτέρων Ελλήνων εις απόκτησιν αρτίας, επιστημονικής μορφώσεως και εμπειρίας επί συστηματικών και ανωτέρου επιπέδου επιστημονικών εργασιών»[5].

Για να φθάσουν τα Ανάκτορα στη σύλληψη της ιδέας ίδρυσης ενός ερευνητικού κέντρου δεν αρκούσαν οι απόηχοι των συζητήσεων για την έρευνα στην Ευρώπη και την Αμερική, ούτε οι εκκλήσεις των ελλήνων επιστημόνων που διέπρεπαν σε ξένες χώρες, ούτε οι φωνές ότι η επιστημονική έρευνα και τα πορίσματά της θα μπορούσαν να βοηθήσουν στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της χώρας. Χρειαζόταν ο συγκεκριμένος άνθρωπος ή η ομάδα επιστημόνων που θα ήταν «εκλεκτοί» και «κλητοί» για τα Ανάκτορα και, συγχρόνως, θα μπορούσαν να αρθρώσουν τον περί έρευνας λόγο, να καταστρώσουν ένα πρόγραμμα για την ίδρυση ερευνητικού φορέα και να είναι έτοιμοι να προτείνουν το σχέδιο για την υλοποίησή του, συνδυάζοντας το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό, αρθρώνοντας επαρκές θεσμικό πλαίσιο και υποδεικνύοντας πηγές χρηματοδότησης. Ο κλητός ήταν ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου (1918-2003), υφηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και οικονομικός σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος, κατά τη μαρτυρία του, από τα χρόνια των σπουδών του στην Αγγλία οραματιζόταν την ανάπτυξη της έρευνας στην Ελλάδα και αναζητούσε τρόπους για να σχεδιαστεί το εκσυγχρονιστικό αυτό εγχείρημα, που δεν φαινόταν να είναι στις προτεραιότητες κανενός θεσμού της Πολιτείας. Η ευκαιρία βρέθηκε στην αρχή του 1958, όταν σε μια συνομιλία του με τον βασιλιά Παύλο, μπόρεσε να τον πείσει για την ανάγκη και τη δυνατότητα ίδρυσης ενός ερευνητικού φορέα και να λάβει την εξουσιοδότηση για την πραγματοποίησή του.

Οι προσπάθειες του Πεσμαζόγλου για την άρθρωση των θεωρητικών εισηγητικών κειμένων και την κατάρτιση του προγράμματος για την ίδρυση του ερευνητικού φορέα έγιναν σε σύντομο χρόνο, ίσως το πρώτο δίμηνο του 1958 για να συνεχιστεί η επεξεργασία του Οργανισμού του Βασιλικού Ιδρύματος Ερευνών ώς τις 30 Ιουνίου 1958, οπότε ο βασιλιάς Παύλος υπέγραψε το καταστατικό κείμενο ορίζοντας και το πρώτο 14μελές Διοικητικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του. Ο Κ.Θ. Δημαράς φαίνεται ότι ήταν ο ουσιαστικός συνομιλητής του Πεσμαζόγλου. Τη συνεργασία τους διευκόλυναν οι φιλικές σχέσεις και συζητήσεις τους από την αρχή της δεκαετίας του 1950 και η παράλληλη δημόσια πορεία τους. Μάρτυρες αυτής της συνεργασίας είναι τα κείμενα της εισήγησης για την εκδήλωση της βασιλικής πρωτοβουλίας ίδρυσης του ΒΙΕ και το σχέδιο του Οργανισμού-Καταστατικού, τα οποία εκφράζουν μια διαφωτιστική ανάλυση της εποχής τους, που θεωρούσαν ότι χαρακτηριζόταν από την εφαρμογή της επιστημονικής σκέψης στη δημόσια και ιδιωτική ζωή και την επιστημονική ανάλυση των παραγόντων που επιδρούν στις παραγωγικές διαδικασίες, ως προϋπόθεση για τη χάραξη στρατηγικής αύξησης της παραγωγικότητας, με επίδραση και στην απαρχαιωμένη οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών και της εκπαίδευσης. Η έρευνα των ζητημάτων αμεσότερης σημασίας για την οικονομική πρόοδο του τόπου θα έφερνε τις μελέτες με την εφαρμογή των οποίων θα λύνονταν προβλήματα και θα αναδείκνυε επιστήμονες με κατάρτιση, ερευνητική διάθεση, ήθος και οργανωτική δραστηριότητα που θα δρούσαν ευεργετικά στη βελτίωση της πολιτείας και της κοινωνίας. Η προσέγγιση αυτή συναντούσε την αισιόδοξη βασιλική βούληση για την κατάρτιση μελετών χρησιμοποιήσιμων από το κράτος και τις επιχειρήσεις, για την ανάπτυξη του τόπου[6].

