Έτσι, οι συγκρούσεις των Σουλιωτών με τις οθωμανικές αρχές της περιοχής τους και ιδίως η παρατεταμένη σύγκρουσή τους με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων στις αρχές του 19ου αιώνα καταγράφηκαν εξαρχής ως αγώνες υπέρ της ελληνικής εθνικής ανεξαρτησίας, ενώ η ένταξη της ένοπλης σουλιωτικής δύναμης, μια εικοσαετία αργότερα, στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης κατέταξε τους Σουλιώτες μεταξύ των πρωτεργατών της ενσάρκωσης των εθνικών οραμάτων. Ως εκ τούτου, η ιστοριογραφία της σουλιωτικής κοινωνίας εντάχθηκε, ιδιαίτερα μέσα στον 19ο αιώνα, στο πλαίσιο της επίσημης εθνικής ιδεολογίας, υποβαθμίζοντας, παραβλέποντας ή και αποσιωπώντας τη δυναμική της οργανικής άρθρωσης των Σουλιωτών στις πραγματικότητες του ευρύτερου χώρου παρουσίας τους.
Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, νέα αρχειακά και άλλα πρωτογενή τεκμήρια ήρθαν στο φως της δημοσιότητας δίνοντας νέες διαστάσεις στις πραγματικότητες της σουλιωτικής παρουσίας στον ευρύτερο χώρο ανάπτυξής της κατά τον 18ο αιώνα, έτσι ώστε, ήδη από το 1929, ο μητροπολίτης Παραμυθίας και Πάργης, Αθηναγόρας, να παραδέχεται, σε σχετικό με το Σούλι δημοσίευμά του στα Ηπειρωτικά Χρονικά, τα εξής:
Αληθώς πρέπει να ομολογήσωμεν ότι η ιστορία τόσον του Σουλίου όσον και της Πάργας η αληθής και πραγματική δεν εγράφη εισέτι. Ο Περραιβός ο κυρίως ιστοριογράφος αυτής δεν είναι αξιόπιστος εν πάσι και ο Αραβαντινός δε είναι ανακριβής.
Τα τέσσερα σουλιοτοχώρια: κοινωνική οργάνωση, ασχολίες
Η αλβανοφωνία των Σουλιωτών, η οποία μαρτυρείται σαφώς από τις πηγές, τους συνδέει με μια μαζική μεταναστευτική κίνηση τμημάτων του αλβανικού πληθυσμού που ως ποιμένες-πολεμιστές κινούνται προς νότο ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα. Ως φύλα ποιμενικά-νομαδικά, αυτόνομα και άπορα, σε συνεχή ή εποχική μετακίνηση μεταξύ βουνών, κοιλάδων και πεδιάδων , τα οποία επιχειρούν ληστρικές επιδρομές γύρω από τις οχυρές πόλεις, παρουσιάζουν οι βυζαντινές πηγές τα μεταναστευτικά αλβανικά φύλα των αρχών του 14ου αιώνα.
Οι αλβανικές μεταναστευτικές ομάδες είναι οργανωμένες σε μεγάλες αιματοσυγγενικές ομάδες του τύπου του γένους. Η επιθετική δράση τους θα απειλήσει ώς και τις αρχές των Ιωαννίνων. Μετά την οθωμανική κατάκτηση της περιοχής, στα μέσα του 15ου αιώνα, τα ισχυρά αλβανικά γένη των πεδινών θα εξισλαμιστούν σταδιακά, έτσι ώστε μέσα στον 17ο-18ο αιώνα θα βρεθούν πλέον πλήρως ενσωματωμένα στον οθωμανικό στρατιωτικο-διοικητικό μηχανισμό κατέχοντας αξιώματα και προσόδους.
Το βουνό ωστόσο παρέμεινε χριστιανικό. Οι σουλιωτικοί οικισμοί αναπτύχθηκαν στο κεντρικό κοίλωμα των οροσειρών της Παραμυθιάς και των γνωστών αργότερα ως όρη Σουλίου. Φυσικά οχυρωμένοι μέσα στο οχυρό πέταλο που σχημάτιζαν οι συμπαγείς ορεινοί όγκοι εντός των οποίων περικλείονταν, ήταν αθέατοι στον εξωτερικό κόσμο. Η ποιμενική σουλιωτική ομάδα, με σταθερή εδαφική αναφορά τον ευρύτερο ορεινό χώρο που την περιέβαλλε, αναζήτησε στον τόπο της εδραίας εγκατάστασής της ένα μόνιμο καταφύγιο για την επιβίωση και αναπαραγωγή της ίδιας και των ποιμνίων της. Μακριά από τις επιδημίες που πλήττουν κατά διαστήματα την περιοχή, θα παραμείνει ενσφηνωμένη στον συγκεκριμένο ορεινό χώρο και θα απομονωθεί εκεί, σιωπηλή και αυτάρκης, για να αναδυθεί στο ιστορικό προσκήνιο μέσα στον 18ο αιώνα, έχοντας πλέον συγκροτήσει μία ευρύτερη κοινωνική ενότητα, εκείνη των τεσσάρων σουλιωτικών χωριών.
Ποιμενική κοινωνία η σουλιωτική, με κυρίαρχη ασχολία την κτηνοτροφία, εμφανίζεται μέσα στον 18ο αιώνα συγκροτημένη στη βάση μεγάλων, οργανωμένων συγγενικών ομάδων του τύπου του γένους. Ο Περραιβός αναφέρει ότι «μέσα δε εις αυτά τα τέσσαρα χωρία είναι διάφοραι γενεαί, κοινώς λεγόμεναις φάραις» (Χρ. Περραιβός, Ιστορία Σουλίου και Πάργας, Βενετία 1815, τ. Α΄, σ. 32). Η κάθε φάρα κατοικεί σε συγκεκριμένο χωριό, όπου και συγκεντρώνονται τα μέλη της. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο πληθυσμός των τεσσάρων χωριών του Σουλίου ανέρχεται σε 3.000-3.500 άτομα, συγκροτημένα σε 32 γένη, στα οποία αντιστοιχούν περί τις 600 οικογένειες. Ο αριθμός των μαχίμων του τετραχωρίου ανέρχεται σε 1.200 περίπου.
Στον οικισμό του Σουλίου κατοικούσαν 425-450 οικογένειες, οι οποίες συγκροτούσαν τις εξής εικοσιδύο φάρες: Τζαβελλάτες, Μποτζαράτες, Δαγκλιάτες, Μπουζιάτες, Σεάτες, Καλογεράτες, Νικάτες (και: Κουτζονικάτες), Ζαρμπάτες, Καραμπινάτες, Βελιάτες, Θανασάτες, Κασκαράτες, Τοράτες, Μαντζάτες, Παπαγιαννάτες, Βασιάτες, Τοντάτες, Ματάτες, Σαχινάτες, Δρακάτες, Μπουζμπάτες και Παλαμάτες. Στη Σαμονίβα κατοικούσαν 30-50 οικογένειες που συγκροτούσαν τρεις φάρες: Μπεκάτες, Δαγκλιανάτες, Ηράτες. Στην Κιάφα κατοικούσαν 60-90 οικογένειες που συγκροτούσαν τέσσερις φάρες: Ζερβάτες, Νικάτες, Φωτάτες, Πανταζάτες. Στον Αβαρίκο κατοικούσαν 55-65 οικογένειες που συγκροτούσαν τρεις φάρες: Σαλαράτες (και: Σαλατάρες), Μπουφάτες , Ζιοβίτες (και: Τζιορίτες) (Χρ. Περραιβός, 1815, τ. Α’, σ. 32 ‧ 1956, σ. 62).
Τα μέλη του σουλιωτικού γένους/φάρας συνδέονται μεταξύ τους με γενεαλογικούς δεσμούς. Καταγωγή και διαδοχή είναι πατρογραμμικές. Τα ονόματα των απογόνων επαναλαμβάνουν το όνομα του παππού ή του πατέρα, το οποίο επέχει συχνά τη θέση επωνύμου. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Περραιβού: «κάθε φάρα πείθεται εις τον προεστότερον ή ανδρειότερον ή Καπιτάνον της, αν έχη έξω μόνον αν είναι ενάντιος της Πατρίδος» (Χρ. Περραιβός, 1815, τ. Α΄, σ. 32). Το κάθε γένος υπάκουε στον αρχηγό του. Έχει επομένως μία ισχυρή, κεντρική αρχή, προσωποποιούμενη στον αρχηγό, ως επικεφαλής της πυραμίδας των διακλαδώσεών του. Το γένος/φάρα εμφανίζεται κατά συνέπεια ως αυτοκέφαλο, αυτεξούσιο και αυτόνομο απέναντι στα υπόλοιπα γένη/φάρες.
Τα αυτοκέφαλα σουλιωτικά γένη συνδέονται μεταξύ τους σε επίπεδο τετραχωρίου μέσω της συνάθροισης των αρχηγών των γενών, της «πλεκεσίας», όρος αλβανικής προέλευσης που μπορεί να αποδοθεί ως « γεροντική» (Λ. Κουτσονίκας, Γενική Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1863, τ. Α΄, σ. 23). Η συνάθροιση είχε έκτακτο χαρακτήρα και οι αρμοδιότητές της ήταν ρυθμιστικές, αλλά και ελέγχου και επιβολής κυρώσεων, βάσει των κανόνων του εθιμικού δικαίου, στα παρεκτρεπόμενα μέλη των συγγενικών ομάδων. Στις πηγές γίνεται συχνά αναφορά στο έθιμο της αντεκδίκησης, το οποίο εμφανίζεται ως βαθιά ριζωμένο στις σουλιώτικες φάρες, με συνέπεια να επικρατούν ανάμεσά τους ισχυρά μίση και διχόνοιες. «Βάρβαρον συνήθειαν του να αλληλοκτονώσι διά τας τυχούσας αιτίας» θα χαρακτηρίσει, από την Ευρώπη των Φώτων, το έθιμο, ο Αδ. Κοραής (Αδ. Κοραής, Υπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι, Αθήνα 1853, σ. 47).
