Ο Θεός ξαναπέθανε
Στις 13 Ιουνίου 1982, ο μικρόσωμος παίκτης με το φουντωτό μαλλί και το κωμικά κοντόστενο σορτσάκι (ας όψονται τα 1980s) απαθανατίσθηκε σε μια φάση που συμπυκνώνει όσα μας υπνωτίζουν στο ποδόσφαιρο. Σαν πεινασμένο σαρκοβόρο μπροστά σε 6 πανικόβλητους Βέλγους, ο Μαραντόνα έχει το αριστερό πόδι σε παράξενα anticipatory κλίση. Σπρώχνει την μπάλα με έναν απαλό τρόπο αλλά τα νύχια είναι έτοιμα να βυθιστούν στο λαιμό του θύματος. Η φωτογραφία θα μπορούσε να λέγεται Hunter and the Hunted, κυνηγός και θήραμα, και πάρθηκε ένα κλάσμα δευτερολέπτου μετά από φρη-κικ. Oι αμυντικοί που ανοίγονται σα βεντάλια για να υπερασπισθούν κάθε τετραγωνικό χιλιοστό της περιοχής τους ήταν το τείχος.
Καρφώνοντας το χρόνο, η εικόνα πέρασε στο μουντιαλικό Pantheon όπου την αναλύουν και την εξηγούν μετά από δεκαετίες. Ο συμβολισμός της είναι η τεχνολογία της: με το να είναι έγχρωμη υποδηλώνει τις βαθιές αλλαγές στο μέχρι τότε ασπρόμαυρο, και με σημερινά δεδομένα βασανιστικά αργό ποδόσφαιρο.
Στο επόμενο μουντιάλ και ενώ έκανε το σλάλομ στις 22 Ιουνίου 1986 ανάμεσα σε 6 αντιπάλους (ή μήπως ήταν 7;), ο εκφωνητής ευχαριστούσε τον Θεό «για τον Μαραντόνα, για το ποδόσφαιρο και για τα δάκρυα». Τρεις μέρες αργότερα, στον ημιτελικό, επανέλαβε το απίθανο τρέξιμο από την αντίθετη πλευρά του γηπέδου και σε μικρότερη κλίμακα (μόνο τέσσερις αντίπαλοι αυτή τη φορά), αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα – η μπάλα στα δίχτυα. Κάθε μουντιάλ δίνει χρυσή μπάλα σε κάποιον αθάνατο, αλλά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 ήταν παράσταση για ένα ρόλο.
Όταν πήγε στη Νάπολη, οι θερμόαιμοι με τις ανοιχτές φλέβες όπως ο Εντουάρντο Γκαλεάνο πανηγύριζαν την ταπείνωση του πλούσιου Βορρά από τον φτωχό Νότο. Οι Θεοί των φιλοσόφων, των λογοτεχνών και του ποδοσφαίρου πεθαίνουν ξανά και ξανά, τα απωθημένα ποτέ. Εάν ψάξεις στο Google “Maradona” και “God”, ο αριθμός των αποτελεσμάτων είναι τόσο επικός ώστε οι Θεολογικές Σχολές χρειάζονται έξτρα εξάμηνο για να ανταποκριθούν επαρκώς στη ζήτηση.
Την επομένη της αποδήμησης του υπεραναλυμένου και υπερπροσδιορισμένου Ντιεγκίτο Αρμάντο, ο Αλεχάντρο Σαμπέλα εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο. Ο Άλεξ, όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά στη Σέφιλντ όπου έπαιξε για 2 σαιζόν (1978-1980), ανήκε στη γενιά του Μαραντόνα και στην πρώτη μετάγγιση λατινοαμερικάνικου ταλέντου που έδωσε χρώμα στο βαρετό αγγλικό στυλ (οι σταρ από την ενδεκάδα της Argentina Campeon που διέσχισαν τον Ατλαντικό το καλοκαίρι του 1978 για την Τότεναμ ήταν Αρντίλες και Βίλλα). Μακριά από δημοσιότητα, σκάνδαλα και fast lanes, ο Αλεχάντρο ήταν ο προπονητής με τον οποίο η Αργεντινή έφτασε στον τελικό το 2014 όπου υπέκυψε 1-0 στην παράταση από Die Mannschaft, τη γερμανική Μηχανή που πέρασε στην ιστορία όχι επειδή κέρδισε το έσχατο τρόπαιο για 4η φορά (έχουμε βαρεθεί να μετράμε) αλλά για το καταστροφικό 7-1 επί της Βραζιλίας στο Μπέλο Οριζόντε.