Η συμμετοχή του ακαδημαϊκού Λεωνίδα Ζέρβα (1900-1980), καθηγητή Οργανικής Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών και φιλοξενούμενου ερευνητή στις ΗΠΑ το 1958, στη συζήτηση για το καταστατικό κείμενο, για τις κατευθύνσεις και για τα πρόσωπα που θα αναλάμβαναν τη διοίκηση του ιδρύματος, ήταν καταλυτική, έστω και αν έγινε με αλληλογραφία με τον Πεσμαζόγλου, από τον Μάρτιο ώς τον Ιούλιο του 1958. Η κυριότερη συμβολή του είναι ότι το ΒΙΕ έθεσε πρωταρχικό σκοπό του την προώθηση της πρωτότυπης έρευνας αιχμής, της έρευνας σε «οριακά επιστημονικά πεδία», όπως την έλεγε, καθώς «η συμμετοχή των μικρών χωρών ως η Ελλάς, δι’ αξιολόγων επιστημονικών πρωτοτύπων εργασιών εις την διεθνή επιστημονικήν άμιλλαν, αποτελεί τον πλέον απλούν, πλέον οικονομικόν, πλέον ταχύ, πλέον αποδοτικόν τρόπον διεθνούς προβολής και ηθικής καταξιώσεώς των».

Στις 10 Οκτωβρίου 1958 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Οργανισμός του ΒΙΕ, που όριζε τον σκοπό του, με πέντε επιμέρους επιδιώξεις: α) Παρακολούθηση της επιστημονικής έρευνας, σε συσχετισμό με τις εξελίξεις της διεθνούς έρευνας, β) Ενίσχυση των ερευνητικών προγραμμάτων και έργων των πανεπιστημιακών σχολών και άλλων ιδρυμάτων, γ) Ίδρυση αυτοτελών ή προσαρτημένων Ινστιτούτων, δ) Προαγωγή ατομικών ή ομαδικών ερευνών της ίδιας ή διαφορετικής ειδικότητας, ε) Συνεργασία με τα ανώτατα πνευματικά και επιστημονικά ιδρύματα της χώρας, τις κρατικές υπηρεσίες και τους ιδιωτικούς οργανισμούς επιστημονικών ή άλλων επιδιώξεων.

Το ΒΙΕ ήταν στραμμένο κυρίως προς τις θετικές επιστήμες και ο Ζέρβας, από τη θέση του δεύτερου αντιπροέδρου, είχε κυρίαρχο ρόλο. Ο Δημαράς ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος και οργάνωσε το ΒΙΕ αποτελεσματικά, σύμφωνα και με την εμπειρία του στο ΙΚΥ.

Η χρηματοδότηση του Ιδρύματος εξασφαλίστηκε με τα 2 εκατομμύρια δρχ. που χορηγούσε ετησίως και για 10 χρόνια το Βασιλικό Εθνικό Ίδρυμα, με τα έσοδα των 8 εκατομμυρίων δρχ. περίπου, που απέδιδαν τα 100 εκατομμύρια δρχ. της προικοδότησης του ΒΙΕ από την Κυβέρνηση των ΗΠΑ και με το 1,5 εκατομμύριο δρχ., ετησίως και για 5 χρόνια, της χορηγίας του Ιδρύματος Ford.

Από τις πρώτες αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν η κατάρτιση συνοπτικού οικοδομικού προγράμματος για το κτίριο του ΒΙΕ, που θα στέγαζε την υπό συγκρότηση Βιβλιοθήκη περιοδικών όλων των επιστημών κατ᾽ επιλογήν από όλο τον κόσμο, τη διοίκηση, το αμφιθέατρο και τα Ινστιτούτα Θεωρητικών και Θετικών Επιστημών, αφού η Κυβέρνηση υποσχέθηκε την παραχώρηση κατάλληλου οικοπέδου και η Αμερικανική Αποστολή βοήθεια 50 εκατομμυρίων δρχ. για την οικοδόμηση κτιρίου, που τελικά θεμελιώθηκε στις 10 Μαΐου 1965, λειτούργησε στις αρχές του 1968 και έκτοτε στεγάζει το ΕΙΕ.