Όπως πολλές γειτονικές περιοχές, θα δεχτούν και οι Σουλιώτες την τόνωση του χριστιανικού θρησκευτικού του αισθήματος μέσα από την παρουσία και διδασκαλία , το 1779, του Κοσμά του Αιτωλού. Ωστόσο, η προφορική παράδοση θέλει τον Κοσμά τον Αιτωλό να επιπλήττει τους Σουλιώτες «διά τας πολλάς κλεψίας» […] «αυθαιρεσίας και ληστείας» (Φ. Μιχαλόπουλος, Κοσμάς ο Αιτωλός Αθήνα 1930, σ. 122‧Β. Κραψίτης, Η ιστορία της Παραμυθιάς, Αθήνα 1985, σ. 40) τις οποίες διέπρατταν, μεταφέροντας προφανώς τον απόηχο μιας ανάλογης δράσης των Σουλιωτών στη συνείδηση και μνήμη των περίοικων πληθυσμών.
Οι περιηγητές που θα γνωρίσουν από κοντά, μέσα στην πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, τους αλβανόφωνους πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής θα σχολιάσουν σχετικά: «Δεν εκδηλώνουν στην πράξη κανέναν θρησκευτικό φανατισμό», θα γράψει ο G. de Vaudoncourt «και στον βαθμό που αποκαλούνται Αλβανοί, η χριστιανική ή μωαμεθανική θρησκεία δεν παρέχει κανένα πρόσκομμα στις ατομικές τους συγκρούσεις. […] Αυτή η αδιαφορία τούς ωθεί να συνάπτουν συμμαχίες μεταξύ τους, χωρίς την παραμικρή θρησκευτική επιφύλαξη. Όλοι ανεξαιρέτως μισούν τους Τούρκους» (G. de Vaudoncourt, Memoirs on the Ionian Islands, Λονδίνο 1816, σ. 327-328). Χριστιανούς κατ’ όνομα, θα αποκαλέσει ο Φρ. Πουκεβίλ, με έναν τόνο υπερβολής, τους Σουλιώτες. (F.C.H.L Pouqueville, Voyage de la Grèce, Παρίσι 1826, τ. Β’, σ. 229).
Γείτονες των Σουλιωτών, στις ανατολικές υπώρειες των σουλιωτικών βουνών, είναι τα χωριά της Μεγάλης Λάκκας, της περιοχής Τσαρκοβίστας. Ο πληθυσμός, χριστιανικός σχεδόν στο σύνολό του, ανάμεικτος ελληνόφωνος και αλβανόφωνος, ζούσε σε πολυάριθμα χωριά, διάσπαρτα στις πλαγιές των βουνών, εκατέρωθεν της κοιλάδας. Δυτικά του Σουλίου, εκτείνεται ο εύφορος κάμπος του Φαναρίου. Η πεδιάδα ανήκει στον πλούσιο, τον άρχοντα, σημειώνει ο ιστορικός Φερνάν Μπρωντέλ, αναφερόμενος στη μεσογειακή πεδιάδα του 16ου-17ου αιώνα. Εδώ, άρχοντες είναι οι αλβανόφωνοι Τσάμηδες, μουσουλμάνοι αγάδες και μπέηδες, εκπρόσωποι της οθωμανικής εξουσίας στην περιοχή. Πρόκειται για τα εξισλαμισμένα γένη της αλβανικής μεταναστευτικής ομάδας του 14ου αιώνα, τα οποία μέσα στον 18ο αιώνα εμφανίζονται πλήρως ενσωματωμένα στον οθωμανικό στρατιωτικο-διοικητικό μηχανισμό, ελέγχοντας τη γη και τα εισοδήματά της. Όλη η πεδιάδα του Φαναρίου ανήκει για παράδειγμα στον Χασάν Αγά Τσαπάρη του Μαργαριτιού και στους μικρότερους αγάδες της περιοχής. Άλλοι επίσης «Τουρκαλβανοί» μπέηδες και αγάδες στην Παραμυθιά, τους Φιλιάτες και την Κονίσπολη, αρχηγοί ισχυρών εξισλαμισμένων αρβανίτικων γενών, είναι κάτοχοι γαιών και πλούτου στην περιοχή τους.
Οι ορεσίβιοι χριστιανοί Σουλιώτες ήταν επίσης αλβανόφωνοι. Σκαρφαλωμένοι στα βουνά τους δεν ήταν, ωστόσο, αποκομμένοι από τους περίοικους ελληνόφωνους πληθυσμούς των ημιορεινών και πεδινών περιοχών, έτσι ώστε, μέσα στον 18ο αιώνα, γνωρίζουν να ομιλούν και ορισμένοι να γράφουν στοιχειωδώς και την ελληνική γλώσσα. «Αλβανοελληνόφωνο[υς] Τσιάμηδες του Σούλη» τους αποκαλεί ο Ιω. Λαμπρίδης (Ηπειρωτικά Μελετήματα, Ιωάννινα 1971, Β΄, τχ. 10, σ. 20-21). Ο W.M. Leake θα αναφέρει, επίσης, επιγραμματικά: « Οι Σουλιώτες δεν ήταν Έλληνες αλλά αλβανοί χριστιανοί. Πάντοτε στο σπίτι μιλούσαν αλβανικά. Αλλά όντες γείτονες όλοι οι άνδρες και πολλές από τις γυναίκες μπορούσαν να μιλούν ελληνικά» (W.M. Leake, Researches in Greece, Λονδίνο 1814, σ. 414).
Οι αλβανόφωνοι «Τουρκαλβανοί», οι εξισλαμισμένοι δηλαδή Τσάμηδες αγάδες και μπέηδες του κάμπου, αν και τοπικοί εκπρόσωποι της οθωμανικής εξουσίας δεν γνώριζαν να μιλούν και να γράφουν την τουρκική γλώσσα. Το πρώτο συνθετικό της λέξης «Τουρκαλβανός» παραπέμπει, άλλωστε, στη θρησκευτική ιδιότητα –μουσουλμανική– του προσώπου και δεν απηχεί εθνολογικό γνώρισμα. Όπως μάλιστα θα διαπιστώσει ο Άγγλος J.C. Hobhouse, χριστιανοί και μουσουλμάνοι Αλβανοί δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Όλοι είναι ένοπλοι και οι χριστιανοί μπορούν επίσης να στρατολογηθούν από τους τοπικούς αγάδες ως μισθοφόροι. Οι περισσότεροι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, μιλούν την ελληνική γλώσσα. Καθώς δεν έχουν δική τους γραπτή γλώσσα, πολλοί γράφουν και διαβάζουν ελληνικά. Την τουρκική γλώσσα μιλούν ελάχιστοι, ακόμη και ανάμεσα στους μουσουλμάνους. Οι γυναίκες, όμως, δεν μιλούν καμία άλλη γλώσσα παρά μόνο τη μητρική τους (J.C. Hobhouse, A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople during the years 1809 and 1810, Λονδίνο 1813, τ. Α΄, σ. 138).
Στο οθωμανικό σύστημα κυριαρχίας το Σούλι υπαγόταν σε σπαχή, συνιστούσε δηλαδή τιμαριωτική γη και ήταν υποκείμενο στις αντίστοιχες φορολογικές υποχρεώσεις. Οι Σουλιώτες πλήρωναν τη δεκάτη από τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα στον σπαχή του Σουλίου και απέδιδαν τον κεφαλικό φόρο στον σουλτάνο. Έτσι, οι Σουλιώτες, ως μικροί κτηνοτρόφοι, απαλλαγμένοι από τη φορολογία της μεγάλης κτηνοτροφίας ζούσαν μακριά από τον έλεγχο, τις συναλλαγές και τις πιέσεις των τοπικών οθωμανικών αρχών, κατοχυρώνοντας έτσι συνθήκες σχετικής αυτονομίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι αποδέχονταν και εκπλήρωναν τις φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις τους απέναντι στον σπαχή και τον σουλτάνο, η περιοχή εμφανίζεται επίσης ενταγμένη στην οθωμανική νομιμότητα. Εν τούτοις, η απουσία του σπαχή κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους από τα τέσσερα σουλιωτικά χωριά, αφού αυτός διέμενε, τουλάχιστον τον 18ο αιώνα, στα Ιωάννινα, καθώς και η πλήρης απουσία άλλων φορέων της οθωμανικής εξουσίας εντός των ορίων της κοινότητας επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό του Σουλίου ως κοινότητας χωρίς τουρκική παρουσία με σχετικά περιθώρια αυτονομίας.
Το κοπάδι συνιστά τον κύριο πόρο διατροφής και ένδυσης για τον σουλιωτικό πληθυσμό. Το μαλλί επίσης ως εμπόρευμα, μετατρεπόμενο σε χρήμα, δίνει τη δυνατότητα στις σουλιωτικές οικογένειες να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, οι οποίες, καθώς πρόκειται για μια ποιμενική οικονομία, είναι κυρίως χρηματικές. Το χρήμα, το οποίο κατ’ αυτό τον τρόπο εισέρχεται στη σουλιωτική οικονομία, επιτρέπει από ενωρίς στα σουλιωτικά γένη την αγορά όπλων, στα οποία ο υποτελής πληθυσμός είχε εύκολη πρόσβαση, από τα μέσα ήδη του 17ου αιώνα, λόγω της αυξημένης παραγωγής και της χαμηλής τιμής τους. Το όπλο, απαραίτητο στον ποιμένα για αυτοπροστασία αλλά και για τη φύλαξη του κοπαδιού έναντι ζώων και ανθρώπων, ήταν αναγκαίο στους Σουλιώτες. Άλλωστε, η έμφαση του Περραιβού στη συστηματική ενασχόληση όλων των Σουλιωτών «παιδιόθεν» με τα όπλα υπογραμμίζει τις αντίστοιχες εμπειρίες και μακρόχρονες εξοικειώσεις της κοινωνίας τους:
Ούτε τέχνην, ούτε εμπόριον μετεχειρίζετό τις εξ αυτών, το μόνον και κύριον επάγγελμά των είναι η κτηνοτροφία‧ όλη η σπουδή και αφοσίωσίς των παιδιόθεν περιεστρέφετο εν τοις όπλοις, τα οποία περιπατούντες, καθήμενοι, τρώγοντες και κοιμώμενοι δεν αμελούσι‧ το περιεργότερον ότι και διάφοροι γυναίκες φέρουσι όπλα ανάγκης δ’ επειγούσης και πολεμούσι. (Χρ. Περραιβός, Ιστορία Πάργας και Σουλίου, ανατύπωση γ΄έκδοσης 1857, στο Άπαντα Χριστόφορου Περραιβού, 1956, σ. 60).