Η έκτακτη εισαγωγή του Σαμπέλα στο νοσοκομείο λίγες ώρες μετά το θάνατο του Μαραντόνα πυροδότησε φήμες στο ποδοσφαιρικό σύμπαν. Όταν άκουσα το συμβάν, αποφάσισα να υποκύψω στον πειρασμό του correlation και, χωρίς να ξέρω τίποτε άλλο, πέρασα στο causation: από συσχέτιση στο αίτιο. Ήταν λογικό να υποθέσει κανείς ότι ο Σαμπέλα δεν άντεξε τον πόνο της ξαφνικής μεταγραφής του Μαραντόνα στο υπερπέραν και λίγες μέρες αργότερα πέθανε στην εντατική. Σύμπτωση;
Αίτιο-Αιτιατό
Correlation is no causation είναι ένα από τα πρακτικά δόγματα της ιατρικής. Το γεγονός ότι δύο πράγματα σχετίζονται χρονικά δεn σημαίνει ότι αυτό που προηγήθηκε προκάλεσε αυτό που ακολούθησε. Μπορεί να το προκάλεσε, μπορεί και όχι. Εάν υποστώ κάκωση στο ισχίο επειδή γλίστρησα και έπεσα, είναι σχετικά εύκολο να αποδώσω τον πόνο στο ατύχημα. Αργά ή γρήγορα ο πόνος θα βελτιωθεί και με πρέπουσα θεραπεία και τον πανδαμάτορα θα περάσει. Αλλά εάν, έπειτα από δύο ή τρία χρόνια και αφού τα συμπτώματα έχουν εξαλειφθεί, με ξαναπιάσει πόνος στο ισχίο, εξακολουθεί να οφείλεται στο ότι έπεσα; Ή μήπως το καινούργιο σύμπτωμα δεν σχετίζεται με το ότι είχα πέσει, και ο πόνος θα εμφανιζόταν έτσι κι αλλιώς;
Με το να είναι πολυεπίπεδα, τα βιολογικά φαινόμενα κάνουν το ιατρικό causality προπαμπιλιστικό. Στo κλασικό The Environment and Disease: Association or Causation? o Bradford Hill πρότεινε 9 κριτήρια αιτιολογικής συσχέτισης[1]. Και όταν απομακρυνόμαστε από επιδημιολογικές παρατηρήσεις μεγάλων πληθυσμών και εστιάζουμε σε μεμονωμένα περιστατικά, οι αναζητήσεις αιτίου-αιτιατού περιπλέκονται από predisposing factors, contributing factors και precipitating factors. Ήταν η αιφνίδια εισαγωγή του Σαμπέλα στο νοσοκομείο απόρροια του θανάτου του Μαραντόνα; Μήπως το σοκ της είδησης ήταν precipitating παράγων[2] που, σε συνδυασμό με contributing/προϋπάρχοντα νοσήματα (καρκίνος, καρδιοπάθεια), και ίσως άλλα, άγνωστα προδιαθεσικά/predisposing στοιχεία, τον έσπρωξε στο τέλος; Ή δεν είχε καμία σχέση;
Κατά κανόνα τέτοια ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν εύκολα, αλλά ανακινούν δύο ενδιαφέροντα θέματα. Το πρώτο έχει να κάνει με μια καρδιακή επιπλοκή του απότομου στρες. Το δεύτερο παραπέμπει στη σημασία του ποδοσφαίρου και, για να παραφράσω τον Καστοριάδη, υπαινίσσεται μια θεωρία του ανδρικού φύλου που μπόρεσαν να το παρουσιάσουν σαν ισχυρό[3].
Τακοσούμπο
Το 1990, ομάδα καρδιολόγων από την Ιαπωνία περιέγραψε το σύνδρομο Τακοσούμπο, μια οξεία καρδιοπάθεια που προκαλείται από ξαφνικό και δυσβάστακτο στρες. Τα συμπτώματα είναι ίδια με έμφραγμα και χρειάζονται απεικονιστικές μέθοδοι για ακριβή διάγνωση. Η ονομασία προέρχεται από την απώλεια του φυσιολογικού σχήματος της καρδιάς και τη διόγκωση της αριστερής κοιλίας σαν μπαλόνι. Tακοσούμπο στα ιαπωνικά είναι ευρύ δοχείο με στενό άνοιγμα σαν πιθάρι που το χρησιμοποιούν για να πιάνουν χταπόδια. Συνώνυμα του Τακοσούμπο είναι Transient Apical Ballooning (Παροδική Καρδιακή Διόγκωση Δίκην Μπαλονιού), Stress Cardiomyopathy (Καρδιοπάθεια από Στρες) και το ρομαντικό Broken Heart Syndrome (Σύνδρομο Ραγισμένης Καρδιάς.)
Αρχείο Γιώργου Ζώταλη
Στο Τακοσούμπο η καρδιά γίνεται σαν μπαλόνι. Α: διαστολή. Β: συστολή.