Συντάχθηκε ακόμη ο κανονισμός για την ενίσχυση των εκτός ΒΙΕ ερευνών, δόθηκε η δυνατή δημοσιότητα στην πρόσκληση για υποβολή ερευνητικών προτάσεων και ορίστηκαν 20 γνωμοδοτικές επιτροπές για όλους τους επιστημονικούς κλάδους.

Στις προτεραιότητες του ΔΣ ήταν και η άμεση συγκρότηση της Βιβλιοθήκης, με επιλογή περιοδικών όλων των επιστημών από όλες τις χώρες, παρ᾽ όλο που η έλλειψη ιδιόκτητου κτιρίου δυσκόλευε το εγχείρημα. Στις 10/11/1959 ο Διευθύνων Σύμβουλος Δημαράς απευθύνει εγκύκλιο προς τα μέλη της επιστημονικής κοινότητας, προκειμένου, καθηγητές και υφηγητές κυρίως, να καταθέσουν τις προτάσεις τους για περιοδικά των ενδιαφερόντων τους για «να καταρτισθούν πίνακες εκφράζοντες τας ειδικάς ανάγκας του ελληνικού επιστημονικού κοινού εις το οποίον η Βιβλιοθήκη αυτή θα είναι αφιερωμένη». Η επιλογή και η ετοιμασία των καταλόγων άρχισε αμέσως και στο τέλος του 1961 εγκρίνονται οι πρώτες παραγγελίες και η πρόσληψη βιβλιοθηκαρίου. Στα μέσα του 1962 εγκρίνονται οι κατάλογοι των περιοδικών και εισηγούνται τα μέλη: Ελληνισμός: αρχαίος, μεσαιωνικός, νεότερος (Δημαράς). Φυσική: εφηρμοσμένη φυσική, ηλεκτρονικά, αστρονομία, μετεωρολογία (Ζέρβας, Αλεξόπουλος). Μαθηματικά: εφηρμοσμένα μαθηματικά, γεωδαισία (Κριτικός). Στα μέσα του 1965 εγκρίνεται ο κατάλογος των νομικών περιοδικών και τον Οκτώβριο του 1967 ο κατάλογος των περιοδικών νομικών, οικονομικών και κοινωνικών ερευνών (Π. Χριστοδουλόπουλος, Πεσμαζόγλου με τη συνεργασία του Ι. Περιστιάνη, διευθυντή του Κέντρου Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών).

 

Από τη διοίκηση του ΒΙΕ στη διεύθυνση του ΚΝΕ

Οι πλεονασματικοί προϋπολογισμοί των δύο πρώτων χρόνων επέτρεψαν στο ΔΣ να προχωρήσει στην ίδρυση δικών του κέντρων ερευνών και στις 11/5/1960 αποφάσισε την ίδρυση του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών (ΚΒΕ) και του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών (ΚΝΕ) με κοινή στέγη, βιβλιοθήκη και γραμματεία, τα οποία άρχισαν να λειτουργούν την 1/12/1960 με 2 ερευνητές και 4 βοηθούς έρευνας και 1 ερευνητή και 5 βοηθούς έρευνας αντίστοιχα, και Διευθυντές τον Διονύσιο Ζακυθηνό και τον Μιχαήλ Λάσκαρι[7]. Πρέπει να επισημανθεί ότι με τις αποφάσεις αυτές το ΔΣ μετακινήθηκε από το αρχικό σχέδιο ίδρυσης ενιαίου Ινστιτούτου Ηθικών Επιστημών προς δύο επιμέρους Κέντρα, αφού συζήτησε στις 13/4/1960 μια πρώτη εισήγηση Επιτροπής, την οποία αποτελούσαν ο αρχαιολόγος Χρήστος Καρούζος, ο Ζακυθηνός και ο Δημαράς (που ήταν και ο εμπνευστής της εισήγησης) για την ίδρυση Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών, το οποίο «πρέπει να έχη σκοπούς ευρυτάτους περιλαμβάνοντας από απόψεως χρόνου όλες τις προϋποθέσεις αι οποίαι ωδήγησαν εις την διαμόρφωσιν του Νεοελληνικού Πολιτισμού, από απόψεως χώρου όλους τους γειτονεύσαντας Πολιτισμούς και τας σχέσεις των μετά του Ελληνικού Πολιτισμού, και τέλος από απόψεως είδους όλας τας εκδηλώσεις αι οποίαι απαρτίζουν την έννοιαν Νεοελληνικός Πολιτισμός»[8]. Το ΔΣ στις 13/4/1960 δεν δέχτηκε την εισήγηση, αλλά συμπλήρωσε την Επιτροπή με τον προτεινόμενο από αυτήν ως διευθυντή του Ινστιτούτου, Μ. Λάσκαρι, και ζήτησε να επανέλθει με νέα εισήγηση, που συζητήθηκε στις 11/5/1960 και κατέληξε στην ίδρυση των δύο Κέντρων.