Η αρπαγή αποτελεί συνάρτηση της ποιμενικής ζωής και οι Σουλιώτες ποιμένες θα επιδίδονται περιστασιακά σε αυτήν, με κύριο αντικείμενο τα γεωργικά προϊόντα αλλά και τα ζώα περίοικων πληθυσμών καθώς και αυτά της γειτονικής φάρας. Ταυτόχρονα, τα σουλιωτικά γένη θα καταφεύγουν μαζικά σε αυτήν, ως διέξοδο κάθε φορά που οι αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες και οι επιζωοτίες πλήττουν το εισόδημά τους. Μέσα από αυτή τη δραστηριότητα θα αναδειχθούν, άλλωστε, και οι πιο σθεναροί άνδρες ως πολεμικοί αρχηγοί της φάρας. Άλλωστε οι Σουλιώτες δεν πρωτοτυπούν. Η ληστεία και η διαρπαγή, ως τρόπος βιοπορισμού, ενδημούν στην ευρύτερη ημιορεινή και πεδινή ζώνη. Την περίοδο όμως που η αναντιστοιχία ανθρώπινου δυναμικού και φυσικών πόρων έφθασε σε οριακά σημεία –και αυτή εντοπίζεται μέσα στον 18ο αιώνα– οι περιστασιακές αυτές αρπαγές και λεηλασίες μετατρέπονται σε θεσμοποιημένες ένοπλες επιδρομές διαρπαγής εναντίον περίοικων πληθυσμών. «Ως γενναίο αλλά άρπαγα» θα χαρακτηρίσουν, το 1792, οι Βενετοί τον ορεσίβιο ποιμενικό πληθυσμό του Σουλίου (Κ.Δ. Μέρτζιος, «Ανέκδοτα ιστορικά στοιχεία περί Αλή Πασσά Τεπελενλή», περ. Ηπειρωτική Εστία, τ. Γ΄, 1954, σ. 270), ενώ, το 1800, ο Γάλλος πρόξενος στην Άρτα, J.P. Dupré, θα επισημάνει ότι οι Σουλιώτες «ζουν ανεξάρτητοι από την παραγωγή της περιοχής, μέσω αρπαγών που ασκούν σε βάρος των γειτόνων τους, με τους οποίους βρίσκονται συνέχεια σε πόλεμο» (Ε. Γιαννακοπούλου, «Όψεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην Ήπειρο στα τέλη του 18ου αιώνα: Ένα γαλλικό υπόμνημα», περ. Ηπειρωτικά Χρονικά, 1986-87, τ. 28, σ. 66). Πιο παραστατικός ο Α. Ν. Γούδας γράφει:
Σουλιώτης κατά τους χρόνους εκείνους ήτο το όσον ανδρείον, τοσούτον και ατίθασον τέκνον της φύσεως το ως υπέρτατον νόμον έχον πανταχού και πάντοτε το εν τη μαχαίρα μου ζήσω […] όπου τράγος παχύς, όπου μόσχος ή αμνός σιτευτός, εκεί και είς ή και πολλοί συνάμα Σουλιώται διημφισβήτουν την διά παντός τρόπου κατοχήν, αδιάφορον αν ταύτα ανήκον Βέη τινι Οθωμανώ ή και ισχυρώ χριστιανώ ή και συμπατριώτη αυτών Σουλιώτη. Ο ισχυρότερος κατά τον υπέρτατον νόμον των Σουλιωτών έπρεπε αυτοδικαίως να γίνη κάτοχος παντός ζηλευτού. (Α.Ν. Γούδας, Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Αθήνα 1870, τ. Β΄, σ. 185)
Εμπλοκή στους μηχανισμούς προστασίας. Το Σούλι άτυπη τοπική εξουσία - Σύγκρουση με Τσάμηδες αγάδες
Μέσα στον 18ο αιώνα η αποδυνάμωση της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας και η προσφυγή στην άσκηση βίας εκ μέρους τοπικών φορέων της οθωμανικής εξουσίας για αύξηση των εισοδημάτων τους είχαν αποτέλεσμα να καταφεύγει πολύ συχνά ο χριστιανικός παραγωγικός πληθυσμός κατά κοινότητες στην αναζήτηση προστασίας εκ μέρους κάποιου ισχυρού μουσουλμάνου παράγοντα της περιοχής. Ο τελευταίος, την προσέφερε έναντι ετήσιων παροχών σε είδος ή σε χρήμα. Η παροχή προστασίας που εμφανίζεται στην Ήπειρο γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα, θα γενικευθεί στα τέλη του ίδιου αιώνα, ενώ θα προσφεύγουν εξ ανάγκης σε αυτήν τα περισσότερα χωριά μέσα στον 18ο αιώνα.
Την ίδια εποχή σημειώνεται έξαρση των επιθετικών επιδρομών των σουλιωτικών γενών σε βάρος των περίοικων αγροτικών πληθυσμών. Η αύξηση του πληθυσμού και η ανεπάρκεια των πόρων στα τέσσερα σουλιωτικά χωριά, που επισημαίνονται από τον Περραιβό και τον Ι. Λαμπρίδη ως οι κύριες αιτίες της σουλιωτικής επιθετικότητας, θα εξωθήσουν τους Σουλιώτες να ενεργοποιήσουν μαζικά τις δυνάμεις τους, διεκδικώντας, προς όφελός τους, την αναδιανομή του πλουτοπαραγωγικού δυναμικού των πεδινών εδαφών, ως ένοπλη δύναμη που παρέχει προστασία. Ο Ι. Λαμπρίδης επισημαίνει όλες εκείνες τις πρακτικές, οι οποίες αναδεικνύουν την ενεργό εμπλοκή των Σουλιωτών, στα μέσα του 18ου αιώνα, στο πλέγμα παροχής προστασίας: δανειοδοτήσεις, ένοπλη άσκηση κυριαρχίας, παροχή προστασίας έναντι καταβολής αντιτίμου (Ι. Λαμπρίδης, ό.π., τχ. 10, σ. 22-23, 37-38). Υπό την σκιά ή την πραγματικότητα της ένοπλης βίας, αναγκαστικές ή μη δανειοδοτήσεις προς τον αγροτικό πληθυσμό εξωθούν τον τελευταίο να προσχωρεί «αυθόρμητα» στο καθεστώς της σουλιωτικής προστασίας.
Στα τέλη του 18ου αιώνα τα ένοπλα σουλιωτικά γένη έχουν πλέον επιβάλει την κυριαρχία τους σε 60-70 χωριά στην περιφέρεια του σουλιωτικού βουνού, από τα οποία αξιώνουν οικονομικές παροχές, σε είδος ή σε χρήμα. Πρόκειται για παροχές οι οποίες δεν αποδίδονται πλέον από τους χριστιανούς παραγωγούς στους τοπικούς εκπροσώπους της οθωμανικής εξουσίας, αγάδες και μπέηδες, εξακολουθούν ωστόσο να καταβάλλονται προς όφελος των Σουλιωτών. Ξένοι περιηγητές και στρατιωτικοί θα σχολιάσουν στις αρχές του 19ου αιώνα την εν λόγω πρακτική. Γράφει σχετικά ο. J.P. Bellaire: «Απαιτούν από τα χωριά που γειτονεύουν με την περιοχή τους έναν ετήσιο φόρο σε σιτηρά, οπωρικά και λαχανικά, με αντίτιμο να μη λεηλατούν τα χωριά αυτά» ( J.P. Bellaire, Prècis des operations générales de la division Française du Levant, Παρίσι 1805, σ. 140-141).