Ένα από τα αινίγματα του Takotsubo (όπως γράφεται στα αγγλικά – το δεύτερο t είναι σιωπηλό και η λέξη, τουλάχιστον στα αγγλικά, προφέρεται Τακοσούμπο) είναι ότι 80-90% των περιστατικών διαγιγνώσκονται σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Το αίνιγμα δεν συνίσταται στο ότι η πάθηση είναι συχνότερη σε γυναίκες (σχεδόν κάθε νόσημα έχει προτίμηση προς το ένα ή το άλλο φύλο), αλλά στο ότι η συχνότητα είναι skewed/κατά πολύ μεγαλύτερη στις γυναίκες (το Google αποδίδει skewed distribution σαν λοξή κατανομή). Γιατί το μονοπωλιακό ratio 9:1 και όχι ένα δημοκρατικότερο 6:4;
Οι καρδιολόγοι του μέλλοντος ίσως κάποτε αποδείξουν ότι το Τακοσούμπο είναι όντως παθοφυσιολογικό προνόμιο των γυναικών όπως τα αυτοάνοσα νοσήματα, η οστεοπόρωση και οι ημικρανίες. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό, μια εναλλακτική υπόθεση είναι ότι η ασυμμετρία του 9:1 αποτελεί άρτιφακτ. Είναι πιθανό να μη μάθουμε ποτέ την πραγματική κατανομή του φαινομένου στα δύο φύλα[4]. Σύμφωνα με μια θεωρία, το Σύνδρομο της Ραγισμένης Καρδιάς διαγιγνώσκεται πολύ συχνότερα σε γυναίκες επειδή οι άνδρες πεθαίνουν πριν να γίνει δυνατή η σωστή διάγνωση. Μια παραλλαγή είναι ότι το Τακοσούμπο είναι μεν λιγότερο συχνό στους άνδρες αλλά τους προσβάλλει βαρύτερα.
Παράδειγμα. Ο οπαδός, που μένει στον τόπο επειδή η ομάδα έχασε πέναλτι στην παράταση του τελικού, μάλλον δεν θα προλάβει να φτάσει στο νοσοκομείο. Καταρχάς πρέπει να τον προσέξουν οι διπλανοί του μέσα στη βουή, την αδρεναλίνη, τις φωνές, τις διαμαρτυρίες, τα γιουχαρίσματα, τις βρισιές, τα σφυρίγματα, την αγανάκτηση, τις χειρονομίες και τα σπρωξίματα, όταν το παιχνίδι παίρνει δραματική τροπή. Η δυσκολία να προσέξεις τον διπλανό σου στην κερκίδα πολλαπλασιάζεται σήμερα καθώς οι φίλαθλοι με το ένα μάτι παρακολουθούν το ματς και με το άλλο το βιντεοσκοπούν για να το ανεβάσουν. Ταυτόχρονα είναι στα σόσιαλ γιατί η παρουσία τους στο γήπεδο πρέπει να γίνει γνωστή, ενώ παράλληλα ρίχνουν κλεφτές ματιές στην τεράστια ηλεκτρονική οθόνη πάνω από το πέταλο όπου παρελαύνουν replays σε αργή κίνηση, διαφημίσεις για λάστιχα αυτοκινήτων, στοιχήματα, πακέτα διακοπών, μπύρες με λίγες θερμίδες, αντιρατσιστικά μηνύματα και εκκλήσεις για Αποφασιστικό Ηχηρό Όχι στη Βία.
Δεύτερον, οι γύρω του πρέπει να ξέρουν καρδιοπνευμονική ανάνηψη. Τρίτον, καλό είναι να υπάρχει απινιδωτής – συζητήσιμη πολυτέλεια ακόμη και σε ναούς όπως το Le Stade de France και η Allianz Arena. Σε περίπτωση που χρειασθεί, ο απινιδωτής πρέπει να είναι φορτισμένος, να λειτουργεί και να είναι σε απόσταση δευτερολέπτων από τον οπαδό στο έδαφος – μπαίνουμε σε ιατρική επιστημονική φαντασία. Τέταρτον, ενώ γίνονται τα παραπάνω, κάποιος χρειάζεται να ειδοποιήσει ασθενοφόρο.
Ακόμα και σε χώρες που οι οδηγοί παραμερίζουν για τις σειρήνες των ασθενοφόρων, τα σωστικά συνεργεία εμφανίζονται όπως η γλαύκα του Χέγκελ, και ο οπαδός μας είναι DOD (Dead-On-Arrival) νεκρός-εν-τη-αφίξει στο νοσοκομείο όπου θα διαγνώσουν το μοιραίο με ένα συνοπτικό ΟΕΜ (Οξύ Έμφραγμα Μυοκαρδίου). Τα πιστοποιητικά θανάτου έχουν τυπωμένα τα συνήθη αίτια μαζί με πεντέξι υποκείμενα νοσήματα, και μέσα στο χαμό της εφημερίας που κατά κανόνα είναι απείρως χαοτικότερη από το γήπεδο, η υπογράφουσα ιατρός απλώς τσεκάρει τη διάγνωση χαμηλότερης αντίστασης. Τι λογικότερο και πιθανότερο από μια ανακοπή;
Ακόμη και με νεκροψία είναι δύσκολο να διαγνωσθεί η καρδιά-μπαλόνι. Οι πιθανές αλλαγές στο σχήμα της καρδιάς μέχρι το post-mortem, και η έλλειψη παθολογοανατομικών κριτηρίων για τη διάγνωση επιτείνουν το μυστήριο του Τακοσούμπο στους άνδρες. Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ από τι πέθανε ο οπαδός μας.