Ο Κ.Θ. Δημαράς βίωσε ως ήττα τη λύση, που ακολουθούσε το τρίσημο σχήμα της ελληνικής ιστορίας, καθώς θα διαιώνιζε τον παραγκωνισμό του νέου ελληνισμού ως αντικειμένου έρευνας και δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του για τη στάση του Δ. Ζακυθηνού, μέλους της εισηγητικής επιτροπής, που άλλαξε γνώμη, παρ’ όλο που είχε υπογράψει την πρώτη εισήγηση, και ευκόλυνε το ΔΣ να πάρει μία απόφαση που ήταν κοντά στα κρατούντα: αντί ενός Ινστιτούτου, δύο Κέντρα που θα παρακολουθούσαν τις δύο από τις τρεις περιόδους της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας. (Το Κέντρο για την αρχαιότητα θα λειτουργήσει το 1979). Μοναδικός εταίρος του ΚΒΕ ορίστηκε ο Ζακυθηνός, που θα είναι και διευθυντής του έως το 1975. Εταίροι του ΚΝΕ ορίστηκαν ο Καρούζος, ο Ζακυθηνός, ο Λάσκαρις και ο Δημαράς. Ο Λάσκαρις θα είναι τυπικά διευθυντής του ώς το 1962, οπότε τον διαδέχεται ο Δημαράς που ήταν ο εμπνευστής του και ουσιαστικά ο διευθυντής του, μετά τη λήξη της θητείας του (1958-1962) ως Διευθύνοντος Συμβούλου του ΒΙΕ, για να παραμείνει διευθυντής του ΚΝΕ έως το 1972.

Αντικείμενο του ΚΝΕ ορίστηκε από την αρχή η ιστορία και η φιλολογία του νέου ελληνισμού, χωρίς χρονολογικούς, εδαφικούς και θεματικούς περιορισμούς, όπως απαιτούσε «η συνείδησις της ανεπαρκούς αυτογνωσίας του νέου ελληνισμού, η συνείδησις των άμεσων και ζωτικών αναγκών αι οποίαι επιβάλλουν όπως ο νέος ελληνισμός λάβη σαφή γνώσιν του περιβάλλοντος αυτόν κόσμου από βορρά, από ανατολών, αλλά και από την δύσιν και από τον νότον»[9].

Για την επιτυχία του θεωρήθηκαν απαραίτητες προϋποθέσεις, και επομένως πρώτοι στόχοι του, η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών και κλίματος για τη διαμόρφωση των νέων επιστημόνων που επιλέχθηκαν να το υπηρετήσουν ή θέλησαν να ενταχθούν στον κύκλο του. Ιδιαίτερα εκείνων που εργάζονταν χωρίς πλαίσιο αναφοράς και αβοήθητοι. Οι συλλογικές εργασίες θεωρήθηκαν μηχανισμός διαλόγου και αλληλοδιδασκαλίας αλλά και εσωτερικής καλλιέργειας. Η σύνδεση με την ξένη επιστήμη ήταν από τους εμφανείς στόχους με εμβληματικό παράδειγμα τη δημιουργία βιβλιοθήκης ξένων περιοδικών από το ΒΙΕ και η προμήθεια ξενόγλωσσων δημοσιευμάτων που πλούτιζαν προνομιακά την κοινή βιβλιοθήκη ΚΒΕ και ΚΝΕ. Οι επαφές με τους ξένους και τους Έλληνες που δίδασκαν και ερευνούσαν νεοελληνική ιστορία και φιλολογία στο εξωτερικό ήταν στις άμεσες προτεραιότητες.

Ο Κ.Θ. Δημαράς αλλά και οι ερευνητές του ΚΝΕ είχαν συνείδηση των ελλείψεων των νεοελληνικών σπουδών και γνώριζαν ότι αυτές δεν θα τις καλύψει η ξένη επιστήμη, όπως έγινε για παλαιότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας: Λεξικά, κατάλογοι, βιβλιογραφίες, λογής ευρετήρια, εκδόσεις κειμένων και τεκμηρίων, όλα αυτά που περιλαμβάνονταν στον συνθηματικό τίτλο «Για μια εθνική απογραφή», έπρεπε να σχεδιαστούν και να αρχίσει η συγκέντρωση του υλικού και η σύνταξη των πλέον απαραίτητων και σωστικών, σε μιά χώρα όπου η κατάσταση των βιβλιοθηκών και των αρχείων κάθε άλλο παρά βοηθητική ήταν για τέτοια εγχειρήματα.