Η εμπλοκή στους μηχανισμούς προστασίας σε βάρος του περίοικου αγροτικού πληθυσμού δεν έλυσε μόνο το επισιτιστικό πρόβλημα του τετραχωρίου, αλλά εκτόνωσε και τη δημογραφική πίεση στο εσωτερικό του. Έτσι, σουλιωτικά γένη ή κλάδοι γενών μεταναστεύουν και εγκαθίστανται καταρχάς σε δώδεκα παρακείμενα χωριά, στα οποία επιβλήθηκε, στα μέσα του 18ου αιώνα, η σουλιωτική προστασία. Ο Ι. Λαμπρίδης, υιοθετώντας έναν ιδεολογικό και αντιφατικό συγχρόνως λόγο, θα προσδώσει στη σουλιωτική πρακτική παροχής προστασίας διαστάσεις απελευθερωτικού αγώνα υπέρ των περίοικων χριστιανών αδελφών, με σκοπό την αποτίναξη του τυραννικού μουσουλμανικού ζυγού (Ιω. Λαμπρίδης, ό.π., τχ. 10, σ. 22-23, 26, 28, 34, 40). Στους αντίποδες των απόψεων αυτών, η αποστασιοποιημένη ματιά των ευρωπαίων περιηγητών και προξένων θα καταγράψει μια άλλη εκδοχή της πραγματικότητας. Εκτός από τον J.P. Bellaire, ο Άγγλος Η. Ηolland θα χαρακτηρίσει την ανδρεία των Σουλιωτών ως «ανδρεία μιας συμμορίας ληστών οργανωμένων σε κοινωνική ζωή […] η κάθοδος των Σουλιωτών από τα βουνά τους για λεηλασία ή εκδίκηση έδινε το σήμα του συναγερμού σε όλους τους περίοικους πληθυσμούς» (H. Holland, Travelsin the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia during the years 1812, 1813, Λονδίνο 1815, σ. 449). Και ο γάλλος πρόξενος στα Ιωάννινα, Φρ. Πουκεβίλ, θα παρατηρήσει:
Η βαρβαρότητα των Σουλιωτών, η ξενηλασία τους και τα καταστροφικά τους ήθη τους κατέστησαν αντί για ελευθερωτές, ένα ένοπλο σώμα ληστών. Τιμούσαν μόνο την ανδρεία και αυτή η αρετή, κοινή τόσο στον βοσκό όσο και στον ήρωα, υποκαθιστούσε όλες τις υπόλοιπες τις οποίες δεν γνώριζαν […]οι Έλληνες, τους οποίους μεταχειρίζονταν με μεγαλύτερη σκληρότητα από τους μουσουλμάνους, δεν άργησαν να αναπολούν τα προηγούμενα δεσμά τους. (F.C.H.L. Pouqueville, Voyage de la Grèce, Παρίσι 1826, τ. Β΄, σ. 227-229)
Η κάθοδος των σουλιωτικών γενών δεν θα πρέπει κατά συνέπεια να εκληφθεί ως ανάληψη εκ μέρους τους ενός απελευθερωτικού αγώνα υπέρ του πέριξ υπόδουλου χριστιανικού πληθυσμού. Διότι οι Σουλιώτες δεν ανέτρεψαν τις ισχύουσες σχέσεις υποτέλειας της χριστιανικής κοινωνίας έναντι της κυρίαρχης μουσουλμανικής. Αντίθετα, αναδείχθηκαν οι ίδιοι στη θέση και στο ρόλο του άρχοντος μουσουλμανικού συγκροτήματος, αντλώντας υπέρ αυτών το αγροτικό πλεόνασμα που παρήγαγε η γη και η εργασία του τοπικού χριστιανού παραγωγού. Εν τούτοις, μία ανατροπή είχε επέλθει τελικά. Για πρώτη φορά στην περιοχή ένας χριστιανικός πληθυσμός θα ασκεί πλέον ένοπλη προστασία παράλληλα με το κυρίαρχο μουσουλμανικό στοιχείο. Τα σουλιωτικά γένη μη ενσωματωμένα, ως υποτελής χριστιανικός πληθυσμός, στο οθωμανικό εξουσιαστικό σύστημα, αλλά ούτε και ενταγμένα, μέσα από την παροχή υπηρεσιών, σε αυτό, μπόρεσαν ωστόσο να εκμεταλλευθούν τους κυρίαρχους άτυπους μηχανισμούς προσπορισμού κερδών.
Στον απομακρυσμένο από το οθωμανικό κέντρο και παραμεθόριο χώρο της Ηπείρου, η ισχύς του κρατικού μηχανισμού, τον 18ο αιώνα, μόλις γίνεται αντιληπτή. Από την άλλη, η βενετική παρουσία στα Επτάνησα και στα ηπειρωτικά της εξαρτήματα –Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα, Βόνιτσα– υπονομεύει τη σουλτανική εξουσία στη γειτονική ηπειρωτική ενδοχώρα. Ταυτόχρονα, η σχεδόν αυτoνομημένη δράση των αρματολικών σωμάτων καθώς και των ανυπότακτων κοινοτήτων, όπως η Χιμάρα και τα χριστιανικά χωριά της Ρίζας, ανατολικά του Αργυροκάστρου, διασπούν την ενότητα και μειώνουν την όποια αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού.
Στο σαντζάκι του Δελβίνου ξεχωρίζουν οι Τσάμηδες αγάδες και μπέηδες. Οι Προνιάτες στην Παραμυθιά, οι Τσαπαραίοι στο Λουγαράτι και Μαργαρίτι, οι Ντεμάτες και Σεϊκάτες στους Φιλιάτες, οι Νταλιάνηδες στην Κονίσπολη είναι οι τοπικοί και μοναδικοί εκπρόσωποι της οθωμανικής εξουσίας στο σαντζάκι του Δελβίνου, αφού αμιγής τουρκική παρουσία δεν επισημαίνεται στην περιοχή, ούτε σε επίπεδο διοίκησης ούτε σε επίπεδο πληθυσμού.
Η άμεση γειτνίαση και τα κοινά οικονομικά συμφέροντα, καθιστούν τους Τσάμηδες αγάδες και μπέηδες επιρρεπείς στην πολιτική των βενετικών αρχών των Επτανήσων. Οι Βενετοί από την πλευρά τους, έχοντας επισημάνει τις τάσεις ανεξαρτησίας των μπέηδων τις υποθάλπουν, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα προστατευτικό ανάχωμα απέναντι στους πασάδες της οθωμανικής ενδοχώρας. Οι Τσάμηδες αγάδες, αν και εκπροσωπούν την κεντρική οθωμανική εξουσία στην περιοχή τους, δεν διστάζουν, ταυτόχρονα, να εκδηλώνουν φυγόκεντρες τάσεις, καθιερώνοντας, έτσι, ένα άτυπο καθεστώς αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Ωστόσο, η έκνομη δράση τους θα προκαλέσει τις αρχές των Ιωαννίνων, οι οποίες θα αναλάβουν, μεταξύ 1730-1760, τρεις φορές πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Μαργαριτιού και της ευρύτερης περιοχής, θεωρούμενης από την Πύλη ως κέντρο φυγοδίκων και στασιαστών.
Με τους Τσάμηδες της πεδιάδας οι Σουλιώτες δεν διατηρούν πάντα σχέσεις αντιπαλότητας. Έτσι, ώστε ο Ι. Λαμπρίδης να σχολιάζει: «Επειδή αι διάφοροι των πέριξ Τουρκαλβανών φατρίαι εν ελλείψει πολέμου κατά των Σουλιωτών ή άλλων εμάχοντο προς αλλήλους, οι Σουλιώται έσπευδον ίνα συμμετάσχωσι τούτων. Προσερχόμενοι δε εις εκάτερον των διαμαχομένων μερών εγίνοντο και αντιμέτωποι» (Ι. Λαμπρίδης, ό.π., τχ. 10, σ. 30). Άλλες φορές ο σκοπός επιτυγχάνεται με τη σύναψη δεσμών αδελφοποιίας ανάμεσα σε ισχυρά σουλιωτικά γένη και Τσάμηδες αγάδες, όπως στην περίπτωση του Φώτου Τζαβέλα, ο οποίος εμφανίζεται σε επιστολή του, το 1800, να αποκαλεί «βλάμη» του τον Χασάν αγά Τσαπάρη του Μαργαριτιού (ΓΑΚ, Κ 88, Παρ. ΓΙΙΑ, έγγρ. 10,11).
Ωστόσο, οι Τσάμηδες της πεδιάδας δεν είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευθούν με τους ορεινούς χριστιανούς Σουλιώτες τα εισοδήματα του κάμπου. Το 1772, και στο πλαίσιο του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου, επιχειρείται μια μεγάλη επίθεση εναντίον του ίδιου του Σουλίου, η οποία ωστόσο θα αποτύχει. Tη δεκαετία του 1780 θα διεξαχθούν και άλλες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Σουλίου, όλες ανεπιτυχείς. Ωστόσο, τη δεκαετία αυτή ο τοπικός συσχετισμός δυνάμεων έχει πλέον ανατραπεί. Οι Βενετοί αντιμετωπίζουν το Σούλι ως εστία αντίστασης και αντίπαλο δέος απέναντι στα τοπικά διοικητικά κέντρα του οθωμανού γείτονα. Αν η Πάργα αποτελεί «το μάτι και το αυτί» της Κέρκυρας προς τα συμβαίνοντα στην Ήπειρο, το Σούλι αποτελεί την ανυπότακτη ένοπλη χριστιανική δύναμη στα νώτα των δύο χριστιανικών λιμανιών, της Πρέβεζας και της Πάργας, υπό βενετική κατοχή τη συγκεκριμένη περίοδο.
Έχει έρθει η στιγμή που το Σούλι προκαλεί, πλέον, με τη δράση του, αφενός την καθολική κινητοποίηση των γειτονικών διοικήσεων εναντίον του, αφετέρου, την ενεργοποίηση συμμαχιών με κάθε αντίρροπη δύναμη εξουσίας στην ευρύτερη περιοχή.
Ο Αλής Τεπελενλής, πασάς των Ιωαννίνων. Πρώτες εχθροπραξίες με τους Σουλιώτες
Ο Αλβανός Αλή Τεπελενλής, γόνος της οικογένειας ή του οτζακιού των Μουτζοχουσσάτων, κατόρθωσε μετά από θυελλώδη και αδίστακτη πορεία, να αναδειχθεί, το 1787, πραξικοπηματικά, σε πασά των Ιωαννίνων.
Ο Αλής, πασάς με επεκτατικές βλέψεις στα γειτονικά πασαλίκια, θα θέσει εξαρχής ως κεντρικό στόχο της στρατηγικής του την έξοδό του στα λιμάνια και τις θάλασσες του Αμβρακικού, του Ιονίου και της Αδριατικής. Το ηγεμονικό του όραμα και τα επεκτατικά του σχέδια παρεμποδίζονται από την παρουσία των Βενετών στα Επτάνησα και τις κτήσεις τους στο ηπειρωτικό έδαφος. Εμποδίζονται, επίσης, από τους απειλούμενους γειτονικούς πασάδες και τους Τσάμηδες αγάδες, αλλά και από την ανυπότακτη ορεινή κοινότητα του Σουλίου, η οποία συνιστά πλέον μια χριστιανική ένοπλη δύναμη στην περιοχή.
Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787, η Αικατερίνη Β΄ επανεντάσσει στην πολεμική στρατηγική της την εξέγερση των ομόδοξων λαών της Βαλκανικής, με κέντρο βάρους αυτή τη φορά την Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα. Οι Σουλιώτες, μέσω του ταγματάρχη Λουδοβίκου ή Λουίζη Σωτήρη, θα εμπλακούν στα σχέδια της ρωσικής πολιτικής στην περιοχή, διατυπώνοντας ένα λόγο χριστιανών πολεμιστών, μαχόμενων υπέρ της πίστης τους: «να σου δώσωμε την υπόσκεσί μας και τον όρκο μας και να χύσωμε το αίμα μας διά την αγία πίστιν και διά ταύτην» (Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, Η Επαναστατική κίνησις των Ελλήνων κατά τον Β΄ ρωσοτουρκικόν πόλεμον (1787-1792), Αθήνα 1959, σ.124-125).
Οι εχθροπραξίες μεταξύ Σουλιωτών και Αλή πασά θα ξεκινήσουν τον Φεβρουάριο του 1789 και θα συνεχιστούν μέχρι τον Μάιο. Στην τετράμηνη, ανεπιτυχή απασχόληση του Αλή με το Σούλι, συσπειρώθηκαν εναντίον του οι ισχυροί πασάδες της Αυλώνας και του Δελβίνου, συγκροτώντας έτσι ένα συνασπισμό μουσουλμανικών κέντρων εξουσίας σε σύμπραξη με ένα χριστιανικό, άτυπο κέντρο κυριαρχίας. Ωστόσο, ο πασάς, τεχνίτης του διαίρει και βασίλευε, επιτυγχάνει, τον Ιούνιο του 1789, ειρήνη με τους Σουλιώτες και υπερισχύει των αντιπάλων πασάδων. Οι όροι της ειρήνης, εξαιρετικά συμφέροντες για τους Σουλιώτες, αναγνώριζαν ουσιαστικά την de facto εξουσία τους στην περιοχή.
Οι Σουλιώτες, μετά τη λήξη του πολέμου θα συμμετάσχουν σε τριμελή αντιπροσωπεία η οποία αποστέλλεται στην Πετρούπολη και στην οποία συμμετέχει και ο εκπρόσωπος των νησιωτών Ν. Πάγκαλος. Η αντιπροσωπεία θα υποβάλει αναφορά στην αυτοκράτειρα, γραμμένη σε αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα, στην οποία εκφωνείται ένας λόγος που δεν απευθύνεται πλέον στο ορθόδοξο χριστιανικό αίσθημα της ομόδοξης συμμάχου, αλλά αποβλέπει στην υπενθύμιση του «ελληνικού σχεδίου» της αυτοκράτειρας: «προσδοκώμεν σοι λυτρώσαι τους των Αθηναίων και Λακεδαιμονίων απογόνους του τυραννικού ζυγού τούτων των αγρίων […] Νεύσον ουν Κυρία διδόναι ημίν τον σον έγγονον Κωνσταντίνον δι’ άνακτα» (Κ.Ν. Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, Αθήνησι 1869, σ. 540-541). Οι χριστιανοί Σουλιώτες της πρώτης αναφοράς προς την ομόδοξη δύναμη αναβαπτίζονται, λίγο καιρό αργότερα, στη δεύτερη αναφορά τους προς την αυτοκράτειρα, σε απογόνους των Αθηναίων και Λακεδαιμονίων. Είναι η πρώτη φορά που οι Σουλιώτες διατυπώνουν έναν «ελληνικό» λόγο, μέσα όμως από ένα συλλογικό κείμενο, του οποίου δεν είναι οι φυσικοί συντάκτες, και το οποίο υπηρετεί ευρύτερες κινήσεις και ανταποκρίνεται αφενός στο κυριότερο πολιτιστικό χαρακτηριστικό του ευρύτερου χώρου εντός του οποίου κινούνται, αφετέρου στα ευήκοα προς τούτο ώτα του ισχυρού συμμάχου.
1798: H μάχη της Πρέβεζας. Ο Γεώργιος Μπότσαρης μεταπηδά στην οθωμανική νομιμότητα ως αρματολός Τζουμέρκων.
Με τη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, στις 18 Οκτωβρίου 1797, τα Ιόνια νησιά μαζί με τα ηπειρωτικά εξαρτήματά τους περιέρχονται στην κυριότητα της Γαλλίας. Ωστόσο, μετά την ήττα των γαλλικών όπλων στο Αμπουκίρ, ο Αλής θα θελήσει να επωφεληθεί καταλαμβάνοντας την Πρέβεζα. Στρατεύματα του Αλή, με επικεφαλής τον ίδιο και τον γιο του Μουχτάρ, εμφανίζονται, αρχές Οκτωβρίου 1798, έξω από την Πρέβεζα.
Ο Γεώργιος Μπότσαρης, θα κρατήσει ουδετερότητα αφήνοντας τα στρατεύματα του Αλή να περάσουν ανενόχλητα από τα στενά του Λούρου, τα οποία ήταν υπό τον έλεγχό του, επισύροντας έτσι από τον Περραιβό τις κατηγορίες του χρηματισμού και της προδοσίας. Τότε περίπου χρονολογείται από τον Περραιβό και η εγκατάλειψη του Σουλίου από το γένος Μπότσαρη: «Ο Καπετάν Γεώργιος Μπότζαρης […] συνωμιλήσας προτήτερα με τον Αλή Πασιά κρυφίως, και λαβών παρ’ εκείνου γρόσια χιλιάδας εικοσιπέντε επρόδωκε την πατρίδα του ο Αχάριστος Ιούδας, και ανεχώρησεν απ’ αυτήν την νύκτα μαζύ με τα παιδία του, γαμβρούς του, και άλλαις 70 φαμελίας, οπού επλάνεσεν (Χρ. Περραιβός, 1803, σ. 42).
Το γένος Μπότσαρη είχε πρωτοστατήσει στην παροχή προστασίας στα περισσότερα χωριά της Λάκκας Τσαρκοβίστας. Κλάδοι του γένους Μπότσαρη είχαν σταδιακά εγκατασταθεί στα χωριά της Λάκκας, γνωστά, έκτοτε, ως Αλποχώρι και Παλιοχώρι Μπότσαρη. Ολόκληρη έκταση ήταν γνωστή με το όνομα Ρέθι (περιοχή) Μπότσαρη, και το μεσημβρινό τμήμα της Λάκκας ήταν γνωστό ως Λάκκα Μπότσαρη. Η σύναψη ειρήνης, το 1793, μεταξύ Σουλιωτών και Αλή, αναγνώριζε την εξουσία του γένους στην περιοχή. Έτσι, στην περίπτωση της Πρέβεζας, ο Γ. Μπότσαρης διατηρεί ουδετερότητα. Ωστόσο, μετά την κατάληψη της πόλης, διαβλέπει ότι ο ενισχυμένος πλέον Αλής δεν θα ανεχθεί περαιτέρω την ηγεμονία του. Για τον Γ. Μπότσαρη και το γένος του δεν έμενε άλλη οδός από την ένταξη στο κυρίαρχο οθωμανικό στρατιωτικο-διοικητικό σύστημα. Κατακτήσεις της «ανταρσίας» μιας κοινωνίας θα διασφαλισθούν με αυτή την απόφαση. Το γένος Μπότσαρη θα αποδεχθεί, μέσω του αρχηγού του, την προσφορά του Αλή πασά και θα μεταβεί στο Βουλγαρέλι, όπου και θα εγκατασταθεί. Ο αρχηγός του θα αναλάβει το αρματολίκι των Τζουμέρκων.
Η στιγμή είναι σημαντική και αποτελεί τομή στην ιστορία του Σουλίου. Πρώτη φορά ένα σουλιωτικό γένος αποβάλλει τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και, μέσω της παροχής υπηρεσιών, εντάσσεται στον οθωμανικό εξουσιαστικό μηχανισμό. Από την άλλη πλευρά, ο Αλή πασάς έχει διασπάσει και αποδυναμώσει τους αντιπάλους του, προσεταιριζόμενος ένα σημαντικό τμήμα τους.
Τελική σύγκρουση Αλή πασά – Σουλιωτών. Πτώση Σουλίου
Η συνθήκη της 21ης Μαρτίου 1800, ενσωματώνοντας τις πρώην βενετικές κτήσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ως προνομιακές κτήσεις του Σουλτάνου, στερούσε τον πασά των Ιωαννίνων από κάθε ελπίδα νόμιμης κατοχής των μεγάλων αυτών λιμανιών. Αναπροσαρμόζοντας τα σχέδιά του, ο Αλή πασάς αποφασίζει αμέσως να πλήξει το επόμενο μεγάλο εμπόδιο, το ανυπότακτο ένοπλο Σούλι. Εφοδιασμένος με σουλτανικό φιρμάνι για επίθεση κατά των ανταρτών του Σουλίου, εξαιτίας της μερικής εμπλοκής τους στην άμυνα της Πρέβεζας, εκστρατεύει, τον Ιούνιο του 1800, επικεφαλής 10.000-15.000 Τουρκαλβανών εναντίον του Σουλίου. Ωστόσο, η επίθεση μεγάλης και οργανωμένης στρατιωτικής δύναμης στο φυσικά οχυρωμένο ορεινό Σούλι, σε συνδυασμό με την πολεμική τακτική των νυκτομαχιών και των αιφνιδιστικών επιθέσεων των Σουλιωτών, θα αποδειχθεί αναποτελεσματική, όπως άλλωστε είχε συμβεί το 1772 και το 1792. Ο Αλής, μετά από ανεπιτυχείς επιθέσεις και συγκρούσεις, αλλάζει τακτική, αποσύροντας τις δυνάμεις του και οργανώνοντας πολιορκητικό κλοιό στην περιφέρεια του σουλιωτικού βουνού.