Στρες σημαίνει κατεχολαμίνες, αγγειοσύσπαση, διαταραχές μικροκυκλοφορίας, υποξία και ρίζες οξυγόνου ιδιαίτερα τοξικές για την καρδιά. Οι ψυχοσωματικές επιπτώσεις μιας πολύ δυσάρεστης είδησης ή έντονης σωματικής δοκιμασίας εκλύουν φλεγμονώδεις ουσίες που, άγνωστο πως, οδηγούν στο “stunned myocardium”, το εμβρόντητο μυοκάρδιο. Τα βικτωριανά fainting couches (καναπέδες λιποθυμίας) για κυρίες ανωτέρων τάξεων που ήταν υποχρεωμένες να χάσουν τις αισθήσεις τους στο άκουσμα ανεπιθύμητων unmentionables έχουν αντικατασταθεί από ηλεκτροκαρδιογραφήματα, κοιλιογραφίες, MRI και τροπονίνες. Σαν Άπιστος Θωμάς, η Επιστημονική Ορθολογική Τεχνο-Ιατρική Εποχή μας απαιτεί σκληρά και αδιάσειστα τεκμήρια οξείας δυσφορίας. Μια απλή λιποθυμία won’t do.
Η συσχέτιση Τακοσούμπο και εμμηνόπαυσης (σχεδόν 90% των περιστατικών είναι σε γυναίκες 58-75 ετών) είναι ευκολότερο να εξηγηθεί αλλά μόνο ώς ένα σημείο. Το οιστρογόνο προστατεύει την καρδιά και η απότομη ελάττωσή του στην εμμηνόπαυση επιτείνει τις τοξικές επιδράσεις του στρες σε μυοκάρδιο και αγγεία. Όμως η άλλη όψη του συνδρόμου είναι ότι πάνω από 95% των γυναικών με το σύνδρομο τελικά συνέρχονται. Το διπλό πρόσωπο του Τακοσούμπο (υψηλή συχνότητα αλλά καλή πρόγνωση με χάππυ εντ) θυμίζει τα δένδρα που λυγίζουν χωρίς να σπάσουν. Αν και πιο ευένδοτες στο σύνδρομο, οι γυναικείες καρδιές κατά κανόνα το ξεπερνούν και συνέρχονται πλήρως.
Αλλά εάν υπάρχουν ψιχία αλήθειας στο ότι οι άνδρες προσβάλλονται από βαρύτερες μορφές και πεθαίνουν χωρίς να γίνει η σωστή διάγνωση, τότε ίσως μια ρεαλιστικότερη αναλογία θηλέων/αρρένων είναι 7:3. Και εάν συνυπολογίσουμε ψυχογεωγραφικούς παράγοντες, η κατανομή των ραγισμένων καρδιών ανάμεσα στα δύο φύλα μπορεί να γίνεται πιο δίκαια. Στους Λατίνους όπως ο Σαμπέλλα, η ψαλίδα του Τακοσούμπο ανάμεσα στα δύο φύλα ίσως χαμηλώνει στο 6:4. Σε Μεσόγειους όπως εμείς, που μαζί με τα φώτα δώσαμε δράμα στην ανθρωπότητα και έχουμε πόνο στα ερυθρά μας αιμοσφαίρια, η αναλογία μπορεί να γίνεται 5:5. Και οι ποδοσφαιρόφιλοι, ποιος ξέρει, ίσως και να ξεπερνάμε τις γυναίκες.
Εαν πράγματι το Τακοσούμπο προσλαμβάνει οιονεί θανατηφόρες μορφές στους άνδρες, αυτό σημαίνει ότι, εκτός από ταμπού, ο ψυχικός πόνος έρχεται να προστεθεί στη διευρυνόμενη λίστα από αχίλλειες πτέρνες που μαστίζουν το πάλαι ποτέ «ισχυρόν». If Men are from Mars, εάν προερχόμαστε από τον Άρη όπως έλεγαν οι ποπ ψυχολόγοι στις αρχές των 1990s, τότε η καρδιά μας είναι από γυαλί.
Πυρετός
Η ποδοσφαιρική γραφή κυριαρχείται από κλισέ των υψηλών τεχνών και συναισθηματισμό που προκαλεί ζάχαρο. Ποιος δεν έχει διαβάσει για «το μπαλέτο των ιπτάμενων Ολλανδών του Άγιαξ», τις «χορευτικές» κινήσεις του Κρόυφ, τη «μαεστρία» των Βραζιλιάνων που «χορεύουν βαλς», ή τις ηρωικές εποχές που οι παίκτες τα έδιναν όλα για τη φανέλα; “Football is working class ballet, το ποδόσφαιρο είναι το μπαλέτο της εργατικής τάξης”, γράφει ο ποδοσφαιροφιλόσοφος Simon Critchley στο What we think about when we think about soccer[5]. Άγνωστο γιατί αλλά, όταν συγγραφείς καταλαμβάνονται από μπαλαδόρικο οίστρο και θέλουν να βάλουν επίστρωση ανωτερότητας στο ποδόσφαιρο, επιστρατεύουν το μπαλέτο.