Στη γραμμή που χάραξε ο Κ. Άμαντος διατέθηκαν ερευνητικές δυνάμεις από το ΚΝΕ και κινητοποιήθηκαν εξωτερικοί συνεργάτες και εθελοντές για την ολοκλήρωση της Ελληνικής Βιβλιογραφίας 1800-1863 με την ενεργή παρουσία του συντάκτη της Δ.Σ. Γκίνη[10]. Οργανώθηκαν επίσης αποστολές σε βιβλιοθήκες και αρχεία της Βενετίας και της ελληνικής περιφέρειας και θησαυρίστηκαν σε μικροταινίες έντυπο και αρχειακό υλικό, που στήριξε μικρότερες ή ευρύτερες μελέτες των ερευνητών και διαχρονικά των μελών της επιστημονικής κοινότητας που ενημερώνονταν από τους ετήσιους απολογισμούς του ΚΝΕ για την ύπαρξή τους.

Όπως σημειώθηκε και σε προηγούμενη ενότητα, το ΚΝΕ κάλυψε τις ανάγκες δημοσιότητας των συγγραφικών επιδόσεων των συνεργατών του με πολυγραφημένα βιβλία τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του «αντί χειρογράφου» και αργότερα τυπωμένα, αλλά δεν ίδρυσε δικό του περιοδικό, όπου θα έπρεπε να δημοσιεύονται οι μελέτες των συνεργατών με διάφορους περιορισμούς, από τους οποίους πρώτος ήταν η χρήση της καθαρεύουσας. Η λύση βρέθηκε με την ίδρυση του Ομίλου Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού το 1962 και του περιοδικού του Ο Ερανιστής το 1963: εταίροι του Ομίλου ήταν και τα μέλη του ΚΝΕ, τα οποία μετείχαν στη Συντακτική Επιτροπή του Ερανιστή, ήταν επιμελητές των τευχών του και δημοσίευαν τον κύριο όγκο των μελετημάτων τους. Άλλα μελετήματά τους δημοσιεύτηκαν στα τεύχη και τους τόμους άλλων περιοδικών, με ξεχωριστό παράδειγμα τις Εποχές, όπου δημοσιεύτηκαν δύο σειρές μελετημάτων σχεδιασμένες από τον Κ.Θ. Δημαρά: Σταθμοί προς την νέα ελληνική κοινωνία (1964) και Περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο (1966), που κυκλοφόρησαν και με τη μορφή συλλογικών βιβλίων το 1965 και το 1968 αντίστοιχα.

Κατά την περίοδο της θητείας του Κ.Θ. Δημαρά 1960-1972 τα αυτοτελή δημοσιεύματα του ΚΝΕ είναι 12, ενώ έχουν καταγραφεί 137 μελέτες συνεργατών του σε ποικίλα περιοδικά, πρακτικά συνεδρίων και αυτοτελείς εκδόσεις, ανάμεσά τους και τα βιβλία της σειράς Νέα Ελληνικά Κείμενα του ΟΜΕΔ (Δύο τόμοι της Αλληλογραφίας Κοραή, οι Εφημερίδες του Π. Κοδρικά, η Αλληλογραφία Δ. Φιλιππίδη – Barbié du Bocage – Ανθ. Γαζή, Τα Ευρισκόμενα του Δ. Καταρτζή).

Το ΚΝΕ στα χρόνια του Κ.Θ. Δημαρά ξεκίνησε με 6 ερευνητές το 1961, που έμειναν 4 ή 3 από το 1966 ώς το 1972. Με τη βοήθεια των εταίρων, των φιλοξενούμενων και των εθελοντών μπόρεσε να στηρίξει, ώς ένα βαθμό, τα πολλά και φιλόδοξα έργα που άρθρωσαν το πρόγραμμά του και όσα ολοκληρώθηκαν ανέδειξαν νέες προτεραιότητες στην έρευνα και άλλους τρόπους στην προσέγγιση του παρελθόντος. Από την άποψη της διαμόρφωσης των νέων ερευνητών λειτούργησε ως μεταπτυχιακό κέντρο κατάρτισης με ανανεωτικές επιλογές στο χώρο των νεοελληνικών ερευνών.