Ο Αλής, με στόχο την πλήρη απομόνωση των Σουλιωτών, θα στρέψει εναντίον τους και τον χριστιανικό κλήρο. Ωστόσο, η κύρια προσπάθειά του θα στραφεί στη μεθόδευση της διάβρωσης και της διάσπασης του εσωτερικού μετώπου των σουλιωτικών δυνάμεων. Από το φθινόπωρο του 1801 και μέχρι το τέλος του πολέμου, το 1803, με μηχανορραφίες, δωροδοκίες, υποσχέσεις, εκβιασμούς και γενναία χρηματικά ανταλλάγματα, θα επιτύχει μυστικές συμφωνίες με διάφορες φάρες προκειμένου να επιτύχει την αποχή τους από τις εχθροπραξίες. Προς τούτο θα στήσει ένα ολόκληρο δίκτυο διαμεσολαβητών. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ο Κίτσος Μπότσαρης, ο οποίος, μετά το θάνατο του πατέρα του, είναι πλέον ο αρχηγός της φάρας του.
Το Αρχείο του Αλή πασά, το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα από τον ιστορικό Βασίλη Παναγιωτόπουλο, τ. διευθυντή ερευνών του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, παρέχει πληθώρα τεκμηρίων τα οποία μαρτυρούν τις μυστικές συμφωνίες στις οποίες προσέρχονται οι σουλιωτικές φάρες με τον Αλή πασά. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Ζερβάτες, οι οποίοι συνεργάζονται, ήδη από τον Μάρτιο του 1802, με τον πασά, εξαναγκασμένοι εν μέρει, αφού ο Αλής κρατούσε μέλη της φάρας τους ως ομήρους στα Ιωάννινα. Σε επιστολή με ημερομηνία 18 Μαρτίου 1802 προς τον Αλή, οι Τούσας και Τζήμας Ζέρβας αποκαλύπτουν πόσο τους έχει στοιχίσει η συνεργασία τους με τον πασά, η οποία έχει γίνει βέβαια γνωστή στο Σούλι: «εφέτη μας εμήναμαν σαν μοναχή κε τροπηαστήκαμαν κε δεν έχο κε πρόσοπο να σου γράψο, μόνο ελπίζο στον θεό και να μου πάρη ο θεός τα χάκη απή τους συντρόφους μου». Απομονωμένοι και ντροπιασμένοι σπεύδουν, ωστόσο, να ζητήσουν τα ανταλλάγματα από τον πασά, όπως να τους νοικιάσει τα βιβάρια (ιχθυοτροφεία) της Πρέβεζας: «Κε αν ήνε με τον ορησμό σου γηα εκήνα τα βιβάρια δόμου τα εμένα». Έναντι αυτών των ανταλλαγμάτων, οι Ζερβάτες αισθάνονται υποχρεωμένοι να ανανεώσουν τον όρκο πίστης στον πασά: «όποτε χρηάζετε αφεταμάς, εμής ήμαστε της υψηλότη σου σκλάβη κε όχη πος εχομε τα ρεχέμια (ομήρους) μόνε έχομε δομένο τη πέσα μας και το ηκράρη μας, κε γηα τ’ αφτό ήμαστε κε όσο να μας θέλης η εψηλότη σου, κε ότες να μας δηόξης καθόμαστε στα σπήτια μας, αμά τουφέκη δε σε βαρούμε» (Β. Παναγιωτόπουλος, κ.ά., Αρχείον Αλή πασά Συλλογής Ι. Χώτζη Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Αθηνών, Αθήνα 2007, τ. Α΄, σ. 282-283, έγγρ.150).
Ο Φώτος Τζαβέλας, αρχηγός του γένους του, μετά τον θάνατο του πατέρα του, Λάμπρου, πρωτοστατεί στην άμυνα του Σουλίου. Το όνομά του δεν εμπλέκεται σε καμία μυστική συμφωνία την περίοδο 1801-1802 . Όταν όμως ο πασάς θα στείλει στο Σούλι, κομιστή προτάσεων ειρήνης, τον Κίτσο Μπότσαρη, με όρο την εκτόπιση του Φώτου Τζαβέλα από το Σούλι, όρος που γίνεται τελικά αποδεκτός από τους Σουλιώτες εξαιτίας της δυσχερούς θέσης τους λόγω του αποκλεισμού, ο Φώτος, με τρωμένο το ηγετικό του κύρος, θα αποχωρήσει εξοργισμένος από το Σούλι. Καραδοκώντας ο Αλής θα προσκαλέσει τον Φώτο στα Ιωάννινα, όπου του κάνει προτάσεις περί αποχώρησης του ίδιου και της φάρας του από το Σούλι, με αντάλλαγμα την παροχή γης και την εγκατάσταση σε τόπο της αρεσκείας τους. Ο Φώτος θα συναινέσει και θα φύγει για το Σούλι, ωστόσο, επιστρέφοντας στα Ιωάννινα με άκαρπες τις προσπάθειές του, θα φυλακιστεί αμέσως από τον πασά. Η στάση του Φώτου Τζαβέλα σε αυτή την κρίσιμη φάση της πολιορκίας του Σουλίου δεν θα μείνει ασχολίαστη. Θα την μεμφθεί ο Περραιβός, ενώ η συλλογική μνήμη θα την επικρίνει στο δημοτικό τραγούδι: «τι χάλεβες Φώτο μ’ς τα Γιάννινα’ς την Πόρτα του Βεζύρη / και επρόδωκες τον τόπον σου και το καϋμένο Σούλη» (Ι. Λαμπρίδης, ό.π., τχ. 10, σ. 50).
Η τριετής πολιορκία, οι Σουλιώτες όμηροι που κρατά ο Αλής στα Ιωάννινα, η πείνα που επικρατεί πλέον στο Σούλι, η διαβρωτική πολιτική του πασά και η δύναμη του αληπασαλικού χρυσού έχουν υπονομεύσει το μέτωπο των σουλιωτικών γενών. Ο γιος του Αλή, Βελή πασάς, που έχει τεθεί επικεφαλής της πολιορκίας, έχοντας έρθει σε συνεννόηση με τον Πύλιο Γούση (Μπούσμπο) και τον Κουτσονίκα, των οποίων τα παιδιά κρατούνται ως όμηροι, εισβάλλει αιφνιδιαστικά στο Σούλι. Είναι η νύκτα της 25ης Σεπτεμβρίου. Μετά από φονικότατη μάχη γύρω από το Κούγκι, στο οποίο ήταν οχυρωμένοι εξακόσιοι Σουλιώτες με τον καλόγερο Σαμουήλ, ο οικισμός θα καταληφθεί. Η συνεργασία του Κουτσονίκα με τον εχθρό καταγγέλλεται από τους ίδιους τους Σουλιώτες, οι οποίοι συνειδητοποιούν τον προδοτικό ρόλο του Κουτσονίκα, όταν βλέπουν την απελευθέρωση του γιου του, ομήρου ώς τότε στα χέρια του Βελή. Η επιστολή της 5ης Οκτωβρίου, την οποία αποστέλλει από το Σούλι ο Βελή πασάς στον πατέρα του, στα Ιωάννινα, αποτελεί αποκαλυπτική μαρτυρία για τα συμβάντα: «Ακόμη σου κάνω ιφαδέ και διά τον ματέν του Κήτζιου, σαν απόληκα το παιδί του Κουτζονίκα και πάγη μέσα, μαζόχθηκαν από τ’ άλο το ταράφι όλη και πήγαν και του ήπαν του Κουτζονίκα ότι το Σούλη εσή μας το πρόδοσες και ο σκοτωμός οπού γίνηκε από τ’ εσένα έγινε, μας επρόδωσες και πήρεν μπούγιο η Τουρκιά και ήρθεν στο Κάστρο και σφάκτικάμαν» (Β. Παναγιωτόπουλος, ό.π., τ. Α΄, σ. 341-343, έγγρ. 185). Αλλά και η συλλογική μνήμη θα αποτυπώσει τα συμβάντα στους δημοτικούς στίχους: «μπρε ν’ ανάθεμά σε Μπότζαρη και εσένα Κουτζονίκα / με την δουλιά που κάμεταν τούτο το καλοκαίρη / μπάσετε το Βελή-πασιά μέσα στο κακοσούλι» (W.M. Leake, Researches in Greece, Λονδίνο 1814, σ. 157).
Οι αποκλεισμένοι στο βουνό Σουλιώτες λιμοκτονούν. Ο Φώτος Τζαβέλας θα απελευθερωθεί τελικά από τον Αλή υπό τον όρο να αποχωρήσει μαζί με τη φάρα του από το Σούλι. Ως εγγύηση της συμφωνίας, ο Αλής θα κρατήσει ως όμηρο την οικογένειά του στα Ιωάννινα. Ο Φώτος θα αναχωρήσει αμέσως για την Πάργα, προκειμένου να εξασφαλίσει τόπο εγκατάστασης της φάρας του, θα προσκρούσει όμως στην άρνηση των Παργινών. Επιστρέφοντας ο Φώτος στο Σούλι βρίσκεται μπροστά σε ραγδαίες εξελίξεις.
Η επικείμενη παράδοση της Κιάφας επισπεύδει τις διαδικασίες στο Κούγκι. Στις 7 Δεκεμβρίου, ο Βέικος Ζάρμπας βγαίνει από το Κούγκι προκειμένου να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τον Μαργαριτιώτη αγά Μπάλιο Χούσο. Η αναστάτωση που προκαλεί στους έγκλειστους η ενέργεια του αρχηγού του γένους Ζάρμπα καταλήγει σε φονική σύγκρουση μεταξύ των σουλιωτικών γενών και του γένους Ζάρμπα, ενδεχομένως και μεταξύ μελών του τελευταίου. Έχοντας χάσει την πρόσβαση στο νερό και με τα γένη, αλληλοϋποπτευόμενα και αλληλοσπαρασσόμενα, να προσέρχονται σε μεμονωμένες συμφωνίες με τον εχθρό, το Κούγκι είναι στα πρόθυρα της παράδοσης. Στις 11 Δεκεμβρίου, ο Φώτος Τζαβέλας έρχεται στο Κούγκι για να συζητήσει τη διαδικασία αποχώρησης με όσα γένη έχουν αποφασίσει τη συνθηκολόγηση και την έξοδο από το τειχόκαστρο.