Τα παραπάνω δεν είναι πειστικά. Ίσως απηχούσαν κάτι στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, αλλά σήμερα ακούγονται βεβιασμένα και θυμίζουν καναπέδες λιποθυμίας του 19ου αιώνα.
Ενώ μπαλέτο και χορός ακολουθούν προδιαγεγραμμένους κανόνες, το ποδόσφαιρο είναι μη προβλέψιμη ρευστότητα 90 λεπτών σε ορθογώνιο τετράπλευρο χωρίς χορογράφους, λιμπρετίστες ή σκηνοθέτες. Όταν η μπάλα πλησιάζει το πόδι κανείς δεν ξέρει ούτε ελέγχει προς ποια κατεύθυνση θα κλωτσηθεί και πού θα καταλήξει.
Η λέξη anticipatory, με την οποία περιέγραψα τον τρόπο που το πόδι του Μαραντόνα ακουμπά την μπάλα στην εικόνα του 1982, προέρχεται από το anticipate: περιμένεις να γίνει κάτι χωρίς να ξέρεις τι θα γίνει. Η μπάλα ακουμπά το πόδι αλλά είναι άγνωστο τι θα γίνει μετά. Ο Μαραντόνα τελικά έστειλε την μπάλα ψηλοκρεμαστά πάνω από τους αμυντικούς ελπίζοντας ότι κάποιος συμπαίκτης του θα έκανε κάτι, αλλά η Στρογγυλή Θεά (άλλο φουτμπολικό κλισέ par excellence) προτίμησε την αγκαλιά του τερματοφύλακα[6]. Στο εν λόγω παιχνίδι, το Hunted θήραμα ήταν η Αργεντινή που υπέκυψε στα νύχια (ή μάλλον στα πόδια) των Βέλγων. «Το ποδόσφαιρο είναι απλό, αλλά το να παίξεις απλό ποδόσφαιρο είναι το πιο δύσκολο πράγμα», έλεγε ο Κρόυφ. Το παιχνίδι παίζει τους παίκτες.
Αλλά, εκτός από τους παίκτες, το παιχνίδι και η μπάλα παίζουν περισσότερο και σκληρότερα εμάς τους θεατές. Ενώ ξελαρυγγιαζόμαστε «η γιαγιά μου θα το έβαζε αυτό» όταν δεν μπορούν να σκοράρουν σε κενή εστία, το απρόβλεπτο μας κάνει να αμφιβάλλουμε για τη στερεότητα και την αποφασιστικότητα του πραγματικού. Η απροσδιοριστία του ποδοσφαίρου, ιδιαίτερα εάν αναλογισθούμε ότι πάνω από 90% του παιχνιδιού «συμβαίνει» εκεί όπου δεν κοιτάζουμε, στο Id των διαρκώς μεταλλασσόμενων χώρων μακριά από την μπάλα, έχει έλθει στο προσκήνιο με την αμείλικτη και σχεδόν θεοκρατική προσήλωση της εποχής μας σε data-driven results.
Ζούμε τη στιγμή της λεπτομέρειας και των βέλτιστων πρακτικών. Τα χιλιόμετρα που τρέχει ο κάθε παίκτης, το πόσες φορές ακουμπά την μπάλα ανά ημίχρονο, ποσοστά ελέγχου της μπάλας (possession), ακρίβεια στις πάσες (accuracy), υψηλής πιθανότητας ευκαιρίες, ασίστ που οδήγησαν σε γκολ και shots-on-target/σουτ-στην-εστία είναι η κορυφή του παγόβουνου στις μυριάδες δεδομένων που παράγονται σε κάθε παιχνίδι προκειμένου να μελετηθούν, να αποκωδικοποιηθούν και να μεταφραστούν σε κινήσεις τακτικής από ειδικούς. Αναμεταδόσεις και σχολιασμοί παιχνιδιών θυμίζουν διδακτορικές διατριβές. Υπερεξειδικευμένοι κόουτς που ασχολούνται μόνο με στημένες φάσεις (πλάγια, κόρνερ, φάουλ μπροστά σε τείχος) είναι η τελευταία λέξη τεχνοεπιστημονικού φούτμπολ[7]. Ψυχολόγοι, Διαιτολόγοι, Υπνολόγοι, Ολιστικοί Υγιεινολόγοι και Βλαστικά Κύτταρα βρίσκονται πίσω από τους σούπερ-παίκτες του σήμερα. Εάν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, σύντομα οι σέντερ φορ που δεν μπορούν να βάλουν γκολ θα υποβάλλονται σε θεραπεία από λακανικούς αναλυτές με καθρεφτάκια.