Λίγα χρόνια αργότερα, που χώρεσαν το αιματηρό τέλος των δικτατοριών και τη δυστυχία της εισβολής και κατοχής της Κύπρου, αλλά και τη ζωηρή ελπίδα της Μεταπολίτευσης, ο Κ.Θ. Δημαράς αποφασίζει να συγκεντρώσει τις μελέτες του, ξαναθεωρημένες, σε θεματικούς τόμους. Αναγκαίος συνεργός, ίσως και υποκινητής, με ευρύτερο σχέδιο, ο Φίλιππος Ηλιού (1931-2004), που έχει εγκαινιάσει το 1976 την εκδοτική του σειρά Νεοελληνικά Μελετήματα στον εκδοτικό οίκο Ερμής, με νέες φροντισμένες εκδόσεις παλαιότερων μελετών, αρχίζοντας από τον Μανουήλ Γεδεών (1851-1943), Η πνευματική κίνησις του Γένους κατά τον ΙΗ´ και ΙΘ´ αιώνα. Θα ακολουθήσει ο Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός το 1977. Ο δεκασέλιδος πρόλογός του θα κλείσει με τον ύμνο στην έρευνα:

Έξω από όλες τις άλλες χαρές, τις οποίες μας προσφέρει η έρευνα, εκείνη που, νομίζω, μας εμψυχώνει το περισσότερο, είναι ότι μετέχουμε σε ένα αδιάκοπο, υπερατομικό γίγνεσθαι, καμωμένο από αυτές τις διαδοχικές προσεγγίσεις· εναλλαγή σφαλμάτων και κατακτήσεων στην κατεύθυνση των γνώσεων. Μία ευλογημένη χειροθεσία που μας επιτρέπει να αφήνουμε την επιστήμη μας λίγο ή περισσότερο προχωρημένη από όσο την εβρήκαμε. Διαδοχικές προσεγγίσεις μέσα στο δικό μας έργο, πρόθυμοι, καθώς ταιριάζει, να ξαναπαίρνουμε πάντοτε τον άλλο δρόμο, όταν εκείνος που επήραμε φαίνεται να μην οδηγεί σε καινούριες γόνιμες υποθέσεις. Αλλά και, επίσης, από τον ένα στον άλλον με τις συνεχείς ανανεώσεις, όσες φέρνει η έρευνα των νεωτέρων, στηριγμένη στην έρευνα των παλαιοτέρων την οποία ξεπερνάει· τέλος με την αλλαγή προοπτικής, που φέρνει η διαδοχή των γενεών. Τέτοια είναι η ευφορία την οποία μας δίνει η πεποίθηση ότι το έργο μας μένει, έτσι, γόνιμο και χρήσιμο, μετέχοντας στις αλλαγές που συνθέτουν την προαγωγή της επιστήμης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Κ.Θ. Δημαράς, «Δεοντολογία», εφ. Το Βήμα, 28/7/1972 [=Σύμμικτα, Δ´ Λόγια περί μεθόδου, τ. Β´ 1964-1989, Επιλογή κειμένων Φίλιππος Ηλιού, επιμέλεια Πόπη Πολέμη, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη και Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2013, σ. 880.] Πβ. και Πόπη Πολέμη, «Η ανατρεπτικότητα της επιμονής», στο ίδιο, τ. Α´, σ. κα´, σημ. 11.

[2] Την τεκμηρίωση όσων αναπτύσσονται εδώ στην ενότητα Αναζητώντας δασκάλους, συλλογικότητες, και φορείς έρευνας ο αναγνώστης μπορεί να τη δει στο δημοσίευμά μου «Δημήτριος Σ. Γκίνης (1890-1978), ο μελετητής της παιδείας», Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών - Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας, Αφιέρωμα στον Δημήτριο Σ. Γκίνη (1890-1978), ιστορικό του Δικαίου, μελετητή της παιδείας και βιβλιογράφο, Πρακτικά ημερίδας, Αθήνα, 21 Δεκεμβρίου 2016, Αθήνα 2017, σ. 26-32, υποσημειώσεις 23-40.

[3] Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από το αρχείο Κ.Θ. Δημαρά.

[4]Αρχείο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Πρακτικά Διοικητικού Συμβουλίου και Εκτελεστικής Επιτροπής. Πρακτικά Εκτελεστικής Επιτροπής. Συνεδρία 204, 20 Απριλίου 1970.