Τελικά, στις 12 Δεκεμβρίου, υπογράφεται από τον Βελή πασά και τους αξιωματούχους του η συνθήκη μεταξύ Αλή πασά και Σουλιωτών. Οι όροι της περιλαμβάνουν την ελεύθερη αποχώρηση των Σουλιωτών από το τετραχώρι μαζί με τα όπλα και την κινητή περιουσία τους, την ελεύθερη εγκατάσταση σε τόπο της επιλογής τους, την απόδοση των κρατουμένων Σουλιωτών ομήρων και την παροχή γης σε όσους προτιμούσαν να κατοικήσουν εντός της οθωμανικής επικράτειας. Οι σουλιωτικές φάρες αποχωρούν σταδιακά. Πρώτες αποχωρούν οι φάρες της Κιάφας που φθάνουν στην Πάργα στις 13-14 Δεκεμβρίου. Στις 16 Δεκεμβρίου αποχωρούν οι φάρες που συνθηκολόγησαν τελευταίες. Την ίδια ημέρα, 16 Δεκεμβρίου 1803, πρέπει να χρονολογηθεί και η ανατίναξη του καλόγερου Σαμουήλ στο Κούγκι, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Το Σούλι παραδόθηκε. Στον Αλή πασά κόστισε δύο μεγάλες εκστρατείες, επί μια δεκαετία, πολλά θύματα και άφθονο χρήμα προκειμένου να αποκολληθεί αυτός ο ανυπότακτος πληθυσμός από τα ορεινά του ενδιαιτήματα. Ο Αλής, φθάνει από τα Ιωάννινα στο Σούλι στις 16 Δεκεμβρίου. Βρίσκει τα βουνά έρημα, ενώ οι τελευταίοι Σουλιώτες οδεύουν προς την Πάργα. Το Σούλι μεν έπεσε αλλά οι Σουλιώτες τού διέφυγαν. Για τον Αλή, όμως, τα σουλιωτικά γένη, συσπειρωμένα και ένοπλα, συνιστούν πάντα σοβαρή απειλή. Εξοργισμένος, στέλνει στρατεύματα σε μια λυσσαλέα καταδίωξη όσων βρίσκονταν ακόμη στον δρόμο προς την Πάργα.
Κατά παράβαση των συνθηκών, ο Αλής αποφασίζει την εξολόθρευση όσων είχαν παραμείνει εντός οθωμανικής επικράτειας. Τα γένη Κουτσονίκα και Φωτομάρα είχαν κατευθυνθεί στο Ζάλογγο, αναμένοντας την απόφαση του πασά για τον νέο τόπο εγκατάστασής τους και την απόδοση ενδεχομένως του αρματολικιού της Λάμαρης. Εκεί, θα δεχθούν, αιφνιδιαστικά, επίθεση από στρατεύματα του Αλή ενισχυμένα και με αρματολούς της Καμαρίνας (περιοχή Ζαλόγγου). Ακολουθεί σφοδρή νυκτερινή μάχη με μεγάλες απώλειες και από τις δυο πλευρές. Στον αχό της μάχης, γυναίκες και παιδιά κατακρημνίζονται. Από τους πεντακόσιους σχεδόν άνδρες και γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο, μόνον οι μισοί, κατά τον Περραιβό, κατόρθωσαν να φθάσουν και να διασωθούν στην Πάργα.
Ο Κίτσος Μπότσαρης, τρία χρόνια ήδη ενταγμένος, ως αρματολός, στην υπηρεσία του πασά, επιστρέφει, μετά την παράδοση του Σουλίου, στο Βουλγαρέλι. Ανήσυχος, αποσύρει από το Βουλγαρέλι τους περίπου 1.200 Σουλιώτες και καταφεύγει στη φύσει οχυρή θέση της μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κοντά στο χωριό Βρεστενίτσα ή Σέλτσο, στα Άγραφα. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1804, δέχεται την επίθεση στρατιωτικού σώματος του Αλή, ενισχυμένου με δυνάμεις αρματολών. Έπειτα από τρίμηνη πολιορκία των οχυρωμένων στο μοναστήρι Σουλιωτών, γίνεται, τον Απρίλιο του 1804, φονικότατη μάχη που καταλήγει στην πανωλεθρία του γένους Μπότσαρη. Από τους τριακόσιους εξήντα μάχιμους, μόνον οι πενήντα, κατά τον Περραιβό, θα κατορθώσουν, καταδιωκόμενοι, να διασωθούν στην Πάργα. Ανάμεσά τους, ο Κίτσος Μπότσαρης με τον δεκαπεντάχρονο γιο του, Μάρκο.
Ύστερα από μια δεκαετία έντονης πολεμικής αντιπαράθεσης ο Αλή πασάς πραγματοποίησε τελικά τον διακαή πόθο του: να καταστρέψει το Σούλι. Ωστόσο, όπως θα τονίσει και ο Αθανάσιος Ψαλίδας, η σουλιωτική δύναμη δεν καταβλήθηκε με τα όπλα : «και ώς το τέλος δεν τους ενίκησε με τ’ άρματα, αλλά με τα άσπρα‧ τους επλήρωσε αρκετά και τους αγόρασε τα βουνά έρημα» (Α.Ν. Παπακώστας (έκδ.), Ιστορία της πολιορκίας των Ιωαννίνων 1820-1822 εξ ανεκδότου χειρογράφου Αθ. Ψαλίδα αποκειμένου εις ιστορικά αρχεία Γιάννη Βλαχογιάννη, ανάτυπο από τον τ. Β΄ του Ν. Κουβαρά, Αθήνα 1962, σ. 14). Διαπίστωση η οποία, όμως, δεν συνεκτιμά την ιδιομορφία της σουλιωτικής κοινωνίας.
Η κοινωνική οργάνωση, καθεαυτή, του σουλιωτικού πληθυσμού εμπεριείχε τις αιτίες της διάλυσής του. Η αδιαπραγμάτευτη εμμονή στην αρχή της αυτονομίας των σκοπών και της δράσης κάθε φάρας εμπεριείχε, εν δυνάμει, τον κατακερματισμό της ενιαίας στον γεωγραφικό χώρο κοινότητας του Σουλίου. Στα επικρατούντα ήθη της εποχής και του τόπου, αυτό διευκόλυνε τις συνεχείς αλλαγές στρατοπέδου για την αποκόμιση ιδίου οφέλους της φάρας. Η αποχώρηση της ισχυρότερης και πολυμελούς φάρας των Μποτσαράτων από το ανυπότακτο σουλιωτικό βουνό και η ένταξή της στην οθωμανική νομιμότητα, ως αρματολικού σώματος, αν και θα χαρακτηρισθεί από τον ιστορικό του Σουλίου, Χρ. Περραιβό, ως προδοσία του αρχηγού της φάρας, Γ. Μπότσαρη, δεν υπήρξε ουσιαστικά παρά η έμπρακτη εκδήλωση, στη συγκεκριμένη συγκυρία, της ιδεολογικής αρχής της υπεράσπισης των ιδιαίτερων συμφερόντων και συνεπώς της αυτόνομης δράσης του γένους. Στην ακραία της συνέπεια, η εμμονή στην αρχή της αυτονομίας των συμφερόντων του γένους «θα μπάσει τον Βελή πασιά μέσα στο Κακοσούλι».
Ο 18ος αιώνας εκπνέει. Οι Σουλιώτες, οι οποίοι στη διάρκεια αυτού του αιώνα είχαν αναδειχθεί σε οιονεί αυτόνομο χριστιανικό κέντρο κυριαρχίας, δεν ήταν πια οι ισόμοιροι παίκτες στο παιχνίδι της τοπικής κυριαρχίας. Η επιβολή της κεντρικής εξουσίας του Αλή πασά των Ιωαννίνων, με τάσεις αυτονόμησης από την Πύλη, οδηγούσε αναπόφευκτα σε σύγκρουση με όλες τις τοπικές εξουσίες, χριστιανικές ή μουσουλμανικές. Οι Σουλιώτες ήταν μια από αυτές. Θα ακολουθήσουν οι Τσάμηδες μπέηδες και οι γείτονες πασάδες.
Οι Σουλιώτες στα Επτάνησα
Τον Δεκέμβριο του 1803, οι Σουλιώτες αποχωρούν από τον τόπο τους. Μαζί τους συναποκομίζουν ένα βασικό εφόδιο για να αντεπεξέλθουν στις σκληρές συνθήκες που τους αναμένουν μετά τον εκπατρισμό τους. Είναι η γνώση των όπλων και οι εμπειρίες των ενόπλων συγκρούσεων. Και τα δύο έχουν αποκτηθεί κατά τη μακρά εκείνη περίοδο, όταν θήτευαν στις παράλληλες δραστηριότητες και τον εναλλασσόμενο ρόλο του ποιμένα και άρπαγα, και, εντέλει, ένοπλου φορέα προστασίας στην ευρύτερη περιοχή.