Παρά τις φωνές που νοσταλγούν αντικατοπτρισμούς αγνού και «πτωχού πλην τιμίου» ποδοσφαίρου που δεν υπήρξε ποτέ, ελπίζουμε ότι ο θλιβερός Προπονητής-Δικτατορίσκος που ούρλιαζε στα αποδυτήρια «Τι σας ζητάω; Ένα γκολ σας ζητάω!» ανήκει οριστικά στο νεαντερτάλειο παρελθόν. Στο Corporate Football του σήμερα, το ποδόσφαιρο είναι Ανώνυμη Παγκοσμιοποιημένη Μεγα-Επιχείρηση. Παίκτες, προπονητές, τεχνικοί, διοικητικοί, δικηγόροι, αθλητικογράφοι, στελέχη δημοσίων σχέσεων, consultants που υπόσχονται value στο brand, ακαδημίες και κυνηγοί των αυριανών Μαραντόνα που απλώνονται σε όλη την υφήλιο είναι βελτιωμένες και επαυξημένες παραλλαγές του Organization Man σε ένα commodity system που βρίσκεται σε ακατάπαυστη κίνηση και μεταβολίζει τα πάντα.
Αλλά όσο και να ξεμαγευτεί, όσο και να αλγοριθμοποιηθεί η μπάλα, η ψυχική μας σύνδεση μαζί της είναι πρωταρχική. Ακόμα και όταν ο οπαδός είναι φιλόσοφος, όπως ο Critchley, με όλα τα τρυκ της φαινομενολογίας στο μανίκι του, το ποδοσφαιρικό μυστήριο, η έξαψη, η μιζέρια, το στρες, οι ιδέες μεγαλείου παραμένουν ανεξήγητα, ενώ πάντα βρισκόμαστε ένα ασθενοφόρο πριν από την επόμενη ραγισμένη καρδιά. Σε μια προβληματική διατύπωση στο What we think about..., ο Critchley γράφει:
The reason why football is so important to so many of us is precisely because of the experience of association at its heart and the vivid sense of community that it provides. Το ποδόσφαιρο είναι σημαντικό επειδή μας προσφέρει εμπειρίες κοινότητας και συνένωσης.
Όσες φιλαθλο-ώρες και να αφιερώσω προσπαθώντας να καταλάβω γιατί το ποδόσφαιρο είναι τόσο σημαντικό για μένα, αμφιβάλλω ότι οφείλεται στις εμπειρίες συλλογικότητας που προτείνει ο Critchley (“experience of association” και “vivid sense of community” είναι οι φράσεις του). Οι τρόποι με τους οποίους μας συνεπαίρνει και μας αιχμαλωτίζει το ποδόσφαιρο βραχυκυκλώνουν λέξεις και περιγραφές. Η έλξη που ασκεί πάνω μας και οι εμπειρίες που μας δίνει δεν είναι αρθρώσιμες ούτε προσπελάσιμες από κάποια θεωρία. Οι προσπάθειες να «εξηγηθεί» η μπάλα είναι σαν το μαστίγωμα της θάλασσας που διέταξε ο Ξέρξης. Το αντι-ιντελεκτουαλιστικό factum του ποδοσφαίρου είναι ότι η οπαδική εμπειρία δεν εξηγείται ούτε ανάγεται κάπου αλλού. Οι εξεζητημένες λέξεις, έννοιες και εκφράσεις με τις οποίες ο Critchley πλημμυρίζει το What we think about when we think about soccer (sensate ecstasy, de-subjectifying soccer, parrhesia, catharsis) είναι πυροτεχνήματα που γεμίζουν σελίδες επί σελίδων χωρίς να φέρνουν κάτι καινούργιο. Και στο βαθμό που μας λέει κάτι σημαντικό, όπως η βαθύτατη διαφθορά του σπορ και των ομάδων που λατρεύουμε ή τα άπλυτα της FIFA, επαναλαμβάνει κοινά μυστικά. Το What we think about... αποτυγχάνει όχι επειδή o Critchley είναι κακός συγγραφέας, κακός φιλόσοφος ή δεν ξέρει από ποδόσφαιρο –το αντίθετο– αλλά επειδή παλεύει να ανοίξει το μαύρο κουτί με λάθος εργαλεία.
Το ορόσημο στο πεδίο των ποδοσφαιρικών μελετών ήταν και παραμένει το Fever Pitch[8]. Το βιβλίο έγινε κομμάτι των 1990s-2000s, και χώρισε το φουτμπoλικό γράψιμο σε Πριν-Fever Pitch και Μετά-Fever Pitch. Μέσα από τον διαρκή πόνο, μιζέρια και μονομανία του οπαδού, ο Nick Hornby γράφει το εξής:
[…] football […] is not an escape or a form of entertainment, but a different version of the world. Το ποδόσφαιρο δεν είναι διαφυγή ή μορφή διασκέδασης, αλλά διαφορετική εκδοχή του κόσμου.