[5] Ευρύτερη πραγμάτευση και τεκμηρίωση για την ενότητα Οι θητείες του σε δημόσιους φορείς παιδείας και έρευνας, ο αναγνώστης μπορεί να τη δει στη μελέτη μου «Ιστορικό σχεδίασμα για την ίδρυση και την πορεία του ΕΙΕ» Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών 1958-2008. Ίδρυση-πορεία-προοπτικές, 50 χρόνια Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008, σ. 12-23 και 44-48, σημειώσεις 1-36, 39. Οι πηγές για το ΕΙΕ συγκεντρωμένες: Τα ιδρυτικά κείμενα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και η αλληλογραφία Ι. Στ. Πεσμαζόλου – Λ.Θ. Ζέρβα, επιμέλεια Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, 50 χρόνια Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008, 167 σ.

[6] Έχει υποστηριχθεί, με επιχειρήματα βασισμένα σε εσωτερικά στοιχεία του κειμένου, από τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, Η συμβολή του Γιάγκου Πεσμαζόγλου στην ίδρυση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα, ΙΝΕ·ΕΙΕ, 2006, σ. 24-25, ότι η ανώνυμη «Εισήγησις διά την εκδήλωσιν βασιλικής πρωτοβουλίας προς οργάνωσιν και προαγωγήν συγχρονισμένων επιστημονικών ερευνών εις την Ελλάδα» γράφτηκε από τον Κ.Θ. Δημαρά, άποψη που δέχτηκα στη μελέτη μου «Ιστορικό σχεδίασμα για την ίδρυση και την πορεία του ΕΙΕ», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών 1958-2008…, ό.π., σ. 14-15, 45-46, προσθέτοντας και στοιχεία για την τύχη της, κατά τις διαδικασίες ίδρυσης και την δημοσίευσα, με απόδοση στον Κ.Θ. Δημαρά, στο βιβλίο Τα ιδρυτικά κείμενα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών…, ό.π., σ. 43-50. Πρόσφατα σε μέρος του Αρχείου Κ.Θ. Δημαρά, που φυλάσσει η οικογένειά του, εντόπισα ένα δαχτυλόγραφο υπόμνημα, χωρίς τίτλο, μηνολογημένο: Απρίλιος 1970, στο οποίο ο Κ.Θ. Δημαράς, γράφοντας σε τρίτο πρόσωπο, δίνει στοιχεία, που αναιρούν τις κατηγορίες εναντίον του, οι οποίες διατυπώθηκαν το 1967 για να αιτιολογήσουν την απόλυσή του από το ΙΚΥ, προκειμένου οι υποστηρικτές του να οπλιστούν με επιχειρήματα για να ανατρέψουν την αρνητική απόφαση για την έκδοση διαβατηρίου τον Απρίλιο του 1970, όπως σημειώσαμε παραπάνω. Το απόσπασμα του υπομνήματος του 1970, που δημοσιεύω εδώ, συγκρινόμενο με τις σ. 49-50 της «Εισηγήσεως» επιβεβαιώνει ότι και αυτή είναι γραμμένη από τον Κ.Θ. Δημαρά.

«Κατά το 1958 ο αείμνηστος Βασιλεύς Παύλος απεδέχθη εισήγησιν ευαρίθμων προσώπων τα οποία έκρινον αναγκαίαν την σύστασιν Ιδρύματος ενθαρρύνοντος την εν Ελλάδι επιστημονικήν έρευναν, ουχί προς σκοπούς χρησιμοθηρικούς, αλλά προς ολοκλήρωσιν της επιστημονικής προσωπικότητος νέων ερευνητών ασχέτως προς την εκπαίδευσιν. Ο Κ.Θ. Δημαράς, ο οποίος ήτο εκ των πρώτων τούτων εισηγητών, έκρινεν ότι συνάμα τοιούτο Ίδρυμα θα ηδύνατο να ολοκληρώση τον θεσμόν των υποτροφιών, διά της αξιοποιήσεως, συν άλλοις, και παλαιών υποτρόφων ρεπόντων προς την έρευναν. Διετέλεσεν από της συστάσεως του Ιδρύματος (1958) πρώτος Διευθύνων Σύμβουλος αυτού, πάντες δε οι κανονισμοί των τριών δραστηριοτήτων τούτου (Βιβλιοθήκη, Κέντρα, Ενίσχυσις ερευνών) εξήλθον εκ των χειρών του. Τούτο συμβαίνει και ως προς το Ίδρυμα Υποτροφιών: αμφότερα τα Ιδρύματα εξακολουθούν σήμερον λειτουργούντα ως προς το κύριον έργον των βάσει κανονισμών υπ᾽ αυτού συλληφθέντων και παρ᾽ αυτού συνταχθέντων».