Ο κύριος όγκος των Σουλιωτών προσφύγων διοχετεύθηκε στην Κέρκυρα όπου τους διέθεσαν και γη για καλλιέργεια. Ωστόσο, οι ορεινοί Σουλιώτες, μη δυνάμενοι να προσαρμοστούν στις γεωργικές εργασίες, άρχισαν να δημιουργούν προβλήματα στην τοπική κοινωνία, τα οποία καταγράφει ο σχεδόν σύγχρονός τους, Π. Χιώτης: «[…] Συνειθισμένοι δε εις τον πολεμικόν βίον, περιεφρόνουν την δίαιταν γεωργού η καθυπεβλήθησαν υπό των Ρώσων. Κλέπτοντες ουν και διαρπάζοντες τα ζώα και αίγας των περιοίκων χωρικών της Κερκύρας, απεστρέφοντο τας ειρηνικάς φιλοπονίας. […] Διότι αυτοί ουδέν άλλον εφρόντιζον, ειμή να καθαρίζουσι τα όπλα, και να σημαίνωσι την κιθάραν, τραγουδώντες αλβανιστί τους ηρωϊσμούς» (Π. Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα, Κέρκυρα 1863, τ. Γ΄, σ. 857).
Εντέλει οι Σουλιώτες πρόσφυγες θα εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους στα Επτάνησα μέσα από την παροχή έμμισθων στρατιωτικών υπηρεσιών στις εκάστοτε δυνάμεις κατοχής των Επτανήσων. Πρώτα στους Ρώσους, οι οποίοι θα συγκροτήσουν ένα νέο στρατιωτικό σώμα ελαφρών σκοπευτών, στο οποίο υπηρετούν, το 1805-1806, 1.354 Σουλιώτες και 359 Χιμαριώτες (Γκριγκόρι Λ. Αρς, Η Αλβανία και η Ήπειρος στα τέλη του ΙΗ΄αιώνα και στις αρχές του ΙΘ΄αιώνα, Αθήνα 1994, σ. 238). Οι Σουλιώτες θα θέσουν ως μοναδικό όρο συμμετοχής τη διατήρηση της ιδιαίτερης ενδυμασίας τους και της πατροπαράδοτης πολεμικής τακτικής τους.
Μετά τη συνθήκη του Τιλσίτ, το 1807, με την οποία παραχωρούνται στον Ναπολέοντα τα Ιόνια νησιά, οι Γάλλοι θα συγκροτήσουν στα Επτάνησα ένα σώμα ενόπλων με την ονομασία Régiment Albanais, ή κατά την ελληνική απόδοση Σώμα Αλβανητών (Κ. Ν. Ράδος, «Οι Σουλιώται και οι αρματολοί εν Επτανήσω (1804-1815)», Επετηρίς Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, τ. 12, σ. 31-108, Αθήνα 1916. Στις 11 Φεβρουαρίου 1808 ο Φώτος Τζαβέλας ονομάζεται ταγματάρχης του τρίτου τάγματος του Αλβανικού Συντάγματος (ΓΑΚ, Κ. 88, αρ. 21 και 24).
Το 1810 οι Άγγλοι καταλαμβάνουν τα Επτάνησα εκτός από την Κέρκυρα και την Πάργα. Αρχές Νοεμβρίου 1813 οι Γάλλοι αναδιοργανώνουν το Αλβανικό Σύνταγμα , το οποίο περιορίζεται πλέον σε δύο τάγματα. Όσοι πολεμιστές δεν συμπεριελήφθησαν στη νέα οργάνωση και προτιμούσαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους θα λάμβαναν την ανάλογη άδεια από τον γενικό διοικητή των Ιονίων νήσων.
Αυτήν ακριβώς την εποχή θα επιστρέψουν στην Ήπειρο και τα αρχηγικά μέλη των δύο μεγαλύτερων σουλιωτικών γενών, ο Κίτσος Μπότσαρης και ο Νικόλαος Τζαβέλας.
Ο Σουλιώτης αρχηγός, Κίτσος Μπότσαρης, επιλέγει το 1813 να επιστρέψει στην Ήπειρο, εμπιστευόμενος πρόταση του Αλή πασά για ανάκτηση του αρματολικιού των Τζουμέρκων. Τα συμφέροντα του ίδιου και της φάρας του βρίσκονταν στην Ήπειρο του Αλή πασά. Ωστόσο, εννέα χρόνια μετά το 1804, ο ανταγωνισμός των καπετάνιων για τα αρματολικά κόλια θα αποδειχθεί και πάλι θανάσιμος για το γένος Μπότσαρη. Ο Κίτσος, επανερχόμενος στην Ήπειρο, φονεύεται στην Άρτα από τον αρματολό Γώγο Μπακόλα, ενδεχομένως κατ’ εντολή του Αλή πασά, αλλά, ίσως, και από πρωτοβουλία του ίδιου του Μπακόλα, προκειμένου να διασφαλίσει το αρματολίκι του από τον επίφοβο διεκδικητή. Η δολοφονία, η περιουσία αλλά και η δανειοδοτική πρακτική του αρχηγού της φάρας, Κίτσου Μπότσαρη, καταγράφεται στη συλλογική μνήμη, μέσα από το δημοτικό τραγούδι: «Τρίτη Τετάρτη χλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη / Παρασκευή ξημέρωσε να μ’ είχε ξημερώσει! / Που κίνησε ο Μπότσαρης να πάη στο Βουλγαρέλι / Πάει να μάση τ’ άσπρα του που τάχε δανεισμένα» (Α.Ν. Παπακώστας, Απομνημονεύματα Γέροντος Σουλιώτου αγωνιστού Εικοσιένα, Ανάτυπο από τον τ. Δ΄ της Μνήμης Σουλίου, έκδ. του εν Αθήναις Συλλόγου «Οι Φίλοι του Σουλίου», 1978, σ. 156). Μετά τη δολοφονία του Κίτσου, ο Αλής θα μεριμνήσει για την οικογένειά του, η οποία, με αρχηγό πλέον της φάρας τον Μάρκο Μπότσαρη, θα εγκατασταθεί, κατ’ εντολή του Αλή, στον Κακόλακκο Πωγωνιανής. Ο αδελφός του Μάρκου, Κώστας Μπότσαρης, παραμένει ως όμηρος στην αυλή του Αλή στα Ιωάννινα.
Ο Νικολό (Νικόλαος) Τζαβέλας ήταν ο πρωτότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα. Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1811, παίρνει τη θέση του στο Αλβανικό Σύνταγμα με τον ίδιο βαθμό. Ωστόσο, φαίνεται ότι δεν έγινε αποδεκτός ως αρχηγός από τους Σουλιώτες του τάγματος, οι οποίοι δεν τον υπάκουαν, όπως αναφέρει ο Περραιβός (Ιστορία Σουλίου και Πάργας, Βενετία 1815, τ. Β΄, σ. 92-93). Έτσι ο Νικολό Τζαβέλας θα προσανατολισθεί και αυτός στη διέξοδο του Αλή πασά, ο οποίος θα τον διορίσει, στις 23 Δεκεμβρίου 1813, «καπετάνον εις τα κόλια του Πλαχάβα», δηλαδή καπετάνιο στο αρματολίκι των Χασίων (ΓΑΚ, Κ88, αρ. 5).
Στις 26 Ιουνίου 1814, η Κέρκυρα παραδίδεται στους Άγγλους. Αυτοί θα προχωρήσουν σταδιακά στη διάλυση του Αλβανικού Συντάγματος διατηρώντας ωστόσο μια χιλιαρχία, η οποία το 1817 ονομάζεται Αρβανιτικό Σώμα αλλά και Ελληνικό Σώμα.
Όσοι δεν παρέμειναν στο Σώμα, και ενώπιον του φάσματος της οικονομικής τους εξαθλίωσης θα αποτολμήσουν, κυρίως οι φτωχότεροι, την επιστροφή τους στην Ήπειρο, στη χειρότερη περίπτωση περιπλανώμενοι ως μπουλούκια κλεφτών. Άλλοι, θα ενταχθούν στην υπηρεσία του πασά των Ιωαννίνων, όπως ο Λάμπρος Κασμάς, τον οποίο βρίσκουμε, το 1820, αρματολό Σαλώνων. Τέλος, άλλοι Σουλιώτες θα προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες εκτός Ηπείρου, όπως ο Αθανάσιος (Νάσης) Φωτομάρας, ο οποίος θα προσληφθεί στην υπηρεσία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στη Μάνη.
(Το επόμενο: η σύνδεση των Σουλιωτών με την Ελληνική Επανάσταση, ο Μάρκος Μπότσαρης και η ταυτότητά τους μετά την Επανάσταση, στο Books' Journal 124 , που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία και στα περίπτερα)
Έχετε διαβάσει το ημερολόγιο του Τζαβέλα ;
Εκεί αποδυκνυειται ότι πέρα από τα αρβανίτικα στο Σούλι ομιλούσαν και μια διάλεκτο της ρωμαϊκής όχι φυσικά τη Κερκυραϊκή αλλά μια Ηπειρωτική ποικιλία με δυτικοηπειρωτικους ιδιωματισμούς .
Επίσης υπάρχουν μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων ότι οι μουσουλμάνοι Αλβανοί της Τσαμουργιας ήταν σε μεγάλο ποσοστό δίγλωσσοι οπότε το να μην ήταν οι Σουλιώτες και οι Σουλιώτισσες είναι κάπως δύσκολο .
Τα γένη άλλωστε του Σουλίου κατάγονταν από πολλά χωριά ,είτε Αρβανιτοφωνα είτε Ρωμιοφωνα είτε δίγλωσσα.
Οπότε καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος τα παραμύθια ότι πχ οι Σουλιώτες έμαθαν τα ρωμαϊκά και στη Κέρκυρα .
Παραμύθια με τα οποία ανατράφηκαν γενιές Ελλήνων ιδίως μετά το 1985.
Αποκυήματα της φαντασίας είναι και η υποτιθέμενη θρησκευτική αδιαφορία των Σουλιωτών .
Κανένας ''θρησκευτικά αδιάφορος'' δεν θα παρατούσε τα πεδινά της Θεσπρωτίας για να ανέβει στα κατσαβραχα του Σουλίου ακριβώς την περίοδο των εξισλαμισμων των Θεσπρωτών .
17 Μάι 2024, 12:05