Το sub-text του Fever Pitch είναι τα αδιέξοδα του ανδρικού φαινότυπου που καταλήγουν στη φυγή και στην απόδραση από το Πραγματικό. Η ομάδα είναι το καβούκι της πανικόβλητης δυσλειτουργικής τεστοστερόνης. Με την αφοσίωσή του στην Άρσεναλ –από τις μετριότερες και πιο βαρετές ομάδες, άρα ιδεώδης πλατφόρμα για τον καταναγκαστικό μαζοχισμό της γηπεδικής διαταραχής– ο ατυχής οπαδός (το να τον αποκαλέσεις φίλαθλο θα ήταν κρύο ανέκδοτο μιας λέξης) αντιστέκεται με νύχια και με δόντια στον κλοιό της ωριμότητας και τις προκρούστειες ευθύνες που τον περικυκλώνουν. Είναι κολλημένος σε κατάσταση Arsenalesque, μία λέξη που μόνο ο Hornby μπορούσε να συνθέσει. Ενενήντα λεπτά τη βδομάδα είναι θεραπεία που αντιστέκεται σε κάθε ανάλυση. Σαν ιατρικό σύμπτωμα ο πυρετός υποχωρεί, αλλά ο πυρετός της μπάλας είναι ανίατος.
Το ποδόσφαιρο κάνει ευκρινέστερες τις αυτο-λογοκριμένες και ετερο-απαγορευμένες πλευρές της ανδρικής κατάστασης. Τα παράλογα γίνονται επιτρεπτά και δυνατά. Πόνος, δάκρυα, χαρά, θλίψη, πάθος, σπασμένα νεύρα και φλέβες, βουτιές στα σιντριβάνια, ταμπούρλα, τεράστια πανώ, ρυθμικές ιαχές, καπνοί, εκκλήσεις στους θεούς σε post-Faith (μεταπιστικές;) εποχές και άρνηση της πραγματικότητας είναι οι όχι και τόσο βαθιά κρυμμένες ντροπές μας. Σε κερκίδες και τηλεοράσεις, με το ποδόσφαιρο είμαστε εύθραυστοι, ανώριμοι, ανασφαλείς, ηλίθιοι, χυδαίοι, παρανοϊκοί, ανεύθυνοι, κορόιδα, μυθομανείς, γελοίοι. Και όταν τελειώνει η σαιζόν, ιδιαίτερα σε χρονιές χωρίς μουντιάλ ή Euro, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με τον εαυτό μας. Κατά τα άλλα είμαστε μια χαρά παιδιά.
Και ο Thanatos στο γήπεδο; Παρ’ ότι ο Hornby δεν επαναλαμβάνει το αμίμητο απόφθεγμα περί ποδοσφαίρου, ζωής και θανάτου, το Fever Pitch περιέχει τρεις σελίδες με τίτλο A Matter of Life and Death. Βγαίνοντας από το γήπεδο μετά από παιχνίδι της Κρύσταλ Πάλας εναντίον της Λίβερπουλ το 1972, ο δεκαπεντάχρονος αφηγητής με το φίλο του βλέπουν έναν οπαδό πεσμένο στο δρόμο. Είναι μισοσκεπασμένος με αδιάβροχο, έχει ήδη πάρει τη χλωμή απόχρωση (he was grey), είναι αφάνταστα ακίνητος (unimaginably motionless) και φοράει κασκόλ με τα χρώματα της Πάλας. Είναι η πρώτη εμπειρία του Hornby με το θάνατο και αυτό που τον κατατρέχει δεκαετίες αργότερα, εκτός από το κασκόλ με τα χρώματα της Πάλας, είναι το ενδεχόμενο να πεθάνει στη διάρκεια ενός ασήμαντου, βαρετού, α-νόητου παιχνιδιού εν τω μέσω της σαιζόν, κάπου ανάμεσα σε Αύγουστο και Μάιο, χωρίς να μάθει τι έκανε τελικά η ομάδα.
Οι οπαδοί που σκεφτόμαστε τη θνητότητά μας ξέρουμε ότι αυτά είναι ανοησίες… Ίσως πεθάνουμε τη νύχτα πριν παίξουμε στο Γουέμπλεϊ, ή την επομένη ενός ευρωπαϊκού παιχνιδιού, ή ενώ παλεύουμε να ανεβούμε στην παραπάνω κατηγορία, ή να γλιτώσουμε τον υποβιβασμό. Στην άλλη ζωή, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μάθουμε τι έκανε η ομάδα. Το πρόβλημα με το θάνατο, σε μεταφορικό τουλάχιστον επίπεδο, είναι ότι έρχεται πριν απονεμηθούν τα σημαντικότερα έπαθλα.
Είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό να πεθάνουμε χωρίς να μάθουμε τι απέγιναν τα τοτεμικά ορόσημα της σαιζόν: πρωτάθλημα, κύπελο, άνοδος στην πρώτη εθνική, υποβιβασμός, ευρωπαϊκές διοργανώσεις κ.ο.κ. Φαντάσου να ήσουν οπαδός της Νότιγχαμ Φόρεστ που πέθανε κάπου στη μέση του 1977-78, ή οπαδός της Λέστερ που απεβίωσε άδοξα λίγο πριν ή λίγο μετά την πρωτοχρονιά του 2016. Εκτός από καταθλιπτικό είναι και σχεδόν αντιαθλητικό.