[7] Πρακτικά ΕΙΕ, ΙΘ´ ΔΣ/11.5.60 και ΚΔ´ ΔΣ/5.12.60.

[8] Πρακτικά ΕΙΕ, ΙΗ´ ΔΣ/13.4.60. Η φυσιογνωμία του Ινστιτούτου όπως περιγράφεται στην εισήγηση, είχε κύριο εμπνευστή τον Δημαρά και ίσως διαμορφώθηκε με διαδοχικές προσεγγίσεις και στο πλαίσιο του Μορφωτικού Συλλόγου «Αθήναιον», που λειτουργούσε από το 1946. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στο έγγραφο που απευθύνει στις 24.11.58 στο ΒΙΕ το «Αθήναιον» (Πρόεδρος Κάρολος Αρλιώτης, αντιπρόεδρος Χ. Καρούζος, μέλος Κ. Δημαράς) δηλώνει ότι έχει θέσει ως σκοπό του την ίδρυση Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών, του οποίου η αναγκαιότητα είναι κοινή συνείδηση: «Το Ινστιτούτον αυτό θα έχη επίκεντρον τον ελληνικόν χώρον εν σχέσει προς τον νεώτερον ελληνισμόν. Αι έρευναί του όμως θα εξαπλούντο από απόψεως γεωγραφικής εις ολόκληρον την περιοχήν της καθ’ ημάς Ανατολής, ήτοι εις την λεκάνην της ανατολικής μεσογείου, περιλαμβάνουσαι και την μελέτην όλων των από θαλάσσης και από ξηράς συνορευόντων λαών και πολιτισμών· από απόψεως χρόνου θα εξετείνοντο προς την αναζήτησιν πάντων των στοιχείων όσα συνετέλεσαν εις την διαμόρφωσιν του νέου ελληνισμού». Το έγγραφο κατέληγε στην πρόταση να αναλάβει το ΒΙΕ την ίδρυση (Αρχείο Ι. Πεσμαζόγλου), Πβ και Αθήναιον, Πρώτη εικοσαετία 1946-1966, Αθήνα 1967, 205 σ. Ο Διευθύνων Σύμβουλος Δημαράς σημείωσε στη σφραγίδα του πρωτοκόλλου: απήντησα προφορικώς και την υπάρξή του θα την επικαλεσθεί, χωρίς να την κατονομάζει, στην εισήγηση της Επιτροπής στο ΔΣ.

[9] Κ.Θ. Δημαράς [Απολογισμός πρώτης τετραετίας ΒΙΕ], Βασιλικόν Ίδρυμα Ερευνών, Επετηρίς 4 (1962) 115. Για το έργο του ΚΝΕ, 1960-1972 βλ. Εκθέσεις Πεπραγμένων του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών, Επετηρίς 3 (1961) – 10 (1968). – Κέντρον Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Έκθεση Εικοσαετίας 1960-1980, Αθήνα 1980, 125 σ. – Λουκία Δρούλια, «Νέες αντιλήψεις και εφαρμογές στην ιστορική έρευνα: το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών», Πενήντα χρόνια νεοελληνικής παιδείας. Η παρουσία του Κ.Θ. Δημαρά στην επιστήμη των νεοελληνικών γραμμάτων. Αλέξανδρος Αργυρίου, Λουκία Δρούλια, Φίλιππος Ηλιού, Αικατερίνη Κουμαριανού, Παναγιώτης Μουλλάς, Γ.Π. Σαββίδης, Εμμ. Φραγκίσκος. Κ.Θ. Δημαράς: Χειροθεσία, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Ιδρυτής Σχολή Μωραΐτη, 1985, σ. 27-37. – Λουκία Δρούλια, «Κ.Θ. Δημαράς: Από τη θεωρία στην πράξη», Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Επιστημονική Συνάντηση στη μνήμη του Κ.Θ. Δημαρά, Αθήνα 1994, σ. 13-20.

[10] Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, «Ιστορία του βιβλίου: συνέχειες και ανανεώσεις», École Française D’Athènes – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών – Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, περιοδικό Μνήμων, Συναντήσεις της ελληνικής με τη γαλλική ιστοριογραφία από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα, Αθήνα 2015, σ. 105-108.

Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης

Ιστορικός, ομότιμος διευθυντής ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Κυκλοφορεί το βιβλίο του: Τα εμπορικά εγχειρίδια της Βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας και η εμπορική εγκυκλοπαίδεια του Νικολάου Παπαδοπούλου (1991).

Τελευταία άρθρα από τον/την Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.