Αλλά σαν βέρος αυτοκαταπιεζόμενος English, ο συγγραφέας του Πυρετού δε θέλει υπερβολές και ακρότητες, ούτε του αρέσει να τον βάζουν σε καλούπια. Επειδή είμαστε οπαδοί πρέπει ντε και καλά να πεθάνουμε στο γήπεδο; Δεν υπάρχουν άλλα μέρη;
I don’t want to die immediately after a game… It seems excessive, somehow, as if football were the only fitting context for the death of a football fan. Δεν θέλω να πεθάνω αμέσως μετά από ένα παιχνίδι... Φαίνεται κάπως υπερβολικό, σαν το ποδόσφαιρο να είναι ο μόνος πρέπων θάνατος για τον οπαδό.
Σε κάποιο σημείο σκέπτεται να ζητήσει να σκορπίσουν τις στάχτες του πάνω από το γήπεδο της Άρσεναλ αλλά συνειδητοποιεί ότι αυτό μάλλον δεν θα είναι καλό για τον χλοοτάπητα, μια και πάρα πολλές χήρες θα έχουν το ίδιο αίτημα υπέρ μνήμης τεθνεόντων συζύγων. Με μεγάλη και αμείωτη συρροή αποτεφρωμένων οπαδών, πόση στάχτη μπορεί να αντέξει το χορτάρι; Στο τέλος ο Hornby ελπίζει ότι μετά θάνατον θα του επιτραπεί να ίπταται σα φάντασμα πάνω από το γήπεδο παρακολουθώντας ματς με αναπληρωματικούς εις τον αιώνα των αιώνων αμήν. Είναι προφανές γιατί το Fever Pitch υπήρξε τομή στα χρονικά της οπαδικής ανισορροπίας.
Όταν ο θάνατος ντύνεται στα αγγλικά και γίνεται Thanatos αποκτά την επιπρόσθετη διάσταση του death drive, μια σχεδόν μηχανική ώθηση προς το θνήσκειν, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει διάπλατα ένα δίλημμα των μετανεωτερικών καιρών για το οποίο οι ειδικοί έχουν αντικρουόμενες απαντήσεις: Θάνατος στην εντατική με καλώδια, σωλήνες, υποκλείδιες, αντισηπτικά και τη μυρωδιά κατακλίσεων που έχουν αποικιστεί με υπερανθεκτικά μικρόβια; Ή Thanatos έστω και από αδιάγνωστο Τακοσούμπο στο γήπεδο; Στο άκουσμα του τέλους του Μαραντόνα, η καρδιά του Σαμπέλα ίσως ράγισε. Ίσως όχι. Αλλά όταν έρχεται το απρόσκλητο μοιραίο, όπως συνέβη στον υποθετικό οπαδό μας που είχε την τύχη να πεθάνει μπροστά σε μια συγκλονιστική παράταση χωρίς όμως να μάθει το τελικό σκορ, όπως ακριβώς φοβάται ο Hornby, οι τεράστιες οθόνες πάνω από τα πέταλα αναβοσβήνουν την επιγραφή Ποδόσφαιρο = Vulnerable Masculinity. Θα μπορούσε να είναι διαφήμιση ανδρικής κολώνιας.
Philadelphia Union
[1] Bradford Hill, “The Environment and Disease: Association or Causation?”, Proceedings of the Royal Society of Medicine, 58 (1965), 295-300.
[2] Είτε σαν ρήμα είτε σαν ουσιαστικό, δεν έχω βρει ικανοποιητική απόδοση του precipitate/precipitating σαν αιτιολογική κατηγορία. Κατακρήμνιση, καθίζηση/ίζημα, υγροποίηση, επίσπευση, απότομη πτώση, απερίσκεπτη σπουδή, βιασύνη και άλλα δεν πιάνουν την αμεσότητα και το impact του precipitating factor.
[3] Κορνήλιος Καστοριάδης, Τα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου. Προλεγόμενα σε μια θεωρία της ψυχής που μπόρεσαν να την παρουσιάσουν σαν επιστήμη, Ύψιλον/βιβλία, 1991, σ. 33-77.
[4] Tα signifiers “γυναίκες”, “άνδρες” και “δύο φύλα” εδώ χρησιμοποιούνται με τη στενή και απλοϊκή έννοια του βιολογικού φύλου, όχι σαν gender ρόλοι.
[5] Simon Critchley, What we think about when we think about soccer, Penguin Books, 2017.
[6] Johnny Weeks, “Diego Maradona against Belgium: the real story behind the famous image, The Guardian Sportblog, 5 Ιουλίου 2014.
[7] Rory Smith, “Training Eyes on the Smallest Details, Soccer Embraces the Specialist Coach”, The New York Times, 13 Σεπτεμβρίου 2018.
[8] Nick Hornby, Fever Pitch, Penguin, New York 1992. Και στα ελληνικά: Ο πυρετός της μπάλας, μετάφραση: Βασίλης Αδραχτάς, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.